Αποσπασματα απο το βιβλιο του ελβετου λογοτεχνη Gerold Späth Commedia συζητηθηκαν πριν απο χρονια σε ενα σεμιναριο.
Σημειωσεις δεν υπαρχουν. Το νοημα των κειμενων για εναν θεραπευτη υποδηλωνεται καταρχην σε δυο σημεια.
Το πρωτο μερος του βιβλιου εχει τον τιτλο "Οι ανθρωποι". 203 τον αριθμο. Περι τινος προκειται, μας το μαρτυρει η αρχη της πρωτης αφηγησης:
Εδω εχει ενα φυλλο χαρτι, παρε το φυλλο χαρτι και καταγραψε κατι απ’ τη ζωη σου η καταγραψε τη βιογραφια σου η καταγραψε απλα ο,τι σκεφτεσαι ακριβως τωρα, μπορεις να καταγραψεις ο,τι θελεις η απλα διηγησου κατι για τον εαυτο σου η ο,τι θελεις. ...
Η συγγενεια με την κατασταση της ψυχοθεραπειας ειναι προφανης, καθως εδω, και ιδιαιτερα στην ψυχαναλυση, ο λεγομενος "βασικος κανονας" δεν ειναι αλλος απο την ελευθερια του πελατη μας να μιλα, πρωτος αυτος, για ο,τι ερχεται στον νου του.
Ακουμε 203 ανθρωπους (εδω, καθοτι αποσπασμα, 36). Για τον αναγνωστη, αλλα και για τον θεραπευτη, η δοκιμασια, και η προκληση, ειναι να γνωρισει ολους αυτους, τους τοσο διαφορετικους μεταξυ τους και, γνωριζοντας τους, να ερθει σε συναφεια με τις ζωες τους χωρις αντισταση και χωρις προσηνεια, χωρις συμπαθειες κι αντιπαθειες, χωρις αξιολογησεις και, last but not least, χωρις να ζητα μεσα απο ερμηνειες να καταλαβει.
Η ατελειωτη ποικιλομορφια των ανθρωπων μπορει να τον αναγκασει να παραιτηθει απο καθε αποπειρα ταξινομησης, οπως την εχουμε μαθει απο την ψυχοπαθολογια και τις διαφορες σχολες της ψυχιατρικης και της ψυχολογιας, κι αυτη η παραιτηση μπορει να τον κανει δεκτικοτερο για ο,τι την καθε ωρα αμεσα κια αμεσολαβητα βλεπουν τα ματια του.
Το δευτερο μερος του βιβλιου επιγραφεται "Το Μουσειο". Το πανδαιμονιο συνεχιζεται, με καπως διαφορετικο τροπο. Ο επιμελητης του μουσειου ξεναγει ενα γκρουπ απο τουριστες στις αιθουσες που περιεχουν κατι σαν λαογραφικο υλικο. Στο καλωσορισμα του λεει για τα εκθεματα:
Το εντεταλμενο χερι ανασυρει το πραγμα μεσα απο αυτο το ιδιο και το φτιαχνει, ενω το πραγμα, που μ’ αυτον τον τροπο προκυπτει, προσαρμοζεται στο χερι και το χερι προσαρμοζεται κι αυτο, κι ακομη καποτε τα πραγματα μεταβαλλουν κι εκεινα τα χερια απο τα οποια αργοτερα περνουν.
Ας προσεξουμε το που δινεται η εμφαση. Ειναι ανθρωποι που κανουν πραγματα. Δεν υπαρχει κανενας χωρος για σκεψη, αναστοχασμο, συναισθηματα, γενικα για τον λεγομενο "ψυχικο κοσμο" και την εσωτερικοτητα του. Ισως γι' αυτο διατρεχει το βιβλιο μια φρεσκαδα. Σ' αυτην τη φρεσκαδα ανηκουν και τα λογια του επιμελητη: Ανθρωπος και πραγμα δεν χωριζονται. Δεν ειναι π.χ. ο ανθρωπος ενας δημιουργος απεναντι σ’ ενα ουδετερο πραγμα επαφημενο στην αυτοβουλη προαιρεση του. Τα λογια του επιμελητη μου φερνουν στον νου στιχους απο τους Αργοναυτες του Σεφερη:
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ' αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Η πραξη φερνει ακριβως μια λυση των ενεχομενων προσωπων και πραγματων απο την ξεχωριστη τους ιδιαιτερη υποσταση και κανει προσωπα και πραγματα διαπερατα το ενα για το αλλο, αφομοιωσιμα το ενα στο αλλο.
Η πραξη της ψυχοθεραπειας επιτελει το ιδιο.
(Βλεπε μεταξυ αλλων, Αποηχοι απο το Ονειρο Πεταλουδας , καθως και το Ο (εαυτος) στο ονειρο και αλλου.
Commedia
Picasso, Bloch 1865
(Στο εξωφυλλο της πρωτης εκδοσης του βιβλιου)
Οι φιγουρες αυτου του βιβλιου ειναι φανταστικες. Ομοιοτητες με ζωντανα η νεκρα προσωπα ειναι συμπτωματικες.
Περιεχομενα
Ι Οι Ανθρωποι
ΙΙ Το Μουσειο
Λορεντς Εσερ
Εδω εχει ενα φυλλο χαρτι, παρε το φυλλο χαρτι και καταγραψε κατι απ’ τη ζωη σου, η καταγραψε τη βιογραφια σου, η καταγραψε απλα ο,τι σκεφτεσαι ακριβως τωρα, μπορεις να καταγραψεις ο,τι θελεις, η απλα διηγησου κατι για τον εαυτο σου, η ο,τι θελεις. Ευκολα λεγεται.
Ακριβως τωρα σκεφτομαι merde. Τωρα σκεφτομαι fuck you. Και γιατι να καταγραψω κατι για σενα. Οι καταγραφες ειν’ η δικια σου σκατοδουλεια, δεν ειναι δικια μου δουλεια. Τη βιογραφια μου ξερω που τη γραφεις. Ειναι τοσο σιγουρο οσο κι οτι οι νεγροι παρα τη φυλετικη ενσωματωση συνεχιζουν να βρωμουν αραπικο ιδρωτα. Ημουν στο Νεο Κοσμο, ακολουθησα για λιγο το trend. Απ’ τη ζωη μου θα μπορουσα να σου καταγραψω τοσα που δε θα μου φτανανε χιλια απ’ τα μιζερα φυλλοχαρτακια σου. Ομως αυτο αφορα μονο εμενα, κι εσενα δε σε αφορα. Λεω οχι. Δε θελω. Ψηλομυτη πιθηκε. Σκαρωσε τις μαλακιες σου μονος σου. Παρ’ το κουρελοχαρτο σου. Στριβε.
Ερβιν Βετινγκερ
Γραφεας συνεργειου στην εντοπια βιομηχανια. Περισσοτερα δε θελω. Παντρεμενος, ενας γιος, τραπεζικος υπαλληλος. Στα νιατα μου ηταν εποχη κρισης και πολεμος. Αλλιως, για ενα διαστημα τουλαχιστον, θα ‘χα βγει εξω. Μα να που δεν ηταν γραφτο να γινει και τα βολεψαμε οπως μπορουσαμε. Εδω και μερικα χρονια ερχεται περιοδικα ενα ονειρο. Βρισκομαι στο δρομο μ’ ενα καραβανι καπου σαραντα ατομα στη Βορεια Αμερικη. Φτανουμε σε μια καθαρη λιμνη, μια ευρυχωρη κοιλαδα με πολυ χορταρι, ωραια κοιλαδα για βοσκη και για καλλιεργεια. Στους μικρους λοφους παντου τριγυρω χορταστικα δαση. Ο τοπος βρισκεται σε περιοχη Ινδιανων. Ενας γλωσσομαθης προσκοπος διαπραγματευεται με τους φυλαρχους. Εφτα μερες μετα η απαντηση ερχεται. Μας περιμεναν, ηρθαμε, μπορουμε να εγκατασταθουμε στην κοιλαδα. Μα για τη γη η φυλη δε θελει ουτε λεφτα ουτε ειδη. Γι’ αποζημιωση πρεπει να μεταδωσουμε σ’ αυτους και στα παιδια τους την αναγνωση και τη γραφη κι ολα τ’ αλλα, τον πολιτισμο μας. Θα μας μαθουν και θα μας εξηγησουν τη γλωσσα τους και την κουλτουρα τους. Η μεγαλη κοιλαδα γινεται ενα ειρηνικο παραδειγμα προς μιμηση. Το καραβανι αφομοιωνεται με τη φυλη, η φυλη με το πρωην καραβανι. Ολοι μιλουν μια νεα γλωσσα. Εικονες ειρηνης, χαρα κι ευτυχια. Λιγο-λιγο ομως οι ωραιες εικονες περνουν και φευγουν ολο και γρηγορωτερα. Και πια δεν κοιτω προς τα κει, μ’ ολες μου τις δυναμεις γυριζω απ’ την αλλη γιατι τις τελευταιες εικονες τις ξερω, βρωμικος, κολλωδης καπνος, φλογες, πτωματα, συντριμμια. Η τελευταια εικονα μενει παγωμενη. Η κοιλαδα ειναι καταστραμμενη, γυναικες, παιδια, αντρες σκοτωμενοι, τα σπιτια καμενα, οι σκηνες, οι αχυρωνες. Σε μια ωρα ολα νεκρα κι ερειπια κι ασπρη σταχτη. Ετσι τελειωνει αυτο το συνεχως επαναλαμβανομενο ονειρο. Αρχιζει, νοιωθω το τρανταγμα απ’ τις σκεπαστες αμαξες. Χαιρομαι που θα δω την υπεροχη κοιλαδα, και τους Ινδιανους, που ηδη τους ξερω ολους, τις γυναικες τους και τα παιδια τους, τα γελαστα τους προσωπα, και ξερω ακριβως πως θα τελειωσει. Γιατι καθε φορα ολα χαλανε, δεν το ξερω. Καπου στ’ ονειρο ξαφνικα ενα κλικ κι ολη η κοιλαδα με τα χωραφια και με τα λιβαδια και με την ομορφη λιμνη σπανε σαν βρωμικος παγος στο νοτια.
Αναρωτιεμαι αν υπαρχει καποια αληθεια στο οτι κανεις γεννιεται ξανα και ξανα.
Μαρθα Εσερ
Αν ειναι ν’ αναφερω με λιγα λογια κατι απο μεσα μου σαν απο ημερολογιο, τοτε μπορω να πω ησυχα κι ομορφα: λοιπον αδειαστε μου παρακαλω τη γωνια!
Αλλωστε μαλλον ολο και περισσοτεροι ανθρωποι ειναι απο μεσα τους αρκετα κουφιοι. Γι’ αυτο εφευραν τη σχολαστικοτητα και τις μοντερνες εγκαταστασεις παντου. Ολο ταξινομηση και φασαρια. Ο κοσμος τρεχει πανω-κατω σαν τρελος, δεν μπορουν να ζησουν γαληνια σαν τα καλα ζωα, πρεπει, αυτο ειναι, δεν μπορουν να κανουν αλλιως.
Θα ‘θελα να ‘χω την ησυχια μου. Δεν εχω να κατηγορησω τον εαυτο μου για τιποτα. Τα τεσσερα παιδια μου εγιναν σωστοι ανθρωποι, αν κι ο αντρας μου δυστυχως πεθανε παρα πολυ νωρις. Τωρα ερχονται τα εγγονια και χαιρομαι την ομορφια της γαληνιας ζωης κι οτι, μετα απο μακροχρονη ασθενεια, ποδια και πλατη, ειμαι παλι καλα και τον περισσοτερο καιρο διχως πονους. Αν σταθω τυχερη εχω μπροστα μου αλλες δυο ντουζινες χρονια σαν ανθισμενα λιβαδια. Κανεις πρεπει ν’ αφηνει τον ηλιο να λαμπει πανω του, απο μονος του, οπως πανω απο εναν κηπο, οχι μονο λουλουδια μα και λαχανικα καθε λογης. Κι ενας κηπος εχει βεβαια δουλεια, ομως εγω αυτα δεν τα υπολογιζω. Ετσι γνωστικος, αλλα και ταπεινος, θα ‘πρεπε τελικα να ‘ναι ο ανθρωπος, αλλιως σ’ ολη του τη ζωη ποτε δε θα χρησιμοποιησει σωστα το μυαλο και το λογικο του. Πολυ θα ‘θελα να ‘ξερα γιατι τελικα υπαρχει κανεις.
Λουντβιχ Μπαχμαν
Ο παπας λεγοταν Χασαπης. Ο παπα Χασαπης χτυπησε λοιπον την εξωπορτα. Ωρα του μεσημεριανου. Αυτοι καθοταν στο τραπεζι στην κουζινα κι ετρωγαν ηδη. Ειχε παρει ενα τηλεφωνημα. Εγω δεν ημουν στο σπιτι. Στο τραπεζι στην κουζινα η μητερα μου, ο πατερας μου, η αδελφη μου. Ο αδελφος μου στο πυροβολικο, χωρις αδεια εδω και δεκαεφτα μηνες, εγω εδω κι εννια μηνες στο πεζικο. Το τηλεφωνημα ειχε ερθει απ’ την διοικηση της μεραρχιας μου. Σε τετοιες περιπτωσεις, αναλογα με το θρησκευμα, τηλεφωνουσαν στον καθολικο η στον προτεσταντη παπα της ενοριας των γονεων η, αν ηταν παντρεμενος, της συζυγου. Ο παπας ανεβηκε τη σκαλα ασθμαινοντας. Ο παπα Χασαπης ηταν ογκωδης αντρας. Η μητερα μου κοιταξε το αναψοκοκκινισμενο του προσωπο. Λεπτες μικρες σταλες ιδρωτα. Ειχε παρει ενα τηλεφωνημα απ’ την διοικηση της μεραρχιας μου, ειπε. Ενας κυριος συνταγματαρχης, ενας κυριος ταγματαρχης, ενας λοχαγος, ενας ανθυπολοχαγος κι ο στρατιωτικος ιερεας. Για τον Θεο! - ομως η μητερα μου δεν εβγαλε αχνα, κοιταζε μονο το αναψοκοκκινισμενο του προσωπο. Ο παπας ειπε: «Μου δηλωσαν, ενας μικρος κοντοχοντρος πεζικαριος απ’ την οικογενεια σας πεθανε ψες βραδυ, ξαφνικα τελειως.» Η σουπα αχνιζε στο τραπεζι στην κουζινα. Ο παπα Χασαπης ιδρωνε. Ενας μικρος κοντοχοντρος πεζικαριος απ’ την αξιοτιμη οικογενεια σας πεθανε ψες βραδυ δυστυχως τελειως. Στρατιωτικη κηδεια. Βολες στον ταφο. Μπαντα του συνταγματος. Πενθιμο εμβατηριο ενδυο ενδυο. Πενθιμο χασαποεμβατηριο.
Ανγκελα Ζουτερ
Τωρα ειμαι 17, σε λιγο γινομαι 18. Δεν εχω ορεξη ν’ ανοιξω τα χαρτια μου. Το πολυ να πουν, ακομα ειναι μικρη. Διαπιστωνω απλα: Εμεις οι νεοι εχουμε ολο και λιγοτερο μια πραγματικη ευκαιρια. Οι ευκαιριες των νεων δεν ηταν ποτε τοσο λιγοστες, κι ας φαινεται το αντιθετο. Λενε: ο κοσμος σας ειναι ανοιχτος! Σας μορφωνουν, σας ενισχυουν, αγωνιστηκαν και πετυχαν χιλιων ειδων νομους για το καλο σας, ποτε καμια νεολαια δεν την ειχε τοσο ευκολα, ποτε καμια νεολαια δεν καλομαθε τοσο, ποτε ο κοσμος δεν ηταν τοσο νεος!
Και τι δεν εχουν να πουν!
Βλεπω γυρω απ’ το μελλον τοσους τοιχους οσους κι εδω να 'χουν γεμισει το τοπιο. Ολα ειναι οργανωμενα περα για περα. Βεβαια οι τοιχοι δεν ειναι πια υγροι σαν μπουντρουμια, ειν’ ευχαριστοι στο ματι. Ομως εγκλειστος κι απομονωμενος εισαι περισσοτερο παρα ποτε. Κι ακομα ειναι σα να κοροϊδευουν, οταν λενε πως καποτε θα μας παραδωσουν εναν κοσμο που ειναι καλυτερος απο κεινον που παρελαβαν απ’ τους παλιοτερους. Σκιαχτρο με τρυπες! Πρωτον δε μας παραδινουν απολυτως τιποτα, πρεπει να σερνομαστε σα σκουληκια, αλλιως ειμαστε out. Και δευτερον, αυτο δεν ειναι πια κοσμος αλλα σμαρι απο επαγγελματιες δουλους. Και τριτον, θελουν να μας πεισουν πως το χαλι που δημιουργησαν ειναι ο κοσμος μας.
Sorry sir! Δε χρειαζεται παρα να κοιταξω το σχολειο μου με την καταστροφικη του ορεξη να λειτουργει στο κενο. Τα ρεπορταζ για τους εφηβους στη Νεα Υορκη η για τις προστυχιες με τις φαλαινες, με το πετρελαιο, με τη Λατινικη Αμερικη και τα λοιπα δεν τα χρειαζομαι καθολου. Μου φτανει να δω τους δασκαλους μου καταπροσωπο οταν, επειδη πληρωνονται γι’ αυτο, μας πουλανε τη μποχα που μεσα της παθαινουν ασφυξια οι ιδιοι, αυτοι οι πουλημενοι φοβιτσιαρηδες.
Τι ειναι «ο κοσμος»; Αυτο το παλαβο αγχωμενο μαγγανοπηγαδο μιας κοινωνιας απο μικρονοες τεχνοκρατες και διεστραμμενους φετιχιστες των υψηλων επιδοσεων;
Θελω να γινω δικηγορος εφηβων, εφοσον τ’ αντεξω. Αν δεν κρατησω ειμαι αποφασισμενη να μεταναστευσω σε, ελπιζω για πολυ ακομα, μη «ανεπτυγμενες» περιοχες. Θα επανορθωσω τον προσωπικο βιασμο που επαθα απ’ την κυριαρχη βιομηχανικη κοινωνια και τον πολιτισμο της. Παρολους τους καταναγκασμους και τις βλακωδεις πιεσεις ειμαι πολυ κριμα για τη σφαιρα, για την ολικη αρνηση, πολυ κριμα ακομα, κι ελπιζω για καιρο ακομα.
Γιουργκ Στελι
Σταιλι Γιουργκ, 52 ετων, διαζευγμενος.
Δημοτικο, γυμνασιο (διακοπη), τεχνικη εκπαιδευση εμποροϋπαλληλος, διευθυνση επιχειρησης (επιχειρηση του πατερα), γαμος στα 24.
Στα 25 συζυγο επ’ αυτοφορω σε μοιχεια, κακοποιηση του εραστη (αποπειρα ανθρωποκτονιας), καταστροφη της επιπλωσης, διαφυγη. Καταδικη (βαρια σωματικη κακωση εραστης) και διαζυγιο ερημην.
Ενταξη στη Λεγεωνα των Ξενων.
14 χρονια, 9 μηνες, 11 μερες στη Λεγεωνα.
Μετα δραπετευση για ιστοριες désobeillance (απειθεια, λιγο πριν συνταξιοδοτηση).
40ο-42o ετος: περιστασιακες δουλειες σε Ιταλια και Αυστρια.
42ο-44ο ετος: στη θαλασσα (greek, liberian, panama flag).
45ο-49ο ετος: επιστροφη, καταδικη (στρατιωτικη υπηρεσια σε ξενη δυναμη, με αναστολη), διασπαθιση γονικης κληρονομιας, περιστασιακες δουλειες (επιτυχης καταρριψη υπηρεσιακης αποπειρας κηδεμονευσης).
Χανελορε Σπις-Γκολντενερ
Για μια φορα στη ζωη μου με περιποιηθηκαν κανονικα σα μεγαλη κυρια. Η σαν διασημη ηθοποιο η τραγουδιστρια. Αυτο ηταν την τελευταια μερα της εκπαιδευσης μου για μοδιστρα και καπελου. Κι ο κυριος Χρυσοδερας, ο ανωτατος διευθυντης μου, μ’ εβγαλε εξω, μεγαλη εξοδος μετα φανων και λαμπαδων μαζι με αλλα τρια κοριτσια, τις φιλες μου που κι αυτες ειχαν τελειωσει την εκπαιδευση. Ειχαμε περασει τις τελικες εξετασεις. Φαγαμε στη Ζυριχη στο καλυτερο τοτε ξενοδοχειο πρωτης κατηγοριας απο τις εξημισι το βραδυ μεχρι μετα τις δεκα. Συνεχισαμε στην περιοχη με τα κεντρα διασκεδασης, που δεν ειχα παει ποτε, που κι οι φιλες μου δεν ειχαν παει βραδυ ποτε. Ο κυριος Χρυσοδερας μας ενθαρρυνε να πιουμε ο,τι θελαμε. Το πορτοφολι του ειναι καλοφουσκωμενο, ειπε. Εκει πρωτη φορα στη ζωη μου ηπια γνησια γαλλικη σαμπανια. Ποτε δεν το ‘χα φανταστει πως η σαμπανια μπορουσε να μου χαλαρωσει τις βιδες σαν κατσαβιδι.
Οταν γυρισα σπιτι στις δυομισι τη νυχτα ο μπαμπας μου, μου τα ‘ψαλε. Δεν ειπε πολλα, μα ειπε πως ειμαι τυφλα σα νυχτεριδα. Δεν κρατηθηκα να μην γελασω, μ’ αυτος δε γελασε.
Τωρα ειμαι 44 χρονια παντρεμενη και τα παιδια μου, δυο αγορια, δυο κοριτσια, ειναι ηδη κι αυτα παντρεμενα, εχω ηδη εφτα εγγονια και τωρα κανω παλι καπελα, ομως μονο για πολυ γνωστους. Ο αντρας μου δεν το βλεπει με καλο ματι. Η συνταξη του, λεει, ειναι αρκετη για τους δυο μας. Ηταν στο Ρουτι, στην σιδηροβιομηχανια, στο χυτηριο Μαιστερ. Τοτε λεω: Δε φτανει για να μου κερασεις σαμπανια. Μα φυσικα αυτο δεν το καταλαβαινει.
Κατα τ’ αλλα; Τιποτα το ιδιαιτερο. Σιγα-σιγα γερναει κανεις, ο θεος το ξερει. Η ζωη ειναι μια σβελτη νυφιτσα και δεν πιανεται.
Μπερτ Σπις
Οταν κανεις ξερει τι τραβουσες παλια αν ησουν απλος εργατης, τοτε ξερει πως σε χοντρες γραμμες τα πραγματα εγιναν πολυ καλυτερα. Μ’ αυτην την εννοια δεν ειναι σωστο να κατηγορουν το συνδικατο η το κομμα στην καθε ευκαιρια, αν μια φορα κατι δεν παει τωρα και τοσο καλα οσο κανεις θα 'θελε. Εγω λεω, καλη η σκληροτητα, μα θελει κι υπομονη. Υπομονη ειναι η σκληροτητα σε μεγαλη διαρκεια. Τρεφει, συντροφοι, δωρα ετσι κι αλλιως δεν υπαρχουν. Ο,τι εχουμε κερδηθηκε μ’ αγωνες. Πολλα κερδηθηκαν με σκληροτητα κι υπομονη απ’ αυτους που δεν ειχαν πια τιποτε να περιμενουν. Πρεπει να σκεφτεσαι το παρελθον βλεποντας προς το μελλον. Δεν πρεπει να χανεις το κουραγιο σου. Οταν λειπει το κουραγιο, δεν υπαρχει κανενας φραγμος στο υπουλο φαρμακερο μειγμα απο βαριομαρα και κουραση. Πρεπει να κρατας το κεφαλι ψηλα και να μη χανεις την πιστη, τοτε εχεις εδαφος κατω απ’ τα ποδια σου. Αυτο ειναι το σπουδαιοτερο, το δικο σου εδαφος κατω απ’ τα ποδια. Κι αλλωστε δεν εχει κανενα νοημα να παιρνεις το παραμικρο στα μετρητα. Τοτε θα εσκαβες τον λακκο σου μονος σου. Αυτο ακριβως περιμενουν οι αλλοι, το κεφαλαιο απο παντα σ’ αυτο επενδυει, ακομα κι αν μιλουν για κοινωνικους εταιρους. Πρεπει να 'σαι δυνατος, τοτε οι αλλοι δε θα 'χουν πια τοσο πολυ το πανω χερι. Αυτοι παντα συμφωνουν μεταξυ τους, ετσι κι αλλιως το κερδος σε κανει δυνατο. Δεν πρεπει να πουληθεις. Οι πλουσιοι ειναι απο παντα στο συνδικατο των πλουσιων. Απο νεαρος ενδιαφερθηκα για πολιτικη κι εργατικους αγωνες και ισοτιμια. Αυτο το πηρα απ’ τον πατερα μου, αυτος ηδη εκεινα τα χρονια δεν αφηνε να τον σερνουν. Μπηκα στο κομμα νωρις, κι αυτη ειναι η πειρα μου. Σε γενικες γραμμες δεν τα πηγαμε κι ασχημα. Κανεις πρεπει να συνεχιζει ετσι, διχως παιδιαρισματα και ν’ ακουει ακριβως, διχως ν’ αφηνει και πολυ να του μπαινουν.
