Επιστημη και Στοχασμος 

Wissenschaft und Besinnung (1953)





Επιστημη και εμ-πειρια

Συμφωνα με μια τρεχουσα παρασταση χαρακτηριζουμε την περιοχη στην οποια διαδραματιζεται η πνευματικη και η δημιουργικη δραστηριοτητα του ανθρωπου με το ονομα "πολιτισμος". Σ' αυτην συγκαταλεγεται και η επιστημη, η φροντιδα της και η οργανωση της. Ετσι η επιστημη εντασσεται στις αξιες, τις οποιες ο ανθρωπος εκτιμα, προς τις οποιες στρεφει το ενδιαφερον του με διαφορα κινητρα.

Ομως οσο εκλαμβανουμε την επιστημη μονο μ' αυτο το πολιτισμικο νοημα, ποτε δεν θα προσμετρησουμε την ευρυτητα της ουσιασης της. Το ιδιο ισχυει για την τεχνη. Σημερα κανεις εχει την ταση να τα αναφερει μαζι: τεχνη και επιστημη. Η τεχνη επισης παρασταινεται ως τομεας της πολιτιστικης αγορας. Τοτε ομως κανεις δεν εμπειραται τιποτε απο την ουσιαση της. Στην οπτικη της ουσιασης της η τεχνη ειναι ενα χρισμα και μια κοιτιδα οπου το πραγματικο χαριζει την μεχρι τουδε ληθια λαμψη του καθε φορα εκ νεου στον ανθρωπο, ωστε αυτος σε μια τετοια διαυγεια να βλεπει και ν' ακουει καθαροτερα ο,τι του καταλογιζεται στην ουσιαση του.

Οπως η τεχνη, ετσι κι η επιστημη δεν ειναι μονο πολιτιστικη δραστηριοτητα του ανθρωπου. [14] Η επιστημη ειναι ενας τροπος, και μαλιστα αποφασιστικος, με τον οποιο μας παρουσιαζεται καθε τι το οποιο ειναι.

Γι' αυτο και πρεπει να πουμε: η πραγματικοτητα, εν μεσω της οποιας ο σημερινος ανθρωπος κινειται και προσπαθει να κρατηθει, στις βασικες της γραμμες συμπροσδιοριζεται ολο και περισσοτερο απο αυτο που αποκαλειται δυτικη-ευρωπαϊκη επιστημη.

Οταν αναλογιζομαστε αυτην την εξελιξη, τοτε δειχνεται οτι η επιστημη στον κοσμο της Δυσης και στις εποχες του παρελθοντος της ανεπτυξε μια δυναμη πρωτογνωρη και τελικα ειναι στα προθυρα ν' απλωσει αυτην την δυναμη σ' ολοκληρη την υδρογειο.

Ειναι η επιστημη λοιπον μονο ανθρωπινο κατασκευασμα που αναρριχηθηκε σε μια τετοια εξουσια οπου κανεις θα πιστευε πως καποια μερα αυτη θα μπορουσε και παλι ν' αποδομηθει απο την ανθρωπινη βουληση, με πορισματα επιτροπων; Η μηπως εδω κρατει μια μοιρα ανωτερη; Μηπως στην επιστημη κυριαρχει και κατι αλλο απο την απλη βουληση για μαθηση εκ μερους του ανθρωπου; ετσι ειναι πραγματι. Ενα αλλο κρατει. Ομως αυτο το αλλο μας διαλανθανει οσο μενουμε προσκολλημενοι στις οικειες παραστασεις για την επιστημη.

Αυτο το αλλο ειναι μια υποθεση η οποια κρατει στις επιστημες απ' ακρου σ' ακρον, ομως γι' αυτες τις ιδιες παραμενει λανθανον. Για να ερθει στο βλεμμα μας αυτη η υποθεση ομως, πρεπει να υφισταται επαρκης καθαροτητα ως προς το τι ειναι η επιστημη. Πως να το εμπειραθουμε; Ο πιο σιγουρος τροπος ειναι, υποτιθεται, να περιγραψουμε την σημερινη επιστημονικη δραστηριοτητα. Μια τετοια παρουσιαση θα μπορουσε να δειξει πως οι επιστημες εδω και καιρο εμπλεκονται ολο κι αποφασιστικοτερα και συναμα ολο και αφανεστερα σ' ολες τις μορφες οργανωσης της μοντερνας ζωης: στην βιομηχανια, στην οικονομια, στην πολιτικη, στην πολεμικη τεχνη, στην δημοσιογραφια καθε ειδους. Το να γνωριζουμε αυτην την εμπλοκη ειναι σημαντικο. Ομως για να μπορεσουμε να την παρουσιασουμε πρεπει προηγουμενως να εχουμε εμπειραθει το που εγκειται η ουσιαση της επιστημης. Αυτο λεγεται με μια συντομη προταση: Η επιστημη ειναι η θεωρια του πραγματικου.

Η προταση ουτε θελει να παρασχει εναν ετοιμο ορισμο ουτε μια ευχρηστη φορμουλα. Η προταση περιεχει μονο ερωτηματα. Αυτα αφυπνιζονται πρωτα οταν η προταση διευκρινιστει. Προηγουμενως πρεπει να προσεξουμε οτι το ονομα "επιστημη" στην προταση "η επιστημη ειναι η θεωρια του πραγματικου" εννοει παντα και μονον την συγχρονη-μοντερνα επιστημη. Η προταση "η επιστημη ειναι η θεωρια του πραγματικου" δεν ισχυει ουτε για την επιστημη του μεσαιωνα ουτε γι' αυτην της αρχαιοτητας. Η μεσαιωνικη doctrina παραμενει ουσιαστικα διαφορετικη τοσο απο μια θεωρια του πραγματικου οσο και απεναντι στην αρχαια επιστημη. Και παλι η ουσιαση της μοντερνας επιστημης, η οποια, ως ευρωπαϊκη, στο μεταξυ εχει γινει πλανητικη, θεμελιωνεται στην νοηση των Ελληνων, η οποια απο τον Πλατωνα κι εκτοτε καλειται φιλοσοφια. 

Μ' αυτην την επισημανση με κανεναν τροπο δεν επιδιωκεται να αποδυναμωθει ο σαρωτικος χαρακτηρας της συγχρονης γνωσης· ακριβως το αντιθετο: το χαρακτηριστικο της συγχρονης γνωσης συνισταται στην αποφασιστικη απεργασια ενος στοιχειου το οποιο μενει ακομη λανθανον στην ουσιαση της ελληνικης εμπειριας της γνωσης και το οποιο χρειαζεται το ελληνικο ακριβως για να γινει, σε αντιπαραθεση προς αυτο, μια αλλη γνωση.

Οποιος σημερα αποτολμα ερωτωντας, σκεπτομενος κι ετσι ηδη συνεργωντας ν' ανταποκριθει στην βαθυτητα του κλονισμου του κοσμου τον οποιο ζουμε καθε ωρα, δεν πρεπει να προσεξει μονο οτι ο δικος μας σημερινος κοσμος κατακυριαρχειται απο την θεληση για γνωση της μοντερνας επιστημης αλλα επισης και προπαντων πρεπει να συλλογιστει το οτι καθε διανοηση αυτου που ειναι τωρα, μπορει ν' αναδυθει και να καρπισει οταν, μεσα απο μια συνομιλια με τους ελληνες νοητες και την γλωσσα τους, ριζωνει στο θεμελιο της ιστορικης μας υπαρξης. Αυτη η συνομιλια ακομη αναμενει την απαρχη της. Δεν εχει καν προετοιμαστει καθολου, και παλι για μας ειναι ο προκαταρκτικος ορος για την αναποφευκτη συνομιλια με τον απωασιατικο κοσμο. 

Παντως η συνομιλια με τους ελληνες νοητες, και τουτο θα πει συναμα με τους ελληνες ποιητες, δεν σημαινει καμια μοντερνα αναγεννηση της αρχαιοτητας. Ουτε σημαινει ιστορικη περιεργεια για κατι που στο μεταξυ εχει παρελθει μεν, ομως ακομη θα μπορουσε να χρησιμευσει στην ιστορικη εξηγηση της εμφανισης καποιων στοιχειων του μοντερνου κοσμου.

Ο,τι εννοηθηκε και τραγουδηθηκε στην αυγη της ελληνικης αρχαιοτητας ειναι σημερα ακομη παρον, τοσο παρον που η ουσιαση του, η αποκλεισμενη ακομη και απ' αυτην την ιδια, μας παρουσιαζεται παντου και μας μελεται, προπαντων εκει που δεν την υποψιαζομαστε, δηλαδη στην επικρατεια της μοντερνας τεχνικης, η οποια για την αρχαιοτητα ειναι ολοτελα ξενη, ομως και παλι σ' αυτην εχει την ουσιακη της προελευση.

Για να εμπειραθουμε αυτην την παροντικοτητα των παρελθοντων πρεπει να λυθουμε απο την παντα κυριαρχη ιστορικοεπιστημονικη παρασταση των παρελθοντων. Η ιστορικη παρασταση εκλαμβανει τα παρελθοντα ως αντικειμενο, μεσα στο οποιο εκτυλισσεται ενα συμβαν το οποιο, καθοτι μεταβλητο, παρερχεται παραυτα.

