Ο Heidegger μιλά για το άγχος ρητά κυρίως στα εξής κείμενα: "Sein und Zeit" ("Είναι και Χρόνος", 1927) §40, §68β, "Was ist Metaphysik?" ("Τι είναι Μεταφυσικη;", 1929), "Nachwort zu 'Was ist Metaphysik?'" ("Επίλογος στο 'Τι είναι Μεταφυσική;'",1943).
Όμως μια συνοπτική παρουσίαση των παραπάνω διόλου δεν θα εξαντλούσε το εύρος αυτού το οποίο στην νόηση του Heidegger συζητείται υπό το όνομα "Angst" ("Άγχος"). Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι το άγχος συνιστά ορόσημο στην μετάβαση προς ό,τι ο Heidegger ονομάζει der andere Anfang, η άλλη απαρχή. Αναφορές συγγενικές προς το άγχος υπάρχουν σε λέξεις του όπως Furcht, τρόμος, Abgrund, άβυσσος: Gefahr, κίνδυνος.
Η πολυσήμαντη εμπειρία, η οποία αρχικά λέγεται με το όνομα του άγχους, σε διαφορετικές εποχές, μέσα από διαφορετικούς δρόμους της σκέψης του, απαντάται στα ονόματα Transzendenz, υπέρβαση, Untergang, χαμός, Verzicht, παραίτηση.
Εδώ συμβαίνει κάποτε ένα άλμα, Sprung, μια τροπή, Kehre, προς την άλλη νόηση, das andere Denken. Οι λέξεις της είναι: Το Μηδέν, Nichts, το οποίο συμπίπτει με το Είναι, Sein, η οντολογική διαφορά, die ontologische Differenz, η α-λήθεια, die Unverborgenheit, το Μεταξύ, das Zwischen, η Διάκριση, der Unterschied, το Ανοικτό, das Offene, το Διαυγές, die Lichtung, το Τετράπτυχο, das Geviert, το Συμβάν, das Ereignis, όπου το άγχος μεταλλάσσεται καθαυτό έτσι ώστε, τελικά, να συμπίπτει με την αιδώ, Scheu, την ευφορία, Heiterkeit. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε επαρκώς για το άγχος στον Heidegger δίχως να λάβουμε υπόψη μας την συνόλη του νόηση - και πάλι, μιλώντας για μια καίρια λέξη του Heidegger, όπως εδώ για το άγχος, μιλούμε αναπόφευκτα για την συνόλη του νόηση.
Και πώς μπορούμε να μιλήσουμε για το άγχος στον Heidegger εμείς, στην γλώσσα μας; Βέβαια προϋποτίθεται η μετάφραση των λέξεων και των νοημάτων του στα ελληνικά. Όμως ο λόγος του Heidegger είναι βαθειά ριζωμένος στην γερμανική γλώσσα. Η απόπειρα της μετάφρασής του είναι μια υπόθεση άχαρη. Όσο πιστότερη φιλοδοξεί να είναι, προ πάντων στα κρίσιμα σημεία, τόσο μεγαλύτερη βία ασκεί επάνω στην μεταφράζουσα γλώσσα. Και όμως, μπορώ να πω από την δική μου πείρα, αυτή η αποτυχία άνοιξε έναν δρόμο. Ως έλληνόφωνο με ανάγκασε να εγκαταλείψω κατά έναν τρόπο τον Heidegger και να τον ξαναβρώ ως ένα, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Paul Celan, "μιλητό εσύ", ένα εσύ στο οποίο κανείς κάποτε μπορεί να μιλήσει, με το οποίο κανείς κάποτε μπορεί να συνομιλήσει.
Η προκείμενη λέξη του Heidegger είναι: Angst. Ο Γιάννης Τζαβάρας, στην μετάφρασή του του "Είναι και Χρόνος", την αποδίδει ως "αγωνία". Προτιμώ να την μεταφράσω με "άγχος", όπως άλλωστε έχει καθιερωθεί στον χώρο της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας.
