Κοπωση

Ομιλια στην ημεριδα της Ελληνικης Εταιρειας Φαινομενολογικης Αναλυσης και Ψυχοθεραπειας "Η εμπειρια του Αλλου στον συγχρονο κοσμο και στην ψυχοθεραπεια", Δεκεμβριος 2010, Αθηνα.





Σιδηρα Παρθενος
Κοπωση
αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ᾽ ἄλλοτ᾽ ἐξάλλαξενομως ο χρονος της ζωης, στις κυλιομενες μερες, αλλαζει αλλοτε αλλαΠινδαρος, 3ος Ισθμιονικος, 30

Εισαγωγη

Στην ψυχοθεραπεια, οταν ακουμε το "κουραστηκα", το "ειμαι κουρασμενος", συνηθως, και ακολουθωντας τα οσα μαθαμε στην εκπαιδευση μας, κανουμε κατευθειαν μια συνδεση η οποια λιγο-πολυ λεει κατι σαν "κοπωση = καταθλιψη".

Σημερα δεν θα παρακαμψουμε την κοπωση, αλλα θα επιδιωξουμε να την προσεξουμε. Οσο γνωριζω, η ψυχολογικη και ψυχιατρικη βιβλιογραφια δεν μας βοηθαει, γιατι ακριβως προσπερνα την κοπωση και ασχολειται με την ενταξη της σε ενα διαγνωστικο, η αλλο μοντελο. Θα σας παρουσιασω εναν λογοτεχνη, τον αυστριακο Peter Handke, αποσπασματα απο ενα μικρο βιβλιο του που στην ελληνικη μεταφραση εχει τον τιτλο "Περι κοπωσεως". "Δοκιμιο για την κοπωση" θα ηταν ισως μια πιο πιστη μεταφραση του γερμανικου.

Γραφει ο Handke: Θελω να αφηγηθω τις διαφορετικες εικονες του κοσμου στις διαφορες κοπωσεις. Σημειωνω οτι εδω η κοπωση δεν νοειται ως εσωτερικο, ψυχικο συναισθημα, αλλα ως ονομα μιας εικονας του κοσμου. Και, για να μην φευγουμε απο το θεμα της διημεριδας, σε καθε προσβολη απο την κοπωση ο κοσμος γινεται ενας Αλλος. Ομως ο αλλος κοσμος υποδηλωνει μια αλλαγη, στην οποια συμμετεχει πλεον και ο ιδιος ο εαυτος. Το Αλλο δεν βρισκεται απεναντι του αλλα ειναι τοπος, στον οποιο εχει μετοικησει καθε φορα και ο εαυτος, και, με τον ενα η τον αλλο τροπο, εχει γινει εν-τοπιος.

Μια και μιλαμε για εικονες, μια ιστορια απο την Κινα:

Ενας γερος ζωγραφος εδειξε στους φιλους του τον νεο του πινακα. Σ' αυτον ηταν ζωγραφισμενο ενα παρκο, ενας στενος δρομος διπλα στο νερο, που κατεληγε εμπρος σε μια μικρη πορτα που οδηγουσε στην πισω εισοδο απο ενα σπιτακι. Ομως οταν οι φιλοι αναζητησαν τον ζωγραφο, αυτος ηταν φευγατος, και μεσα στον πινακα. Εκει περπαταγε στον στενο δρομο προς την πορτα, σταθηκε μπροστα της σιωπηλος, γυρισε, χαμογελασε και χαθηκε στη σχισμη της.

Χαμογελωντας, η με σφιγμενα δοντια, γνωριζοντας το, η οχι, αποδεχομενοι το, η οχι, μπαινουμε παντα στις εικονες που μας συντυχαινουν.

Και τωρα στον Handke. Μιλα πρωτα για τις "επιφοβες κοπωσεις", τρεις απο τις οποιες θα ακουσουμε: Μια κοπωση απο τα παιδικα χρονια, την "μοναχικη κοπωση" και την "ζευγαρικη κοπωση". Κατοπιν μιλα για τις "καλες" και τις "υστατες" κοπωσεις, σε μια απο τις οποιες θα σταθουμε περισσοτερο. Ενδιαμεσα παρεμβαλλονται συντομα σχολια μου.

