Κλισεις και πτωσεις του ερωτα
Wilhelm Müller, Franz Schubert: Winterreise [Χειμερινο Ταξιδι]
Στον τιτλο της ομιλιας αναφερομαι στις "κλισεις και πτωσεις" του ερωτα. Η λεξη μου ηρθε απο τη Γραμματικη, οπου μιλαμε για την "κλιση" και τις "πτωσεις" των ονοματων. Σε αντιθεση μαλιστα με την ονομαστικη, την "ορθη πτωση", η γενικη, η δοτικη και η αιτιατικη καλουνται "πλαγιες πτωσεις". Δεν γνωριζω τι εκανε του αρχαιους Γραμματικους να ονομασουν "πτωση" καθε αναφορα κατα την οποια τα ονοματα υπεισερχονται σε μια σχεση γενους (γενικη), δοσιματος (δοτικη), αιτιασης (αιτιατικη). Βεβαια η λεξη μιλα απο μονη της. Μας λεει πως παραδειγματος χαριν ο ερωτας, οταν δεν ονομαζει αλλα καλειται στη διαπλοκη του με τη ζωη μας, κλινει, δηλαδη πλαγιαζει και πεφτει.
Εχω την αισθηση οτι το ιχνος στο οποιο μας εθεσε αυτη η συντομη αναφορα στη Γραμματικη μπορει να μας δειξει εναν δρομο. Η κατευθυνση του, στο παραδειγμα μας, θα ελεγε καπου τα εξης: Τα παθη του ερωτα ειναι κλισεις και πτωσεις, πλανες δηλαδη καθε λογης που χαλανε, δηλαδη χαλαρωνουν, γερνουν και ριχνουν κατω αυτον που προσβληθηκε απο τον ερωτα. Για τη φυση αυτων των πτωσεων, αλλα και για τη δυνατοτητα μιας ανορθωσης, θα μιλησω με οδηγο ενα απο τα σημαντικοτερα ερωτικα τραγουδια της δυτικης παραδοσης, το Χειμερινο Ταξιδι.
Το Χειμερινο Ταξιδι, μια συλλογη απο 24 ποιηματα, γραφηκε απο τον γερμανο φιλολογο και ποιητη Wilhelm Mϋller το 1824. Ο Franz Schubert τα μελοποιησε το 1827.
Πρωτακουσα ενα απ' αυτα τα τραγουδια απο τη γιαγια μου σε μια ασχετη ελληνικη μεταφραση και χωρις να εχω ιδεα απο που ερχεται: Στην βρυση την βουνισια ψηλα ειν' η φλαμουρια ... Η δευτερη φορα ηταν μεσα της δεκαετιας του '70 σε μια ελβετικη ψυχιατρικη κλινικη οπου στον φακελο ενος βαρια ψυχαναγκαστικου, που βρισκοταν εκει για καπου 10 χρονια, διαβασα πως ηταν το αγαπημενο του μουσικο ακουσμα. Αλλωστε στον γερμανοφωνο χωρο ειναι διαδεδομενη η λανθασμενη αντιληψη για το Χειμερινο Ταξιδι ως παραδειγματικα καταθλιπτικου εργου. Ομως αφορμη να το προσεξω ιδιαιτερα, και να με συγκινησει, σταθηκε το βιβλιο ενος φιλου μου που το παιρνει ως αξονα της αναπτυξης του και εχει τον τιτλο Ο εποχικος χειμωνας. Θα επανελθουμε σ' αυτο. Τελος το συναντησα και παλι στο βιβλιο του μουσικολογου Θρασυβουλου Γεωργιαδη με τον τιτλο Schubert, οπου το πραγματευεται εκτενως μαζι με την αλλη ποιητικη συλλογη του Mϋller που μελοποιησε ο Schubert, την Ωραια Μυλωνου [Die schöne Müllerin].
Απο το Χειμερινο Ταξιδι ο Mϋller το 1823 δημοσιευσε αρχικα ενα πρωτο μερος με 12 ποιηματα. Τον ιδιο χρονο ακολουθησε ενα δευτερο μερος με 10 ποιηματα. Το 1824 εκδοθηκε το Χειμερινο Ταξιδι πληρες, με δυο ακομη ποιηματα, με αλλη σειρα, και μαζι με την αλλη συλλογη, Η Ωραια Μυλωνου, και με τον γενικο τιτλο: Ποιηματα απο τα καταλοιπα ενος πλανοδιου κορνιστα των δασων. Τραγουδια της ζωης και της αγαπης. Ο Schubert προφανως μελοποιησε τα πρωτα 12 τραγουδια απο το Χειμερινο Ταξιδι και οταν πηρε ολη τη συλλογη, τον Οκτωβριο του 1827, και τα επομενα 12, κρατωντας ομως την προηγουμενη σειρα. Εδω θα τα παρακολουθησουμε στη σειρα που αποφασισε ο ποιητης.
Ο Wilhelm Mϋller ειχε γραψει στο ημερολογιο του παλιοτερα:
"Δεν μπορω ουτε να παιξω ουτε να τραγουδησω, κι οταν γραφω ποιηματα, τοτε και τραγουδω και παιζω. Αν μπορουσα να βγαλω απο μεσα μου και τους [μουσικους] σκοπους, τοτε τα τραγουδια μου θα αρεζαν περισσοτερο απ' οσο τωρα. Ομως παρηγοριεμαι με την ιδεα οτι μπορει και να βρεθει μια αδελφη ψυχη που απ' τις λεξεις θ' αφουγκραστει τους σκοπους και θα μου τους ξαναδωσει."
Ο Mϋller, που πεθανε το 1828, δεν γνωρισε την "αδελφη ψυχη" ποτε.
Το Χειμερινο Ταξιδι περιγραφει την πορεια της αυτοεξοριας ενος ερωτοχτυπημενου νεαρου αντρα που τον αφησε η αγαπημενη του. Καλυτερη λεξη απο το "ερωτοχτυπημενος" θα ηταν το "ερωτοκριτος", που ονομαζει αυτον που εχει κριθει, δηλαδη δοκιμαστει, απο τον ερωτα. Το Χειμερινο Ταξιδι περιγραφει την πορεια μιας τετοιας δοκιμασιας, δοκιμασιας στις δινες της πλανης, στις κλισεις και στις πτωσεις του ερωτα. Θα το δουμε πιο συγκεκριμενα στη συνεχεια.
Τα ποιηματα εχουν μια τετοια απλη και αβιαστη ριμα που δεν μπορουν να μεταφραστουν πιστα, οπως π.χ. δεν μπορει να μεταφραστει το "Εστησ΄ ο Ερωτας χορο με τον ξανθον Απριλη" απο τους Ελευθερους πολιορκημενους του Διονυσιου Σολωμου. Επελεξα μια μεταφραση σε πεζο λογο, που αποδιδει τα ποιηματα σαν να ηταν σημειωσεις ενος οδοιπορικου. Βασικα θα επρεπε να ειμαι σε θεση, μεσα απο μια μουσικη παιδεια που μου λειπει, να μπορω να σας εκθεσω επαρκεστερα πραγματα που ακουσε ο Schubert και τα κατεγραψε στη γλωσσα της μουσικης του. Και θα επρεπε ακομη να ειμαστε ολοι εξοικειωμενοι με τη γερμανικη γλωσσα για να μπορεσουμε να παρακολουθησουμε το θαυμαστο παιχνιδι εναρθρου και μουσικου λογου. Και θα επρεπε ακομη να εχουμε στη διαθεση μας ολη τη νυχτα για να παρει το καθε τραγουδι τον χρονο που του χρειαζεται. Θα χρειαστει να συμβιβαστουμε με τα λιγα. Θα διαβασουμε τα ποιηματα ενα προς ενα και καποια θ' ακουσουμε. Θα τα συζητησω στην οπτικη των κλισεων και των πτωσεων του ερωτα και της δυνατοτητας μιας ανορθωσης.
Ξεκιναμε με το πρωτο τραγουδι. [Η αριθμηση των τραγουδιων ειναι διπλη. Το πρωτο νουμερο ανταποκρινεται στη σειρα του Müller και το δευτερο σ' αυτην του Schubert.]
Ξενος εφτασα και ξενος φευγω. Ο Μαης ηταν καλος για μενα, λουλουδενιος. Η κοπελα μιλουσε γι' αγαπη, η μητερα μαλιστα και για γαμο. Και τωρα ο κοσμος ειναι τοσο θολος, ο δρομος σκεπασμενος με χιονι.
Στο ταξιδι μου δεν μπορω να διαλεξω το χρονο. Σ' αυτη τη σκοτεινια εγω ο ιδιος πρεπει να μ' οδηγησω. Στο φεγγαροφωτο μια σκια προχωραει μαζι και με συντροφευει και πανω στις ασπρες βουνοπλαγιες ψαχνω τα ιχνη του αγριμιου.
Τι να κατσω αλλο αφου μ' εδιωξαν; Ας μεινουν αγριοσκυλα ν' αλυχτουν εμπρος απ' τ' αρχοντικο της. Η αγαπη αγαπαει την περιπλανηση απ' τον ενα στον αλλο - ετσι την εκανε ο θεος. Αγαπουλα μου, καληνυχτα!
Δε θελω να σου ταραξω τ' ονειρο σου, θα 'ταν κριμα για τη γαληνη σου. Δεν πρεπει ν' ακουσεις τα βηματα μου. Μαλακα την πορτα, μαλακα! Περνωντας γραφω πανω στην πορτα: Καληνυχτα. Για να ξερεις οτι σε σκεφτηκα.
Το πρωτο τραγουδι περιεχει συμπυκνωμενα οσα θα συμβουν στη συνεχεια. Περιεχει καταρχην τις κλισεις και τις πτωσεις του ερωτα. Και ειναι πλεον καιρος να ρωτησουμε: Κλισεις και πτωσεις ως προς τι; Ποιο ειναι το μετρο, απο το οποιο αποκλινει η κλιση και εκπιπτει η πτωση; Ακουσαμε: Η αγαπη αγαπαει την περιπλανηση απ' τον ενα στον αλλο - ετσι την εκανε ο θεος. Γραφει σχετικα ο φιλος μου:
"Η αγαπη αφενος πετα, σαν τον ανεμο, οπου θελει, και δεν μπαινει στον ζυγο. Αφετερου απαιτει απ' αυτον που αγγιξε μια υποταγη, η οποια καποτε ισως πρεπει να ειναι και μια περιπλανηση στα ξενα. Η αγαπη αγαπαει την περιπλανηση, κι ετσι περιπλανιεμαι λοιπον κι εγω στα ξενα οταν αυτη, στις περιπλανησεις της, εχει παει σ' εναν αλλο." (270)
Η λεξη-κλειδι ειναι η "υποταγη". Η αγαπη την απαιτει απ' αυτον που αγγιξε. Απαιτει απο μενα, οταν εχει φυγει, να φυγω κι εγω. Αυτο ειναι το μετρο της. Μονο, προσοχη: Δεν ειναι ενα εγω που υποτασσεται, αλλα υποτασσεται το ιδιο το εγω ως εγω, αυτο το ιδιο δηλαδη παραιτειται απο την αξιωση να ειναι σημειο αναφορας και υποκειμενο, η βουληση του οποιου να καθοριζει την σταση και τις αποφασεις του. Η υποταγη, οταν ειναι αληθινη, ειναι αυτοπαθης.
Ξενος εφτασα και ξενος φευγω. Ετσι αρχιζει το τραγουδι. Η λεξη "ξενος" λεει καθε φορα κατι αλλο. Την πρωτη φορα ο ξενος ειναι ο νιοφερτος που δεν γνωριζει κανεναν και τιποτα στην πολη που ερχεται. Τη δευτερη φορα ο ξενος ειναι αυτος που πλεον αποξενωθηκε, που μ' αυτην την πολη εχει τελειωσει, εχει κλεισει. Εχει; Τι να κατσω αλλο αφου μ' εδιωξαν;, λεει. Εχει υποταχθει, οπως γραφει ο φιλος μου, σ' αυτο το 'οχι" της κοπελας του; Και ναι και οχι. Εχει υποταχθει καθοσον φευγει. Δεν εχει υποταχθει καθως εδω η ελασσονα κλιμακα, στην οποια ειναι γραμμενο το μεγαλυτερο μερος του τραγουδιου μιλα, οπως γραφει ο Γεωργιαδης, για "μια πορεια καταθλιπτικη, που ξεκινα κατω απο το βαρος μιας αναγκης". Και η αναγκη βαραινει διοτι ο νεος ειναι εξαναγκασμενος σ' αυτην τη φυγη, δεν την εχει αναλαβει ακομα. Η υποταγη δεν εχει γινει αυτοπαθης. Το Χειμερινο Ταξιδι ειναι απο μια αποψη το ταξιδι που χρειαζεται για την αναληψη αυτης της αναγκης, και τουτο σημαινει την ανορθωση απο την πτωση στην οποια τον εριξε το "οχι" της αγαπημενης του.
Τι να κατσω αλλο αφου μ' εδιωξαν; Αυτο θα μπορουσε να ειπωθει σε καθε κατασταση. Οταν π.χ. τρωω, τη στιγμη που θα πω "χορτασα", το ιδιο το πιατο με αποδιωχνει. Μα, θα πει κανεις, ο νεος δεν "χορτασε" την κοπελα. Δεν εχει καμια σημασια. Κανεις δεν μας ρωταει για το ποτε θα ερθει το "οχι" εκεινου που μας καλεσε. Μπορει να ειναι στον κορεσμο, πριν απ' αυτον η μετα απ' αυτον. Σημασια εχει εδω πως οταν ακουσω το "οχι", πρεπει να υποταχτω και να φυγω. Φυσικα καποτε μπορει να πονεσει, μπορει να θελησω το αγνοησω, να το καταπολεμησω. Ομως ο καθρεφτης εχει ραγισει, και τουτο δεν ξεγινεται. Τι να κατσω αλλο;
Επιστρεφουμε στον νεο του τραγουδιου μας. Η πρωτη και κυρια πτωση ερχεται αμεσως: Και τωρα ο κοσμος ειναι τοσο θολος, ο δρομος σκεπασμενος με χιονι. Στο "οχι" της κοπελας ο κοσμος εχει θολωσει. Που θα πει οτι στον χαμο της δεν χανεται απλα αυτη αλλα ο κοσμος ολος! Το γνωριζει σχεδον καθε ενας που επεσε πανω στο "οχι" εκεινου που ερωτευτηκε. Το τραγουδουν τα περισσοτερα ερωτικα τραγουδια, προσφατα αυτα με τα οποια η πατριδα μας ελαμψε η παραλιγο να λαμψει στην Eurovision: "My number one" το ενα, "Everything" το αλλο. Στον δυτικο κοσμο ειναι μια παμπαλαια ιστορια. Ηδη ο Παρμενιδης αναφερει μια δοξασια των ανθρωπων, συμφωνα με την οποια ο ερωτας ειναι χρονικα ΠΡΩΤΙΣΤΟΣ ΘΕΩΝ, δηλαδη, ως πρωτος, εχει σημαδεψει ολους τους κατοπινους, δηλαδη εχει σημαδεψει τον κοσμο. Στο τραγουδι μας ο χειμωνας με το χιονι, το κρυο, τη νυχτα, μιλα για τον χαμο του Μαη, δηλαδη, στα ματια του νεαρου ερωτοκριτου, για τον χαμο του κοσμου. Το Χειμερινο Ταξιδι ειναι το ταξιδι σ' εναν κοσμο που εχει παψει να ειναι κοσμος.
Και γιατι εδω μιλαω για πτωση; Ποιο ειναι το μετρο που παραβιαζεται; Το οτι ενας ανθρωπος, στην περιπτωση μας η κοπελα που τον εδιωξε, εκπροσωπει ολον τον κοσμο. Θα το συνανταμε διαρκως και θα εχουμε την ευκαιρια να το δουμε απο πολλες πλευρες, μεχρι την κορυφωση και τη λυση του. Ομως ηδη εδω υπαρχει ενα χαρακτηριστικο που δινει στο Χειμερινο Ταξιδι μια ιδιαιτερη διασταση. Ο νεαρος αντρας δεν καταπολεμα αυτην τη θολωση, αυτον τον χαμο, δεν αμυνεται, οπως θα λεγαμε στην ψυχολογιστικη γλωσσα αλλα, εκθετος απολυτα, γυμνος, αφηνει να του συμβαινει. Αφηνεται στην ελευθερη πτωση που τον βρηκε.
Δεν μπορουμε να ορισουμε το τι θα μας τυχει. Ομως αυτο που μπορουμε ειναι να αφηνομαστε διχως επιφυλαξεις. Τα λεγομενα "προβληματα" δεν εχουν να κανουν με τα καλα και τα κακα που θα μας ερθουν αλλα με το οτι, προσκολλημενοι σε μια ολεθρια ιδιοτελεια, επιστρατευουμε αμυνες εναντιον τους. Οι λεγομενοι "αμυντικοι μηχανισμοι" δεν ειναι προστασια και λυση αλλα καταρα.
Την σταση του νεου, ας το θυμομαστε, θα την συναντησουμε, απ' αλλου, και στο τερμα του Χειμερινου Ταξιδιου, στη μορφη ενος οργανιστα που, οπως λεει εκει, αφηνει ολα να παιρνουν το δρομο τους οπως το θελουν. Η αφεση του νεου στην πτωση και η αφεση του οργανιστα παν χερι με χερι. Το πρωτο ειναι προϋποθεση για το δευτερο. Ομως μεχρι εκει εχουμε ακομη πολυ δρομο.
Ο νεος, που εχει χασει τον κοσμο, ειναι ολομοναχος. Οχι μονο γιατι του λειπει η αγαπημενη του. Στο ταξιδι μου δεν μπορω να διαλεξω το χρονο. Σ' αυτη τη σκοτεινια εγω ο ιδιος πρεπει να μ' οδηγησω. Στο φεγγαροφωτο μια σκια προχωραει μαζι και με συντροφευει και πανω στις ασπρες βουνοπλαγιες ψαχνω τα ιχνη του αγριμιου. Εχει χασει τον κοσμο θα πει οτι δεν υπαρχει ο χρονος που θα φερει το ενα και θα παρει το αλλο, ετσι ωστε καθε παρουσια να αφηνεται στον καιρο της, οπως ο κολιος τον Αυγουστο. Δεν μπορω να διαλεξω το χρονο, λεει. Οπως στα ελληνικα, ετσι και στα σημερινα γερμανικα το "διαλεγω" συντασσεται με αιτιατικη. Ομως στη γλωσσα του Χειμερινου Ταξιδιου λεει κατα λεξη "δεν μπορω να διαλεξω με τον χρονο". Αυτο το με μιλα ακριβως για τη συναρμογη του κολιου με τον Αυγουστο, και αυτη η πρωτογενης, αβιαστη και ελευθερη συναρμογη ειναι ο κοσμος. Στον νεο υπαρχει δια της απουσιας του: εγω ο ιδιος πρεπει να μ' οδηγησω. Αυτην την ριζικη αποξενωση, μεχρι την οποια τελικα φτανει το ξενος φευγω που λεγεται στην αρχη του τραγουδιου, θα την συναντησουμε σ' ολη την ορμη και το ευρος και στην εκπεφρασμενη αναληψη της στο προτελευταιο ποιημα με τον τιτλο Θαρρος!: Αφου κανενας θεος δεν ειναι πανω στη γη, ειμαστε μεις οι ιδιοι θεοι!