Ο χώρος αυτός δεν έχει καμιά παράδοση στην ελληνική γλώσσα. Υφίσταται εν πολλοίς παρασιτικά, μέσα από την άκριτη μετάφραση της ευρωπαϊκής και αγγλοσαξωνικής ορολογίας και την ασυλλόγιστη ανάληψη του σκεπτικού της. Ήδη αυτό απαιτεί από μας ν' αναλογιστούμε την λέξη Angst και το λεγόμενό της εκ νέου, αυτήν τη φορά μέσα από τον λόγο της ελληνικής γλώσσας.
Οι λέξεις Angst και άγχος έχουν πιθανώς κοινή ετυμολογική ρίζα, το αρχαίο ελληνικό ΑΓΧΙ, ΑΓΧΟΥ. Οπωσδήποτε το ΑΓΧΙ ανήκει στην ίδια ρίζα με την και σήμερα ακόμη καθομιλούμενη λέξη "αγχιστεία", αλλά και με την "αγχόνη". Τι μας λένε αυτές οι αναφορές για το άγχος; Είναι ένα ερώτημα. Την απάντηση δεν την έχουμε έτοιμη. Στην "οικογενειακή ομοιότητα", για να χρησιμοποιήσω ίσως αυθαίρετα μια έκφραση του Wittgenstein, άγχος-αγχιστεία-αγχόνη ανήκουμε όλοι όσοι έχουμε μητρική γλώσσα την ελληνική, και πάλι αυτή η συγγένεια μας είναι ξένη. Αν τούτο μας κάνει ανήσυχους, τότε το άγχος, σαν λέξη ελληνική που την λέμε δίχως να ξέρουμε τι λέμε, γίνεται, με μια έκφραση του Heidegger, άξιο ερωτήματος.
Τι εννοούμε όταν λέμε "άγχος"; Αυτό που λέει ο κόσμος; Αυτό που διαλογίζεται η φιλοσοφία; Αυτό που παρασταίνει η ψυχολογία και η ψυχιατρική; Αυτό που διαπιστώνει η νευρο-φυσιολογία; Το άγχος παρασταίνεται ως ψυχικό αίσθημα, ως απόρροια της σύγχρονης υπαρξιακής ανεστιότητας του ανθρώπου, ως κίνδυνος διάσπασης των αμυντικών μηχανισμών στο "ψυχικό όργανο", ως έλλειψη του γάμμα-αμινο-βουτυρικού οξέως στις νευρικές συνάψεις.
Παντού εδώ, ρητά ή άρρητα, ξεκινούμε από την ερώτηση "Τι είναι το άγχος;" και απαντούμε με την διατύπωση ενός ορισμού του.
Και τι θα πει "ορισμός"; Από τον Αριστοτέλη και έκτοτε σ' έναν ορισμό παρατίθενται, όπως έχει παραδοθεί στα λατινικά, genus proximum et differentia specificam, το προσήκον γένος και η ειδοποιός διαφορά. Ετσι το άγχος είναι π.χ. αίσθημα (προσήκον γένος) που χαρακτηρίζεται π.χ. από συγκεκριμένα σωματικά συμπτώματα (ειδοποιός διαφορά).
Ο ορισμός του άγχους δεν μένει στο άγχος. Αποδίδεται σ' ένα "γένος", π.χ. "αίσθημα", και διαφοροποιείται ως προς άλλα αισθήματα, π.χ. με κριτήριο τα συνοδά σωματικά του συμπτώματα. Ο ορισμός του άγχους δεν μένει στο άγχος. Το άγχος, ως άγχος, παρακάμπτεται. Ο ορισμός του άγχους υπεκφεύγει το άγχος.
Όμως για τον θεραπευτή οι υπεκφυγές, ακόμα κι αυτές, και προπάντων αυτές, είναι μοιραίες. Διότι ο θεραπευτής συνομιλεί με ανθρώπους για τους οποίους π.χ. το άγχος μπορεί να είναι, ή να γίνει, υπόθεση ζωής και θανάτου. Ο θεραπευτής, για να αρθεί στο ύψος μιας τέτοιας περίστασης, χρειάζεται να βλέπει τα πράγματα καταπρόσωπο. Προς τούτο, όπως ειπώθηκε, οι ψυχολογικές-ψυχιατρικές παραστάσεις του άγχους δεν επαρκούν. Χρειάζεται, αφού αναπόφευκτα περάσει από την ψυχιατρική και την ψυχολογία, να ξεχάσει πως είναι ψυχίατρος και ψυχολόγος και να παραμείνει αληθινός απέναντι σ' έναν άνθρωπο ο οποίος, στην συνομιλία τους, αναζητεί την δική του αλήθεια.
