ἔπεα πτερόεντα

Για την φυση της ψυχοθεραπευτικης επικοινωνιας






ἔπεα πτερόεντα

Κατα ποσο μιλαμε, οταν μιλαμε;

Η ψυχοθεραπεια εχει την σπανια ιδιοτητα να ειναι επαγγελμα που ανελισσεται αποκλειστικα σε προφορικο λογο. Ακομα και σημειωσεις του θεραπευτη, ο Freud δεν τις συστηνει διοτι παρασυρουν τον θεραπευτη να ξεχωρισει αυτα που κρινει σημαντικα και ετσι προκαταλαμβανουν το ακουσμα του και διαταρασσουν την "ελευθερα μετεωρη προσοχη" του.

Ομως ο γραπτος λογος δεν εξαντλειται στο χαρτι και το μολυβι. Γραπτος λογος ειναι επι το εργον και στην αναγνωση. Και η αναγνωση παλι δεν εξαντλειται στο διαβασμα που λαμβανει χωρα εμπρος σε ενα κειμενο, οπως καλη ωρα αυτην τη στιγμη. Υπαρχουν και αλλοι τροποι αναγνωσης με ευρυτερη εννοια, οι οποιοι μαλιστα μας αφορουν και ως ψυχοθεραπευτες ιδιαιτερα:

- Η αυτοπαρατηρηση. Οταν σε διαφορες καταστασεις της καθημερινοτητας ζω, και μαζι παρατηρω τον εαυτο μου, πως κινειται, πως σκεφτεται, πως συμπεριφερεται, κανω οπως στο skype, στο zoom και στα λοιπα διαδικτυακα μεσα επικοινωνιας οπου, παραδιπλα σ' αυτον στον οποιο αποτεινομαι, παρακολουθω και την εικονα μου. Στην αυτοπαρατηρηση, ακομα και οταν μιλω, ακομα και οταν σωπαινω, με - διαβαζω.

- Οταν μιλω και τα λογια που εκφερω τα εχω προηγουμενως σκεφτει, οργανωσει, ετοιμασει. Αναλογιστειτε ποσο συχνα, στην ψυχοθεραπεια, αλλα και στην καθημερινοτητα, αυτος ειναι ο τροπος που μιλαμε. Στην ψυχοθεραπεια, για παραδειγμα, οταν εχω να κανω μια παρεμβαση, να δωσω μια ερμηνεια, θα την σκεφτω, και μετα, σε δευτερο χρονο, θα την εκφερω, δηλαδη, θα την διαβασω. Οταν ο πελατης μου εχει λιγοτερο η περισσοτερο προγραμματισει αυτο που θα μου πει, οταν μιλα σαν να δινει αναφορα, μου κανει αναγνωση.

- Οταν κινουμαι συμφωνα με ενα προτυπο, π.χ. οταν μιλω σαν τον πατερα μου, σαν τον δασκαλο μου, ιδιαιτερα εκει που προκειται για σχεση υποτελειας, εξουσιας, θαυμασμου, αλλα και αντιστασης σ' αυτες τις μορφες, δηλαδη εκει που προκειται για μια ανελευθερη σχεση μαζι τους, εχω εμπρος μου τα λογια τους και τα διαβαζω. (Ακομα και οταν το διαβασμα εχει γινει δευτερη φυση μου.) 

Ας αναλογιστουμε την λεξη μας "αναγνωση". Το ρημα ειναι ἀναγιγνώσκειν, συνθετο απο το 'γνωριζω' (γιγνώσκειν) και το προθεμα 'ἀνά', δηλαδη 'παλι'. Οταν διαβαζω, ανα-γνωριζω, ξαναγνωριζω, δηλαδη σε δευτερο χρονο. Οταν διαβαζω, και εδω μιλω προπαντων για εκεινη την νοητη αναγνωση που ανεφερα, δεν βρισκομαι σε πρωτη γνωση. Δεν βρισκομαι στην αρχη.

(Ουτε βεβαια βρισκομαι στην αρχη οταν περιπιπτω στον αντιποδα, π.χ. οταν κανω τον λεγομενο "ελευθερο συνειρμο", οταν δεν βουταω πρωτα την γλωσσα στο μυαλο μου. Σ' αυτες τις περιπτωσεις εχω κατα εναν τροπο απλα αποχαυνωθει και βγαινει απο το στομα μου ο,τι να 'ναι. Λογοδιαρροια - κυριολεκτικα, σχεδον.)

