[σ. 11]
Δεν μπορω ν’ αγνοησω οτι ως ανθρωπος ειμαι δεσμευμενος απο ενα ζωντανο σωμα. Γι' αυτο αγαπω το θεατρο, που παρουσιαζει ζωντανους ανθρωπους, το θεατρο του Σαιξπηρ η του Μολιερου. Για τον ιδιο λογο αγαπω τους Κλασσικους της Βιεννης Haydn, Mozart και Beethoven που παρουσιαζουν την μουσικη "σωματικα"· τον Παρμενιδη που παρασταινει το Ειναι σφαιρικα, ομοιομορφα πυκνο, πεπερασμενο και ακινητο· τον Kant που δεν μπορει να παραιτηθει απο την υλικοτητα της γνωσης, τα δεδομενα της αισθησης, της μορφης της θεασης· ζωγραφους οπως οι van Eyck, Bellini, Leonardo η Tician. Η γλωσσα ειναι για μενα επισης μια διαδικασια δεσμευμενη απο ενα ζωντανο σωμα, ενα φωνητικο οργανο· αρθρωση. Γλωσσα "με βαθυτερο νοημα" δεν γνωριζω.
*
[σ. 18]
Η διαφορετικοτητα της μεθοδου μου μπορει ν' αναγνωριστει κι απο το οτι η παρουσιαση μαρτυρει μια προτιμηση στην χρηση αναλογιων (μεταφορων, εικονων).
Ομως μια αναλογια δεν ειναι αποδειξη. Μπορει μονο να υποδειξει το μη αποδειξιμο, ομως βεβαιως προδηλο ενος πραγματος, ενος φαινομενου· μπορει απλως να βοηθησει την ενοραση στο φαινομενο.
[...]
Η παρουσιαση σε μορφη λογικων επιχειρηματων θα μπορουσε να οδηγησει στην παρανοηση οτι θα ηθελα να αποδειξω τις ενορασεις μου. Ομως γνωριζω πως αυτο δεν ειναι δυνατο, και δεν το θελω καν. Το πρωταρχικο (η βεβαιοτητα [οτι] ΕΙΝΑΙ) δεν εχει τιποτα να κανει με την λογικη κι επομενως δεν μπορει να εδραιωθει λογικα. Ουτε οταν η λογικη διαπλεκεται με την φυσικομαθηματικη γνωση, με θεωρια και με παρατηρηση οπως στις μοντερνες θετικες επιστημες. [...]
Εδω το ζητουμενο ειναι η ενοραση στο φαινομενο, τιποτα λιγοτερο και τιποτα περισσοτερο·
*
[σ. 159]
Θελω ν' αναταμω το φαινομενο ως φαινομενο παραμενοντας διαρκως στο φαινομενο. Στο "φαινομενο": σε ο,τι φαινεται, στην επιφανεια, σ' αυτο που βλεπω με τα ματια μου ανοιχτα, κυριολεκτικα και μεταφορικα "με τα ματια μου ανοιχτα", με ανοιχτη την ανθρωπινη φυση μου, με ανοιχτον νου, δηλαδη ως ανοιχτος ανθρωπος ο οποιος - εδω εγκειται η ανοιχτοτητα μου - υποκειται στο φαινομενο, το υπακουει, κατευθυνεται απ' αυτο γνωριζοντας οτι απεναντι του ειναι αδυναμος. Αυτη η αμοιβαια επιρροη, αυτο το κρατημα στο φαινομενο δινει στον ανθρωπο υποσταση, ουσια. Και η "γνωση για" αυτην την σχεση αντανακλαται ως εργο. Το εργο ειναι κατι το ειδικα ανθρωπινο. Τα ζωα δεν επιτελουν εργα. Το εργο ειναι η αντανακλαση της γνωσης για το πραγματικο ως πραξη.
*
[σ. 160]
Ετσι ασχολουμαι με την περιοχη η οποια συνηθως καταγραφεται με την λεξη "τεχνη". Αυτο το φαινομενο, το μοναδικο, το ιδιαιτερο, δεν αναγεται σε κατι αλλο - σε κατι γενικο, σε εννοιες, σε ιδεες, στο λογικο. Η τεχνη ως το πραγματικο ειναι "σκληρη". "Σκληρη" με την εννοια οτι προσκρουομε πανω του και με την εννοια οτι μας κανει σκληρους, οτι δεν μας επιτρεπει κανενα αλλοθι, οτι δεν μπορουμε να το παρακαμψουμε, δεν μπορουμε να το ενσωματωσουμε σε κατι αλλο. Ξεκινα απο το "εργο" ως το χαρακτηριστικο του ανθρωπου διοτι μονον εκει μπορει η ασαφης γνωση του [οτι] ΕΙΝΑΙ να μεταβληθει σε σαφη.
*
[σ. 279]
Η βεβαιοτητα του [οτι] ΕΙΝΑΙ, ως η βεβαιοτητα του ΕΙΜΑΙ, του "[οτι] ΕΙΝΑΙ μεσα μου", δημιουργει την (ανθρωπινη) υπαρξη. Υπαρξη ειναι η ονομασια. Αντιθετα προς αυτο, η "υπαρξιακη φιλοσοφια" ειναι μια "φιλοσοφια του βουβου": του εμβιου οντος (ζωου), παντως ενος απελπιστικα εγκαταλειμμενου, "εριμμενου" ζωου το οποιο αναδυεται μεσα απο το πλεγμα των αμεσων, "προ-χειρων" πραγματων, το οποιο, απομονωμενο απο το συμπαν, δεν μπορει να το αναπαραστησει πραγματικα. "Μιλαει" μεν, ομως η ικανοτητα της ονομασιας δεν ειναι θεσμικη. Ο λογος ειναι απλως ενα μεσον, επανω στο οποιο μπορουν "φαινομενολογικα" να μελετηθουν οι "διαθεσεις" (νατουραλισμοι). Η συγγενεια της υπαρξιακης φιλοσοφιας με την ψυχαναλυση ειναι οφθαλμοφανης.