... εγω ο ιδιος πρεπει να μ' οδηγησω. Ο κοσμος ειναι σαν ενας δρομος γεματος σημαδια, γεματος πραγματα που μας λενε κατι, μας καλουν και μας αποτρεπουν. Ενα σημαδι ειναι αυτο που μας εφερε σημερα εδω. Κατοπιν ενα αλλο θα μας οδηγησει στο μπαρ η στα μπουζουκια η στο κρεβατι μας. Ο κοσμος δινεται εξαρχης και παντα ως προσανατολισμενος κοσμος, προσφεροντας και στερωντας δρομους και κατευθυνσεις. Με τον χαμο του χανεται και η κατευθυνση. ... εγω ο ιδιος πρεπει να μ' οδηγησω. Αυτος ο ιδιος πρεπει να παρει το τιμονι, με μονο συντροφο τη σκια του. ... και πανω στις ασπρες βουνοπλαγιες ψαχνω τα ιχνη του αγριμιου. Εχει γινει αγριμι κι αυτος.
Δε θελω να σου ταραξω τ' ονειρο σου, θα 'ταν κριμα για τη γαληνη σου. Δεν πρεπει ν' ακουσεις τα βηματα μου. Μαλακα την πορτα, μαλακα!
Ενω το τραγουδι ειναι γραμμενο σε ελασσονα κλιμακα, εδω η κλιμακα αλλαζει. Γραφει σχετικα ο Γεωργιαδης:
"Το σημειο Δε θελω να σου ταραξω τ' ονειρο σου, θα 'ταν κριμα για τη γαληνη σου. Δεν πρεπει ν' ακουσεις τα βηματα μου. Μαλακα την πορτα, μαλακα! φερνει πολλα περισσοτερα απο την κατα τα αλλα συνηθισμενη μεταβολη μιας μελωδιας απο την ελασσονα κλιμακα στη μειζονα: τα ημιτονια εχουν χαθει, το τραγουδι γινεται καθαρα πεντατονικο [...]!" Ενω η αρχη του τραγουδιου στην ελασσονα φερνει "την εικονα μιας πορειας καταθλιπτικης, που ξεκινα κατω απο το βαρος μιας αναγκης", εδω "ειναι σαν ο νομος της βαρυτητας να ειχε καταργηθει - μια αναλαφρη, ονειρικη, αθορυβη πορεια: Δε θελω να σου ταραξω τ' ονειρο σου - δεν πρεπει ν' ακουσεις τα βηματα μου, μαλακα ..., μαλακα" (364-365).
Θα το ακουσουμε σε λιγο. Ομως σε ποια διαφορα ανταποκρινεται η μετατροπια απο την ελασσονα κλιμακα στην πεντατονικη; Απο το βαρυ και καταθλιπτικο στο ονειρικο και αναλαφρο; Στο οτι μεχρι τωρα ο νεος ηταν ο ξενος στον χαμενο του κοσμο, μονος. Το εγω δεν ειχε ακολουθησει την υποταγη. Θυμηθειτε το ... εγω ο ιδιος πρεπει να μ' οδηγησω. Η υποταγη δεν ειχε γινει αυτοπαθης. Τωρα, φευγοντας απ' το σπιτι της, στο οποιο προφανως εμενε ανηκοντας στο προσωπικο του, μενει αδηλος, δεν κανει την παρουσια του αισθητη: Δε θελω να σου ταραξω ... - δεν πρεπει ν' ακουσεις... Δεν τονιζει τον εαυτο του και την υποθεση του, μενει απροσωπος. Εδω δεν ειναι το προσωπο το οποιο, μοναχο στην αποξενωση του, υποφερει. Ειναι ολοτελα ξενος, δηλαδη χωρις φοβο και παθος, χωρις την αναφορα στο οικειο που χαθηκε. Κι εδω επισης αναλαμπει η συγγενεια με τον οργανιστα, που τον περιμενει στο τελος.
Ο Σεφερης γραφει: "Βουλιαζει οποιος σηκωνει τις μεγαλες πετρες". Οταν σηκωνω μια μεγαλη πετρα και προσπαθω να μεινω στητος επανω σε στερεο εδαφος, τοτε το βαρος γινεται αισθητο, καποτε κι ανυποφορο, καποτε με συντριβει. Οταν, σηκωνοντας τις μεγαλες πετρες, αφεθω να βουλιαξω, τοτε το βαρος χανεται και ολα, ακομα κι οι μεγαλες πετρες, ειναι αναλαφρα. Και ετσι θα μπορουσε επισης να αποδοθει η αποφασιστικη τροπη που σημαδευει το Χειμερινο Ταξιδι.
Περνωντας γραφω πανω στην πορτα: Καληνυχτα. Για να ξερεις οτι σε σκεφτηκα. Εδω επανερχεται η ελασσονα κλιμακα, το βαρυ και καταθλιπτικο, και τουτο ανταποκρινεται παλι στην αλλαγη της στασης του: Τωρα και παλι δηλωνεται ο ιδιος: Για να ξερεις οτι σε σκεφτηκα.
Ειναι ωρα ν' ακουσουμε το τραγουδι. Δεν μπορω να παραλειψω καποια σχολια του Γεωργιαδη για το τραγουδισμενο πλεον Χειμερινο Ταξιδι. Γραφει: "Η εισαγωγη του Schubert [εννοει το εισαγωγικο παιξιμο του πιανου] ... δεν δημιουργει ενα απεναντι. Ηδη εδω ακροατης και εργο γινονται μια ενοτητα." (364) Ο λογος αυτης της ενοτητας εγκειται σε μια ευρυτερη ενοτητα οπου γλωσσα και μουσικη χανουν την εκαστοτε ξεχωριστη τους υποσταση. Εδω αντηχει μια ενοραση του Γεωργιαδη που αποκτηθηκε πρωτα κατα την μελετη της αρχαιας ελληνικης μουσικης. Ισως δεν χρειαζεται καν να μιλουμε πλεον για "ενοτητα" παρα μονο για το οτι π.χ. στο Χειμερινο Ταξιδι η γλωσσα δεν ειναι πλεον γλωσσα και η μουσικη δεν ειναι μουσικη. Τι ειναι; Γεωργιαδης: "Το ασμα του Schubert ειναι η μουσικη ηχηση της γλωσσας, ειναι η γλωσσα ως μουσικη." (21) Γι' αυτο και ο τραγουδιστης "πρεπει να τραγουδα ως μουσικος και παρολαυτα, οταν λεει το ποιημα να ξεχναει πως τραγουδα." (179) Και αλλου:
"Η συντηξη ασματος και συνοδειας του πιανου και η αποσειση του εξωτερικου [μεμονωμενου]-ωδικου στοιχειου εχουν την κοινη τους αρχη στη μουσικη συσταση του Χειμερινου Ταξιδιου: Εδω η ταση για διαχυση [απωλεια της αυτονομης υποστασης] του μουσικου ηχου ειναι ακομα πιο εντονη, ακομα πιο περιεκτικη απ' οσο στην Ωραια Μυλωνου. Αυτη η ταση περιλαμβανει και τη συνοδεια του πιανου και το υφος του τραγουδιου ως συνολου. [Το τραγουδι του Schubert] φτανει στο οριο του μουσικα δυνατου: μια σχεδον ανεπαισθητη νυξη μουσικης υποστασης. Και παλι αυτο ειναι που κανει το Χειμερινο Ταξιδι μεγαλο εργο. Το πιανο διαχεεται ουτως ειπειν σε αϋλο λογο, ακομα και οταν πρεπει να εκτελεστει κατα γραμμα forte. Ο τραγουδιστης, εδω ιδιαιτερα, πρεπει να τραγουδα σαν να μιλαγε, και συναμα να μιλα σαν να τραγουδουσε. Το πρωτο απελευθερωνει απο την υλικοτητα του ογκου του μουσικου ηχου, το δευτερο απο μια φορτισμενη με παθος δηλωτικοτητα: μια φαινομενικα αντιφατικη διατυπωση - το πραγματικο μονο με παραδοξολογιες μπορει να αποδοθει. Μη παραδοξο ειναι μονο το νατουραλιστικο." (361)
Αυτο που ο Γεωργιαδης αποκαλει "νατουραλιστικο" ειναι αναλογο με το "Τα συκα συκα και η σκαφη σκαφη" - θα λεγαμε, "η γλωσσα γλωσσα και η μουσικη μουσικη". Ισως, αν προσεξουμε περισσοτερο, πολυ περισσοτερο, και δεν μεινουμε σε μια κοντοφθαλμη οπτικη, θα μπορεσουμε να δουμε στα συκα την σκαφη και στην σκαφη τα συκα, ν' ακουσουμε στη γλωσσα τη μουσικη και στη μουσικη τη γλωσσα. Αυτο ειναι το παραδοξο της πραγματικοτητας, οτι τα πραγματα του κοσμου δεν οριζονται τελικα απο μια εκαστοτε δικη τους υποσταση και γι' αυτο δεν αφοριζονται το ενα απο το αλλο, δεν συγγενευουν το ενα με το αλλο και δεν καταπολεμουν το ενα το αλλο. Ειναι εκεινη, για να χρησιμοποιησω τη λεξη ενος ιαπωνα φιλοσοφου, η "φιλια" σταση που υποψιαστηκαμε ηδη στο εκθετο του νεου και στην απουσια καθε αμυνας, στο "αναλαφρο" και "ονειρικο" της αδηλης, "πεντατονικης" παρουσιας του οταν φευγει απο το σπιτι της, στη μορφη του οργανιστα που περιμενει στο τελος.
Και λιγα για την εκτελεση. Ο Schubert εγραψε τα τραγουδια για σοπρανο η για τενορο. Σκεφτομαι πως αυτες οι φωνες ταιριαζουν περισσοτερο στον νεαρο αντρα, τον πρωτοβγαλτο, που ζει αυτα που του συμβαινουν για πρωτη φορα, τα ζει καθαρα, σ' ολη τους την ενταση, θα 'λεγε κανεις με μια αθωοτητα, χωρις να παρεμβαινει ο ιδιος με κρισεις, αμυνες και παρομοια. Τα ζει και τα τραγουδα. Με τον χαμο της αγαπημενης του τα εχει χασει ολα. Δεν εχει περιθωρια για συναισθηματισμους και μελωδικοτητα. Η ερμηνεια πρεπει να φτανει σ' αυτα τα ακρα. Ειναι τα ιδια ακρα που θα συναντησει στον οργανιστα, εναν που επισης δεν εχει τιποτα.
Ισως μεσα απο την αντιληψη περι καταθλιπτικων τραγουδιων οι περισσοτερες εκτελεσεις του Χειμερινου Ταξιδιου εχουν γινει απο βαρυτονους. Και σχεδον παντα ξεπεφτουν σ' αυτο απο το οποιο αποτρεπει και ο Γεωργιαδης: Διαχωριζουν μουσικη και λογο και ειτε επικεντρωνονται στη μελωδια ειτε στον συναισθηματισμο. Δεν ειχα τη δυνατοτητα να ακουσω τις καπου εκατον πενηντα εκτελεσεις που αναφερονται στο διαδικτυο. Μακαρι να μπορουσα να σας το τραγουδησω οπως εγω θα ηθελα να ακουστει, μα δεν μπορω. Η εκτελεση που θ' ακουσουμε ειναι εν μερει απο εναν τενορο, τον Peter Schreier, που ακολουθει καποιες φορες αυτο που ζητα ο Γεωργιαδης: τραγουδα ως μουσικος και, τραγουδωντας, λεει το ποιημα, εν μερει απο τον βαρυτονο Matthias Goerne που καποια τραγουδια νομιζω οτι τα αποδιδει καλυτερα, αλλα και απο τον βαρυτονο Thomas Quasthoff. Το πρωτο τραγουδι το ακουμε απο τον Kwangchul Youn.
Στο σπιτι της ομορφης αγαπουλας μου ο αγερας παιζει με τον ανεμοδεικτη. Πανω στην τρελα μου φανταστηκα και πως τσιριζε στον φτωχο φυγαδα.
Μαλλον θα 'πρεπε να 'χε προσεξει το εμβλημα που κρεμοταν εμπρος απ' το σπιτι. Τοτε ποτε δε θα γυρευε στο σπιτι αυτο τη μορφη μιας πιστης γυναικας.
Ο αγερας παιζει μεσα με τις καρδιες οπως και με τη στεγη, μονο που δεν ακουγεται τοσο. Τι ρωτανε για τον πονο μου; Το παιδι τους ειναι μια πλουσια νυφη.
Πανω στην τρελα μου λεει ο νεαρος. Το ξερει, πως ειναι μια τρελα. Και ποια ειναι αυτη; Στο σπιτι της ομορφης αγαπουλας μου ο αγερας παιζει με τον ανεμοδεικτη. Πανω στην τρελα μου φανταστηκα και πως τσιριζε στον φτωχο φυγαδα. Η τρελα ειναι η πτωση που συναντησαμε ηδη: πως οχι μονο η κοπελα μα ολος ο κοσμος τον αποδιωχνει. Ακομα και ο αγερας που παιζει με τον ανεμοδεικτη. Η τρελα ειναι πως ο κοσμος φωτιζεται και θολωνει, κερδιζεται και χανεται απο ενα στομα που θα πει "ναι" η "οχι".
Μιας τρελας μυριες επονται. Παραδειγματος χαριν οτι τωρα τα πραγματα, ο αγερας κι ο ανεμοδεικτης, αναφερονται σ' αυτον. Στο τονισμενο, κεφαλαιο Εγω της κοπελας που εχει γινει το νοημα του κοσμου, ανταποκρινεται ενα τονισμενο κεφαλαιο Εγω του νεου, οπου ο κοσμος δειχνεται κατ' εικονα και ομοιωση της καρδιας του. Θα το συναντησουμε επανειλημμενα και στα επομενα τραγουδια.
Αλλη τρελα: οτι ο νεαρος γυρευε τη μορφη μιας πιστης γυναικας. Αλλο ειναι ο ερωτας, το αμοιβαιο "ναι" αντρα και γυναικας, αλλο ειναι η πιστη, πως αυτο το ναι θα μπορουσε ποτε να εχει μια προεκταση στην απλα του χρονου και να το ακουσουμε σαν να επροκειτο να ισχυει και για αυριο και για μεθαυριο και για παντα, να μην ισχυει μονο για το κοινο κρεβατι αλλα και για τα φασολακια στην κατσαρολα και για ολα τα συναφη. Εδω ο ερωτας, αγνοωντας τον τοπο και τον χρονο και την αναφορα του, κλινει προς το ανεδαφικο μιας χιμαιρας και πεφτει στο απατο μιας απατης. Εξω απο το τωρα δεν υπαρχει τιποτα πραγματικο. Το "ναι" λεγεται τωρα. Και το "για παντα", αν ειπωθει, τωρα λεγεται.
Ο αγερας παιζει μεσα με τις καρδιες οπως και με τη στεγη. Ειναι το αντιστοιχο του Η αγαπη αγαπαει την περιπλανηση... Το στοιχημα ειναι να φτασουν οι καρδιες ν' αγαπησουν κι αυτες την περιπλανηση, να παιξουν κι αυτες με τον αγερα, να μαθουν να ερχονται στο "ναι" ελευθερα, και ελευθερα να φευγουν στο "οχι" διχως να προσκολλωνται π.χ. σε μια "πιστη". Ομως αυτο δεν γινεται κατευθειαν. Πρωτα θα προσκολληθουν στην πιστη και θα πονεσουν και θα χτυπηθουν κατω και θα χρειαστει να κανουν ενα Χειμερινο Ταξιδι.
Θα ακουσουμε και αυτο το τραγουδι. Εδω ας προσεξουμε πως ακουμε τον ιδιο τον αγερα, ηδη απο την εισαγωγη του πιανου. Δεν τον ακουμε "νατουραλιστικα". Οργανο και φωνη δεν μιμουνται το φυσημα και τις ριπες. Τι θα πει αυτο; Θα πει οτι το καιρικο φαινομενο "αγερας" δεν ειναι η βαση, δεν ειναι το θεμελιο και το υποκειμενο του μουσικου εργου. Ο Πινδαρος γραφει καπου, τι θα 'ταν μια νικη στους αγωνες αν δεν υπηρχε το επινικιο ασμα να την τραγουδησει. Ισως πρωτα στο εργο ο αγερας γινεται πραγματικος. Ας θυμομαστε αυτην τη μεταθεση, που θα συναντησουμε εκπεφρασμενα στο τελος του ταξιδιου. Οταν συμβαινει, ανοιγει τον δρομο για την ανορθωση απο τις κλισεις και τις πτωσεις του ερωτα. Aκουμε το τραγουδι στην ερμηνεια του Matthias Goerne:
Απ' τα μαγουλα μου πεφτουνε παγωμενες σταλες. Μηπως δεν το πηρα ειδηση πως εκλαψα;
Αι δακρυα, δακρυα μου, αν κι ειστε τοσο χλιαρα πως γινεστε παγος σαν την κρυα πρωινη παχνη; Κι ομως ξεπηδατε απ' την πηγη του στηθους τοσο πυρωμενα και καυτα σαν να θελατε να λιωσετε τον παγο του χειμωνα ολου!
... δεν το πηρα ειδηση πως εκλαψα; Δεν το πηρε ειδηση γιατι ειναι ολος κλαμα. Εχει κυριολεκτικα αναλυθει σε δακρυα.
... πως γινεστε παγος ...; Ο νεος απορει. Απορει που τα δακρυα του γινονται παγος, απορει που ειναι χειμωνας, που ο κοσμος, δηλαδη ο "Μαης", η αγαπη της, εχει χαθει κι ο χαμος της εχει συμπαρασυρει ολο τον κοσμο κατω απ' το χιονι. Πως γινεται να την θελω τοσο και να μ' αφησει; Πως γινεται να ειναι χειμωνας; Ποσο δυσκολο ειναι και ποσο κοπο θελει να μαθει κανεις τα ορια του! Να μαθει να υποτασσεται!