Στην προταση "Η επιστημη ειναι η θεωρια του πραγματικου" ειναι παρουσα μια πρωιμη νοηση, μια πρωιμη μοιρα. 

Τωρα θα διευκρινισουμε την προταση ως προς δυο οπτικες. Πρωτα ερωταμε: Τι θα πει "το πραγματικο"; Κατοπιν ερωταμε: Τι θα πει "η θεωρια";

Η διευκρινιση θα δειξει επισης πως τα δυο, το πραγματικο και η θεωρια, πλησιαζουν το ενα το αλλο μεσα απο την ουσιαση τους.

Για να διασαφηνισουμε τι σημαινει το ονομα "το πραγματικο" στην προταση "Η επιστημη ειναι η θεωρια του πραγματικου", θα μεινουμε στη λεξη. Το πραγματικο απαρτιζει την περιοχη της πραγματωσης, αυτου που πραγματωνεται. Τι θα πει "πραγματωνω"; Η απαντηση στην ερωτηση πρεπει να παραμεινει στην ετυμολογια. Ομως ειναι κρισιμο [18] το πως αυτο θα συμβει. Η απλη διαπιστωση της αρχαιας σημασιας, που και συχνα δεν λεει πλεον τιποτα, η επικληση αυτης της σημασιας με τον σκοπο να χρησιμοποιηθει σε μια νεα χρηση της γλωσσας δεν οδηγει παρα στην αυθαιρεσια. Το προκειμενο ειναι πολυ περισσοτερο, στηριζομενοι στην πρωιμη σημασια της λεξης και στην μεταβολη της, να διειδουμε την υποθεση, μεσα απο την οποια η λεξη μιλα. Το προκειμενο ειναι να συλλογιστουμε αυτην την ουσιακη περιοχη ως εκεινη στην οποια κινειται η υποθεση που ονομαζει η λεξη. Μονον ετσι μιλα η λεξη, και μαλιστα στο πλαισιο των σημασιων στο οποιο η υποθεση που ονομαζει εκπτυσσεται διαμεσου της ιστοριας της νοησης και της ποιησης.

Τι θα πει "πραγματωνω"; Η λεξη [tun] ανηκει στην ινδογερμανικη ριζα dhē· απο αυτην προερχεται και η ελληνικη θεσις· τοποθετηση, θεση, κατασταση. Ομως αυτη η πραγματωση δεν εννοειται μονο ως ανθρωπινη πραξη, προπαντων οχι ως πραξη με την εννοια της ενεργειας και της δρασης. Και η βλαστηση, το κρατος της φυσης (φυσις) ειναι πραγματωση, και μαλιστα με το ακριβες νοημα της θεσις. Πρωτα σε μεταγενεστερους χρονους οι τιτλοι φυσις και θεσις αποληγουν σε μια αντιθεση, κατι παλι που ειναι [19] δυνατο μονον επειδη τα προσδιοριζει ενα ταυτοσημο. Η φυσις ειναι θεσις: αφεαυτου παρα-θετω κατι, το παρ-αγω και προ-αγω, δηλαδη σε παρουσια. Το πραγματωνον μ' αυτην την εννοια ειναι το ιδιο το παρον στην παρουσια του. Η λεξη "πραγματωνω", ετσι εννοημενη, δηλαδη ως παρ-αγω και προ-αγω, ονομαζει επομενως εναν τροπο με τον οποιο τα παροντα ειναι παροντα. Πραγματωνω ειναι παρ-αγω και προ-αγω, ειτε δια του οτι κατι προαγεται σε παρουσια αφεαυτου, ειτε δια του οτι ο ανθρωπος επιτελει την παρ-αγωγη και την προ-αγωγη απο κατι. Στην γλωσσα του μεσαιωνα η γερμανικη μας λεξη "wirken" ακομα σημαινει την παραγωγη σπιτιων, εργαλειων, εικονων· αργοτερα η σημασια του "Wirken" περιοριζεται στην παραγωγη με την εννοια του ραβω, πλεκω, υφαινω.

Το πραγματικο ειναι το πραγματωνον, πραγματωμενο: το σε παρουσια παρ-αγον και παρ-αχθεν. "Πραγματικοτητα", εννοημενη με ευρυτητα αρκετη, σημαινει τοτε: το προ-κειμενο που εχει παρ-αχθει σε παρουσια, η αυτο-συντελεσμενη παρουσια απο κατι το αυτο-παρ-αγομενο. Το "Wirken" ανηκει στην ινδογερμανικη ριζα uerg, εξ ου και η λεξη μας "Werk" και το ελληνικο εργον. Ομως πρεπει να τονιζεται συνεχως: το βασικο στοιχειο του εργου δεν εγκειται στο efficere και στο effectus αλλα στο οτι κατι προ-κειται στο α-ληθες. Και εκει οπου οι ελληνες – και δη ο Αριστοτελης - μιλουν γι' αυτο το οποιο οι Λατινοι ονομαζουν causa efficiens, [20] ποτε δεν εννοουν την επιτελεση ενος αποτελεσματος. Αυτο που συντελειται στο εργον ειναι το αυτο-παρ-αγομενο σε πληρη παρουσια· εργον ειναι αυτο το οποιο ειναι παρ-ον με το αυθενικο και υψιστο νοημα. Γι' αυτο και μονο γι' αυτο ο Αριστοτελης ονομαζει την παρουσια του αυθεντικα παροντος ενεργεια, η και εντελεχεια: η σταση στην συντελεση (δηλαδη της παρουσιας). Αυτα τα ονοματα που διατυπωθηκαν απο τον Αριστοτελη για την ιδια την παρουσια των παροντων, ως προς αυτο που λεγουν, τα χωριζει μια αβυσσος απο την μεταγενεστερη συγχρονη σημασια της ενεργειας με την εννοια της "ενεργειας" και εντελεχειας ως καταβολη και ικανοτητα επενεργειας.

Η αριστοτελικη βασικη λεξη για την παρουσια, ενεργεια, μεταφραζεται με την λεξη μας "πραγματικοτητα" μονον τοτε θεματικα επαρκως οταν απο την μερια μας εννοουμε το "επενεργω" ελληνικα με την εννοια του: αγω προς - στο α-ληθες, παρα - στην παρουσια . [...] Εννοουμε την παρουσια ως διαρκεια αυτου το οποιο, εχοντας αποληξει στην α-ληθεια, μενει εκει. Ομως στους χρονους απο τον Αριστοτελη και εκτοτε αυτη η σημασια της ενεργειας: διαφυλαγω-στο-εργο, παραχωνεται χαριν μιας αλλης. Οι Ρωμαιοι μεταφραζουν, δηλ. Εννοουν το εργον μεσα απο την operatio ως actio και αντι για ενεργεια λεγουν: actus, μια τελειως αλλη λεξη με μια τελειως αλλη σημασιακη περιοχη. Τωρα το προσαγομενο και παραγομενο εμφανιζεται ως αυτο το οποιο εκ-τελειται απο μια operatio. Το απο-τελεσμα ειναι το συνακολουθο και το επακολουθο μιας actio: η τελειωση. Τωρα το πραγματικο ειναι το τελειωμενο. Την τελειωση την αποφερει κατι που προηγειται αυτης, το αιτιο (causa). Τωρα το πραγματικο εμφανιζεται στο φως της αιτιοκρατιας της causa efficiens. Ακομα κι ο θεος στην θεολογια, οχι στην πιστη, παρασταινεται ως causa prima, ως πρωτη αιτια. Τελικα στην ακολουθια της σχεσης αιτιου-αποτελεσματος παρεισφρυει πιεστικα στο προσκηνιο η αλληλοδιαδοχη, και μαζι της η παροδος του χρονου. Ο Kant αναγνωριζει την αιτιοτητα ως κανονα της χρονικης ακολουθιας. Στις προσφατες εργασιες του W. Heisenberg το προβλημα της αιτιοτητας ειναι ενα καθαρα μαθηματικο προβλημα της μετρησης του χρονου. Μ' αυτην την μεταβολη της πραγματικοτητας του πραγματικου συνδεεται ακομη και κατι αλλο, οχι λιγοτερο ουσιωδες. Το τελειωμενο δειχνεται ως κατι το οποιο εχει προκυψει απο μια πραγματωση, δηλ. τωρα απο μια αποδοση εργου και εργασια. Αυτο που τελεστηκε κατα την πραξη μιας τετοιας πραγματωσης ειναι το πραγματικο. Σημερα η λεξη "πραγματικα" μιλα με την εννοια της διαβεβαιωσης και σημαινει καπου "σιγουρα" και "ασφαλως". Αντι να πουμε "σιγουρα ειναι ετσι" λεμε «πραγματι ειναι ετσι". Ομως τωρα το οτι απο την αρχη των νεοτερων χρονων, απο τον 17ο αιωνα και εκτοτε, η λεξη "πραγματικα" σημαινει ο,τι και το "σιγουρα", δεν ειναι ουτε συμπτωση ουτε ανωδυνο κεφι της σημασιακης μεταβολης απλων λεξεων.