*
[σ. 281]
ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΝ: Αυτο που μας βρισκει (Hoelderlin: trifft)· το ολον (το πραγματικο) που δηλωνεται στο "ματι", στον νου ως αντικειμενο, ως η προσκρουση του νου στο θεμελιο και συγχρονως η αναλαμπη του θεμελιου απο το φως του νου, η προς τον ανθρωπο στραμμενη πλευρα της πραγματικοτητας, οχι ως "εννοησιμη" [begreifbare] με την εννοια του Hegel, ουτε οπως το καταλαβαινει η φαινομενολογια, η οποια μεταμορφωνει το φαινομενο σε κατι το αφομοιωμενο και "βιωμενο".
[σ. 11]
Τον "θεο" τον βρισκω στην αντισταση, στην προσκρουση επανω σε αντισταση. Ετσι και στην προσκρουση των ορμων επανω στην ηθικη αντισταση, στην συνειδηση. Ετσι και στην θεα των αστρων. "Ο εναστρος ουρανος απο πανω μας και ο ηθικος νομος μεσα μας" (Kant) ειναι για μενα αντισταση. Επισης ο ηχος της πεμπτης. Ομως το πρωταρχικο αποτελεσμα της πρωταρχικης προσκρουσης επανω σε αντισταση καθε ειδους, το εμπειρωμαι στην πραξη της ονομασιας η οποια καθιστα τον λογο δυνατο. Με την πραξη της ονομασιας καθε λεξης συμβαινει μια προσπτωση στον αδιαπεραστο τοιχο του factum. Η πραξη της ονομασιας μου μαρτυρει το οτι ΕΙΝΑΙ και οτι μαζι του ΕΙΜΑΙ.
*
[σ. 11]
Την φραση του Παρμενιδη ΤΟ ΓΑΡ ΑΥΤΟ ΝΟΕΙΝ ΕΣΤΙΝ ΤΕ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ θα την απεδιδα ετσι: το αυτο ειναι η βεβαιοτητα και το [οτι] ειναι. Το ΝΟΕΙΝ - δεν μεταφραζεται με "denken" ["σκεπτομαι"] - αποδιδεται παραστατικα με "προσκρουω", "προσκρουω επανω σε κατι", στην ακατανικητη αντισταση του "factum" το οποιο, οσο βεβαιο κι αν ειναι, δεν μπορει να διαπεραστει, να διαγνωστει απο τον ανθρωπινο αυθορμητισμο. Αυτο το οποιο (δια του ΝΟΕΙΝ) απλως μας δηλωνει την υπαρξη του (το ΕΙΝΑΙ του) διχως να μας αφηνει να δουμε μεσα του, ειναι το [οτι] ΕΙΝΑΙ. Η φραση του Παρμενιδη δεν ειναι φιλοσοφικη προταση αλλα η απλη, γυμνη ονομασια της βεβαιοτητας [οτι] ΕΙΝΑΙ, μια καθηλωση του [οτι] ΕΙΝΑΙ απο την ονομασια, η αναλαμπη του ως ονομασια, ως το φως το οποιο καθιστα ορατα συναμα την βεβαιοτητα και το [οτι] ΕΙΝΑΙ καθως τα δυο τους αναλαμπουν ενιαια, ναι, ως ενα. Η πραξη της ονομασιας ειναι η πρωτη αρχη, η πρωτη αρχη του ανθρωπου· κι ετσι η πρωτη αρχη για καθε τι αλλο οπου ο ανθρωπος καταδεικνυεται ως ανθρωπος.
*
[σ. 18]
Η προϋποθεση μου ειναι η βεβαιοτητα [οτι] ΕΙΝΑΙ, που δηλωνεται στην πραξη της ονομασιας. Δεν αναζητω να συλλαβω ο,τι βρισκεται περαν αυτου του οριου που τιθεται στον ανθρωπο, το "μη ονομασιμο" (το "αφατο"). Ειμαι λιτος. Ομως η φυση της λιτοτητας μου δεν ειναι θετικιστικη. Αφου γνωριζω οτι ΕΙΝΑΙ. Μολις προσπαθησω να συλλαβω το τι, χανω το στερεο εδαφος κατω απο τα ποδια μου. Αντικαθιστω την βεβαιοτητα του Οτι με υποθεσεις. Εισερχομαι στο βασιλειο της γνωσης.
[...]
Ας θυμηθουμε μια εικονα του Ηρακλειτου: Η ψυχη του ανθρωπου ειναι οπως η αραχνη στο διχτυ της. Οταν σ' αυτο συμβει ενα ερεθισμα, η αραχνη τρεχει προς τα κει. Ας τα μεταφερουμε στην σφαιρα, στην οποια εκτεινεται ο ανθρωπος. Οταν μας φωτιζει ενα φως στα ορια της σφαιρας, στην επιφανεια της σφαιρας (αυτο ειναι η πραξη της ονομασιας), η αραχνη της συνειδησης μας πηγαινει εως αυτο το ακροτατο οριο· απο κει βλεπει την ιδια της την σφαιρα φωτισμενη, και συγχρονως εμπειραται το οριο της, θαμπωνεται απο το φως που συμβαινει στο οριο· εμπειραται το [οτι] ΕΙΝΑΙ, την βεβαιοτητα· τιποτα περισσοτερο απ' αυτο. Ομως αυτο αρκει. Εμπειραται εκει την λιτοτητα, την αγαπη, την εποικοδομητικη. Αναγνωριζεται απο τον θεο. Θαυμαζει.