Και πώς μπορούμε να φθάσουμε στο άγχος ως άγχος; Εμείς λέμε, το άγχος είναι αίσθημα, το άγχος είναι σήμα κινδύνου, το άγχος είναι νευροχημική διαταραχή. Παντού εδώ προχωρούμε ένα βήμα περισσότερο απ' όσο χρειάζεται. Πριν απ' όλα το άγχος είναι άγχος. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Πρέπει να παραιτηθούμε από τους ποικίλους ορισμούς του, πρέπει να κάνουμε, με μιαν έκφραση του Heidegger, den Schritt zurück, το βήμα πίσω απ' αυτούς, πρέπει να το εννοήσουμε στην αλήθεια του.
Πού και πότε, είναι το άγχος; Εδώ, σε μια "αγχώδη κατάσταση"; Τώρα, που με πιάνει ένας κόμπος στον λαιμό και ιδρώνω και χτυπά η καρδιά μου και νομίζω πως θα πεθάνω; Όχι! Όλα αυτά γίνονται αισθητά συγκεχυμένα και διάσπαρτα. Πρώτα όταν έρθει το όνομα, το όνομα και όχι η διάγνωση, συλ-λέγονται, συγκεντρώνονται σ' αυτό, καθότι λέγονται ΕΝΙ ΟΝΟΜΑΤΙ, με ένα όνομα: άγχος. Το άγχος είναι όπου και όταν ονομάζεται. Το άγχος είναι εν ονόματί του.
Το άγχος ονομάζεται, και έτσι μόνον είναι. Το Είναι του δεν προκαλείται από τίποτε, από κανέναν "αγχογόνο παράγοντα", από κανένα αίτιο και καμιά κατάσταση. Και ο άνθρωπος δεν "κάνει" άγχος, όπως συχνά λέγεται. Καμιά εξήγηση και καμιά ερμηνεία του άγχους δεν φθάνει ποτέ στο άγχος καθαυτό. Οδηγεί σε κάτι άλλο, μακριά του, και τον άνθρωπο που το έχει μακριά από τον εαυτό του.
Και τι μπορούμε να πούμε, εμείς οι θεραπευτές, εάν δεν διαγνώσουμε και δεν εξηγήσουμε και δεν ερμηνεύσουμε; Υπάρχει τίποτ' άλλο που μπορούμε να κάνουμε; Υπάρχει. Το λέει ο Ηράκλειτος στην αρχή της αποσπασματικά παραδεδομένης γραφής του:
(...) ΦΡΑΖΩΝ [ΕΚΑΣΤΟΝ] ΟΚΩΣ ΕΧΕΙ
Μπορούμε να λέμε τα πράγματα όπως έχουν. Ας δοκιμάσουμε να πούμε το άγχος, όπως έχει.
Λέμε: Έχω άγχος. Το λέμε. Πρωτίστως, στην αλήθεια του, το άγχος είναι λόγος. Και τι θα πει "λόγος";
Ο ΛΟΓΟΣ, στο χθόνιο ελληνικό του νόημα, απαντάται εκπεφρασμένα στον Ηράκλειτο. Ένα απόσπασμα το λέει, τι θα πει ΛΟΓΟΣ:
ΕΝ ΠΑΝΤΑ
Ο ΛΟΓΟΣ δεν είναι η "γλώσσα" ως μια ιδιότητα του ανθρώπου μεταξύ άλλων. ΛΟΓΟΣ: ΕΝ ΠΑΝΤΑ. Έτσι π.χ. το ρολόι, το ωρο-λόγιον: το ένα, πασών των ωρών: το ημερο-λόγιο: το ένα, πασών των ημερών. Ο ΛΟΓΟΣ, όχι πλέον ως δεύτερο συνθετικό: Το ένα των πάντων.