Επιφοβες κοπωσεις

Στα παιδικα χρονια

Χριστουγεννα. Το παιδι με τους δικους του στην εκκλησια. Κοπωση που σε χαλαει, που ειναι αρρωστια και βασανο.

[8] Οπως υπαρχουν αρρωστιες που τις αποκαλουμε "απαισιες" η "κακες", ετσι αυτη η κοπωση ηταν ενα απαισιο και κακο βασανο. Συνιστατο στο οτι παραμορφωνε τοσο το περιβαλλον - το εκκλησιαστηριο σε τσοχινες και δερματινες κουκλες που σε στριμωχναν, την Αγια Τραπεζα και τ' αστραφτερα μπιχλιμπιδια της καπου στο βαθος σε τοπο βασανιστηριων … - οσο και το ιδιο το παιδι, το αρρωστο απο κοπωση, σε μια γκροτεσκα φιγουρα με κεφαλι ελεφαντα, τοσο βαρυ, με ματια τοσο στεγνα, με δερμα τοσο χοντρο και πρησμενο... αυτη η διαφορετικη αισθηση του κρυου που δημιουργει η κοπωση σε καποιον, κλεινοντας τον μεσα της σαν τη Σιδηρα Παρθενο …

Το εκκλησιαστηριο, η Αγια Τραπεζα παραμορφωνονται, γινονται Αλλα. Μαζι γινεται και το παιδι ενας Αλλος. Τα δυο πηγαινουν παντα μαζι, με μια αφανη αρμονια. Γραφει ο Σεφερης στους "Αργοναυτες":

Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς / με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης / με τ' αυλάκι του τιμονιού / με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.

Και ο ελβετος λογοτεχνης Gerold Späth στην "Commedia":

Το χαρισματικο χερι ανασυρει το πραγμα μεσα απο αυτο το ιδιο και το φτιαχνει, ενω το πραγμα, που μ’ αυτον τον τροπο προκυπτει, προσαρμοζεται στο χερι και το χερι προσαρμοζεται κι αυτο, κι ακομη καποτε τα πραγματα μεταβαλλουν κι εκεινα τα χερια απο τα οποια αργοτερα περνουν.

Δεν το βλεπει, αυτος που κλεινεται στο καστρο μιας ταυτοτητας και εμμενει στην σταθεροτητα και στη μονιμοτητα της υποστασης του εν μεσω των αλλαγων.

Παρακατω στο κειμενο μας: αισθημα ενοχης γιατι χαλασε τη γιορτη στους δικους του. Η κοπωση γινεται οξυς πονος.

Παλι αποτυχαινεις στην κοινωνια. Κι απο πανω ενα ατσαλινο στεφανι στους κροταφους, κι απο πανω μια αφαιμαξη απο την καρδια.

Η Σιδηρα Παρθενος ειναι μια κουφια κουκλα σε ανθρωπινο μεγεθος με ξυλινο, η μεταλλικο σωμα. Θρυλειται πως τον Μεσαιωνα χρησιμοποιηθηκε για βασανιστηρια και εκτελεσεις. Μπροστα ειχε μια πορτα και απο μεσα μια επενδυση με καρφια η λογχες, ωστε οταν κανεις συρονταν μεσα κι η πορτα εκλεινε, χωνοταν στο σωμα του.

Τωρα η αγκαλια της Παναγιας δεν ζεσταινει. Για τον ενοχο και καταδικασμενο ειναι κρυα, με την κρυαδα της στυγνης, αμειλικτης τιμωρου. Στο παιδι η Σιδηρα Παρθενος επανερχεται ως οξυς πονος ... ατσαλινο στεφανι στους κροταφους … αφαιμαξη απο την καρδια.

Η "μοναχικη κοπωση"

Στο φοιτητικο δωματιο.