*
[σ. 144 κ.ε.]
Το εναργες ουτε "κατανοειται" ουτε εξηγειται. Απλως φερω την βεβαιοτητα γι' αυτο. Οταν λοιπον ονομαζω, ουτε κατανοω ουτε χαρακτηριζω μια εννοια. Π.χ. με την ονομασια "κυανο" δεν κατατιθεται ουτε καποια κατανοηση του κυανου ουτε καποιος ορισμος του· προσκρουω σ' αυτο το factum. Δεν μπορω να το διαπερασω. Αντ' αυτου η προσκρουση επανω στον αδιαπεραστο τοιχο, που συμπεριλαμβανει κι εμενα, με την ονομασια μεταβαλλεται: "κυανο". [...] Συνεχως επανερχεται η παραξενη, αιφνιδια εκλαμψη της ονομασιας: θαυμαζοντας εννοουμε, παραπεμπουμε, προκαλουμαστε να ονομασουμε. Αυτο δεν ισχυει μονον για τα ουσιαστικα, τα επιθετα η τα ρηματα αλλα για ολα τα ειδη των λεξεων: Ακομη κι ενα "ομως" (κυριως εκδηλο στον Hoelderlin) συμβαινει ως εναργης τροπος αναφορας. [...]
Αυτη η ιδιαιτεροτητα της ονομασιας δειχνεται με τον πιο εντονο τροπο στα κυρια ονοματα [...]. Η ονομασια ειναι [...] εξ υπαρχης διαφορετικη απο καθε κατανοηση η εξηγηση, και ειναι συναμα κατι πολυ περισσοτερο.
Πατερ ημων αγιασθητω το ονομα σου: ο θαυμασμος οτι υπαρχει καν "πατερας" (εδω "πατερας" κατεξοχην). Κατα τροπο αδιανοητο, ακαταληπτο, η ονομασια επιτελει τον "πατερα". "Πατερ ημων ο εν τοις ουρανοις αγιασθητω το ονομα σου" - περισσοτερα δεν μπορω να πω. "Το ονομα σου" ειναι αντιπροσωπευτικο για το κατεξοχην Αλλοτριο -: το ονομα του, αυτου που φερνει τον θαυμασμο, αυτου που ονομαζουμε "θεο". Αυτο ειναι που αγιαζεται. Το θαυμα του θαυμασμου, η προϋποθεση η εμπεδωμενη στον ανθρωπο, και η αρχη καθε ονομασιας βρισκεται συγκεντρωμενη στην αρχη του Πατερ Ημων.
*
[σ. 152]
Στον ανθρωπο, ως αυτον ο οποιος αντιλαμβανεται το πραγματικο, δηλαδη ονομαζει, αιφνης το Χ καθισταται εναργες. Εδω δεν υπαρχει χωρος για αμφιβολια. Εαν αναζητησω μια φραση η οποια να μου ειναι προδηλη εξαρχης, αυτη λεει: Υπαρχει η πραξη της ονομασιας, κι ετσι η βεβαιοτητα οτι "ειναι" (και συναμα οτι "ειμαι". Οχι: "cogito ergo sum" αλλα: "ονομαζω, αρα ειναι και μαζι ειμαι." Υπαρχει η βεβαιοτητα ΕΙΝΑΙ, και μαζι της η βεβαιοτητα για ολα οπου ο ανθρωπος καταδεικνυεται ως ανθρωπος, μεταξυ πολλων αλλων και στην νοηση.
Η φραση ΕΙΝΑΙ συνηχει σε καθε γνησια πραξη ονομασιας, την συνοδευει σταθερα, τροπον τινα ως το εντος της περιεχομενο "αμην"· ειναι η "φορμα της ονομασιας".
Ομως οταν εδω ολα συμβαινουν "αιφνης", και δεν υπαρχει χωρος για την "σκεψη" και για ο,τι αυτη επιτελει, δηλαδη υποθεσεις, συσχετισμους, συμπερασματα, αποδειξεις, πως μπορει να γινει λογος για το [οτι] ΕΙΝΑΙ; Πως μπορει αυτο το για τον ανθρωπο πρωταρχικο και αποφασιστικο συμβαν να συλληφθει; Δεν μπορει! Τα φαινομενα δεν συλλαμβανονται ως αυτα τουτα, ειναι "μονον" ενορασιμα.
*
[σ. 156 κ.ε.]
Στην πραξη της ονομασιας το συμπαν περισυλλεγεται ως το Τωρα. Η πραξη της ονομασιας, αυτο το "ανθρωπινο συμπαν", το "συμπαν ως ανθρωπινο", ειναι η αντιληψη του συμπαντος ως διπολου (νοειν - ειναι)· η αντιληψη ενος αυθορμητισμου, του εαυτου μου, εν μεσω του συμπαντος της πραγματικοτητας. Η πραξη της ονομασιας εκπηγαζει απο την ελευθερια του τραχηλου να στρεφεται προς τα πισω. Ειναι η καθιζηση της αιφνιδιας, γεματης θαυμασμο αφυπνισης του ανθρωπου μεσα απο το εμβιο ον, που φερνει εντος του την λανθανουσα καταβολη της γεννησης του ανθρωπου. Εμφανιση του ανθρωπου και εμφανιση της πραξης της ονομασιας ειναι ενα και το αυτο. Ο ανθρωπος εμφανιζεται, καθως μεσα του εγκαθισταται ενας θαυμασμος. Οχι θαυμασμος για τουτο κι εκεινο το οποιο αυτος (ως εμβιο ον) αισθανεται, πραττει, πασχει, επιθυμει, συλλαμβανει με τις αισθησεις η (σε μια δευτερη σκεψη) "συνειδητοποιει". Και τα δυο θα εμεναν στο επιπεδο του φυσικου, κι ετσι θα ηταν δεσμια του. Ο θαυμασμος, ο οποιος συνιστα τον ανθρωπο, δεν ειναι ουτε παθητικη συλληψη ουτε "συνειδητοποιηση". Δεν συναγεται απο πουθενα αλλα ειναι κατι πρωτογενες, πηγαιο: "αυθορμητισμος", πραξη. Ετσι η πραξη της ονομασιας ειναι η αυθορμητη παραπομπη· ομως οχι στα "πραγματα", στο φυσικο, σε ο,τι κανεις επεθυμησε, αισθανθηκε, επραξε, επαθε, αντιληφθηκε, αλλα στο factum οτι ειναι εδω, στο συγκεκριμενο [οτι] ΕΙΝΑΙ.
