Καταρχην οφειλω να σας ομολογησω πως παραμυθι μ' αυτο το ονομα δεν υπαρχει. Παρ' ολ' αυτα θα σας πω ενα παραμυθι. Ειναι απο τη συλλογη των αδελφων Grimm και ο πραγματικος του τιτλος ειναι «O λαγος κι ο σκαντζοχοιρος». Το ονομα που του εδωσα οφειλεται στην ερμηνεια που θ' ακολουθησει.
Αυτη την ιστορια, παιδια, κανεις πρεπει να τη διηγειται σα να 'ταν ψευτικη, κι ομως ειναι αληθινη γιατι την εχω απ' τον παππου μου, την ελεγε μ' ευχαριστηση και συνηθιζε να προσθετει: «Κι ομως πρεπει να 'ναι αληθινη, γιε μου, αλλιως πως γινεται να τη διηγουνται». Κι η ιστορια ειναι αυτη:
Ητανε Κυριακη πρωι, του Θεριστη, ακριβως οταν ανθιζαν τ' αμπελια, ο ηλιος ειχε ανεβει στον ουρανο λαμπρος, το πρωινο αγερι περναγε γλυκο πανω απ' τα κομμενα σταχυα, οι κορυδαλλοι τραγουδουσανε στον αερα, οι μελισσες ζουζουνιζαν στα λουλουδια, ο κοσμος ντυμενος τα κυριακατικα του πηγαινε στην εκκλησια κι ολη η πλαση χαιροταν κι ο σκαντζοχοιρος επισης.
O σκαντζοχοιρος λοιπον καθοτανε μπροστα στην πορτα του με σταυρωμενα τα χερια, χαζευε το πρωινο αγερι κι ανεμελα τραγουδαγε μονος του ενα τραγουδακι τοσο καλα και τοσο ασχημα οσο ενας σκαντζοχοιρος συνηθιζει να τραγουδα τα γεματα ζωη κυριακατικα πρωινα. Εκει λοιπον που σιγοτραγουδουσε, του 'ρθε αξαφνα η ιδεα κι ειπε με το νου του, οση ωρα η γυναικα του επλενε κι εντυνε τα μικρα, να παει μια βολτα στο χωραφι να δει τι γινονται τα γογγυλια του. Γιατι τα γογγυλια ητανε διπλα στο σπιτι του και τα 'τρωγε με την οικογενεια του, γι' αυτο και τα 'λεγε δικα του. Το 'πε και το 'κανε κι ο σκαντζοχοιρος πηρε το δρομο για το χωραφι. Δεν ειχε ξεμακρυνει πολυ απ' το σπιτι του κι εκει που πηγαινε να φερει γυρο το θαμνο απο μια αγριοκορομηλια που βρισκεται μπροστα στο χωραφι συναντησε τον λαγο που ειχε βγει για παρομοια δουλεια, δηλαδη να κοιταξει τα λαχανα του.
Ο σκαντζοχοιρος του ευχηθηκε φιλικα την καλημερα. O λαγος ομως που, με τον τροπο του, ηταν ενας ευγενης και μεγαλοπιανονταν δεν απαντησε στο χαιρετισμο του σκαντζοχοιρου, ειπε μονο στον σκαντζοχοιρο, παιρνοντας μια τελειως κοροϊδευτικη εκφραση, «Πως τοσο πρωι και πιλαλας στο χωραφι;» «Βγηκα περιπατο» ειπε ο σκαντζοχοιρος. «Περιπατο;» γελασε ο λαγος «Καλα θα 'κανεις μου φαινεται να χρησιμοποιεις τα ποδια σου για σοβαροτερες δουλειες».