Βικτωρ Εμπερχαρτ
Δες τα πως κουρνιαζουν τα γερικα καυλιαρικα ορνια, κι οι αχυροσακκοι κι οι ψωλες τους τρεμουλιαζουν σα σκουριασμενα γλωσσιδια στα προστατοσωβρακα. Καπνιζουν και ρουθουνιζουν και σαχλαμαριζουν για τα παλια, οι κωλογεροι. Τους μισω, μα ελα που ειμαι κι εγω ενας απο δαυτους, 67 χρονων κι απο μερα σε μερα σαπιζω κι αποβλακωνομαι περισσοτερο. Παλια! Και τι δε γινοταν! Δουλευαμε σαν τα βοδια, αντι να τα σπασουμε στο ξυλο τα γουρουνια και να τα ποδοπατησουμε και να τα λιωσουμε, τα βρωμοσκυλα, τους λογαδες κυριους πολυκερδους. Με τις βιλες τους. Μη μου πειτε τιποτα! Την πατησαμε περα για περα. Μας πατησανε. Μας τη στησανε με προοπτικες γι’ αυξηση του μισθου, περισσοτερο ελευθερο χρονο, περισσοτερες κοινωνικες παροχες και τετοια ζεστα γελαδοσκατα. Τωρα τα ‘χουμε κι ειμαστε γερικα σακια. Στα 30 μου μπορουσα ν’ αλωνιζω παντου. Και τωρα τι, να παρει ο διαολος; Ν’ ακουω τα ξερατα σας; Ρεμαλια ηρωων της ζωης! Μα δεν ειναι για να κρεμαστεις. Γιατι ο ηλιος λαμπει. Γιατι δε σε υποχρεωνουν. Γιατι αργοτερα, η ισως κι αυριο, θα τα τιναξεις, κι αυτο ειναι παντα πολυ νωρις. Χες τα! Ωραια ειναι μονο που ακομα δεν εχεις ψοφησει, οταν ομως το ‘χεις πισω σου κι εχεις αρχισει κιολας να σαπιζεις, δε φερνεις αντιρρηση. Ετσι κι αλλιως δεν τη γλιτωνεις. Σουρωνω σιγα-σιγα απ’ το μεσημερι ολο τ’ απογεμα μεχρι αργα τη νυχτα. Μολις και φτανει. Μα γιατι κανεις ξερνα τ’ αντερα του δεκαετιες τωρα; Τα τρια παιδια μου φευγατα. Οι δυο μου γυναικες κουραστηκαν. Ζω με τις φαντασιες μου μονο κι οι αλλοι αμολανε σαχλες απ’ το πρωι ως το βραδυ η εκτρεφουν κουνελια η κοπροσκυλα η καταριουνται τ’ αχαριστα παιδια τους η υμνουν τα προκομμενα παιδια τους, ολα τους νεαροι ηρωες, κιολας βηματιζουν σπασικλαδικα και προκομμενα μες στα δοκανα. Μπορεις να τους εμπιστευεσαι, τους νεαρους κωλους, το ξερω, και τα βρωμοσκυλα το ξερουν ακομα καλυτερα.
Ραϊνχολντ Σπιτσερ
Κατα τη γνωμη μου στη ζωη τα παντα εξαρτωνται απο τη σωστη θεληση για ζωη. Για οποιον εχει ολο κι απο καποια μικρη επιτυχια στη ζωη, το φως δεν τρεμοπαιζει συνεχως αλλα καιει σχετικα δυνατα κι ησυχα και λαμπει. Γι’ αυτο οι περισσοτερες φιλοσοφιες, ιδιαιτερα των νεωτερων χρονων, ειναι τοσο φρικτα απαισιοδοξες, γιατι οι εφευρετες τους περασαν τοσο φρικτα ασχημα στη ζωη τους που αναγκαστικα εβλεπαν να ερημωνουν τα παντα ολο και περισσοτερο. Οι φιλοσοφοι κι οι καλλιτεχνες θα ‘πρεπε να συντηρουνται απο το κρατος σαν κροισοι, για να τους ερχονται λιγωτερες θλιβερες, μαυρες σκεψεις, να τους βγαινουν αντιθετα περισσοτερες χαρουμενες ιδεες κι εργα. Ο Μοτσαρτ για παραδειγμα λενε πως σ’ αυτο ηταν πραγματικα εξαιρεση. Παρα τη φτωχεια κι ατελειωτες δυσκολιες τοσο ευθυμη μουσικη. Ομως δεν ειν’ ετσι. Η ευθυμια δεν ειναι παρα επιπλαστη, παντα το ‘παιρνε σοβαρα. Οταν ειναι γνησια, ακριβως τοτε περνουσε καλα, τοτε, ακριβως επειδη ειχε λεφτα, μπορουσε να ζει με τα ολα του και να συνθετει με τα ολα του.
Κανεις πρεπει να το εξετασει προσεκτικοτερα. Ομως θα ‘ταν προς το συμφερον των κρατων να κοιταξουν πως να ευδοκιμησουν πιο χαρουμενες σκεψεις, ολοι θα ‘ταν καλυτερα. Ακριβως τωρα διαβαζω κατι βιβλια μαυρα σαν τα κορακια, ειναι υποχρεωτικα. Οι συγγραφεις αυτων των βιβλιων πρεπει να 'ταν σε μαυρο χαλι, και τουτο μεταδινεται ευκολα.
Ραινχολντ Σπιτσερ, 18 ετων, τριαντατρια λεπτα μετα τα μεσανυχτα.
Κριστινα Κιστλερ
Ειμαι πωλητρια, αυτο ειναι το επαγγελμα μου, το εμαθα και το ασκησα σε διαφορους κλαδους, στον τομεα του υφασματος, στο εμποριο λαχανικων και φρουτων του Νοτου, στο εμποριο υποδηματων, σε επιχειρησεις δερματινων ειδων. Καταγομαι απ’ το Ομπερλαντ, ειμαι 52 ετων, ανυπαντρη, ποτε δεν το χρειαστηκα να παντρευτω, μια-δυο φορες θα μπορουσα να 'χα παντρευτει, κατα τ’ αλλα η ιδιωτικη μου ζωη δεν αφορα κανεναν, οταν τα γυναια των πιοκαλυτερων μπορουνε να τα κανουν ολα και να μη λεγεται κουβεντα, εστω κι αν τα ξερει επακριβως ο καθενας, ο κοσμος ολος.
Ονοματα δε χρειαζονται, ξερεις ποιος κλεπτομανης χωνει τα παντα στις τσεπες του και τα παιρνει μαζι του, ποιος τα τρωει με δεκα μασελες, [...] το μυριζεις πως βρωμα, κι οσο για μενα καλα κανει και βρωμα, οι ανθρωποι, πως να το κανουμε, βρωμουν, αλλωστε κι οι κοπροι και τα γουρουνια δεν μπορουμε να πουμε πως ευωδιαζουν, μα σιγουρα τη βγαζουν χωρις παλτουδακι απο ηθικινη και μαντηλακι κι αρωματικο μπουκαλακι. Εδω σ’ αυτη τη φωλια των υποκριτων κανεις μπορει και τα παιδια του να σφαξει, οι αλλοι θα καθοταν πλαι του και θα τρωγαν το ψητο μαζι του, αν βεβαια δεν ηταν κανενας απ’ τους ξενους σκουπιδιαρηδες αλλ’ απ’ την καστα των καθως πρεπει αστων. Ειμαι καλη πωλητρια γιατι ολ’ αυτα τα ξερω και γιατι ολοι το νοιωθουν πως τα ξερω ολα. Με τα χρονια κανεις δε βαζει πια στους αλλους καθε λογης δικα του πραγματα αλλα διαβαζει τα πραγματα απ’ τους αλλους οπως ειναι, τα διαβαζει επανω τους, ξαφνικα εχει ματια γι’ αυτο, γιατι η μια η ο αλλος στεκονται ετσι κι οχι αλλιως, η ξερει τον λογο αυτης η εκεινης της κινησης του ωμου η του χεριου, με τον καιρο δεν απορει πια. Οταν οι νεοι καπνιζουν χασις χαλαει ο κοσμος, οταν η κυρια ταδε χτυπα την πρεζα της, φορα τεραστια μαυρα γυαλια και δινει μπουρμπουαρ.
Σε 8 χρονια θα τα παρατησω και θα κανω τον γυρο του κοσμου. Μιλω καλα πεντε γλωσσες, αγγλικα, γαλλικα, ισπανικα, ιταλικα, γερμανικα. Στενους συγγενεις η αλλους, που να υπηρχε μια επαφη, εδω και χρονια δεν εχω κανεναν πια.
Νικολαος Οτ
Σε ποιον και πως να εξηγησω γιατι υπεξαιρεσα; Το μονο που μπορω, ειναι να δηλωνω παλι και παλι οτι οι τρεις πανεξυπνοι γιοι μου επρεπε να 'χουν οπωσδηποτε την καλυτερη δυνατη εκπαιδευση. Εχοντας ετσι τα πραγματα χρειαζεται να το δηλωσω, οτι σ’ αυτην τη χωρα, με την σημερινη εκπαιδευτικη πολιτικη για τα σχολεια και τα πανεπιστημια, δεν ειναι δυνατο σ’ εναν μικρο υπαλληλο να μορφωσει τα χαρισματικα του παιδια σωστα, οτι ομως στο ανατολικο μπλοκ στους κομμουνιστες αυτο θα ‘ταν δυνατο διχως αλλο;
Μια τετοια δηλωση θα ‘ταν καθαρη αυτοκτονια, και σιγουρα δεν θα απεφερε ουτ’ ενα σεντ για υποτροφιες. Σ’ εμας βουτανε τις υποτροφιες οι σεϊχηδες, που δεν τις χρειαζονται. Ο καθε καλυτερος αλητης στελνει το σπορο του στο πανεπιστημιο, οπου αυτοι οι πνευματικα ημιφωτοι, καθαρα απο οικογενειακη παραδοση, παιρνουν τις θεσεις απο τους πραγματικα χαρισματικους. Κατοπιν πηγαινουν στον μπαμπα η μπαινουν στην αγορα με τις γνωριμιες τους, κι εκει μπλοκαρουν τους αλλους και παλι. Μα οποιος πει πως αυτο το συστημα ειναι βρωμα και πουτανα, κι απο πανω ενα σιγανο δηλητηριο, αμεσως πετιεται εξω και σαπιζει. Ειναι λοιπον καλυτερο κι εξυπνοτερο να κανεις υπεξαιρεση, που θα πει, να κλεβεις λεφτα. Οι προυχοντες κλεβουν επισης, αλλα νομιμα, κι αυτο ειναι η λεγομενη ελευθερη αγορα.
Λεω λοιπον: Επι σειρα ετων υπεξαιρεσα για μπορεσουν οι γιοι μου να σπουδασουν.
Ο μεγαλυτερος ειναι φυσικος και μαθηματικος. Ο δευτερος χημικος. Ο μικροτερος βιοχημικος και αγρονομος. Τωρα ειναι ολοι στο εξωτερικο (ΗΠΑ και Κουβα). Ειχα επιεικεις δικαστες και πηρα μια λεγομενη ελαφρα ποινη με αναστολη.
Στο δικαστηριο δεν ειπα οτι υπεξαιρεσα με δεκα μασελες κι οτι μα το θεο το χαρηκα. Πρωτον, ηταν ενα πνευματικο κολπο μεγαλοφυες, γιατι εντεκα χρονια δεν το πηραν χαμπαρι, και μαλιστα ολα δεν τα βρηκαν ποτε, και δευτερον, σ’ αυτην τη χωρα κανεις μονο στα μουλωχτα μπορει να φροντισει ωστε ο γενικος ισολογισμος να ειναι τουλαχιστον μια ιδεα περισσοτερο ισορροπημενος.
Σημερα ειμαι ο μικρος, ταπεινος συνταξιουχος υπαλληλακος γραφειου, ο οποιος για πολυ εντιμους λογους υπεξαιρεσε, και ειναι πατερας τριων γιων επιστημονων. Δρ Δρ Δρ Οτ-Υπεξαιρετος. Με υπερηφανεια, αναξιοτιμοι κυριοι, με διολου λιγο μεγαλη υπερηφανεια!
Ριτα Γκλορ-Σουμπιγκερ
Η ζωη μου λεγεται γρηγορα γιατι ειμαι ακομα νεα. Στα 21 παντρευτηκα τον πρωτο μου φιλο που ηταν τεχνικος κι ειχε μια καλη θεση στο δημοσιο. Εμεινα εγκυος και λιγο μετα επαθε ενα θανατηφορο δυστυχημα. Ο γιος μου ο Βαλτερ δεν ειδε τον μπαμπα του, που κι αυτος λεγοταν Βαλτερ, ποτε. Ξαφνικα ολα σβυσανε, ηταν σαν μια μαυρη τρυπα. Δεν ξερω πως τον αντεξα αυτον τον καιρο. Ολοι θελαν να με παρηγορησουν μα αυτος ηταν νεκρος στο φερετρο κατω στον ταφο κι εγω στον πεμπτο μηνα. Φοβομουν πως και το παιδι μπορουσε να 'χει παθει σοκ και δεν θα ‘ναι φυσιολογικο. Ομως ολα πηγαν καλα, ηταν αγορι, κι ειναι υγιες και δυνατο. Ο Γκουιντο, ενας συμμαθητης δικος μου και του αντρα μου, λιγο μετα το δυστυχημα, οταν ημουν ακομα σαν υπνωτισμενη απ’ το σοκ, ξεκινησε μια νεα φιλια κι εναμισι χρονο αργοτερα παντρευτηκαμε. Ο Γκουιντο μεγαλωσε σε ιδιες συνθηκες, ο μπαμπας του ειναι επιστατης σ’ ενα σχολειο, ο μπαμπας του Βαλτερ ειναι καντηλαναφτης, ο μπαμπας μου ραφτης στρατιωτικων στολων. Ομως ο Γκουιντο τα καταφερε κι εγινε δασκαλος στην τεχνικη εκπαιδευση, κι ετσι μετα απ’ ολο τον καιρο της δυστυχιας και του πενθους ειμαι καλυτερα απο πρωτα. Τι να κανει ο ανθρωπος οταν πρεπει να πεθανει, ειτε νεος και ξαφνικα ειτε γερος κι αργα απο αρρωστια. Ειμαι παλι εγκυος κι ειμαστε χαρουμενοι, ακομα κι οταν θυμομαστε τον Βαλτερ, που σιγουρα μας δινει δικιο. Αλλωστε ο Γκουιντο ηταν κι ο σχολικος του φιλος. Αν κανεις πηδηξει απ’ τον ενατο οροφο, οπου εχουμε ενα ρετιρε, ξαφνικα σε δυο δευτερολεπτα θα τελειωναν ολα. Απ’ την ταρατσα μας βλεπω μ’ ανατριχιλα κατω την ασφαλτοστρωμενη πλατεια.
Χερμαν Ερλερ
Οταν τυχαινε να μου αρεσει η κοπελα σε μια ρεκλαμα (τις περισσοτερες φορες εγχρωμη), τοτε εβαζα να βρουν που και πως και τα λοιπα. Δε χρειαζοταν να το πολυσκεφτω, ημουν μεγαλοπαραγωγος οπωροκηπευτικων μ’ εναν τζιρο απο Χ εκατονταδες εκατομμυρια κατ’ ετος. Αυτα εγιναν χαρη στην επιχειρηματικη μου δραστηριοτητα. Μονο δυο φορες δεν μπορεσα να καταφερω τετοια φωτομοντελα απο ρεκλαμες, ολα τ’ αλλα μπορεσα να τ’ αγορασω, να τ’ απολαυσω και να τα καταπιω.
Η ζωη μου ηταν σκληροτατη δουλεια, ομως γι’ αυτο και αφθονη χαλαρωση γι’ αλλαγη.
Η γυναικα μου δεν χρειαστηκε να υποφερει (συζυγικα) απ’ αυτο. Ειχαμε τρεις γιους, που τωρα διευθυνουν την επιχειρηση.
Ημουν μολις πενηντα τριων οταν πεθανα (απο καρδιακο εμφραγμα). Ηταν πολυ νωρις, ομως αφησα πισω μου ενα καλα στημενο και τακτοποιημενο εργο ζωης.
Ακριβως επειδη πεθανα τοσο νωρις, ειχα σχετικα με τις απολαυσεις της ζωης δυο φορες δικιο. Μπορουσα να το χαρισω στον εαυτο μου, κι εργαστηκα γι’ αυτο σκληρα. Η επιχειρηση μου ειναι το εργο μου. Ξεκινησα απ` το τιποτα και τελειωσα μ’ εκατομμυρια.
Ρενε Σερερ
Ηταν ακριβως εντεκα χρονων τοτε που επισκεφθηκε τη θεια του, και ηδη το δευτερο απογεμα μαλωσε μ’ εναν οκταχρονο εξυπνακια ξερολα ονοματι Ζακ η Ζαν στην παιδικη χαρα αναμεσα στα δυο τετραγωνα. Τοτε ηρθε ενας μεγαλοσωμος αντρας, ισως ο μπαμπας του μικρου φλυαρου γυαλακια, και με την ανοιχτη παλαμη, του εσκασε ενα σκαμπιλι με τετοια ορμη που σχεδον τον σηκωσε στον αερα. Οταν συνηλθε βρεθηκε ξαπλωμενος στο σκαμμα κι απορησε. Ο μικρος κι ο γερος του φυγανε.
Ο πονος ηρθε αργοτερα. Οταν προσπαθησε να εξηγησει γιατι ξαφνικα δεν μπορουσε να κουνησει χερια και ποδια, δεν καταφερε ουτε και να μιλησει. Η θεια του τον σηκωσε, τον πηρε. Μετα ηρθε ενας γιατρος. Μετα ηρθαν ολο και περισσοτεροι γιατροι. Αυτο εγινε καπου τρεις εβδομαδες μετα απο κεινο το τρομερο χτυπημα.
Απο τοτε περασαν δεκατρια χρονια. Δεν προσπαθει πια να εξηγησει τιποτα. Μια μεγαλυτερη αδελφη τον συμπονει. Τραβα τις κουρτινες και μια φορα την εβδομαδα τον ελαφρωνει, χωρις λογια και σαν επαγγελματιας. Ομως αυτος περιμενει μονο εκεινη τη μεγαλη ευκαιρια να χωσει ολο το κουτι χαπια στο στομα του. Ενεδρευει τον θανατο του, καθε μερα αυτο και τιποτ’ αλλο. Με τριαντα χαπια μπορει να το καταφερει. Αλλη δυνατοτητα γι’ αυτον δεν υπαρχει, οσο κι αν την εψαξε, τοσα χρονια ακινητος, με σκεψεις να τρεχουν ξεφρενα.
Ειμαι αυτος ο αλαλος παραλυτος ονοματι Ρενε Σερερ, στον οποιο πριν απο δεκατρια χρονια ενας αγνωστος εσκασε εκεινο το καταστροφικο σκαμπιλι. Δε θελω να ζω. Θα μου πετυχει.
Σαμουελ Κοραντο Μπεκ
Δε θα με πιστεψουν, κι οι ψαραδες σιγουρα οχι. Καποτε μια πανεμορφη ιριδοπεστροφα, τριαμισι ολοκληρα κιλα ψαρι, την εριξα παλι στη λιμνη.
Μιαν αλλη φορα εναν ξιφια πρωτης, τουλαχιστον δεκαξι κιλα, και πριν εννια χρονια ακριβως, φθινοπωρο, στις εντεκα του Νοεμβρη, νωρις το πρωι, η λιμνη ακομα μεσα στη χαμηλη γκριζα ομιχλη κι ο κολπος κι η οχθη σαν ανυψωμενα, σα μετεωρα, κι εγω ειδα κι επαθα ν’ ανεβασω στη βαρκα εναν γουλιανο. Εναν τεραστιο γουλιανο και ηδη απο χρονια στη λιμνη σπανιοτατο ειδος. Ενα σιγουρα πανω απο 25 κιλα βαρυ ζωο. Αλλα κι αυτο το ψαρι το ξαναδωσα στη λιμνη.
Παρολαυτα ειμαι ψαρας, αυτη ειναι η δουλεια μου. Πιανω πολλα. Πιανω αρκετα. Τοσα οσα η λιμνη με κανονικο ψαρεμα μπορει να δωσει. Ξερω που εχει ψαρι, ποτε και ποσο βαθια, και τι τσιμπαει και τι αφηνει, τι ποσοτητα δινει. Ομως καθε φορα ενοιωθα πως θα μου φερει δυστυχια να κρατησω το ψαρι. Οπως ο ψαρας στο παραμυθι. Δεν εχω μιλησει γι’ αυτο ποτε μεχρι σημερα. Ομως θα ‘ταν βαρυ αμαρτημα να κλεισεις αυτα τα τρια εξαισια ψαρια στο ψαροκαλαθο. Ειμαι σιγουρος πως καμια φορα κι αλλοι ψαραδες αφηνουν εναν ξιφια η καποιο αλλο ωραιο ψαρι να φυγει παλι. Δεν πρεπει να παιρνεις απ’ τα ψαρια τους βασιλιαδες και τις βασιλισσες, τους πριγκηπες και τις πριγκιπισσες, αλλιως ο βυθος δε θα δωσει πια τιποτα. Κανεις πρεπει να 'χει ενα μετρο και μια αισθηση για τις δινες και για τα ρεματα κατω απ’ την καρινα. Πολλα συμβαινουν εκει. Ιδεα δεν εχουμε. Κανεις πρεπει να ξερει πως η ζωη εδω ειναι πολυ συντομη για να θελουμε να την γαρνιρουμε με πρωτες ψαριες και να την χαλαμε με κοκορεματα.
Αγκαθα Αϊχ-φον Αλμεν
Δεκατρια παιδια γεννησα, για δεκαοχτω μαγειρεψα, επλυνα, μπαλωσα, κι ολ’ αυτα. Ειχα τρεις αντρες. Ο πρωτος, μετα τον πρωτο παγκοσμιο πολεμο, γυρισε απ’ την επιστρατευση με χτικιο και πεθανε κι εγω βρεθηκα με τεσσερα παιδια. Το πεμπτο ηταν ακομη αγεννητο, στο σταβλο τρεις αγελαδες και δυο μοσχαρακια, τι να κανει κανεις οταν, εκτος απ’ την πολλη δουλεια, το λεει κι η καρδια του; Του δευτερου αντρα μου του ειχε πεθανει η γυναικα δυο χρονια πριν, απ’ αυτην ειχε κι αυτος επισης πεντε παιδια, ετσι με τη μια γιναμε διπλοι, ηταν σα να βλεπαμε ολοι μας στον καθρεφτη. Απ’ αυτον ειχα εξι παιδια. Ηταν ενας γεροδεμενος αντρας, πουλησε το υποστατικο του, εγω ειχα ηδη αναγκαστει να πουλησω το κτηματακι μου, αγορασαμε ενα νεο, ειχε πολλα ζωα, και με τον καιρο αγορασε κι αλλη γη κι εκανε το καπηλειο «Στο κοκκινο λουλουδι». Στα εγκαινια κερασε του καθε καλεσμενου ενα ποτηρι μηλοκρασο, ενα ποτηρι ζωγραφισμενο στο χερι με χρυσο περιθωριο και πανω λουλουδια αρνικας. Το καπηλειο πηγε καλα, ειχε παντα πολυ κινηση, ομως στο σπιτι ειχαμε πολλα χερια, και στην πυροσβεστικη υπηρεσια ητανε διοικητης, μετα ομως πεθανε ξαφνικα απο καρδια. Εκεινο τον καιρο καναδυο παιδια ειχαν ηδη φυγει απ’ το σπιτι.
Τοτε γνωρισα τον τριτο μου αντρα, απ’ αυτον ειχα αλλα δυο παιδια. Στην αρχη ηταν καλα μαζι του, μετα ομως αρχισε δυστυχως να πινει και οταν ητανε τυφλα γινοταν παντα φρικτα εξαλλος. Με τον καιρο χειροτερεψαν τα πραγματα και τελικα χρειαστηκε να τον στειλουμε σ’ ενα θεραπευτηριο αλκοολικων, ομως αυτο δε βοηθησε και πολυ. Ο αντρας της μεγαλυτερης κορης μου αναλαβε το υποστατικο και το καπηλειο, εγω μετακομισα παραδιπλα σ’ ενα μικρο σπιτακι, ημουν ηδη πανω απο εξηντα.