*
[σ. 192]
Οπως η πεμπτη δεν σηματοδοτει, δεν απεικονιζει, δεν "ονομαζει", ετσι δεν ειναι και "ονομασιμη", δεν δηλωνει ουτε καποια ενεργητικη ουτε καποια παθητικη δομη του ρηματος· δεν "ονομαζει" (ενεργητικο) και "δεν την ονομαζουν" (παθητικο) αλλα "ονομαζεται" (μεση!). Ο ηχος της πεμπτης ειναι η "ονομασια" της. Η λεξη "πεμπτη" ειναι δευτερογενης, προσθηκη. Τον ηλιο τον αντιλαμβανομαι πρωτα με την ονομασια· ομως η πεμπτη γινεται πληρως αντιληπτη ως ηχος. [...]
Η μουσικη εκδηλωνεται ως "παιχνιδι", ως πραξη αυθορμητη η οποια βρισκεται σε αναφορα με τον εαυτο της. Αυτη ειναι η γνησια "μουσικη": η ΑΡΜΟΝΙΑ του Πυθαγορα, η μουσικη του Byrd, του Palestrina, του Bach. Η γνωση για το [οτι] ΕΙΝΑΙ, η γνωση οτι ΕΙΝΑΙ, εδω κατατιθεται [...] ως πραγματικη πραξη, παιξιμο, ως (πληρης, ηχων) χρονος.
Μουσικη και Ρυθμος στους Ελληνες, σ. 24:
Ο ΝΟΜΟΣ ειναι κατι σαν μια ιδεατη μελωδια η οποια δεν συλλαμβανεται καθεαυτην διοτι ειναι θεια, η οποια ομως συνιστα την βαση για καθε πραγματωση. Ειναι οπως το (αορατο) θεμα προς τις εκαστοτε παραλλαγες που προκυπτουν. Η πραξη του μουσικου ειναι λοιπον σαν παραλλαγη μιας δεδομενης μουσικης ιδεας.
*
Μουσικη και Γραφη, Kleine Schriften, σ. 113:
Σε μεταγενεστερες εποχες στην θεση των απο τους θεους δημιουργηθεντων νομων ηρθε η απο τους ανθρωπους - τους συνθετες - εκαστοτε δημιουργουμενη οδηγια για το παιξιμο της μουσικης. Αυτη η οδηγια καταγραφεται, διατηρειται με την μουσικη γραφη. Προκυπτει η σχεση συνθεση-εκτελεση οπως την γνωριζουμε, η αποστολη, κατι ορατο να μεταβληθει σε κατι ακουστο.
Μουσικη και Νομος, ο.π., σελ. 168:
Ο ΝΟΜΟΣ ειναι κατι το ισχυον και ετσι τροπον τινα παντοτεινο, το οποιο ομως αποκτα πληρη πραγματικοτητα μονον στην εκαστοτε εφαρμογη. Δεν ειναι κατι [...] παροντικο αλλα κατι το οποιο δινει μια οδηγια, μια κατευθυνση, δειχνει στον ανθρωπο τι εχει να κανει: τι πρεπει να κανει, τι μπορει να κανει - · Ακομη τι συνηθιζει να κανει.
N.u.E., σελ. 176:
Η δομη επιταγης-πραξης ισχυει τοσο για τον μουσικο νομο οσο και για τον νομο γενικα. Ενω ομως ο γενικος ΝΟΜΟΣ ανηκει στην περιοχη της ανθρωπινης συμπεριφορας, της δρασης, του πρακτικου λογου, του δικαιου, της πολιτικης, στην μουσικη - και μονον σ' αυτην - η δομη του ΝΟΜΟΥ εμφανιζεται ως ενα φαινομενο το οποιο συναντουμε, και μαλιστα ως ουσιακα, αναγκαιο θεσμικο στοιχειο αυτου του φαινομενου. Μονον εδω ο ΝΟΜΟΣ εχει τον χαρακτηρα του σ' ενα πραγματικο "κατι" - και οχι αμεσα στον ανθρωπο - δηλουμενου. Ο μουσικος ΝΟΜΟΣ, αυτη η διαπλοκη νοηματος ως επιταγης και ως πραξης, εκπηγαζει απο την "φυση του θεματος": απο την ΦΥΑ - την ουσια, την προελευση - της μουσικης.
Το οτι ο ανθρωπος "πρεπει" (κατηγορικη επιταγη) και το οτι πεθαινει (και το γνωριζει), αλληλοκαθοριζονται. Τιποτε δεν θα επρεπε γι' αυτον εαν δεν επροκειτο να πεθανει. Του "πρεπει" ως θνητου-πνευματικου οντος, δηλαδη ως μη ταυτοσημου με το [οτι] ΕΙΝΑΙ.