Αυτη η απαντηση ενοχλησε παρα πολυ τον σκαντζοχοιρο γιατι ολα τ' αντεχει, μα για τα ποδια του δεν σηκωνει κουβεντα, ακριβως επειδη ειναι στραβα απ' τη φυση τους. «Φανταζεσαι λοιπον» ειπε ο σκαντζοχοιρος στον λαγο «πως τα δικα σου ποδια ειναι καλυτερα απ' τα δικα μου;» «Αυτο ακριβως εννοω» ειπε ο λαγος. «Θα το δουμε» αποκριθηκε ο σκαντζοχοιρος «Βαζω στοιχημα πως αν παραβγουμε στο τρεξιμο θα σε περασω». «Μη γελασω! Συ, με τα στραβα σου ποδαρακια!» ειπε ο λαγος. «Απο μενα παντως, ας γινει. Τι στοιχημα βαζουμε;» «Ενα χρυσο λουδοβικι και μια μπουκαλα σναπς» αποκριθηκε ο σκαντζοχοιρος. «Συμφωνοι» ειπε ο λαγος. «Εμπρος! Παρε θεση και φυγαμε!» «Ε, δεν υπαρχει βια» αποκριθηκε ο σκαντζοχοιρος. «Ειμαι θεονηστικος ακομα. Θελω πρωτα να παω σπιτι και να φαω κατι για πρωινο. Σε μιση ωρα θα 'μαι εδω».
Συμφωνησε ο λαγος κι ετσι ο σκαντζοχοιρος εφυγε. Στο δρομο ο σκαντζοχοιρος συλλογιζονταν: «O λαγος πιστευει στα μεγαλα του ποδια, μα θα του τη φερω. Μπορει να 'ναι ενας ευγενης, μα ειναι βλακας και θα δεις που θα το πληρωσει». Σαν εφτασε λοιπον ο σκαντζοχοιρος σπιτι του, φωναξε τη γυναικα του και της ειπε: «Γυναικα, ντυσου γρηγορα, πρεπει να 'ρθεις μαζι μου στο χωραφι». «Τι τρεχει;» ειπε η γυναικα του. «Εβαλα στοιχημα με τον λαγο ενα χρυσο λουδοβικι και μια μπουκαλα σναπς, θα παραβγουμε στο τρεξιμο κι εσυ πρεπει να 'σαι κει μαζι μου». «Αχ, Θεουλη μου, αντρα» εβαλε τις φωνες η γυναικα του σκαντζοχοιρου. «Χαζεψες; Εχασες τα λογικα σου τελειως; Πως σου περασε να παραβγεις στο τρεξιμο με τον λαγο;» «Παψε γυναικα» ειπε ο σκαντζοχοιρος «αυτο ειναι δικια μου υποθεση. Μην μπερδευεσαι σε δουλειες των αντρων. Αιντε ντυσου κι ελα μαζι μου!» Τι να κανει η γυναικα του σκαντζοχοιρου; Αλλωστε επρεπε να τον ακολουθησει, θελοντας και μη.
Στο δρομο που πηγαιναν ειπε ο σκαντζοχοιρος στη γυναικα του:
«Ακου τωρα καλα τι θα σου πω. Βλεπεις εκεινο το μακρυ χωραφι; Εκει θα παραβγουμε. Στο ενα αυλακι θα τρεξει ο λαγος και στ' αλλο εγω, και θ' αρχισουμε να τρεχουμε απ' την απανω μερια. Εσυ λοιπον το μονο που θα κανεις ειναι να χωθεις στ' αυλακι εδω, στην κατω μερια, και σαν φτασει ο λαγος απ' απεναντι θα πεταχτεις εξω και θα του πεις: «Ειμαι κιολας εδω».