Τωρα το "πραγματικο" με την εννοια του σιγουρου συνιστα το αντιθετο προς αυτο που δεν ειναι σε θεση να διασφαλιστει και παρασταινεται ως απλη επιφαση η ως μονο νομιζομενο. Μονο που και σ' αυτην την ποικιλομορφα μεταβεβλημενη σημασια, το πραγματικο διατηρει παντα το προηγουμενο, ομως τωρα λιγοτερο η αλλιως εμφανιζομενο θεμελιακο στοιχειο του παροντος το οποιο προκυπτει αφεαυτου.

Ομως τωρα παρουσιαζεται στην τελειωση. Η τελειωση αποφερει το οτι μ' αυτην το παρον εχει καταστει το σιγουρο προ-κειμενο και αντιληπτο. Τωρα το πραγματικο δειχνεται ως αντι-κειμενο.

Η λεξη "Gegenstand" ["αντικειμενο"] εμφανιζεται πρωτα τον 18ο αιωνα, και δη ως η γερμανικη μεταφραση του λατινικου "obiectum". Υπαρχουν βαθυτεροι λογοι, γιατι οι λεξεις "αντικειμενο" και "αντικειμενικοτητα" αποκτουν στον Goethe ιδιαιτερο βαρος. Ομως ουτε η μεσαιωνικη νοηση ουτε η ελληνικη δεν παρασταινουν το παρον ως αντικειμενο. Τωρα αποκαλουμε τον τροπο της παρουσιας των παροντων, τα οποια στους νεοτερους χρονους εμφανιζονται ως αντικειμενα, αντικειμενικοτητα. Ειναι κατα πρωτον χαρακτηριστικο των παροντων καθεαυτων.

Παντως το πως η αντικειμενικοτητα των παροντων ερχεται στην επιφανεια και πως τα παροντα γινονται αντικειμενα για μια παρασταση, μπορει να μας δειχθει πρωτα οταν ερωτησουμε: Τι ειναι το πραγματικο αναφορικα με την θεωρια κι ετσι κατα εναν τροπο και διαμεσου της; Σε αλλη διατυπωση, ερωταμε τωρα: Τι θα πει στην προταση "Η επιστημη ειναι η θεωρια του πραγματικου" η λεξη "θεωρια"; Το ονομα "θεωρια" προερχεται απο το ελληνικο ρημα θεωρειν. Το σχετικο ουσιαστικο καλειται θεωρια. Σ' αυτες τις λεξεις προσιδιαζει μια υψηλη και μυστηριακη σημασια. Το ρημα θεωρειν εχει συνυφανθει απο δυο ριζες: θεα και οραω. Θεα (πρβλ. θεατρο) ειναι η θεαση, η οψη στην οποια κατι δειχνεται, η αποψη απο την οποια προσφερεται. Ο Πλατων ονομαζει αυτην την οψη, στην οποια δειχνεται κατι το παρον, ειδος. Το να εχεις δει αυτην την οψη, ειδεναι, ειναι η γνωση. Η δευτερη ριζα στο θεωρειν, το οραω, σημαινει: κοιτω κατι, το φερνω στο φως των ματιων μου, το επι-βλεπω. Ετσι προκυπτει: θεωρειν ειναι θεαν οραν: θεωμαι την θεαση στην οποια εμφανιζεται ενα παρον και, κοιτωντας μ' ενα τετοιο βλεμμα, παραμενω σ' αυτο.

Εκεινον τον τροπο ζωης (βιος) ο οποιος προσδεχεται τον προσδιορισμο του απο το θεωρειν και στον οποιο ειναι ταγμενος, οι ελληνες τον αποκαλουν βιος θεωρητικος, ο τροπος ζωης του βλεποντος ο οποιος θεαται την καθαρη λαμψη των παροντων. Σε αντιθεση μ' αυτον βρισκεται ο βιος πρακτικος, ο τροπος ζωης που ειναι αφιερωμενος στην πραξη και στην παραγωγη. Παντως σ' αυτην την διακριση πρεπει παντα να συγκρατουμε ενα πραγμα: για τους ελληνες ο βιος θεωρητικος, η ζωη που θεαται, και μαλιστα στην καθαροτερη μορφη της ως νοηση, ειναι η υψιστη πραξη. Η θεωρια καθεαυτην, και οχι πρωτα μεσω μιας επιπροσθετης χρησιμοτητας, ειναι η ολοκληρωμενη μορφη της ανθρωπινης υπαρξης. Διοτι η θεωρια ειναι η καθαρη αναφορα στις θεασεις των παροντων τα οποια με την λαμψη τους αφορουν τον ανθρωπο καθως κανουν να αναλαμπει η παροντικοτητα των θεων. Εδω δεν μπορει να παρατεθει ο περαιτερω χαρακτηρισμος του θεωρειν, το οτι φερνει τις αρχαι και αιτιαι των παροντων ενωπιον της νοησης και της παρουσιασης· διοτι τουτο θα απαιτουσε εναν στοχασμο για το τι εννοουσε η ελληνικη εμπειρια μ' αυτο που εμεις παρασταινουμε απο μακρου ως principium και causa. (πρβλ. Αριστοτελης, Ηθ. Νικ. VI c. 2, 1139 a sq). 

Με την υψιστη θεση της θεωρια στον ελληνικο βιος σχετιζεται το οτι οι ελληνες, οι οποιοι κατα εναν μοναδικο τροπο σκεφτονταν, δηλ. προσδεχονταν την υπαρξη τους μεσα απο την γλωσσα τους, ετειναν ν' ακουσουν στην λεξη θεωρια και αλλα. Οι δυο ριζες θεα και οραω, σε αλλον τονισμο μπορουν να λεγουν: θεα και ωρα. Θεα. Σαν μια τετοια εμφανιζεται στον πρωιμο νοητη Παρμενιδη η αληθεια, η α-ληθεια, μεσα απο την οποια και μεσα στην οποια τα παροντα ειναι παροντα. Μεταφραζουμε την αληθεια με την λατινικη λεξη "veritas" και με την γερμανικη μας λεξη "Wahrheit".

Η ελληνικη λεξη ωρα σημαινει το υποψιν, που παιρνουμε κατι, την τιμη και τον σεβασμο που αποδιδουμε. Εαν τωρα εννοησουμε την λεξη θεωρια μεσα απο τις σημασιες που μολις αναφερθηκαν, τοτε η θεωρια ειναι η σεβομενη εκ-τιμηση της α-ληθειας των παροντων. Η θεωρια με το παλαιο, και τουτο θα πει πρωιμο, διολου πεπαλαιωμενο νοημα ειναι η κηδομενη θεαση της αληθειας. Η παλαια γερμανικη μας λεξη wara (εξ ου και wahr [αληθινος], wahren [διαφυλαγω] και Wahrheit [αληθεια]) αναγεται στην ιδια ριζα με το ελληνικο οραω, ωρα: Fopa.

Η πολυσημαντη και απο καθε αποψη υψηλη ουσιαση της ελληνικα εννοημενης θεωριας μενει καταχωμενη οταν σημερα μιλουμε στην φυσικη για την θεωρια της σχετικοτητας, στην βιολογια για την θεωρια της εξελιξης των ειδων, στην ιστορικη επιστημη για την κυκλικη θεωρια, στο δικαιο για την θεωρια του φυσικου δικαιου. Και παλι την μοντερνα εννοημενη "θεωρια" την διαπερνα παντα ο ισκιος της παλαιας θεωρια. Εκεινη ζει απ' αυτην, και μαλιστα οχι μονο με την εξωτερικα διαπιστωσιμη εννοια μιας ιστορικης εξαρτησης. Αυτο που συμβαινει εδω γινεται σαφεστερο οταν τωρα ερωταμε: Ποια ειναι σε αντιθεση με την παλαια θεωρια "η θεωρια" η οποια αναφερεται στην προταση: "Η μοντερνα επιστημη ειναι η θεωρια του πραγματικου";

Απαντουμε με την αναγκαια συντομια επιλεγοντας εναν φαινομενικα επιπολαιο δρομο. Προσεχουμε το πως μεταφραζονται οι ελληνικοι λογοι θεωρειν και θεωρια στην λατινικη και στην γερμανικη γλωσσα. Λεμε μετα λογου γνωσεως "οι λογοι" και οχι οι λεξεις για να υπαινιχθουμε οτι καθε φορα στην ουσιαση και στο κρατος της γλωσσας αποφασιζει μια μοιρα.

Οι Ρωμαιοι μεταφραζουν θεωρειν με contemplari, θεωρια με contemplatio. Αυτη η μεταφραση, η οποια ερχεται απο το πνευμα της ρωμαϊκης γλωσσας, και τουτο θα πει της ρωμαϊκης υπαρξης, αφανιζει το ουσιακο αυτου που λενε οι ελληνικοι λογοι. Διοτι contemplari θα πει: καταμεριζω κατι σε ενα τμημα και το περιφρασσω εκει. Templum ειναι το ελληνικο τεμενος, το οποιο εκπηγαζει απο μια τελειως αλλη εμπειρια απ ο,τι το θεωρειν. Τεμνειν θα πει: κοβω, αποκοβω. Αυτο που δεν μπορει να αποκοπει ειναι το ατμητον, α-τομον, ατομο.