- Και μια γενικοτερη παρατηρηση. Η μεταφυσικη εννοηση του ανθρωπου ως υποκειμενου και συνειδησης, περιλαμβανει το οτι στην συνειδηση μου αναπαριστωνται τα πραγματα του κοσμου, και απο αυτον τον τοπο τα αναγνωριζω και ερχομαι σε αναφορα προς αυτα. (Η φροϋδικη ψυχαναλυση τα αποκαλει "εσωτερικα αντικειμενα".) Ομως αυτο τι θα πει; Δεν θα πει οτι τα πραγματα, στο βιβλιο της συνειδησης μου, τα - διαβαζω;

- Ενδεχομενως ο γραπτος λογος φτανει σε ενα απογειο στα μεσα δικτυωσης. Διοτι εκει κανεις εκτιθεται οχι ως συγγραφεας αλλα, υποτιθεται, ως ανθρωπος στο συνολο του, και αυτο το συνολο , το "προφιλ", "γραφεται" και να ειναι περα για περα - αναγνωσιμο. 

Δευτεροχρονος λογος

Ας προσεξουμε περισσοτερο το συμβαν αυτου του, ας τον αποκαλεσουμε τωρα, "δευτεροχρονου λογου" περισσοτερο. Ετσι θα μπορουσε να ξεκαθαρισει το πεδιο για την εννοηση του λογου σε πρωτο χρονο.

Ο Φαιδρος ειναι ενας νεος που συναντιεται με τον Σωκρατη και του μιλα ενθουσιασμενος, του μεταφερει για την ακριβεια εναν λογο του ρητορα Λυσια για τον ερωτα. Οπου κατοπιν ο Σωκρατης εκφωνει επισης εναν λογο στο ιδιο θεμα. Εχει ηδη ξεκινησει να φευγει οταν στεκει ακινητος σαν μαρμαρωμενος κι επιστρεφει στον Φαιδρο. Στον διαλογο που ακολουθει λεει ο Σωκρατης:

Σωκράτης

Τι λοιπον; Δεν θεωρεις τον Ερωτα γιο της Αφροδιτης και θεο;

Φαῖδρος

Ετσι λενε.

Σωκράτης

Ομως ο Λυσιας δεν το λεει, ουτε κι ο λογος σου που ειπωθηκε απο το στομα μου το μαγεμενο απο εσενα. 

Ο Σωκρατης μιλα καθ' υπαγορευση του Φαιδρου. Τον διαβαζει, με την εννοια που αναφερθηκε παραπανω. Το στομα του ειναι στοιχειωμενο απο τον Φαιδρο. Η λεξη που χρησιμοποιει ειναι "καταφαρμακεύω", που θα πει μαγευω, ομως με κακα μαγια, δηλητηριαζω.

Πως προκυπτει αυτη η δηλητηριαση; Τι ειναι καν αυτο που δηλητηριαζεται;

Στον "Φαιδρο" ο Σωκρατης συλλαμβανει την σοφια ως "λογο που ζει και ανασαινει" (λόγον ζῶντα καὶ ἔμψυχον, 276α) μεταξυ δυο ανθρωπων οταν μιλουν. Ουσιαστικη σ' αυτον τον λογο ειναι η μεταβολη, οχι γιατι μεταβαλλεται η σοφια αλλα γιατι οι ανθρωποι μεταβαλλονται, και πρεπει να μεταβαλλονται. Η γραπτη λεξη ειναι στατικη. Ο Σωκρατης στον διαλογο "Φαῖδρος":

Η γραφη, Φαιδρε, εχει αυτην την δαιμονικη δυναμη, και οντως δυναμη ομοια με την ζωγραφια. γιατι τα πλασματα στις ζωγραφιες στεκουν εκει σαν ζωντανα οντα, και παλι αν τα ρωτησεις κατι, διατηρουν μια σοβαρη σιγη. το ιδιο ειναι με τα γραπτα λογια. μπορεις να φανταστεις οτι μιλουν σαν πραγματι να σκεφτονταν κατι, ομως αν θελησεις να μαθεις για ποιο πραγμα μιλανε και τα ρωτησεις, συνεχιζουν να φερνουν παντα το ιδιο μηνυμα.