Τα δακρυα ξεπηδουν πυρωμενα και καυτα. Ετσι ειναι τα δακρυα του πονου. Τα δακρυα της χαρας και της λυπης ειναι κρυα. Ο ιδιος ο πονος καιει. Καιει το "οχι" της, που τον εχει σκισει στα δυο καθως ο μισος το ακουει κι ο αλλος μισος ειναι ολοτελα απροθυμος να τ' ακουσει και θελει να το αποδιωξει, τα δακρυα του να λιωσουν τον παγο του χειμωνα ολου! Ακριβως αυτο το απελπιδο, οτι τα δακρυα ποτε δεν θα μπορεσουν να λιωσουν το χιονι, οτι ο κοσμος ποτε δεν θα υπακουσει στις διαθεσεις του, που παρολ' αυτα επιμενουν, ειναι που τον ξεσκιζει.
Στο χιονι ψαχνω ματαια τα ιχνη των βηματων της. Τοτε που ακουμπισμενη στον ωμο μου περνουσε το πρασινο λιβαδι.
Θελω να φιλησω το εδαφος, με τα καυτα μου δακρυα να τρυπησω παγο και χιονι μεχρι να δω το χωμα.
Που να 'βρω ενα μπουμπουκι, που να 'βρω πρασινο χορταρι; Τα λουλουδια ειναι νεκρα, το χορτο δειχνει τοσο χλωμο.
Δε θα παρω λοιπον κανενα ενθυμιο απο δω; Οταν σωπασουν οι πονοι μου ποιος θα μου μιλα τοτε γι' αυτην;
Η καρδια μου ειναι σαν παγος. Μεσα της η εικονα της, κρυα κι ακινητη. Αν μαλακωσει η καρδια μου ξανα θα λιωσει κι η εικονα της και θα μου φυγει!
Στο χιονι ψαχνω ματαια τα ιχνη των βηματων της... Ας εχουμε κατα νου πως αυτος ο χειμωνας δεν ειναι απλα μια εποχη με σκοταδι και κρυο. Ουτε ειναι απλα μια εικονα στην οποια ο νεος αναγνωριζει την μορφη της καρδιας του, οπως λεει σ' ενα επομενο τραγουδι. Αυτος ο χειμωνας εχει ενα κεντρο, απο το οποιο εκπορευεται και στο οποιο συρρεει, και τουτο ειναι το κρυο πια και σκοτεινο προσωπο της αγαπημενης του. Η φραση Στο χιονι ψαχνω ματαια τα ιχνη των βηματων της... ειναι καπου αναλογη με το "Στο σημερινο, κρυο και σκοτεινο προσωπο ψαχνω ματαια εκεινα τα ματια που αλλοτε με κοιταζαν με αγαπη."
Στο χιονι ψαχνω ματαια τα ιχνη των βηματων της. Τοτε που ακουμπισμενη στον ωμο μου περνουσε το πρασινο λιβαδι. Τι ψαχνει ο νεος; Τι του λειπει; Η παρουσια της. Η αισθητηριακα αντιληπτη παρουσια της, με την αγαπη της, οπως ηταν τον Μαη. Αυτο αναζητα οταν θελει να φιλησει το εδαφος, με τα καυτα του δακρυα να τρυπησει παγο και χιονι μεχρι να δει το χωμα, να παρει ενα ενθυμιο. Ξερει πως ειναι ματαιο. Και παρολ' αυτα το θελει. Αυτη η απελπιδα εμμονη ειναι το παγωμα της ακαμψιας. Ειναι ο πονος. Η παρουσια της ειναι ακινητοποιημενη στο εκμαγειο του πονου. Ο πονος συγκρατει αυτο που δεν ειναι πια εδω. Το συγκρατει απο το να ξεγλιστρησει απο το παρον, να γινει το παρελθον που ειναι. Γι' αυτο λεει ο νεος Οταν σωπασουν οι πονοι μου ποιος θα μου μιλα τοτε γι' αυτην; ... Αν μαλακωσει η καρδια μου ξανα θα λιωσει κι η εικονα της και θα μου φυγει!
*> Erstarrung
Στο πηγαδι μπροστα στην πυλη ειναι μια φλαμουρια. Στον ισκιο της εκανα τοσα γλυκα ονειρα. Στη φλουδα της χαραξα τοσες λεξεις αγαπης. Παντα κατι με τραβουσε σ' αυτην σε χαρες και σε λυπες.
Και σημερα επρεπε να διαβω απο πλαϊ της μες στη βαθια νυχτα. Ακομα και στο σκοταδι εκλεισα τα ματια μου. Και τα κλαδια της θροϊζαν σαν να μου φωναζαν: Ελα σε μενα, νεε! Εδω θα βρεις τη γαληνη σου!
Οι κρυοι αγερηδες μου φυσαγαν καταπροσωπο. Το καπελο εφυγε απ' το κεφαλι μου. Δε γυρισα πισω.
Τωρα ειμαι ωρες μακρια απ' αυτον τον τοπο και συνεχιζω ν' ακουω το θροϊσμα: Εκει θα 'βρισκες γαληνη!
Στον ισκιο της εκανα τοσα γλυκα ονειρα. Στη φλουδα της χαραξα τοσες λεξεις αγαπης. Παντα κατι με τραβουσε σ' αυτην σε χαρες και σε λυπες. Το δεντρο ηταν για τον νεο ενας τοπος κατοικησης. Τον στεγαζε, του μιλα! Δεν ειναι πρωτα ενα αντικειμενο Χ που κατοπιν, οπως λεμε, "νοηματοδοτειται". Αν προσεξουμε θα δουμε οτι τα πραγματα εξαρχης μας καλουν και μας διωχνουν, μας μιλουν, μας λενε κατι, η και μενουν βουβα. Αυτην τη θεμελιακη διασταση της ανθρωπινης υπαρξης ο Heidegger την ονομαζει "σημασιοτητα" [Bedeutsamkeit]. Αυτη βεβαια, καθως ειναι καθε φορα σημασιοτητα για εμενα, ειναι ακομη προσανατολισμενη στο εγω. Αν, γινομενοι ακομη πιο προσεκτικοι, στραφουμε στον δρομο των μεγαλων παραδοσεων, των Προσωκρατικων, του Ζεν, ενδεχομενως και αλλων, θα δουμε οτι δεν υπαρχει καμια προτεραιοτητα του εγω. Δεν θα επεκταθω περισσοτερο. Ας μεινουμε στο οτι η φλαμουρια, οπως θα δουμε αργοτερα και το ποταμι και το κορακι και το οδοιπορικο του μπαστουνι και τα φυλλα των δεντρων μιλουνε στον νεο, κι αυτος τους μιλα.
Το δεντρο του μιλα πλανερα. Τον καλει σαν να μπορουσε ο χρονος να γυρισει πισω, η φλαμουρια να ξαναγινει τοπος κατοικησης - που ομως δεν ειναι πια. Ο νεος πρεπει να φυγει, να συνεχισει. Δεν ειναι δικη του αυτοβουλη αποφαση. Και ετσι ειναι καθε αληθινη αποφαση. Ειναι η αναγκη της "υποταγης", οπως γραφει ο φιλος μου, στο "οχι" που θα μου ειπωθει - απο εναν ανθρωπο, απο ενα πραγμα. Διοτι ειναι π.χ. το "οχι" του πιατου, που θα το ερμηνευσω με την λεξη "χορτασα", σαν να ηταν προσωπικη μου υποθεση, ειναι αντιστοιχα το "οχι" ενος πραγματος που με απασχολουσε και θα το ερμηνευσω με την λεξη "τελειωσα" η "βαρεθηκα", ειναι το πλανερο των λογων της φλαμουριας που κανει τον νεο να της λεει "δεν σε πιστευω", δηλαδη να ακουει σ' αυτα ενα "οχι" που του απαγορευει να την ακολουθησει. Κλεινει τα ματια, δεν γυριζει πισω. Η φλαμουρια εχει γινει μια σειρηνα που, αν ενδωσει, θα τον σπαραξει. Κι εδω σκεφτομαι ενα ποιημα του Σεφερη για τον Οδυσσεα: "Θα 'λεγες πως θελει να διωξει τον υπερανθρωπο Κυκλωπα / που βλεπει μ' ενα ματι, τις Σειρηνες που σαν τις ακουσεις / ξεχνας, τη Σκυλλα και τη Χαρυβδη απ' αναμεσο μας· / τοσα περιπλοκα τερατα ..." Τοσα περιπλοκα τερατα, συνεχιζω εγω, που στοιχειωνουν τον αερα που αναπνεουμε, που συναντουμε σε καθε μας βημα, που μας αφανιζουν ως ανθρωπους, που παλευουμε μεσ' απ' τον συρφετο τους να ορθοποδησουμε.
Απ' τον δρομο ηχει μια κορνα ταχυδρομου. Μα τι εχει η καρδια μου και χοροπηδα τοσο;
Ο ταχυδρομος δε φερνει κανενα γραμμα για σενα. Τι σπρωχνεσαι λοιπον τοσο παραξενα, καρδια μου;
Μα βεβαια, ο ταχυδρομος ερχεται απ' την πολη που ειχα μια αγαπημενη αγαπουλα, καρδια μου!
Θα θελεις βεβαια να κοιταξεις ακομα μια φορα κατα περα και να ρωτησεις πως να τα πανε κει, καρδια μου;
Μα τι εχει η καρδια μου και χοροπηδα τοσο; … Τι σπρωχνεσαι λοιπον τοσο παραξενα, καρδια μου; Ο νεος αρχικα απορει. Και ακολουθει Μα βεβαια… Ειναι αυτο ερμηνεια ενος ψυχοσωματικου φαινομενου, της ταχυκαρδιας η ενδεχομενως των εκτακτων συστολων του; Οχι. Δεν ειναι συνδεση και συσχετιση. Το Μα βεβαια … μιλα περισσοτερο για μια αφυπνιση οπου ο νεος βλεπει πιο καθαρα. Ειναι οπως οταν μετα την πρωινη ομιχλη ξαφνικα απλωνεται το φως και το τοπιο καθαριζει. Αυτην τη διαφορα μεταξυ ερμηνειας και αφυπνισης ειναι καλο να την εχει ο θεραπευτης κατα νου. Να αποφευγει το πρωτο και να περιμενει το δευτερο.
…που ειχα μια αγαπημενη αγαπουλα... Σ' αυτο το τραγουδι εχουν τελειωσει οι πειρασμοι και οι ματαιες αποπειρες να γινει το παρελθον παρον, να λιωσουν τα χιονια, να ξαναρθει ο Μαης. Ο ταχυδρομος, οπως η φλαμουρια, φερνει κατι απο την πολη. Ομως οχι πλεον γι' αυτον. Σε αντιθεση με τη φλαμουρια δεν υποσχεται τιποτα. Ο πειρασμος, τωρα, θα ηταν μονο να μπορουσε, απο μακρια, να κοιταξει, να μαθει πως τα πανε εκει. Ο ιδιος ειναι πλεον αλλου.
*> Die Post
Απ' τα ματια μου ενα σωρο δακρυα πεσαν στο χιονι. Οι κρυες νιφαδες του ρουφανε διψασμενες τον καυτο πονο.
Σαν ειναι να βλαστησουν τα χορταρια θα φυσηξει κατα δω ενα γλυκο αγερι κι ο παγος θα σπασει σε κομματια και το μαλακο χιονι θα λιωσει.
Χιονι ξερεις τη νοσταλγια μου, πες λοιπον κατα που πας; Ακολουθησε μονο τα δακρυα μου και συντομα θα σε παρει το ρεματακι.
Θα περασεις μαζι του την πολη, ζωηρους δρομους. Σαν νιωσεις τα δακρυα μου να καινε, εκει 'ναι το σπιτι της πολυαγαπημενης μου.
Τωρα, σε αντιθεση με το τραγουδι Παγωμενα δακρυα, οπου τα δακρυα ειναι … σαν να θελανε να λιωσουν τον παγο του χειμωνα ολου, οι νιφαδες ειναι πιο δυνατες, ρουφανε τα δακρυα. Ο χειμωνας εχει νικησει. Η πραγματικοτητα του χωρισμου και της φυγης εχει γινει αποδεκτη.
Τα δακρυα καλουνται καυτος πονος. Τουτο δεν ειναι μεταφορα. Δακρυα και καυτος πονος ειναι το αυτο. Θα το πω αξιωματικα: Οσο περισσοτερο ειμαστε εξοικειωμενοι με το οτι ο λεγομενος "εσωτερικος κοσμος" με τα "συναισθηματα" του ερχεται απο μια κοντοφθαλμη θεωρηση, τοσο πιο αβιαστα θα δουμε τα δακρυα και τον καυτο πονο ως ενα και το αυτο.
Ο νεος αφηνεται σε μια φαντασιωση. Οπως ο ταχυδρομος διανυει την αποσταση που τον χωριζει απο την πολη που ειχε μια αγαπημενη αγαπουλα, ετσι και τωρα το χιονι θα λιωσει, θα παρει τα δακρυα, θα τα φερει στο ρεμα, το ρεμα θα τα παει μεχρι το σπιτι της, οπου τα δακρυα θα γινουν καυτα.
Ο νεος εχει φυγει απο κει, και το εχει πλεον αποδεχτει. Εν μερει. Η αποσταση απ' αυτην μενει ακομα σημειο αναφορας. Και στη φαντασιωση το χιονι και τα δακρυα την διανυουν, φτανουν μεχρι το σπιτι της αλλα και συνεχιζουν τον δρομο τους κατα κει που τα παει το ρεμα. Η πλανερη προσκολληση στα περασμενα υπαρχει, ομως εχει γινει πιο συγκρατημενη. Δεν αποζητα ο,τι χαθηκε.
Συ που κελαρυζες τοσο κεφατα, συ αγριο λαγαρο ποταμι, τι σιωπηλο που 'γινες! Δεν μ' αποχαιρετας.
Σκεπαστηκες με μια σκληρη ακαμπτη κρουστα. Μενεις κρυο κι ακινητο, απλωμενο πανω στην αμμο.
Στο σκεπασμα σου χαραζω με μια κοφτερη πετρα τ' ονομα της πολυαγαπημενης μου και τη μερα και την ωρα:
Τη μερα της γνωριμιας, τη μερα που εφυγα. Γυρω απ' τ' ονομα και τους αριθμους τυλιγεται ενα δαχτυλιδι κομματιασμενο.
Καρδια μου, σ' αυτο το ρυακι αναγνωριζεις λοιπον τη μορφη σου; Μηπως κατω απ' την κρουστα της φουσκωνει ετσι ορμητικα κι αυτη;
... χαραζω με μια κοφτερη πετρα τ' ονομα της πολυαγαπημενης μου και τη μερα και την ωρα: / Τη μερα της γνωριμιας, τη μερα που εφυγα. Ακουγεται σχεδον σαν να τα χαραζει πανω σε ταφοπλακα. Κι ετσι ειναι. Κατακυρωνεται ενα τελος, το ονομα και οι αριθμοι σημειωνουν πλεον ενα παρελθον που δεν ειναι πια παρον, που εχει παρελθει. Και παλι οχι τελειως, μονο μια κρουστα εχει διαμορφωθει. Κι επιμενει ακομη εκεινο το τονισμενο εγω που σ' αυτο το ρυακι αναγνωριζει ... τη μορφη του, που το βλεπει κατ' εικονα και ομοιωση της καρδιας του. Ομως το παρελθον εχει παρελθει. Γι' αυτο και το επομενο τραγουδι επιγραφεται: Αναδρομη.
Καιει κατω απ' τις σολες μου κι ας πατω σε παγο και χιονι. Δε θελω να παρω ανασα πριν παψω να βλεπω τους πυργους.
Εφυγα τοσο βιαστικα απ' την πολη που σκονταφτα στην καθε πετρα. Απο καθε σπιτι τα κορακια ριχνανε στο καπελο μου πετριες απο χαλαζια και χιονια.
Ποσο αλλιωτικα με υποδεχτηκες εσυ, πολη της ασταθειας! Στ' αστραφτερα σου παραθυρα οι κορυδαλλοι και τ' αηδονια παραβγαινανε στο τραγουδι.
Ανθιζαν οι στρογγυλες φλαμουριες, τα καθαρια ρυακια κελαρυζαν ζωηρα κι αχ, δυο κοριτσιστικα ματια φλεγονταν - αλλο δεν ηθελες, νεε!
Οταν μου' ρχεται στον νου εκεινη η μερα θελω να κοιταξω πισω μια φορα ακομα, θελω τρικλιζοντας να παω παλι πισω, να σταθω σιωπηλα εμπρος απ' το σπιτι της.
Αυτο το τραγουδι ειναι ενας σταθμος στο Χειμερινο Ταξιδι. Θα το ακουσουμε. Θα προσεξουμε ιδιαιτερα το σημειο στο οποιο αναφερεται ο Γεωργιαδης:
"Η [...] βαρια, κολλημενη στο χωμα μελωδια του Απο καθε σπιτι τα κορακια ριχνανε στο καπελο μου πετριες απο χαλαζια και χιονια στο κλεισιμο του τραγουδιου, στο σημειο της Μειζονος θελω τρικλιζοντας να παω παλι πισω, να σταθω σιωπηλα εμπρος απ' το σπιτι της μεταβαλλεται επισης σε καθαρη, αερινη, αναλαφρη πεντατονικη. Οπως στο Καληνυχτα, κι εδω επισης η παρασταση εμπρος απ' το σπιτι της." (365)
Θυμιζω οσα ανεφερα στο αντιστοιχο μερος του Καληνυχτα για το εγω, που εδω, στην πεντατονικη του υπαρξη, δεν ειναι πλεον το σημειο αναφορας, τρικλιζει, εχει υποταχθει. "Βουλιαζει σηκωνοντας τις μεγαλες πετρες..."
Εδω κλεινει η επικληση της παρουσιας της, η προσκολληση στη μορφη της αγαπημενης. Το παρελθον ξεπροβαλλει, ως παρελθον πλεον, καθαρα και γλαφυρα, σαν παραμυθι σχεδον, και τους βλεπουμε σε οσα εζησαν, τη μερα της γνωριμιας, τη μερα που εφυγε. Και μενει πια πισω. Η αρνηση στο πλανερο καλεσμα της φλαμουριας επαναλαμβανεται: Δε θελω να παρω ανασα πριν παψω να βλεπω τους πυργους. Τωρα ειναι η αρνηση στην εμμονη που θελει την αγαπημενη του, που τον εδιωξε, να στοιχειωνει το παρον του.
... κι αχ, δυο κοριτσιστικα ματια φλεγονταν - αλλο δεν ηθελες, νεε! Ισως ο ερωτας εχει την αρχη του εδω, την στιγμη που ο ενας κοιταζει τον αλλο διαφορετικα, και σ' αυτο το κοιταγμα τα ματια δεν ειναι πια ματια αλλα μια καθαρη και τρυφερη λαμψη. Οταν συμβαινει και οσο κραταει. Ισως ολα τ' αλλα, η διαχυση στις υποθεσεις της καθημερινοτητας, η λαχταρα, ο πονος, το "για παντα" και το "ποτε" ειναι - κλισεις και πτωσεις του.