Το λατινικο templum πρωταρχικα σημαινει το τμημα στον ουρανο και στη γη που εχει αποκοπει, την κατευθυνση του ουρανου, την ουρανια περιοχη συμφωνα με την τροχια του ηλιου. Εντος της οι οιωνοσκοποι κανουν τις παρατηρησεις τους ωστε απο την πτηση, το τσιριγμα και την τροφη των πουλιων να διαπιστωνουν το μελλον (πρβλ. Ernout-Meillet, Dictionnaire etymologique de la langue la¬tine 51951, p. 1202: contemplari dictum est a templo, i.e. loco qui ab omni parte aspici, vel ex quo omnis pars videri potest, quem antiqui templum nominabant)[εχει λεχθει οτι(; καποιος) contemplari απο τον ναο, δηλ. Απο τον τοπο, ο οποιος φαινεται απο ολοκληρο το μερος η απο τον οποιο γινεται ορατο ολοκληρο το μερος, τον οποιο (τοπο) οι αρχαιοι ονομαζαν ναο].

Στην θεωρια που εγινε contemplatio δηλωνεται το στοιχειο της κατατεμνουσας, επιμεριζουσας παρακολουθησης που ηδη ειχε προετοιμαστει και απο την ελληνικη νοηση. Το χαρακτηριστικο της επιμερισμενης, επεμβαινουσας μεθοδου απεναντι σ' αυτο που πρεπει να ληφθει υποψη, βρισκει την εφαρμογη της στην γνωση. Μονο που ακομα και τωρα η vita contemplativa ειναι διαφορετικη απο την vita activa.

Στην γλωσσα της χριστιανικης-μεσαιωνικης ευλαβειας και θεολογιας η διαφορα που αναφερθηκε αποκτα και παλι ενα αλλο νοημα. Αυτο διαχωριζει την στοχαστικη-μοναστικη ζωη απο την κοσμικη-ενεργο ζωη.

Η γερμανικη μεταφραση για την contemplatio ειναι: Betrachtung. Το ελληνικο θεωρειν, η θεαση της οψης των παροντων, τωρα εμφανιζεται ως Betrachten. 

Η θεωρια ειναι η Betrachtung του πραγματικου. Ομως τι θα πει Betrachtung; Κανεις μιλα για Betrachtung με την εννοια του θρησκευτικου διαλογισμου και του βυθισματος. Αυτος ο τροπος της Betrachtung ανηκει στην περιοχη της vita contemplativa που αναφερθηκε προηγουμενως. Ακομη μιλουμε για Betrachten ενος πινακα, στην θεαση του οποιου αφηνομαστε. Σε μια τετοια χρηση της γλωσσας η λεξη "Betrachtung" παραμενει στην γειτονια της θεασης και φαινεται ακομη να εννοει το ιδιο με την παλαια θεωρια των Ελληνων. Μονο που "η θεωρια", στην μορφη της οποιας δειχνεται η μοντερνα επιστημη, ειναι κατι ουσιαστικα διαφορετικο απο την ελληνικη "θεωρια". Οταν επομενως μεταφραζουμε "θεωρια" με "Betrachtung", τοτε δινουμε στην λεξη "Betrachtung" μιαν αλλη σημασια, οχι καποια επινοημενη αυθαιρετα αλλα αυτην που καταγεται πηγαια απο την ιδια. Εαν παρουμε στα σοβαρα αυτο που λεει η γερμανικη λεξη "Betrachtung", τοτε θα αναγνωρισουμε το νεο στην ουσιαση της μοντερνας επιστημης ως θεωριας του πραγματικου.

Τι θα πει Betrachtung; Trachten ειναι το λατινικο tractare, πραγματευομαι, απεργαζομαι. Trachten θα πει: εργαζομαι στην κατευθυνση προς κατι, το ακολουθω, το διωκω ωστε να το διασφαλισω. Συμφωνα μ' αυτα η θεωρια ως Betrachtung θα ηταν η διωκουσα και διασφαλιζουσα απεργασια του πραγματικου. Ομως αυτος ο χαρακτηρισμος της επιστημης θα επρεπε εμφανως να ερχεται σε αντιθεση προς την ουσιαση της. Διοτι η επιστημη, καθοτι θεωρια, ειναι ακριβως "θεωρητικη". Αφου απεχει απο μια απεργασια του πραγματικου. Κανει το παν για να συλλαβει το πραγματικο καθαρα. Δεν παρεμβαινει στο πραγματικο για να το αλλαξει. Η καθαρη επιστημη, δηλωνουν, ειναι "ελευθερη απο σκοπιμοτητες".

Και παλι: η μοντερνα επιστημη ως θεωρια με την εννοια της Betrachtung ειναι μια απιστευτα επεμβατικη απεργασια του πραγματικου. Ακριβως μ' αυτην την απεργασια ανταποκρινεται σ' ενα βασικο στοιχειο του πραγματικου καθεαυτο. Το πραγματικο ειναι το παρον το οποιο προκυπτει. Εν τω μεταξυ στους νεοτερους χρονους τουτο δειχνεται με τον τροπο κατα τον οποιο αφηνει την παρουσια του να εγκειται στην αντικειμενικοτητα.

Σ' αυτο το αντι-κειμενο κρατος της παρ-ουσιας η επιστημη ανταποκρινεται καθοσον απο μερους της ως θεωρια προτρεπει το πραγματικο επι τουτου στην αντικειμενικοτητα του. Η επιστημη θετει το πραγματικο. Το θετει ετσι ωστε το πραγματικο να παρουσιαζεται καθε φορα ως προϊον εργου, δηλ. να παρουσιαζεται στα εποπτευσιμα επακολουθα δεδομενων αιτιων. Ετσι το πραγματικο στα επακολουθα του ειναι παρακολουθησιμο και εποπτευσιμο. Το πραγματικο διασφαλιζεται στην αντικειμενικοτητα του. Απο εδω προκυπτουν περιοχες αντικειμενων, τις οποιες η επιστημονικη Betrachtung μπορει να διωκει με τον τροπο της. Η διωκουσα παρασταση, η οποια διασφαλιζει καθε πραγματικο στην ακολουθησιμη αντικειμενικοτητα του, ειναι το θεμελιακο στοιχειο της παραστασης, δια της οποιας η συγχρονη επιστημη ανταποκρινεται στο πραγματικο: ομως τωρα η τα παντα κρινουσα εργασια, η οποια επιτελει την παρασταση σε καθε επιστημη, ειναι εκεινη η απεργασια του πραγματικου, η οποια πρωτιστως και επι τουτου επεξεργαζεται το πραγματικο προς την κατευθυνση μιας αντικειμενικοτητας, δια της οποιας καθε πραγματικο εκ των προτερων μεταποιειται σε μια ποικιλομορφια αντικειμενων για την διωκουσα διασφαλιση.

Το οτι τα παροντα, π.χ. Η φυση, ο ανθρωπος, τα παρελθοντα, η γλωσσα προκυπτουν ως το πραγματικο στην αντικειμενικοτητα του, το οτι συναμα η επιστημη γινεται θεωρια η οποια διωκει το πραγματικο και το διασφαλιζει στην αντικειμενικοτητα, θα ξενιζε τοσο τον ανθρωπο του μεσαιωνα οσο και θα πρεπει να ηταν συγκλονιστικο για την ελληνικη νοηση.

Γι' αυτο η μοντερνα επιστημη ως η θεωρια του πραγματικου δεν ειναι κατι το αυτονοητο. Δεν ειναι ουτε απλως κατασκευη του ανθρωπου, ουτε το πραγματικο εξαναγκαζει σ' αυτην. Αντιθετα βεβαιως η ουσιαση της επιστημης υποχρεωνεται απο την παρουσια των παροντων την στιγμη οπου η παρουσια προκυπτει στην αντικειμενικοτητα του πραγματικου. Αυτη η στιγμη, οπως καθε μια αυτου του ειδους, μενει μυστηριο. Δεν ειναι μονο οι μεγαλυτερες σκεψεις που ερχονται σαν επανω σε ποδια περιστεριων, αλλα πρωτιστως και προπαντων η εκαστοτε μεταβολη της παρουσιας ολων των παροντων.

Η θεωρια καθε φορα διασφαλιζει εναν τομεα του πραγματικου ως την περιοχη του αντικειμενου της. Το χαρακτηριστικο της αντικειμενικοτητας να χωριζεται σε περιοχες δειχνεται στο οτι εκ των προτερων προδιαγραφει τις δυνατοτητες του πως τιθενται τα ερωτηματα. Καθε νεο φαινομενο που αναδυεται στην περιοχη μιας επιστημης υφισταται απεργασια μεχρις οτου εναρμοστει στα οδηγα μετρα των αντικειμενικων συσχετισεων της θεωριας. Καποτε μεταβαλλονται κι αυτες οι ιδιες. Παντως η αντικειμενικοτητα ως αυτη τουτη παραμενει στα βασικα της χαρακτηριστικα αμεταβλητη. Η εκ των προτερων παρασταθεισα καθοριστικη αρχη για μια συμπεριφορα και για μια μεθοδευση ειναι, με την αυστηρη εννοια, η ουσιαση αυτου που καλειται "σκοπος". Εαν ειναι κατι που καθοριζεται καθεαυτο απο εναν σκοπο, τοτε αυτο ειναι η καθαρη θεωρια. Αυτη καθοριζεται απο την αντικειμενικοτητα των παροντων. Εαν εγκαταλειπονταν αυτη, τοτε θα προδιδονταν η ουσιαση της επιστημης. Τουτο ειναι π.χ. το νοημα της προτασης οτι η μοντερνα ατομικη φυσικη διολου δεν παραμεριζει την κλασσικη φυσικη του Γαλιλαιου και του Νευτωνα, αλλα μονο περιοριζει την περιοχη της ισχυος της. Μονο που αυτος ο περιορισμος ειναι συναμα η επιβεβαιωση της για την θεωρια της φυσης αποφασιστικης αντικειμενικοτητας, συμφωνα με την οποια η φυση παρουσιαζεται στην παρασταση ως χωρο-χρονικες, κατα εναν τροπο προβλεψιμες συσχετισεις κινησεων.