Για πολλα χρονια, καθε βδομαδα σχεδον, ακομα ειχα μ’ αυτον ενα σωρο ιστοριες, μεθυσμενος δεν μπορουσε να κρατησει τιποτα κι εκανε εμετο κι ολ’ αυτα, μα να τον αποπαιρνω δε βοηθησε, κι οταν ακομα εγραφα στους καπελες να μην του δινουν πια τιποτα, ουτε κι αυτο βοηθησε. Παρολαυτα του ‘διναν. Μονο απ’ τη μεγαλυτερη μου κορη δεν πηρε ποτε πια τιποτα. Περισσοτερο απ’ ολα βοηθησαν τα γηρατεια. Τελος σταματησε γιατι το στομαχι του δεν μπορουσε πια ν’ αντεξει τιποτα. Ηδη με μισο ποτηρι μεθουσε κι αρρωσταινε του θανατα. Ημουν ηδη αρκετα μεγαλη, αυτος οχτω χρονια νεωτερος απο μενα. Τωρα ειμαι κι αλλα δυο-τρια χρονια μεγαλυτερη και παντα το ιδιο αδυνατη οπως σ’ ολη μου τη ζωη.
Πολλες φορες δεν ηξερα πια τι να κανω, με τα παιδια και μ’ ολ’ αυτα, μα γνωριζομασταν και βοηθουσαμε ο ενας τον αλλο, ο ξαδελφος Αρνολντ κι αλλοι, οι περισσοτεροι πεθανανε πια. Μια ζωη ειναι πολυς χρονος, και παλι συντομη, ολο σκαμπανεβασματα. Ηδη τρεις γιοι μου δυστυχως μου πεθαναν πολυ νεοι απο καρκινο, ο πρωτος απο τον πρωτο αντρα, απο μαθητευομενος εμποροϋπαλληλος εφτασε διευθυντης και καποτε ηθελε να μου αγορασει ενα σπιτι πανω στη λιμνη, μα εγω ηθελα να μεινω στο Λενγγις. Οι αλλοι δυο ηταν απο τον δευτερο αντρα. Κι αυτοι προκοψαν καλα, ο πρωτος στη χημικη βιομηχανια της Βασιλειας. Οι αλλοι ζουν ολοι ακομα κι ειναι υγιεις. Εδω και πολυ καιρο εχω αποκτησει δισεγγονα. Ολα μου τα παιδια και τα περισσοτερα εγγονια εκαναν καλες οικογενειες. Κανεις στη ζωη κανει πολλα, που δεν ειναι καθολου αναγκασμενος να κανει, ομως αυτο το διαπιστωνει παντα κατοπιν εορτης, η μαλιστα και πολυ κατοπιν.
Λουκας Β. Μεντελ
Δεν αντεχω να μιλω για την παιδικη μου ηλικια. Ολοι τους ειναι νεκροι. Ημουν δεκαπεντε οταν θελαν να με σκοτωσουν. Το ξερεις αυτο, τον μυριζεις τον θανατο. Πολεμος κι αθλιοτητα, δεν εισαι ανθρωπος πια, δεν υπαρχουν ανθρωποι πια. Ποσοι θα καταφεραν στη μεταφορα να δραπετευσουν; Για καποιον ακουσα, ηταν στρατιωτης κι ηταν τρεις μερες ξαπλωμενος κατω απο πτωματα, ακινητος σα νεκρος. Μολις την τριτη μερα ξεμυτισε πολυ-πολυ προσεκτικα. Ημουν ακομα σχεδον παιδι. Μπορεσα να ξεγλιστρησω και να πηδησω εξω. Ειχα τραυματιστει λιγο, μα πως ετρεχα! Ηταν νυχτα, μαυρη. Δεν εβλεπα τιποτα, ετρεχα κι ετρεχα. Ο χρονος περασε, αυτο ομως οχι. Ημουν μολις δεκαπεντε, ακομα και σημερα το βλεπω στα ονειρα μου. Εχω γυναικα και παιδια, ολα τακτοποιηθηκαν. Μαγαζι, ησυχια, μια μικρη ειρηνη. Παει καιρος που ζω εδω, μια αλλη χωρα. Ομως ο πολεμος υπηρξε, κι ολα, τα εγκληματα, η αθλιοτητα. Εχω μια μεγαλη νοσταλγια. Ησυχια. Πολυ περισσοτερη ησυχια. Καμια βιαιοτητα. Κανενας πολεμος. Στη χωρα που περασα την παιδικη μου ηλικια, φιλουσαν νεκρους ζητιανους με σεβασμο, λες και μολις χριστηκαν βασιλιαδες. Τρομαξα. Απο τον τρομο το σαλιο στο στομα μου εγινε πικρο. Δεν ειναι καλυτερα να φιλιουνται οι ζωντανοι μεταξυ τους; Γεννηθηκα σε λαθος εποχη κι οχι στη σωστη χωρα. Αυτοι που γεννηθηκαν μετα τον πολεμο την εχουν καλυτερα. Τωρα ο πολεμος ειναι ιστορια μονο. Τα παιδια μου κοιμουνται ακομα ησυχα. Εγω δεν μπορω.
Βολφ Χολαντ
Ναι, Γκερολντ, πρεπει να σου πω πως η ζωη που την ζεις παντα με τονωνε περισσοτερο απ’ τη ζωη που την καταγραφεις. Αναρωτιεμαι και σε ρωταω κι εσενα πως το αντεχεις μ’ ολους αυτους γυρω σου, εκει οπου κι εγω ζουσα καποτε κι οπου εσυ συνεχιζεις να ζεις κι οπου δεν υπαρχει κανενας σωστος τοπος για μια σωστη ζωη. Στον πολιτισμο ολα γιναν κι απογιναν, παντου στον ιδιο παλιο δισκο το ιδιο παλιο αυλακι, τα παντα επαναληψεις, απονερα φιλτραρισμενα. Πρεπει να γινουμε παλι αγριοι, αλλιως και στην καλυτερη περιπτωση ολα εχουν μονο ενα μελλον προγραμματισμενο, ομως καμια προοπτικη πια και καμια ζωη. Κι ολ’ αυτα δεν ειναι καθολου αρκετα, ακομα και να κανεις κατι εναντιον τους δεν ειναι αρκετο, κοιτα μονο τ’ αποτελεσματα τριγυρω, κι ολα γεματα απογοητευμενους κι εξαντλημενους διχως αγαπη και διχως προοπτικη. Ολος ο λεγομενος μοντερνος κοσμος ειναι γεματος πεθαμενους που ξεπουλανε την υπακοη τους και την ψυχη τους και τη ζωη τους και νομιζουν πως ετσι μπορουνε ν’ αγορασουν τη ζωη. Δεν μπορουν, δεν γινεται. Μια μικρη ξανθη μπυρα ειναι η μεγαλη τους ελευθερια. Εχουν τηλεφωνο κι αυτοκινητο και πλαστικα και κραγιονια και κοκα-κολα και τι-βι κι ολες τις εγχρωμες αηδιες. Δε χρειαζεται. Για μηνες εκοβα ξυλα στην Αλασκα, ημουν δωδεκα gρες τη μερα ενας εργατης και για τη Μαρι-Τερεζ ενας κακος αντρας, οπως καθε αντρας που πρεπει να σακατευεται. Ομως δεν ειναι η δωδεκαωρη δουλεια που σ’ τη σπαει. Αυτο που σ’ τη σπαει ειναι η σκεψη πως καθε ζωντανο δεντρο που ριχνεις, το σκοτωνεις για να 'χουν αυτοι στο Σικαγο και στη Νεα Υορκη καθε μερα αρκετο χαρτι για τις πεντακοσιες σελιδες της εφημεριδας τους, γεματες με τυπωμενα χθεσινα σκατα των Ταιμς του Νεου Κοσμου που δεν `φελουν τιποτα σε κανεναν. Γι’ αυτο ισοπεδωνεις ζωντανα δαση, κι αυτο σ’ τη σπαει τοσο που για πολλη ωρα μετα νοιωθεις μισος για σενα και για τη γυναικα σου και για τα παντα. Αυτους τους αυτοευνουχισμενους πιθηκους δεν μπορεις καν να τους πεις να πανε να γαμηθουν. Οι πιθανοτητες ειναι τοσο εναντιον σου που πρεπει να σταματησεις. Το κρασι ειναι ξυδι, χυσ’ το. Μη πληθαινεις την πουτανια του λεγομενου πολιτισμου. Αν εισαι αρκετα δυνατος κανε κατι εναντιον του, αλλα κανεις πρεπει να 'ναι τρομερα δυνατος, αλλιως θα χαθεις ανωφελα. Τα παρατησα. Τον χρειαζομαι αυτον τον ελευθερο χωρο και τις αρκουδες, κι ελαφια και αλκες στα δαση, και τα ποταμια γεματα σολωμους, απ’ αυτους βγαζω στην αγορα εξηντα σεντς το μισοκιλο και ζω μ’ αυτα και κανενας δε χρειαζεται περισσοτερα απο μια θερμη ζωντανη γυναικα και παιδια και φως και αερα.
Ξερεις που θα με βρεις, Γκερολντ. Εδω ολα ειναι τοσο γεματα ζωη που δεν μπορεις καν να πεθανεις. Ακομα κι οι νεκροι εδω συνεχιζουν να ζουν για πολυ, βαθια στο χωμα κι ομως παντα δω περα, κι ο θανατος εχει τη θεση του και δεν ειναι κατι κακο. Δε χρειαζεται να 'χεις σχεδον καθολου αγχος εδω, αυτο ειναι το υπεροχο.
Μαζεψ’ τα προτου σε λιωσουν κι ελα με τη γυναικα σου και με τα παιδια σου. Χρειαζεται καποιος να καταγραψει τι ειναι η ζωη πραγματικα. Αυτον τον τρελο πειρασμο πρεπει να τον νοιωσεις και να τον αισθανθεις. Οσο τον νοιωθεις δεν σ’ εχουν γραπωσει ακομα ολοτελα και μπορεις ακομα να τους ξεφυγεις. Αμα δεν τον αισθανεσαι, τερμα και μ’ εσενα, η υπεροχη καυτη ζωη ματαια θα σε καλουσε, αφου δεν θ’ ανταποκρινοσουν πια. Θα ‘ταν κριμα, Γκερολντ. Ο Βολφ σου.
Χανς Γκλογκ
Μην υπερβαλλουμε, κανεις δεν μπορει να τις γνωρισει ολες. Μπορω μονο να ισχυριστω πως πλευρισα καπου τις μισες. Αναμεσα σ’ αυτες, εκτος απ’ τις ερυθροκινεζες, ολες τις μεγαλες.
Ειτε εισαι το τελευταιο αρχιδι στο πλοιο ειτε με τα χρονια γινεις Δευτερος Αξιωματικος χαρη σε μαθηματα δι’ αλληλογραφιας και καλες διασυνδεσεις: το κολπο ειναι να 'σαι παντα προσεκτικος και cool, μην πιασεις καμια αρρωστια. Να προσεχεις η υγιεινη να 'ναι λαμπικο, ειτε εισαι ξενερωτος ειτε τυφλα τελειως. Αυτο ειναι το κολπο κι η πρωτη προϋποθεση, τοσο στο καραβι οσο και στο λιμανι. Κραταμε το πουλι στο χερι καλα και το πλενουμε. Τον κωλο τον πλενουμε. Τα χερια τα πλενουμε. Τα κοριτσια προηγουμενως τα κοιταζουμε. Δεν καβαλαμε καθε φτηνη κωλοτρυπιδα, οσο χαριτωμενα κι αν τιτιβιζει η φοραδιτσα. Αμα χρειαστει, της βαζουμε στο χερι σαπουνι και σφουγγαρι. Χρησιμοποιουμε καποτα παντα, γιατι πρεπει να 'χουμε υγεια. Οποιος δεν μπορει να δουλεψει ειναι out. Πρεπει ετσι να μπορεις να χτυπας τη γροθια στο τραπεζι, ετσι! Δεκα μπουκαλια μπυρας και δεκα ποτηρια, κι οταν βαραω πανω του ολα αναποδογυριζουν, κι ολα απ’ την ιδια πλευρα. Αμα δεν μπορεις πια να το κανεις αυτο, εισαι out. Στη θαλασσα πρεπει να 'σαι εκατον εικοσι τα εκατο παρων. Τωρα πια δεν ταξιδευω, οχι ομως επειδη δεν ειμαι ταχα εκατον εικοσι η και πιο τα εκατο παρων. Απλως μαλωσα, αυτο ειν’ ολο. Τελικα σ’ ολο τον κοσμο προστατευονται οι δικοι, φυσικα. Γι’ αυτο βρισκομαι παλι σ’ αυτον το γαμημενο βρωμοτοπο. Το διπλωμα μου πηγε κατα διαολου.
Αυτος ο κωλοτοπος ειναι ο σκοτεινοτερος τελευταιος των τελευταιων. Δεκαξι χρονια στη θαλασσα και τωρα σ’ αυτη την τρυπα. Α! ρε σεις, βραστες αστικες ψωλιτσες, ασπρα ξεφτισμενα λουκανικα. Ζωυφια. Ρουφουσα το τζιν σα νερο. Ειδα ολο τον κοσμο, μα σμαρι βερνικωμενων αξιοτιμων σαν κι εσας δεν υπαρχει αλλου πουθενα. Ιδεα δεν εχετε τι θα πει γαμω και κουτουπωνω και δερνω. Κανετε τα παιδαρελια σας με το κομποσκοινι γυρω απ’ το πουλι και με την αγιαστουρα στον κωλο και με το κομματικο προγραμμα στα ποδαρια. Κι εσας τους ιδιους ετσι σας εκαναν, και μαλιστα στο σκοταδι. Ετσι σας βλεπουν. Σας βλεπουν και παθαινουν. Απλως παθαινουν. Απλως πρεπει να παθουν. Σ’ ολον τον κοσμο κατι τετοιο σαν εσας δε βρισκεται. Μονο εδω. Απ’ ολον τον κοσμο μονον εδω. Σεις, πρωινοκυριακατικοι νιφτοχερηδες. Αν δεν ησασταν τετοια χολερα, θα ‘πρεπε να σας διαολοσκορπισουν εξω στον κοσμο. Στον καθενα δεκα δολαρια στο ποδαρι και μια τετοια κλωτσια στον κωλο που να προσγειωθειτε και να ρωτατε πως λενε τη χωρα.
Πατηρ Βιταλις Βολφ
Ειμαστε μια κωμοπολη, κι ομως δεν ειμαστε κωμοπολη πια.
Δεν ξερουμε ο ενας τον αλλο.
Δεν βοηθαμε ο ενας τον αλλο - και πως να το καναμε!
Κανουμε δουλειες και καυγαδες ο ενας με τον αλλο, προς ζημια μας κι επ’ οφελος μας: προς ζημια των καρδιων, των αδενων, των εγκεφαλων, των νευρων μας.
Εκβιαζουμε ο ενας τον αλλο πατωντας τον κατω καθωσπρεπικα με χαρτια, σχεδια, υπογραφες, και ως επι το πλειστον με αψογη επαγγελματικη συμπεριφορα μεχρι που να ματωσει.
Δεν αγαπαμε ο ενας τον αλλο και φοβομαστε ο ενας τον αλλο και φοβομαστε τη νυχτα, μα δεν λεει να μας φτασει μεχρι το μισος: ουτε καν ενα κακεντρεχες γελιο.
Μονο κακουτσικες μουρμουρες, σιχαμεροι μορφασμοι, δυνατα ρεψιματα.
Η προσευχη δεν βοηθα σε τιποτα, τα ψεματα βγαινουν ζορισμενα.
Η χαρα θα ‘πρεπε να ριζωσει εδω, αλλιως δεν θα βλαστησει κανενας νεος ουρανος.
Ειμαι γερος. Δεν λεω πια τιποτε. Σωπαινω. Τα κηρυγματα μου τους λειπουν, μου λενε.
Θα ‘ρθει ο,τι ερθει, αν υπαρχει κατι που ειναι να 'ρθει.
Να τολμησουμε να το σκεφτουμε πως ο θεος μας θα μπορουσε να 'ναι ενα κουφιο κομματι γυψου προς εκθεση κι επιδειξη, ισως ηδη στις απαρχες του, κι εμεις ακομη ουτε καν καλοπερασακηδες ειδωλολατρες.
Ειμαι. Συνεχιζω λοιπον, τοσο οσο συνεχιζει ο καθενας, ο οποιος ειναι.
Ποσο, δεν το γνωριζει κανεις, μονο πισω δεν γυριζει, διαφορετικα, μετα απ’ ολ’ αυτα, θα ‘θελα να γυρισω πισω και να μην εχω ερθει ποτε στη ζωη.
Μπερτα Ισλερ
Ακομα μια φορα να 'μαι πανω στο καστρο στην πλατεια Φλαμουριων βραδυ και να βλεπω τη λιμνη περα και να βλεπω τον ουρανο με το κοκκινο της δυσης κι ολες τις λεπτες αποχρωσεις του νερου και του αερα μεχρι να πεσει η νυχτα, αυτο θα ‘θελα. Βανιλιες και φιστικια και φιγγια. Πριν τον αρραβωνα και πριν το γαμο συναντιομασταν παντα κει ψηλα στη σκοπια πανω απ’ το μοναστηρι των Καπουτσινων στις παμπαλαιες τεραστιες φλαμουριες κι απο κατω οι παλιες στεγες και το φραγμα της λιμνης και παραεξω τα νησια στο χρωματισμενο νερο σαν υγρος χαλκος η ασημι η δαμασκηνο κι η μυρωδια της λιμνης τα καλοκαιρινα βραδινα. Δεν μπορω να φυγω. Πρεπει πρεπει θα ‘πρεπε. Δεν μπορω. Αυτος ειν’ ακομη εδω, πρεπει να μεινω, ολ’ αυτα ειναι τα εμπορευματα του. Θελω να πω, περιμενει κει πανω μα ειν’ εδω, τον μυριζω, η ανασα του και το λεπτο αρωμα του πουρου. Οταν χοροπηδουν τα ζωυφια, φανταζει σαν μια παραξενη γκριζολευκη διαφανη λεπτη μικρη στηλη καπνου πανω-πανω στα δεντρα η σαν νεφη καπνου με κροσσια η σαν κλωστες να ταλαντευονται περα-δωθε και πανω-κατω, οταν δεν τον μυριζω πια και μενω ακινητη. Φερνω μονο το καλυτερο εμπορευμα, μονο πρωτης ποιοτητας υλικα. Χειροποιητα αξεσουαρ, κοπιτσες. Επιπλεον δεχομαι καθε ωρα και ρουχα για χημικο καθαρισμο. Δινεται εσαει μεγιστη προσοχη στην καλη ποιοτητα, σ’ αυτο το σημειο ειναι επισης πολυ αυστηρος κι ευσυνειδητος.
Αρτουρ Βενγκερ-Βισερ
Μαλιστα, βεβαιως και στην ιδιωτικη μου ζωη ειμαι φαν των Βορειων Χωρων. Η βρωμια του Νοτου κι η λεγομενη υπεροχη αισθηση ζωης στο Νοτο, τι να πω. Στον Βορρα εχω γνωρισει πολυ περισσοτερο ελευθερο, χαρουμενο κοσμο. Κι εκτος αυτου ειναι καταρχην σε θεση να κανουν καλη ποιοτικη δουλεια και να διατηρουν ανετα τις συνθηκες της ζωης τους σε ταξη. Και σ’ αυτο το σημειο επισης ο Νοτος ειναι χρονιως απογοητευτικος. Για να το πω σε καλα γερμανικα: ασταθεις και τεμπελχαναδες απ’ τα γεννοφασκια τους! Αυτο και μονο τα λεει ολα, μα που να δεις και τα ξενοδοχεια! Γι’ αυτο εδω και πολλα χρονια πηγαινουμε πλεον μονο στη Σκανδιναβια.
Επαγγελματικα, σαν ανωτερος διοικητικος υπαλληλος οπλοστασιου, ειμαι τακτοποιημενος περιφημα. Ομως λογω αυτου δεν περασαμε στο παρελθον και λιγοτερα σκαμπανεβασματα απ’ ο,τι στην ιδιωτικη οικονομια. Παλιοτερα στον ελευθερο χρονο μου ανεβαινα κορφες των τεσσαρων χιλιαδων, συνολικα 31 ακριβως, ομως τωρα πια κανω μονο καπου-καπου μια ελαφρια πορεια το καλοκαιρι, φθινοπωρο, οταν οι καιρικες συνθηκες ειναι για τα βουνα οι καλυτερες. Εδω και μερικα χρονια φωτογραφω κι επισης φιλμαρω λιγακι. Η γυναικα μου ειναι το ιδιο υγιης και ζωντανη οπως εγω, κυριως περιποιειται τον κηπο. Ηδη εδω και δεκα χρονια τον χειμωνα κανουμε κρος καντρυ. Ζουμε σε μονοκατοικια που εχτισαν παλια οι γονεις της, οταν κι ο κοινος αστος μπορουσε ακομα να χτιζει, γιατι ακομα ηταν προσιτο. Εχουμε μια κορη, που παντρευτηκε εναν προκομμενο αντρα, που ηταν για μας ενας καλοδεχουμενος γαμπρος, κι εχει μεινει μεχρι σημερα. Πριν απο δυο χρονια εγινα πρωτη φορα παππους. Η εγγονη μου ειναι ενα υγιεστατο σφριγηλο μικρο πλασματακι.
Εκτος απ’ την κορη εχουμε κι εναν γιο, τον Αρμιν. Δεν θα το κρυψω πως απο καιρο δεν εχουμε παρτιδες μαζι του, απο τοτε που ειναι δεκαεννια. Πηρε αλλο δρομο. Και τοτε εμεις κοψαμε με το μαχαιρι. Αυτο ισχυει απαξ δια παντος. Και με την κορη το ιδιο θα ‘κανα, αν ηταν τετοιος χαρακτηρας. Δεν εχω να δωσω λογαριασμο σε κανεναν, πολιτικα εχω επισης την ελευθερη γνωμη μου. Πριν μερικα χρονια πειστηκα μια φορα να θεσω τ’ ονομα μου στη λιστα για σχολικος επιτροπος. Κι εκλεχτηκα κιολας τοτε, ομως λογω των πολλων μηχανορραφιων συμμετειχα μονο για μια περιοδο. Θυσιαζω στο κρατος κι επομενως στην κοινωνια εξαιτιας του επαγγελματος ηδη αρκετες υπερωριες. Κι αλλωστε σιγα-σιγα κανεις γερναει και θελει να διαθετει τον χρονο του ελευθερα.
Μια Ανωνυμη
Με συνελαβαν και με γεννησαν νεκρη.
Δεν χρειαστηκα ν’ αναπνευσω, να πιω, να χωνεψω. Δεν εμαθα να μιλω, να βαδιζω. Ποτε δεν γελασα και ποτε δεν εκλαψα, δεν πηγα σχολειο ποτε και ποτε δεν μισησα και ποτε δεν αγαπησα. Θα ‘χα γινει γυναικα, καπου στα χιλια εννιακοσια εικοσι, μετα την τεχνικη εκπαιδευση κι εναν χρονο στη Γενευη η στη Λοζαννη, στο μαγαζι της μητερας μου, που ειναι χηρα, θα πουλουσα λεπτα υφασματα, κουμπια απο ξυλο κι απο κοκαλο, τορνευτα με το χερι. Θα ειχα ερωτευτει, θα ειχα παντρευτει, στην κοιλια μου θα ειχε μεγαλωσει ενα παιδι, θα ειχα γεννησει, υποφερει, ουρλιαξει απο χαρα. Ισως περισσοτερες απο μια φορα μονο. Κατοπιν τα αργοσυρτα χρονια που κανεις σιγα-σιγα σταματαει να ζει σαν ανθρωπος με ανθρωπους. Μερα με τη μερα, χρονο με τον χρονο η ζωη διεισδυει. Θα ειχα αρρωστησει και παλι γιατρευτει και παλι αρρωστησει και στα πενηντα τρια θα ειχα κανει μια πρωτη βαρια εγχειρηση απο την οποια δεν θα ειχα συνελθει τελειως ποτε. Στα πενηντα εξι θα ημουν πανω στο χειρουργικο τραπεζι, ολη ενα σαπιο χαλι, ενας ρογχος. Καρκινος στο υπογαστριο. Καρκινος στην κοιλια. Καρκινος στο συκωτι. Καρκινος στο παγκρεας. Ολα καρκινωμενα κι ενας ακουραστος χειρουργος, βοηθοι κι αδελφες ηδη κοιταζονται. Η μαμα μου με γεννησε νεκρη, η ζωη μου εμεινε αβιωτη, βεβαια καποια αλλη θα πρεπει να την αναλαβει η προκειται να την υποφερει, να την υπομεινει. Την διαπερνω συνεχως, απο ανασα σ’ ανασα. Ξερω πως θα γινοταν, τοσο καλα σα να 'χε γινει, και καμια φορα δεν ξερω μηπως οντως εγινε.