Η παχνη σκορπισε πανω στα μαλλια μου μιαν ασπρη γυαλαδα. Τοτε πιστεψα πως ημουν ηδη γερος, και πολυ χαρηκα.
Μα συντομα ελιωσε κι εφυγε κι εχω παλι μαυρα μαλλια που να με πιανει φρικη με τα νιατα μου. Ποσο μακρια ειν' ακομα μεχρι το φερετρο!
Απ' το δειλι ως την αυγη πολλα κεφαλια γερασαν. Ποιος θα το πιστευε πως το δικο μου δεν εγινε σ' ολοκληρο αυτο το ταξιδι!
Στο ποιημα Ακαμψια ακουσαμε: Η καρδια μου ειναι σαν παγος. Μεσα της η εικονα της, κρυα κι ακινητη. Αν μαλακωσει η καρδια μου ξανα θα λιωσει κι η εικονα της και θα μου φυγει! Καθως το παρελθον εχει αρχισει να παρερχεται, συμβαινει αυτο που περιμενε: Η μορφη της κοπελας χανεται, κι αυτος μενει μονος. Ειναι σαν ολη η ζωη του να περασε, σαν η ζωη του να τελειωσε με τον χαμο της: Ετσι φανταζεται τον γερο σαν καποιον για τον οποιο ολα τελειωσαν, κι η πρωινη παχνη στα μαλλια του υποβαλλει αυτην την παρασταση, πως ειναι γερος, ολομοναχος, δεν περιμενει τιποτα και του απομενει το φερετρο για να επικυρωσει την αισθηση του.
Ομως αυτη η συνηθισμενη πλανη, οτι τα πραγματα ειναι οπως τα αισθανομαι, διαψευδεται απο την πραγματικοτητα. Τα μαλλια του δεν ασπρισαν. Τα μαυρα του μαλλια λενε: Δεν τελειωσαν ολα! Ο νεος δεν θα πειστει. Υποφερει απο τον διχασμο αναμεσα στην αισθηση του και στην πραγματικοτητα, οπως παλιοτερα υπεφερε για εναν ερωτα που δεν ειχε πλεον αντικρισμα. Θα κυνηγησει το φερετρο οσο μπορει. Ειναι η πλανη οτι ο κοσμος τελειωνει με τον θανατο, οτι ο θανατος ειναι ενα τελος. Γιατι πλανη; Διοτι στον θανατο εχει πεθανει και το στομα που θα ελεγε: "Τελος!". Αρχη και τελος ειναι πραγματα της ζωης.
Απ' την πολη βγηκε μαζι μου ενα κορακι. Μεχρι σημερα πετα συνεχεια πανω απ' το κεφαλι μου.
Κορακι, παραξενο ζωο, δε λες να μ' αφησεις; Σκεφτεσαι λοιπον οπου να 'ναι ν' αρπαξεις το κορμι μου για λεια;
Πια δε θα παει τ' οδοιπορικο μπαστουνι για πολυ ακομα. Κορακι, κανε με να σταθω επιτελους πιστος μεχρι τον ταφο!
Συνηθως πιστευουμε πως ο λεγομενος αυτοκτονικος, οδευοντας προς τον θανατο, ειναι αποκομμενος απο τα παντα. Το τραγουδι μας λεει κατι αλλο που θα ηταν καλο να το εχουμε υποψη μας και στην θεραπευτικη εργασια: Ακομα κι εδω κανεις συντροφευεται, ειναι καταμεσις στον κοσμο, εστω κι αν δεν το προσεχει παντα. Στο τραγουδι μας ειναι το κορακι που τον ακολουθει απο την αρχη και που τον περιμενει να πεθανει. Τον ακολουθει οπως το θελει η φυση του, ακλονητα και απαρεγκλιτα. Ειναι κι ο νεος το ιδιο πιστος στην προθεση του να φτασει στον ταφο; Οχι, αλλιως δεν θα το επικαλουνταν για να τον ενθαρρυνει. Στη συνεχεια θα δουμε την τροπη που θα παρει η ιστορια αυτη.
*> Die Krähe
Στα δεντρα εδω κι εκει βλεπεις κι απο καποια πολυχρωμα φυλλα. Και καποτε στεκομαι μπροστα στα δεντρα βυθισμενος σε σκεψεις.
Κοιταζω ενα φυλλο κι η ελπιδα μου κρεμεται απ' αυτο. Οταν ο αγερας παιζει με το φυλλο μου τρεμω ολοκληρος.
Αχ, κι οταν το φυλλο πεφτει χαμω πεφτει μαζι κι η ελπιδα. Μαζι πεφτω χαμω κι εγω. Κλαιω πανω στον ταφο της ελπιδας μου.
Σε ενα κινηματογραφικο εργο με τον τιτλο Ο ανθρωπος χωρις παρελθον ακουσα την εξης φραση: "Ενα δεντρο δεν πενθει το φυλλο που πεφτει." Επειδη τουτο ειναι νομος, γι' αυτο καποτε το πενθος περνα. Ομως οι ανθρωποι, για ν' αρμοστουν στον νομο του δεντρου, πρεπει πρωτα να πενθησουν, δηλαδη ν' αντισταθουν στον χαμο οσο μπορουν. Το Χειμερινο Ταξιδι ειναι απο μια αποψη η πορεια μεσα απο το πενθος. Και τωρα η ελπιδα, που ουτως η αλλως μοιαζει να μην ξερει πια τι ελπιζει, εχει γινει τοσο ευθραυστη. Θα χαθει με την ιδια βεβαιοτητα με την οποια τα φυλλα τον χειμωνα θα πεσουν. Στην εικονα αυτη μιλα σχεδον η αποδοχη του απελπιδου. Και ειναι και για μας ενα μαθημα: Δεν μπορεις να επιθυμεις και να ελπιζεις ο,τι θελεις! Δεξου ο,τι ερχεται κοντα σου οπως το δεντρο τα φυλλα που καποτε βλασταινουν στα κλαδια του, κι αφησε τα να φυγουν οταν ο καιρος τους περασει και τα σαρωσει η φθινοπωρινη καταιγιδα! Μονο που για μας, ειπαμε, το μαθημα θα μαθευτει με το παθημα.
Οι σκυλοι γαυγιζουν χτυπανε οι αλυσιδες οι ανθρωποι κοιμουνται στα κρεβατια τους. Ονειρευονται διαφορα που δεν εχουν, ξανανιωνουν με τα καλα και τα κακα.
Και νωρις το πρωι ολα εχουν διαλυθει. Εστω, απολαυσαν για παρτη τους κι ελπιζουν πως κι ο,τι υπολοιπα αφησαν θα τα ξαναβρουν στα μαξιλαρια τους.
Ενταξει, ξυπνητοι σκυλοι, γαυγιστε με και διωξτε με! Μη μ' αφηνετε να ξαποστασω την ωρα του υπνου! Εχω τελειωσει μ' ολα τα ονειρα. Τι γυρευω με τους κοιμισμενους;
Σ' αυτο το τραγουδι, γραφει ο φιλος μου [263], ακουγεται ενας "καινουργιος τονος". Ετσι ειναι. Τον βλεπω στο οτι ο νεος τωρα ειναι ξενος με αλλον τροπο απ' ο,τι στον πρωτο στιχο απο το πρωτο τραγουδι (Ξενος εφτασα και ξενος φευγω). Τοτε ηταν ο αποδιωγμενος απο την αγαπημενη του, απ' ολο τον κοσμο. Τωρα ειναι ξενος μεσα απο μια ανειλημμενη σταση, απο το οτι αυτος, σε αντιθεση με τους περισσοτερους, εχει τελειωσει μ' ολα τα ονειρα. Δεν βολευεται στο παραμυθιασμα της πλανης, οπου κανεις ζει οπως ζει, συμβιβασμενος με μια ζωη κλειστη, μιζερη και κουραστικη, και ξανανιωνει με το ναρκωτικο των ονειρων του.
Ο νεος ειναι επισης εκτεθειμενος στον πειρασμο των ονειρων, π.χ. στο καλεσμα της φλαμουριας, στην ανακληση του Μαη και της κοπελας, οπως ηταν οταν τον αγαπουσε, ομως δεν ενδιδει. Δεν ζει στα ονειρα και στις φαντασιωσεις. Πρεπει να φυγει οχι μονο απο την πολη αλλα κι απο καθε τι που πλανερα τον κραταει κοντα της. Δεν ειναι θεμα πειθαρχιας. Του το επιβαλλει η αγρια κι αποκοτη καρδια του, οπως λεει αργοτερα στο τραγουδι Αναπαυση.
Το χωριο τον διωχνει και παλι. Ομως τωρα δεν τον διωχνει το "οχι" ενος ανθρωπου, ουτε το παιχνιδι του αγερα με τον ανεμοδεικτη που φανταζεται πως του τσιριζει, ουτε οι πετριες απο χαλαζια και χιονια που τα κορακια ριχνανε στο καπελο του. Τον διωχνει το οτι δεν εχει καμια θεση αναμεσα στους κοιμισμενους. "Παντ' ανοιχτα παντ' αγρυπνα τα ματια της ψυχης μου" λεει ενας στιχος απο τους Ελευθερους πολιορκημενους.
Ο φιλος μου γραφει πως το Χειμερινο Ταξιδι, με μια ευρυτερη εννοια, μιλα για τον χειμωνα της σημερινης εποχης, της καθορισμενης απο την τεχνολογια και τον ανθρωπο τον αλλοτριωμενο απο τον εαυτο του και τον παραμυθιασμενο με ονειρα. Ισως δεν χρειαζεται ν' ακουσουμε το Χειμερινο Ταξιδι με "ευρυτερη εννοια". Ηδη ο "νεος τονος" του τελευταιου τραγουδιου δειχνει πως καθε τι, εδω μια καθημερινη ερωτικη απογοητευση, αν παει μεχρι το τελος, δηλαδη για καποιον που το λεει η καρδια του, δεν θα μεινει στο ατομικο και στο περιστασιακο, π.χ. στην ερωτικη απογοητευση, αλλα θα φτασει σε μια καμπη οπου η υποθεση του θα αφορα πλεον τους παντες και τα παντα, οπως εδω που φτανει σε μια σταση απεναντι στους κοιμισμενους. Και τουτο διοτι ειναι νομος το οτι σε καθε τι και σε καθε στιγμη υπαρχει ο κοσμος ολος. Ακολουθωντας, και παρανοωντας, αυτον ακριβως τον νομο, ο νεος ακουει το "οχι" της κοπελας να μην ερχεται μονο απο την κοπελα αλλα απο παντου, βλεπει τα παντα κατ' εικονα και ομοιωση της διαθεσης του. Στο τελευταιο τραγουδι αυτη η αναφορα χανεται. Υπαρχει μια καθαρη αντιπαραθεση: αυτος, οι κοιμισμενοι. Το βολεμα στα ονειρα και το τελος με τα ονειρα. Θα μπορουσαμε, με λεξεις του Ηρακλειτου, να το πουμε κι ετσι: την ΦΑΝΕΡΗ ΑΡΜΟΝΙΑ, οπου ο κοσμος ειναι ενιαιος, συντεταγμενος, εδω στην αναφορα προς το εγω του νεου, διαδεχεται μια ΑΡΜΟΝΙΑ ΑΦΑΝΗΣ, ενα χασμα, ομως ενα χασμα με νοημα, αναμεσα σ' αυτον και στους κοιμισμενους.
*> Im Dorfe
Πως κομματιασε η καταιγιδα το γαλαζιο φορεμα τ' ουρανου! Τα κουρελια των συννεφων πλαταγιζουνε περα δωθε σε θαμπη αναμπουμπουλα.
Και κοκκινες φλογες περνουν αναμεσα τους. Να ενα πρωινο ακριβως οπως μου παει!
Η καρδια μου βλεπει στον ουρανο ζωγραφισμενη την εικονα της. Ειναι μονο χειμωνας, κρυος κι αγριος χειμωνας!
Ο νεος εχει φυγει απ' το χωριο, περασε τη νυχτα περπατωντας και τον βρηκε ενα πρωινο με καταιγιδα.
Ειναι μονο χειμωνας... λεει η τελευταια φραση. Σε πιο πιστη μεταφραση: "Δεν υπαρχει παρα χειμωνας και τιποτ' αλλο ..." Το σκληρο και αγριο της μουσικης ανταποκρινεται σ' αυτο το "και τιποτ' αλλο" του χειμωνα και της καταιγιδας. Γιατι; Διοτι εδω ο νεος παραβιαζει ενα μετρο. Οταν δεχτεις το κρυο αληθινα, δηλαδη χωρις να κοιτας η να λοξοκοιτας προς το θερμο, τοτε το κρυο δεν ειναι πια κρυο. Το αγριο, οταν δεν εισαι προσκολημμενος στο γαληνιο και δεν βλεπεις το αγριο στερητικα, δεν ειναι πια αγριο. Βεβαια καπως, χωρις να το γνωριζει εκπεφρασμενα, το υποψιαζεται, διαφορετικα δεν θα χρειαζονταν το πεισματικο "και τιποτ' αλλο", δεν θα χρειαζονταν το αγριο και ακαμπτο στον τονο των λογων του.
Λοιπον ο χειμωνας δεν ειναι παρα μονο χειμωνας; Τα συκα δεν ειναι παρα μονο συκα και η σκαφη δεν ειναι παρα μονο σκαφη; Ας μην εμπλακουμε σε επιχειρηματα και φιλοσοφιες. Ας μεινουμε στο οτι καθε φορα που λεγεται κατι απολυτα, μονοδιαστατα, λεγεται καπου, εμφανως η αφανως, με εναν τονο παρομοιο - πεισματικο και ακαμπτο και αγριο, σαν να πρεπει με την βια να εξοβελιστει κατι αλλο, που επισης δηλωνεται. Ποιο ειναι το αλλο; Το ειπαμε: το κρυο δεν ειναι μονο κρυο και το αγριο δεν ειναι μονο αγριο. Με λογια του Friedrich Hölderlin απο ενα γραμμα στον αδελφο του: "Δεν υπαρχει τιποτα μοναρχικα [ως μοναρχης] επανω στη γη και κατω απο τον ουρανο".
Οπως σ' ολο το ταξιδι, συνεχιζει να μιλα ενα τονισμενο εγω: Η καρδια μου βλεπει στον ουρανο ζωγραφισμενη την εικονα της. Αυτο το πρωινο ειναι ακριβως οπως μου παει. Κι εδω ο νεος, σαν τον Ναρκισσο του μυθου, βλεπει παντου το ειδωλο του. Το "Δεν υπαρχει παρα χειμωνας και τιποτ' αλλο..." μπορει καλλιστα να παραφραστει στο "Δεν υπαρχει παρα εγω και τιποτ' αλλο". Οχι μονο μουσικα, οπως γραφει ο Γεωργιαδης, αλλα και συνολικα αυτο το τραγουδι συγγενευει με το προτελευταιο, το Θαρρος!, οπου και κορυφωνεται. Θα το δουμε. Ας προσεξουμε πρωτα που θα οδηγησει τον νεο το ακαμπτο και πεισματικο και απολυτο, στο οποιο εχει καθηλωθει.
Εμπρος μου ενα φως χορευει φιλικα. Το ακολουθω περα δωθε. Το ακολουθω μ' ευχαριστηση και βλεπω πως μαγευει τον οδοιπορο.
Αχ, οποιος ειναι χαλια σαν εμενα παραδινεται ευκολα στο πολυχρωμο ξεγελασμα που πισω απο παγο και νυχτα και φρικη του δειχνει ενα φωτεινο ζεστο σπιτικο και μεσα μιαν αγαπημενη ψυχη. Μονο απ' την απατη μπορω κατι να εχω.
Αυτο το τραγουδι συνιστα τον αναγκαιο αντιποδα του προηγουμενου: Οπως σημειωσα εκει, το μονο του μονο χειμωνας, κρυος κι αγριος χειμωνας δεν ειναι ποτε η ολη πραγματικοτητα. Οταν αυτη δειχνεται ως κρυο κι αγριο, τοτε ειναι αναγκη καπου καπως να δηλωθει και το φωτεινο, το ζεστο, το αγαπημενο. Και καθως το πρωτο εχει μονοπωλησει την πραγματικοτητα, το αλλο θα ερθει με τη μορφη του απατηλου. Το ασφυκτικο στενεμα στο "μονο" κρυο θα ακολουθησει ενα σαλτο μορταλε εξω στο παραμυθιασμα μιας θαλπωρης που ειναι μονο θαλπωρη.
Η μελοποιηση του Schubert μας δειχνει αυτο το παραμυθιασμα ολοζωντανα. Ειναι ενας γλυκος, λικνιστικος ρυθμος σε 6/8 που μεθαει κι αποκοιμιζει. Η απατη εχει παντα μια τετοια γλυκα. Ειναι μια ΦΑΝΕΡΗ ΑΡΜΟΝΙΑ οπου μοιαζει σαν η ζεστασια να εχει εξοβελισει το κρυο, η χαρα τον πονο και ολα να ειναι παραδεισενια. Ακουστε το.
*> Täuschung
Βεβαια ο νεος, ο ΕΙΔΩΣ ΦΩΣ, μου ερχεται στον νου ενας αλλος νεος απο τα αποσπασματα του Παρμενιδη, ο νοημων αντρας, γνωριζει πως προκειται για απατη και δεν εφησυχαζει στο παραμυθιασμα. Σ' αυτο διαφερει απο τους κοιμισμενους του χωριου που εχουν βολευτει στη διπλη ζωη πραγματικης μιζεριας και φανταστικης ευτυχιας. Και η μονη λυτρωση που βλεπει, γιατι ολα αυτος πιστευει οτι πρεπει να τα οριζει, ακομα και το πως θα λυτρωθει, ειναι ο θανατος. Κατα κει θα κατευθυνθει στα επομενα δυο τραγουδια.
Μα τι αποφευγω του δρομους που διαβαινουν οι αλλοι οδοιποροι, τι ψαχνω σκεπασμενα περασματα μες απο χιονισμενες βραχοκορφες;
Αφου δεν εκανα τιποτα για να σκιαζομαι τους ανθρωπους. Ποια ολεθρια λαχταρα με σμπρωχνει στις ερημιες;
Στους δρομους εχει δεικτες που δειχνουν στις πολεις. Κι εγω προχωρω στα τυφλα χωρις γαληνη κι αναζητω γαληνη.
Εμπρος μου βλεπω συνεχεια ενα δεικτη που στεκει ακινητος. Πρεπει να παρω ενα δρομο απ' οπου κανεις ποτε δε γυρισε πισω.