[12] Δεν υπηρχε περιπτωση να θεωρηθει διεξοδος ο υπνος: καταρχας το ειδος αυτο της κοπωσης προκαλουσε μια παραλυση, απο την οποια δεν μπορουσες συνηθως ουτε να λυγισεις το μικρο δαχτυλο, σχεδον ουτε να σαλεψεις το ματοκλαδο σου. Ακομα και η ανασα εμοιαζε πνιγμενη, τοσο που ενιωθες πετρωμενος ως τα μυχια της καρδιας σου, μεταμορφωμενος σ' ενα αγαλμα της κοπωσης … (η αϋπνια) παραμορφωνει στο τελος για τον αϋπνο ακομα και την εικονα του κοσμου, τοσο, που αθελα του βλεπει πια την υπαρξη την ιδια σαν δυστυχια, θεωρει καθε πραξη ασκοπη και καθε ερωτα γελοιο. Και ... ο αϋπνος μενει ξαπλωμενος ως το αχνο φως του πρωινου, που σημαινει γι' αυτον καταρα, κουβαλωντας επανω του, μεσα στην κολαση της αϋπνιας του, ολοκληρη την εκτροχιασμενη ανθρωποτητα που ξεπεσε σε λαθος πλανητη … Τα πρωτα πουλια, στο σκοταδι ακομα, αρχη της ανοιξης: ποσο πασχαλινα κατα τα αλλα - ομως τωρα ποσο χλευαστικα, οι τσιριδες τους εισβαλλοντας στο κρεβατι του κελιου, "πα-λι-μια-νυ-χτα-δι-χως-υ-πνο" ... Τα ξεφυσηματα και οι στριγγλιες δυο γατων που τσακωνονται, μεσα στην ακινησια, αρθρωση και φανερωση του κτηνωδους στο κεντρο μεσα του κοσμου μας. Οι στεναγμοι, η οι κραυγες της υποτιθεμενης ηδονης μιας γυναικας, ξεκινωντας αποτομα μεσα σ' εναν ομοια στεκαμενο αερα, σαν, ακριβως πανω στο κρανιο του αϋπνου, με το πατημα ενος κουμπιου να ξεκινησε ενα μηχανημα μαζικης παραγωγης, σαν η ξαφνικη καταπτωση καθε μασκας τρυφεροτητας σ' ολους μας, και η επιστροφη μιας πανικοβλητης εγωμανιας (εδω δεν υπαρχουν ζευγαρια που αγαπιουνται, παρα μοναχα ατομα που για μια φορα ακομα αγαπουν φωναχτα τον εαυτο τους και μονο) …

Κελι, ακινησια της παραλυσης, αποκοπη της επικοινωνιας πανε μαζι, και μαλιστα τοσο ριζικοτερα οσο περισσοτερο τα τοιχωματα του κελιου μαζευονται τοσο που τελικα συμπιπτουν με τα ορια του δερματος, μαλιστα με τα ορια του κρανιου του αϋπνου.

Η μοναξια εδω δεν ειναι ατομικο ζητημα, αλλα κοσμικο: Ακινησια του κοσμου σημαινει πως οτι συμβαινει δεν επικοινωνει, δεν συνομιλει, ειναι μονολογος. Τα παντα ειναι μοναχικα, δηλαδη κλεισμενα στο κελι του εαυτου τους και της αυτιστικης τους δραστηριοτητας, μοναδες διχως παραθυρα (εκφραση του Leibniz) - ο αϋπνος ως αγαλμα της κοπωσης, τα πουλια, οι γατες, ο ερωτικος οργασμος, η εγωμανια.

Η "ζευγαρικη κοπωση"