Οτο Πφιστερ
Στο σπιτι ημασταν εννια παιδια. Για μενα στα δεκατεσσερα σταματησε το σχολειο, επρεπε να δουλεψω. Τελικα πηγα σ’ ενα μαγαζι εδωδιμων-αποικιακων προϊοντων. Εκει βρηκα την τυχη μου. Η δουλεια μου αρεζε περισσοτερο απ’ ολες τις προηγουμενες. Δοξα τω θεω εκεινες οι μερες περασαν! Οι γονεις μου εχουν πεθανει. Με τ’ αδελφια μου εχω αραιες επαφες. Ενας αδελφος μεταναστευσε στη Σουηδια, μια αδελφη ειναι στη Νοτια Αφρικη.
Τελικα ηρθα εδω σ’ αυτο το μαγαζι, οπου στο προσωπο της γυναικας του ιδιοκτητη βρηκα μια μητερα και φιλη. Ειμαι δω εικοσιτεσσερα χρονια τωρα. Πριν απο εννια χρονια ο ιδιοκτητης ειχε ενα θανατηφορο δυστυχημα στο λουτρο. Μπορεσα να παρω το μαγαζι μ’ ευνοϊκους ορους και συντομα μετα παντρευτηκα μια γνωριμια που ειχα ηδη για καποιο διαστημα. Ειναι καλη γυναικα, υγιης, κι εργατικη βοηθος. Η γυναικα του προηγουμενου ιδιοκτητη βοηθαει στο μαγαζι επισης.
Ομως ολ’ αυτα, εδω που τα λεμε, δεν ειναι και πολυ ενδιαφεροντα. Η γειτονισσα απ’ την αλλη πλευρα του σοκακιου ειναι πιο ενδιαφερουσα. Απο τοτε που ο αντρας της πεθανε ξαφνικα, εδω και πανω απο εικοσι χρονια, εχει ενα μικρο ραγισμα στη γαβαθα, οπως λεμε. Συνεχιζει να δουλευει το μαγαζι, στο καταστημα της εξυπηρετει και το τοπικο παραρτημα ενος καθαριστηριου. Ομως δεν παει και πολυ καλα, παει μαλλον ασχημα, δε βλεπεις πολλους πελατες. Καθε βραδυ, παντα στη δυση του ηλιου, τον χειμωνα ηδη κατα τις πεντε η και νωριτερα, το καλοκαιρι αργοτερα, αφου πρωτα σκοτεινιασει, θελει να βγει εξω. Κανεις μπορει να το παρατηρησει ακριβως. Θελει, μα δεν φευγει ποτε. Ετοιμαζεται για την εξοδο, κλεινει τα παντα, εχει φορεσει τα καλυτερα ρουχα, παπουτσια, καπελο, γαντια, τσαντα κι ολ’ αυτα. Ομως δεν φευγει ποτε. Βασικα δε θελει να βγει, πιστευω. Μοιαζει σαν παντα κατι να την σπρωχνει εξω απ’ το μαγαζι, βγαινει και κανει ενα-δυο βηματα και σταματα. Ειναι σαν ξαφνικα να μην ξερει που ειναι και τι τελικα θελει. Δεν φευγει ποτε. Κοιτα σαν υπνωτισμενη τριγυρω και μοιαζει να ψαχνει κατι. Φαινεται σιγα-σιγα να ξυπνα. Τοτε ανοιγει γρηγορα το μαγαζι της και χωνεται μεσα. Αυτο συμβαινει καθε βραδυ, οσο μπορω να θυμηθω. Αναρωτιομαστε που στο καλο να πηγαινε, αν εφευγε. Σ’ αυτην την περιπτωση φυσικα κανεις θα την ακολουθουσε, και λιγακι θα προσεχε, γιατι βεβαια ποτε δεν ξερεις, αν και στη διαρκεια της ημερας δεν δειχνει απολυτως τιποτα. Το αλλιωτικο την πιανει μονο το βραδυ. Την ημερα ειναι απολυτα φυσιολογικη. Ειναι μαλιστα ενας ιδιαιτερα χαρουμενος ανθρωπος και φιλικη απ’ τη φυση της και παντα πολυ περιποιημενη.
Τομας Μοζερ
Εχω μια γυναικα, αυτη ειναι μολις πενηντα, εγω αντιθετως πανω απο εξηντα πεντε και φυσικα ενας ανοϊκος γερος. Ολα μα ολα τα κανει καλυτερα απο μενα. Φυσικα καλυτερα μαγειρευει, πλενει, πλεκει, ξεσκονιζει, ραβει και ουτω καθεξης. Αλλα και καλυτερα οδηγει, καλυτερα βλεπει την τραπουλα, καλυτερα κερδιζει λεφτα, καλυτερα διαβαζει βιβλια, καλυτερα βαζει δισκους, καλυτερα κανει σκι, καλυτερα μαζευει τα φυλλα, καλυτερα καθαριζει οπλα, καλυτερα αγοραζει εισιτηρια για το σινεμα, καλυτερα επισκεπτεται εκθεσεις τεχνης, καλυτερα διασκεδαζει τους επισκεπτες, καλυτερα μιλα για τεχνικα θεματα, γενικα φλυαρει καλυτερα για το εσωτερικο και για το εξωτερικο, και καλυτερη στο κρεβατι ειναι επισης, κι εννοειται οτι τα πινει καλυτερα. Εγω τι να κανω πια! Και τι να πω πια! Δεν ξερω! Πραγματι δεν ξερω! Μα αυτη ξερει, χωρις καμια αμφιβολια, αυτη σιγουρα ξερει επακριβως.
Ζορζετ Μοζερ-Γκονταρ
Παντρευτηκα τον παππου μου. Πως αλλιως να το πω. Πολλα χρονια τωρα καθε Σαββατο και Κυριακη ο ουρανος πεφτει και τον πλακωνει, και μαζι μ’ αυτον κι εμενα. Παραδειγμα: Θελω να παω σινεμα η απλα να βγω εξω. Δεν θελει. Ακομα και μια ωραια βολτα την Κυριακη, του ειναι παρα πολυ, η ειναι τρελο. Ειναι τελειως τρελο και παντα τυπικο ενος Γαλατη. Παραδειγματος χαρη η ντισκο ειναι πραγματικα τελειως τρελο. Η ντισκο ειναι για τρελους νεους, φυσικα. Στη ντισκο τα δινεις ολα, ετσι τον πειραζω. Αλλα και το θεατρο η τα εγκαινια μιας εκθεσης η μια κεφατη γιορτη με μουσικη και χορο: αποκλειεται! Τελειως τρελο! Ειναι γερος. Αλλα δεν του φαινεται. Ειν’ ενας φιλικος κυριος φαρμακοποιος. Ενας μορφωμενος φιλικος κυριος, πολυ δραστηριος. Ετσι πιστευει ο κοσμος, ετσι λεει. Παντα πολυ ευγενικος κι ενημερωμενος. Ομως ειν’ ενα αποξεραμενο σκαθαρι. Ενας σκαραβαιος. Ενας Scarabeus Pillendreus M. Οταν η δουλεια τελειωσει, γινεται αμεσως ενας γερος ανθρωπος. Μπορεις να πεις πως ειναι ο παππους του εαυτου του, πραγματικα. Εφημεριδες και τι-βι και τιποτ’ αλλο. Αλλα ο γιος μου ειναι οπως εγω, με ζωντανια, ο αντρας μου το ξερει καλα. Μονο που δεν εχει ακομα παντρευτει, δυστυχως.
Γιοχαν Χαϊνριχ Αλεμαν
Οταν κοιταζω τριγυρω, ακομα και μεταξυ των συναδελφων, ακουω σχεδον παντα μονο γκρινια. Αχ, μια ζωη αυτο το φριχτο μαγγανοπηγαδο! Καθε μερα να ξυπνας ξημερωματα! Ολη μερα τα ιδια γκριζα προσωπα! Το βραδυ μισοπαραλυτος και μισοψοφιος και παλι τα ιδια και τα ιδια! Μια ζωη να σκοτωνεσαι για το τιποτα και τελικα παλι για το τιποτα! Φροντιδες και ζορια κι εγνοιες και να χαιρεσαι κι απο πανω οταν παραμενεις υγιης!
Σ’ αυτους τους αιωνιους γκρινιαρογατους λεω: Εδω ειστε σε λαθος τοπο. Και τι σας περασε απ’ το μυαλο. Κι εγω εργατης ειμαι, κι εγω κερδιζω δεκα η εκατο φορες λιγοτερο απ’ τ’ αφεντικα, αλλα ξερω τι κανω. Ειμαι ο ειδικος. Δεν ειμαι αναντικαταστατος, ομως οσο ειμαι δω δεν με αντικαθιστα κανεις, κι οπωσδηποτε οχι καποιο αφεντικο, γι’ αυτο κι ειμαι δω. Να ευχηθω να 'βοσκα κατσικες στην αφρικανικη στεπα; Παρτε τα προβληματα σας στα χερια σας, ανθρωποι, και παψτε να ονειρευεστε. Εσεις μπορειτε και ν’ αντισταθειτε, ο νεγρος οχι. Δεν παει να την κοψετε λασπη και δε μετραει, ανθρωποι! Ειμαι 62, μα ξερω τι θα κανω μετα τη συνταξη. Σιγουροτατα οχι να ρεψω απο πληξη. Ειμαι εργοδηγος στην Κατσικης Α.Ε., μηχανηματα ακριβειας. Το εργοστασιο ειναι στημενο καλα και πληρως οργανωμενο, το κλιμα ειναι φυσιολογικο, προβληματα υπαρχουν σε καθε δουλεια. Ο ανωτατος διευθυντης ειχε στη ζωη του περισσοτερες ατυχιες απο αλλους, εδω ολα τα λεφτα του δεν τον βοηθησαν σε τιποτα. Ειναι στην ηλικια μου. Στην αρχη για χρονια γυναικοδουλειες, και τελευταια πηγαινει και προσκυνα ινδους τσαρλατανους. Παλιοτερα για ενα διαστημα ηταν ενας αποτρελαμενος αλογας, μεχρι που η Προστασια Ζωων το σταματησε. Αυτος ειναι καποιος που μπορει ν’ αντικατασταθει, βασικα εχει αντικατασταθει ηδη. Δε νοιαζεται πια για τιποτα. Το εργοστασιο του ανηκει, μ’ αυτο ειναι ολο κι ολο. Στο εργοστασιο αλλοι εχουν λογο, κι οι εργοδηγοι δεν πανε πισω. Δεν αφηνομαι να με παρασυρει η νεα μοδα να τα βλεπουν ολα μαυρα κι αραχνα. Εχω το ποστο μου και τη δουλεια μου κι ευθυνη. Η μαυριλα ερχεται μονο οταν λειπει η δουλεια, και προπαντων τοτε ειναι που δεν γινεται τιποτα με παραπονα και μ’ αναστεναγμους. Απ’ το τιποτα δε βγαινει τιποτα.
Γιοζεφ Γκαϊσερ
Ξαφνικα μια μερα αντιληφθηκα πως παει μ’ εναν αλλον. Πρεπει να 'ναι καποιος νεος, μαζι του νοιωθει νεα, κολακευμενη. Δεν ξερω πως εγινε και πως το ανακαλυψα, απλα το μυριστηκα, κι αυτο μ’ ετρωγε, αν κι ηξερα οτι κατα βαθος ηταν αδιαφορο. Αλλα κανεις θα μπορουσε να το συζητησει, θα μπορουσε να ξεκαθαρισει τα πραγματα, αλλωστε δεν ειμαστε και τιποτα ηλιθιοι κολλημενοι στις συμβατικοτητες. Δε μου τη σπαει το οτι διαλυει τον γαμο μας, που δεν εχει πια κανενα νοημα, αλλα το πως απομακρυνεται υπουλα, αυτο βρισκω ντροπιαστικο. Εδω τα καταφερνει να βγει και παλι το αηδιαστικο βασικο σχημα γαμου και μοιχειας, σα να ζουσαμε το ετος χιλια οχτακοσια ενενηντα η εννιακοσια τριαντα.
Ποιος ειναι, δεν το ξερω και δε θελω να το ξερω. Μονο στην αρχη μια-δυο φορες στα τυχαια της εδωσα να καταλαβει πως το ξερω. Της εδωσα ολες τις ευκαιριες, μα δεν αντεδρασε. Τοτε κι εγω εκανα τον βλακα, απλως δεν εδειξα τιποτα. Λοιπον δυο κανουν ενα και το αυτο λαθος, καταχωνιαζουν κατι, δεν το αφηνουν να 'ρθει στην επιφανεια. Ετσι τραβαει αρκετο καιρο τωρα. Ολα πιο νεκρα απο νεκρα, στουπωμενα, μαρμαρωμενα. Βασικα μπορω μονο να ελπιζω πως καποτε με καποια αφορμη θα με κοροϊδεψει για το κερατο που μου φοραει, αυτο ισως βοηθουσε, τοτε θα μπορουσαν ολα να βγουν στο φως. Μα ετσι οπως ειναι τωρα, το μονο που μπορω ειναι να γινω μεθυσος η να μου τη δωσει η κατι αλλο. Μα ολ’ αυτα ειναι μεσα σε παρενθεση. Συνεχιζεις. Με τρωει το οτι ισως να με θεωρει τοσο βλακα οσο παριστανω, κι ο τυπος της ισως επισης. Ποτε πια δεν της εφερα λουλουδια.
Λοτε Φλιμ
Γκρουμπερ Αλμπερτ, κατασκευαστης εστιων, ιδιοκτητης σπιτιων, καλος επιχειρηματιας, εδω κι οχτω χρονια παντρεμενος (ατεκνος, η καλη μου τυχη!) πεθαμενος στα τριανταπεντε του χρονια τεσσερις μηνες κι εντεκα μερες (η καρδια και το συκωτι), ζαπλουτη νεα κι ωραια χηρα. Εγω, η Λοττε, το γενος Φλιμμ, διαζευγμενη Γιουντ, νεα κι ωραια σε χηρεια.
Με Γιαμασακι, Χαρακιρι και Τογιατσουν, την ολοκληρωτικη σουπερ τεχνικη, θα φθασετε στον στοχο σας τοσο σιγουρα, οσο σιγουρο ειναι πως θα πεθανετε! Ανατελλει ο ηλιος της αρχοντικης εποχης του πολιτισμου!
Ατυχια για τον φτωχο μου Αλι! Κελεπουρι για μενα!
Βεβαιως μην το ξεχναμε: Το παν ματαιοτης! Ομως παρολαυτα: Λοττε, το γενος Φλιμμ, διαζευγμενη Γιουντ, χηρα Γκρουμπερ. Οξω το σπιτι του πενθους! Θεραπεια με ηλεκτροσοκ! (Τωρα χρειαζεται μια αλλαγη. Η καημενη η γυναικα, το φτωχο πλασμα! Εγω για παραδειγμα θα ‘κανα κανενα ταξιδι.)
Κι εγω επισης. Καταρχην κατευθειαν στο Μαϊαμι, αγαπητη νεκρικη ακολουθια, gehabt euch leid, κοσμε!
Ζαν Μπρουνερ
Ειναι φοβερο. Η περιοδος μου κρατα τρεις εβδομαδες. Αυτο που λενε τα βιβλια αληθευει. Απορροια εξι χρονων στις τροπικες χωρες κι ειναι ασταματητη, παρολα τα φαρμακα. Αιμορραγω ακατασχετα. Δειχνω λεπτεπιλεπτη, πραγματικα ομορφη και λεπτεπιλεπτη. Bloody wet back. Ανυποφορη μου ειναι, η γεννητικη μου περιοχη. Ανησυχητικη και δυσαρεστη και δεν γινεται τιποτα. Θα τακτοποιηθει, λενε. Μα δεν τακτοποιειται. Αλλωστε τι ξερει ενας γιατρος! Καταρρεεις. Καθομαι σ’ εναν βαλτο γεματο βδελλες. Πληρωνω φορο αιματος. Η Ροδεσια παιρνει λυτρα σε αιμα, ναι, ναι. Τι κακο εκανα στη Ροδεσια η στη Νοτια Αφρικη; Ο αντρας μου ηταν αγροτης, γιος Βελγων αγροτων, ουτε κι αυτος εκανε κανενα κακο, εσπειρε, φυτεψε, εχτισε, εθρεψε. Δεν ζημιωσε κανεναν και δεν εβγαλε κερδος απο τιποτα. Βολι και νεκρος. Η χηρα αιμορραγει. Θα με αποτρελανει, θ’ απελπιστω και θα τρελαθω. Χρονια τωρα ειν’ αυτο και δεν με βοηθησε σε τιποτα. Να ‘χα γινει γυναικα χασαπη αντι να παω στις Βρυξελλες. Ποιος να με βοηθησει, ουτε κι ο χρονος μπορει. Οταν το αιμα βρει τον δρομο του, ρεει και ρεει. Σ’ εμας τις γυναικες κανεις θα ‘πρεπε να το διακρινει, πως εκει κατω δεν γυρευουμε τιποτα. Ποτε. Αλλοι λενε πως τους μαυρους δεν θα ‘πρεπε να τους ξαμολησουν στην ανεξαρτησια. Το λενε, και το μονο που θελουν ειναι κερδος απο μια χωρα οπου δεν γυρευαν τιποτα. Παρολαυτα γυρεψαν. Η εταιρεια μου πληρωνει λεφτα για τον πεθαμενο μου αντρα. Ζω απ’ τον δολοφονημενο μου αντρα και το πληρωνω με το αιμα μου για οσο ζω.
Φελιξ Κερνερ-Βιλαντ
Ποτε η γυναικα μου δεν θα παρει ενα γραμμα που θα λεει:
Αγαπη μου,
δεν μπορει να το συλλαβει ο νους μου. Ερωτευτηκα.
Μην προσπαθεις να με καταλαβεις. Δεν ειναι τιποτα
εναντιον σου. Ειναι σαν καταιγιδα. Αγαπη μου!
Πλανταζω. Η ζωη μου αρχισε μολις τωρα.
Δεν μπορω να σε παρηγορησω. Πεταω!
Ποτε η γυναικα μου δεν θα παρει ενα τετοιο γραμμα. Ειμαι ανικανος ν’ αγαπησω. Ποτε δεν εζησα την αγαπη, ποτε δεν θα ζησω την αγαπη.
Φελιξ Κερνερ, ανωτερος υπαλληλος, ακομη ατεκνος.
Συλβια Νοτζ
Ημουν αρραβωνιασμενη, 22 χρονων, λιγο πριν απ’ τον γαμο, η προικα ηδη παραγγελμενη, ολα ενταξει και νοικοκυρεμενα. Ενα βραδυ τον Αυγουστο ο αρραβωνιαστικος μου κι εγω πηγαμε με τ’ αυτοκινητο στη Ζυριχη. Πηγαμε σ’ ενα σινεμα κι αφου ειδαμε την ταινια καναμε και βολτα στην παλια πολη, οπου τα ζεστα βραδια του καλοκαιριου εχει παντα πολυ κινηση. Σ’ αυτην τη βολτα ο αρραβωνιαστικος μου, μου εδειχνε συνεχως πορνες που στεκοταν πλαι σε εισοδους, σε γωνιες και σε στενα παραδιπλανα σοκακια. Στο τελος τον κατηγορησα οτι βλεπει σε καθε γυναικα που συμπτωματικα στεκεται καπου, παραδειγματος χαρη περιμενοντας καποιον, μια πορνη. Ομως αυτος επεμενε πως ολες οι γυναικες που μου ‘χε δειξει εκαναν πορνεια, αυτο φαινεται πανω τους. Τον ρωτησα τι θα συνεβαινε αραγε αν στεκομουν σε μια γωνια, τοτε θα ‘μουν εγω η γυναικα για την οποια μιλησα, που συμπτωματικα περιμενει στη γωνια, ομως αυτος θα μ’ επαιρνε για πορνη. Αυτος οχι, ειπε, ομως αλλοι πιθανον. Και τοτε ο καυγας αναψε. Ημουν εξω φρενων. Ειπα, αυτο θελω να το μαθω ακριβως. «Τοτε καντο!», ειπε αυτος. Ημουν τοσο αγανακτισμενη, σταθηκα, καθως εκεινη την ωρα περνουσαμε απο ενα μικρο παρκινγκ, λυσσασμενη διπλα στ’ αυτοκινητα, ενω αυτος, αρχικα διαμαρτυρομενος, τελικα παρακολουθουσε τη σκηνη απο μικρη αποσταση. Δεν σταθηκα ουτε δυο λεπτα διπλα στ’ αυτοκινητα οταν ενας καλοντυμενος κυριος, τοτε 31 ετων, μου μιλησε απ’ τ’ αυτοκινητο του και με καλεσε για ενα ποτο. Σκεφτηκα, οπως λενε, να με καβαλησει ο διαολος και να με τσιμπησει η βρωμη, κι ηταν πραγματι ετσι, μα ειχα λυσσαξει και φωναξα στον αρραβωνιαστικο μου, που στεκοταν πισω απο ενα αυτοκινητο, ενα «γεια!» και μπηκα στον ξενο στ’ αυτοκινητο κι εφυγα.
Ουτε μισο χρονο αργοτερα παντρευτηκα τον καλοντυμενο κυριο, κι ολα τα χρονια μετεπειτα δεν το μετανιωσα ποτε που εκεινο το βραδυ του Αυγουστου ξαφνικα απο καθαρη λυσσα η αγρια βρωμη με τσιμπησε.
Αυτη ηταν η πιο παραξενη εμπειρια μου μεχρι τωρα. Ο πρωτος μου αρραβωνιαστικος εμεινε μεχρι σημερα ο ιδιος ανυπαντρος κοινοτικος υπαλληλος, και μου ειναι μυστηριο γιατι ειχα αρραβωνιαστει καν μαζι του.
Αλεξαντερ Μπαουμαν
Ο ανθρωπος ειναι πραμα διαθεσιμο.
Αλλοι λενε πως ειμαι πουστης επειδη μου προκαλει τοσο αγχος η γυναικεια σαρκα και το γυναικειο χερι, μου προκαλουν τοσο αγχος τα γυναικεια ματια, η οψη τους και το βλεμμα τους, κι ακομη τοσο σεβασμο και συντριβη που δεν εχω παρει καμια γυναικα. Αλλοι λενε πως καθε βδομαδα παω σε μιαν αλλη πολη, που δεν με ξερει κανεις, κι εκει παω σε γυναικες, κανω φρικτα πραματα, εκφυλα και τα λοιπα, εκει ξεσαλωνω τελειως. Αλλοι λενε παλι πως ειμαι μισο πουστης μισο καυλιαρης. Ο ανθρωπος ειναι πραμα διαθεσιμο. Γι’ αυτο και λεγεται ακομα: τιποτ’ απ’ αυτα. Ο τυπικος λογιστακος, μια ζωη τα κανει πανω του. Στα παντελονια του καν; Δεν ειναι μαλλον παντελονακια; Ολ’ αυτα τα εξιδανικευει. Τα απωθει. Τα πουλαει σαν καλλιεργεια η ο,τι αλλο. Παντως: με τιποτα δεν τα ζει.
