Ο δεύτερος δρόμος και το Μηδέν
Η θεά αποτρέπει τον Παρμενίδη από τον δεύτερο δρόμο. Τι θα πει: ΩΣ ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ: Στον δεύτερο δρόμο δεν έχεις τίποτα να πεις και τίποτα να εννοήσεις, γιατί αυτός ο δρόμος θα οδηγούσε »προς τα έξω«, έξω από τη μεγάλη αλληλέχεια (αυτού του ταυτόσημου του ΝΟΕΙΝ και ΕΙΝΑΙ). »ΜΗΔΕΝ Δ' ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ«: έξω από εκείνη τη σφαίρα δεν υπάρχει κανένα συμβάν του ΕΙΝΑΙ, δεν υπάρχει τίποτα. Όπου κατά τη γνώμη μου πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η σκέψη »παραέξω μηδέν!« δεν πρέπει να συγχέεται με το μηδενίζον μηδέν με την έννοια του Heidegger (με το συμβάν της περατότητας που τρεμουλιάζει τα πάντα). [...] Ένας μικρός διάλογος δυο νέων σ' ένα τραμ της Ζυρίχης μας έκανε ευδιάκριτη τη διαφορά ανάμεσα στο μηδενίζον μηδέν και το "παραέξω μηδέν". Η σκέψη »παραέξω μηδέν!« διευκρινίζει τη σκέψη της μεγάλης αλληλέχειας στην οποία ανήκουμε εμείς οι θνητοί. Κάθε απόπειρα να κινηθεί κανείς έξω απ' αυτήν πρέπει αναγκαστικά να ναυαγήσει.
Για παράδειγμα μια τέτοια απόπειρα θα ήταν η ερώτηση τι ήταν στην Ελέα πριν υπάρξουν άνθρωποι, ή τι θα είναι εκεί όταν δεν θα υπάρχουν πια άνθρωποι. Όπως η σκέψη της μεγάλης αλληλέχειας, έτσι και η σκέψη »παραέξω μηδέν" έχει την εποχική ιστορία της, η οποία και εδώ αγκύρωσε τον "τόπο" όλο και περισσότερο στον άνθρωπο. Γι' αυτό και το »παραέξω μηδέν!« στον Παρμενίδη δεν είναι το ίδιο όπως η διαπίστωση του Kant ότι το »πράγμα καθαυτό« δεν είναι εμπειρατό. Πρώτα με μια »αναμετάθεση του τόπου της μεγάλης αλληλέχειας«, όπως αυτή ξεκίνησε με το φαινομενολογικό κίνημα στις αρχές αυτού του αιώνα και ολοκληρώθηκε με την »μετάθεση του τόπου« με την έννοια του Heidegger (από την συνείδηση στο Da-sein), η σκέψη »παραέξω μηδέν!« ανακτά το παρά-δοξα αστραφτερό της.
Στην Ζυρίχη η Άνια άκουσε στο τραμ τον εξής διάλογο ανάμεσα σε δυο νέους:
Κοπέλα: Δεν υπάρχει τίποτα που δεν υπάρχει.
Νεαρός: Πώς - το Μηδέν.
Κοπέλα: Όχι - και το Μηδέν υπάρχει.
Νεαρός: Όμως - αν αυτό είναι ένα τίποτα, τότε και δεν υπάρχει.
Ο σύντομος διάλογος μοιάζει να καταλήγει σε αδιέξοδο. Βέβαια ο νεαρός άντρας έχει κατά τον παραδοσιακό τρόπο την τελευταία λέξη, μ' αυτό όμως διόλου δεν έχει αντικρούσει την φίλη του. Ούτε κι αυτή έχει αποδυναμώσει την ένστασή του.
«Δεν υπάρχει τίποτα που δεν υπάρχει.» Τι σημαίνει στην πρώτη φράση της κοπέλας το επίρρημα «τίποτα»; Κάπου «όχι κάτι», κανένα ον; «Δεν υπάρχει κανένα ον που δεν υπάρχει.» Μ' αυτήν την αντικατάσταση του «τίποτα» από «κανένα ον» η φράση της κοπέλας γίνεται κενή επανάληψη, κάτι που παρατηρούμε με ιδιαίτερη σαφήνεια όταν μετατρέψουμε την φράση στο καταφατικό: «Υπάρχει αυτό που υπάρχει.» Αυτή ήταν η πρόταση της κοπέλας;
Όχι, ίσως η φράση της δεν ήταν πρόταση αλλά περισσότερο επιφώνημα. Η κοπέλα ήταν απορημένη ή ακόμη και συγκλονισμένη με το ότι τόσα πολλά, τα οποία κανείς καταρχήν θεωρούσε αδύνατα, απρόσμενα είναι όντως δυνατά και μπορούνε να γίνουν πραγματικά. Στο επίρρημα «τίποτα» συνηχεί κάπως αυτός ο συγκλονισμός. Στην λογικά ορθή παράφραση «όχι κάτι» ή «κανένα ον» η ιδιαίτερη διάθεση που ανήκει στην λεξούλα «τίποτα» χάνεται.