Το "ιδιο μηνυμα" θα ηταν κι αυτο που ειπε το στομα του Σωκρατη το μαγεμενο, το δηλητηριασμενο απο τον Φαιδρο. Το "ιδιο μηνυμα" ειναι κι αυτο που ο ιδιος ο Φαιδρος φερνει οταν ενθουσιασμενος, μαγεμενος κι αυτος, δηλητηριασμενος, αναπαραγει κατα λεξη τον λογο του Λυσια, τον ανα-γιγνωσκει. Ενας τετοιος λογος ειναι ξυλινος.

Το να αναζηταμε το πως και το γιατι του στοιχειωματος ειναι ασκοπο. Σημασια εχει το οτι μπορει να ερθει καποια στιγμη που το στοιχειωμα θα παψει να ειναι αυτονοητο και θα το αντιληφθουμε σαν τετοιο. Ο Σωκρατης το αντιλαμβανεται οταν το δαιμονιο του τον ακινητοποιει και τον γυριζει πισω. Ο ψυχοθεραπευτης μπορει, σε μια ευτυχη στιγμη, να αναλαβει τετοιον ρολο: το ακουσμα του, οταν μιλα ο πελατης του, το μιλημα του, οταν μιλαει αυτος, διακοπτεται, ακινητοποιειται. Το επισημαινει στον εαυτο του και, με την τεχνη του, στον πελατη του. Τοτε μπορει κανεις να ιχνηλατησει αυτην την φωνη μεχρι πισω στο στομα που την εξεφερε για πρωτη φορα. Η δυνατοτητα ενος λυσιματος απο τα μαγια αναφαινεται.

Ομως τωρα μπορουμε αυτην την δευτεροχρονη υπαρξη να την περιγραψουμε. Μπορουμε να διακρινουμε την υπνοβασια, μεσα απο την οποια κανεις γινεται φερεφωνο. Στην υπνοβασια μπορουμε να διακρινουμε την ναρκωση, την τυφλωση και την κωφωση που απομονωνουν τον φερεφωνητη απο τον κοσμο και τον εγκλωβιζουν στο πεδιο βαρυτητας εκεινης της φωνης που τον σφετεριζεται. Μπορουμε ακομα, μαζι με τον συνομιλητη μας, να εντοπισουμε εκεινη την φωνη, εκεινη την μορφη, εκεινη την συμπεριφορα που του αποτανθηκε με την συνειδητη, η ασυνειδητη προθεση να τον σφετεριστει.

Πρωτοχρονος λογος

Στον ιδιο διαλογο, ειδαμε, ο Σωκρατης αντιπαραβαλλει στον δευτεροχρονο λογο της με την ευρυτερη εννοια ανα-γνωσης εναν αλλο. Ας τον αποκαλεσουμε "πρωτοχρονο λογο". Ο Σωκρατης τον χαρακτηριζει λογο  "ζῶντα καὶ ἔμψυχον", λογο που ζει και ανασαινει. Αν ειναι ετσι, τοτε η ψυχοθεραπευτικη επικοινωνια, που ειναι εκ φυσεως προφορικη, μας επιφυλασσει μια διακεκριμενη, προνομιακη δυνατοτητα του συνειναι. Ομως ειδαμε επισης οτι τοσο ο καθημερινος οσο και ο ψυχοθεραπευτικος λογος δεν ειναι παντα "ζῶν καὶ ἔμψυχος".

Ποτε μιλω αληθινα; Εμενα, ως ανθρωπο και ως θεραπευτη, με ενδιαφερει ζωτικα. Ποτε μιλω αληθινα; Οταν ο λογος μου εχει αποτιναξει την τυραννια του αλλου και ειναι ανεξαρτητος και αμολυντος; Μα υπαρχει στον λογο παρθενογενεση; 

Ειναι παιδια πολλων ανθρωπων τα λογια μας

λεει ενας στιχος του Γιωργου Σεφερη. Αν ειναι ετσι, τοτε το ζητημα δεν θα ηταν να επικαλεστουμε εναν Ηρωδη που θα σκοτωνε ολα αυτα τα παιδια, αλλα ολα αυτα τα παιδια να αφεθουν σ' ενα παιχνιδι ελευθερο οπου κανενα να μην εχει την αξιωση να κυριαρχει επανω στα αλλα και να "καταφαρμακευει" την πολυφωνια τους. Το ζητουμενο δεν θα ηταν ο αμεσολαβητος λογος, αλλα μια ανεπιγνωστη, επαφημενη στο ρευμα της εκφορα η οποια δεν θα μονοπωλουνταν απο μια φωνη, απο μια μορφη.