Ο διπλασιασμος γλωσσα / ποιηση (βλ. πριν, σ. 161) δεν εχει κανενα αναλογο στις τεχνες, οπως στη ζωγραφικη και στη μουσικη. Για τη ζωγραφικη το αναλογο με την γλωσσα θα ηταν η >φυση<, κατι που δεν δημιουργηθηκε απο τον ανθρωπο, για τη μουσικη οι αριθμητικες σχεσεις, που διαμορφωνουν μια δικη τους περιοχη, ουτε >φυση< ουτε ανθρωπινη πραξη.
Ας προσεξουμε την σχεση γλωσσα / ποιηση περισσοτερο. Γενικα η γλωσσα συνδεεται με την παρασταση διαφορων πραγματων: επικοινωνια μεταξυ των ανθρωπων (καθομιλουμενη γλωσσα, συνομιλια)· επιχειρηματολογια, πειθω, απστομωση (ρητορικη)· αναφορα, αφηγηση, διευκρινιση περασμενων συμβαντων (ιστορια)· αφαιρετικος αναστοχασμος ενος πραγματος (φιλοσοφια)· εμβαθυνση σε εργα τεχνης, η εργα γενικα κ.ο.κ. (θεωρητικες επιστημες). Ολοι αυτοι οι τροποι χρησης, στους οποιους γινεται εμφανης μια εκαστοτε γλωσσικη πλευρα, συνδεονται με κατι μη γλωσσικο· εξαρτωνται απ' αυτο, χωρις αυτο δεν μπορουν καν να υφιστανται. Η ποιηση ειναι το μονο γλωσσικο φαινομενο που δεν εχει αναγκη απο καμια βοηθεια, κανενα στηριγμα απο εξω, που δεν ειναι εξαρτημενη. Ειναι μονο γλωσσα, αυτοδυναμη ως γλωσσα: η γλωσσα επαφημενη στον εαυτο της, ως αυτοσκοπος, η γλωσσα ως κατι πρωτογενες. Η ποιηση ειναι, θα ελεγα, η μυθοπλασια. Ειναι η ονομασια ως κυριαρχη αυθυποστατη πραξη. Η ποιηση δεν φερει τη μια η την αλλη πλευρα της γλωσσας στο προσκηνιο, και ουτε χρησιμοποιει την γλωσσα για σκοπους που βρισκονται εξω απ' αυτην. Η ποιηση εγκειται στην γλωσσα ως το ολον. Ολοι οι ανθρωποι μιλουν· διαθετουν αυτην την πραξη. Ο ποιητης δεν διαφερει απο τους υπολοιπους ανθρωπους κατα το οτι μιλαει (οπως ο ζωγραφος κατα το οτι ζωγραφιζει), αλλα κατα το οτι μιλα χωρις στοχευμενο οφελος η σκοπο, οτι εφαρμοζει την γλωσσα ως ενα πραγματικο ελευθερα, οτι την αφουγκραζεται.
Η ποιηση εχει αποσπασει απο τη φυσικη (αστοχαστη) γλωσσα ενα στοιχειο και το εχει καταστησει αυθυποστατο >υλικο<, με το οποιο εργαζεται: τον ρυθμο. Στην ποιηση χρησιμοποιειται αποκλειστικα η γλωσσα ως ρυθμος.
Αυτο ισχυει ιδιαιτερα για την ποιηση του Hölderlin. Το εργο του Hölderlin ηταν δυνατο μονο σε μια γλωσσα οπως η γερμανικη. Η >αυστηρη αρμονια< της οψιμοτερης και οψιμης ποιησης του ειναι σαν μια εκτελεση της δομης της πραξης ονομασιας, και μαζι ακριβως το θεμα της ποιησης του Hölderlin. Γι' αυτο ξεκινω απ' αυτην, για να γνωρισω τον ρυθμο ως γλωσσικη νοηματοδοτηση, για να γνωρισω την πραξη ονομασιας ως αυτο που καθιστα δυνατη την γλωσσα - και πρωτιστως την ποιηση -.
Η γλωσσα, οπως ειδαμε (σ. 150 και 173κ.ε.), εγκειται στην αντινομια λεξη-προταση. Αποτελειται αφενος απο πραξεις ονομασιας, λεξεις, λεκτικα μορφωματα, και αφετερου ειναι συσχετιση προτασεων. Αυτη η αντιφαση, που διακρινει την γλωσσα, προκειται να καταδειχθει στην σχεση γλωσσα-ποιηση (του Hölderlin).
Θα φερω μερικα παραδειγματα απο τον Hölderlin - καθε φορα δυο συσχετιζομενους στιχους -, που συγχρονως αντιπροσωπευουν τις δυο στροφες ωδων που απαντωνται σ' αυτον.
Vŏr séinĕr Hǘt- tĕ rú-hĭg ĭm Schát - tĕn sítzt
Der Pflüger, dem Ge-nügsa-men raucht sein Herd.
( ' = τονιζομενο ̆ = ατονο) (Abendphantasie)
Αυτος ειναι ο αλκαϊκος στιχος, στα ελληνικα μια ενοτητα λεξης, αρμονιας και ρυθμου: η αρχαια ΜΟΥΣΙΚΗ. Εδω κατι ολοτελα αλλο. Οχι μονο τονισμοι στη θεση της διαρκειας, αλλα πληρης ελλειψη μετρησης. Το τονιζομενο-ατονο γεφυρωνεται απο την ομιλια ελευθερα.