Πραμα διαθεσιμο. Τα βγαζω περα. Δεν λεω πως. Μα τα βγαζω περα. Ο καθενας τα βγαζει περα. Στοχος και σκοπος της ζωης αυτο ειναι λοιπον, τουτη τη ζωη ακριβως να τη ζησεις;
Στα επισημα εγγραφα μου, στο διαβατηριο για παραδειγμα, ειμαι κοινοτικος υπαλληλος, εργενης, χριστιανος ρωμαιοκαθολικος, γεννηθεις το, και μαλιστα εκει, οχι εκει, 178 εκ. υψος, εχω καστανα μαλλια και γαλαζια ματια. Απο ιδιαιτερα χαρακτηριστικα ουτε ιχνος. Πραμα διαθεσιμο, προαιρετικο ονοματι
Κλαρα Ινιοτι-Βεμπερ
Κανεις δεν χρειαζεται να μου εξηγησει την λεξη αϋπνια. Κανεις δεν ξερει καλυτερα απο μενα τι ειναι αϋπνια. Δεν ειναι το θερμο κλιμα, οπως πολλοι νομιζουν, τοτε θα μπορουσα εδω να κοιμαμαι πολυ. Και βρεχει τοσο πολυ, πολυ περισσοτερο απο παλιοτερα. Τον πιο πολυ καιρο κανει κρυο. Ειναι υπεροπτικο να ισχυριζεται καποιος με παθος και θρασος πως καθε ανθρωπος που διαβαζει θα βρει τελικα τα δεκα η 50 η 100 βιβλια που ειναι γι’ αυτον, οταν εχει διαβασει 2000 η 10000 βιβλια. Εχω διαβασει αναριθμητα βιβλια. Γερμανικα, ιταλικα, ισπανικα και καποια πορτογαλικα. Προτιμουσα απομνημονευματα κι ημερολογια, και πολλες ταξιδιωτικες αφηγησεις. Μια ζωη ημουν ευτυχης οταν το απογεμα ευρισκα το αναγνωσμα της ερχομενης νυχτας. Αρκετα συχνα μολις προς το βραδυ ευρισκα το βιβλιο που θα μπορουσα να διαβασω προτου σβησω τη λαμπα, κι αργοτερα, οταν ξαναξυπνουσα μετα απο συντομο κι ελαφρυ υπνο. Αναριθμητα βιβλια. Τα δεκα η 100 μου δεν τα βρηκα, ουτε και τον υπνο. Διασημοι αυπνοι ηταν ο Αλεξανδρος, ο Καισαρας, ο Cuccagna, der Stφckler von Stotterdam, αυτο εχει πλακα, ο Ντραγκουτ, ο κομης Καυσερλινγκ, που αγορασε τις παραλλαγες Γκολντμπεργκ, ο πλοιαρχος Τζειμς Κουκ, ο Σιμον Μπολιβαρ, ο Φρεμοντ, ο Κουεβεντο, ο Ρουμπρουκ, ο Αντονιο Σολερ, ο Αμπελ Τασμαν, ο Ιμπν Μπαττουρα συν πολλοι αλλοι. Ο αντρας μου ελεγε και ο Φαουστο Κοππι κι αλλοι ακομα. Δεν πιστευω πως ο Σταλιν ανηκει σ’ αυτους η ο Σαντινο η ο Φιντελ Καστρο. Διασημες αυπνες γυναικες δεν μου ειναι γνωστες, μονο μερικες υπνοβατισσες. Οι περισσοτεροι ανθρωποι στην πραγματικη ζωη ειναι ανοητοι. Οταν ημασταν καλεσμενοι δεν χρειαζονταν παρα να δει κανεις τους αμερικανους, οι περισσοτεροι παστωμενα γιγαντια μωρα με οικογενεια, χρηματα, γκαρντεν παρτι, μπαρμπεκιου κι η εταιρεια τους και κατα τ’ αλλα μηδεν. Τωρα πια δεν διαβαζω, κι ουτε πια μουσικη απο δισκους, η μονωση ειναι πολυ κακη. Πεθανε τοσος κοσμος μαζι, τους ηξερα ολους. Πρωτος πεθανε ο αντρας μου. Ιγκνατσιο Ινιοτι-Βεμπερ, αγοραστης, μολις 62. Ηταν τραπεζικος υπαλληλος στην Ρωμη, ωσπου μια μεγαλη εταιρεια του προσφερετην θεση του ως αντιπροσωπου. Ηταν ενας αγαπητος αγοραστης στον καφε, προς το τελος και στο καρδαμο. Πρωτα μειναμε στη Ρωμη, κατοπιν πολυ καιρο στο Σαντος και στην Μπογκοτα, τελος εννια χρονια στο Σαντιαγκο ντε Γκουατεμαλα. Δυστυχως δεν αποκτησαμε παιδια, ομως παντου ειχαμε και τα ωραια μας. Ηταν καλος ανθρωπος. Ποτε δεν ειχαμε καυγα. Καθολου κατηγοριες. Καθε φορα που καποιος θ’ αποκτουσε παιδι, εμεις ηδη προ πολλου θα ‘χαμε την μονιμη εκλειψη ηλιου επι γης. Αλλωστε πιθανον πανω απο 80 τοις εκατο των παιδιων, κατα την αφιξη τους εξακολουθουν να μην γινονται υποδεκτα ακριβως μετα τιμων και λαμπαδων. Συμφωνα με την πειρα μου της ζωης, οι ανθρωποι που ειναι στον κοσμο, στην πλειοψηφια τους ειναι οι λαθος ανθρωποι, καθοτι οι ανεπιθυμητοι. Το γεννοβολημα δινει και παιρνει. Η τεφροδοχος του Ιγκνατσιο μεταφερθηκε στην Καλτανισσεττα στη Σικελια, οπου η οικογενεια του εχουν εναν μεγαλο οικογενειακο ταφο. Παντα ειχαμε πολλους φιλους και γνωστους, οχι μονο επαγγελματικα. Γελασαμε πολυ. Εμεινα στην Μπογκοτα αλλα δυο χρονια. πριν απο ενα χρονο γυρισα πισω εδω. Εδω μεγαλωσα. Αυτο ειν’ ολο. Μια βροχερη, κρυα, πως να το κανουμε, ηλιθια νεκρη χωρα.
Ουλα Τσιγκλερ
Καθως ειχα την τυχη να γεννηθω και να μεγαλωσω με γονεις ευπορους, κι ακομα, μετα απο μια καλη γενικη μορφωση, να κανω νωρις-νωρις εναν καλο γαμο, στη ζωη μου δεν μου ελειψε κανενα υλικο αγαθο.
Αυτο που απολαμβανα ιδιαιτερα στον γαμο μου ηταν, μετα απο καποια καταναλωση αλκοολ, να με βιαζει ο 25 χρονια μεγαλυτερος αντρας μου, παιχνιδιαρικα και σαν τζεντλεμαν. Επισης μια αλλη απροσδοκητη απολαυση μου ηταν επανειλημμενα, σε μαγαζια και καταστηματα, να χωνω στην τσεπη μου καθε λογης μικροπραγματα. Το μυστικο μου ονειρο, ενα αρκετα παιδιαστικο ονειρο, να γευτω μια φρικτη νυχτα μ’ εναν τεραστιο, ακουραστο μαυρο μεχρις αναισθησιας, δυστυχως δεν εκπληρωθηκε. Πεθανα απο ηλεκτροπληξια που προκληθηκε απο ενα βραχυκυκλωμα (η κατι αλλο) σ’ εναν δονητη που για μια φορα ειχε συνδεθει κατευθειαν στο ρευμα, που ειχα βαλει δοκιμαστικα για πρωτη φορα. Ημουν 24½ ακριβως. Ο αντρας μου, οπως ειπα πολυ μεγαλυτερος, ομως σε φορμα οπως ενας νεαρος, καταφερε βεβαια μια βλακωδη θανατηφορα συγκυρια να την κανει τραγικο οικιακο ατυχημα.
24½ χρονια ηταν πολυ λιγα, πολυ πολυ λιγα. Κι ηταν ακριβως στο ξεκινημα. Πως μπορει κανεις να πεθανει μολις στα 24½! Τα ειχα ολα. Τι θεος ειναι αυτος η τι θεια προνοια ειναι αυτη! Πως μπορει κανεις να σκοτωσει μια 24½χρονη νεα γυναικα ορεξατη για ζωη τοσο αναιτια, τοσο ψυχραιμα! Αγαπησα τη ζωη σαν κτηνος.
Λουκιους Τσιγκλερ
Δωδεκα χρονια τωρα, στη φαινομενικα επιτυχημενη κι ευχαριστη ζωη μου, μονο μια σκεψη εχει ακομα σημασια, οση ωρα ειμαι ξυπνιος: Σκοτωσα την γυναικα μου. Σαν ηλεκτρολογος-μηχανολογος δεν χρειαζομαι οδηγιες πως να πετυχω κατι τετοιο χωρις να το παρει ειδηση ψυχη. Απο φονος γινεται ατυχημα.
Ελπιζα, με μιση καρδια βεβαια, οτι δε θα ‘χε θανατηφορα αποληξη, οτι τελικα κι αυτο θα ‘ναι ενα ακομα παιχνιδι, ενα γερο γαργαλητο. Ετρεφα μαλιστα το βλακωδες παραληρημα πως θα την διασκεδαζε ιδιαιτερα.
Δε θα με τσακωσουν. Δε θα με πιστευαν, ισως να με στραβοκοιταζαν και τελικα να μ’ εχωναν στο τρελαδικο αντι για το κατεργο. Συνεχιζω να ζω, απο τοτε δεν εχω αγγιξει γυναικα, το κεφαλι μου ειναι γεματο απ’ αυτην, το σωμα μου, ολα γεματα απ’ αυτην. Ο κοσμος με λυπαται. Ειμαι ο επιχειρηματιας που πια γερνα γρηγορα, που μετα τον τραγικο θανατο της νεαρης γυναικας του απομονωθηκε, οσο κι αν τον νοιαστηκαν οι φιλοι του. Ακομα κι εκεινοι που λογω της διαφορας ηλικιας αναμεσα στη γυναικα μου και σ’ εμενα ξερνουσαν καθε λογης αηδιες, γιατι παντα ενας καφροτοπος δεν θελει τους καφρους του να πολυπαιρνουν αναστημα, ακομα κι αναμεσα σ’ επιστημονες και μεγαλοεπιχειρηματιες, ακομα κι αυτο το ειδος φιλων συμπονουσε στα σοβαρα. Εασατε απαντας συμπονειν, καλογεροι, αλλ’ αστε με ησυχο με τα πλατσαρισματα και με τα σαλιαρισματα σας.
Η φυγη μου στην ιστιοπλοϊα, στην ιππασια και στην αεροναυτικη τοτε, τωρα στο κυνηγι.
Ο ανθρωπος, οταν πρεπει να πει κατι, σπανια λεει αυτο που θα ‘πρεπε να πει. Γι’ αυτο λεω μονον τουτο: Αν πιστευετε οτι θα τον αναγνωρισετε στα λογια του, λοιπον πλανιεστε. Κι αν πιστευετε οτι θα τον αναγνωρισετε στα εργα του, πλανιεστε. Δεν αναγνωριζεται. Ειναι. Και παρερχεται. Ειναι παροδικος κι απ’ την φυση του ακαταλληλος ν’ αναγνωριστει. Ο,τι λεει ο ιδιος αιωρειται πανω απ’ την επιφανεια του. Ο,τι εσεις αναγνωριζετε σ’ αυτον επιπλεει επανω του. Βαθυτερα βυθιζεται μονο οταν ειναι νεκρος κι επιτελους βουβος, οχι πρωτυτερα. Τι να πω λοιπον για μενα, για τη ζωη μου; Κανεις τρεπεται σε φυγη.
Κυριες και Κυριοι, η επισκεψη σας με χαροποιει, ο μαγευτικα ωραιος καιρος δεν μπορεσε να σας αποτρεψει, ευχαριστως λοιπον να σας ανοιξω τις πορτες του Μουσειου μας. Τα αντικειμενα που ειναι συγκεντρωμενα εδω, ειναι τροπον τινα δικα μου κομματια, εγω ανακινησα την ιδεα για την ιδρυση του Μουσειου, εγω την εκανα αγαπητη, σιγα-σιγα επεισα τον ενα και τον αλλο επιζωντα να μας κληροδοτησει μεμονωμενα κομματια η ολοκληρες συλλογες, ετσι μαζευονται τα πραγματα αντι να χανονται στη σκονη και στο σκοταδι.
Οπως ο σιδερενιος ιπποτης στην εισοδο, κι εγω σας λεω:
Ψηλα οι προσωπιδες! Εξω τα προσωπα! Εδω φωτιζονται τα παντα, δεν σκιαζεται τιποτε! Κι ελπιζω να ζωντανεψω τους θησαυρους μας τοσο που να σας πεταχτουν τα κουμπια και να βγειτε απ’ τα ρουχα σας, κατα τ’ αλλα μπορειτε ανετα να σιγοσφυριζετε με τα κλειδια του σπιτιου σας.
Απο τα ορθανοιχτα παραθυρα τσιριζαν και σφυριζαν πουλια στα καταπρασινα, ευωδιαστα δεντρα εξω στο παρκο του μικρου ανακτορου· τουτο ηταν γεματο μαρμαρυγες απο λαμπερο φως· μικρα σιντριβανια χοροπηδουσαν στον ηλιο του αποφθινοπωρου.
Πρωτο Τμημα
Η Ανοιχτοπρασινη Καμαρη
Στο πρωτο τμημα, στην λεγομενη Ανοιχτοπρασινη Καμαρη, με τις ασημενιες διακοσμησεις, θα προσπαθησουμε να σας δειξουμε πως οι ανθρωποι στα μερη μας ντυνονταν, στολιζονταν, εστρωναν το κρεβατι.
Θα δειτε υφαντα, δαντελωτα, πλεκτα, αλλα και μερικα κομματια ξυλογλυπτα, τορνευτα, ψυχρηλατα, σφυρηλατα. Θα εχω την ευχαριστηση να σας επιδεικνυω καθε φορα ιδιαιτερως το ενα η το αλλο αντικειμενο.
Το χαρισματικο χερι ανασυρει το πραγμα μεσα απο αυτο το ιδιο και το φτιαχνει, ενω το πραγμα, που μ’ αυτον τον τροπο προκυπτει, προσαρμοζεται στο χερι και το χερι προσαρμοζεται κι αυτο, κι ακομη καποτε τα πραγματα μεταβαλλουν κι εκεινα τα χερια απο τα οποια αργοτερα περνουν.
Ελπιζω η παρουσιαση μου να επιτεινει την απολαυση σας και να δικαιωσει το ενδιαφερον σας.
Περιεργο γεροντακι αυτος ο επιμελητης, ειπε η κυρια Κασπαρκα απο το Ρουτλινγκεν στον αντρα της. Δε σου φαινεται κι εσενα;
Ο Γιαροσλαβ Κασπαρκα εγειρε λοξα το μισοφαλακρο του κεφαλι, μελετησε, δεν ειπε τιποτε. Θελει να της πω, σκεφτηκε, ποσο δικιο εχει και παλι.
I
Εδω ολες οι στολες, η γιορτινη στολη, η καθημερινη στολη, η νυφικη στολη και τα ρουχα του γαμπρου, φουστες, πουκαμισα, στηθοδεσμοι, παντελονια και τιραντες, δερματα με ασημενια στολισματα, χιτωνιο, σκουφος, καπελο, `μοφορια, δαντελλες καθε ειδους, πλεκτα, υδατοσημα, οι φαρδιοι κοιλεπιδεσμοι, οι καλτσες και τα παπουτσια με τ’ ασημενια κορδονια.
Για το φορεμα της γιορτινης στολης των γυναικων χρειαζοταν η βοηθεια απο δυο παραμανες, ακομα και στα εσωρουχα δεν υπαρχει κουμπι κανενα, ολα πιανονταν μεταξυ τους με ασημενιες καρφιτσες, καθε τρυπημα της καρφιτσας ηταν θεμα τυφλης εμπιστοσυνης, δεν το επεζησαν ολες οι νεαρες το ντυσιμο, μαλιστα, εδω περιδεραια, κουμπια, χτενακια, η μικρη διακοσμητικη πιπα καπνου, για τον λοβο του αυτιου ενα χρυσο καρφακι που να τραβαει τα βλεμματα, στην τσεπη το δερματινο πουγκι με λεφτα για τη γιορτη, πισω απ’ την ποδια και κατω απ’ τις φουστες γιορτινες χαρες και πυροτεχνηματα, ολα τα κομματια σας δινουν μια καλη ιδεα πως το γλεντουσαν οι ανθρωποι και πως αντεχαν το κρυο και τη ζεστη.
Αυτην τη συλλογη την οφειλουμε σε μια γεροντοκορη ονοματι Δωροθεα Χαζλερ, μαμη, αργοτερα νεκροκομα, την εικονα της θα την δειτε αργοτερα, μια γυναικα που καθαριζει τους νεκρους εχει προσβαση στον κοσμο, στα πτωματα, στα ρουχα, ειναι ψυχραιμη εκει οπου μισοναρκωμενοι πενθουντες κοιταζουν χαζα κι εκνευρισμενοι αρπαχτες της κληρονομιας τρεχουν τυφλα πανω-κατω, εκει η καλη μας παραδουλευτρα πτωματων απομακρυνει ο,τι χανεται κι εξαφανιζεται ετσι κι αλλιως μεσα στη συγχυση του θλιβερου γεγονοτος, τουτο αφορα ακομη και δαχτυλιδια, σκουλαρικια, προθεσεις ποδιων, χρυσα δοντια, γυαλινα ματια, διαφραγματα, εχουμε πολλα απ’ αυτα στο υπογειο.
Straps! Straps! φωναξε ο ιρλανδος μεσιτης ακινητων Αρτους Μακ Αουλ, ψαρας ξιφια και πεστροφας, γεννημενος κοντα στον ποταμο Σαννον, ειδικος στα τεχνητα δολωματα νερου κι επιφανειας. Stars and Straps! Sonnez la cloche! μορφασε ξεδιαντροπα. Ο ξενοδοχος Λεντερμπυλερ απο την Λουκερνη στην λιμνη Φιερβαλντστεττερ απορησε ενοχλημενος κι αηδιασμενος. Κτηνος φουσκωμενο με μπυρα! Σκεφτηκε. Ευχαριστως θα το ειχε πει φωναχτα.
Δευτερο Τμημα
Το Βαθυπρασινο Δωματιο
Στο Βαθυπρασινο Δωματιο τωρα το τμημα μας για καθε ειδους παιδικα παιχνιδια και παρομοια, και για προϊστορικα.
Ο συνδυασμος αυτων των δυο τομεων προεκυψε ισως, δεν μπορω πια να το εξηγησω, λογω στενοτητας χωρου, η απο στενοχωρια εμπρος στον ογκο των εισερχομενων ειδων, θα πρεπει να υπηρξε ενας σοβαρος λογος, και μετα αυτο, που αρχικα ξενιζε, στην τριβη με τα πραγματα εγινε σιγα-σιγα φυσικο και οικειο.
«Οπως για παραδειγμα καποιος στηνει το κρεβατι του στο Βικτορια Στεισον και ηδη μετα τρεις νυχτες ισχυριζεται πως πια δεν ακουει τον θορυβο των τραινων καθολου», ειπε στη γυναικα του ο μιστερ Φρανσις Γουωτσον απο τους Watson and Sons, Suppliers and Contractors of Fine Flutes since MDLXXXVII, το ετος στο οποιο η Μαιρη Στιουαρτ πεθανε οπως της αξιζε.
Η μισιζ Μαιρη Γουωτσον απαντησε μετα απο λιγο· στα κλαδια εξω πουλια που σφυριζαν κι ενα γλυκο αερακι και ηλιος. - «Καταλαβαινω», ειπε, «τις εξαιρετικα βλακωδεις συγκρισεις σου και τα παραδειγματα τοσο λιγο οσο και τις εξηγησεις αυτου του αποβλακωμενου γεροντιου του μουσειου. Παλι καλα που σημερα το βραδυ διαλυεται η παρεα και θα γυρισουμε ξανα σπιτι!»
IV
Αυτην την ωραια συλλογη απο χειροποιητες σβουρες μας την παρεδωσε ενας κυριος Εβαριστ Κνοσπε, ο πατερας του ηταν απο δω, η μητερα του απο τη Δορδονη στη Γαλλια, μια περιοχη με μαυρο χωμα, γεματη καλομανιταρα και δρυμους, γι’ αυτο ισως ηταν ενας ανθρωπος που εκανε πολλες βαριες σκεψεις, καποτε σε πλανοδιους τσιγγανους κι αρτιστες ειδε στην εκθεση των ζωων μια λαμαρινενια ταμπελιτσα ψηλα στην κλουβα οπου ενας μεγαλος πιθηκος καθοταν ησυχος και κοιταζε εξω με χαλαρη προσοχη, και στην ταμπελιτσα μπορουσες να διαβασεις τ’ ονομα του πιθηκου: Μπλακυ, μα οταν ο Κνοσπε εφερε γυρο, ειδε στο πισω μερος της ταμπελιτσας ελαφρα με μικρα γραμματα χαραγμενο σε σκουρια και βρωμα και σκονη ενα ονομα: Αλληλοχιμ, κι ο πιθηκος Μπλακυ του εκλεισε το ματι πονηρα, ετσι ο Εβαριστ Κνοσπε συμπερανε για τον εαυτο του πως λοιπον οντως υπαρχει θεος και πως ειναι μεσα σ’ εκεινον, ισως μεσα σ’ ολους τους πιθηκους και πουθενα αλλου, ιδιαιτερα στους πιθηκους που τους εχουν σε κλουβες στον ζωολογικο κηπο και στο τσιρκο γιατι εκει ο θεος, μεταμφιεσμενος σε πιθηκο, κρυμμενος στον πιθηκο, μπορει ευκολα να κοιταζει τα πλασματα του προσωπο με προσωπο, ερχονται να γελασουν με τα κολπακια του και με την ομοιοτητα του με τον ανθρωπο αλλα και ντρεπονται, κρυφα καυλωμενοι, με την απροκαλυπτη φυση του και βλεπουν με αηδια κι ανατριχιλα πως αναπαραγεται η ανακατευει τα κοπρανα του, το θεοσκατο χρυσος, η βρωμα ανθρωπος.
Ο Κνοσπε εγκατελειψε την περιοχη μας γρηγορα και χωρις ν’ αφησει ιχνη, αφου πρωτα εγινε βαθυπλουτος χαρη σ’ επιτυχημενες κερδοσκοπιες, παντως σημερα ισως ισχυριζοταν πως ο θεος ειναι στις τηλεοπτικες συσκευες κι ο λαος του των ανθρωπων καθημερινα καθεται, συχνα με τις gρες, μαγεμενος εμπρος του και κοιταζει και δεν ξερουν τι πραγματικα κοιταζουν.
Απο τον Εβαριστ Κνοσπε κατοπιν επισης μερικα ωραια συνεργα γραφης, αποκτημενα με κοπους σ’ ενα ταξιδι στην Ισπανια στο Τολεδο, πολη των βασιλεων, των ιερεων, των μαγων, κι επιπλεον ιδιαζοντως παραξενος ο ισχυρισμος του οτι για την γραφη ενδεικνυνται μονον εργαλεια που κατασκευασε ενας αγραμματος: καλαμος, κονδυλοφορος, μολυβδο- και μελανοκονδυλος, κυλινδρικο σημαντρο, σταμπα.
«Παραξενο», ειπε η μισιζ Μαγιερ, διευθυντρια πωλησεων ενος εμπορικου οικου στη Σαντα Μονικα κοντα στο Λος Αντζελες.
«Ναι. Περιεργο», ειπε ο μιστερ Λιβικ απο το Ακρον, Οχαιο, οπου και απασχολουνταν στη βιομηχανια λατεξ.
«Παραξενο!» επεμεινε η μισιζ Γιουντιθ Μαγιερ.
Υδρογονοκορη, θα σε ξεσκισω εγω! σκεφτηκε.
Αρκουδακι απο καουτσουκ! σκεφτηκε αυτη.
Τριτο Τμημα
Η Κιτρινη Αιθουσα
Στο τριτο τμημα θα σας δειξουμε καθε ειδους οργανα κι εργαλεια, μηχανηματα της δουλειας, και μαλιστα διαφορων επαγγελματιων, απο τον τεχνιτη που κανει ειρηνικα τη δουλιτσα του μεχρι τον ειδικο που σκοτωνεται, κυριες και κυριοι, η Κιτρινη Αιθουσα μας!
Η γυναικα του μιστερ Φρανσις Γουωτσον Μαιρη παρατηρουσε τον μιστερ Αιρονσταιν εδω κι αρκετη ωρα: «Δεν ειναι παραξενα μαλθακος;» ειπε στον αντρα της. «Εννοω για αθλητης.»
Αυτος ρωτησε, ποιον εννοει.
«Τη Βροντη της Ιαπωνιας! Ποιον αλλο! Σιγουρα οχι τη μεγαλυτερη πιπα του Λονδινου!»
Ο μιστερ Γουωτσον απαντησε στη γυναικα του πως ειναι σιγουρος οτι στην πραγματικοτητα ο μιστερ Γιαουλο Αιρονσταιν εχει τελειως αλλο ονομα, κι ακομη εβγαλε ενα απωασιατικο σχιστοματικο χαμογελο και ψιθυρισε: «Χαιλ Νιππον!»
Η μισιζ Μαιρη Γουωτσον δεν χαμογελασε.
I
Εργαλεια που βρηκε, συγκεντρωσε, φυλαξε ο Μπαλταζαρ η Μπαλτς Τσαπφ: ροκανι, σχιστης, γνωμωνας, σταθμη, πλανες για ραμποταρισμα, ξεχονδρισμα, Zorn, ζυγισμα, υδρορροες, τσοντες, τανυσμα κι εγκοπες, ενα καθαρο αλετροποδι κι ενας κολαουζος, μια κεραμευτικη κουταλα, ενας τροχος κεραμοπλαστικης, ενας ανατροπεας σπαστος και δυο μονοι, ενας τριφτης χρωματων απο το Βορνεο, ορειβατικες σκαπανες απο την περιοχη του Πιντσμπουργκ, ψαλιδα, δρεπανι, θεριστηρι, σφυρι ακονισματος και Klönstock, νορμανδικο, σφυρια βαρελοποιιας, συγκολλησης και σιδηρουργιας, παλιες κλειδαριες, παλια κλειδια, ενας μικρος ρωσικος τορνος, ανατρεπομενος, ενας σταθερος γερμανικος παγκος λειανσης αυγων και μια αγγλικη κοπτικη μηχανη, συστημα Johny Panic, Maker of Dreams and Machines, κι εδω μια σικελικη μηχανη αλλαντοποιιας, μια ζυγαρια νωπου κρεατος, πριονια χειροκινητα και ποδοκινητα απο την Ιαπωνια, την Πολωνια και το Κεντακι οπου λεγεται πως εχει ανθρωπους με δωδεκα δαχτυλα στα χερια και μια ντουζινα στα ποδια, κατοπιν εργαλεια υποδηματοποιιας, καλαποδια, λευκαστες, λαδακονα, ενας πλαστης κουταλιων ασημενιος κι ενας κερατινος απ’ την Τουρκια, μετα εδω κι αλλα γεωργικα εργαλεια, ενα μαχαιρακι κεραμοποιιας, κοφτης καπνου, κοπανιστηρι λινου και οστων, μυλος δημητριακων, γυψοκαμινος, Faserbeutler, ροδανι, Kolbenschneffler, σταχυολογος, αλωνιστης, τσουγκρανα, Kofler, απο το Ελζαςς ενα ροκανακι χορτων, τσεκουρια, κοπιδια, γαντζοι, ενας παγκος πριονιστη απο την Νορβηγια, απο την Παταγονια αυτος ο εκδορεας απο τα χρονια της μεγαλης φαλαινοθηριας, εχει και συνεχεια, ολα εχουν ταμπελες, εδω μια ζυγαρια με γλωσσιδι η με ελατηριο η φεγγαροζυγος και παραδιπλα μια αρθρωτη, απο την Λομβαρδια.