Επειδη η μοντερνα επιστημη ειναι θεωρια με την εννοια που χαρακτηριστηκε, γι' αυτο σε καθε της θεωρηση ο τροπος της, της διωκουσας-διασφαλιζουσας μεθοδευσης, δηλ. Η μεθοδος, εχει την αποφασιστικη προτεραιοτητα. Μια συχνα αναφερομενη προταση του Max Planck λεει: "Πραγματικο ειναι ο,τι υπολογιζεται." Τουτο θα πει: η κριση επανω στο τι μπορει να ισχυει για την επιστημη, στην περιπτωση για την φυσικη, ως διασφαλισμενη γνωση, εγκειται στην υπολογισιμοτητα που προσαπτεται στην αντικειμενικοτητα της φυσης και αντιστοιχα στις δυνατοτητες της υπολογιστικης μεθοδευσης. Ομως η προταση του Max Planck ειναι αληθινη μονο επειδη εκφραζει κατι που ανηκει στην ουσιαση της μοντερνας επιστημης, οχι μονο της φυσικης επιστημης. Η διωκουσα-διασφαλιζουσα μεθοδευση καθε θεωριας ειναι υπολογισμος. Παντως δεν πρεπει να κατανοησουμε αυτον τον τιτλο με την περιορισμενη εννοια της εργασιας με αριθμους. Υπολογιζω, με την ευρεια, ουσιαστικη εννοια, σημαινει: υπολογιζω κατι, δηλ. παιρνω κατι υποψη, υπολογιζω σε κατι, δηλ. προσβλεπω σ' αυτο. Μ' αυτον τον τροπο καθε αντικειμενοποιηση του πραγματικου ειναι ενας υπολογισμος, ειτε προσαπτομενος, αιτιολογωντας-εξηγωντας, στα επακολουθα αιτιων, ειτε σχηματιζοντας μορφολογικα μια εικονα των αντικειμενων, ειτε διασφαλιζοντας μια συσχετιση ακολουθιας και ταξης στις αρχες της. Και τα μαθηματικα δεν ειναι υπολογισμος με την εννοια της εργασιας με αριθμους για την διαπιστωση ποσοτικων αποτελσματων, αντιθετα μαλιστα ειναι ο υπολογισμος ο οποιος παντου προσβλεπει στην εξισορροπηση σχεσεων απο ταξεις μεσω εξισωσεων και γι' αυτο "υπολογιζει" εκ των προτερων με μια θεμελιακη εξισωση για καθε δυνατη ταξη.

Επειδη η μοντερνα επιστημη ως θεωρια του πραγματικου εγκειται στην πρωτοκαθεδρια της μεθοδου, ως διασφαλιση των περιοχων των αντικειμενων, πρεπει να τις αφοριζει μεταξυ τους και το αφοριζομενο να το επιμεριζει σε τομεις. Η θεωρια του πραγματικου ειναι αναγκαστικα καθε φορα επιστημη τομεα.

Η διερευνηση του αντικειμενου μιας περιοχης πρεπει κατα την εργασια της να υπεισελθει στο εκαστοτε ιδιαιτερο ειδος των αντικειμενων που ανηκουν σ' αυτην.

Η μεθοδος ενος επιστημονικου τομεα, υπεισερχομενη ετσι στο ειδικο, γινεται ειδικη ερευνα. Γι' αυτο η εξειδικευση διολου δεν ειναι τυφλωμενη παραμορφωση, η και παρακμιακο φαινομενο της μοντερνας επιστημης. Επισης η εξειδικευση δεν ειναι ουτε ενα απλα αναγκαιο κακο. Ειναι ενα αναγκαστικο, και το θετικο επακολουθο της ουσιασης της μοντερνας επιστημης.

Ο αφορισμος των περιοχων των αντικειμενων, ο περιορισμος τους σε ειδικες ζωνες δεν αποσχιζει τις επιστημες μεταξυ τους, αλλα αυτος πρωτα προκαλει μια συνοριακη κυκλοφορια μεταξυ τους, δια της οποιας διακρινονται μεθοριες περιοχες. Απο αυτες εκπηγαζει μια ιδιαιτερη ωστικη δυναμη η οποια εκλυει νεα, συχνα αποφασιστικα ερωτηματα. Κανεις γνωριζει αυτο το γεγονος. Ο λογος γι' αυτο μενει αινιγματικος, τοσο αινιγματικος οσο και η συνολη ουσιαση της μοντερνας επιστημης.

Τωρα χαρακτηρισαμε μεν αυτην την ουσιαση δια του οτι διευκρινισαμε την προταση "Η επιστημη ειναι η θεωρια του πραγματικου" συμφωνα με του δυο κυριους τιτλους. Αυτο συνεβη ως προετοιμασια για το δευτερο βημα, οπου ερωτησαμε: ποια αφανης υποθεση υπολανθανει στην ουσιαση της επιστημης;

Θα διακρινουμε την υποθεση μολις, στο παραδειγμα μερικων επιστημων, προσεξουμε ιδιαιτερα πως ειναι καθε φορα με την αντικειμενικοτητα των περιοχων των αντικειμενων των επιστημων. Η φυσικη, στην οποια τωρα χονδρικα περιλαμβανονται η μακροφυσικη και η ατομικη φυσικη, η αστροφυσικη και η χημεια, διωκει την φυση (φυσις) καθοσον αυτη παρουσιαζεται ως η αψυχη. Σε μια τετοια αντικειμενικοτητα η φυση δειχνεται ως ο συσχετισμος της κινησης των υλικων σωματων. Το βασικο στοιχειο του σωματικου ειναι το μη διαπερατο, το οποιο παλι απο την πλευρα του παρουσιαζεται ως ειδος κινητικων συσχετισεων των πρωτων στοιχειωδων αντικειμενων. Αυτα καθαυτα και οι συσχετισεις τους παρασταινονται στην κλασσικη φυσικη ως γεωμετρικη μηχανικη σημειων, στην σημερινη φυσικη με τους τιτλους "πυρηνας" και "πεδιο". Αντιστοιχα για την κλασσικη φυσικη καθε κινητικη κατασταση των εκτατικων σωματων ειναι καθε στιγμη καθορισιμη συγχρονως τοσο ως προς τον τοπο οσο επισης και ως προς το μεγεθος της κινησης, δηλ. προβλεπεται επακριβως. Αντιθετα στην ατομικη φυσικη μια κινητικη κατασταση βασικα μπορει να προσδιοριστει μονον ειτε ως προς τον τοπο ειτε ως προς το κινητικο μεγεθος. Αντιστοιχα η κλασσικη φυσικη θεωρει οτι η φυση ειναι προβλεψιμη επακριβως και πληρως, οπου αντιθετα η ατομικη φυσικη επιτρεπει μονον μια διασφαλιση των αντικειμενικων συσχετισεων που εχει στατιστικο χαρακτηρα.

Στην μοντερνα ατομικη φυσικη η αντικειμενικοτητα της υλικης φυσης δειχνει ολοτελα διαφορετικα βασικα στοιχεια απ' ο,τι στην κλασσικη φυσικη. Αυτη, η κλασσικη φυσικη, μπορει βεβαια να ενσωματωθει σ' εκεινην, την ατομικη φυσικη, ομως οχι αντιστροφα. Η πυρηνικη φυσικη δεν μπορει πλεον να υπαχθει στην κλασσικη φυσικη και να αναχθει σ' αυτην. Και παλι - ακομα και η μοντερνα πυρηνικη φυσικη και η φυσικη των πεδιων παραμενει παντα φυσικη, δηλ. Επιστημη, δηλ. θεωρια η οποια παρακολουθει τα αντικειμενα του πραγματικου στην αντικειμενικοτητα τους για να τα διασφαλισει στην ενοτητα της αντικειμενικοτητας. Και για την μοντερνα φυσικη ισχυει το οτι διασφαλιζει εκεινα τα πρωτα στοιχειωδη αντικειμενα απο τα οποια αποτελουνται ολα τα αλλα αντικειμενα της ολης περιοχης. Η παρασταση της μοντερνας φυσικης επισης μενει προσηλωμενη στο να "μπορεσει να καταγραψει μια και μονη θεμελιακη εξισωση, απο την οποια συνεπαγονται οι ιδιοτητες ολων των στοιχειωδων σωματιδιων κι επομενως η συμπεριφορα της υλης εν συνολω". (Heisenberg, Die gegenwärtigen Grundprobleme der Atomphysik. Πβλ. Wandlungen in den Grundlagen der Naturwissenschaft, 8. Auflage, 1948, σ. 98).

