"Οταν κανείς σκέφτεται πολύ ο ίδιος, τότε βρίσκει πολλή σοφία να είναι καταγραμμένη στη γλώσσα. Δεν είναι βέβαια πιθανό να τα εγγράψει όλα ο ίδιος, αλλά πράγματι υπάρχει πολλή σοφία μέσα της, καθώς και στις παροιμίες."
G. Chr. Lichtenberg
δοκει δε μεγα τι ειναι και χαλεπον ληφθηναι ο χωρος
"Όμως φαίνεται πως ο τόπος", - που θα πει ο χωρος-τόπος, "είναι κάτι το μεγαλοδύναμο και δύσκολο να συλληφθεί"
Άριστοτέλης, Φυσική, Βιβλίο IV.
Οι παρατηρήσεις[2] επάνω στην τέχνη, στον χώρο, στο παιχνίδισμα του ενός μέσα στο άλλο, παραμένουν ερωτήματα, ακόμα κι αν μιλούν με τη μορφή ισχυρισμών. Περιορίζονται στις εικαστικές τέχνες και, απ' αυτές, στη γλυπτική.
Τα γλυπτά μορφώματα είναι σώματα. Η μάζα τους, που αποτελείται από διάφορα υλικά, είναι ποικιλότροπα διαμορφωμένη. Η μορφοποίηση συμβαίνει με τον καθορισμό ως περι- και αφ-ορισμό. Εδώ υπεισέρχεται ο χώρος. Καταλαμβάνεται από το γλυπτό μόρφωμα, εντυπώνεται ως κλειστός, διασπασμένος και κενός όγκος. Γνωστά πράγματα και όμως αινιγματικά.
Το πλαστικό σώμα ενσωματώνει κάτι. Μήπως ενσωματώνει τον χώρο; Είναι η γλυπτική μια κατάκτηση του χώρου, μια κατακυριάρχηση του χώρου; Μήπως έτσι ανταποκρίνεται η γλυπτική στην τεχνική-επιστημονική άλωση του χώρου;[3]
Βέβαια η γλυπτική, ως τέχνη, είναι αντιπαράθεση με τον καλλιτεχνικό χώρο. Η τέχνη και η επιστημονική τεχνική θεωρούν κι επεξεργάζονται τον χώρο με διαφορετικό σκοπό και με διαφορετικό τρόπο.
Όμως ο χώρος - μένει ο ίδιος; Δεν είναι εκείνος ο χώρος που γνώρισε τον πρώτο του προσδιορισμό από τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα; Ο χώρος - εκείνη η ομοιόμορφη, η σε καμιά δυνητική θέση διαφοροποιημένη, η προς κάθε κατεύθυνση ισοδύναμη, όμως αισθητηριακά μη αντιληπτή διά-σταση;
Ο χώρος - ο οποίος στο μεταξύ όλο και πιο πιεστικά, όλο και πιο επίμονα προτρέπει τον άνθρωπο προς την οριστική του αλωσιμότητα;[4]
Μήπως και η μοντέρνα εικαστική τέχνη δεν ακολουθεί αυτήν την προτροπή, στο σημείο στο οποίο κατανοεί τον εαυτό της ως αντιπαράθεση με τον χώρο;
Μήπως έτσι δεν επικυρώνεται ως προς τον σύγχρονο χαρακτήρα της;
Όμως μπορεί ο φυσικοεπιστημονικά-τεχνικά εκφερόμενος χώρος, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν πρόκειται ακόμα να προσδιοριστεί μελλοντικά, να ισχύει ως ο μόνος αληθινός χώρος; Είναι, συγκρινόμενοι μ' αυτόν, όλοι οι διαφορετικά αρμοσμένοι χώροι, ο καλλιτεχνικός χώρος, ο χώρος της καθημερινής πράξης και κίνησης, μόνο υποκειμενικά καθορισμένες πρόδρομες μορφές και μεταλλάξεις του ενός αντικειμενικού κοσμικού χώρου;
Κι αν όμως η αντικειμενικότητα του αντικειμενικού κοσμικού χώρου παραμένει αναντίρρητα το ομόλογο της υποκειμενικότητας μιας συνείδησης, η οποία ήταν ξένη στις εποχές που προηγήθηκαν των ευρωπαϊκών νεοτέρων χρόνων;[5]