[15] Εκει που ημασταν ξαπλωμενοι, εκει που στεκομασταν, εκει που καθομασταν, και οι δυο ακομα μαζι αυτονοητα, κι απο τη μια στιγμη στην αλλη χωρια. Μια τετοια στιγμη ηταν παντα στιγμη τρομου, μερικες φορες μαλιστα φρικης, οπως στο πεσιμο: "Μη! Οχι! Οχι!" Αλλα τιποτα δεν βοηθουσε. Ειχαμε ηδη αρχισει και οι δυο να πεφτουμε, ασυγκρατητα, μακρια ο ενας απο τον αλλο, στην αποκλειστικα δικη του κοπωση ο καθενας, οχι στην κοινη κοπωση και των δυο μας, αλλα εγω στη δικη μου εδω κι εσυ στη δικη σου κει περα. Μπορει η κοπωση στην περιπτωση αυτη να μην ηταν παρα ενα αλλο ονομα για την αναισθησια, η την αποξενωση - παντως ηταν η καταλληλη λεξη για να περιγραψει την πιεση που αρχιζε να βαραινει και τα δυο προσωπα. Ακομα και στην περιπτωση που ο χωρος των διαδραματιζομενων ηταν μια κινηματογραφικη αιθουσα μεγαλη και κλιματιζομενη, ενιωθες στεναχωρα και ζεστα: οι σειρες των καθισματων στραβωναν και κουλουριαζονταν. Τα χρωματα στην οθονη επαιρναν μια αποχρωση κιτρινη, σαν το θειαφι, κι υστερα ξεθωριαζαν. Κι οταν αγγιζαμε τυχαια ο ενας τον αλλο, τα χερια μας τραβιοντουσαν αποτομα, σαν να τα ειχε τιναξει ηλεκτρικο ρευμα … Αυτες οι διχοτομες κοπωσεις σ' εκαναν ανικανο να δεις, ανικανο να μιλησεις. Για τιποτα στον κοσμο δε θα μπορουσα να της πω "Μ' εχεις κουρασει". Ουτε καν ενα σκετο "Κουραστηκα!" δεν μπορουσα να ξεστομισω … Τετοιες κοπωσεις εκαναν σταχτη τη δυνατοτητα της ομιλιας μας, μας κατακαιγαν την ψυχη …

Χαρακτηριστικο αυτης, της ζευγαρικης κοπωσης, ειναι η αισθηση μιας ελευθερης πτωσης. Ισως προκειται γι' αυτο το αδιανοητο, οτι ο λεγομενος ανθρωπος μου εξαφνα ειναι ξενος, οπως ο περαστικος στον δρομο, η ο συνεπιβατης μου στο μετρο, ομως μεσα στο κοινο μας, στο δικο μας σπιτι. Το σπιτι δεν ειναι πια σπιτικο αλλα δημοσιος χωρος. Ισως η πτωση που αναφερεται να ειναι η πτωση αυτης της καταρρευσης σπιτιου, σπιτικου και συντροφου. Και το οτι παρολα αυτα το ζευγαρι μενει μαζι, φανταζει αναρμοστο, αρρωστο, στρεβλωση, που παραμορφωνει το περιβαλλον και που κανει ακομα κι ενα τυχαιο αγγιγμα των χεριων ανυποφορο. Και απεναντι σ' ολα αυτα η αφωνια.

Η περιγραφη συνεχιζει:

(Οι εσωτερικα χωρισμενοι αρχιζαν να προξενουν φοβο) ο ενας στον αλλο. Αυτο το ειδος της κοπωσης, που αναγκαζοταν να μενει βουβη, εξωθουσε στη βια. Η βια αυτη ισως να εξωτερικευονταν μοναχα στο βλεμμα, το οποιο παραμορφωνε το ετερο ημισυ, οχι απλως σαν ατομο αλλα και σαν φυλο: μισητο και γελοιο γυναικειο η αντρικο φυλο, με το ξεφωνημενο θηλυκο περπατημα, με τις αδιορθωτες αντρικες ποζες. Αλλοτε παλι η βια εκδηλωνοταν κρυφα, πανω σε κατι τριτο, στο συμπτωματικο ταχα λιωσιμο μιας μυγας, στο αφηρημενο δηθεν μαδημα καποιου λουλουδιου. Εφταναν να προξενησουν πονο ακομα και στον ιδιο τους τον εαυτο, εκεινη δαγκωνοντας τα σφιχτοκλεισμενα της δαχτυλα, εκεινος απλωνοντας το χερι στη φλογα ...