Μ' αυτα και μ' αυτα φτασανε στο χωραφι, ο σκαντζοχοιρος εδειξε στη γυναικα του που επρεπε να σταθει κι ανηφορισε το χωραφι. Σαν εφτασε, ο λαγος ηταν ηδη εκει. «Λοιπον; Φυγαμε;» ειπε ο λαγος. «Μαλιστα!» ειπε ο σκαντζοχοιρος. «Παμε!» Και μπηκαν ο καθενας στ' αυλακι του. O λαγος μετρησε «Και ενα, και δυο, και τρια!» και ροβολησε το χωραφι σαν σιφουνας. Ομως ο σκαντζοχοιρος εκανε καπου τρια βηματα κι υστερα γυρισε πισω και κουλουριαστηκε ησυχα μεσα στ' αυλακι.
Καθως λοιπον ο λαγος με δρασκελιες μεγαλες εφτασε στο κατω μερος του χωραφιου, του φωναξε η γυναικα του σκαντζοχοιρου: «Ειμαι κιολας εδω.» O λαγος εμεινε αποσβολωμενος. Που να φανταστει πως δεν ηταν ο ιδιος σκαντζοχοιρος αυτος που του μιλησε. Γιατι, ως γνωστον, η γυναικα του σκαντζοχοιρου ειναι ολοιδια με τον αντρα της. Ειπε τοτε ο λαγος με το νου του: «Κατι δεν παει καλα εδω περα». Φωναξε του σκαντζοχοιρου κι ειπε «Να τρεξουμε ξανα, παλι πισω!» Κι εφυγε παλι σαν σιφουνας, τοσο που τ' αυτια του ανεμιζαν στο κεφαλι του. Η γυναικα του σκαντζοχοιρου ομως εμεινε ησυχα στη θεση της. Οταν λοιπον ο λαγος εφτασε, ο σκαντζοχοιρος του φωναξε «Ειμαι κιολας εδω».
Εξω φρενων ο λαγος απ' το κακο του, κραυγασε «Να τρεξουμε ξανα, παλι πισω!» «Απο μενα παντως οσες φορες θες» απαντησε ο σκαντζοχοιρος. Ετσι ο λαγος ετρεξε αλλες εβδομηντα τρεις φορες και παντα ο σκαντζοχοιρος τα 'βγαζε περα. Καθε φορα που ο λαγος εφτανε κατω η πανω, λεγανε ο σκαντζοχοιρος η η γυναικα του «Ειμαι κιολας εδω».
Μα την εβδομηκοστη τεταρτη φορα ο λαγος δεν εφτασε στο τερμα. Στη μεση του χωραφιου σωριαστηκε στο χωμα, εφτυσε αιμα κι εμεινε στον τοπο. O σκαντζοχοιρος ομως πηρε το κερδισμενο του χρυσο λουδοβικι και την μπουκαλα το σναπς, φωναξε τη γυναικα του να βγει απ' τ' αυλακι και γυρισαν και οι δυο ευχαριστημενοι στο σπιτι τους, κι αν δεν εχουν πεθανει, ειναι ακομα ζωντανοι.
Ετσι εγινε και στον καμπο του Buxtehude ο σκαντζοχοιρος εβαλε τον λαγο να τρεξει, κι απο τοτε κανενας λαγος δεν τολμησε ξανα να παραβγει στο τρεξιμο με τους σκαντζοχοιρους του Buxtehude.
Ομως το διδαγμα αυτης της ιστοριας ειναι, πρωτον, πως κανενας, οσο σπουδαιος κι ανωτερος κι αν θεωρει πως ειναι, δεν πρεπει ποτε να κοροϊδευει και να περιφρονει τον κατωτερο, ακομα κι αν αυτος ειν' ενας σκαντζοχοιρος. Και, δευτερον, πως ειναι φρονιμο οποιος παντρευεται να παιρνει γυναικα απ' την ταξη του και να του μοιαζει σε ολα. Οποιος λοιπον ειναι σκαντζοχοιρος να κοιταζει η γυναικα του να 'ναι επισης σκαντζοχοιρος και ουτω καθεξης.