Ακόμα κι όταν αναγνωρίσουμε την διαφορετικότητα των εμπειριών του χώρου στις περασμένες εποχές, μπορούμε, ήδη απ' αυτό, να διείδουμε το ιδιαίτερο του χώρου; Έτσι ακόμα δεν έχει τεθεί το ερώrημα τι είναι ο χώρος ως χώρος, και φυσικά ούτε και έχει απαντηθεί. Παραμένει ανοιχτό, με ποιον τρόπο είναι ο χώρος, ακόμα κι αν μπορεί καν να του αποδοθεί ένα είναι.[6]
Ο χώρος - μήπως ανήκει στα πρωτογενή φαινόμενα, όπου, όταν γίνουν αντιληπτά, σύμφωνα μ' έναν λόγο του Goethe, καταλαμβάνει τον άνθρωπο ένα είδος συστολής που φτάνει μέχρι το άγχος[7]; Γιατί πίσω από τον χώρο φαίνεται να μην υπάρχει πλέον τίποτα στο οποίο αυτός θα μπορούσε να αναχθεί. Εμπρός απ' αυτόν δεν υπάρχει καμιά διαφυγή προς κάτι άλλο. Το ιδιαίτερο στον χώρο πρέπει να δειχτεί μέσα απ' αυτόν καθαυτόν.[8] Μπορεί το ιδιαίτερό του να ειπωθεί ακόμα;
Από την ανάγκη τέτοιων ερωτημάτων μας αποσπάται η ομολογία:
Οσο δεν εμπειρώμαστε του ιδιαίτερου του χώρου, ο λόγος για έναν καλλιτεχνικό χώρο παραμένει κι αυτός σκοτεινός. Ο τρόπος με τον οποίο ο χώρος κρατεί στο έργο τέχνης μένει ακόμη απροσδιόριστος.
Ο χώρος, μέσα στον οποίο μπορεί ν' ανευρεθεί το γλυπτό μόρφωμα όπως ένα χειροπιαστό αντικείμενο, ο χώρος, τον οποίο περικλείουν οι όγκοι της μορφής, ο χώρος, ο οποίος υπάρχει ως ένα κενό ανάμεσα στους όγκους - μήπως δεν είναι αυτοί οι τρεις χώροι, στο ενιαίο του παιχνιδίσματος του ενός μέσα στον άλλο, πάντα και μόνον επίγονοι του ενός φυσικοεπιστημονικού-τεχνικού χώρου, ακόμη κι αν υπολογιστικές μετρήσεις δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στην καλλιτεχνική μορφοποίηση;
Με καταρχή δεδομένο ότι η τέχνη είναι η εν-εργο-ποίηση της αλήθειας[9], και αλήθεια σημαίνει την α--λήθεια του είναι[10], δεν θα πρέπει τότε στο έργο της εικαστικής τέχνης να γίνεται καθοριστικός και ο αληθινός χώρος, αυτό που α-ληθεύει το πλέον ιδιαίτερό του;
Όμως πώς μπορούμε να βρούμε το ιδιόμορφο του χώρου; Υπάρχει ένα πρόχειρο γεφύρι, ένα στενό βέβαια και ασταθές. Προσπαθούμε ν' ακούσουμε την γλώσσα. Για ποιό πράγμα μιλάει στη λέξη χώρος; Σ' αυτήν μιλάει η χώρηση. Αυτή σημαίνει: διάνοιξη, ελευθέρωση του αγριότοπου.
Η χώρηση αποδίδει το ελεύθερο, το ανοιχτό για μια εγκατάσταση και κατοίκηση του ανθρώπου.[11]
Η χώρηση, εννοημένη στο ιδιαίτερό της, απολύει τόπους[12] όπου οι τύχες των κατοικούντων ανθρώπων στρέφονται στο σωτήριο της πατρίδας ή στην συμφορά του απάτριδα ή ακόμα και στην αδιαφορία απέναντι και στα δυο τους. Η χώρηση είναι απόλυση των τόπων στους οποίους εμφανίζεται ένας θεός, των τόπων από τους οποίους οι θεοί έχουν διαφύγει, τόπων στους οποίους πολύ καιρό τώρα η εμφάνιση του θείου καθυστερεί.