Αν θελαμε να απαγγειλουμε, το ευλογο θα ηταν να διαβασουμε τους τονισμους σε ισα διαστηματα συμφωνα με την αρχη του μουσικου μετρου:
Vor séiner Hǘtte rúhig im Schátten sítzt
Der Pflǘger, dém Genǘgsamen raúcht sein Hérd.
Για τον γερμανικο στιχο αυτη η αρχη ειναι σημαντικη. Επειδη στους τονους εναποτιθεται το κυρος της σημασιας, εχουν τη δυναμη τροπον τινα να υποτασσουν τις αλλες συλλαβες. Ο,τι στεκει αναμεσα στους πασσαλους των τονιζομενων συλλαβων, δεν λαμβανεται και πολυ σοβαρα ως προς τον αριθμο των συλλαβων· μπορει να ειναι μια συλλαβη, μπορουν να ειναι δυο συλλαβες. Παντα υπαρχει αντιστοιχια των τονιζομενων συλλαβων, και τουτο σε ολα τα ειδη στιχων.
Τωρα στον Hölderlin δεν μεταφερεται μονο το ελληνικο σχημα στιχων σε γερμανικη αρχη στιχων, αλλα κι αυτη μεταμορφωνεται: σε ενα ποιητικο οικοδομημα που παρουσιαζει την πραξη ονομασιας:
Vŏr séinĕr Hǘt-tĕ rú-hĭg ĭm Schát - tĕn sítzt
┗─────┛ ┗──┛┗──┛┗────────┛┗──┛
Der Pflüger, dem Ge-nügsa-men raucht sein Herd.
┗─────┛ ┗───────────┛┗──────────┛
Επιχειρησα να μαρκαρω με περιγραμματα τα λεκτικα μορφωματα, τις ενοτητες. Βασικα τετοιοι στιχοι αναδεικνυονται μονο οταν κανεις ξεχνα το σχημα των στιχων. Αυτο δεν ειναι προτροπη να μιλαμε νατουραλιστικα, αλλα πολυ περισσοτερο να αισθανθουμε το κεντρομολο των λεκτικων μορφωματων ως το πρωταρχικο και ακομη να πουμε τους στιχους ως στιχους, ως γλωσσικες πραγματικοτητες. Τοτε αυτα τα δεδομενα, ετοιμα μορφωματα - μορφωματα σημασιων - αρχιζουν να ορθωνονται ως πραγματικοτητες.
Στα διαστηματα αναμεσα στις αναγνωσεις αυτων των ενοτητων, εκει οπου απο τη σημασιακη συσχετιση και απο την τροπον τινα αυρα της ονομασιας προκυπτουν κατατμησεις, εισαγω τομες, παυσεις. Για τη διαρκεια τους δεν χρειαζονται καμια οδηγια, γιατι ακομα και σε υπερβολικα πολλες, η μεγαλες παυσεις καταλαβαινουμε τη νοηματικη συσχετιση. Αυτη προκυπτει απο τα προσχηματισμενα μικρα μορφωματα, τις λεξεις· αυτες καθοριζουν τον γλωσσικο-ποιητικο ρυθμο. - Ο δευτερος στιχος εχει τον παρομοια δομημενο >μουσικο< ρυθμο με τον πρωτο - ομως τι διαφορετικη πραγματικοτητα! Που ειναι το >rúhĭg<, που
στεκοταν τοσο ησυχα! Και: εκει στο >(ĭm) Scháttĕn sítzt< ο τονισμος στο ρημα που κλεινει
-----------⟶
το μελος, εδω ο τονισμος επισης μεν στο ρημα, ομως στην αρχη του μελους,
>raúcht sĕin Hérd<: μια τελειως αλλη δομη.
↑___________↑
Την αντιστροφη ακολουθια τονισμων ως προς τον αλκαϊκο στιχο, τονιζομενο-ατονο, εχει η ασκληπιαδειος στροφη. Στον Hölderlin αυτο το ειδος στροφων ειναι το σημαντικοτερο· εδω εκανε τελειως μεγαλα πραγματα.
Áltĕr Vátĕr! Dŭ blíckst, ímmĕr, wĭe éhmăls, nóch,
┗──┛┗──┛┗─────┛┗──┛┗──────┛┗──┛
Da du gerne ge-lebt un-ter den Sterb-li-chen
┗─┛┗────┛┗───┛┗──┛┗──────────┛
→ →
(Das Ahnenbild)
Στην αρχη δυο φορες! ʹ ̆ : >Áltĕr Vátĕr!< και κατευθειαν η ανατροπη, >Dŭ blíckst...<: ενα αρχικο kontrapost που εισαγει και - με την ασυμμετρη του δομη - ανοιγεται, στο οποιο απαντα, πρωτα στο κλεισιμο της τελευταιας (13ης) στροφης, ολοκληρωνοντας το συνολο και συμπεριλαμβανοντας το σε μια ενοτητα, ενα - συμμετρικα δομημενο - τελικο kontrapost που επαναφερει την ισορροπια:
ʹ ̆ ʹ ̆ ̆ ʹ
Al - ter Vater! du blickst
ʹ ̆ ʹ ̆ ̆ ʹ ̆ ʹ
Auch dem Kinde von dei-nem Trank
Πρβλ. την αντιστοιχια των νοηματων: Vater (Großvater)▶ - ◀Kinde
du blickst ▶ - ◀dein Trank
Στα ελληνικα ο ασκληπιαδειος στιχος εχει κατι το υπεροχα μετεωρο. Στα γερμανικα: Και τι δεν συμβαινει εδω! Η αναλογια με τον ελληνικο στιχο ειναι καθαρα οπτικη. Υπαρχει μια τελειως διαφορετικη σταση. Εδω το γεγονος ειναι η προσκρουση απο δυο τονισμους στο μεσον του στιχου (απο οπου και πρεπει να διαβαστει μετρικα ως αντικαθρεφτισμα, οπως ο "καρκινικος κανονας"), στον δευτερο στιχο >gelébt<, παρελθον, μια πτωση πισω στο >dú gér(ne)<, συγχρονως μια κατευθυνση - περαν της τομης που τροπον τινα ερωτα >που;< - προς την απαντηση που μπαινει πτωτικα >unter den Sterblichen<. Ενα ακομη παραδειγμα:
Trénnĕn wόlltĕn wĭr úns? wähntĕn ĕs gút ŭnd klúg?