Ο Τσαπφ διηγηθηκε οτι στην Νεα Υορκη στο Μπροντγουει ειδε εναν Ινδιανο ο οποιος για ενα δολαριο το κεφαλι εδειχνε στον κοσμο ολα τα ζωα της γης, ακομα και τα αφανισμενα και τα εξολοθρευμενα, στην ασφαλτο μπροστα στα ποδια του υπηρχε ενα μικρο χαλι με κροσσια, οχι μεγαλυτερο απο χαλι εξωπορτας, ο κοσμος πληρωνε κι ο ενας μετα τον αλλον προχωρουσε κι εβλεπε μεσα απ` το χαλι προς ενα ηλιολουστο βαθος σαν μεσα απο ενα παραθυρο, και στο βαθος τα ζωα, περνουσαν ασταματητα μεχρι που ενας θεατης, ενας νεος, ξαφνικα εβαλε στον Ινδιανο τις φωνες και «Απατεωνα!» κραυγασε, «Fake! Βρωμικο κολπο! Εχει μια τρυπα στο εδαφος κι απο κατω ο συνενοχος σου παιζει ενα φιλμ!» Ομως ο Ινδιανος διχως να πει λεξη σηκωσε το χαλι και στη θεση που ηταν δεν υπηρχε παρα γκριζα ασφαλτος με δυο-τρια μαυρα σημαδια απο κολλημενες μαστιχες, κι απλωσε παλι το χαλι κατω και παλι ο κοσμος εβλεπε τα ζωα στο βαθος, ομως ο νεος απομακρυνθηκε κι ακριβως μετα απο εφτα βηματα βυθιστηκε αστραπιαια σαν μεσα σε καταπακτη, για λιγα δευτερολεπτα ηταν ορατο στο ιδιο υψος με το εδαφος ενα κανονικο πενταγωνο και μεσα του φανηκε επισης για λιγο ενα αστρο Δρουιδων, αλλα μετα διαλυθηκε κι εξαφανιστηκε μαζι με το πενταγωνο στη λεκιασμενη ασφαλτο. Περιεργο, ε;
«Οχι», ειπε η δοκτωρ Γιεννυ Τσειμπερλυ· ο αντρας της Αντολφ λοξοκοιταζε την γυναικα του εδω και ωρα. Αυτη ειπε: «Η γη εχει πολλα τετοια σημεια. Οποιος πατησει πανω τους εξαφανιζεται στη στιγμη. Το πιο φημισμενο παραδειγμα ειναι η περιβοητη Μαυρη Τρυπα της Καλκουτας.»
Ο Επιμελητης ειχε ηδη προχωρησει.
«Κι ενα τετοιο σημειο βρισκεται πραγματι στο Μπροντγουει στη Νεα Υορκη;» ρωτησε η κυρια Φρουντ, η αργεντινη.
«Ουτε κι εμεις το ξεραμε μεχρι τωρα!» ειπε ο Δοκτωρ Αντολφ Τσειμπερλυ.
Τεταρτο Τμημα
Η Ωχροκοκκινη Αιθουσα
Στην ‘Ωχροκοκκινη Αιθουσα εγκαταστησαμε: ανακαλυψεις, στα πρωτα τους σκιτσα η ολοκληρωμενες τελειως, προγραμματα παντος ειδους, πολλα και ποικιλα σχεδια κι επισης πραγματα ημιτελη, ολα εδω γεννηθηκαν στην κοπρια του τοπιου μας η κατεληξαν καποτε σ’ εμας, ιδιας κατασκευης η κουβαλημενα απ’ αλλου, χαζεψτε τα, θα δειτε, εγω ευχαριστως να σας δειξω και παλι μερικα κομματια.
Η Ανετ Ντεβρις ρωτησε τον αντρα της αν δεν ηταν αυτος που ειχε αναφερει καποτε πως βαρηκοοι η ακομα και κουφοι αντρες ειναι ιδιαιτερα ικανοι;
«Ποιος; Εγω;» ρωτησε.
κι αυτος ο περιεργος ξεναγος του μουσειου, ε;, δεν ακουει πια καλα, ετσι δεν ειναι;
«Ποιος; Αυτος;» ρωτησε αυτος
και τι γινεται με την lady απο τη Νεα Υορκη, κι αυτη σχεδον τελειως κουφη, και με την lady Τακερ;
Πιθανως ο κυριος Ντεβρις θα ειχε ρωτησει «Ποιος; Αυτη;» εαν δεν ειχε παρεμβληθει και παλι ο Επιμελητης με την δυνατη του φωνη.
III
Εδω βλεπετε το καλογυαλισμενο εγκεφαλικο κελυφος απο κρανιο ανθρωπου, μεσα βρισκεται ενας υπολογιστης οπως απο χιλιετιες τον κατασκευαζουν και τον χρησιμοποιουν μερικες φυλες Ινδιανων στην περιοχη του Αμαζονιου και του Ορινοκου, παραδειγματος χαριν για να υπολογιζουν την τροχια απο τα βελη η την δυναμη βαστασεως για αιωρουμενες κρεμαστες γεφυρες η για το βεληνεκες των φυσητων καλαμιων τους η για την γεννηση των παιδιων τους.
Αυτο το δειγμα του ενδεχομενως πρωτου κομπιουτερ στην ιστορια της ανθρωποτητας με μεταγενεστερα ψηφιδωματα στην μετωπιαια περιοχη του εγκεφαλου και στην παρεγκεφαλιδα, νεγρομπαχιανικο, μας το παραχωρησε ο Ενρικο Χενρυ Ζεελικ, ενας πολυταξιδεμενος εμπορος ο οποιος εδωσε μερικες ενδιαφερουσες διαλεξεις αφοτου, καπου σαραντα πεντε ετων, εγκατασταθηκε εδω με την οικογενεια του, ενας ανθρωπος σημαδεμενος απο την ελονοσια, πολλοι ψιθυριζαν κι απο συφιλη, με φολιδες και με λειχηνες, με κιτρινιαρικο χρωμα στο προσωπο, με ανοιχτοπρασινα ματια που τον χειμωνα γυριζαν προς το μπλε και το καλοκαιρι στο κιτρινωπο, επινε μονο τζιν και μασουλουσε κινινη, αλλα με μετρο, κι ηταν της γνωμης πως κανεις, μεσα απο τον στο γηινο βασιλειο εναπομειναντα σωληνα προσεκτικα αποκεφαλισμενων μουσκαρινουχων, δηλαδη δηλητηριωδων μανιταριων, μπορει τη νυχτα, διαμεσου της γης, να δει το φως της μερας στην αλλη πλευρα, κι οταν κανεις μεταξυ μεσανυχτα και μια φωναζει μεσα σ’ ενα παλιο δεντρο, ο κορμος του οποιου ειναι κουφιος μεχρι τις ριζες, γινεται ακουστος και κατανοητος απο τους αντιποδες, εφοσον μιλα την γλωσσα τους, συμφωνα με δικες του δηλωσεις μιλουσε τριαντα δυο διαφορετικες γλωσσες αρκετα καλα για να δημιουργει εγκαρσιες διασυνδεσεις απανταχου της υφηλιου, αυτα ποτε δεν τα πολυπιστεψαν μα εκεινος δεν ανεχονταν συζητησεις, εκανε προσφορες και παραγγελιες εξω στα υγρα δαση με τις σκοτεινες ριζες και την βαρια γλυκια μυρωδια τους, κι η επιχειρηση του μεγαλωνε, τελικα αναγκαστηκε να μεταφερθει στο εξωτερικο, κατα τα λεγομενα του επειδη σ’ αυτην την περιοχη δεν βρηκε καταλληλα οικοπεδα για νεες μεγαλες αποθηκες, μαλλον ομως θα τον προσελκυσε μια περιοχη με περισσοτερα κουφια δεντρα η κατευθειαν η αλλη πλευρα της γης.
Η δεσποινις Σμιτχαϊνι ειπε πως ο ινδιανικος κομπιουτερ της θυμιζει την ιστορια για την καψα η κουτακι εκεινου του τυπου, του μαγου που τοτε στην Ολλανδια, οταν ο δουκας Αλμπα... Ομως εκει ο Μινχεερ Μποσουνγκ την διεκοψε αποτομα: αυτο το ηλιθιο ανεκδοτο το ακουσαμε ηδη, μηπως ειναι κουφη η τι τελος παντων! «Γελοιο!» ξεσπασε.
«Yeah, love» εκανε η διευθυντρια πωλησεων Γιουντιθ Μαγιερ απο τη Σαντα Μονικα των Ηνωμενων Πολιτειων της Αμερικης.
Πεμπτο Τμημα
Η Ανοιχτοπορτοκαλια Σαλα
II
Αυτο το τραπεζι με την ταβλα απο σχιστολιθο, αυτος ο φαρδυς επιβλητικος μαυρος ογκος κυριολεκτικα προσκαλει να καθισει κανεις γυρω του και να μην σηκωθει γρηγορα, βρισκοταν στο Δημαρχειο μας οπου οι δημοτικοι συμβουλοι, με οποιον τροπο τελος παντων εγιναν δημοτικοι συμβουλοι, συμφωνα με το παλιο εθιμο εχουν προπαντων για στοχο τους να μεινουν δημοτικοι συμβουλοι, γι’ αυτο καλοκαθονται στις πολυθρονες τους και μενουν εκει κολλημενοι σαν το ρετσινι κι απ’ το κολλημα δεν ζουν κι ασχημα.
Σ’ αυτο το τραπεζι καθοταν οι μοναχοι απ’ το μοναστηρι των Καπουτσινων, προσκαλεσμενοι απο τον τοτε δημαρχο Γερασιμο απο την οικογενεια Τσαπφ, τον αντρα των δυο και τριαντα, εδω στη μεση καθοταν, και το θεμα ηταν πως οι μοναχοι για χρονια τον κοροιδευαν, τον εξαπατουσαν, του καταπατουσαν μεταξυ αλλων ενα αμπελι, με τη σωφροσυνη του τους ανακαλυψε και τωρα τους κερναει, τωρα οι Καπουτσινοι εχουν κανει κεφαλι και ο Φυλαξ και Πρωτος τους, με σκοπο να εκτρεψει την συζητηση και να διασκεδασει καυτα ερωτηματα, αυτη η πονηρη γατα, αναμεσα σε δυο γουλιες πρεπει να υπαινιχθηκε οτι για τον πατερα του Γερασιμου Τσαπφ, που λεγοταν Τομπιας, εναν καλλιτεχνη αναμεσα στους στεγοποιους, κανενας δεν καταφερνε τα μεσοδοκια και τις τραβερσες του, υπηρχαν υποψιες πως εβρισκε την καλοπληρωμενη δουλεια του βαζοντας φωτια στις σοφιτες, ο Τομπι Τσαπφ το τσακαλι με τα φυτιλια του, οποτε ο Γερασιμος Τσαπφ ο Δημαρχος πραγματικα εξετραπη, παρατησε ολες τις ερωτησεις κι αδραξε τα γενια των Καπουτσινων, αυτο δεν το περιμεναν, τραβηξε τους μοναχους πανω απ’ το τραπεζι που οι λαιμοι τους τεντωθηκαν σα να 'ταν απο λαστιχο, επλεξε τα μουσια τους το ενα με το αλλο και το ενα μεσα στο αλλο, τα κανει λοιπον φυτιλι, καπουτσινικο κομπο κι αναβει ενα κερι, αφηνει ενα καλο σπινθηρακι να πεταχτει στην παπαδοτριχια, η φλογιτσα προχωρα σφυριζοντας με μια μαυρη ουρα καπνου απ’ το τρομοκρατημενο προσωπο του ενος ανθρωπου του Θεου στο επομενο, απο τον ενα καπουτσινικο λαρυγγα στον αλλον, πανω απ’ αυτο το τραπεζι και την πλακα απο σχιστολιθο, αξιοτιμες κυριες και κυριοι, εδω ελαβε χωρα ο φημισμενος εμπρησμος των γενειων, γι’ αυτο κι εχουμε εδω το βαρυ επιπλο.
Το κατασκευασε ο μαστορας Γιεργκ Στιρλιν, ενας χαρισματικος ξυλουργος ο οποιος ειχε εναν πνευμονα απο χαλυβα - Pumone d’ Acciaio! ισχυριζονταν παντα - κι αμεσως μετα απο κεινη την γιορτη που εγινε στην πολη οταν εφτασε για τετρακοσιοστη φορα η ειδηση για την νικη των Ελβετων επι του Καρολου του Τολμηρου απο την Βουργουνδια στη μαχη του Μουρτεν, και τουτο συνεχιζε ν’ αξιζει για την πολη αρκετα για ενα καλο μεθοκοπι, ο Στιρλιν, που ολοι νομιζαν πως ειναι μια πετρα που μπορει να επιπλεει στο νερο, με το πρωτο φως της ημερας, καθως ηθελε να δροσιστει στη λιμνη και να συνελθει, πρεπει να πηγε φουντο σαν σιδερενιο ζυμαρι, και σε αντιθεση με τους αλλους που βρηκαν τον θανατο στο νερο δεν ξανανεβηκε στην επιφανεια ουτε την τριτη ουτε την δεκατη μερα ουτε ποτε αλλοτε.
«Κατι παρομοιο μ’ αυτους τους καπουτσινους μοναχους εγινε καποτε και σ’ εμας. Μα ηταν νεγροσκυλα, δηλαδη μαυροι. Τους καηκε ο γιακας απο σελλουλοιντ στο λαιμο. Οταν Κυριακη απογεμα μαζευοταν για πικνικ εξω στο δασακι διπλα στο ποταμι με τις γυναικες και τα παιδια τους, φορουσαν παντα γιακαδες απο σελλουλοιντ, δεκα σεντς το κομματι. Οι γιακαδες ηταν το καμαρι τους. Μια φορα μια Κυριακη ηρθαν τρεις νεαροι λευκοι μ’ οπλα και πιστολια. Καθως τα νεγροσκυλα με τις γυναικες και με τα μπασταρδα τους κανανε πικνικ στο δασακι διπλα στο ποταμι, ηρθαν, κι ολοι επρεπε να σταθουν στη σειρα. Ενας απ’ αυτους πηγε απο νεγροσκυλο σε νεγροσκυλο και βαζει στο καθενα ενα αναμμενο σπιρτο στο γιακα. Και καθε φορα φουντωνει γυρω-γυρω η φλογα και το νεγροσκυλο μενει με τον γιακα καμενο. Αυτο εγινε στο Νοτο» - ηταν ο μιστερ Αντονυ Λιβικ που παρουσιασε αυτην την ιστορια, καπως βιασμενα, ο μιστερ Λιβικ απο το Οχαιο.
Εκτο Τμημα
Το Ανοιχτογαλαζο Δωματιο
Σκεφθηκαμε πως θα ηταν δελεαστικο και, ως προς την επιδιωκομενη πληροτητα, διολου ασημαντο ν’ ανοιξουμε ενα τμημα για το τροπον τινα συνηθες κι επομενως αναποδραστο, εννοω το νοικοκυριο, την κουζινα οπου η καθημερινοτητα μας ανακατωνεται και μαγειρευεται, χωρο λοιπον για τα τσουκαλια οπου τιναζει και τσιτσιριζει και πιτσιλιζει ο,τι κανει τον ανθρωπο καυτο και φλογερο, κορεσμενο κι ανετο, χοντρο και κουτο, ανατρεπτικο και τσινιαρικο κι ο,τιδηποτε αλλο τελος παντων, κυριες και κυριοι εδω τα κουταλια, τα μεγαλα και τα μικρα, εδω τα στομωμενα μαχαιρια και τα κοφτερα, εδω τα διπλο- και τριπλοτσιγκωμενα πιρουνια, εδω τα κουτακια που δεν λειπουν κι απο την πιο συνηθισμενη κουζινα, εδω η μασια, το καζανι με καρβουνο, το ακονι, η κρεατομηχανη, εδω ο πλαστης κι ο πατατοτριφτης, εδω το λαχανομαχαιρο και το γουδι του πιπεριου! κοιταξτε τριγυρω, αξιοτιμοι, εγω, οπως συνηθως, για εφτα επιλεγμενα κομματια θα πω τα λιγα δικα μου.
Για περιμενε! Αυτα ξερεις τι μπορεις να τα κανεις, μαλακισμενη γλωσσοκοπανα! Μικρε φουσκωμενε σκατιαρη! ιδρωμενη ρυτιδα! Ολοι σας το ιδιο ειστε! Πεφτοκωληδες! Μετα τα σαραντα ολοι σας ζαρωμενες ψωλες! Απιστευτο, good Lord, Κυριε των Δυναμεων! - Ηταν η κυρια Μαιρη Γουωτσον, που τα τσουκαλια της μ’ αυτον τον τροπο, εστω κι αθορυβα, αφριζαν και ξεχειλιζαν.
Η κυρια Φρουντ ειχε μεινει πισω στην Ανοιχτοπορτοκαλια Αιθουσα· αναστατωμενη, γοητευμενη, στεκοταν με ματια που ελαμπαν εμπρος σ’ εκεινο το επιπλο, το αινιγμα του οποιου, εαν πιστεψουμε τον οδηγο του Μουσειου, ηταν αλυτο.
I
Ειχαμε στα μερη μας μια μαγειρισσα, θα μπορουσε να καταγεται απο το πιο μαυρο μερος της Μαυρης Ηπειρου, ομως προερχονταν απο την Μπρεζιλ στην Βραζιλια, εκει την προσελαβε ο εμπορος Ενρικο Ζεελικ, για τον Ζεελικ σας μιλησα ηδη, ομως δεν ηταν νεγρα μαγειρισσα αλλα μαυρη μαγειρισσα, μια γνησια μαυρη μαγειρισσα αφου αγιαγια! ουτε κανενα ιδρωμενο βαρελι με τ’ ονομα Μαχαλια με κεφαλομαντηλο ητανε, με αγαθιαρικο ιδρωμενο προσωπο, με τουρλωτα εμπροσθια και ρωμαλεα καπουλια, αλλα λοιπον την λεγαν Βουντουα κι ηταν απο εβενο, επιτρεψτε μου τον ενθουσιασμο, ηταν μια αστραφτοδοντα λεπτη καλλονη και σιγουρα θα ‘ξερε ακριβως τι εκανε οταν προσφερε στον καλο της κυριο Ζεελικ καυτα πραγματα, κι αυτος σιγουρα δεν την αγορασε για ενα πουγκι χρυσαφι απο την, ας την ονομασουμε αγορα μαγειρισσων, μονο και μονο για να του ανακατωνει σουπιτσες.
Εδω τωρα βλεπετε ολα τα εργαλεια μαζι με την εστια απ’ την κουζινα της ωραιας μαυρης μαγειρισσας Βουντουα, το φουρνελο ειναι μαυρο γυαλιστερο και φανταστειτε, οταν εκει μεσα ειχε φωτια και λαβρα, τα στεφανια στις δωδεκα φουφουδες της εστιας, απο πανω τα χαλκινα και τα μπρουντζινα τηγανια, μπροστα στο οριζοντιο κονταρι τα σκαλιστηρια κι οι μασιες, το κοσκινο εδω, οι κουταλες, τα χασαπομαχαιρα, το νεροβαρελο, επανω ο εξαερισμος σαν μικρη στεγη αχερωνα, παραπισω τα χαλκινα καπακια, τριφτες τηγανιων, πατσαβουρες, κι αν στο μερος για τα ξυλα αντι για το απολυτο κενο υπηρχαν κανα-δυο σχιζες, σιγουρα καποια απο τις επισκεπτριες δε θ’ αντιστεκοταν στον πειρασμο να βαλει μια δοκιμαστικη φωτια σ’ αυτον το μαυρο κολοσσο, ετσι δεν ειναι κυριες μου, μαλιστα, ανοιξτε τα πορτακια και τους συρτες, κοιταξτε μεσα, η ωραια σπαθατη μαυρη μαγειρισσα Βουντουα, μεγαλοσωμη κι υπερηφανη, τον αναβε αριστοτεχνικα, θα ‘λεγε κανεις, και τον κατειχε απολυτα, ηταν σβελτη μα ποτε βιαστικη, κι οταν εβγαινε απ’ το σπιτι ολοι μαρμαρωναν, εχασκαν και την παρακολουθουσαν με γουρλωμενα ματια, φορουσε μεγαλους μανδυες με ζωηρα χρωματα και παντα μια μακρια αλυσιδα απο μοσχοκαρυδο περασμενη πολλες φορες γυρω απ’ τον λαιμο της και μυριζε, ω!, μοσχο πικροδαφνη κι ιεροβοτανο, ο κοσμος στεκοταν σαν υπνωτισμενος, φυσικα δεν ελειπαν οι κυραδες που φτυναν χολη, πως η ωραια Βουντουα βρωμα σαν καυλωμενο ζωο και πως εχει αγριο και φιληδονο, το αδιστακτο πλανο βλεμμα του διαβολου.
Ακομη παρελειψα να τονισω πως τωρα βρισκομαστε στο Ανοιχτογαλαζο Δωματιο το οποιο γενικα επιδρα καθησυχαστικα, σιγουρα το παρατηρησατε μολις μπηκατε μεσα.
Ο κυριος Λαιντερμπυλερ προσεξε πως η αργεντινη ειχε μεινει πισω στο πεμπτο τμημα. Σκεφτηκε να ξεκοψει κι αυτος και να γινει καπνος· οπου εξαφνα του κατεβηκε η ιδεα να το σκασει μαζι με την κυρια Φρουντ και τοτε η αναπνοη του αρχισε να γινεται πιο γρηγορη. Του ηρθε ξαφνικα, με αναλαμπες, του κυριου Λαιντερμπυλερ: σπαθατο θηλυκο! Βαζω στοιχημα ενα δαχτυλο οτι σε πολυ αποκρυφο μερος εβαλε και της εκαναν ενα πολυ προστυχο τατουαζ! Βαζω στοιχημα ενα δευτερο πως κιολας πολλοι αντρες κανανε σαν τρελοι να δουν αυτο το σημαδακι απο πολυ πολυ κοντα! Σαν θεοτρελοι! Αγριοι! Που εβαλες να σου κανουν το τατουαζ, γατουλα! Γατα! Για δειξε μου! Θα σου δειξω εγω, φοραδα! Οι αστραγαλοι σου! Τα πιασιματα σου!
Εβδομο Τμημα
Η Κατακοκκινη Πορφυρη Σαλα
Στο εβδομο τμημα, κυριες και κυριοι, στην εβδομη αιθουσα: Οι εικαστικες τεχνες, το πορτραιτο, το τοπιο, οι γραφικες τεχνες, το ζωγραφισμενο χαλι κι η τεχνη του χρυσοχοου μαζι με εργα απο γλυπτες, χαρακτες και κοπτες αναθηματικων μορφων. Ολα στην Κατακοκκινη Πορφυρη Σαλα, συγχωρειστε μας την καποια χλιδη και το επιχρυσωμα!
Στην πεμπτη αιθουσα του μουσειου φανηκε στην κυρια Φρουντ – στην αγρια εκσταση της μαζι με τον κυριο Λαιντερμπυλερ – πως πετυχε να βρει μιαν ακρη στο μυστηριο του επιπλου που εμοιαζε με σαιζλονγκ, ομως ισως ηταν και μηχανη, συσκευη, συγκροτημα. Αυτη και ο κυριος Λαιντερμπυλερ ηταν πολυ αναστατωμενοι, τους διαπερνουσαν ανατριχιλες, κρυωναν και ψηνονταν, συνηθως ψηνονταν, στο σωμα και στα ακρα. Η κυρια Φρουντ ειχε απαλλαγει απο την ελαφρια μπλουζα της και το μεταξινο μαντηλι στον λαιμο της, κι η γραβατα του κυριου Λαιντερμπυλερ κειτονταν στο πατωμα. Τα προσωπα των δυο τους ελαμπαν.