Σε αντιθεση με την ενοχη της παιδικης κοπωσης, με την παραλυση της μοναχικης κοπωσης, εδω υπαρχει ενα ειδος κλειστοφοβιας: Η συνυπαρξη, η συγκατοικηση με το ετερο ημισυ, γινεται ενας ασφυκτικος χωρος που δεν σ' αφηνει να αναπνευσεις. Οι διαφορες συνοδες μορφες της βιας, θα μπορουσαν να ιδωθουν ως αποπειρες αποδρασης απο τον εγκλωβισμο - αποπειρες αποδρασης σε λαθος χρονο και με λαθος τροπο.

Θα ηταν ισως ενδιαφερον να προσεχθει κατα ποσο γενικοτερα η κλειστοφοβια ανηκει στην κατασταση μιας αποξενωσης και αποπροσωποποιησης, σαν αυτης που συμβαινει στη "ζευγαρικη κοπωση".

Οι καλες κοπωσεις

Ο συγγραφεας βρισκεται στην Ισπανια και ανακαλει μια μερα στο Σεντραλ Παρκ, στο Μανχαταν, μετα απο συνεχομενες πτησεις με καθυστερησεις και με αναμονες: νυχτα Ανκορατζ, Αλασκα - χαραματα με χιονια Εντμοντον, Καναδα - πρωι Σικαγο - απογεμα Νεα Υορκη.

Εδω δεν θα σχολιασω. Θα ακουσουμε αυτα που ακολουθουν. Το κλιμα τους θα μπορουσε να ειναι και το κλιμα ενος χωρου θεραπευτικης συναντησης.

[50] Βρεθηκα επιτελους στο ξενοδοχειο και ηθελα να κοιμηθω αμεσως, ημουν σαν αρρωστος - αποκομμενος απο τον κοσμο - μετα απο τη νυχτα χωρις υπνο, αερα και κινηση. Ομως τοτε ειδα κατω τους δρομους στο Σεντραλ Παρκ, τον απομακρο ηλιο των αρχων του φθινοπωρου, στον οποιο μεσα, οπως μου φανηκε, ο κοσμος περναγε γιορτινα, και, με την αισθηση οτι στο δωματιο κατι θα εχανα, κατι με τραβηξε εξω σ' αυτους. Καθησα σ' ενα καφε εξω στον ηλιο, κοντα στη βουη και στα καυσαερια, παραζαλισμενος ακομα, μαλιστα εχοντας περιελθει εσωτερικα σε ενα αγχωτικο σκαμπανεβασμα απο την ξαγρυπνια μου. Μα τοτε, δεν ξερω πια πως, αργα;, η παλι σταδιακα; η μεταμορφωση … μεσα μου (η πιεση) υποχωρουσε δινοντας τη θεση της στην κοπωση. Η κοπωση αυτη ειχε κατι απο αναρρωση. Δεν λεμε "παλευω με την κουραση"; Αυτη η παλη ειχε τερματιστει. Η κοπωση ηταν πλεον φιλη μου. Ημουν εκει, στον κοσμο, και μαλιστα στο κεντρο του κοσμου - κι οχι επειδη επροκειτο για το Μανχαταν. Αλλα προστεθηκαν και καποια ακομη, πολλα, το ενα πιο αγαπητο απο το αλλο. Ως αργα το βραδυ δεν εκανα τιποτα αλλο απο το να καθομαι και να κοιταζω. Ηταν σαν να μην χρειαζονταν καν ν' ανασαινω. Ουτε φανταχτερες, σπουδαιοφανεις αναπνευστικες ασκησεις, η στασεις γιογκα: Καθεσαι κι ανασαινεις στο φως της κοπωσης, τωρα, χωρις αυτο να γινεται θεμα, σωστα. Συνεχως περνουσαν απο μπροστα μου πολλες, ξαφνικα πανεμορφες γυναικες - μια ομορφια που καποιες φορες μου υγραινε τα ματια - κι ολες τους με αντιλαμβανονταν καθως περνουσαν: τους ημουν θεμα. (Παραξενο που προπαντων οι ομορφες γυναικες προσεχαν αυτο το βλεμμα της κοπωσης, οπως και μερικοι ηλικιωμενοι αντρες και τα παιδια.) Αλλα ουτε κατα διανοια δεν θα προχωρουσαμε, μια απ' αυτες κι εγω, περισσοτερο. Δεν ηθελα τιποτα απ' αυτες, μου αρκουσε που μπορουσα επιτελους να τις κοιτω ετσι. Και ηταν πραγματι το βλεμμα ενος καλου παρατηρητη, σ' ενα παιχνιδι που δεν μπορει να πετυχει, παρα μονο οταν ενας τουλαχιστον τετοιος παρατηρητης συμμετεχει. Το βλεμμα αυτου του κουρασμενου ηταν δραση, εκανε κατι, επενεβαινε: οι ηθοποιοι του εργου γινοταν χαρη σ' αυτο ακομα καλυτεροι, ακομα ωραιοτεροι - για παραδειγμα εχοντας, εμπρος σ' αυτα τα ματια, περισσοτερο χρονο. Αυτο το αργο παιχνιδισμα των βλεφαρων τους κατακυρωνε - τους εδινε ολο τους το κυρος. Σ' αυτον που κοιταζε με τετοιον τροπο, απο την κοπωση, σαν απο θαυμα, αφαιρεθηκε το εγω-εαυτος, που παντα δημιουργει ταραχη: επεσαν απο πανω του ολες οι αλλες στρεβλωσεις, οι συνηθειες, τα τικ και οι ρυτιδες της εγνοιας, δεν εμεινε πια τιποτα περα απο τα κουρασμενα ματια ... Κι επειτα: η θεαση, που αποποιηθηκε τον εαυτο της, εγινε ενεργη πολυ περα απο τις ομορφες περαστικες, συμπεριελαβε στο δικο της κεντρο του κοσμου καθε ζωη και καθε κινηση. Η κοπωση διαχωριζε - ενας διαχωρισμος που δεν διαμελιζε αλλα εκανε αναγνωρισιμο - τον συνηθισμενο συρφετο μεταρρυθμιζοντας τον στην ευεργεσια της μορφης - μορφη, οσο εφτανε το ματι - ο μεγαλος οριζοντας της κοπωσης.