Η χονδρικη υποδειξη της διαφορας των εποχων μεσα στην φυσικη των νεοτερων χρονων καθιστα σαφες που διαδραματιζεται η μεταβολη απο την μια στην αλλη: στην εμπειρια και στον προσδιορισμο της αντικειμενικοτητας στην οποια προβαλλει η φυση. Ομως ο,τι σ' αυτην την μεταβολη απο την γεωμετρικη-κλασσικη φυσικη στην πυρηνικη φυσικη των πεδιων δεν μεταβαλλεται ειναι τουτο, οτι η φυση εχει να αχθει εκ των προτερων στην διωκουσα διασφαλιση, την οποια η επιστημη επιτελει ως θεωρια. Παντως κατα ποσον στην νεοτερη φαση της ατομικης φυσικης εξαφανιζεται και το αντικειμενο, κι ετσι πρωτα η σχεση υποκειμενου-αντικειμενου ως απλως σχεση αποκτα προτεραιοτητα απεναντι στο αντικειμενο και στο υποκειμενο και αποζητα να διασφαλιστει ως αποθεμα, δεν μπορει σ' αυτο το σημειο να εντοπιστει ακριβεστερα. 

[Η αντικειμενικοτητα μεταβαλλεται στην αποθεματικοτητα του αποθεματος η οποια προσδιοριζεται απο την συν-αγωγη [της τεχνικης] (πβλ. Die Frage nach der Technik). Ετσι πρωτα η σχεση υποκειμενου-αντικειμενου αποληγει στον καθαρο της χαρακτηρα της "σχεσης", δηλ. της προσαγωγης [της τεχνικης], απο τον οποιο απορροφωνται τοσο το υποκειμενο οσο και το αντικειμενο και καθιστανται αποθεματα. Αυτο δεν θα πει: η σχεση υποκειμενου-αντικειμενου εξαφανιζεται, αλλα το αντιθετο: τωρα αποληγει στην ακρα κυριαρχια της, την καθορισμενη απο την συν-αγωγη. Γινεται προσαγωγιμο αποθεμα.]

Τωρα θα στρεψουμε την προσοχη μας στο αφανες ζητημα που υπαρχει στο κρατος της αντικειμενικοτητας. 

Η θεωρια καθηλωνει το πραγματικο, στην περιπτωση της φυσικης την αψυχη φυση, σε μια αντικειμενικη περιοχη. Ωστοσο η φυση ειναι ηδη απο παντα παρουσα αφεαυτης. Η αντικειμενοποιηση παλι μενει εξαρτωμενη απο την παρουσα φυση. Ακομα κι εκει οπου, για ουσιαστικους λογους, οπως στην μοντερνα ατομικη φυσικη, η θεωρια γινεται αναγκαστικα μη εποπτικη, χρειαζεται τα ατομα να προβαλλουν σε μια αιθητηριακη αντιληψη , εστω κι αν αυτο το αυτο-δειξιμο των στοιχειωδων σωματιδιων συμβαινει σ' εναν δρομο πολυ εμμεσο και τεχνικα πολυπτυχα μεσολαβημενο (πρβλ. την κλωβο του Wilson, τον μετρητη Geiger, ελευθερες πτησεις μπαλονιων για την διαπιστωση των μεσονιων). Η θεωρια ποτε δεν προσπερνα την ηδη παρουσα φυση και μ' αυτην την εννοια ποτε δεν παρακαμπτει τη φυση. Η φυσικη μπορει να παρασταινει την γενικοτατη απροσιτη νομοτελεια της φυσης μεσα απο την ταυτοτητα υλης και ενεργειας, αυτο το φυσικα παραστημενο ειναι μεν η φυση καθεαυτην, ομως αναντιρρητα ειναι η φυση μονον ως η αντικειμενικη περιοχη, η αντικειμενικοτητα της οποιας προσδιοριζεται πρωτα απο την φυσικοεπιστημονικη διεργασια και κατατιθεται ειδικα σ' αυτην. Η φυση, στην αντικειμενικοτητα της, ειναι για την μοντερνα φυσικη επιστημη ενας μονο τροπος του πως αποκαλυπτονται τα παροντα, τα οποια παλαιοθεν καλουνται φυσις, και αγονται στην επιστημονικη διεργασια. Ακομη και αν η αντικειμενικη περιοχη της φυσικης ειναι καθεαυτην ενιαια και ερμητικη, αυτη η αντικειμενικοτητα ποτε δεν μπορει να περιεξει την πληροτητα της ουσιασης της φυσης. Η επιστημονικη παρασταση ποτε δεν μπορει να περιζωσει την ουσιαση της φυσης διοτι εκ των προτερων η αντικειμενικοτητα της φυσης ειναι μονο ενας τροπος με τον οποιο η φυση προβαλλει. Ετσι για την επιστημη της φυσικης η φυση μενει το απαρακαμπτο. Εδω αυτη η λεξη σημαινει δυο τινα. Αφενος η φυση δεν προσπερναται καθοσον η θεωρια ποτε δεν προσπερνα τα παροντα αλλα μενει εξαρτωμενη απ' αυτα. Κατοπιν η φυση δεν προσπερναται καθοσον η αντικειμενικοτητα ως αυτη τουτη δεν επιτρεπει στην παρασταση και στην διασφαλιση που της ανταποκρινεται να περιζωσει την πληροτητα της ουσιασης της φυσης. Αυτο ειναι που βασικα ειχε στον νου του ο Goethe κατα την ατυχη διαμαχη του με την φυσικη του Νευτωνα: Ο Goethe ακομα δεν μπορουσε να δει οτι και η θεωμενη παρασταση του της φυσης κινειται μεσα στο στοιχειο της αντικειμενικοτητας, στη σχεση υποκειμενου-αντικειμενου και γι' αυτο βασικα δεν διαφερει απο την φυσικη και μεταφυσικα μενει το ιδιο μ' εκεινην. Η επιστημονικη παρασταση απο την μερια της ποτε δεν μπορει να κρινει εαν η φυση δια της αντικειμενικοτητας της μαλλον αποσυρεται παρα φερνει στην επιφανεια την πληροτητα της ουσιασης της. Η επιστημη δεν ειναι καν σε θεση να ερωτησει αυτην την ερωτηση· διοτι ως θεωρια ηδη εχει τοποθετηθει στην περιοχη την οριζομενη απο την αντικειμενικοτητα.

Στην αντικειμενικοτητα της φυσης, στην οποια ανταποκρινεται η φυσικη ως αντικειμενοποιηση, κρατει το απαρακαμπτο με διπλη εννοια. Απαξ και δουμε αυτο το απαρακαμπτο σε μια επιστημη, και το συλλογιστουμε εστω και περιπου, θα το δουμε ευκολα σε καθε αλλη.

Η ψυχιατρικη παρακολουθει την ψυχικη ζωη του ανθρωπου στα αρρωστα, και τουτο θα πει παντα, και στα υγιη του φαινομενα. Αυτα τα παρασταινει μεσα απο την αντικειμενικοτητα της σωματο-ψυχο-πνευματικης ενοτητας του συνολου ανθρωπου. Στην αντικειμενικοτητα της ψυχιατρικης καθε φορα προβαλλει η ηδη παρουσα ανθρωπινη υπαρξη. Η υπαρξη, στην οποια ο ανθρωπος υπαρχει ως ανθρωπος, μενει το απαρακαμπτο της ψυχιατρικης.

Η ιστορικη επιστημη, που εκπτυσσεται ολο και πιεστικοτερα προς μια οικουμενικη ιστορια, επιτελει την παρακολουθουσα διασφαλιση της στην περιοχη η οποια της ανατιθεται ως τα συμβαντα. Η λεξη "ιστορια" (ιστορειν) σημαινει: ερευνω και καθιστω ορατο, και γι' αυτο ονομαζει εναν τροπο της παραστασης. Αντιθετα η λεξη "συμβαν" σημαινει αυτο που λαμβανει χωρα καθοσον ειναι προετοιμασμενο και παραγγελμενο, δηλ. σταλμενο και ευμοιρο. Η ιστορικη επιστημη ειναι ερευνα των συμβαντων. Ομως η ιστορικη θεωρηση δεν κανει πρωτη αυτη το συμβαν. Καθε τι το ιστορικο, καθε τι που διαπιστωνεται και παρασταινεται με τον τροπο της ιστορικης επιστημης ειναι συμβαν, δηλ. θεμελιωνεται στη μοιρα η οποια κρατει εντος του. Ομως το συμβαν ποτε δεν ειναι αναγκαστικα ιστορικο.

Το εαν το συμβαν στην ουσιαση του αποκαλυπτεται απο και για την ιστορια η εαν το συμβαν μαλλον συγκαλυπτεται απο την ιστορικη αντικειμενοποιηση, αυτο η ιστορικη επιστημη δεν μπορει να το κρινει. Ομως εχει κριθει: στην θεωρια της ιστοριας το συμβαν κρατει ως το απαρακαμπτο.