┗────┛┗────────┛┗────┛┗──┛┗────┛
Da wirs ta-ten, wa-rum schrόeckte, wie Mord, die Tat?
┗─┛┗─────┛┗────┛┗──────┛┗────┛┗───┛
(Der Abschied)
Μετα την τομη εκρηκτικο το >schröck-<: Αυτη ειναι η στιγμη του τονισμου, τo θαυμα της πραξης ονομασιας, η επιφανεια του τωρα, του παντος ως το τωρα.
Και ενα παραδειγμα ενος ελεγειακου διστιχου, του επιγραμματος, που αποτελειται απο εναν εξαμετρο με εναν πενταμετρο:
Já! sĭe ságĕn mĭt Récht, ĕr söhnĕ dĕn Tág mĭt dĕr Nácht aŭs,
┗─┛┗─────┛┗─────┛┗─────┛┗────┛┗───────────┛
Fúehrĕ dĕs Hímmĕls Gĕstírn éwĭg hĭnún-tĕr, hĭ-náuf,
┗───┛┗────────────┛ ┗──┛┗────┛┗────┛
(Brot und Wein, 9. Str., V.1f)
Ο Hölderlin αναλαμβανει την ακρα συνεπεια του οτι στα γερμανικα τη θεση του μακρου και του βραχεος εχουν παρει τονιζομενο και ατονο. Και τι ελευθερια της ομιλιας προκαλει, εξαντλωντας τη δυνατοτητα του οτι μια δυνατη αρση μπορει να απορροφησει την θεση που ακολουθει: Ετσι στον πρωτο στιχο το >Ja!< τοποθετειται μονο, και η τομη μπαινει πισω απο το >Recht<, κατι που συγχρονως καθιστα ακουστο ενα μορφωμα kontrapost >ságĕn mĭt Récht<, καθως μαλιστα η δομη >Trauern mit Recht< ειχε ηδη εμπεδωθει απο τον 4ο στιχο της 8ης στροφης. Και τι δεν βγαζει ο Hölderlin απο το οτι στον γερμανικο πενταμετρο εχει στη διαθεση του παλι τη γειτονια δυο αρσεων στο μεσον του
στιχου: >Gestírn ⋁ éwig<. Στην 3η στροφη, στιχος 12:
Wénn ĕr, in heiliger Nácht ⋁ plóetzlĭch die Sänger ĕrgreíft.
┗────┛ ┗────┛ ┗───┛
η, στιχος 18:
Dórthĕr kómmt ŭnd zŭrúeck ⋁ deútĕt der kommende Gott.
┗────────┛┗──────┛ ┗───┛
Προκυπτουν ποικιλομορφες αναφορες, οι οποιες καθε φορα ανασυρουν μια αλλη πλευρα της αποφανσης, και οι οποιες συναμα φωτιζονται αμοιβαια.
Ας δοκιμασουμε να πουμε ολη την τελευταια στροφη απο το >Brot und Wein< καταρχην ετσι ωστε να ακουμε περισσοτερο τον στιχο. Ευκολα θα αναγνωρισουμε οτι αυτο δεν ειναι η πραγματικοτητα του στιχου. Εαν τωρα εχουμε στο αυτι μας τον στιχο και πλεον λεμε την στροφη ετσι ωστε, ξεχνωντας τον, αφηνουμε τις λεξεις να αναδυθουν αφ' εαυτων, θα ανακαλυψουμε ποσο ασυλληπτα πολυπτυχο ειναι αυτο που εναρμοζεται σε τουτον τον στρεφομενο ρυθμο. Ποιος μπορει να συλλαβει το μεγαλειο, τη δυναμη της φαντασιας που ειναι εδω επι το εργον;
Οι προηγουμενοι ποιητες της Δυσης - αναφερω καπου τους Dante, Shakespeare, Goethe - τροπον τινα δεν αποχωριστηκαν τελειως την αρχαια ΜΟΥΣΙΚΗ, με την εννοια οτι ακομα δεν απεβαλαν ολοτελα τη μουσικοτητα της γλωσσας. Σ' αυτους ο στιχος ζει - ξεκινουμε απο τον στιχο, αυτο ειναι το θεμελιο της ποιησης - ακομη απο την αναμνηση μιας μουσικοτητας, και μαλιστα απο δυο αποψεις: 1. μεταδιδει την αισθηση της συσχετισης, της προοδου, κατι που βεβαια χαρακτηριζει τον μουσικο ρυθμο, 2. με την ομοιοκαταληξια υπογραμμιζεται το για τη συσχετιση χαρακτηριστικο στοιχειο του τελεολογικου, του κατευθυνομενου προς εναν σκοπο. Εκει θα ηταν τεχνητο να φερουμε στην επιφανεια το κεντρομολο. Ακομα οι λεξεις τιθενται τροπον τινα αστοχαστα στην υπηρεσια της νοηματικης συσχετισης. Θυμιζω το σονεττο του Shakespeare >Full many a glorious morning have I seen<, ακομα, πεζο λογο, Δον Κιχωτης, η - αν μεινουμε στη γερμανικη γλωσσα, συγχρονα με τον Hölderlin - τον Goethe:
Niedergangen ist die Sonne,
Doch im Westen glänzt es immer;
Wissen möcht' ich wohl, wie lange
Dauert noch der goldne Schimmer?