Εξυπακούεται ότι αυτόν τον λόγο κανείς δεν τον ακούει μόνο με τ' αυτιά του και δεν τον εκφέρει μόνο με το κεφάλι του. Για ποιο άκουσμα και για ποιο μίλημα πρόκειται εδώ, μας το λέει ένα απόσπασμα του Ξενοφάνη:
ΟΥΛΟΣ ΟΡΑΙ ΟΥΛΟΣ ΔΕ ΝΟΕΙ ΟΥΛΟΣ Τ' ΑΚΟΥΕΙ
Εδώ είμαι όλος αυτιά, είμαι όλος μάτια, είμαι όλος εννόηση. Ο ΛΟΓΟΣ δεν είναι γενικά κι αόριστα "η γλώσσα". Ο ΛΟΓΟΣ είναι εκεί και μόνον εκεί όπου ο άνθρωπος υπάρχει ΟΥΛΟΣ.
ΕΝ ΠΑΝΤΑ. Ποια είναι τα ΠΑΝΤΑ, τα οποία στον ΛΟΓΟΝ συλ-λέγονται; Στα αποσπάσματα του Ηράκλειτου αναφέρονται:
Άδης Διόνυσος. Δούλος Ελεύθερος. Ημέρα Νύχτα. Ανήφορος Κατήφορος. Χειμώνας Θέρος. Πόλεμος Ειρήνη. Λιμός Κορεσμός. Ζωντανό Πεθαμένο. Νέο Γηραιό. Νόσος Υγεία. Κάματος Ανάπαυση. Υγρό Ξηρό.
Στο ΠΑΝΤΑ μιλούν όσα εμείς παρασταίνουμε ως εκάστοτε αντίθετα. Αυτά, στον ΛΟΓΟΝ, δεν αντιτίθενται μεταξύ τους αλλά έρχονται κοντά το ένα στο άλλο, ενούνται: ΕΝ.
Έρχονται κοντά το ένα στο άλλο και συγγενεύουν, ως μεταξύ τους ξένα και ως μεταξύ τους οικεία. Στην γλώσσα μας υπάρχει μια λέξη στην οποία η συγγένεια ξένου και οικείου λέγεται ενί ονόματι: ΑΓΧΙΣΤΕΙΑ. Ο Ηράκλειτος δεν την αναφέρει. Όμως στα αποσπάσματά του σώζεται μια άλλη λέξη από την ίδια ρίζα, ΑΓΧ-, η οποία έχει παραδοθεί μεμονωμένη, δίχως συμφραζόμενα, και η οποία θα μπορούσε να ονομάζει το προκείμενο. Ο Heidegger θέτει αυτήν την λέξη ως τίτλο ενός διαλόγου του από το 1945:
ΑΓΧΙΒΑΣΙΗ
ΑΓΧΙΒΑΣΙΗ. ΤοΑΓΧΙ- της μιλά και σήμερα στην λέξη μας "αγχιστεία". Δηλώνει την συγγένεια ανάμεσα στο ξένο και στο οικείο. Η ΒΑΣΙΗ, το ρήμα ΒΑΙΝΩ, μιλά για "βήματα προς...". ΑΓΧΙΒΑΣΙΗ είναι βήματα προς την αγχιστεία. Όμως μέσα από την ίδια ρίζα μιλά και το "άγχος". Το συναντούμε εκεί όπου φαινόταν πως είχαμε απομακρυνθεί απ' αυτό. Λόγω, ΛΟΓΩΙ της ρίζας του, στον ΛΟΓΟΝ της ρίζας του, το άγχος έχει συλλέξει τα πάντα στο ΕΝ της αγχιστείας τους. Όμως, το άγχος, επιτελώντας αυτήν την συλλογή, παραμένει πιστό στην ρίζα του και στον ΛΟΓΟΝ της. Παραμένει στον εαυτό του, μάλιστα απολήγει καταρχήν στον εαυτό του, είναι το άγχος το οποίο είναι. Το άγχος είναι άγχος. Κινούμαστε στον χώρο αυτού το οποίο ο Heidegger, στην συνομιλία του με τον Παρμενίδη, αποκαλεί das tautologische Denken, "η ταυτολογική νόηση". Δεν πρόκειται για μια "σημασία" του άγχους. Το αληθινό άγχος δεν είναι "σημαίνον" το οποίο κολλάει σαν ταμπέλα επάνω στο "σημαινόμενο", π.χ. ενός αισθήματος.