Αν μια τετοια μορφη ηταν οι δασκαλοι μας και η σοφια τους, πως θα μπορουσαμε να τους ακουσουμε χωρις να περιπεσουμε στον εγκλωβισμο να αναπαραγουμε συνεχως, οπως ακουσαμε απο τον Σωκρατη, "το ιδιο μηνυμα"; Ο ποιητης T. S. Eliot γραφει:

Δεν θελω ν' ακουσω

Για τη σοφια των γηραιων, μα περισσοτερο για την τρελα τους,

Τον φοβο τους του φοβου και τη μανια, τον φοβο τους της κατοχης

Ν' ανηκουν σε αλλον, η σε αλλους, η στον Θεο.

Συμφωνα με τον Eliot θα χρειαζονταν μια μετατοπιση της προσοχης, οπου στο επικεντρο δεν θα ηταν τα λογια των σοφων, οπως π.χ. συμβαινει στο σχολειο οταν μας μαθαινουν για τους αρχαιους, η στα αμφιθεατρα της φιλοσοφιας, και καποτε-καποτε π.χ. με το εργο του Heidegger οπου, θυμομαστε παλι τον Σωκρατη, αναμασιεται "παντα το ιδιο μηνυμα". Ο Eliot επιχειρει ενα βημα πισω απο τα μηνυματα των σοφων, ενα βημα πισω προς στην "τρελα" τους, στον φοβο τους να κατεχονται απο καποιον αλλο, στην μανια τους να απογυμνωθει το βλεμμα ετσι που να ξαναδει τα πραγματα απο την αρχη. Τουτο απαιτει να μην διαβαζουμε τις γραμμες. Να διαβαζουμε αναμεσα στις γραμμες. Αναμεσα στις γραμμες κατοικει η φλογα, η απορια, η αγωνια και μερικες φορες η ευδαιμονια

Μια αλλη μορφη που "καταφαρμακευει" τον λογο θα μπορουσε να ειναι η γονεϊκη. Εδω θα υπηρχε η δυνατοτητα, π.χ. στην ψυχοθεραπεια, της μεταστροφης απο την επαναληψη απο εμενα "του ιδιου μηνυματος" τους, που πολλες φορες δρα και μιλα ανεπιγνωστα δια σωματος και δια στοματος μου, η δυνατοτητα της αναγνωρισης του και μεταστροφης στους ιδιους, στο πνευμα και στην νοοτροπια που τους διαμορφωσε οπως τους διαμορφωσε, οχι ως εξηγηση αλλα ως εγκαταλειψη του μικρου και αβοηθητου παιδιου απεναντι τους, ως σταση απεναντι τους, που θα πει απελευθερωση απο την κατοχη τους επανω μου. 

Εδω θα εντοπιζονταν κατα την γνωμη μου η περιπετεια του θεραπευτη ως θεραπευτη: Να προσλαμβανει τα λεγομενα και τα σιωπουμενα σαν τροπον τινα πρωτοπλαστος, με ενα οξυμμενο αισθητηριο για αυτο που καθε φορα βρισκεται στον αερα και αναζητει την επαρκη του, ιαματικη εντελει ονομασια. 

Αναδρομες

Το ζητημα του αληθινα προφορικου λογου με απασχολησε απο παλια, χωρις να εχει τεθει κατω απο αυτον τον τιτλο. Καποια παραδειγματα:

Οταν ακουω δεν κανω κατι, π.χ. δεν μεταφραζω τα λογια του στη γλωσσα ενος μοντελου και, οταν μιλω, παλι δεν κανω κατι, π.χ. δεν μεταφραζω τη γλωσσα του μοντελου μου στην καθομιλουμενη για να του μιλησω. Δεν κανω συνδεσεις, συγκρισεις. Δεν κανω, οπως λεμε, παρεμβασεις, οπου το "κανω" θα ηταν εδω: επεμβαινω, παρεμβαινω, φερνω απο αλλου κατι που θα δρασει, θα επιδρασει στα προηγουμενα. Για να το πω με μια λεξη, δεν σκεφτομαι. Περιμενω. Τα λογια μου, οταν μιλω, ξεπηδουν σαν απο μονα τους, οπως ενα υπογειο ρευμα που καποια στιγμη θα βρεθει σ' ενα ανοιγμα του εδαφους, (θα αποκτησει μορφη) και θα αναβλυσει.