Ακομα και οι σκηνες βιας, οι συγκρουσεις, οι κραυγες σαν ευεργετικες μορφες μεσα στον μεγαλο οριζοντα;

Μιλω εδω για την κοπωση σε καιρο ειρηνης, στα μεσοδιαστηματα. Και σ' εκεινες τις ωρες υπηρχε ειρηνη, και στο Σεντραλ Παρκ. Και το εκπληκτικο ειναι πως η κοπωση μου εκει εμοιαζε να συντελει στην προσκαιρη ειρηνη, καθως το βλεμμα της καθε φορα ηρεμουσε; μαλακωνε; - αφοπλιζε εκφρασεις της βιας, της εριδας, η και μονο καποιας αγενειας ηδη στο ξεκινημα τους...

[54] Εβλεπα, κι αυτο ηταν στον αλλον αντιληπτο, μαζι του συναμα το θεμα του: το δεντρο, κατω απο το οποιο τωρα ακριβως περπατουσε, το βιβλιο που κρατουσε στο χερι, το φως στο οποιο βρισκοταν, ακομα κι αν ηταν το τεχνητο φως ενος μαγαζιου, τον γερο μαγκα με το ανοιχτοχρωμο κουστουμι και το γαρυφαλλο του στο χερι, τον ταξιδιωτη με το φορτιο των αποσκευων του, τον γιγαντα μαζι με το αορατο παιδι του στους ωμους. Εμενα τον ιδιο μαζι με τα φυλλα που παρεσυρε ο αερας απο το παρκο. Τον καθενα μας, με τον ουρανο υπερανω της κεφαλης του.