Θα ηταν ανεπαρκες να πουμε αυτους τους στιχους με τομες, παυσεις, αρσεις και θεσεις. Εδω υπαρχει μια εκ θεμελιων διαφορετικη σταση. Το West-östlicher Diwan ειναι μεν ως προς τον χρονο της δημιουργιας του μεταγενεστερο απο τον Hölderlin, ομως ο Hölderlin ειναι η μεταγενεστερη, μια νεα κλιμακα λογισμου. Ο Hölderlin βλεπει την γλωσσα μονο ως γλωσσα· ολες οι αναφορες ειναι γλωσσικης φυσης. Εξ ου και ο Hölderlin θα επρεπε να ειναι ο δασκαλος μας, εαν θελουμε να εμπειραθουμε τι ειναι η γλωσσα. Μονο ο Hölderlin· διοτι η τραγικοτητα της ιστοριας το ηθελε, και το νεο συναμα τελειωσε μαζι του.
Οταν κανεις διαβαζει ποιηματα του Hölderlin, μεσα απο το οτι οι προτασεις στεκουν ελευθερα, απο το οτι εχουν το κυρος της γλωσσας, το δεσμευτικο της, ειναι αυστηρη αρμονια και δεν υποτασσονται στη ρυθμικη ροη του σχηματος ενος στιχου, δινουν την εντυπωση πεζου λογου. Τι σημαινει τουτο; Προσλαμβανουμε την γλωσσα ως ρυθμο, δηλ. ως κατι το πνευματικο, το πραγματικο. Οταν αυτο το εμπειραθουμε, τοτε θα εικασουμε οτι η ποιηση του Hölderlin ουσιαστικα προερχεται απο εκεινη την γλωσσα την οποια. σε αντιθεση με την ποιηση, ονομαζουμε >πεζο λογο< - ομως λελογισμενο πεζο, λελογισμενη γλωσσα. Ομως τουτο ανταποκρινεται στην εξελιξη του Hölderlin. Πρωτα γραφει ποιηματα στην τρεχουσα δυτικη γλαφυρη αρμονια, κατοπιν ερχεται ο πρωτος γνησιος Hölderlin, 1796(-98), ο Υπεριων: πεζο! Και πρωτα μετα απ' αυτο ακολουθει η ποιηση σε αυστηρη αρμονια. Αλλωστε ο Υπεριων πρεπει να διαβαζεται οπως αυτη η ποιηση (εχει ηδη ειπωθει, σαν εξαμετροι), και αυτη η ποιηση (προσθετω) πρεπει να διαβαζεται οπως ο Υπεριων. Η γλωσσικη πραγματικοτητα του Υπεριωνα δινει το εναυσμα να κατατεθουν ρυθμικα σχηματα στο ειδος της γλωσσας του Υπεριωνα ως σταθερη ακολουθια, και επιπλεον να δημιουργηθει γλωσσα ως ενα πραγματικο, οπως ο Υπεριων, ομως δια του σταθερου σχηματος ακομη πιο εκπεφρασμενα.
Ομως ποιο ειναι το περιεχομενο των λογων του Hölderlin; Η ιδια η γλωσσα, ο,τι αυτη λεει,
┏────────┓
... dăs Wéchsĕln
┏──────────┓
Ŭnd dăs Wérdĕn vĕrstéh
┗──→ ←-──┛
ειναι δεσμευτικο, διοτι αυτη το λεει. Να κατανοεις τον Hölderlin θα πει, να φερεις την γλωσσα του ως πραγματικοτητα μεσα σου.
Η αμοιβαια γονιμοποιηση σχηματος του στιχου και νοηματος της γλωσσας, μου φαινεται παρομοια με την σχεση μουσικου μετρου και πληρωσης του με τον συγκεκριμενο ρυθμο στους Κλασσικους της Βιεννης. Αυτη η παρατηρηση δεν ειναι ταυτοσημη με εκεινην στο "Ο ελληνικος ρυθμος" (βλ. σημ.1) σχετικα με τον κενο χρονο και τις συνεπειες, αλλα μονον συγγενικη της. Διοτι εκει δεν μιλω για τη διαφορετικοτητα νοηματος της γλωσσας και σχηματος τονισμων, αλλα πολυ περισσοτερο για τη συμπτωση τονισμου και σημασιας. Ομως στην πραγματικοτητα αυτη η συμπτωση παιζει, ουτως ειπειν, σε ενα πρωταρχικο στρωμα. Σε ενα στρωμα δομικα μεν δευτερογενες, ομως, οσον αφορα το νοημα, οχι λιγοτερο ουσιαστικο, προκυπτει αυτη η ιδιομορφη ηπια ενταση μεταξυ νοηματος της γλωσσας και σχηματος τονισμων, μεταξυ συγκεκριμενων ρυθμικων αξιων απο νοτες και μουσικου μετρου, που ζωογονει τη μουσικη, η το ποιημα. Ο Hölderlin καταλαβαινει να πραγματωνει το γλωσσικο νοημα με μια λελογισμενη παρασταση της γλωσσας, το οποιο συνισταται στο οτι δουλευει συγχρονως με τη διαρκεια και τον τονισμο των συλλαβων, τροπον τινα στρεφει το ενα εναντιον του αλλου, κι ετσι μας αναγκαζει να παρασταινουμε >στοχαστικα<, να διαγουμε στο νοημα, να το αφηνουμε να αναδυθει.