Το άγχος είναι άγχος. Το "είναι" ας ακουστεί εδώ μεταβατικά: Το άγχος (όνομα) "οντίζει", πραγματώνει, το άγχος (τον εαυτό του: το αγχ-, την ΑΓΧΙΒΑΣΙΗ προς την αγχιστεία). Εδώ μιλά η ίδια η γλώσσα, μιλά ο ΛΟΓΟΣ του άγχους, τον οποίο δεν ορίζουμε εμείς, τον οποίο καλούμαστε να ακούσουμε και να ομο-λογήσουμε.
Ας προσέξουμε τώρα το άγχος ως άγχος, την αγχιστεία των αντιθέτων στο ΕΝ. Συνήθως κατοικούμε έναν κόσμο διασπασμένο σε αντίθετα. Χωρίζουμε μεταξύ τους: την αυτονομία και την εξάρτηση, την ασφάλεια και τον κίνδυνο, τον εχθρό και τον φίλο, την χαρά και την λύπη, την νίκη και την ήττα, την ζωή και τον θάνατο. Επιδιώκουμε να αρκεστούμε στο ένα και να εξαλείψουμε το άλλο.
ΜΟΡΦΑΣ ΓΑΡ ΚΑΤΕΘΕΝΤΟ ΔΥΟ ΓΝΩΜΑΣ ΟΝΟΜΑΖΕΙΝ
ΤΩΝ ΜΙΑΝ ΟΥ ΧΡΕΩΝ ΕΣΤΙΝ ΕΝ ΩΙ ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΟ ΕΙΣΙΝ
"(Οι θνητοί) καταθέτουν γνώμες που ονομάζουν δύο μορφές, η μία από τις οποίες να μην τους χρειάζεται - εδώ πλανώνται.", γράφει ο Παρμενίδης, σε μια τόσο κοντινή και συνάμα τόσο μακρινή συμφωνία με τον Ηράκλειτο. Οι θνητοί χωρίζουν τις μορφές. Έχουν την γνώμη πως τους αρκεί η μία και πως η άλλη δεν χρειάζεται. Πλανώνται. Διότι είναι τα ίδια τα πράγματα που κάπου, κάπως, κάποτε, θα ματαιώσουν τα σχέδιά μας: Η αυτονομία θα εκπέσει στην πλέον ανελεύθερη εξάρτηση, η οχύρωση στην ασφάλεια θα κινδυνεύσει, ο φίλος θα γίνει ο μεγαλύτερος εχθρός, την χαρά θα ακολουθήσει η λύπη, η νίκη θα γνωρίσει την ήττα, η ζωή θα τελειώσει.
Ό,τι είχε τεθεί ως αντίθετο μ' ένα αλλο και αντιτιθέμενο προς αυτό, θα το συναντήσει, ΑΓΧΙΒΑΣΙΗ, τα δύο τους θα καταδειχθούν ως αυτά τα οποία είναι: συγγενικά, εξ αγχιστείας. Είναι η ίδια συγγένεια που γνωρίζουμε και σήμερα: Αυτοί οι οποίοι, χάρη σ' έναν γάμο, συναντώνται και, στην συνάντησή τους, αναγνωρίζονται συνάμα ως ξένοι και οικείοι - όπου και πάλι οι άνθρωποι ως επί το πλείστον καθηλώνονται στο ένα από τα δύο και δέχονται (ΔΟΞΑ) - μόνον την μεταξύ τους ξένωση ή την μεταξύ τους οικειότητα.
Στο άγχος συνέρχονται τα μέχρι τότε αντίθετα στον δρόμο της χθόνιας αγχιστείας τους. Οι ψυχολογικές-ψυχιατρικές παραστάσεις καθιστούν το άγχος "περίπτωση". Όμως είναι ο δρόμος, ο μόνος στον οποιο η αντιθετικότητα χάνεται και συμβαίνει ο κοινός κόσμος, η πραγματικότητα, ότι το λεγόμενο, ακόμα και όταν λέγεται απορριπτικά, είναι.