Στο ποιημα, απο στροφη σε στροφη, ο νεος βλεπει ολο και καθαροτερα. Στην αρχη ειναι μια απορια: Μα τι αποφευγω ... τι ψαχνω ... Απορει για το οτι δεν ακολουθει τους δρομους των αλλων, την πεπατημενη. Δεν οριζει αυτος τον δρομο του. Ειναι, δευτερη στροφη, μια λαχταρα, που τον σμπρωχνει. Κι αναγνωριζει πως αυτη η λαχταρα, που τον σμπρωχνει στις ερημιες, ειναι ολεθρια. Στην τριτη στροφη ακουμε αυτο που κανει την λαχταρα του νεου ολεθρια: Προχωρει στα τυφλα. Τουτο διευκρινιζεται αμεσως μετα, οπου η λαχταρα του ονομαζεται: Προχωρει χωρις γαληνη κι αναζητα γαληνη.
Γιατι αυτη η λαχταρα ειναι ολεθρια; Γιατι τον εξαποστελλει σε μια πορεια στα τυφλα; Διοτι το ν' αναζητα ταραγμενος πραγματα οπως η γαληνη ειναι ατοπο. Ειναι σαν να φοραω γυαλια με μαυρους φακους και, φορωντας τα, ν' αναζητω κοκκινα και πρασινα και κιτρινα χρωματα. Βεβαια, θα 'λεγε κανεις, σημερα αυτο ακριβως μπορω ν' αναζητησω, και να βρω, δηλαδη γαληνη, παιρνοντας ενα ηρεμιστικο. Εδω το ολεθριο βρισκεται στο οτι μ' αυτον τον τροπο, δηλαδη αποσπωντας τα μαυρα γυαλια με τη βια, βγαζω μαζι και τα ιδια τα ματια μου. Ομως δεν θα επεκταθω. Σημερα ειμαστε στο Χειμερινο Ταξιδι. Στην τεταρτη στροφη η αναζητηση του νεου αναγνωριζει τον δεικτη που ακολουθει και την κατευθυνση που εχει παρει. Ειναι αυτη που ηδη δηλωθηκε με το κορακι: Ο δρομος απ' οπου κανεις ποτε δε γυρισε πισω. Η αυτοκτονια. Και γιατι ειναι ολεθριο ν' αναζητα κανεις γαληνη στην αυτοκτονια; Διοτι στον θανατο, οπως ηδη ειπα, εχει πεθανει και το στομα που θα μπορουσε να πει: "Τωρα βρηκα τη γαληνη μου".
Ο δρομος μου μ' εφερε σ' ενα χωραφι νεκρων. Εδω να μεινω, σκεφτηκα. Σεις, πρασινα νεκροστεφανα, ταιριαζει να 'στε τα σηματα που προσκαλουν κουρασμενους οδοιπορους στο ψυχρο πανδοχειο.
Μα ειναι ολοι οι θαλαμοι πιασμενοι σ' αυτο το σπιτι; Ειμαι εξαντλημενος, ειμαι πληγωμενος θανασιμα. Ω, ασπλαχνο χανι, ωστε με διωχνεις; Αντε προχωρα λοιπον, προχωρα και μη σταματας πιστο μου μπαστουνι!
Μα ειναι ολοι οι θαλαμοι πιασμενοι σ' αυτο το σπιτι; ... προχωρα λοιπον, προχωρα και μη σταματας ... Και παλι το ιδιαιτερο στον νεο, που κανει το Χειμερινο Ταξιδι να ειναι καθε αλλο απο καταθλιπτικο: Μια αναγκη τον ωθει μακρια απο τις πλανες και τα ατοπα. Το ειδαμε ηδη στην υποταγη του στο "οχι" της κοπελας και στη φυγη του απο την πολη, το ειδαμε στην αρνηση του να ενδωσει στο καλεσμα της φλαμουριας, το ειδαμε στην αποσταση του απο τους κοιμισμενους που βολευονται με τα ονειρα, τον ειδαμε σε καθε του βημα. Και τωρα το βλεπουμε εδω οπου και παλι μια αναγκη τον αποδιωχνει απο τον τοπο των νεκρων. Η θεληση του υποχωρει αναγκαστικα, υποτασσεται, οπως τοτε που ειδε με φρικη πως τα μαλλια του μεινανε μαυρα σ' ολο αυτο το ταξιδι.
Ενα πλανερο φως με τραβηξε στα πιο βαθια ριζα των βραχων. Το πως θα βγω απο δω δε μου 'ναι δυσκολο να το σκεφτω.
Εχω συνηθισει να προχωρω πλανημενος. Αλλωστε καθε δρομος οδηγει στο σκοπο: Οι χαρες μας, οι πονοι μας, ολα ειναι παιχνιδι απο ενα πλανερο φως!
Μες απ' τα στεγνα αυλακια του βουνισιου ρεματος στριφογυρνω ησυχα προς τα κατω. Καθε ρεμα θα το παρει η θαλασσα και καθε καημο ο ταφος του.
Ο νεος βλεπει πως εχει ξεγελαστει, πως ειναι ερμαιο μιας πλανης, ενος φωτος που φωτιζει τα παντα με τον τροπο του, δηλαδη τα συσκοτιζει, και σε κανει να παραδερνεις. Οι χαρες μας, οι πονοι μας, ολα ειναι παιχνιδι απο ενα πλανερο φως! Πριν απο μισο χρονο, μιλωντας εδω, ειχα παραθεσει εναν λογο απο την Αντιγονη του Σοφοκλη: "Οποιος εχει γνωμη, εχει και λαθος γνωμη." Ο Heidegger σημειωνει καπου: "Στην μεγαλη νοηση αρμοζει μεγαλη πλανη." Μηπως ομως σε καθε νοηση, σε καθε σκεψη και σε καθε λογο αρμοζει η πλανη; Μηπως και τωρα ακουμε κατι αναλογο; Μηπως καθε χαρα και καθε πονος, καθοσον ειναι παρωπιδες που περιοριζουν το βλεμμα, και μαζι το ανοιγουν σε οφθαλμαπατες, ειναι οντως παιχνιδι ενος πλανερου φωτος; Ρεματα που καποτε θα χαθουν μεσα στην ανεξαντλητη θαλασσα της πραγματικοτητας;
*> Irrlicht
Τωρα μονο που ξαπλωνω να ησυχασω βλεπω ποσο κουρασμενος ειμαι. Η πορεια σε τραχια μονοπατια με κραταγε ζωηρο. Τα ποδια δεν αποζητουσαν αναπαυση, παραειχε κρυο για να σταθεις. Η πλατη δεν ενοιωθε βαρος, η καταιγιδα μ' εσπρωχνε κι αυτη μπροστα.
Βρηκα στεγη στο φτωχικο ενος καρβουνιαρη. Ομως τα μελη μου δεν ησυχαζουν. Τοσο καιν οι πληγες τους. Κι εσυ καρδια μου, τοσο αγρια και τοσο αποκοτη στον αγωνα και την καταιγιδα, τωρα μονο στην ησυχια νοιωθεις το σκουληκι σου να ζωντανευει μ' ενα καυτο κεντρι!
Ειναι η πρωτη φορα στο Χειμερινο Ταξιδι που ο νεος καταλυει σ' ενα μερος. Μεχρι τωρα εφευγε απο τους τοπους που θα μπορουσαν να τον κρατησουν - την πολη της αγαπημενης του, την πλανευτρα φλαμουρια, το χωριο με τους κοιμισμενους, το πανδοχειο των νεκρων. Ο τοπος που μπορει ν' αναπαυτει ειναι ενα φτωχικο σπιτι ενος φτωχου ανθρωπου. Δεν υποσχεται τιποτα μεγαλεπηβολο, καμια ευτυχια, καμια γαληνη, κανενα βολεμα. Ενα κρεβατι μονο να ξαποστασει. Αυτην τη λιτοτητα θα δεχτει ο νεος. Που προετοιμαζει για μιαν αλλη, που θα τον βρει στο τελευταιο τραγουδι, οπου θα συναντησει και θα ζητησει ν' ακολουθησει εναν ανθρωπο που δεν εχει τιποτα.
Ομως ακομα δεν ειναι ολοτελα ανοιχτος για την αναπαυση που του προσφερεται. Αναγνωριζει βεβαια την κουραση του, τωρα που δεν εχει να μαχεται με τις καταιγιδες. Ομως τωρα γινεται αισθητη η καψα στα πληγιασμενα του μελη. Και, σαν να ηταν το ιδιο πραγμα, η πληγη στην καρδια που την ανοιγει παλι το κεντρι απο το σκουληκι που τον τρωει και που τωρα, στην ησυχια, ζωντανευει ξανα.
Στα πρωτα τραγουδια μιλουσε για καυτα δακρυα. Αυτα θρηνουσαν τη χαμενη του αγαπη. Το καυτο κεντρι δεν θρηνει. Καιει και ποναει, βουβα. Βουβα; Ισως στο κεντρισμα του περισυλλεγεται ο ενας πονος που δεν ειναι πια πονος για κατι αλλα ο πονος ως η αθελητη αποσχιση απο οσα του τυχανε, αποσχιση απο την αγαπη του, αποσχιση απο τους πολυμορφους πειρασμους της πλανης, αποσχιση απο την ελπιδα μια παραδεισιας θαλπωρης, αποσχιση του εγω του απο τον κοσμο, που κορυφωνεται στο προτελευταιο τραγουδι, ισως τελικα η αποσχιση που εχει σημαδεψει την υπαρξη του, που εχει ηδη απο παντα σημαδεψει την υπαρξη ολων μας, σχισμα που ανηκει στη μοιρα μας και στους δρομους μας και στα ταξιδια μας.
Τρεις ηλιους ειδα να στεκουν στον ουρανο. Τους κοιταζα πολλη ωρα και σταθερα. Κι αυτοι στεκοταν επισης εκει τοσο επιμονα σαν να μη θελαν να φυγουνε μακρια μου.
Αχ, σεις δεν ειστε οι ηλιοι μου! Αλλους κοιταξτε στο προσωπο! Ναι, βεβαια, πριν απο λιγο ειχα κι εγω τρεις. Τωρα οι δυο καλυτεροι εχουν δυσει.
Να πηγαινε μονο κι ο τριτος απο πισω τους! Στο σκοταδι θα 'μουνα πιο καλα.
Γραφει ο φιλος μου [275κ.ε.]:
"Οταν στην ατμοσφαιρα ψυχονται σταγονες νερου, υπο ορισμενες συνθηκες παγωνουν και γινονται κρυσταλλοι παγου τετοιου μεγεθους που οι μεμονωμενοι κρυσταλλοι, αιωρουμενοι στον αερα, στρεφονται προς την ιδια κατευθυνση σαν αναριθμητα μικρα αλεξιπτωτα. Τοτε μπορει το φως του ηλιου να διαθλαστει μεσα απο τους πολλους συντεταγμενους κρυσταλλους οπως μεσα απο ενα μεγαλο γυαλι. Τοτε, υπο ορισμενες συνθηκες, μπορει στον ουρανο να εμφανιστουν παρηλιοι."
Ο φιλολογος Emil Staiger λεει πως οι δυο καλυτεροι ηλιοι, που εχουν δυσει, ειναι τα ματια της χαμενης του αγαπης. Θυμηθειτε το κι αχ, δυο κοριτσιστικα ματια φλεγονταν απο την Αναδρομη. Ο τριτος ηλιος ειναι ο πραγματικος.
Κι εδω συνανταμε το ιδιο: Ο νεος βλεπει στα πραγματα του κοσμου τα δικα του θεματα. Βεβαια και παλι αρνειται να ενδωσει στην αποπλανηση, ξερει πως οι δικοι του δυο καλυτεροι ηλιοι εχουν δυσει. Παντως ο τονος λεει τωρα και αλλα, που ακουγονται ευκρινεστερα στο τραγουδι. Γραφει ο Γεωργιαδης [387κ.ε.]:
"Το τραγουδι προχωρει χωρις καμια επαναληψη του κειμενου, λιτα, πεμπτουσια του πενθους, επιβεβαιωνοντας αυτο που δεν θα ξαναγυρισει. ... Μετα την αρχη του ασματος (Τ 5κ.ε.: Τρεις ηλιους ειδα...), στον [...] στιχο (Τ 20: Ναι, βεβαια ...) τραγουδι και συνοδεια εμφανιζονται μετατεθειμενα κατα μια μικρη τριτη υψηλοτερα. Μ' αυτο αρχιζει μια μεγαλειωδης σκηνη. Απλα και με μεγαλειο, αποχαιρετωντας για παντα, το τραγουδι κι η συνοδεια, ο χτυπημενος απο τη μοιρα κατεβαινουν τα φαρδια σκαλοπατια του κτισματος ... Μετα απ' αυτην τη μουσικη 'ονομασια' του πενθους, ιδωμενη ως ανθρωπινα-χωρικο συμβαν [και οχι "μεσα του", στον "ψυχισμο" του], ξεκινα το τελευταιο διστιχο. Ενας λογος που βηματιζει αδιαλειπτα, χωρις να στραφει προς τα πισω."
Ονειρευτηκα πολυχρωμα λουλουδια, σαν αυτα που ανθιζουν το Μαη. Ονειρευτηκα πρασινα λιβαδια, χαρουμενα τιτιβισματα.
Κι οταν λαλησαν τα κοκορια τα ματια μου ανοιξαν. Ηταν κρυα και σκοτεινα, απ' τη στεγη κρωαζανε τα κορακια.
Μα κει στα παραθυρα ποιος ζωγραφισε τουτα τα φυλλα; Γελατε βεβαια για τον ονειροπολο που εβλεπε το χειμωνα λουλουδια;
Ονειρευτηκα αγαπες κι αγαπη, μια ομορφη κοπελα, καρδιες και φιλια, θαλπωρη κι ευτυχια.
Κι οταν λαλησαν τα κοκορια η καρδια μου ξυπνησε. Και τωρα βρισκομαι δω μοναχος κι αναπολω τ' ονειρο.
Κλεινω παλι τα ματια. Η καρδια χτυπα ακομα τοσο ζεστα. Ποτε θα πρασινισετε, φυλλα στο παραθυρο; Ποτε θα κρατησω την αγαπουλα μου αγκαλια;
Ο νεος ονειρευτηκε πως ηταν Μαϊος – ο μηνας που γνωρισε την αγαπη του. Το τραγουδι, εκει που μιλα για το ονειρο, κινειται και παλι στον γλυκο, λικνιστικο ρυθμο των 6/8 που ακουσαμε στην Απατη. Το ονειρο ειναι επισης απατηλο. Τα κοκορια και τα κορακια τον ξυπνανε στο κρυο και στο σκοταδι. Στους παγωμενους υδρατμους στο παραθυρο βλεπει λουλουδια. Θυμαται τους κοιμισμενους του χωριου, που θα γελανε μαζι του γιατι γι' αυτους το πρωι ολα εχουν διαλυθει. Για τον νεο δεν εχουν διαλυθει. Αυτος αντεχει και υποφερει τον διχασμο αναμεσα στο ονειρο και την πραγματικοτητα, και τη συγχυση τους στα παγωμενα σχηματα του παραθυρου. Μια συγχυση που ομως γνωριζει, αλλιως δεν θα αποκαλουσε τον εαυτο του ονειροπολο. Οσο στο ονειρο λικνιζεται σε καρδιες και φιλια, θαλπωρη κι ευτυχια, αλλο τοσο ειναι στον ξυπνο μοναχος. Οσο πιο ενθερμα κανεις λαχταρα το πρωτο, τοσο πιο σκληρα θα πεφτει στο δευτερο.
Ποιο ειναι εδω το μετρο συνανθρωπινης εγγυτητας και μοναχικοτητας; Ενας δασκαλος του ζεν ελεγε: "Σ’ ολους τους αιωνες ειμαστε αποχωρισμενοι μεταξυ μας, και μαλιστα δεν χωριζουμε για κανενα λεπτο. Συναντωμαστε ολη τη μερα, και μαλιστα ουτε για μια στιγμη." Θυμηθειτε και τα λογια του Γεωργιαδη που ακουσαμε στην αρχη: "... το πραγματικο μονο με παραδοξολογιες μπορει να αποδοθει."
Η καρδια χτυπα ακομα τοσο ζεστα. Δεν ειναι πια το σκουληκι ... μ' ενα καυτο κεντρι. Ο νεος εχει αφεθει αβιαστα - ομως ακομη με το τιμημα του διχασμου σε στενεμενη πραγματικοτητα και αχαλινωτη απατη.
Ποτε θα πρασινισετε, φυλλα στο παραθυρο; Ποτε θα κρατησω την αγαπουλα μου αγκαλια; Στο πρωτοτυπο κειμενο, που ο Schubert αλλαξε, το τελευταιο ειναι ακομη πιο αμεσο: Ποτε θα σε κρατησω, αγαπουλα μου, αγκαλια; Η απαντηση στην τελευταια ερωτηση του δινεται απο την πρωτη: Ποτε, οπως ποτε δεν θα πρασινισουν εκεινα τα σχηματα του παγου στα τζαμια. Το ξερει, λοιπον. Παρολ' αυτα το λεει. Ουτε αρνειται τη λαχταρα του, επειδη ειναι αδυνατη, ουτε παραδινεται σε μια φαντασιωση οπου, σαν τους κοιμισμενους, θα ηταν σαν να την κρατουσε στην αγκαλια του. Γραφει ο Wittgenstein: "Για τον θεο, μην φοβασαι να λες ανοησιες. Αλλα μην αμελεις να προσεχεις τις ανοησιες σου."
Οπως ενα θολο συννεφο που προχωρα μες στον αιθριο ουρανο οταν στις κορφες των ελατων φυσα ενα μαλακο αερακι,
Ετσι τραβω τον δρομο μου με ποδια βαρια μες απο χαρουμενη, φωτεινη ζωη μοναχος κι αχαιρετιστος.
Αχ, ποσο ησυχος ο αερας! Αχ, ποσο αναλαφρος ο κοσμος! Οταν μανιαζαν οι καταιγιδες δεν ημουνα τετοιο χαλι.
Για το μοναχικο συννεφο στον ουρανο δεν υπαρχει θεμα μοναξιας. Ετσι ειναι, διχως ελλειψη και στερηση, συννεφο στον αιθριο ουρανο. Αυτο ειναι το μαθημα της φυσης, και σε μια τετοια αρμογη μ' αυτην καλουμαστε - οσο εξωπραγματικο και αδυνατο κι αν μας φαινεται. Ο νεος ειναι μακρια απ' αυτο γιατι αντιθετα, οπως παντα, βλεπει το συννεφο μεσα απο τα δικα του ματια και την προσωπικη του ιστορια. Και γι' αυτο ειναι αχαιρετιστος. Οσο ειμαι χαμενος στα δικα μου, πως μπορω να ειμαι και δεκτικος για εναν χαιρετισμο; Και το χαλι του, οπως και στο τραγουδι Αναπαυση, ερχεται οταν ο καιρος δεν υπακουει στη διαθεση του - αν ηταν ποτε δυνατο κατι τετοιο. Μην ξεχναμε πως η καταιγιδα που μανιαζει, ιδωμενη μεσα απο τον εαυτο της, δεν ειναι ουτε μανιασμενη ουτε καταιγιστικη. Ομως για να προσεξουμε την ιδιαιτερη αυτη αδιαφορια μιας καταιγιδας, αλλα κι ενος ησυχου αερα, χρειαζεται εκ μερους μας μια απο-προσωποποιηση, μια παραιτηση απο την αξιωση να βλεπουμε μ' εμας ως σημειο αναφορας. Θα επανελθουμε.