Και αν τετοιο θεμα δεν υπηρχε;

Τοτε τα δημιουργουσε η κοπωση μου, κι ο αλλος, που ως τη στιγμη εκεινη περιπλανιοταν χαμενος σ' ενα κενο, απο τη μια στιγμη στην αλλη αισθανοταν τριγυρω του την αυρα του θεματος του. -

Κι ακομα: Εκεινη η κοπωση τακτοποιουσε τις χιλιαδες ασχετες μεταξυ τους σκηνες που διαδραματιζονταν περα δωθε εμπρος μου σε μια συνεχεια. Η καθε μια υπεισερχονταν μεσα μου σαν το ακριβως εδω ταιριαστο κομματι μιας - θαυμαστα λεπτεπιλεπτης, αραχνοϋφαντης - αφηγησης. Και μαλιστα τα διαδραματιζομενα αφηγουνταν τον ιδιο τον εαυτο τους, χωρις μεσολαβηση των λεξεων. Χαρη στην κοπωση μου ο κοσμος απαλασσονταν απο τα ονοματα του και μεγαλωνε...

[56] … ο κοσμος αφηγειται, σε σιωπη, χωρις καθολου λεξεις, τον εαυτο του, σ' εμενα τον ιδιο, σ' εμενα οπως και στον γκριζομαλλη παρατηρητη διπλα μου και στη γκομεναρα εκει που περνα συναμενη κουναμενη. Ολα τα ειρηνικα συμβαντα ηταν συναμα και αφηγηση, κι αυτη, σε αντιθεση με τις μαχες και τους πολεμους, που θα χρειαζοταν καταρχην καποιον βαρδο, η χρονικογραφο, στα κουρασμενα ματια μου συναρθρωνονταν απο μονη της σε επος, κι ακομα, οπως μου φανηκε, σε κατι ιδανικο: Οι εικονες του φευγαλεου κοσμου κλειδωναν, η μια και η αλλη, και παιρναν μορφη.

Ιδανικο;

Ναι, ιδανικο: γιατι εκει ολα γινοταν με τον σωστο τροπο, και συνεβαιναν πραγματα ξανα και ξανα, και τιποτα δεν ηταν υπερβολικα πολυ, τιποτα υπερβολικα λιγο - ολα, οπως αρμοζει σ' ενα επος. Κοσμος που αφηγειται τον εαυτο του ως ιστορια του ανθρωπου που αφηγειται τον εαυτο της ετσι οπως θα μπορουσε να ειναι. Ουτοπικο; Διαβασα εδω περα σε μια αφισα: "La utopia non existe", που μεταφρασμενο θα πει: Ο μη-τοπος δεν υπαρχει. Σκεψου το λιγο, και η παγκοσμια ιστορια αρχιζει να στροβιλιζεται. Η τοτε ουτοπικη μου κοπωση παντως παρειχε εναν τοπο, αυτον τον ενα τουλαχιστον. Εκει ειχα αισθηση του τοπου πολυ περισσοτερο απο ποτε αλλοτε. Λες και στην κοπωση μου ειχα παρει τη μυρωδια του τοπου, παρολο που μολις ειχα φτασει, σαν να 'μουν εκει απο παντα. - Και, στις παρομοιες κοπωσεις, τον τοπο εκεινο τον ακολουθησαν κι αλλοι τα επομενα χρονια. Εντυπωσιακο οτι τοτε συχνα ξενοι χαιρετουσαν εμενα τον ξενο γιατι τους φαινομουν γνωστος, η απλα ετσι...

[68] Την ωρα της υστατης κοπωσης … ο χρονος αυτος ειναι ταυτοχρονα και χωρος, και αυτος ο χωροχρονος ειναι μαζι και η ιστορια. Αυτο που ειναι, συναμα γινεται. Το αλλο γινεται ταυτοχρονα εγω. Τα δυο παιδια εκει περα, κατω απο το κουρασμενο μου βλεμμα, ειμαι τωρα εγω ο ιδιος. Κι ο τροπος με τον οποιο η μεγαλυτερη αδελφη σερνει τον αδελφο της μεσα απο το μαγαζι εχει πια νοημα κι εχει μια αξια και τιποτα δεν ειναι πολυτιμοτερο απο κατι αλλο - η βροχη που πεφτει πανω στον σφυγμο του κουρασμενου εχει την ιδια αξια με το θεαμα του διαβατη απο την αλλη μερια του ποταμου, και ειναι καλα και ομορφα, κι ετσι πρεπει να ειναι και ειναι, προπαντων, αληθεια. Οπως η αδελφη, εγω, που πιανει απο τη μεση τον αδελφο, εμενα, ειναι αληθεια. Και στο κουρασμενο βλεμμα το σχετικο εμφανιζεται απολυτο, και το μερος σαν ολο...