III
Ολες τις χαλκογραφιες σ’ αυτον τον τοιχο τις συγκεντρωσε ο οΟττο Αλντερ, εργατης στην κλωστοϋφαντουργια, ειναι η πληρεστερη συλλογη χαλκογραφιων στην περιοχη μας, τοπογραφιες, ησυχες γωνιες, κατοψεις, πανοραματα, ναι, μανταμ, δοκιμαστε να τα μετρησετε, ουτε το ενα δεκατο της συλλογης Αλντερ δεν μπορουμε να επιδειξουμε, ο Αλντερ συνελεγε χαλκογραφιες, τοτε η χαλκογραφια δεν αξιζε ακομα τιποτε, ηταν εκτεθειμενος στις κοροϊδιες των συναδελφων και συγγενων, σε πολλους το πολυ ειναι παρα πολυ, μα κι αυτος με την ηλικια εγινε καπως αλλοκοτος, θα μπορουσα να πω και: Τρελος, ομως ετσι ηταν απο παντα, πιστευε ο κοσμος, τελικα ακουγε, οπως λεγεται, φωνες, του εδιναν εντολες η του αφηγουνταν ιστοριες, και απο μια νεαρη κοπελα, που επανειλημμενα παθαινε λοξυγκα για βδομαδες, λαμβανε τακτικα για καπου δυο χρονια σηματα Μορς, τα σηματα Μορς ειχαν εφευρεθει μολις τοτε, και σ’ ορισμενες μερες μπορουσε να βλεπει διαμεσου των γυναικων, ελεγε πως ειχαν χασει την αντισταση τους, επισης διατηρουσε αλληλογραφια με καθε ειδους νεκρους βασιλιαδες και θεους, με τον Ουρανο, τον Αλεξανδρο, τον Θεοδεριχο, η αλληλογραφια συνεβαινε στην εξοχη, η γραφη περνουσε απο ψηλα, οπως στις μερες μας τα κυλιομενα φωτεινα γραμματα, αλλα δεν ηταν ηλεκτρικη, ηταν απο συννεφα, κι ο αγερας φυσουσε κι εσπρωχνε, ακομα και το θροισμα των φυλλων ηταν γραφη, το φτεροκοπημα των πουλιων, τα κυματα στο νερο, ο Αλντερ στις αλλοκοτες υστερες μερες του μπορουσε να διαβαζει καθε γραφη μα ποτε δεν μαρτυρησε λεξη, ουτε και πουλησε καμια χαλκογραφια, τοσο τρελος δεν ηταν, απο πολλες πλακες εβαζε κατα μερος τρια, πεντε, εφτα, δωδεκα κομματια.
«Διαβασα τελευταια για εναν τυπο στην Ολλανδια, καλουσε συνεχως κοσμο στη βιλα του και μετα τους σκοτωνε και τους ληστευε», ειπε ο σενιορ Κουεσαντα. «Μαζευε τα παντα. Ρολογια. Γραβατες. Κοσμηματα. Σουτιεν. Καλτσες. Παπουτσια. Καρφιτσες μαλλιων. Κοστουμια. Βραδινα φορεματα. Γαντια. Τα παντα.»
«Κοινος ολλανδος ληστης δολοφονος», ειπε η σινιορα Μπερτολλι.
«Οχι», ειπε ο σενιορ Κουεσαντα. «Ενας τρελος γερμανος η δανος.»
Ογδοο Τμημα
Η Βαθυκοκκινη Καμαρη
Στην Βαθυκοκκινη Καμαρη μας τωρα, που ακουσα ακομα και να την ονομαζουν Δωματιο του Αιματος, οπλα απο καθε λογης πολεμους, επισης κυνηγητικα οπλα, στολες, σημαιες της παλαιας ελβετικης εμπροσθοφυλακης, λαβαρα στρατευματων, μπαντιερες, τετραγωνες, τριγωνες, ακομη νομισματα και ποτηρια και καποια αλλα πραγματα οπως συνεργα λατρευτικα κι εκκλησιαστικα.
Η Μαργαριταρενια Αστραπη της Ασιας δεν αντεχε αλλο. Η Βροντη της Ιαπωνιας πηρε μια βαθια ανασα. Τοτε ο μιστερ Γιαουλοο Αιρονσταιν Αρπαξε αστραπιαια τον αριστερο καρπο του επισημου ξεναγου του Κουνισιγκε απο το Καμικαζα η Καβασακα. Επιασε τον καρπο με το βαρυ δεξι του χερι και πιεσε. Ηταν επωδυνο οσο δεν πηγαινε αλλο, ομως ο μιστερ Κουνισιγκε αλλαξε την εκφραση του προσωπου του αδιορατα μονον. Τον κοιταξε μ’ ενδιαφερον, με προσοχη, με φιλικοτητα· μονον οταν δεν μπορουσε ν’ αντεξει αλλο τον πονο εκανε ενα μικρο νευμα. Τοτε ο αθλητης χαλαρωσε τη λαβη, μα οχι τελειως, και απειλησε φυσωντας: «Πεινα! Πεινα!»
II
Μια βιτρινα με νομισματα, δυστυχως οχι πολυ καλα φωτισμενη, τα περισσοτερα νομισματα ειναι απο την ιδιοκτησια της στον καιρο της φημισμενης ερευνητριας Γιανιγκρα Ιντα, ηταν μια απο τις πρωτες γυναικες με πανεπιστημιακες σπουδες, γενικα αποτελουσε εξαιρεση, πολυ αθλητικη, εβγαινε συχνα με παντελονια, πιστευε μονον ο,τι εβλεπε, εβλεπε με ιδιαιτερη ευχαριστηση χρηματα, εδω ασημενια νομισματα, οι ενδιαφερουσες μικροτερες αξιες, ολα σε εξαιρετικη κατασταση, διδραχμα, δεκλαδραχμα, τετραδραχμα, ραβδοι, στατηρες, δηναρια και κηναρια, σεστερτσες, σκεαττα, πλαπαρτε, πολλα γερμανικα κερματα, ιδιαιτερα ομορφα τα διδραχμα της Κνωσου με τον Μινωταυρο και τον Λαβυρινθο, παραδιπλα δυομισι ντουζινες σεκελ, τα γνησια αργυρια, επισης πολυ ωραιο το δηναριο του Βρουτου με τον σκουφο της Ελευθεριας αναμεσα σε στιλετα, κατι που πλεον δεν ειναι μονον υπαινιγμος, κατοπιν τα νομισματα της Ιερας Εξετασης, ολη η σειρα, εφτα κομματια, κι αυτα αιματοβαμμενα οπως ολα σχεδον, μα τι ξερουμε; στην οψη που βλεπετε εικονες του τρομου, του αγχους, της φρικης, της αγωνιας, της απελπισιας, της κενης ελπιδας, του απολυτου μηδενος, η νομισματικη ηταν ενα απο τα λιγοστα χομπι της Γιανιγκρα, ενα αλλο ηταν η ορνιθοπυξις την οποια εφηυρε, θα την δουμε, μια μερα ξεκινησε για τους Γιουκαγκιρους, εναν μικρο λαο που αυτοαποκαλειται η αυτοαποκαλουνταν Οντουλπα, λιγοι τον ειχαν ακουστα, ειναι παλαιοι Σιβηριοι, εζησαν περιπου στις εξηντα πεντε μοιρες πλατος Βορειο Ημισφαιριο με εκατον πενηντα πεντε μοιρες ανατολικα Γκρηνουιτς στον ποταμο Κολυμα, εκτροφεις αιλουροειδων, κυνηγοι οστρακοδερμων, αλιεις μαυρου σολομου, σαμανισκοι, κανεις μπορει να βρει τετοια στοιχεια σ’ ενα κοινο λεξικο, περισσοτερα δεν γνωριζει σχεδον κανενας, μα και για την Ιντα Γιανιγκρα δεν ειναι τιποτ’ αλλο γνωστο εκτος απο το οτι αφησε πισω της πληθος αντικειμενων κι εφυγε με κατευθυνση προς ανατολας, την καλουσε ο κοσμος, δεν μπορουσε να κανει διαφορετικα.
Θα πρεπει και παλι να κρατησω μια σημειωση, επιτρεπετε; και να ρωτησω εναν φιλο ν’ αναθεσει σε καποιον φοιτητη να φωτισει επιτελους περισσοτερο αυτην την βιτρινα ωστε ν’ αναδειχθει η χαρακτικη λαμπροτητα των αντικειμενων καλυτερα.
Η μις Ελενα Καλλιμπουκη ψιθυρισε στον μιστερ Λιβικ.
«Τι λετε γι’ αυτους τους κροτους;»
«Κροτους;»
«Ναι. Μολις τωρα. Σα να 'ρχονται απο καπου κοντα.»
«Δεν ακουσα τιποτα».
«Δεν ακουγονται, τους αισθανεσαι μονο.»
«Εχω παχιες σολες», ειπε ο μιστερ Λιβικ, ο ανθρωπος της βιομηχανιας λατεξ κι ελαστικων αυτοκινητων απο το Οχαιο.
VII
Τι να 'ναι αυτο αραγε; ειναι, σε μια πρωτη ματια, τιποτα περισσοτερο απο μια, μεγαλη σαν γροθια γκριζομαυρη, ολογυρα τροχισμενη κροκαλη;
Ναι, και την διατηρουμε διοτι ειναι ανταρκτικη, μας την εστειλε ο θρυλικος ερευνητης της Γης του Πυρος και των παγοβουνων Ουγκεν Τσιμμερμανν, παλια ονειροπολος εφηβος που του ειχε κολλησει η ιδεα να καθεται ψηλα στην Βορεια Θαλασσα με Εσκιμωους η Λαπωνες διπλα σε μια τρυπα στον παγο, να πιανει ψαρια, να κυνηγαει φωκιες, μα βρεθηκε αλλου, πρωτα αλητευε απο χωρα σε χωρα, μεροδουλευε δω, μεροδουλευε κει, σπιτωνονταν οσο γινοταν και τελος βρεθηκε στην ανατολικη Αφρικη οπου, ας πουμε το μαυρο προβατο με το επικερδες του ονομα, για περισσοτερο απο δεκαπεντε χρονια ηταν εμπορος και λαθρεμπορος, και μαλιστα γυναικων, σκλαβων και οπλων, αργοτερα με διαφορετικα ονοματα, μα ποιος γνωριζει αραγε το σωστο του; και λιγο πριν ο πυρετος κι η καψα τον χτικιασουν τελειως, τον εξολοθρεψουν τελειως, εφυγε για την Νοτιο Αμερικη κι απο κει ταξιδεψε μαζι με τους τελευταιους φαλαινοθηρες στην Ανταρκτικη, κι η φημη του αρχισε.
Πολυ αργοτερα μας εστειλε αυτην την πετρα οταν εγκατασταθηκε και παλι στην Αφρικη κοντα στην Καζαμπλανκα κι εγινε και παλι ασθενικος, κι εμεις επιστρεφουμε στην τσιμμερμαννικη κροκαλη, η οποια εκτιθεται στην αιθουσα μας των οπλων επειδη βαθια στην καρδια του ο Τσιμμερμανν ηταν βεβαιως προπαντων ενας αριστος λαθρεμπορος οπλων, την γυριζουμε απ’ την αλλη πλευρα κι εδω διαβαζουμε μια κομψη, εντονα χαραγμενη ανταρκτικα παλλευκη γραφη που λεει: Πρωτη και μονη εντολη: Ξεφυγε απ’ τους δασκαλους σου κι απ’ τις διδαχες τις δικες τους και τις δικες σου, μοιαζεις ακομα παρα πολυ με την εικονα που εχεις για τον εαυτο σου και που οι αλλοι εχουν για σενα!
«Τωρα! Ενοιωσα παλι!» ειπε η μις Καλλιμπουκη στον μιστερ Λιβικ. «Ανησυχω!»
Ο Λιβικ την καρφωσε με το βλεμμα του και κατοπιν ψιθυρισε: «Μις Ελενα, ολον αυτο τον καιρο ξερετε τι θα ‘θελα; Απο τοτε που το γκρουπ μας ξεκινησε θα ‘θελα...» Κομπιασε.
Οπου αυτη ειπε: «Οι περισσοτεροι θα ‘θελαν.»
Ο μιστερ Αντονυ Λιβικ χαμογελασε σουφρωμενος, ζορισμενος.
Φαρμακι! Η ενα μαχαιρι! Η ενα δρεπανι κοφτερο σα νυστερι! σκεφτηκε η μις Γιουντιθ Μαγιερ απο την Σαντα Μονικα.
Ενατο Τμημα
Ο Πολυ Κυανος Θολος
Ο Πολυ Κυανος Θολος, αξιοτιμοι, με πολλα σπιτικα αντικειμενα και κατασκευες απο παλιες εποχες, ιστορικα κειμηλια, αξιοπεριεργα, σπανια ειδη, το μονο-ειδες πραγμα καθαυτο, θα ‘λεγα, κι ομως ως γνωστον ουτ’ ενα βοτσαλο δεν ειναι ακριβως ιδιο με το επομενο πετραδακι, σ’ αυτο το τμημα παλιοτερα υπεισερχομουν σε περισσοτερα αντικειμενα απ’ ο,τι συνηθως, αλλα στο μεταξυ περιοριστηκα, θα παραμεινουν οπως παντα εφτα.
«Επιτρεψτε μου να πω πως εχω ολο και περισσοτερο την εντυπωση οτι το μουσειο σας ειναι πραγματι κατι το περιεργο. Ο,τι μας δειχνετε ειναι παραξενες συλλογες ως επι το πλειστον παραξενων αντικειμενων», ειπε ο καθηγητης Βαιμπερ-Βιντσεργκραιτ. «Συχνα δωρισμενων απο ανθρωπους παραξενους.»
«Ναι! αλλοκοτη εκθεση», παρατηρησε ο Μινχεερ Μποσσουνγκ.
«Ετσι λεω κι εγω!» ειπε η κυρια Μπλουμε.
«Απο ωρα το προσεξα! Απο ωρα το ειπα!» εκραξε η κυρια Κασπαρκα. «Το ειπα, Γιαρο, δεν το ειπα;»
«Ο καθενας μας», ειπε ο δοκτωρ Κανταουροφ στον μιστερ και στην μισιζ Γουωτσον, «μπορει να λεει ο,τι θελει. Αλλωστε αυτος δεν ακουει σχεδον τιποτε, το λεει κι ο ιδιος.»
I
Αυτο λοιπον ειναι οντως ενα πραγματικο, εαν και υπερ το δεον μεγαλο και ασυνηθιστα πλουσια διακοσμημενο, για κανονικη σωματικη διαπλαση σιγουρα και πολυ αναπαυτικο δοχειο νυκτος απο την κληρονομια του μετα την μεγαλη πτωχευση των Τσαπφ πιθανως ως ινκογκνιτο ταξιδευοντος ανα τον κοσμο επιτιμου συνταγματαρχη και πρωην μεγαλεμπορου και βιομηχανου Γκερασσιμ Τσαπφ, ιδρυτη, παντοκατασκευαστη, πατριαρχη, κολοσσου, επισης προπαππου εκεινου του κοσμοταξιδεμενου Τσαπφ τον οποιο ηδη συναντησαμε σε προηγουμενα τμηματα, στο εβδομο τμημα ειδατε το ολοσωμο πορτραιτο του, διχως πλαισιο, αφου κανενα δεν τον χωρουσε, ηταν ο πληθωρικοτερος μουρνταρης και μπουλντοζας που γεννησε ο τοπος μας, τουτο ανευρισκεται ευκολα στην νεωτερη βιβλιογραφια, το βιβλιο υπαρχει στην εισοδο στις καρτες και μπροσουρες προς πωληση, μπορειτε να το βρειτε και παντου στο εμποριο, κι αυτο που εδω βλεπετε ειναι το αναπαυτικο δοχειο των μεγαλων αναγκων του Γκερασσιμ Τσαπφ, διακοσμημενο με την αναλογη χλιδη, κεραμογραφια απο τους μεγαλυτερους καλλιτεχνες της εποχης, ψαρια, πουλια, ζωα επιγεια, απηγανα, κληματαριες, ελικες, κυκλοι, καμπυλες, φιγουρες οβαλ και γωνιωδεις, αραβουργηματα, στον πατο η υδρογειος διπλη, η γη την μια φορα απο πισω, την αλλη απο μπροστα, και γυρω τριγυρω ενα μικρο αποφθεγμα του ιδρυτη, οποιος δεν θελει ν’ ακουσει δεν χρειαζεται να μ’ ακουσει:
σ’ σε σε
το α ες βρω νο γι
μα δει μι μι α ομ
ιο αν ρω ε δει ατ
γ οβ ςα ο
ιο αν ρω ε δει ατ
μα δει μι μι α ομ
το α ες βρω νο γι
σ’ σε σε
χε ξε χτα θε
σε μας χε νυ μας κα μερ
τον σμο ζει θε ξε ζει α
κο κα χε
Νασκοτωσωθαθελατοατιμοπανεμορφοκαθαρματηγουρουνανατηνπηδηξωθαθελαμεχριθανατουτηφοραδανατηνκαβαλησωαλυπητατηνπανεμορφηκουφαλανατησκοτωσωτηνπορνοπουτανα! σκεφτηκε ο μιστερ Λιβικ και τιποτ’ αλλο.
«Μηπως κανεις θελει να λαμψει με καποιο ανεκδοτο;» ρωτησε ο Επιμελητης μετα απο ενα μικρο διαστημα σιωπης.
«Θα τον μαχαιρωνα, το μοχθηρο παλιανθρωπο!» ψιθυρισε η Ανετ Ντεβρις στον αντρα της.
Δεκατο Τμημα
Το Βιολετι Σαλονι
I
Τα περισσοτερα παλαια μουσικα οργανα τα οφειλουμε στην αγροτισσα Φριντα Κελλερ η οποια στα δεκαξι της παντρευτηκε κι εγκατασταθηκε στο μεγαλο υποστατικο των Βεργκ, που υπαρχει ακομη με το ονομα Βεργκ Παλας, εμεινε εβδομηντα χρονια στο υποστατικο μεχρι να την βαλουνε επιτελους στην κασσα και να την παρουνε, γεννησε δεκαεννια παιδια και μονο τρια δεν εθαψε, καπου στα τριαντα αρχισε μαθηματα μουσικης μ’ εναν δασκαλακο του σχολειου, που θα πει, δυο φορες την εβδομαδα επρεπε αυτος antrabben και κατα τ’ αλλα να κρατα το στομα του κλειστο, η υποθεση δεν αφορουσε κανεναν, η αγροτισσα επαιζε στην αρχη φλαουτο και τρομπετα, κατοπιν αλλα πνευστα, οι ασκησεις γινοταν στο μικρο κελαρι του μουστου με βαμβακι στ’ αυτια για να μην ξεκουφαινεται, ομως πολυ πριν απο την κηδεια ενος απο τα παιδια της, οπου για πρωτη φορα επαιξε δημοσια το κορνετο, ο ηχος ειχε βγει εξω, το γνωριζαν, κι απορουσαν τα μεγιστα, ετσι συνηθιζονταν, γνωριζαν επακριβως τι αρμοζε και τι οχι, λεγονταν μαλιστα πως με τις μουσικες της αρρωσταινει τον κοσμο, τους δικους της και τους ξενους, μα αυτα δεν ενοχλουσαν την γυναικα απο το Βεργκ, αυτη συνεχιζε να δινει τον τονο, και με τον καιρο αρχισε να κανει δικα της μουσικα οργανα η εβαζε αλλους να τα κανουν, γι’ αυτο και τουτο εδω ειναι το μονο φλαουτο στο κοσμο που παιζεται διαγωνια, παρακαλω, η αυτο το διπλα οξυφωνο μπασο κι εδω η ορνιθοφλογερα η της μαπας το σφυριγμα, και μπορω να σας διαβεβαιωσω πως τα ονοματα δεν ειναι το πλεον πρωτοτυπο σ’ αυτα τα μοναδικα στο ειδος τους, εχουν γινει ερευνες, και μαλιστα οχι μονον στις προσωπικες κατασκευες της αγροτισσας μα και σε αλλα παλαια η ξενα οργανα της συλλογης της, οφικλεις, ανεμοχορδο, κροττα, λιτουους, ζανζα, etcekithera, συγκεντρωθηκαν καθε λογης οργανα, προπαντων αφοτου η Βεργκωτισσα ακουσε μιαν αυτοματη κουκλα να παιζει το πικολο και μιαν αλλη που συνοδευε χτυπωντας δαιμονισμενα το ταμπουρλο σαν ζωντανος Tambour du Roi, δεν χορταινε να τ’ ακουει, γι’ αυτο και γρηγορα αγορασε μυστικα τετοιους μουσικους-αυτοματα για πολλα λεφτα, δυστυχως δεν εχουμε ουτε το κοκαλακι τους, για μια φορα ακομη το Υπουργειο Πολιτισμου ειχε την ανεση, δικην ληστρικου ιπποτου, να μας την παρει τη δουλεια, αν ομως επισκεφθειτε το Βεργκ Παλας προσεξτε το προσωπικο αυτου του σχεδον ολοτελα αυτοματοποιημενου ξενοδοχειου.
Με τον Ματιας Φουνκ-Γκαρνιε απο το τριτο τμημα η αγροτισσα μας δεν ειχε ποτε καμια σχεση, εζησε πολυ μετα την εποχη του, θα μπορουσε να ηταν μια καρποφορα γνωριμια, θα μπορουσε κι οχι, θελω να πω τετοιοι ανθρωποι με τα ιδια η με παρομοια ενδιαφεροντα η ταιριαζουν, ειτε μενουν στην ιδια περιοχη ειτε οχι, η χεζουν ο ενας τον αλλο, παρντον, με Geblurr και τοτε ο καθενας ειναι, ε, η κωλοτρυπιδα του αλλου.
«Εχω», ετσι στραφηκε η μις Ελενα Καλλιμπουκη στην δεσποινιδα Σμιτχαϊνι, «την εντυπωση οτι εδω μεσα πολυ συντομα θα πεσει το ταβανι και θα μας πλακωσει. Κι εσεις;»
«Οι εντυπωσεις μου», ειπε η δεσποινις Σμιτχαϊνι στην ελβετικη της διαλεκτο «σε αφορουν οσο κι ενα χλιαρο σκατο, Αφροδιτη! Ακομα κι αν αυτο το κωλοσπιτο σωριαζονταν!»
«Μα οι ρωγμες στους τοιχους! Οι σχισμες!» ειπε σιγα η μις Καλλιμπουκη.
«Εισαι μια κουφαλα, love!» ειπε η καλιφορνεζα Μαγιερ και χαμογελασε φιλικα.
Ενδεκατο Τμημα
Η Σκοτεινη Σαλα
εαν τωρα θελετε να με ακολουθησετε στο τελευταιο τμημα, στην λεγομενη Σκοτεινη Σαλα μας, κυριες και κυριοι, εμπρος! θα δουμε: βιβλια και βιβλιαρακια, αυτο προπαντων, και καποια αλλα οχι ασημαντα αντικειμενα, και τελειωσαμε.
«Τι σας συμβαινει; Τι εχετε;» ρωτησε ο σενιορ Αντραντε τον μεσιε Γκανταουρωφ.
«Δε ξερω. Δε ξερω ακομα», απαντησε αυτος· ερχονταν σαν μετα απο μακροχρονη απουσια.
Ο Γιαροσλαβ Κασπαρκα `ωθουσε την γυναικα του ανυπομονα απο το κατωφλι προς την ζωηρα φωτισμενη μαυριλα του ενδεκατου χωρου. «Ει! Αντε! Συ!» εσπρωχνε.