Οταν το χιονι μου πεταγεται καταπροσωπο, το τιναζω χαμω. Οταν η καρδια μου μιλα μες στο στηθος τραγουδω ζωηρα και με φωνη καμπανα.
Δεν ακουω τι μου λεει, δεν εχω αυτια. Δε νοιωθω τι θρηνει, οι θρηνοι ειναι για τα ψωνια.
Εμπρος για τον κοσμο κεφατοι κοντρα σ' αγερες και σε καιρους! Αφου κανενας θεος δεν ειναι πανω στη γη, ειμαστε μεις οι ιδιοι θεοι!
Μετα την επισκεψη στο πανδοχειο των νεκρων επανερχονται ολα συμπυκνωμενα και κορυφωμενα, καθαρα: Η πλανεμενη πορεια στα τυφλα, ο πονος, η νοσταλγια και το πενθος. Και τωρα αυτο. Προετοιμαζονταν βεβαια με τη διαρκη προσκολληση στο εγω ως σημειο αναφορας. Αυτο το εγω, που βλεπει παντου το ειδωλο του, δεν ακουει, δεν νοιωθει και ξεκινα να κατακτησει τον κοσμο: Εμπρος για τον κοσμο... Ειναι κι αυτο ενα σαλτο μορταλε, το αποφασιστικο, μετα την απεραντη μοναξια του προηγουμενου τραγουδιου. Ο νεος βλεπει τον εαυτο του αποκομμενο απο τον κοσμο, κι ετσι θα χρειαστει να τον κατακτησει. Αφου ενας θεος, που θα χωρουσε στην αγκαλια του ολο τον κοσμο, ... δεν ειναι πανω στη γη ... τοτε ειμαστε μεις οι ιδιοι θεοι!
Ειναι η μονη φορα που μιλα στο πρωτο πληθυντικο. Δεν μιλα λοιπον μονο για τον εαυτο του αλλα για λογαριασμο ολων μας. Καλυτερα: Οταν μιλα για τον εαυτο του, εχοντας πισω του ενα Χειμερινο Ταξιδι, τοτε ο λογος του γινεται λογος ολων μας. Ειναι ενας λογος που μιλα για την εποχη μας. Ακουστε τον.
*>Mut!
Στον βαθμο που το Αφου κανενας θεος δεν ειναι πανω στη γη, ειμαστε μεις οι ιδιοι θεοι! χαρακτηριζει την εποχη μας, γραφει ο φιλος μου [251]:
"Πρωτα [ο θεος] ηταν απλα και μονο στον ουρανο, κατοπιν επρεπε να αποδειχτει, και τελικα αποσυρθηκε ολοτελα.
Στην απαρχη του δεκατου ενατου αιωνα ο Friedrich Hölderlin, σε "γλισχρους καιρους", εμπειραθηκε την "ελλειψη του θεου". Οι στιχοι απο το Αρχιπελαγος μιλουν απο μονοι τους: "Ομως αλιμονο, κατοικει σαν μεσα σε καταιγιδα, / Το γενος μας διχως τιποτα θεϊκο. Ειναι καμωμενοι / Να κινουνται απο μονοι τους …"
Και στο τελος τους δεκατου ενατου αιωνα διαβαζουμε στο Βιβλιο για ολους και για κανεναν [του Nietzsche]:
"Ο αγιος απαντησε: Κανω τραγουδια και τα τραγουδω, κι οταν κανω τραγουδια γελαω, κλαιω και μουγκριζω: ετσι υμνω τον θεο. Με το τραγουδι, με το κλαμα και με το μουγκρητο υμνω τον θεο, που ειναι θεος μου. Ομως εσυ τι μας φερνεις για δωρο;
Σαν ακουσε ο Ζαρατουστρα αυτα τα λογια χαιρετισε τον αγιο κι ειπε: 'Τι να σου δωσω; Μα αφησε με να φυγω γρηγορα, μη σου παρω και τιποτα!' - Κι ετσι χωριστηκαν ο γερος κι ο αντρας, γελωντας, οπως γελουν δυο αγορια.
Μα οταν ο Ζαρατουστρα εμεινε μονος, μιλησε στην καρδια του κι ειπε: 'Αν ειναι δυνατον! Αυτος ο αγιος γερος στο δασος του δεν το πηρε ακομα χαμπαρι οτι ο θεος ειναι νεκρος!' - (Friedrich Nietzsche, Also sprach Zarathustra)."
Οταν σ' αυτη τη σκοτεινια [απο το τραγουδι Καληνυχτα] ο ανθρωπος πρεπει ο ιδιος να οδηγησει τον εαυτο του, θα το κανει αντιστοιχα με την κοσμοθεωρια του. Ετσι θα δραστηριοποιηθει για την ευμαρεια των εργαζομενων η για την προσωπικη του οικονομικη επιτυχια, για την υποθεση ενος εθνους η και μιας φυλης, για την επιστημονικη και τεχνολογικη προοδο, για την διαδοση των χριστιανικων αξιων η για την επεκταση της επιχειρησης του και του πολυεθνικου του ομιλου.
Το αποφασιστικο σημειο οπου ο ανθρωπος τιθεται ως αρχη και θεμελιο του κοσμου βρισκεται στον Descartes. Το ονομα για αυτην την αρχη και για αυτο το θεμελιο ειναι το cogito. Βεβαια τουτο δεν ειναι επινοηση του Descartes. Προετοιμαζονταν απο αιωνες, ισως ηδη απο τις ελληνικες απαρχες της δυτικης παραδοσης. Την εποχη του Χειμερινου Ταξιδιου φτανει σε μια πρωτη κορυφωση. Το διαπιστωσαμε σε καθε βημα με την διαρκη εμφατικη αναφορα του νεου στο τονισμενο εγω του.
Εδω υπαρχει κατι ακομα σχετικο με το θεμα μας που χρειαζεται να σημειωθει. Το διεκρινα με αφορμη μια αλλη φραση του φιλου μου που γραφει σχετικα με τον ερωτα [275]: "Μηπως ο ανθρωπος κρεμιεται απο τον ανθρωπο οταν διαισθανεται την επελευση της εποχης της χειμερινης νυχτας;" Ειδαμε επανειλημμενα, καθως παρακολουθουσαμε τον νεο στο ταξιδι του, πως ολα αρχιζαν και τελειωναν με το οτι ο χαμος της αγαπημενης του εγινε και χαμος του κοσμου. Με αλλα λογια: Η ιδια η αγαπημενη του ηταν γι' αυτον αρχη και θεμελιο, θεα - σ' εναν κοσμο οπου κανενας θεος δεν ειναι πανω στη γη. Μηπως λοιπον και τωρα, στον ερωτα και στα παθη του και στις πτωσεις του, κυριαρχει το cogito, που συνηθισαμε να το διακρινουμε μονο σε αλλες αναφορες, ιδιαιτερα στην επιστημονικη και στην φιλοσοφικη σκεψη και στις σχεσεις δυναμης κι εξουσιας; Μηπως ο ερωτας, σχεδον αναγκαστικα, θα παρασυρει τους ερωτευμενους σε μια πτωση της υπαρξης τους στο cogito;
Περα πισω απ' το χωριο ειν' ενας οργανιστας και με παγωμενα δαχτυλα παιζει οτι μπορει.
Ξυπολυτος στον παγο τρικλιζει περα δωθε και το πιατακι του μενει παντα αδειο.
Κανεις δε θελει να τον ακουει, κανενας δεν τον κοιτα κι οι σκυλοι γρυλλιζουν τριγυρω στο γερο.
Κι αυτος αφηνει ολα να παιρνουν το δρομο τους οπως το θελουν, παιζει και τ' οργανακι του δεν σωπαινει ποτε.
Παραξενε γερο, να 'ρθω μαζι σου; Θελεις για τα τραγουδια μου να παιζεις τ' οργανακι σου;
Σχετικα με την εισαγωγη του τραγουδιου ο φιλος μου γραφει:
"Το αριστερο χερι παιζει κενες πεμπτες εκκλησιαστικου οργανου στην θεμελια νοτα λα. Το δεξι χερι παιζει απλα περασματα, σαν χαμενα, που κοβονται απροσμενα με μια παυση και ακολουθουνται απο την δεσποζουσα συγχορδια, η οποια προστριβεται με την θεμελια νοτα του αριστερου χεριου."
Ακουστε αυτο το μερος:
Το "οργανακι" του ποιηματος, κατα λεξη "περιστρεφομενη λυρα", απεικονιζεται στη φωτογραφια ενος ουγγρου ζητιανου.
Ο φιλος μου την περιγραφει ως εξης:
"Η περιστρεφομενη λυρα ηταν ενα μουσικο οργανο με μορφη κιθαρας [...]. Το ενα χερι γυριζε μια μανιβελα η οποια εδινε κινηση σ' εναν τροχο που επαιζε συγχρονως ολες τις τρεις η τεσσερεις χορδες. Οπου δυο χορδες ηχουσαν ως συνοδεια σε ενα σταθερο διαστημα πεμπτης και στις υπολοιπες μια η δυο (ομοια κουρντισμενες) χορδες επαιζε το αλλο χερι του μουσικου σ' ενα ειδος πληκτρων μια απλη μελωδια. [...]
Και παλι το μερος του πιανου δεν ειναι μονο μια ηχητικη απομιμηση της μουσικης της περιστρεφομενης λυρας. Η περιστρεφομενη λυρα ηταν ενα αποκρουστικο οργανο. Η απλη περιγραφη του χειρισμου της δεν το δειχνει αρκετα εντονα. Κανεις θα 'πρεπε να ακουσει την περιστρεφομενη λυρα. Ο ηχος της μελωδιας ειναι ενας φτωχικος τριγμος. Ομως το πιο τρομακτικο ειναι η συνοδεια απο τις πεμπτες, που με το γυρισμα της μανιβελας ηχει ως ακαταπαυστος, ομοιομορφος, παντα ιδιος συνοδευτικος τονος. Αυτος ο ηχος εχει κατι το κουφιο, το κενο και το μηχανικο, και ειτε επιμενει ομοιομορφα ειτε παυει, οταν σταματα η μανιβελα. [...]"
Ακουμε τωρα το τραγουδι ολοκληρο. Τραγουδα ο Thomas Quasthoff, στο πιανο ο Daniel Barenboim.
Παραξενε γερο..., τον προσφωνει ο νεος. Τι παραξενο εχει ο γερος;
Ξυπολυτος στον παγο τρικλιζει περα δωθε ... το πιατακι του μενει παντα αδειο ... Κανεις δε θελει να τον ακουει, κανενας δεν τον κοιτα ... οι σκυλοι γρυλλιζουν τριγυρω ... Κι αυτος αφηνει ολα να παιρνουν το δρομο τους οπως το θελουν ... παιζει και τ' οργανακι του δεν σωπαινει ποτε. Υπαρχει μια απεραντη μοναξια σ' αυτον τον γερο, που δεν ειναι καν μοναξια γιατι δεν μοιαζει να του λειπουν οι αλλοι. Και υπαρχει μια απεραντη ενδεια, που δεν ειναι καν ενδεια γιατι δεν μοιαζει να του λειπει κατι. Θυμιζει καπου εναν μοναχο του ζεν η τον τζιτζικα του μυθου, που ζει κανοντας μουσικη αδιαλειπτα, η τον Διογενη που ειχε για σπιτι του ενα πιθαρι και που στην προσφορα του μεγαλου βασιλια, να του δωσει ο,τι ζητησει, του ζητησε να φυγει απο μπροστα του γιατι του εκοβε τον ηλιο. Ειναι, οπως ανεφερα στην αρχη, κι οπως ακουσαμε στα τραγουδια Καληνυχτα και Αναδρομη, μια "πεντατονικη" παρουσια: το "αναλαφρο" και "ονειρικο" μιας "φιλιας" στασης που αφηνει ολα να παιρνουν το δρομο τους οπως το θελουν...
Ομως κι αυτο το οργανακι λεει κατι. Σε σχεση με τα παραδοσιακα οργανα, η μ' αυτα της κλασσικης μουσικης ειναι τοσο φτωχο και μιζερο. Η μουσικη που βγαζει, με το ζορι θα μπορουσε πλεον ν' αποκληθει μουσικη. Ισως ο γερος οργανιστας ειναι ο ξενος κατεξοχην. Ξενος, και παλι ισως ο πιο αληθινος κατοικος πανω σε μια γη οπου μαζι με τον χαμο του θεου εχουν στην πραγματικοτητα χαθει τα παντα ως δυνατο θεμελιο και νοημα μιας ζωης. Και η ιδια η μουσικη. Παντως ακριβως αυτος ο χαμος ανοιγει τον δρομο και στο φιλιο.
Στο αντικρισμα του οργανιστα ο νεος ησυχαζει. Τι τον ησυχαζει; Ο Γιωργος Σεφερης γραφει στο Μυθιστορημα: "Εμεις που τιποτα δεν ειχαμε θα τους διδαξουμε τη γαληνη". Τον ησυχαζει οτι συναντα εναν που ειναι ακομα πιο ξενος, ακομα πιο μοναχικος, ακομα πιο ενδεης, τοσο πολυ που ξενωση και μοναχικοτητα και ενδεια δεν ειναι καν θεμα γι' αυτον. Να για μας ενα μαθημα ακομη: Ο θεραπευτης ειναι πραγματικα θεραπευτης μονον στον βαθμο που εχει μ' εναν τετοιο τροπο λυθει απ' αυτα που κρατουν δεσμιο τον πελατη του. Που ειναι, κατα εναν παραδοξο τροπο, ακομα πιο τρελος απο τον πελατη του.
Θελεις για τα τραγουδια μου να παιζεις τ' οργανακι σου; Ετσι ο νεος βρισκει τον ανθρωπο που μπορει να τον συνοδευει στα τραγουδια του. Σε ποιο ανοιγμα τον φερνει η συναντηση με τον γερο οργανιστα; Τι ειναι αυτο που επιτελους, μετα απο μια τετοια δοκιμασια με τον χαμο και τον πονο και τις πλανες, του βγαζει ενα απεριφραστο "ναι" και τον ησυχαζει; Το οτι στη μορφη του οργανιστα βλεπει πως το εγω μπορει και να μην αποτελει σημειο αναφορας. Βλεπει την δυνατοτητα μιας υπαρξης αν-ιδιοτελους. Και πως αναλαμβανει μια τετοια υπαρξη; Θελεις για τα τραγουδια μου να παιζεις τ' οργανακι σου; Τωρα στο επικεντρο βρισκονται τα ιδια τα τραγουδια. Δηλαδη: Τωρα δεν ειναι αυτος, η αγαπημενη του και τα παθη κι οι πονοι του το σημειο αναφορας τους, αρχη και θεμελιο τους. Τα τραγουδια του μετατιθενται, με λογια απο ενα ποιημα του Paul Celan, περαν των ανθρωπων.
Τωρα ο Μαης κι ο χειμωνας, ο πονος κι η αγαλλιαση, η πραγματικοτητα και η πλανη, η ιδια η αγαπη δεν λογαριαζονται ως προς τον ανθρωπο και δεν εχουν σ' αυτον την αρχη τους και την καταληξη τους και τον τοπο τους σ' αυτα που εζησε. Ειναι τραγουδι. Το τραγουδω και τραγουδωντας το δεν μεταφερομαι σε αλλον τοπο και χρονο, π.χ. στον Μαη και στην ευτυχια του, στον χειμωνα και στον πονο του αλλα μενω εδω και τωρα, στο τραγουδι που τραγουδω.
Ο οργανιστας και, στην ακολουθια του, ο νεος, απο-προσωποποιουνται, απ-ανθρωπιζονται στο τραγουδι. Η κυριαρχη θεωρηση λεει πως "προσωπο" και "ανθρωπος" χαρακτηριζονται μεταξυ αλλων απ' αυτο που ο Αριστοτελης ονομασε ΕΦΕΣΙΣ. Ειπα προηγουμενως, σχετικα με τη "σημασιοτητα" του Heidegger οτι ο κοσμος ειναι παντα ενας κοσμος προσανατολισμενος, δηλαδη καθε στιγμη ειμαστε στραμμενοι σε μια κατευθυνση προς την οποια καλουμαστε, την οποια επιδιωκουμε η αποφευγουμε. Το κορμι του νεου των τραγουδιων μας για παραδειγμα, αν ηταν να παρασταθει αντιστοιχα με την εφεση του, δεν θα παρασταινονταν τελειως ορθιο αλλα με μια κλιση προς την κατευθυνση της αγαπημενης του, θα εγερνε προς τα κει, και προς τα κει θα επεφτε σκονταφτοντας πανω στον τοιχο της πραγματικοτητας της. Σχεδον παντα βρισκομαστε να κλινουμε προς κατι η να αποκλινουμε απο κατι. Αυτο ειναι και το τελικο νοημα του τιτλου "Κλισεις και πτωσεις του ερωτα". Οταν λοιπον λεω οτι τωρα, στο τραγουδι, εχει συμβει μια απο-προσωποποιηση κι ενας απ-ανθρωπισμος, εννοω οτι τωρα η εφεκτικη αναφορα του νεου στην αγαπη του εχει λειψει. Ο νεος εχει ανορθωθει. Κι εδω ενα μαθημα: "Σ' αγαπω" δεν θα πει αυτοματα και εξ ορισμου "σε θελω". Κανεις μπορει ν' αγαπα και να μενει ορθος.
Ισως απο αυτην την ορθοτητα ερχεται το πρωτο νοημα της λεξης που απο τον Πλατωνα και εκτοτε καθιερωθηκε ως χαρακτηρισμος της αληθειας. Μονο που αυτο το πρωτο νοημα, που εκφραζεται ηδη στον λογο της ιδιας της λεξης, "ορθοτης", οσο γνωριζω δεν προσεχτηκε. "Ορθοτης": Η απροσωπη, απανθρωπη διαμονη επανω στη γη και κατω απο τον ουρανο.
Οχι μονο ο Celan μα ολοι οι μεγαλοι την γνωριζουν. Στον Καβαφη για παραδειγμα τα παθη του νεου ανηκουν σ' αυτο που ονομαζει "πρωτη ποιησι της ζωης μας". Ομως αυτη η "ποιησις" ειναι μονο η "πρωτη". Καποτε ακολουθειται απο την αλλη, την κατεξοχην ποιηση, "για να μεινει", οπως γραφει. Ο Friedrich Hölderlin το ειπε με την φραση που εχει ακουστει επανειλημμενα σ' αυτον τον χωρο: "Ποιητικα κατοικει ο ανθρωπος επανω σ’ αυτην τη γη". Ο Franz Kafka λεει το ιδιο σε εναν απο τους Αφορισμους του [62]: "Το γεγονος οτι δεν υπαρχει παρα μονο ενας πνευματικος κοσμος, μας παιρνει την ελπιδα και μας δινει την βεβαιοτητα." Και για το αν αυτο ειναι μια υποθεση που αφορα μονο τους ποιητες και τους μουσικους, διαβαστε το κειμενο ενος ψυχαναλυτη, του Bion, που παρατιθεται στο πρωτο τευχος του περιοδικου μας.