Εχω μια εικονα για το "ολα σε ενα": εκεινες τις νεκρες φυσεις με τα λουλουδια απο τον δεκατο εβδομο αιωνα, κατα κανονα απο τις Κατω Χωρες, οπου στα ανθη καθεται, σαν να 'ταν αληθινο, εδω ενα ζουζουνι, εδω ενα σαλιγκαρι, εκει μια μελισσα, εκει μια πεταλουδα και, παρολο που κανενα ισως δεν εχει ιδεα για την παρουσια του αλλου, προς στιγμη, στη δικη μου στιγμη, ολα γειτονευουνε μεταξυ τους.

François L’Anglois, Livre des Fleurs

[72] Οι υψιστες κοπωσεις μου, μου φανηκαν παντοτε και ως κοπωσεις ολων μας … Η κοπωση σκιαγραφει επανω στον αλλο, ακομα κι αν δεν γνωριζω γι' αυτον τιποτα, την ιστορια του … Στον ιδανικα κουρασμενο "συμβαινει φαντασια", ομως μια αλλη απ' αυτην καπου των κοιμωμενων στη Βιβλο, η στην Οδυσσεια, που εχουν προσωπα: χωρις προσωπα: του δειχνει αυτα που ειναι...

Η εμπνευση της κοπωσης λεει λιγοτερο τι εχεις να κανεις και περισσοτερο τι μπορεις να αφησεις. Κοπωση: ο αγγελος που αγγιζει το δαχτυλο εκεινου του ενος βασιλια που ονειρευεται, ενω οι αλλοι βασιλιαδες συνεχιζουν να κοιμουνται ανονειρευτα. Υγιης κοπωση - ηδη αυτη και μονο, η ξεκουραση. Ενας καποιος κουρασμενος ως αλλος Ορφεας, που γυρω του συγκεντρωνονται τα πιο αγρια ζωα κι επιτελους μπορουνε να ειναι συν-κουρασμενα. Στα σκορπια μεμονωμενα οντα η κοπωση δινει τον ρυθμο. Ο Φιλιπ Μαρλοου - ιδιωτικος ντετεκτιβ ακομα - στη λυση των υποθεσεων του γινοταν ολο και καλυτερος και οξυδερκεστερος οσο μεγαλωνε ο αριθμος απο τις αγρυπνες νυχτες του. Ο κουρασμενος Οδυσσεας κερδισε την αγαπη της Ναυσικας. Η κοπωση σε ξανανιωνει, σε κανει νεο οπως δεν ησουν ποτε. Η κοπωση ως το πλεονασμα του λιγοτερο εγω. Στην ησυχια της, στην ησυχια της κοπωσης, ολα γινονται εκπληκτικα - ποσο εκπληκτικο πραγματι το χαρτινο δεμα που κουβαλαει κατω απο τη μασχαλη του ο εκπληκτικα ανετος αντρας εκει, κατηφοριζοντας την εκπληκτικα ησυχη οδο Θαλλε Θερβαντες! ...

Ωραια και καλα: … Μα πως καταφερνει κανεις να φτασει σε τετοιες κοπωσεις; Να μενεις τεχνητα ξυπνητος; Να κανεις διηπειρωτικες πτησεις; Υποχρεωτικες πορειες; Εναν ηρακλειο αθλο; Να προβαρεις τον θανατο; …

Δεν εχω συνταγη, ουτε για εμενα τον ιδιο. Ξερω απλα: Τετοιες κοπωσεις δεν σχεδιαζονται, δεν μπορουν απο τα πριν να ειναι ο σκοπος. Ομως ξερω επισης οτι ποτε δεν σε βρισκουν απο το τιποτα, αλλα παντα μετα απο κατι βαρυ, σε μεταβατικες περιοδους, σε μια υπερβαση...