Η ιστορια του λαγου και του σκαντζοχοιρου συνεβη, λεει το παραμυθι, στο Buxtehude. Το χωριο αυτο σημαινει στους Γερμανους ο,τι και η δικη μας «Κωλοπετινιτσα», ενας τοπος στη μεση του πουθενα στον οποιο παραπεμπουμε ο,τι περιγελουμε, ο,τι θεωρουμε μικρο κι ασημαντο και αναξιο λογου. Ομως στον κοσμο μας, στην Ελλαδα, στη Γερμανια κι αλλου, ανηκει παντα και μια Κωλοπετινιτσα. Εαν ειναι να μεινουμε ανοιχτοι για τον κοσμο μας οπως ειναι, θα χρειαστει να προσεξουμε καλοπροαιρετα και ο,τι συνηθως περιγελουμε και θελουμε ν' αγνοουμε.
Εκει λοιπον διαδραματιζεται η ιστορια του λαγου και του σκαντζοχοιρου. Σ' αυτον τον απομερο τοπο ο λαγος δεν ειναι μονο λαγος κι ο σκαντζοχοιρος δεν ειναι μονο σκαντζοχοιρος: Εχουν ομιλια, κι η ομιλια προσιδιαζει στον ανθρωπο. Τουτο ειναι για μας μια προκληση. Μας καλει να εννοησουμε την ιστορια τους σαν ιστορια δικη μας.
Τα δυο «διδαγματα» του παραμυθιου μας δειχνουν την κατευθυνση. Μοιαζουν με ηθικες παραινεσεις, ομως δεν ειναι. Δεν διδασκουν το πως επιβαλλεται να ζουμε, αλλα το πως ζουμε. Ειναι νομοι της κατοικησης μας στον κοσμο. Αυτους τους νομους, και τωρα αναφερομαι αλλου, μα παραμενω στο ιδιο, με τα λογια της Αντιγονης απο την ομωνυμη τραγωδια του Σοφοκλη, ουτε θεος ουτε θνητος τους εκανε και κανεις δεν γνωριζει απο που ηρθαν. Θα δουμε τα διδαγματα με τη σειρα:
O νομος του λεει πως ο ανωτερος κι ο υπεροπτης καπως, καπου, θα σκονταψει στον κατωτερο και θα συντριβει.
Με ποιον τροπο τουτο μας αφορα, θα επιχειρησουμε να το δουμε στη θεραπευτικη συναντηση. Πως ειμαστε απεναντι στον πελατη μας; Εχουμε αναλαβει τη θεραπεια του. Εχουμε ενα «μοντελο» της ψυχικης ασθενειας, της τρελας, αλλα κι ενα μοντελο της ψυχικης υγειας, στην οποια προσπαθουμε να τον οδηγησουμε. Για να γινει αυτο χρειαζεται να καταλαβουμε την τρελα του και να την εξηγησουμε. Το πρωτο, η κατανοηση, γινεται με ο,τι ειναι γνωστο ως «empathy», ενσυναισθηση: Ερχομαστε στη θεση του, ταυτιζομαστε μαζι του και νιωθουμε αυτα που νιωθει. Το δευτερο, την εξηγηση, το επιδιωκουμε συνδεοντας και συσχετιζοντας τα λεγομενα του, αναλογα με τη σχολη που ακολουθουμε, με στοιχεια απο το παρελθον του, τη σχεση του μ' εμας, με νευροχημικες διαδικασιες του οργανισμου του κτλ.
Με την κατανοηση και με την εξηγηση, οδηγουμενοι απο το μοντελο μας, κατασκευαζουμε μια παρασταση της τρελας του. Οι ερμηνειες κι οι συμβουλες μας αγονται απ' αυτην την παρασταση. Μ' αυτην ειναι που «δουλευουμε». Η παρασταση της τρελας δινει στην τρελα υποσταση, της δινει νοημα και λογο. Η παρασταση της τρελας γινεται ανωτερη απο την τρελα.