Απο εδω, απο τον τοπο της ορθοτητας, ας θυμηθουμε εκεινο το κι αχ, δυο κοριτσιστικα ματια φλεγονταν... απο την Αναδρομη, εκεινο το κοιταγμα οπου τα ματια δεν ειναι πια ματια αλλα μια καθαρη και τρυφερη λαμψη. Ισως στον τοπο της ορθοτητας υπαρχει ενα αλλο βλεμμα, το οποιο πλεον δεν ανηκει σε ενα εγω και δεν αποτεινεται σε ενα εσυ. Δεν ειμαι αυτος που βλεπει αυτην. Δεν υπαρχει "σχεση". Γι' αυτο λειπει καθε συστολη και καθε τολμη, λειπει καθε επιθυμια και καθε φοβος, λειπει καθε εφεση για καποια πραγματωση. Τουτο το κοιταγμα ειναι ανοιχτος οριζοντας που απλωνεται σ' ανοιχτον οριζοντα. Αυτο και μονο.
Φανταζομαι πως η ιστορια του νεου δεν οδηγει, οπως θα νομιζαμε ισως, στην απαλλαγη απο τις κλισεις και τις πτωσεις που ο ερωτας του επεφυλαξε. Ο νεος δεν "ξεπερασε" τιποτα. Ειναι ολα εδω, η Μαης, ο πονος, το πενθος, οι χιλιοπλοκαμες πλανες κι οι απατηλοι πειρασμοι, το τραχυ ταξιδι. Ο Πινδαρος λεει καπου πως οι δρομοι των ανθρωπων αλλοτε περατωνονται περισσοτερο κι αλλοτε λιγοτερο. Ενα χειμερινο ταξιδι μπορει καπως να το εχουμε κανει κι εμεις. Συχνα θα κολλησαμε και θα μειναμε καπου, ισως παροδικα, ισως για μια ζωη: Εμπρος απ' το σπιτι της, στη φλαμουρια, στο χωριο με τους κοιμισμενους, στο πανδοχειο των νεκρων, στο φτωχικο του καρβουνιαρη, στο cogito. Ομως καποτε-καποτε ολα αυτα παραμεριζονται απο την αναγκη που ωθει τον νεαρο ερωτοκριτο, που τον οδηγει εως την ελευθερια της ανιδιοτελειας που μας διδαξε ο γερος οργανιστας, ανορθωνονται, γινονται αναλαφρα, σαν παραμυθι. Γιατι τα συγκρινω με το παραμυθι; Διοτι τα παραμυθια μας αφορουν, συμμετεχουμε σ' αυτα, ομως διχως η συμμετοχη μας να καθοριζεται απο την εμπλοκη σ' ενα εγω με τις επιθυμιες του και τους φοβους του, την ελπιδα του και την νοσταλγια του, την εκπληρωση και την ματαιωση των ονειρων του. Δηλαδη, συμμετεχουμε διχως εφεση. Συμμετεχουμε, όταν δεν τα "ερμηνευουμε", αποπροσωποιημενοι, απανθρωποι, ορθοι. Ετσι ειναι με ολα τα παρελθοντα, οταν εχουν παρελθει πραγματικα. Και με τις ερωτικες ιστοριες. Ειπαμε, δεν συμβαινει παντα, ομως καποτε μπορει και να συμβαινει. Η μεταμορφωση μιας ζωης σε παραμυθι.
Καλο βραδυ.
01-01 Gute Nacht
Fremd bin ich eingezogen, / Fremd zieh' ich wieder aus. / Der Mai war mir gewogen / Mit manchem Blumenstrauß. / Das Mädchen sprach von Liebe, / Die Mutter gar von Eh', - / Nun ist die Welt so trübe, / Der Weg gehüllt in Schnee.
Ich kann zu meiner Reisen / Nicht wählen mit der Zeit, / Muß selbst den Weg mir weisen / In dieser Dunkelheit. / Es zieht ein Mondenschatten / Als mein Gefährte mit, / Und auf den weißen Matten / Such' ich des Wildes Tritt.
Was soll ich länger weilen, / Daß man mich trieb hinaus? / Laß irre Hunde heulen / Vor ihres Herren Haus; / Die Liebe liebt das Wandern - / Gott hat sie so gemacht - / Von einem zu dem andern. / Fein Liebchen, gute Nacht!
Will dich im Traum nicht stören, / Wär schad' um deine Ruh', / Sollst meinen Tritt nicht hören - / Sacht, sacht die Türe zu! / Schreib' im Vorübergehen / Ans Tor dir: Gute Nacht, / Damit du mögest sehen, / An dich hab' ich gedacht.
Καληνυχτα
Ξενος εφτασα και ξενος φευγω. Ο Μαης ηταν καλος για μενα, λουλουδενιος. Η κοπελα μιλουσε γι' αγαπη, η μητερα μαλιστα και για γαμο. Και τωρα ο κοσμος ειναι τοσο θολος, ο δρομος σκεπασμενος με χιονι.
Στο ταξιδι μου δεν μπορω να διαλεξω το χρονο. Σ' αυτη τη σκοτεινια εγω ο ιδιος πρεπει να μ' οδηγησω. Στο φεγγαροφωτο μια σκια προχωραει μαζι και με συντροφευει και πανω στις ασπρες βουνοπλαγιες ψαχνω τα ιχνη του αγριμιου.
Τι να κατσω αλλο αφου μ' εδιωξαν; Ας μεινουν αγριοσκυλα ν' αλυχτουν εμπρος απ' τ' αρχοντικο της. Η αγαπη αγαπαει την περιπλανηση απ' τον ενα στον αλλο - ετσι την εκανε ο θεος. Αγαπουλα μου, καληνυχτα!
Δε θελω να σου ταραξω τ' ονειρο σου, θα 'ταν κριμα για τη γαληνη σου. Δεν πρεπει ν' ακουσεις τα βηματα μου. Μαλακα την πορτα, μαλακα! Περνωντας γραφω πανω στην πορτα: Καληνυχτα. Για να ξερεις οτι σε σκεφτηκα.
02-02 Die Wetterfahne
Der Wind spielt mit der Wetterfahne / Auf meines schönen Liebchens Haus. / Da dacht ich schon in meinem Wahne, / Sie pfiff den armen Flüchtling aus.
Er hätt' es eher bemerken sollen, / Des Hauses aufgestecktes Schild, / So hätt' er nimmer suchen wollen / Im Haus ein treues Frauenbild.
Der Wind spielt drinnen mit den Herzen / Wie auf dem Dach, nur nicht so laut. / Was fragen sie nach meinen Schmerzen? / Ihr Kind ist eine reiche Braut.
Ο ανεμοδεικτης
Στο σπιτι της ομορφης αγαπουλας μου ο αγερας παιζει με τον ανεμοδεικτη. Πανω στην τρελα μου φανταστηκα και πως τσιριζε στον φτωχο φυγαδα.
Μαλλον θα 'πρεπε να 'χε προσεξει το εμβλημα που κρεμοταν εμπρος απ' το σπιτι. Τοτε ποτε δε θα γυρευε στο σπιτι αυτο τη μορφη μιας πιστης γυναικας.
Ο αγερας παιζει μεσα με τις καρδιες οπως και με τη στεγη, μονο που δεν ακουγεται τοσο. Τι ρωτανε για τον πονο μου; Το παιδι τους ειναι μια πλουσια νυφη.
03-03 Gefrorene Tränen
Gefrorne Tropfen fallen / Von meinen Wangen ab: / Ob es mir denn entgangen, / Daß ich geweinet hab'?
Ei Tränen, meine Tränen, / Und seid ihr gar so lau, / Daß ihr erstarrt zu Eise / Wie kühler Morgentau?
Und dringt doch aus der Quelle / Der Brust so glühend heiß, / Als wolltet ihr zerschmelzen / Des ganzen Winters Eis!
Παγωμενα δακρυα
Απ' τα μαγουλα μου πεφτουνε παγωμενες σταλες. Μηπως δεν το πηρα ειδηση πως εκλαψα;
Αι δακρυα, δακρυα μου, αν κι ειστε τοσο χλιαρα πως γινεστε παγος σαν την κρυα πρωινη παχνη; Κι ομως ξεπηδατε απ' την πηγη του στηθους τοσο πυρωμενα και καυτα σαν να θελατε να λιωσετε τον παγο του χειμωνα ολου!
04-04 Erstarrung
Ich such' im Schnee vergebens / Nach ihrer Tritte Spur, / Wo sie an meinem Arme / Durchstrich die grüne Flur.
Ich will den Boden küssen, / Durchdringen Eis und Schnee / Mit meinen heißen Tränen, / Bis ich die Erde seh'.
Wo find' ich eine Blüte, / Wo find' ich grünes Gras? / Die Blumen sind erstorben / Der Rasen sieht so blaß.
Soll denn kein Angedenken / Ich nehmen mit von hier? / Wenn meine Schmerzen schweigen, / Wer sagt mir dann von ihr?
Mein Herz ist wie erfroren, / Kalt starrt ihr Bild darin; / Schmilzt je das Herz mir wieder, / Fließt auch ihr Bild dahin!
Ακαμψια
Στο χιονι ψαχνω ματαια τα ιχνη των βηματων της. Τοτε που ακουμπισμενη στον ωμο μου περνουσε το πρασινο λιβαδι.
Θελω να φιλησω το εδαφος, με τα καυτα μου δακρυα να τρυπησω παγο και χιονι μεχρι να δω το χωμα.
Που να 'βρω ενα μπουμπουκι, που να 'βρω πρασινο χορταρι; Τα λουλουδια ειναι νεκρα, το χορτο δειχνει τοσο χλωμο.
Δε θα παρω λοιπον κανενα ενθυμιο απο δω; Οταν σωπασουν οι πονοι μου ποιος θα μου μιλα τοτε γι' αυτην;
Η καρδια μου ειναι σαν παγος. Μεσα της η εικονα της, κρυα κι ακινητη. Αν μαλακωσει η καρδια μου ξανα θα λιωσει κι η εικονα της και θα μου φυγει!
05-05 Der Lindenbaum
Am Brunnen vor dem Tore / Da steht ein Lindenbaum; / Ich träumt in seinem Schatten / So manchen süßen Traum. / Ich schnitt in seine Rinde / So manches liebe Wort; / Es zog in Freud' und Leide / Zu ihm mich immer fort.
Ich mußt' auch heute wandern / Vorbei in tiefer Nacht, / Da hab' ich noch im Dunkel / Die Augen zugemacht. / Und seine Zweige rauschten, / Als riefen sie mir zu: / Komm her zu mir, Geselle, / Hier find'st du deine Ruh'!
Die kalten Winde bliesen / Mir grad ins Angesicht; / Der Hut flog mir vom Kopfe, / Ich wendete mich nicht.
Nun bin ich manche Stunde / Entfernt von jenem Ort, / Und immer hör' ich's rauschen: / Du fändest Ruhe dort!
Η φλαμουρια
Στο πηγαδι μπροστα στην πυλη ειναι μια φλαμουρια. Στον ισκιο της εκανα τοσα γλυκα ονειρα. Στη φλουδα της χαραξα τοσες λεξεις αγαπης. Παντα κατι με τραβουσε σ' αυτην σε χαρες και σε λυπες.
Και σημερα επρεπε να διαβω απο πλαϊ της μες στη βαθια νυχτα. Ακομα και στο σκοταδι εκλεισα τα ματια μου. Και τα κλαδια της θροϊζαν σαν να μου φωναζαν: Ελα σε μενα, νεε! Εδω θα βρεις τη γαληνη σου!
Οι κρυοι αγερηδες μου φυσαγαν καταπροσωπο. Το καπελο εφυγε απ' το κεφαλι μου. Δε γυρισα πισω.
Τωρα ειμαι ωρες μακρια απ' αυτον τον τοπο και συνεχιζω ν' ακουω το θροϊσμα: Εκει θα 'βρισκες γαληνη!
06-13 Die Post
Von der Straße her ein Posthorn klingt. / Was hat es, daß es so hoch aufspringt, / Mein Herz?
Die Post bringt keinen Brief für dich. / Was drängst du denn so wunderlich, / Mein Herz?
Nun ja, die Post kommt aus der Stadt, / Wo ich ein liebes Liebchen hatt', / Mein Herz!
Willst wohl einmal hinüberseh'n / Und fragen, wie es dort mag geh'n, / Mein Herz?
Ο ταχυδρομος
Απ' τον δρομο ηχει μια κορνα ταχυδρομου. Μα τι εχει η καρδια μου και χοροπηδα τοσο;
Ο ταχυδρομος δε φερνει κανενα γραμμα για σενα. Τι σπρωχνεσαι λοιπον τοσο παραξενα, καρδια μου;
Μα βεβαια, ο ταχυδρομος ερχεται απ' την πολη που ειχα μια αγαπημενη αγαπουλα, καρδια μου!
Θα θελεις βεβαια να κοιταξεις ακομα μια φορα κατα περα και να ρωτησεις πως να τα πανε κει, καρδια μου;
07-06 Wasserflut
Manche Trän' aus meinen Augen / Ist gefallen in den Schnee; / Seine kalten Flocken saugen / Durstig ein das heiße Weh.
Wenn die Gräser sprossen wollen / Weht daher ein lauer Wind, / Und das Eis zerspringt in Schollen / Und der weiche Schnee zerrinnt.
Schnee, du weißt von meinem Sehnen, / Sag', wohin doch geht dein Lauf? / Folge nach nur meinen Tränen, / Nimmt dich bald das Bächlein auf.
Wirst mit ihm die Stadt durchziehen, / Munt're Straßen ein und aus; / Fühlst du meine Tränen glühen, / Da ist meiner Liebsten Haus.
Πλημμυρα
Απ' τα ματια μου ενα σωρο δακρυα πεσαν στο χιονι. Οι κρυες νιφαδες του ρουφανε διψασμενες τον καυτο πονο.
Σαν ειναι να βλαστησουν τα χορταρια θα φυσηξει κατα δω ενα γλυκο αγερι κι ο παγος θα σπασει σε κομματια και το μαλακο χιονι θα λιωσει.
Χιονι ξερεις τη νοσταλγια μου, πες λοιπον κατα που πας; Ακολουθησε μονο τα δακρυα μου και συντομα θα σε παρει το ρεματακι.
Θα περασεις μαζι του την πολη, ζωηρους δρομους. Σαν νιωσεις τα δακρυα μου να καινε, εκει 'ναι το σπιτι της πολυαγαπημενης μου.
08-07 Auf dem Fluße
Der du so lustig rauschtest, / Du heller, wilder Fluß, / Wie still bist du geworden, / Gibst keinen Scheidegruß.
Mit harter, starrer Rinde / Hast du dich überdeckt, / Liegst kalt und unbeweglich / Im Sande ausgestreckt.
In deine Decke grab' ich / Mit einem spitzen Stein / Den Namen meiner Liebsten / Und Stund' und Tag hinein:
Den Tag des ersten Grußes, / Den Tag, an dem ich ging; / Um Nam' und Zahlen windet / Sich ein zerbroch'ner Ring.
Mein Herz, in diesem Bache / Erkennst du nun dein Bild? / Ob's unter seiner Rinde / Wohl auch so reißend schwillt?
Στο ποταμι
Συ που κελαρυζες τοσο κεφατα, συ αγριο λαγαρο ποταμι, τι σιωπηλο που 'γινες! Δε μ' αποχαιρετας.
Σκεπαστηκες με μια σκληρη ακαμπτη κρουστα. Μενεις κρυο κι ακινητο, απλωμενο πανω στην αμμο.
Στο σκεπασμα σου χαραζω με μια κοφτερη πετρα τ' ονομα της πολυαγαπημενης μου και τη μερα και την ωρα:
Τη μερα της γνωριμιας, τη μερα που εφυγα. Γυρω απ' τ' ονομα και τους αριθμους τυλιγεται ενα δαχτυλιδι κομματιασμενο.
Καρδια μου, σ' αυτο το ρυακι αναγνωριζεις λοιπον τη μορφη σου; Μηπως κατω απ' την κρουστα της φουσκωνει ετσι ορμητικα κι αυτη;
09-08 Rückblick
Es brennt mir unter beiden Sohlen, / Tret' ich auch schon auf Eis und Schnee, / Ich möcht' nicht wieder Atem holen, / Bis ich nicht mehr die Türme seh'.
Hab' mich an jeden Stein gestoßen, / So eilt' ich zu der Stadt hinaus; / Die Krähen warfen Bäll' und Schloßen / Auf meinen Hut von jedem Haus.
Wie anders hast du mich empfangen, / Du Stadt der Unbeständigkeit! / An deinen blanken Fenstern sangen / Die Lerch' und Nachtigall im Streit.
Die runden Lindenbäume blühten, / Die klaren Rinnen rauschten hell, / Und ach, zwei Mädchenaugen glühten. - / Da war's gescheh'n um dich, Gesell!
Kommt mir der Tag in die Gedanken, / Möcht' ich noch einmal rückwärts seh'n, / Möcht' ich zurücke wieder wanken, / Vor ihrem Hause stille steh'n.
Αναδρομη
Καιει κατω απ' τις σολες μου κι ας πατω σε παγο και χιονι. Δε θελω να παρω ανασα πριν παψω να βλεπω τους πυργους.
Εφυγα τοσο βιαστικα απ' την πολη που σκονταφτα στην καθε πετρα. Απο καθε σπιτι τα κορακια ριχνανε στο καπελο μου πετριες απο χαλαζια και χιονια.
Ποσο αλλιωτικα με υποδεχτηκες εσυ, πολη της ασταθειας! Στ' αστραφτερα σου παραθυρα οι κορυδαλλοι και τ' αηδονια παραβγαινανε στο τραγουδι.
Ανθιζαν οι στρογγυλες φλαμουριες, τα καθαρια ρυακια κελαρυζαν ζωηρα κι αχ, δυο κοριτσιστικα ματια φλεγονταν - αλλο δεν ηθελες, νεε!
Οταν μου' ρχεται στον νου εκεινη η μερα θελω να κοιταξω πισω μια φορα ακομα, θελω τρικλιζοντας να παω παλι πισω, να σταθω σιωπηλα εμπρος απ' το σπιτι της.
10-14 Der greise Kopf
Der Reif hatt' einen weißen Schein / Mir übers Haar gestreuet; / Da glaubt' ich schon ein Greis zu sein / Und hab' mich sehr gefreuet.