Και αλλου:

Ηθικες και λοιπες αξιολογησεις μου ειναι ξενες. Ακομα η διασταση 'φυσιολογικο-παθολογικο' η 'αυθεντικο-αναυθεντικο' δεν μου ειναι θεμα. Δεν μ' ενδιαφερει να εκφερω κρισεις επανω στα λεγομενα. Αν 'σκεφτομαι' θα πει διακρινω και συνδεω, ταξινομω, εξηγω κλπ., τοτε δεν σκεφτομαι. (...) Δεν εφαρμοζω καμια μεθοδο και καμια τεχνικη. Δεν το παιζω 'θεραπευτης'. (...) Ισως ο θεραπευτης ειναι θεραπευτης ακριβως οταν δεν 'θεραπευει'.

Λεει ο Wittgenstein:

Πραγματι σκεφτομαι με την πενα μου, γιατι το μυαλο μου συχνα δεν ξερει τιποτα απ’ αυτα που γραφει το χερι μου.

Παραφραζοντας την φραση θα μπορουσα να πω: "Σκεφτομαι με το στομα μου, γιατι το μυαλο μου συχνα δεν ξερει τιποτα απ’ αυτα που λεει το στομα μου."

Μιλησα προηγουμενως για την δυνατοτητα να διαβαζεις αναμεσα στις γραμμες. Ενα παραδειγμα απο την ψυχοθεραπεια:

Η γλωσσα δεν ειναι πρωτα πληροφορια, οπως εικαζει η αντιστοιχη θεωρια, ουτε υποκαταστατο της πραγματικοτητας, οπως το θελει η φροϋδικη θεωρηση, ουτε σημαινον ενος σημαινομενου, οπως το παρουσιαζει η γλωσσολογια.

Η γλωσσα δεν αντικειμενοποιειται σε κατι σαν "υλικο", "περιεχομενο", "νοημα".

Η γλωσσα δεν "σημαινει" τιποτα.

Ακουω τη γυναικα διχως ν' αναζητω τιποτα περα απο τα λογια της, διχως να σκεφτομαι, διχως να συνδυαζω, διχως να συσχετιζω. Απλως ακουω. Ακουω τη φωνη της - την ντροπη, το ατονο και παλλομενο και συγκοπτομενο του ηχου της.

Ουτε λεγει τιποτα ουτε κρυβει. Σημαινει, οπως η καμπανα, δηλαδη αναγγελλει. Αναγγελλει αυτην την ιδια. Την εισαγει. Την εμφανιζει.

Η γλωσσα, ως συγκεκριμενη συγκινημενη φωνη, ειναι σημα: σημαινει τη γυναικα με τις δυνατοτητες και τις λαχταρες και την ντροπη της, την απαγορευτικη μητερα, εμενα, αλλα που δεν λεχθηκαν και αλλα που δεν ειναι λεκτα.

[...]

Επειδη, στα ορια οπωσδηποτε που μου δοθηκαν, ως θεραπευτης εχω στραμμενη την ακοη και το βλεμμα μου στον λογο, στο μεταξυ της εκαστοτε συναντησης, δεν ειμαι ποτε κλεισμενος στον εαυτο μου: δεν σκεφτομαι και δεν αισθανομαι. Κατανοηση, ενσυναισθηση και τα συναφη εχουν φυγει.

ἔπεα πτερόεντα

Το 1999 εκανα μια ομιλια με τιτλο Δρομοι του σωματος και ψυχη. Εκει μιλω για μια θεατρικη ασκηση:

Ο ιαπωνας σκηνοθετης του θεατρου Toshiharu Takeuchi ανεπτυξε μια ασκηση γι' αυτο στο οποιο εγκειται καθε συνομιλια, οτι αποτεινεται καποιος σε καποιον. Σ' αυτην την ασκηση στεκονται δυο ανθρωποι αντικριστα. Ο Α αποτεινεται στον Β με μια συντομη φραση, π.χ. "Παμε στην καφετερια;", η: "Σημερα εισαι στις ομορφιες σου." Κατοπιν ο Β του γυριζει την πλατη, και ο Α αποτεινεται στην πλατη του Β. Οταν ο Β νοιωσει πως ο Α πραγματι του αποτεινεται, γυριζει και απαντα. Στην αρχη πολλοι δεν παρατηρουν τιποτα ιδιαιτερο, απλως γυριζουν και απαντουν. Ο δασκαλος, τους προτεινει ν’ ακουσουν τον Α να τους αποτεινεται ακομα μια φορα και να προσεξουν καλα, εαν πραγματι ο Α τους αποτεινεται. Και τοτε σιγα-σιγα οι μαθητευομενοι δειχνουν απορημενοι και δηλωνουν διαφορα, οπως: 

- Μοιαζει σαν ο Α να μην αποτεινεται σ' εμενα αλλα καποιον διπλα μου. - Ο Α αποταθηκε σε καποιον που βρισκεται δυο-τρια βηματα πισω μου. - Ο Α αποταθηκε σε καποιον πανω και περα απ' το κεφαλι μου. - Η φωνη του Α δεν φτανει μεχρι εμενα. - Μου φανηκε πως ο Α μου αποταθηκε, μα δεν ειμαι τελειως σιγουρος. 

Η ακομα, μεταξυ αλλων: - Η φωνη του Α αγγιξε την πλατη μου. - Αγγιξε το αυτι μου και πεταξε περα. - Γλιστρησε πανω στην πλατη μου. - Τωρα η φωνη του Α με χτυπησε δυνατα. 

Κι εκεινοι που συμμετεχουν στην ασκηση ως παρατηρητες, παρατηρουν πως σιγα-σιγα μπορουν να βλεπουν τα ιχνη της φωνης. Αυτα πολλες φορες διαγραφουν μια καμπυλη και πεφτουν κατω. Διασπωνται σε διαφορες κατευθυνσεις. Πετυχαινουν τον στοχο και πετουν περα, προς τα εξω.

Και συνεχιζω εγω:

Η ασκηση δειχνει οτι κανεις, ηδη με το οτι αποτεινεται σε καποιον, επιδρα πανω του. Ομως αυτο δεν πετυχαινει οταν κανεις εκφραζει μονον το δικο του "συναισθημα" και την "γνωμη" του σαν αναφορα "προς τα εξω" για το τι συμβαινει "μεσα του". Δεν πετυχαινει διοτι εδω το βιοσωμα του ειναι απεναντι στον αλλον κλειστο: Ο ομιλων κανει απλως αναφορα. Τα λογια του δεν ανοιγονται στον αλλο, δεν του αποτεινονται αληθινα. 

Ομως στην περιπτωση οπου η ομιλια αναμεσα στον ομιλουντα και τον προσφωνουμενο συμβαινει πραγματικα, η ομιλια καταρχην υπαρχει ως επενεργεια, πραξη. Και τουτο θα πει οτι κανεις επιδρα στον συνομιλητη του, τον "αγγιζει", εκτεινεται μεχρι αυτον. 

Τουτο ειναι και το κυριολεκτικο νοημα της λεξης "αποτεινομαι": εκτεινομαι εως... Τα ορια του βιοσωματος μου εκτεινονται μεχρι εκει που φτανει η φωνη μου, και, στην ευτυχη περισταση, στον συνομιλητη μου. Ουτε πιο κοντα ουτε πιο μακρια απ' αυτον. 

Η αποταση δεν φτανει τον συνομιλητη οταν κανεις π.χ. μιλαει "μεσα στο στομα του", η σιγα η με κακη αρθρωση. Η αποταση φευγει περα απο τον συνομιλητη οταν κανεις π.χ. μιλαει σαν να βγαζει λογο, η πολυ δυνατα, η οταν το κεφαλι του ειναι γυρισμενο πανω και περα απο τα ματια του συνομιλητη κλπ.

Ο Α αποτεινεται στον Β θα πει, σε κανεναν αλλον παρα ακριβως στον Β. Για τον Β, τουτο θα πει οτι ο Β ακουει την φωνη να αποτεινεται ακριβως σ' αυτον. Ομως εδω δεν προκειται για το οτι κανεις απλως διαπιστωνει πως καποιος του αποτεινεται απο το οτι αναφερει το ονομα του, στρεφεται προς αυτον κλπ., αλλα για το οτι το βιοσωμα του αποτεινομενου αναφερεται στο δικο του, τον αγγιζει, τον διαπερνα κι επενεργει επανω του, και αυτος το προσδεχεται.