Όταν έρχεται η ώρα και η καθήλωση στην μία μορφή δεν μπορεί πλέον να κρατηθεί, τα αντιτιθέμενα συναντώνται. Όταν το άγχος είναι, ο αφορώμενος άνθρωπος καταλαμβάνεται εξ απήνης. Ο κόσμος του ανθρώπου, ο συγκεντρωμένος στην μία μορφή και οχυρωμένος απέναντι στην άλλη, χάνεται. Το άγχος σε πιάνει απ' τον λαιμό και σου κόβει την ανάσα: Αγχόνη, μια ακόμη λέξη, ένα ακόμη συν-ώνυμο, καθότι από την ίδια ρίζα, του άγχους. Και πάλι εκείνο το πιάσιμο απ' τον λαιμό κι η ασφυξία, η αγχόνη του άγχους, απομονωμένη και παραστημένη μέσα από την τρέχουσα αξιολόγηση που απεχθάνεται κάθε τι το ακραίο, ανωδυνοποιείται και λογαριάζεται σαν "σύμπτωμα".
Η αγχόνη του άγχους έρχεται εκεί όπου η καθήλωση στην μία μορφή είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Αυτή, ακριβώς αυτή είναι η ώρα όπου, με την ίδια σφοδρότητα, με την ίδια πιεστικότητα, με την οποία είχε προηγουμένως καταπολεμηθεί, εισβάλλει η άλλη μορφή και διατρανώνει την αγχιστεία της: Η εγγύτητα εκεί που κρατούνταν απόσταση, η απόσταση εκεί που κυριαρχούσε η εγγύτητα, ο ενήλικας εκεί όπου επέμενε το παιδί, το παιδί εκεί που ο ενήλικας το είχε ξεχάσει, η φιλία εκεί που υπήρχε η εχθρότητα, η εχθρότητα εκεί που μόνο η συμφιλίωση επιτρέπονταν, το άφημα εκεί που ασκούνταν ο έλεγχος, ο έλεγχος εκεί που όλα ήταν αφημένα, η υγεία εκεί που είχε εξαπλωθεί νοσηρότητα, η νόσος εκεί που τα πάντα σφύζαν από υγεία.
ΑΛΛΑΙ / ΟΔΩΝ ΟΔΟΙ ΠΕΡΑΙΤΕΡΑΙ
"Από κάποιους δρόμους, άλλοι δρόμοι προχωρούν 'περαιτέρω'", γράφει ο Πίνδαρος. Ο δρόμος του άγχους, η ΑΓΧΙΒΑΣΙΗ, λίγες φορές φθάνει μέχρι το τέλος και την συντέλεση. Συνήθως το άγχος παραμένει ουσιαστικά ανώνυμο, ο παθών δεν ονομάζει αυτό που του συμβαίνει. Ως επί το πλείστον κυριαρχεί κάποιου είδους αντίσταση και φυγή: Το άγχος παραμένει κάτι το άγνωστο, λέγεται δίχως να εννοείται, συγκαλύπτεται πίσω από αιτιάσεις φλυαρία υπερκινητικότητα, επικεντρώνεται στο "σωματικό σύμπτωμα", "ερμηνεύεται". Στην φυγή, ακόμη και όταν κανείς λέει "έχω άγχος", δεν το λέει ΟΥΛΟΣ.
Τι σημαίνουν αυτά για την θεραπευτική συνομιλία; Ο θεραπευτής καλείται να μην εννοήσει το άγχος του πελάτη του σαν κάτι το "νευρωτικό" το οποίο χρήζει ερμηνείας και "θεραπείας". Στο άγχος βλέπει έναν δρόμο. Το πρώτο του μέλημα είναι ν' αφήσει αυτόν τον δρόμο ν' ανοίξει, δηλαδή, με την τέχνη του, να καθοδηγήσει τον πελάτη του ώστε αυτός να ελευθερωθεί από την φυγή η οποία αρνείται επίμονα να αρμοστεί στον δρόμο του άγχους, ενώ έχει κληθεί σ' αυτόν.