I
Του επιτιμου δημοτη μας πατρος Αρμιν Οκς η ανεστραμμενη βιβλιοθηκη, κληροδοτημενη στο Μουσειο υπο τον ορο βιβλιο να μην ανοιχτει ποτε, εαν δεν συμμορφωθουμε θα πρεπει να καουν ολα, τελευταια επιθυμια του Οκς, κι εμεις θα εμφανιζομασταν ως εμπρηστες βιβλιων, μουσειο πυρπολει βιβλια!, το γνωριζε αυτο η Σεβασμιοτης του ο Πανουργος, ηταν ενας τραγοπαππας της καθολικης παμπονηρης ποικιλιας, την βιβλιοθηκη την κληρονομησε απο εναν αδελφο εν θεω, τον πατερα Λεοπολντ Τολλερ, για τον οποιο λεγονταν πως οταν ηταν ακομα φοιτητης και κατηχουμενος οι υμνοι του ποιμνιου, του φαινοταν σαν εμετικες τσιριδες κι οι υμνοι της χορωδιας στο υπερωο της εκκλησιας σαν τα βελασματα απο ενα κοπαδι φρεσκοπλυμενα κιοσεμια, κι οταν χορωδια και ποιμνιο επαυαν το βελασμα και την τσιριδα, μπροστα ξεκινουσε το ιερατειο με τα αλληλουγιουχου, παρολ’ αυτα ο Τολλερ εγινε παπας, αγνωστο ποιος διαβολος τον παρακινησε, δεν μπορει να 'ταν μονο το κρασι της μεταληψης, αλλα δεν εφτασε ψηλα, φυτοζωουσε στην ακρη της περιοχης μας σ’ εναν βρωμοτοπο, ο Οκς αντιθετως εφτασε να γινει Παναγιωτατος και σπιουνος του Παπα, τιποτε το ιδιαιτερο γι’ αυτον, που ειχε τους τροπους μιας καλολαδωμενης μπουλντοζας, μα κι αυτος ειχε το μικρο μυστικο τικ του, ηταν πεπεισμενος πως κατω απ’ την πολη μας, κατω απ’ ολη την περιοχη ειναι μια αντιπολη και μια αντιπεριοχη, οχι καποιο ειδωλο αλλα πως κανεις πρεπει το αντιθετο αυτου που ειναι πανω να το σκεφτει κατω, αυτην την ιδεα μαλλον του την εβαλε ενας πολωνος μεταλλωρυχος, αυτος δουλεψε σ’ ενα αλατωρυχειο στην Κρακοβια και μιλουσε για ενα σωρο φανταστικα πραγματα που ειδε κει κατω στις γαλαριες και στα λαγουμια και στους διαδρομους και στις στοες, μερικοι ειπαν πως ο Πολακ καταπλακωθηκε και σωθηκε μολις και μετα βιας κι απ’ αυτο επαθε γερη πλακα και δε βρηκε τη σωτηρια του, αλλοι ηταν της γνωμης πως οποιος ειναι για χρονια βουτηγμενος στ’ αλατι γινεται αναποφευκτα αλατοπαρμενος, αλατοπαθης, κι εδω δεν μπορει να γινει τιποτα, ποτε κανεις δεν βγηκε και δεν γυρισε νηφαλιος, κι ετσι αλλοι ειχαν τον πατερα Οκς σε μεγαλη υποληψη κι αλλοι τον πηραν σιγα-σιγα για τον πνευματικο τρελο της πολης, ομως γι’ αυτο διολου και αχρηστο, παρακαλω, οριστε οι εφτα χιλιαδες εφτα τομοι του, ποτε δεν ανοιξε και φυσικα δεν διαβασε ουτ’ ενα απ’ αυτα τα βιβλια, αντιθετως, οταν του ελαχε η βιβλιοθηκη, πηρε το καθενα και το σφραγισε στην επανω στενη πλευρα και, προσεξτε, ολα βρισκονται στα ραφια με την ραχη προς τον τοιχο και μπορω να διαβεβαιωσω: οχι μονο με τη ραχη στον τοιχο αλλα και ολα ειναι πανω-κατω γιατι ο Οκς συνηθιζε να κανει στα βιβλια κηρυγματα, δηλαδη οχι στα βιβλια, στα δαιμονια μες στα βιβλια, και για να μην μπορουν αυτα να του γυριζουν την πλατη, αντιθετως για να ειναι υποχρεωμενα να τον ακουν, τα εστηνε κατευθειαν στον τοιχο αναποδα.
Η Γιεννυ Τσειμπερλυ εσπρωξε ελαφρα τον αντρα της. «Τ’ ακουσες κι εσυ;» ρωτησε.
«Ποιο πραμα;»
«Καπου κλαψουρισε ενα σκυλι», ειπε.
«Σκυλι; Σ’ ενα μουσειο;»
«Ναι. Μα δεν ειμαι σιγουρη.», ειπε.
Η μις Καλλιμπουκη ξαφνικα νομισε πως ακουει μια ψιθυριστη φωνη τελειως διπλα στ’ αυτι της.
Υμνο να σου τραγουδησω θελω
μεγαλοπρεπη γη εξαισια
εκλαμπρη και ποδοπατημενη
εχεις αναλωθει συσκοτισμενη
χωρα πατριδα των ανθρωπων
καταρες γεματη μολυσμενη
μαρτυρας
δισεκατομμυριετιες τωρα
δε μας αγαπας
εισαι δικαιη
και διχως ανθρωπινο μεγαλειο
Ενα τραγουδι, ενα ποιημα! σκεφτηκε. Ποτε της δεν το ειχε ακουσει η διαβασει. Η Ελενα Καλλιμπουκη παντα ειχε αλλα να κανει απο το να διαβαζει ποιηματα.
II
Αυτη η γωνια του τμηματος φιλοξενει, για να μιλησουμε βιβλιοφιλικα, χειρογραφα η πρωτες εκδοσεις σημαντικων εργων σημαντικων ποιητων απο Ανατολη και Δυση, ειναι εντυπωσιακη σειρα, την αγορασαμε ακριβα απο τον ζωγραφο Φιλιππ Αλεξαντερ Σαλομον, ηταν απιθανος παζαρτζης, σ’ εγδερνε κανονικα, βεβαια θα μπορουσαμε να περιμενουμε και να παρουμε το πραμα φθηνοτερα, ποιος ξερει, ομως κανεις πρεπει να χαβει την μπουκα οσο ειναι μπροστα στο στομα του.
Το σπιτι στο οποιο ο Σαλομον κυριολεκτικα σπιτωνε, αλλη λεξη δεν μου ‘ρχεται, για κατοικηση δεν γινεται λογος, εξωτερικα το ειχε βαψει ασπρο λειο, ομως εσωτερικα ειχε γεμισει τους τοιχους με ρητα κορνιζαρισμενα, εκει ειναι αυτες οι κορνιζες, οι οποιες κανονικα θα ανηκαν στο ενατο τμημα, ολο το κελαρι μας ειναι γεματο απο δαυτες, σας διαβαζω μια-δυο σαλομωνειες ρησεις:
Κρατα το φτερο του αυτοκινητου σου ο,τι υποσχεσαι στον εαυτο σου, ο,τι σου υποσχεται αυτο, Ικαρε;
Αρμεξε τα συννεφα ματι χρυσο βλεμμα του ουρανιου τοξου!
Ελλειψη φαντασιας προστατευει απο αγχος κι εγνοιες ηλιθιοτητα θεια ευτυχια ομως τι ειναι ομορφια;
Απο που αντεγραψε αυτες τις ρησεις ειναι αγνωστο, τις κορνιζες με τις ρησεις τις αποκτησαμε δωρεαν, παντως δεν ευρισκε πια ευχαριστηση στο παλατακι του, εννοω στη ζωη, αφοτου αυτογραφα και πρωτες εκδοσεις εφυγαν απ’ το σπιτι, ομως τι ξερουμε μεις, ηταν αυτοκτονια αρκετα μεγαλου διαμετρηματος και με χοντρα σκαγια, απ’ τη ριζα της μυτης προς τα πανω δεν πηγαινε αλλο πιο πανω, τα αιματα ηταν σκορπισμενα παντου, ταβανι και τοιχοι γεματα, ε, δεν ειμαι κι η χηρα του, θα μπορουσε αλλωστε να συνεχισει να δινει τους πινακες του οχι μονο σε καλες αλλα και σε τρομερες τιμες και να ζει απ’ αυτο πολυ καλα, ηταν ενας καλοπιασμενος χειριστης του πινελου, μα βεβαια δεν ηθελε αλλο.
Το μουρμουρητο στο αυτι της μις Καλλιμπουκη συνεχιζοταν.
Τρεφεις κοιλιες
που σκεπασμενες απο κρουστες αιματος ελπιδα
γεννουν τον αντρα που ιδρωνει
απ’ τον κοπο μουσκεμενο τυφλωμενο
απ’ τη δαγκωνια της καθημερινης αναγκης πνιγμενο
απ’ τη μαυρη αστραπη της νυχτας
χτυπημενο τη γυναικα που κοιλοπονει
απ’ τις κραυγες διαμελισμενη κομματιασμενη
διχασμενη κι ολοτελα διαποτισμενη
βαρυναμε απο εγνοιες και καταστρεφομαστε
μαζι σου μεγαλειωδη γη
στην ανεση και στην ησυχια σου
ολα ταρακουνηθηκαν και βρηκαν τη θεση τους
διχως εμας δεν ξερεις
δεν αρνεισαι
υπομενεις διχως μαγεια τον χρονο ολο
«Οχι», ειπε ο δοκτωρ Αντολφ Τσειμπερλυ στην γυναικα του Γιεννυ. «Τιποτα δεν ακουω.»
Ομως ολοι ακουγαν τη θυελλα εξω. Εβλεπαν τα κλαδια να μαστιγωνονται και πως τα δεντρα κλονιζονταν κι εβλεπαν ριπες απο βροχη και χαλαζι να σαρωνουν περνωντας λοξα διπλα απ’ τα παραθυρα, δινες ανεμων στον ανεμο.
III
Με την φιλικη προσοχη την οποια δειχνετε, δεν δυσκολευομαι να ομολογησω πως καπου-καπου ανθρωποι, απο τουριστικο μαλλον ενδιαφερον, χωνουν ανυπομονοι τις με γυαλια ηλιου φορτωμενες μυτες τους στα καταμεστα τμηματα μας, και μυτες μονον, μπορειτε να το φανταστειτε, ιδιαιτερως με γυαλια ηλιου, αποτελουν οχι και πολυ φωτεινους συνοδους του εμπειρογνωμονα, αυτα ειναι τα ισχνα χρονια οπου οι ανθρωποι σκοτωνουν τα δικα τους μια ζωη ολοκληρη, εξ αμελειας ακομα κι εδω, κι εγω τοτε θα ημουν ενας κακος οδηγος, κι αυτο δεν το θελω, αν εσερνα σαν ρυμουλκα το καθε κοπαδι μες απ’ αυτους τους χωρους!
Εδω το λεγομενο ντουλαπι με τα φαρμακια, του ποιητη Τσενο Χαμμερστερν, δεν το κρατουσε κλειστο, οπως σιγουρα θα εκαναν αλλοι εαν ειχαν στην κατοχη τους τα βιβλια που περιεχει, μεταξυ αυτων ορισμενα με περιγραφες αγνωστων βοτανων και των δυναμεων τους, αλλα γεματα με ζωα που ποτε δεν ειδε ανθρωπου ματι, επισης βιβλια αλχημιστων και τομοι γεματοι απο αστρα που δεν εχουν ανακαλυφτει και σχετικοι με νεα ενδιαμεσα σημεια του οριζοντα, βιβλια για ολους τους νεκρους, ολες τις τεχνικες του ερωτα, ολες τις ηδονες του βιου, και για τους ανθρωπους και τον κοσμο τον μεσα, σχεδον ολα ανηκαν στα καποτε απαγορευμενα, μια μικρη κοκκινη σφραγιδουλα τα σημαδευει, αυτα που ο Χαμμερστερν αναγνωριζε ως σημαντικα τα διακοσμει ενα μικρο κυανο σφυρι, αυτα που αγαπουσε προπαντων, γιατι ειναι γεματα φαρμακι και γελιο και σκληροτητα και χαρα, τα χαραζε μ’ ενα φωτεινο κιτρινο αστερακι, καθως φαρμακι δεν ειναι στην ουσια κανενα τους, κι ακομη εξαρταται ποιαν αρρωστια ο καθενας εμαθε να καταλαβαινει σαν την υγεια του.
Ως αξιοπεριεργο, στην εσωτερικη πλευρα του παντοτε ανοιχτου φυλλου της πορτας μια στροφη γραμμενη απο τον Χαμμερστερν ιδιοχειρως:
Ventre ΰ vendre!
Η επιτυχια
ειναι η πιο ραφινατη
πορνη
την οποια εγω στη
ζωη
ευτυχως ακομη
δε συναντησα!
Αν δεν ειχα ποτε τα δακρυα
προδωσει την καρδια
σπαταλησει η ανασα δεν θα
μου ηταν τοσο βαρια
τοσο πνιχτη και καυτη
που στο τελος να με πνιξει ο εαυτος μου
γνωριζω
αγχος μου εσυ
να μπορουσα ακομα θα το ‘κανα
να ζωγραφιζω μαυρα λαγουμια
απο το ενα ασπρο περιθωριο στ’ αλλο
επιμονα βαθια σε βαθος
μαυρα λαγουμια να σκαβω
ατελειωτα σε αβυσσαλεα ρηχοτητα
«Ακουστε!» ετσι στραφηκε η μις Καλλιμπουκη αλλη μια φορα μπερδεμενη προς την δεσποινιδα Σμιτχαϊνι. «Εχω την εντυπωση πως εδω ακουγεται μια φωνη, πολυ σιγανα!»
«Φωνη, χα!, τι μου λετε! Τι σου λεει λοιπον η φωνιτσα σου, βοϊδοματα;» ειπε η δεσποινις Σμιτχαϊνι.
IV
Η ωραια μις Καλλιμπουκη πηγε λιγο παραμερα κι ακουμπησε στον τοιχο, εκλεισε τα ματια. Η ψιθυριστη φωνη, δεν μπορουσε να γλιτωσει απ’ αυτην.
Ηθελε ολα απ’ τον νου του
να τα διωξει
ενω εμεις σαν παιδια ακομα
πιστευαμε πως γελαει
ολοκαρδα εκει που ομως
ηταν ηχηροι στεναγμοι
Οι μερες τον χτυπουσαν
κι αναμεσα στις νυχτες
υλακτουσαν δυσμορφιες σκιων
Χαρισε ληθη σ’ εκεινον
που βρισκουν τα κυνηγοσκυλα
Ολοι μας ιδροκοπαμε
στα φραγματα
μεχρι η πλημμυρα να μας
καταπλακωσει και να μας καταφαει
V
Η μις Καλλιμπουκη ειδε πως ο Ορεστε Κουεσαντα για τριτη φορα εφτυσε στα γρηγορα πικρο σαλιο κι ειδε πως η δοκτωρ Γιεννυ Τσειμπερλυ καταπιε ενα χαπι και πως η lady Τακερ επισης εχωσε κατι στο στομα της και πως η Ανετ Ντεβρις μασουλουσε παντα τη μαστιχα της. Ακουσε την δυνατη φωνη του Επιμελητη και την γκρινιαρικη φλυαρια του Αλφρεντ Γκιμμελ, για μια στιγμη και μια ακατανοητη παρατηρηση του Δρ Αντραντε. Μετα ξαφνικα ο σινιορε Φρεντερικι εβρισε: καυγαδισε συντομα κι εντονα με τον Μινχεερ Μποσουνγκ και με τον καθηγητη Χομπουρκερ. Και καπου χτυποι και βογκητα.
Ολ’ αυτα, και παλι το τρεμουλιαστο ψιθυρισμα, μια πνοη.
Αν με ειχες φιλησει
προτου ο αποχωρισμος
μια τοσο στυφη οσμη
πασπαλισει πανω στα χειλη μας
σα να μην ηταν σχεδον τιποτα
την ανασα μας που μοσχοβολουσε κρασι
θα την ειχαμε
αφησει να χορευει
ατελειωτα
εκεινη την στιγμη μονο
την πανμοναδικη
VI
«Ζουττερ. That’s right!» ειπε η μισιζ Γιουντιθ Μαγιερ.
Ο μεσιε Κανταουροφφ απο την Παπεετε της Ταϊτης μιλησε στον Δρ Τσειμπερλυ. «Σας παρακαλω, μπορειτε να με βοηθησετε μ’ ενα χαπι; Μου φαινεται πως η συζυγος σας εχει καποια στην τσαντα της. Νοιωθω ξαφνικα εναν δυνατο πονοκεφαλο.»
«Μα παρτε ενα απ’ τα δικα μου, κυριε καθηγητα!» ειπε η Μαιρη Γουωτσον. «Ειναι καλυτερα απ’ ο.τιδηποτε θα σας προτειναν.»
Ο κυριος Λορμπεεργκ, ο φαρμακοποιος απο την Βιεννη, θα μπορουσε να ειχε επεμβει και να ειχε πει κατι επι του θεματος· ομως η νεαρη συνταξιδιωτισσα του ηταν φλογερα απασχολημενη μαζι του, ηδη εδω και καποια ωρα δεν προσεχε πια τι ετρεχε γυρω του.
VII
Ο καθηγητης Βολφγκανγκ Βεμπερ-Βιντσεργκραιτ λοξοκοιταξε περα προς την lady Τακερ και χαμογελασε σκωπτικα και πασπατεψε το καλοξυρισμενο του προσωπο.
Η Ελενα Καλλιμπουκη σκεφτηκε ραγισμενους τοιχους, ρωγμες στους τοιχους που διακλαδιζονταν αργα, χαινοντας ετοιμορροπα.
Να! Νατην παλι! σκεφτηκε κι αφουγκραστηκε κι ακουσε.
Η απελπισια
στα προσωπα τους
αμηχανα παιδια
αναμεσα γεννα και θανατο
κανουν πολεμους ονειρευονται εικονες
επειγονται καταριουνται αγαπανε σωπαινουν
χτιζουν πολεις μηχανες παγιδες
λαβυρινθους
Μονο στον υπνο
αιωρουνται καπου-καπου
παροδικα μεσα σε παροδικη ευτυχια
VIII
«Μα τι επαθε; Γιατι αρχισε ξαφνικα να φωναζει;» απορησε η κυρια Κασπαρκα.
Ολοι κοιταζαν τον Επιμελητη με αμηχανια. Η κοιταζαν αλλου ταραγμενοι, καρφωναν το βλεμμα τους στα παλια ντοκουμεντα.
Η μις Καλλιμπουκη ειχε βγει εξω. Ηθελε να φυγει, τα ψιθυρισματα την εσπρωχναν εξω, στο κεφαλι της αισθανοταν συνεχη χτυπηματα.
Πνιγηκε στη λασπη
η τρανταχτη φωνη σου
αηδονι
τιτιβιζεις μες απο
αυλακες δισκων γραμμοφωνου
πιο καθαρα απο ποτε και πιο τσιριχτα
τ’ αρπαχτικα πτηνα συριζουν
ψηλα απο ουρανια
εποπτεια
αηδονι η κραυγη σου
ειναι ατελειωτη και πουλιεται
μεχρι και παλι να τραγουδησεις φοβερα
γκριζα τοσο δυνατα
μεσα απ’ τα ερειπια
μονο τελειως
Δωδεκατο Τμημα
Η Εσχατη Αιθουσα
Λοιπον, αξιοτιμοι, η περιηγηση τελειωσε, εαν ομως θελετε να παρατηρησετε τουτο η εκεινο το αντικειμενο μια φορα ακομη, να κοιταξτε το ενα η το αλλο κομματι μια φορα ακομη, βεβαιως, παντως σας ευχαριστω για το ενδιαφερον σας και για την καρτερικη προσοχη σας, ναι, ολοθερμα, αναφερω μονον ακομα το δωδεκατο τμημα μας, την εσχατη αιθουσα, εαν καποιοι το αντεχουν ακομα θ’ ανοιξω κι αυτην την πορτα, εφοσον λοιπον το επιθυμειτε, παρακαλω, εχετε την καλοσυνη;
Ηταν σ’ ολους αδιαφορο, κοιταχτηκαν. Δεν ηταν ευτυχεις, συρθηκαν πισω απ’ τον Επιμελητη.
Στο μισοσκοταδο κατεβηκαμε μια ελικοειδη στενη σκαλα που γινοταν ολο και στενοτερη, προς τα βαθια, γυρω-γυρω και προς τα κατω.
Τωρα βρισκομαστε κατω στον πυργο στο υπογειο διχως παραθυρα κολασμενη κατακομβη το μπουντρουμι μας η τελευταια τρυπα ουτως ειπειν η αδιεξοδη φριχτη σπηλια η αβυσσος σκοταδι εδω για αιωνες τυραννουσαν βασανιζαν κραυγαζαν αιμορραγουσαν εδω με τα χρονια ελιωσαν και χαθηκαν μαζες ανθρωπων ενα φονικο αντρο μιλανε για διψασμενους για δυναμη ανακριτες και για αιμοσταγεις βασανιστες κι ακομα για εναν φρουραρχο ο οποιος συχνα καποιους επισκεπτες τους τραβουσε εδω κατω τους εκλεινε και τους αφηνε να πεθανουν απ’ την πεινα και την διψα απο κεινον τον μικρο καγκελωτο φεγγιτη μπορουσε να παρατηρει τα παντα με την ανεση του και να τα χαιρεται για μερες και νυχτες το φως αντανακλωνταν προς τα κατω και λιγο-λιγο φανερωνονταν στο τρεμαμενο φως τα αληθινα προσωπα των κρατουμενων επισκεπτων κραυγαζαν εβριζαν απειλουσαν ουρλιαζαν προσευχονταν κλαψουριζαν εκλιπαρουσαν στεναζαν σωπαιναν ησυχα με τον καιρο ισως ετρωγαν ο ενας τις σαρκες του αλλου οταν αποκαλυφθηκε πηγαν τον φρουραρχο στο δικαστηριο μα αυτος ηταν τρελος ελεγε πως η επιστημη προγιαγια της αληθειας και το αγιο πνευμα βεβαιως πατερας της οργης του ειχαν απαιτησει την φοβερη θεαση του ιδιαιτερου και πραγματικου προσωπου των ανθρωπων πισω απ’ ολες τις μασκες αφησε καθε ελπιδα αφησε την ματαιοδοξια αφησε f λυγξ φυλαγε το αμπελι μου δεν υπαρχει μεγαλυτερος τρομος η αμπαρα ανοιγει μονο απ’ εξω εαν το επιθυμειτε ευχαριστως να κλεισω στα γρηγορα ωστε εν κατακλειδι να σας κανω να γνωρισετε την ανατριχιλα της αιφνιδιας φυλακισης και του εγκλεισμου
«...εγκλεισμου!» αντηχησε απ’ το σκοταδι ψηλα πανω απ’ τον αναμμενο λαμπτηρα η ηχω, και τα μανταλα ετριξαν.
Ενα υπογειο κελι με γυμνους τοιχους, σοβαντισμενους ρουστικ, προφανως φρεσκοασπρισμενο, με εκτυφλωτικο φωτισμο απο εξι μετρα υψος και μικρη διαμετρο.
Gilles de Rais, Marιchal de France, Chβ teau de Champtoze, σκεφτηκε ο μεσιε Κανταουροφφ· ομως δεν ειπε τιποτα, τον ταλανιζε ο πονοκεφαλος.
«Αποξηραμενο με αλπινικο αερα» ειπε η μισιζ Μαγιερ και το βλεμμα της καρφωθηκε στον μιστερ Λιβικ.
Εστεκαν τριγυρω με αδειανα προσωπα.
Τοτε ειπε καποιος: «Το αγιο πνευμα, χα!, προγιαγια της αληθειας!»
Αυτο εκανε τους περισσοτερους να γελασουν. Καποιος φωναξε: «Τα ιδιαιτερα και πραγματικα προσωπα! Τι τρελα!» Εδω γελασαμε δυνατα. Η ηχω, μετεωρη στα ψηλα, κακαριζε κι αυτη.
Τελος ειπε καποιος: «Πρεπει να ηταν τρομερο για τα καλα.»
Ναι βεβαια χα! Ναι βεβαια! Ναι, ισως. Ενευσαν με το κεφαλι.
Μετα απο λιγο καποιος φωναξε: «Τωρα ο παραξενος τυπος θα μπορουσε να ξεκλειδωσει!»
«...κλειδωσει» αντηχησε στο τρεμουλιαστο σκοταδι πανω απο τον επιμονα φωτεινο λαμπτηρα η εγκλειστη ηχω, τοσο δυνατα σαν μια φωνη απο κει ψηλα να μιλουσε προς εμας κατω.
Η μις Ελενα Καλλιμπουκη, η ωραια νεαρη ελληνιδα, για την οποια λεγοταν πως ειναι εταιρα, περιμενε για λιγο το γκρουπ εμπρος απο το μουσειο κατω απο μια αψιδα οπου δεν εβρεχε. Μα δεν ηρθε κανεις.
Πισω στο γυμνο παρκο του μικρου ανακτορου μικρες λιμνουλες, οι δεξαμενες των πιδακων παγωμενες και μερικα αγαλματα σαν ραντισμενα απο ασβεστη, σα να μαρμαρωσαν επανω στον βηματισμο η στην εκπνοη. Η μις Ελενα τρομαξε.
Οταν κρυωσε, κι ακομη κανεις δεν φαινοταν, εφυγε μεσα στο χιονονερο και τον ανεμο. Πηγε νοτια μεσα απ’ το μαυριδερο κρυο σαν μεσα απο μια ερημη χειμωνιατικη νυχτα. Εβλεπε δεντρα διχως φυλλα και δεν τα εβλεπε πια. Εμπρος στα ποδια της ενας μικρος στροβιλος απο φυλλα, ξεραμενο φυλλωμα, ο αγερας απο πανω ξυριζε.
«Φυλλα και σκονη» σκεφτηκε κι αρχισε να ψιθυριζει, δεν κοιταξε πισω, εφυγε γρηγορα.
Πανω ψηλα στον γκριζο παγωμενο αερα
μεγαλα λευκα πουλια
με φτερα λαμπερα στις ακρες
ατεγκτα και μεγαλοπρεπα