Η χώρηση αποδίδει την εκάστοτε τοποθεσία η οποία ετοιμάζει μία κατοίκηση.
Κοσμικοί χώροι είναι πάντα το στερητικό συχνά παμπάλαιων ιερών χώρων.
Η χώρηση είναι απόλυση τόπων.
Στη χώρηση μιλά και κρύβεται μαζί ένα συμβάν. Αυτός ο χαρακτήρας της χώρησης παραβλέπεται ιδιαίτερα εύκολα. Και όταν διαβλέπεται, παραμένει πάντα δύσκολο να προσδιοριστεί, προπάντων όσο ο φυσικοεπιστημονικός-τεχνικός χώρος ισχύει ως ο χώρος στον οποίο πρέπει να στηρίζεται ήδη κάθε χαρακτηρισμός της φύσης του χωρικού.
Πώς συμβαίνει η χώρηση; Δεν είναι η εκχώρηση, και τούτη πάλι με διπλό τρόπο, επιτρέποντας και εγκαθιστώντας;
Πρώτα η εκχώρηση παραχωρεί κάτι. Αφήνει ένα ανοικτό να κρατεί, το οποίο μεταξύ άλλων επιτρέπει την εμφάνιση παρόντων πραγμάτων από τα οποία η ανθρώπινη κατοίκηση βλέπει πως εξαρτάται.
Κατόπιν η εκχώρηση ετοιμάζει για τα πράγματα την δυνατότητα να ανήκουν στο εκάστοτε "προς"[13] τους και, μέσω αυτού, μεταξύ τους.
Με την δίπτυχη εκχώρηση συμβαίνει η προσφορά τόπων. Ο χαρακτήρας αυτού του συμβάντος είναι μια τέτοια προσφορά. Όμως τι είναι ο τόπος, αν το ιδιαίτερό του πρέπει να προσδιοριστεί με οδηγό την απολύουσα εκχώρηση;
Ο τόπος ανοίγει μια εκάστοτε περιοχή[14] καθώς συλλέγει εντός της τα πράγματα στην αλληλουχία τους.
Στον τόπο παιχνιδίζει η περισυλλογή με την έwοια της απολύουσας λήθωσης των πραγμάτων στην περιοχή τους.[15]
Και η περιοχή [Gegend]; Η παλαιότερη μορφή της λέξης λέγεται "Gegnet". Ονομάζει την ελεύθερη έκταση. Απ' αυτήν προτρέπεται το ανοικτό ν' αφήνει κάθε πράγμα να αναδύεται, κείμενο στον εαυτό του.[16] Όμως αυτό θα πει συνάμα:
να διαφυλάγει την περισυλλογή των πραγμάτων στην αλληλουχία τους.
Ανακινείται το ερώτημα: Είναι οι τόποι καταρχήν και μόνον το αποτέλεσμα και το επακόλουθο της εκχώρησης; Ή μήπως η εκχώρηση προσδέχεται το ιδιόμορφό της μέσα από το κράτος των περισυλλεγόντων τόπων; Αν ήταν έτσι, τότε θα έπρεπε ν'αναζητήσουμε το ιδιόμορφο της χώρησης στην ίδρυση της τοποθεσίας, θα έπρεπε να συλλογιστούμε την τοποθεσία ως το αμοιβαίο παιχνίδισμα τόπων.
Θα έπρεπε να προσέξουμε ότι, και πώς, αυτό το παιχνίδι προσδέχεται την αναφορικότητα στην αλληλουχία των πραγμάτων από την ελεύθερη έκταση της περιοχής.
Θα έπρεπε να μάθουμε ν' αναγνωρίζουμε ότι τα πράγματα καθεαυτά είναι[17] τόποι και ότι δεν ανήκουν μόνο σε έναν τόπο.
Σ' αυτήν την περίπτωση θα είμασταν για πολύ καιρό αναγκασμένοι να αποδεχτούμε ένα θέμα που ξενίζει:
Ο τόπος δεν βρίσκεται στον εκ των προτέρων δεδομένο χώρο με την έννοια του φυσικοεπιστημονικού-τεχνικού χώρου. Τούτος εκπτύσσεται πρώτα μέσα από το κράτος τόπων μιας περιοχής.