Εφοσον η παρασταση ειναι καταρχην κατασκευη του θεραπευτη, ο θεραπευτης παιρνει λιγοτερο η περισσοτερο φανερα μια θεση ανωτερου. Πολυ συχνα βεβαια κι ο ιδιος ο πελατης μας εχει κατασκευασει μια δικη του παρασταση της τρελας του, που εκφραζεται, μεταξυ αλλων, στο «αιτημα» του. Καμια φορα μαλιστα μας υποβαλλεται για μικροτερο η μεγαλυτερο διαστημα. Οπως και να 'χει το πραγμα, η ανθρωπινη διανοια θεωρει την κατασκευη της ανωτερη απο την τρελα καθαυτην. Και μαλιστα τοσο ανωτερη, που η τρελα δεν μας ειναι νοητη παρα μονο μεσα απο μια καποια παρασταση της.
Ομως οι εξηγησεις κι οι ερμηνειες μας, αν το καλοσκεφτουμε, ποτε δεν ειναι απολυτα ικανοποιητικες. Καπου σκονταφτουν. Η τρελα μας βγαινει μπροστα. Καθε φορα που παμε να τη βρουμε σε μια παρασταση της, ειναι κιολας εδω και την αμφισβητει εις πεισμα θεραπευτη και θεραπευομενου. Αυτο το πεισμα ειναι τελικα που μας πηγαινει κοντρα και που αποκαλουμε «αντισταση». Σ' αυτο το πεισμα φανερωνεται η τρελα καθαυτη, και συναμα κρυβεται.
Βεβαια ειμαστε ακουραστοι. Με πολλους και διαφορους τροπους λεμε, σαν τον λαγο, «παλι πισω!» και παλινωδουμε σ' ενα ατελειωτο περα δωθε των αρχων που διεπουν τις παραστασεις μας, οπως περιβαλλον και κληρονομικοτητα, λογικη και συναισθημα, ψυχη και σωμα, νοσος και υγεια, εγω κι εσυ, ψυχισμος και πραγματικοτητα, στρεφομενοι ποτε στο ενα και ποτε στο αλλο. Ειναι σαν την επανω και την κατω μερια του χωραφιου. Την πρωτη φορα κατευθυνομαστε προς τη μια και τη δευτερη προς την αλλη και παει λεγοντας. Γι' αυτο και στις επιστημες η «ερευνα» ποτε δεν φτανει σε λυσεις, αλλα με καθε βημα της οι δυσκολιες και τα ερωτηματα πολλαπλασιαζονται.
Παντως η αντοχη μας δειχνει πως ακομα ειμαστε μακρια απο την εβδομηκοστη τεταρτη φορα. Ομως αυτη η φορα θα ερθει, νωριτερα η αργοτερα, σ' εμενα, σ' εσενα, στην Αθηνα, στο Tavistock. Τοτε και μονο τοτε, οταν κι εμεις, θεραπευτης και θεραπευομενος, σαν τον λαγο, «φτυσουμε αιμα» και κατα το κοινως λεγομενο σπασει ο τσαμπουκας και των δυο μας, μπορει ν' αφησουμε μοντελα και παραστασεις και να στραφουμε στην ιδια την τρελα, οπως καθε φορα τη συναντουμε, και μια θεραπεια να μπει στο δρομο της.
Η τρελα ειναι «κιολας εδω». Μας εχει προλαβει, σε χρονο παρακειμενο. Η τρελα μενει παντα παρακειμενη, κειμενη παρ' ημιν, παντα μπροστα και διπλα μας. Ειναι ο ισκιος μας. Ομως ο μονος που προλαβε τον ισκιο του στο πιστολι ειναι ο Λουκυ Λουκ.