Η φιλολογια καθιστα την λογοτεχνια των εθνων και των λαων αντικειμενο της εξηγησης και της ερμηνειας. Τα γραπτα της λογοτεχνιας ειναι τα καθε φορα ειπωμενα μιας γλωσσας. Οταν η φιλολογια πραγματευεται την γλωσσα, την απεργαζεται συμφωνα με τις αντικειμενικες οπτικες που εχουν καθιερωθει απο την γραμματικη, την ετυμολογια και την συγκριτικη ιστορια της γλωσσας, απο την στιλιστικη και την ποιητικη.

Ομως η γλωσσα μιλα διχως να γινεται λογοτεχνια, κι οπωσδηποτε ανεξαρτητα απο το οτι λογοτεχνια με τη σειρα της αποληγει στην αντικειμενικοτητα, στην οποια ανταποκρινονται οι διαπιστωσεις μιας φιλολογικης επιστημης. Στην θεωρια της φιλολογιας η γλωσσα κρατει ως το απαρακαμπτο.

Για τις επιστημες που αναφερθηκαν φυση, ανθρωπος, συμβαν, γλωσσα μενουν το απαρακαμπτο το οποιο ηδη κρατει εντος τους, απο το οποιο εκαστοτε εξαρτωνται, το οποιο ομως με τις παραστασεις τους ποτε δεν μπορουν να περικλεισουν στην πληροτητα της ουσιασης του. Αυτη η ανικανοτητα των επιστημων δεν βασιζεται στο οτι η διωκουσα διασφαλιση τους δεν τελειωνει ποτε αλλα στο οτι κατα βαση η αντικειμενικοτητα, στην οποια προβαλλουν εκαστοτε φυση, ανθρωπος, συμβαντα, γλωσσα, μενει καθαυτην παντα και μονο ενα ειδος παρουσιας στην οποια τα παροντα που αναφερθηκαν μπορουν μεν να εμφανιζονται, ομως ποτε δεν πρεπει να εμφανιζονται απαραιτητα.

Το απαρακαμπτο που διαγραφηκε, κρατει στην ουσιαση καθε επιστημης. Λοιπον μηπως αυτο το απαρακαμπτο ειναι η αφανης υποθεση την οποια θελαμε να φερουμε στο βλεμμα; Ναι και οχι. Ναι καθοσον το απαρακαμπτο ανηκει στην εννοουμενη υποθεση· οχι καθοσον το απαρακαμπτο που αναφερθηκε δεν συνιστα ακομη απο μονο του την υποθεση. Τουτο δειχνεται ηδη απο το οτι αυτο το απαρακαμπτο προκαλει καθαυτο ενα ακομη ουσιαστικο ερωτημα.

Το απαρακαμπτο κρατει στην ουσιαση της επιστημης. Επομενως θα ηταν αναμενομενο οτι η ιδια η επιστημη μπορει να ανευρει το απαρακαμπτο μεσα στον εαυτο της και να το προσδιορισει ως αυτο τουτο. Μονο που αυτο ακριβως και δεν συμβαινει, και μαλιστα επειδη κατι τετοιο ειναι ουσιαστικα αδυνατο. Απο τι το αναγνωριζουμε; Εαν οι εκαστοτε επιστημες ηταν να μπορεσουν ν' ανευρουν οι ιδιες το απαρακαμπτο που αναφερθηκε, θα επρεπε προπαντων να ειναι σε θεση ν' αποκτησουν μια παρασταση της δικης τους ουσιασης. Ομως προς τουτο δεν ειναι σε θεση ποτε. 

Η φυσικη δεν μπορει ως φυσικη να εκφερει καμια προταση επανω στην φυσικη. Ολες οι προτασεις της φυσικης μιλουν φυσικοεπιστημονικα. Η φυσικη καθεαυτην ποτε δεν ειναι δυνητικο αντικειμενο ενος φυσικοεπιστημονικου πειραματος. Το ιδιο ισχυει για την φιλολογια. Ως θεωρια της γλωσσας και της λογοτεχνιας δεν ειναι ποτε δυνητικο αντικειμενο φιλολογικης θεωρησης. Ο,τι ειπωθηκε ισχυει για καθε επιστημη.

Ωστοσο θα μπορουσε να εγερθει μια ενσταση. Η ιστορικη επιστημη ειναι, οπως κι οι υπολοιπες επιστημες, ενα συμβαν. Επομενως η ιστορικη επιστημη μπορει να αυτοπαρατηρηθει με την εννοια της θεματικης της και της μεθοδου της. Σιγουρα. Μεσω μιας τετοιας θεωρησης η ιστορικη επιστημη συλλαμβανει το συμβαν της επιστημης η οποια ειναι. Μονο που ετσι η ιστορικη επιστημη ποτε δεν συλλαμβανει την ουσιαση της ως ιστορικη επιστημη. Εαν κανεις θελησει να πει κατι για τα μαθηματικα ως θεωρια, τοτε πρεπει να εγκαταλειψει την περιοχη του αντικειμενου των μαθηματικων και τον τροπο των παραστασεων τους. Κανεις ποτε δεν μπορει μ' εναν μαθηματικο υπολογισμο να βρει τι ειναι τα μαθηματικα καθεαυτα. 

Παραμενει: οι επιστημες δεν ειναι ποτε σε θεση να παραστησουν τον εαυτο τους ως επιστημες με τα μεσα της θεωριας τους και με τις μεθοδους της θεωριας.

Οταν για τις επιστημες παραμενει ολοτελα απαγορευτικο το να υπεισελθουν επιστημονικα στην ιδια τους την ουσιαση, τοτε κατα μειζονα λογο ειναι και ανικανες να προσελθουν στο απαρακαμπτο που κρατει στην ουσιαση τους.

Ετσι δειχνεται κατι συναρπαστικο. Το στις επιστημες εκαστοτε απαρακαμπτο: η φυση, ο ανθρωπος, το συμβαν, η γλωσσα, ως αυτο το απαρακαμπτο, για τις επιστημες και μεσω των επιστημων ειναι απροσπελαστο.

Πρωτα οταν προσεξουμε και αυτο το απροσπελαστο του απαρακαμπτου θα ερθει στο βλεμμα η υποθεση η οποια διακατεχει την ουσιαση των επιστημων.

Ομως γιατι αποκαλουμε το απροσπελαστο απαρακαμπτο "αφανη υποθεση"; Το αφανες δεν κανει εντυπωση. Μπορει κανεις να το βλεπει, και παλι να μην το προσεχει ιδιαιτερα. Αραγε η υποθεση στην ουσιαση των επιστημων που καταδειχθηκε μενει απροσεκτη μονον επειδη κανεις συλλογιζεται την ουσιαση των επιστημων πολυ λιγο και πολυ σπανια; Αυτο το τελευταιο κανεις δεν θα το ισχυριζονταν βασιμα. Αντιθετα πολλα σημαδια συνηγορουν στο οτι σημερα οχι μονο την φυσικη αλλα ολες τις επιστημες διαπερνα μια αλλοκοτη ανησυχια. Παντως στους περασμενους αιωνες της ιστοριας του πνευματος και της επιστημης της Δυσης υπηρξαν επανειλημμενες αποπειρες να αφοριστει η ουσιαση της επιστημης. Η παθιασμενη και αδιαλειπτη προσπαθεια γι' αυτο ειναι προπαντων βασικο στοιχειο των νεοτερων χρονων. Πως θα μπορουσε εδω εκεινη η υποθεση να μεινει αγνοημενη; Σημερα μιλουν για την "κριση στα θεμελια" των επιστημων. Παντως αυτη αφορα μονο τις θεμελιακες εννοιες των επιμερους επιστημων. Με κανεναν τροπο δεν ειναι κριση της επιστημης ως αυτης τουτης. Σημερα αυτη προχωρα στον δρομο της ασφαλεστερα απο ποτε.

Ωστοσο το απροσπελαστο απαρακαμπτο το οποιο κρατει στις επιστημες απ' ακρου σ' ακρο, κι ετσι μεταθετει την ουσιαση της στο αινιγματικο, ειναι κατι πολυ περισσοτερο, δηλαδη ενα ουσιαστικα αλλο απο απλη ανασφαλεια στην καταθεση των θεμελιακων εννοιων, δια των οποιων καθε φορα η περιοχη ανατιθεται στις επιστημες; ετσι η ανησυχια στις επιστημες εκτεινεται πολυ περαν της απλης ανασφαλειας ως προς τις θεμελιακες τους εννοιες. Στις επιστημες κανεις ειναι ανησυχος, και παλι δεν μπορει να πει απο που και για τι, παρα τις ποικιλες συζητησεις περι τις επιστημες. Σημερα φιλοσοφουν επανω στις επιστημες απο τις πλεον διαφορετικες οπτικες. Με τετοιες προσπαθειες εκ μερους της φιλοσοφιας κανεις συνανταται με τις αυτοπαρουσιασεις που επιχειρουνται απο τις ιδιες τις επιστημες στη μορφη συνοπτικων διαγραμματων και απο τις αφηγησεις της ιστοριας των επιστημων.