[...]

Η ασκηση οπου ο ενας αποτεινεται στον αλλο μας βοηθα ακομα να εννοησουμε επαρκεστερα το φαινομενο το οποιο στην ψυχοθεραπεια καθιερωθηκε να λεγεται "μεταβιβαση". Ο ορος δεν αποδιδει αυτο που συμβαινει. Ο πελατης μας δεν μας μεταβιβαζει τιποτε. Ομως πολλες φορες, οταν μας αποτεινεται, η φωνη του δεν αποτεινεται σ' εμας αλλα σε καποιον αλλο, διπλα μας, πισω μας, περα μακρια. Ποιον; Η ψυχοθεραπεια καλειται να τον φανερωσει, και να καταδειξει την συγχυση και την πλανη του, εφοσον δεν γνωριζει σε ποιον πραγματικα αποτεινεται.

Κι ακομα εμεις, ως θεραπευτες, χρειαζεται ν' αναρωτιομαστε και να ελεγχουμε: Οταν μιλουμε στον πελατη μας, αποτεινομαστε πραγματι σ' αυτον, και μονο σ' αυτον; Και μπορουμε ν' αναρωτηθουμε γενικοτερα: Οταν οι ανθρωποι μιλουν μεταξυ τους, μιλουν πραγματι σ' αυτον στον οποιον καθε φορα αποτεινονται;

Δεν σκεφτομαι...

Και ενα ακομη αποσπασμα απο μια ομιλια:

Δεν σκεφτομαι, δηλαδη δεν συγκρινω, δεν συνδεω, δεν κρινω, δεν ερμηνευω. Βλεπω τα λεγομενα. Ομως δεν βλεπω σαν καμερα. Βλεπω π.χ. τη φωνη του. Την τροχια της. Καποιες φορες η φωνη του, δηλαδη το σωμα του, δεν φτανει μεχρι εμενα. Ξεψυχαει στο διαστημα μεταξυ μας, η ακομα μενει στο στομα του. Αλλες φορες η φωνη του με προσπερνα και φευγει. Αποτεινεται οχι σ' εμενα, αλλα σε καποιον αλλο.

Οι φωνες λοιπον, ελευθερες σαν τα πουλια...

Θυμιζω τις λεξεις που χρησιμοποιει ο Σωκρατης για τον λογο: "ζῶντα καὶ ἔμψυχον". Η Anne Carson το μεταφραζει "που ζει και ανασαινει". ἔμψυχον θα πει ανασαινει. Στους Αρχαιους η λεξη ψυχή σημαινε την ανασα. Δεν μας ειναι και σημερα τοσο αγνωστο. Αναλογιστειτε π.χ. τις φρασεις

- να τελειώσουν τα παιδιά τις σπουδές τους για ν' ανασάνω λίγο

- ξεχρέωσα την τράπεζα και ανάπνευσα

- μόλις ο γιος τους βγήκε από την εντατική, πήραν ανάσα

Και απο μια συνεδρια:

- Οπως ο αναπνευστικος αρρωστος μετα αναπνεει καλα, ετσι και η αναλυση, σαν να αναπνεεις με πιο πολλες κυψελιδες ...

Εδω "ανασαινω" δεν σημαινει την αναπνευστικη λειτουργια αλλα ελευθερωνομαι απο εγνοιες, ανοιγομαι και παλι στον κοσμο, ξυπναω, ειμαι και παλι εδω. Η ανασα ειναι μια καιρια λεξη στην ποιηση του Γιωργου Σεφερη. Εχει σημασια να την ακουσουμε κυριολεκτικα:

- Το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή (Ερωτικος λογος)

- Όταν σε νικήσει το χαμόγελο που ανασαίνει πλάι σου (Λεωφορος Συγγρου 1930)

- και τούτο το προσπάθησα, θα ’λεγα / όχι καθόλου σαν είδος στοχασμού / αλλά σαν είδος ανάσας / δικής μου, δικής σας, / ή καλύτερα σαν είδος μιας φωνής· / άνεμος η φωνή και διαβαίνει. (Γυμνοπαιδία, ΥΓ)

Στους Αρχαιους τωρα η ψυχη, δηλαδη η ανασα, εδραζονταν στις "φρένες", καπου στο οργανο που σημερα αποκαλουμε "πνευμονες". Για το θεμα μας η αναδρομη στους Αρχαιους εχει νοημα, καθως εκει μπορουμε να διακρινουμε καθαροτερα τα χαρακτηριστικα του προφορικου λογου σε μια εποχη οπου ο γραπτος δεν υπηρχε ακομη.