« Πώς - το Μηδέν», απάντησε στην κοπέλα ο νεαρός, όμως η κοπέλα του αντέτεινε: « Όχι - και το Μηδέν υπάρχει». Το Μηδέν, το οποίο τώρα η κοπέλα πιθανώς εννοεί, είναι εκείνο το Μηδέν, εμπρός στο οποίο στέκουμε εμείς οι άνθρωποι πάλι και πάλι, εκείνο το Μηδέν που διαπερνά και δονεί τα πάντα επάνω σ' αυτήν την γη, εκείνο το Μηδέν, τον ζυγό του οποίου οι «θνητοί» φέρουν εκ γενετής και δεν μπορούνε ν' αποτινάξουν, ό,τι και να κάνουν, και το οποίο πάλι χαρίζει στην κάθε ανάσα κάτω από τον ήλιο την μοναδικότητά της. Αυτό το Μηδέν δεν είναι κανένα μηδενιστικό Μηδέν, καμιά απλή άρνηση όλων των όντων, κανένα μηδενικό ή κενό και καμιά αφηρημένη φιλοσοφική εκζήτηση αλλά καθημερινό, ολότελα συγκεκριμένο συμβάν, το συμβάν της «περατότητας». Γι' αυτό και σ' αυτό το Μηδέν βασικά δεν ανταποκρίνεται διόλου ένα ουσιαστικό αλλά μάλλον ένα ρήμα: Αυτό το Μηδέν «μηδενίζει», όπως είπε ο Heidegger σε έναν από τους διάσημους και περιγέλαστους νεολογισμούς του.
Το μηδενίζον Μηδέν, το οποίο κατά την ενδεχόμενη γνώμη της κοπέλας«υπάρχει επίσης», ήδη από πάντα έχει διαπεράσει και δονήσει κάθε τι που είναι. Και στον συγκλονισμό που συναντήσαμε στην πρώτη φράση της κοπέλας, βρίσκεται ίσως μια εμπειρία του μηδενίζοντος Μηδενός. Όταν είναι όλα δυνατά, είναι και όλα αδύνατα, τίποτα δεν είναι δυνατό - το Τίποτα, το Μηδέν είναι δυνατό. Μήπως το μηδενίζον Μηδέν έβγαλε από το επίρρημα «τίποτα» στην πρώτη φράση περισσότερα από την απλή άρνηση «κανένα ον»; Μήπως το μηδενίζον Μηδέν ήταν για το επίρρημα «τίποτα» μεταδοτικό;
Όμως ο ατρόμητος νεαρός είχε διατυπώσει την άποψη ότι το Μηδέν δεν υπάρχει, και στο τέλος του διαλόγου επέμεινε: «Όμως - αν αυτό είναι ένα τίποτα, τότε και δεν υπάρχει». Το Μηδέν δεν υπάρχει γιατί είναι ένα τίποτα, μηδ-εν. Το Μηδέν είναι μηδέν.
Φυσικά, με φιλοσοφική υποστήριξη, η κοπέλα θα μπορούσε να του είχε απαντήσει: Έχεις δίκιο, το Μηδέν είναι ένα τίποτα, δεν είναι κάτι που είναι· το Μηδέν πράγματι δεν είναι κανένα ον. Όμως μηδενίζει, και γι' αυτό υπάρχει όντως.
Όμως μ' αυτό θα είχε αποδυναμωθεί η ένσταση του νεαρού; Και η κοπέλα από την πλευρά της, με μια τέτοια αντίκρουση, χωρίς να το καταλάβει δεν θα είχε αντικαταστήσει ένα επίρρημα, «τίποτα», με «κανένα ον»; Ο νεαρός, με το «Όμως - αν αυτό είναι ένα τίποτα...», ήθελε να πει μόνον «Όμως - αν αυτό δεν είναι κανένα ον...»; Καθόλου, διότι και το δικό του επίρρημα «τίποτα» σημαίνει πιθανώς περισσότερα· στην υποστήριξή του «Όμως - αν αυτό είναι ένα τίποτα», που καταρχήν μοιάζει να είναι καθαρά λογική, συνηχεί μια άρνηση: Όπου δεν υπάρχει τίποτα, δεν έχει να βρεθεί τίποτα. Όταν δεν έχει να δεις τίποτα και δεν έχει ν' ακούσεις τίποτα, τίποτα να νοιώσεις και να συλλογιστείς, ψάχνε όσο θέλεις. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από την σφαίρα του σ' εμάς τους ανθρώπους προσιτό!
Το τίποτα, το οποίο ενδεχομένως εννοούσε ο νεαρός, εννοημένο έτσι, βρίσκεται πολύ κοντά στο ουκ εστιν του Παρμενίδη: «παραέξω μηδέν!»
Κοπέλα: Δεν υπάρχει τίποτα που δεν υπάρχει.
Νεαρός: Πώς - το Μηδέν.
Κοπέλα: Όχι - και το Μηδέν υπάρχει.
Νεαρός: Όμως - αν αυτό είναι ένα τίποτα, τότε και δεν υπάρχει.
μηδενίζον Μηδέν
«παραέξω μηδέν!»