Εδώ η αγχόνη, μέσα από την οποία ο πελάτης περνά, πρέπει να υποφερθεί. Ο θεραπευτής μπορεί να μείνει ελεύθερος από κάθε ανησυχία, από κάθε συμπονετική και από κάθε παρηγορητική στάση όταν έχει εμπεδώσει το ότι, εφόσον παίζεται η αλήθεια, αυτός ο δρόμος είναι αναγκαίος και αναπόφευκτος.
Όταν το άγχος έρθει καθαρά και φτάσει στην κορύφωση και στην κρίση, όταν ο πελάτης έχει ανοίξει για το άγχος του, ΟΥΛΟΣ, τότε γίνονται θεραπευτής και πελάτης, ο ένας για τον άλλον, ομιλητοί: Μπορούν να συνομιλήσουν, ν' ακούσουν ο ένας τον άλλο. Όμως ο θεραπευτής μπορεί να είναι επαρκής συνομιλητής όταν και εφόσον έχει διακρίνει μια απάντηση στο οδηγό πλέον ερώτημα: Ποια καθήλωση, σε ποιαν μία μορφή, κλονίζεται στο άγχος του ανθρώπου; Ποια άλλη, μέχρι τώρα αποκλεισμένη, μορφή την πλησιάζει και ζητά ν' αποκαταστήσει την αγχιστεία τους;
Το άνοιγμα του πελάτη στο άγχος και η επάρκεια του θεραπευτή για την συνομιλία τους πηγαίνουν μαζί. Κανένας δεν μπορεί να προχωρήσει μόνος του, δίχως τον άλλον - Όμως, πηγαίνοντας μαζί, ο καθένας πηγαίνει από τον δικό του δρόμο.
Και όλα θέλουν την ώρα τους. Κατά έναν θαυμαστό και ανεξερεύνητο τρόπο είναι η ώρα αυτή που φέρνει τα πάντα.
ΩΡΑΙ ΑΙ ΠΑΝΤΑ ΦΕΡΟΥΣΙ
Όλα αυτά πάλι δεν γίνονται με την έννοια μιας διαδικασίας. Έρχονται ώρες όπου, απρόσμενα, το Μεταξύ θεραπευτή και πελάτη διαυγάζει, και συνομιλούν. Και έρχονται ώρες όπου απλώνεται μια θόλωση και μένουν στην ουσία βουβοί και χρειάζεται να περιμένουν, ν' αφήσουν χρόνο στον εαυτό τους. Στην συνομιλία τους ο δρόμος του άγχους προχωρεί, μέχρι εκεί που προχωρεί, στα σκοτεινά. Αριά και πού εκλάμψεις τον φωτίζουν, και
μέσα στα χάσματα της αστραπής
διαγράφεται η χάραξή του. Και το τέλος, εφόσον η συνομιλία τους φθάσει καν σε αληθινό τέλος, δεν είναι η απόληξη σε κάποιον σκοπό αλλά η εξοικείωση σ' αυτούς τους δρόμους, η κατοίκηση σ' αυτούς τους δρόμους, με τα σκοτάδια στα οποία κάποτε χάνονται, με τις λάμψεις στις οποίες, πάντα κάπως διαφορετικοί, ξεπροβάλλουν.
ΤΑ ΔΕ ΠΑΝΤΑ ΟΙΑΚΙΖΕΙ ΚΕΡΑΥΝΟΣ
"Τα πάντα έχουν για δοιάκι τον κεραυνό."
Η συνομιλία ενός ελληνόφωνου με τον Heidegger για τους δρόμους του άγχους ας κλείσει με κάτι δικό του σχετικό με την φύση των δρόμων που μνημονεύτηκαν, των δρόμων μας:
Οδοί
Οδοί,
Οδοί της νόησης, οι ίδιες οδεύοντας,
σβήνοντας. Γυρίζοντας πότε πάλι,
θεάσεις προς τα πού φέρνοντας;
Οδοί, οι ίδιες οδεύοντας,
άλλοτε ανοιχτές, αιφνίδια οι κλειστές,
όψιμες· δείχνοντας ένα πρώιμο:
μηδέποτε κεκτημένο, προορισμένο για την παραίτηση -
τα βήματα λύνοντας
στην κλαγγή αξιόπιστης μοίρας.
Και πάλι η ένδεια
αργόσυρτου σκότους
στο αναμένον φως.