O νομος του λεει πως «ειναι φρονιμο, οποιος παντρευεται, να παιρνει γυναικα που να του μοιαζει σε ολα». Αυτη η γυναικα ειναι σαν να την ηξερε ηδη, απο παντα. Τι θα πει αυτο;
«Ως γνωστον» μας λεει το παραμυθι «η γυναικα του σκαντζοχοιρου ειναι ολοιδια με τον αντρα της». Αυτο δεν πρεπει να το ακουσουμε ως την απολυτη ομοιοτητα μεταξυ δυο διαφορετικων και ξεχωριστων οντων. O σκαντζοχοιρος, ο ενας σκαντζοχοιρος ειναι εδω στην αφετηρια, στην επανω μερια του χωραφιου, και συναμα ειναι ηδη στο τερμα, στην κατω μερια.
Τουτο δεν μας ειναι τοσο ξενο οσο εξαρχης φαινεται. Οταν εφυγα απο το ιατρειο μου για να 'ρθω στο «Τιτανια», ηδη ημουν εδω. Αυτο το ηδη μου εδωσε την κατευθυνση και μου ανοιξε το δρομο.
Ειμαστε παντα σ' ενα εδω και συναμα ειμαστε ηδη στο εκει στο οποιο οι δρομοι μας κατευθυνονται. Γι' αυτο και ο καθε ερχομος εχει χαρακτηρα παλιννοστησης. Τον διατρεχει μια ησυχια, σαν αυτην του σκαντζοχοιρου που κουρνιαζει στ' αυλακι του. Οι μετακινησεις μας διαπερνωνται απο μια αλλοκοτη ακινησια.
O λαγος το αγνοει. Πιστευοντας μονο στα ποδια του, θεωρει πως το εκει οφειλει να το κατακτησει. O δρομος του ειναι ενα κενο διαστημα μεταξυ δυο σημειων που πρεπει να το καλυψει. Καποτε, οσο γρηγορα κι αν παει, θα κουραστει και θα μεινει στο δρομο.
O δρομος του σκαντζοχοιρου ειναι κυκλος: αρχη και τελος του ειναι το αυτο.
Καπως ετσι ειναι και με τις επιθυμιες μας, με τις αναγκες μας, με καθε μας επιδιωξη. Συνηθως κανουμε σαν τον λαγο. Πιστευουμε πως ολα αποκτουν νοημα μονο με την ικανοποιηση τους. Η ματαιωση μας ειναι στερητικη και αφορητη.
Ομως υπαρχει κι ο τροπος του σκαντζοχοιρου. Τοτε ολα ειναι ηδη εδω, παρακειμενα μας. Τοτε οι σκοποι κι οι επιδιωξεις μας χρειαζεται να εννοηθουν διαφορετικα, εξω απο το παιχνιδι στερησης και ικανοποιησης.
Η ιστορια του λαγου και του σκαντζοχοιρου μιλα για το παρακειμενο. Ειναι ενα παραμυθι του Παρακειμενου. Τωρα το παρακειμενο ειναι καθε τι που μας αφορα. Ειναι ηδη εδω, πριν απο τη σκεψη και τη γνωση, πριν απο τις ορμες και τα συναισθηματα. Χρειαζεται μια αλλη προσεγγιση. Μαλλον δεν χρειαζεται καμια προσεγγιση. Χρειαζεται απλα να το προσεξουμε. Διχως να νιωθουμε, δηλαδη παραιτουμενοι απο τη συναισθηση, και διχως να σκεφτομαστε, δηλαδη παραιτουμενοι απο ερμηνειες κι εξηγησεις.
Εχουμε μαθει να ειμαστε διαισθαντικοι, να ειμαστε επακριβεις. Ισως δεν εχουμε μαθει τοσο να εχουμε τα ματια μας ανοιχτα.
Κατι τετοια μου μηνυσαν απο την Κωλοπετινιτσα, οσο μπορεσα να παρακολουθησω τη γλωσσα τους.
Σας τα μεταφερω, οπως μπορεσα να τα πω στη γλωσσα τη δικη μας.