Doch bald ist er hinweggetaut, / Hab' wieder schwarze Haare, / Daß mir's vor meiner Jugend graut - / Wie weit noch bis zur Bahre!
Vom Abendrot zum Morgenlicht / Ward mancher Kopf zum Greise. / Wer glaubt's? und meiner ward es nicht / Auf dieser ganzen Reise!
Το γερικο κεφαλι
Η παχνη σκορπισε πανω στα μαλλια μου μιαν ασπρη γυαλαδα. Τοτε πιστεψα πως ημουν ηδη γερος, και πολυ χαρηκα.
Μα συντομα ελιωσε κι εφυγε κι εχω παλι μαυρα μαλλια που να με πιανει φρικη με τα νιατα μου. Ποσο μακρια ειν' ακομα μεχρι το φερετρο!
Απ' το δειλι ως την αυγη πολλα κεφαλια γερασαν. Ποιος θα το πιστευε πως το δικο μου δεν εγινε σ' ολοκληρο αυτο το ταξιδι!
11-15 Die Krähe
Eine Krähe war mit mir / Aus der Stadt gezogen, / Ist bis heute für und für / Um mein Haupt geflogen.
Krähe, wunderliches Tier, / Willst mich nicht verlassen? / Meinst wohl, bald als Beute hier / Meinen Leib zu fassen?
Nun, es wird nicht weit mehr geh'n / An dem Wanderstabe. / Krähe, laß mich endlich seh'n / Treue bis zum Grabe!
Το κορακι
Απ' την πολη βγηκε μαζι μου ενα κορακι. Μεχρι σημερα πετα συνεχεια πανω απ' το κεφαλι μου.
Κορακι, παραξενο ζωο, δε λες να μ' αφησεις; Σκεφτεσαι λοιπον οπου να 'ναι ν' αρπαξεις το κορμι μου για λεια;
Πια δε θα παει τ' οδοιπορικο μπαστουνι για πολυ ακομα. Κορακι, κανε με να σταθω επιτελους πιστος μεχρι τον ταφο!
12-16 Letzte Hoffnung
Hie und da ist an den Bäumen / Manches bunte Blatt zu seh'n, / Und ich bleibe vor den Bäumen / Oftmals in Gedanken steh'n.
Schaue nach dem einen Blatte, / Hänge meine Hoffnung dran; / Spielt der Wind mit meinem Blatte, / Zitt'r' ich, was ich zittern kann.
Ach, und fällt das Blatt zu Boden, / Fällt mit ihm die Hoffnung ab; / Fall' ich selber mit zu Boden, / Wein' auf meiner Hoffnung Grab.
Τελευταια ελπιδα
Στα δεντρα εδω κι εκει βλεπεις κι απο καποια πολυχρωμα φυλλα. Και καποτε στεκομαι μπροστα στα δεντρα βυθισμενος σε σκεψεις.
Κοιταζω ενα φυλλο κι η ελπιδα μου κρεμεται απ' αυτο. Οταν ο αγερας παιζει με το φυλλο μου τρεμω ολοκληρος.
Αχ, κι οταν το φυλλο πεφτει χαμω πεφτει μαζι κι η ελπιδα. Μαζι πεφτω χαμω κι εγω. Κλαιω πανω στον ταφο της ελπιδας μου.
13-17 Im Dorfe
Es bellen die Hunde, es rasseln die Ketten; / Es schlafen die Menschen in ihren Betten, / Träumen sich manches, was sie nicht haben, / Tun sich im Guten und Argen erlaben;
Und morgen früh ist alles zerflossen. / Je nun, sie haben ihr Teil genossen / Und hoffen, was sie noch übrig ließen, / Doch wieder zu finden auf ihren Kissen.
Bellt mich nur fort, ihr wachen Hunde, / Laßt mich nicht ruh'n in der Schlummerstunde! / Ich bin zu Ende mit allen Träumen - / Was will ich unter den Schläfern säumen?
Στο χωριο
Οι σκυλοι γαυγιζουν χτυπανε οι αλυσιδες οι ανθρωποι κοιμουνται στα κρεβατια τους. Ονειρευονται διαφορα που δεν εχουν, ξανανιωνουν με τα καλα και τα κακα.
Και νωρις το πρωι ολα εχουν διαλυθει. Εστω, απολαυσαν για παρτη τους κι ελπιζουν πως κι ο,τι υπολοιπα αφησαν θα τα ξαναβρουν στα μαξιλαρια τους.
Ενταξει, ξυπνητοι σκυλοι, γαυγιστε με και διωξτε με! Μη μ' αφηνετε να ξαποστασω την ωρα του υπνου! Εχω τελειωσει μ' ολα τα ονειρα. Τι γυρευω με τους κοιμισμενους;
14-18 Der stürmische Morgen
Wie hat der Sturm zerrissen / Des Himmels graues Kleid! / Die Wolkenfetzen flattern / Umher im matten Streit.
Und rote Feuerflammen / Zieh'n zwischen ihnen hin; / Das nenn' ich einen Morgen / So recht nach meinem Sinn!
Mein Herz sieht an dem Himmel / Gemalt sein eig'nes Bild - / Es ist nichts als der Winter, / Der Winter, kalt und wild!
Το πρωινο με καταιγιδα
Πως κομματιασε η καταιγιδα το γαλαζιο φορεμα τ' ουρανου! Τα κουρελια των συννεφων πλαταγιζουνε περα δωθε σε θαμπη αναμπουμπουλα.
Και κοκκινες φλογες περνουν αναμεσα τους. Να ενα πρωινο ακριβως οπως μου παει!
Η καρδια μου βλεπει στον ουρανο ζωγραφισμενη την εικονα της. Ειναι μονο χειμωνας, κρυος κι αγριος χειμωνας!
15-19 Täuschung
Ein Licht tanzt freundlich vor mir her, / Ich folg' ihm nach die Kreuz und Quer; / Ich folg' ihm gern und seh's ihm an, / Daß es verlockt den Wandersmann.
Ach! wer wie ich so elend ist, / Gibt gern sich hin der bunten List, / Die hinter Eis und Nacht und Graus / Ihm weist ein helles, warmes Haus. / Und eine liebe Seele drin. - / Nur Täuschung ist für mich Gewinn!
Απατη
Εμπρος μου ενα φως χορευει φιλικα. Το ακολουθω περα δωθε. Το ακολουθω μ' ευχαριστηση και βλεπω πως μαγευει τον οδοιπορο.
Αχ, οποιος ειναι χαλια σαν εμενα παραδινεται ευκολα στο πολυχρωμο ξεγελασμα που πισω απο παγο και νυχτα και φρικη του δειχνει ενα φωτεινο ζεστο σπιτικο και μεσα μιαν αγαπημενη ψυχη. Μονο απ' την απατη μπορω κατι να εχω.
16-20 Der Wegweiser
Was vermeid' ich denn die Wege, / Wo die ander'n Wand'rer gehn, / Suche mir versteckte Stege / Durch verschneite Felsenhöh'n?
Habe ja doch nichts begangen, / Daß ich Menschen sollte scheu'n, - / Welch ein törichtes Verlangen / Treibt mich in die Wüstenei'n?
Weiser stehen auf den Straßen, / Weisen auf die Städte zu, / Und ich wand're sonder Maßen / Ohne Ruh' und suche Ruh'.
Einen Weiser seh' ich stehen / Unverrückt vor meinem Blick; / Eine Straße muß ich gehen, / Die noch keiner ging zurück.
Ο οδοδεικτης
Μα τι αποφευγω του δρομους που διαβαινουν οι αλλοι οδοιποροι, τι ψαχνω σκεπασμενα περασματα μες απο χιονισμενες βραχοκορφες;
Αφου δεν εκανα τιποτα για να σκιαζομαι τους ανθρωπους. Ποια ολεθρια λαχταρα με σμπρωχνει στις ερημιες;
Στους δρομους εχει δεικτες που δειχνουν στις πολεις. Κι εγω προχωρω στα τυφλα χωρις γαληνη κι αναζητω γαληνη.
Εμπρος μου βλεπω συνεχεια ενα δεικτη που στεκει ακινητος. Πρεπει να παρω ενα δρομο απ' οπου κανεις ποτε δε γυρισε πισω.
17-21 Das Wirtshaus
Auf einen Totenacker hat mich mein Weg gebracht; / Allhier will ich einkehren, hab' ich bei mir gedacht. / Ihr grünen Totenkränze könnt wohl die Zeichen sein, / Die müde Wand'rer laden ins kühle Wirtshaus ein.
Sind denn in diesem Hause die Kammern all' besetzt? / Bin matt zum Niedersinken, bin tödlich schwer verletzt. / O unbarmherz'ge Schenke, doch weisest du mich ab? / Nun weiter denn, nur weiter, mein treuer Wanderstab!
Το πανδοχειο
Ο δρομος μου μ' εφερε σ' ενα χωραφι νεκρων. Εδω να μεινω, σκεφτηκα. Σεις, πρασινα νεκροστεφανα, ταιριαζει να 'στε τα σηματα που προσκαλουν κουρασμενους οδοιπορους στο ψυχρο πανδοχειο.
Μα ειναι ολοι οι θαλαμοι πιασμενοι σ' αυτο το σπιτι; Ειμαι εξαντλημενος, ειμαι πληγωμενος θανασιμα. Ω, ασπλαχνο χανι, ωστε με διωχνεις; Αντε προχωρα λοιπον, προχωρα και μη σταματας πιστο μου μπαστουνι!
18-09 Irrlicht
In die tiefsten Felsengründe / Lockte mich ein Irrlicht hin: / Wie ich einen Ausgang finde, / Liegt nicht schwer mir in dem Sinn.
Bin gewohnt das Irregehen, / 's führt ja jeder Weg zum Ziel: / Uns're Freuden, uns're Wehen, / Alles eines Irrlichts Spiel!
Durch des Bergstroms trock'ne Rinnen / Wind' ich ruhig mich hinab, / Jeder Strom wird's Meer gewinnen, / Jedes Leiden auch sein Grab.
Πλανερο φως
Ενα πλανερο φως με τραβηξε στα πιο βαθια ριζα των βραχων. Το πως θα βγω απο δω δε μου 'ναι δυσκολο να το σκεφτω.
Εχω συνηθισει να προχωρω πλανημενος. Αλλωστε καθε δρομος οδηγει στο σκοπο: Οι χαρες μας, οι πονοι μας, ολα ειναι παιχνιδι απο ενα πλανερο φως!
Μες απ' τα στεγνα αυλακια του βουνισιου ρεματος στριφογυρνω ησυχα προς τα κατω. Καθε ρεμα θα το παρει η θαλασσα και καθε καημο ο ταφος του.
19-10 Rast
Nun merk' ich erst, wie müd' ich bin, / Da ich zur Ruh' mich lege: / Das Wandern hielt mich munter hin / Auf unwirtbarem Wege. / Die Füße frugen nicht nach Rast, / Es war zu kalt zum Stehen; / Der Rücken fühlte keine Last, / Der Sturm half fort mich wehen.
In eines Köhlers engem Haus / Hab' Obdach ich gefunden; / Doch meine Glieder ruh'n nicht aus: / So brennen ihre Wunden. / Auch du, mein Herz, in Kampf und Sturm / So wild und so verwegen, / Fühlst in der Still' erst deinen Wurm / Mit heißem Stich sich regen!
Αναπαυση
Τωρα μονο που ξαπλωνω να ησυχασω βλεπω ποσο κουρασμενος ειμαι. Η πορεια σε τραχια μονοπατια με κραταγε ζωηρο. Τα ποδια δεν αποζητουσαν αναπαυση, παραειχε κρυο για να σταθεις. Η πλατη δεν ενοιωθε βαρος, η καταιγιδα μ' εσπρωχνε κι αυτη μπροστα.
Βρηκα στεγη στο φτωχικο ενος καρβουνιαρη. Ομως τα μελη μου δεν ησυχαζουν. Τοσο καιν οι πληγες τους. Κι εσυ καρδια μου, τοσο αγρια και τοσο αποκοτη στον αγωνα και την καταιγιδα, μονο τωρα στην ησυχια νοιωθεις το σκουληκι σου να ζωντανευει μ' ενα καυτο κεντρι!
20-23 Die Nebensonnen
Drei Sonnen sah ich am Himmel steh'n, / Hab' lang und fest sie angeseh'n; / Und sie auch standen da so stier, / Als wollten sie nicht weg von mir.
Ach, meine Sonnen seid ihr nicht! / Schaut ander'n doch ins Angesicht! / Ja, neulich hatt' ich auch wohl drei; / Nun sind hinab die besten zwei.
Ging nur die dritt' erst hinterdrein! / Im Dunkeln wird mir wohler sein.
Οι παρηλιοι
Τρεις ηλιους ειδα να στεκουν στον ουρανο. Τους κοιταζα πολλη ωρα και σταθερα. Κι αυτοι στεκοταν επισης εκει τοσο επιμονα σαν να μη θελαν να φυγουνε μακρια μου.
Αχ, σεις δεν ειστε οι ηλιοι μου! Αλλους κοιταξτε στο προσωπο! Ναι, βεβαια, πριν απο λιγο ειχα κι εγω τρεις. Τωρα οι δυο καλυτεροι εχουν δυσει.
Να πηγαινε μονο κι ο τριτος απο πισω τους! Στο σκοταδι θα 'μουνα πιο καλα.
21-11 Frühlingstraum
Ich träumte von bunten Blumen, / So wie sie wohl blühen im Mai; / Ich träumte von grünen Wiesen, / Von lustigem Vogelgeschrei.
Und als die Hähne krähten, / Da ward mein Auge wach; / Da war es kalt und finster, / Es schrien die Raben vom Dach.
Doch an den Fensterscheiben, / Wer malte die Blätter da? / Ihr lacht wohl über den Träumer, / Der Blumen im Winter sah?
Ich träumte von Lieb' und Liebe, / Von einer schönen Maid, / Von Herzen und von Küssen, / Von Wonne und Seligkeit.
Und als die Hähne krähten, / Da ward mein Herze wach; / Nun sitz ich hier alleine / Und denke dem Traume nach.
Die Augen schließ' ich wieder, / Noch schlägt das Herz so warm. / Wann grünt ihr Blätter am Fenster? / Wann halt' ich mein Liebchen im Arm?
Ονειρο ανοιξης
Ονειρευτηκα πολυχρωμα λουλουδια, σαν αυτα που ανθιζουν το Μαη. Ονειρευτηκα πρασινα λιβαδια, χαρουμενα τιτιβισματα.
Κι οταν λαλησαν τα κοκορια τα ματια μου ανοιξαν. Ηταν κρυα και σκοτεινα, απ' τη στεγη κρωαζανε τα κορακια.
Μα κει στα παραθυρα ποιος ζωγραφισε τουτα τα φυλλα; Γελατε βεβαια για τον ονειροπολο που εβλεπε το χειμωνα λουλουδια;
Ονειρευτηκα αγαπες κι αγαπη, μια ομορφη κοπελα, καρδιες και φιλια, θαλπωρη κι ευτυχια.
Κι οταν λαλησαν τα κοκορια η καρδια μου ξυπνησε. Και τωρα βρισκομαι δω μοναχος κι αναπολω τ' ονειρο.
Κλεινω παλι τα ματια. Η καρδια χτυπα ακομα τοσο ζεστα. Ποτε θα πρασινισετε, φυλλα στο παραθυρο; Ποτε θα κρατησω την αγαπουλα μου αγκαλια;
22-12 Einsamkeit
Wie eine trübe Wolke / Durch heit're Lüfte geht, / Wenn in der Tanne Wipfel / Ein mattes Lüftchen weht:
So zieh ich meine Straße / Dahin mit trägem Fuß, / Durch helles, frohes Leben, / Einsam und ohne Gruß.
Ach, daß die Luft so ruhig! / Ach, daß die Welt so licht! / Als noch die Stürme tobten, / War ich so elend nicht.
Μοναξια
Οπως ενα θολο συννεφο που προχωρα μες στον αιθριο ουρανο οταν στις κορφες των ελατων φυσα ενα μαλακο αερακι,
Ετσι τραβω τον δρομο μου με ποδια βαρια μες απο χαρουμενη, φωτεινη ζωη μοναχος κι αχαιρετιστος.
Αχ, ποσο ησυχος ο αερας! Αχ, ποσο αναλαφρος ο κοσμος! Οταν μανιαζαν οι καταιγιδες δεν ημουνα τετοιο χαλι.
23-22 Mut!
Fliegt der Schnee mir ins Gesicht, / Schüttl' ich ihn herunter. / Wenn mein Herz im Busen spricht, / Sing' ich hell und munter.
Höre nicht, was es mir sagt, / Habe keine Ohren; / Fühle nicht, was es mir klagt, / Klagen ist für Toren.
Lustig in die Welt hinein / Gegen Wind und Wetter! / Will kein Gott auf Erden sein, / Sind wir selber Götter!
Θαρρος!
Οταν το χιονι μου πεταγεται καταπροσωπο, το τιναζω χαμω. Οταν η καρδια μου μιλα μες στο στηθος τραγουδω ζωηρα και με φωνη καμπανα.
Δεν ακουω τι μου λεει, δεν εχω αυτια. Δε νοιωθω τι θρηνει, οι θρηνοι ειναι για τα ψωνια.
Εμπρος για τον κοσμο κεφατοι κοντρα σ' αγερες και σε καιρους! Αφου κανενας θεος δεν ειναι πανω στη γη, ειμαστε μεις οι ιδιοι θεοι!
24-24 Der Leiermann
Drüben hinterm Dorfe / Steht ein Leiermann / Und mit starren Fingern / Dreht er was er kann.
Barfuß auf dem Eise / Wankt er hin und her / Und sein kleiner Teller / Bleibt ihm immer leer.
Keiner mag ihn hören / Keiner sieht ihn an / Und die Hunde knurren / Um den alten Mann.
Und er läßt es gehen / Alles wie es will / Dreht und seine Leier / Steht ihm nimmer still.
Wunderlicher Alter / Soll ich mit dir gehn? / Willst zu meinen Liedern / Deine Leier drehn?
Ο οργανιστας
Περα πισω απ' το χωριο ειν' ενας οργανιστας και με παγωμενα δαχτυλα παιζει οτι μπορει.
Ξυπολυτος στον παγο τρικλιζει περα δωθε και το πιατακι του μενει παντα αδειο.
Κανεις δε θελει να τον ακουει, κανενας δεν τον κοιτα κι οι σκυλοι γρυλλιζουν τριγυρω στο γερο.
Κι αυτος αφηνει ολα να παιρνουν το δρομο τους οπως το θελουν, παιζει και τ' οργανακι του δεν σωπαινει ποτε.
Παραξενε γερο, να 'ρθω μαζι σου; Θελεις για τα τραγουδια μου να παιζεις τ' οργανακι σου;