Το αμοιβαίο παιχνίδισμα ανάμεσα στην τέχνη και στον χώρο θα έπρεπε να εννοηθεί μέσα από την εμπειρία τόπου και περιοχής.
Η τέχνη ως γλυπτική: Καμιά κατάληψη του χώρου. Η γλυπτική δεν θα ήταν καμιά αντιπαράθεση με τον χώρο.
Η γλυπτική θα ήταν η ενσωμάτωση τόπων οι οποίοι, ανοίγοντας και διατηρώντας μια περιοχή, κρατούν περισυλλεγμένο γύρω τους ένα ανοικτό το οποίο προσφέρει μια διάρκεια στα εκάστοτε πράγματα και στον άνθρωπο μια κατοίκηση μέσα στα πράγματα.
Αν έτσι είναι, τι γίνεται με τον όγκο των γλυπτών μορφωμάτων που ενσωματώνουν κάθε φορά έναν τόπο; Ενδεχομένως ο όγκος δεν θα αφορίζει πλέον χώρους μεταξύ τους, στις επιφάνειες των οποίων περισπώνται ένα "μέσα" ενάντια σε ένα "έξω". Αυτό που ονομάζεται με τη λέξη όγκος θα έπρεπε να χάσει το όνομά του[18], η σημασία του οποίου είναι μόνον τόσο παλαιά όσο και η σύγχρονη τεχνική φυσική επιστήμη.
Οι χαρακτήρες της γλυπτικής ενσωμάτωσης που αναζητούν τόπους και διαμορφώνουν τόπους, θα έμεναν καταρχήν ανώνυμοι.
Και τι θα γινόταν το κενό του χώρου; Ιδιαίτερα συχνά αυτό εμφανίζεται μόνο ως έλλειμμα. Τότε το κενό θεωρείται ως η έλλειψη πλήρωσης κοίλων και ενδιάμεσων χώρων.
Ίσως όμως το κενό είναι ακριβώς αδελφωμένο με το ιδιόμορφο του χώρου, και γι' αυτό δεν είναι έλλειψη αλλά εκφορά.[19]
Και πάλι η γλώσσα μπορεί να μας δώσει ένα νεύμα. Στο ρήμα "κενώνω" [Leeren] μιλά το "λέγω" [Lesen], με την πρωταρχική έννοια της περισυλλογής η οποία κρατεί στον τόπο.
Κενώνω, αδειάζω το ποτήρι θα πει: το περισυλλέγω, ως το περιέχον, στο πλέον ελεύθερό του.[20]
Κενώνω, αδειάζω τους περισυλλεγμένους καρπούς σ' ένα καλάθι θα πει: τους ετοιμάζω αυτόν τον τόπο.
Το κενό δεν είναι ένα τίποτα. Ούτε και είναι έλλειμμα. Στην γλυπτική ενσωμάτωση το κενό παιχνιδίζει με το να θεσπίζει, αναζητώντας-προβάλλοντας, τόπους.
Σίγουρα οι προηγούμενες παρατηρήσεις δεν φτάνουν για να δείξουν ήδη με την απαιτούμενη σαφήνεια το ιδιόμορφο της γλυπτικής ως είδους της εικαστικής τέχνης. Η γλυπτική: μια εν-εργο-ποίηση η οποία ενσωματώνει τόπους και, μ' αυτούς, ένα διάνοιγμα περιοχών δυνητικής κατοίκησης των ανθρώπων, δυνητικής διάρκειας των πραγμάτων που τους περιβάλλουν, που τους αφορούν.[21]
Η γλυπτική: η ενσωμάτωση της αλήθειας του είναι στο έργο της που θεσπίζει τόπους.
Ήδη με ένα προσεκτικό διορατικό βλέμμα στο ιδιόμορφο αυτής της τέχνης ανακύπτει η υπόψία ότι η αλήθεια, ως η α-λήθεια του είναι, δεν εξαρτάται αναγκαστικά από την ενσωμάτωση.
Ο Goethe λέει: "Δεν είναι πάντοτε αναγκαίο να ενσωματώνεται το αληθινό· είναι ήδη αρκετό όταν τριγυρνά πνευματικά στον αέρα και προκαλεί συμφωνία, όταν, σαν ήχος καμπάνας, κυματίζει σοβαρά-φιλικά στους αιθέρες".