Και παλι εκεινο το απροσπελαστο απαρακαμπτο μενει στο αφανες. Γι' αυτο η αφανεια της υποθεσης δεν μπορει να εγκειται μονο στο οτι δεν μας κανει εντυπωση και στο οτι δεν τον προσεχουμε. Πολυ περισσοτερο το αφανες της υποθεσης βασιζεται στο οτι αυτη καθαυτην, αφεαυτης, δεν βγαινει στην επιφανεια. Στο απροσπελαστο απαρακαμπτο ως αυτο τουτο εγκειται το οτι συνεχως προσπερναται. Καθοσον το αφανες ειναι βασικο στοιχειο της υποθεσης που αναφερθηκε, προσδιοριζεται επαρκως πρωτα οταν πουμε: 

Η υποθεση, η οποια διακατεχει την ουσιαση της επιστημης, δηλ. της θεωριας του πραγματικου, ειναι το συνεχως προσπερνωμενο απροσπελαστο απαρακαμπτο.

Η αφανης υποθεση υπολανθανει στις επιστημες. Ομως δεν βρισκεται μεσα τους οπως το μηλο στο καλαθι. Μαλλον πρεπει να πουμε: οι επιστημες απο την μερια τους εγκεινται στην αφανη υποθεση οπως το ποταμι στην πηγη.

Η προθεση μας ηταν να υποδειξουμε την υποθεση, ετσι ωστε αυτη η ιδια να νευσει προς την περιοχη απο την οποια προερχεται η ουσιαση της επιστημης.

Που φθασαμε; Προσεξαμε αυτο που συνεχως προσπερναται, που για την επιστημη ως αυτην τουτη ειναι απαρακαμπτο, και παλι ειναι το γι' αυτην απροσπελαστο. Μας δειχνεται στην αντικειμενικοτητα, στην οποια προβαλλει το πραγματικο, διαμεσου της οποιας η θεωρια διωκει τα αντικειμενα ωστε να διασφαλισει για την παρασταση αυτα και τις συσχετισεις τους στην αντικειμενικη περιοχη της εκαστοτε επιστημης. Η αφανης υποθεση διακατεχει την αντικειμενικοτητα στην οποια τοσο η πραγματικοτητα του πραγματικου οσο και η θεωρια του πραγματικου, στην οποια ετσι παλλεται η συνολη ουσιαση της μοντερνας επιστημης των νεοτερων χρονων.

Αρκουμαστε στο να υποδειξουμε την αφανη υποθεση. Τι ειναι αυτη καθεαυτην, για να γινει τουτο διακριτο θα χρειαζονταν ενα νεο ερωτημα. Παντως με την υποδειξη της αφανους υποθεσης κατευθυνθηκαμε σ' εναν δρομο που φερνει ενωπιον του αξιου ερωτηματος. Σε αντιθεση με το απλως ερωτηματικο και με ολα τα διχως ερωτημα, πρωτα το αξιο ερωτηματος παρεχει αφεαυτου την καθαρη αφορμη και το ελευθερο κρατημα, δια του οποιου ειμαστε ικανοι ν' απαντησουμε σε και ν' απαντησουμε αυτο που καταλογιζεται στην ουσιαση μας. Η πορεια στην κατευθυνση προς το αξιο ερωτηματος δεν ειναι περιπετεια αλλα παλιννοστηση.

Παιρνω μια κατευθυνση την οποια ενα πραγμα ηδη εχει παρει απο μονο του, στην γλωσσα μας θα πει sinnan, sinnen [εμ-πειρωμαι]. Να αφηνεσαι στην πειρα μιας πορειας, ειναι η ουσιαση του στοχασμου. Τουτος σημαινει περισσοτερα απο την απλη συνειδητοποιηση απο κατι. Δεν βρισκομαστε ακομα στον στοχασμο οταν βρισκομαστε μονο εν συνειδησει. Ο στοχασμος ειναι περισσοτερα. Ειναι η αφεση στο αξιο ερωτηματος.

Με τον ετσι κατανοημενο στοχασμο αποληγουμε ακριβως εκει οπου, χωρις προηγουμενως να το εχουμε ζησει και διακρινει, διαμενουμε ηδη προ πολλου. Με τον στοχασμο προχωρουμε προς εναν τοπο απο τον οποιο πρωτα διανοιγεται ο χωρος ο οποιος δινει τα μετρα για ο,τι κανουμε και για ο,τι αφηνουμε.

Ο στοχασμος εχει αλλη ουσιαση απο την συνειδητοποιηση και τη γνωση της επιστημης, και αλλη ουσιαση απο τη μορφωση. Η λεξη "μορφωνω" σημαινει πρωτα: θετω ενα προτυπο και παραθετω μια προδιαγραφη. Ετσι κατοπιν σημαινει: διαμορφωνω καταβολες δεδομενες εκ των προτερων. Η μορφωση φερνει ενωπιον του ανθρωπου ενα προτυπο, συμφωνα με το οποιο διαμορφωνει ο,τι κανει κι ο,τι αφηνει. Η μορφωση χρειαζεται μια οδηγο μορφη διασφαλισμενη εκ των προτερων κι εναν τοπο οχυρωμενο απ' ολες τις πλευρες. Η καταστρωση ενος κοινου μορφωτικου ιδανικου και η κυριαρχια του προϋποθετουν μιαν αδιαμφισβητητη θεση του ανθρωπου, ασφαλισμενη προς καθε κατευθυνση. Αυτη η προϋποθεση απο τη μερια της πρεπει να εδραιωνεται σε μια πιστη στην ακατανικητη δυναμη ενος αμεταβλητου λογικου και των αρχων του.

Αντιθετα πρωτος ο στοχασμος μας θετει στον δρομο προς τον τοπο της διαμονης μας. Αυτη παντοτε παραμενει ιστορικο συμβαν - δηλαδη καταλογισμενη σ' εμας, ειτε την παρασταινουμε ιστορικοεπιστημονικα, την αναταμουμε και την κατατασσουμε, ειτε θεωρουμε οτι μπορουμε να λυθουμε απο το ιστορικο συμβαν με μια εκουσια αποστασιοποιηση απο την επιστημονικη ιστορια.

Για το πως και μεσω τινος η ιστορικη μας διαμονη κτιζει κι ολοκληρωνει την κατοικηση μας, ο στοχασμος δεν μπορει να αποφασισει αμεσα τιποτα.

Η εποχη της μορφωσης οδευει προς το τελος της, οχι επειδη οι αμορφωτοι παιρνουν την εξουσια, αλλα επειδη διαφαινονται σημεια μιας κοσμικης εποχης στην οποια πρωτο το αξιο ερωτηματος ανοιγει και παλι την πυλη προς το ουσιαστικο ολων των πραγματων και πεπρωμενων. 

Στην προκληση της ευρυτητας, στην προκληση της συμπεριφορας αυτης της κοσμικης εποχης ανταποκρινομαστε οταν αρχιζουμε να λογιζομαστε αφηνομενοι στον δρομο που ηδη εχει παρει εκεινη η υποθεση η οποια μας δειχνεται στην ουσιαση της επιστημης, αν και οχι εδω μονο.

Και παλι ο στοχασμος μενει πιο προσωρινος, πιο μακροθυμος και πιο φτωχος απο την προηγουμενως καλλιεργουμενη μορφωση σε σχεση με την εποχη της. Και παλι ο στοχασμος ειναι η υποσχεση για εναν πλουτο, ο θησαυρος του οποιου φωτιζει στην λαμπροτητα εκεινου του αχρηστου που ποτε δεν μπορει να υπολογιστει. 

Οι δρομοι του στοχασμου μεταβαλλονται συνεχως αναλογα με το σημειο του δρομου οπου ξεκινα μια πορεια, αναλογα με την αποσταση του δρομου που διανυει, αναλογα με την ευρυτητα του βλεμματος που ανοιγεται καθοδον μεσα στο αξιο ερωτηματος.

Αν και οι επιστημες ακριβως στους δρομους τους και με τα μεσα τους ποτε δεν μπορουν να διεισδυσουν στην ουσιαση της επιστημης, και παλι καθε ερευνητης και διδασκαλος των επιστημων, καθε ανθρωπος που περνα απο μια επιστημη ως νοημον ον μπορει να κινειται σε διαφορα επιπεδα του στοχασμου και να τα κρατα ζωντανα.

Ομως ακομα κι εκει που μια φορα, απο μια ιδιαιτερη ευνοια, κανεις θα φτασει στην υψιστη βαθμιδα του στοχασμου, θα επρεπε συγχρονως να αρκεστει στο να προετοιμασει μια προθυμια για το καλεσμα που χρειαζεται το σημερινο ανθρωπινο γενος μας.

Ο στοχασμος χρειαζεται, ομως οχι για την αρση μιας τυχαιας αμηχανιας η την διασπαση της αντιστασης στη σκεψη. Ο στοχασμος χρειαζεται ως ανταποκριση η οποια, στην καθαροτητα της αδιαλειπτης επερωτησης προς το ανεξαντλητο του αξιου ερωτηματος ξεχνιεται, και απο εδω, στην καταλληλη στιγμη, η ανταποκριση χανει τον χαρακτηρα του ερωτηματος και γινεται απλος λογος.