Ακουσαμε απο τον ιαπωνα σκηνοθετη για τις τροχιες των φωνων. Ακουσαμε απο τον Σεφερη για την φωνη που διαβαινει. Αυτα ειναι τα ἔπεα πτερόεντα του Ομηρου. Τα εκφωνουμενα λογια ειναι φτερωτα. 

Ο γραπτος λογος, η γραφη, η αναγνωση, απαιτει μια αποκοπη απο το περιβαλλον και μια συγκεντρωση. Αυτη η συγκεντρωση ειναι πολυ διαφορετικη απο εκεινη μιας αλλης ενεργειας. Οταν π.χ. κοβω ξυλα, η οδηγω το αυτοκινητο, ειμαι μεν συγκεντρωμενος σ' αυτο, ομως εστω και ουτως ειπειν με την περιφερικη οραση βρισκομαι εκει εξω στο περιβαλλον που δεν χανεται στιγμη απο το πεδιο μου. Στο πεδιο του γραπτου λογου, τοσο με την στενοτερη οσο και, οπως ειδαμε, με την ευρυτερη εννοια, ανηκει ενας ριζικοτερος διαχωρισμος του γραφοντος, η αναγιγνωσκοντος υποκειμενου απο τον υπολοιπο κοσμο. Ενδεχομενως ο γραπτος λογος ειναι που θεσπιζει καν αυτον τον διαχωρισμο και οδηγει στην θεση ενος εαυτου ως αλλου απο τον κοσμο.

Στην φωνη, στον κοσμο των ηχων κυριαρχει μια απεριοριστη ανοιχτοτητα. Οι φωνες δεν γνωριζουν ορια. Εχουν μια απολυτη αμεσοτητα η οποια δεν αφηνει κανενα περιθωριο αποστασης, διαχωρισμου εαυτου και αλλου. Οι φωνες συνιστουν μια πρωτοχρονη επικοινωνια, οχι συγκοινωνουντα δοχεια αλλα συγκοινωνουντα κοσμο. Απο εδω, απο αυτο το ανευ οριων μπορουν να εννοηθουν οι ρησεις των αρχαϊκων φιλοσοφων, για τους οποιους ο κοσμος του αμιγως προφορικου λογου ηταν ακομα νωπος: το ἕν του Ηρακλειτου, τό αὐτό του νοεῖν και του εἶναι του Παρμενιδη, αλλα και ο αποηχος τους στα μεγαλα θεολογικα και φιλοσοφικα συστηματα που θετουν το εκαστοτε ἑνοῦν ἕν, το ενα που ενωνει τα παντα, ο αποηχος τους στο εργο του Martin Heidegger και στις λεξεις του Ereignis (συμβαν), "ανοιχτοτητα", "κοσμος", "αληθεια".

Επιλογος

Η αναπτυξη του αρχαϊκου προφορικου λογου δεν σημαινει οτι, μιλωντας, μπορουμε να επανελθουμε στον ανθρωπο που δεν εχει γνωρισει την αλφαβητο. Ηδη ολα αυτα που σας λεω, τα εγραψα και τα διαβαζω. Και παλι, θα μπορουσε να μας θυμιζει οτι, μιλωντας, μιλωντας πρωτοχρονα, π.χ. στην ψυχοθεραπεια, δεν ειμαστε οι ιδιοι. Θα μπορουσε να μας φερει πιο κοντα στην δυνατοτητα να μην διαβαζουμε, να μην ανα-γιγνωσκουμε, που θα πει συγχρονως να απεχουμε απο την κριση, την γνωμη, την ενσυναισθηση, την συγκριση, την σκεψη και απο οσα αλλα μας αποκοβουν απο τον συνομιλητη μας και τα λεγομενα του. Μονον ετσι μπορουν οι λεξεις μας, ποτε-ποτε, να βγαζουν φτερα, ιαματικα φτερα.