Δυο αποσπασματα απο την "Αντιγονη" του Σοφοκλη. Παρατιθεται η μεταφραση του Friedrich Hölderlin, η αποδοση της στα νεα ελληνικα, καθως και η μελοποιηση της απο τον Carl Orff.
Η ιστορια της τραγωδιας εχει ως εξης: Οι αδελφοι της Αντιγονης και της Ισμηνης, ο Ετεοκλης και ο Πολυνεικης, ειχαν σκοτωθει στη μαχη μεταξυ τους. Προηγουμενως ο Ετεοκλης ειχε εκδιωξει τον Πολυνεικη απο την κοινη τους πατριδα, τη Θηβα. Ομως κατοπιν ο Πολυνεικης εξεστρατευσε εναντιον της Θηβας με νεα στρατιωτικη δυναμη υπο επτα στρατηγους. Τα δυο αδελφια αλληλοσκοτωνονται. Τον πολεμο εξιστορει ο χορος των Θηβαιων γεροντων στο πρωτο αποσπασμα.
O Κρεων, ο αδελφος της μητερας τους Ιοκαστης, μετα τον θανατο των δυο αδελφων, αναλαμβανει την εξουσια στη Θηβα. Κηδευει τον Ετεοκλη επισημα και συγχρονως απαγορευει επι ποινη θανατου να ταφει ο Πολυνεικης. Η Αντιγονη ειναι αποφασισμενη να ενεργησει εναντιον αυτης της απαγορευσης. Ο Κρεων θα την κλεισει σε μια σπηλια για να πεθανει εκει. Ειναι η ωρα του δευτερου αποσπασματος.
Η μεταφραστικη του μεθοδος ηταν να παιρνει καθε στοιχειο του πρωτοτυπου λεκτικου και να το βιδωνει μεσα στα γερμανικα ακριβως οπως ηταν στην συνταξη, στην ταξη των λεξεων και στο λεξιλογικο νοημα. Το αποτελεσμα ηταν εκδοχες του Σοφοκλεους που εκαναν τον Goethe και τον Schiller να ξεκαρδιζονται οταν τις ακουγαν. Ειδημονες κριτικοι κατεγραψαν περισσοτερα απο χιλια λαθη και αποκαλεσαν τις μεταφρασεις παραμορφωμενες, αναναγνωστες, εργο ενος τρελου. [...] Ο Hölderlin ξεκινησε να απορροφαται με μεταφρασεις του Σοφοκλεους το 1796, ομως δεν δημοσιευσε τον Οιδιποδα και την Αντιγονη μεχρι το 1804. Κρινοντας τις πρωτες εκδοχες του "οχι αρκετα ζωντανες (lebendig)", τις υπεβαλε σε χρονια εμμονικης αναθεωρησης, ωθωντας τα κειμενα απο ξενα στο περισσοτερο ξενα. Εδω ειναι η περιγραφη αυτης της προσπαθειας απο τον μελετητη του Hölderlin David Constantine:
"Στρεβλωνε το πρωτοτυπο για να ταιριαξει αυτο στην δικη του ιδιοσυγκρασιακη κατανοηση, οχι μονο σ' αυτην αλλα επισης στην υποχρεωση του να το μεταφρασει … Επιλεγοντας παντα την πιο βιαιη λεξη, ετσι που τα κειμενα ειναι χιλιοτρυπημενα με το λεξιλογιο της ακροτητας."
Χορος
Ω βλεμμα του ηλιου, καλλιστο συ, που / Στην εφταπυλη Θηβα / Λαμπεις απο παλια, καποτε / Εμφανιστηκες, φως, / Ω θωρια της ολοχρυσης μερας, / Περασες πανω απο της Διρκης τα ρεματα / Κι εκεινον με την λευκη την ασπιδα, απο το Αργος, / Τον αντρα, που εφτασε πανοπλος, / Τον ακαθεκτο φυγαδα, / Κινεις με κοφτερο χαλιναρι, αυτον, / Που μ' εκεινο στη γη μας / Εφορμησε, ο Πολυνεικης / Μετα απο δισημαντη εριδα, και τσιριζοντας σαν αητος / Κραυγασε και πεταξε, / Χιονολευκα τα φτερα του, / Τρομερος, με οπλα πολλα / Και περικεφαλαιες, στολισμενες με την ουρα του αλογου. / Και πανω απο ανακτορα σταθηκε κι εδειξε, / Γεματο ματωμενα δορατα, τριγυρω / Το εφταπυλο στομα· / Μα εφυγε, / Πριν ακομα απο το / Αιμα μας τα μαγουλα / Να γεμισει και προτου / Τις στεφανες των πυργων / Η δαδα του Ηφαιστου τις καταλαβει. / Ετσι πισω απο την πλατη ο ορυμαγδος / Του Αρη για τον εχθρο εμποδιο, / Τον δρακοντα, εγινε. / Γιατι πολυ μισει ο Διας το κομπασμα / Της μεγαλοστομης γλωσσας, κι οπου, αυτος / Οταν ερχονται με μεγαλα βηματα, / Τη χρυση τους διαβλεπει, τη ματαιη υπεροπτικοτητα, / Φωτια ριχνει και τους γκρεμιζει, οταν κανεις / Ηδη απο ακροκορφες / Τη νικη ξεκινα ν' αλαλαξει. / Ομως σε χωμα κακοτραχαλο πεφτει, σωριαζεται, / σ' ερωτικη μεθη, αυτος που με μανιασμενο λεφουσι / Προωθουνταν, βακχικος, / Με τις ριπες δυσμενων ανεμων· / Μα βρηκε αλλα· / Αλλα αντ' αλλων / Προκρινει της μαχης το πνευμα, οταν σκληρα / Ξεσηκωνοντας καποιον με το δεξι, κλονιζει το χερι. / Επτα αρχοντες εμπρος απο επτα πυλες / Παραταγμενοι, ισοι προς ισους, αφησαν / Στον Δια, τον θριαμβευοντα, τα μπρουντζινα οπλα, / Μονο οι αποτροπαιοι, αυτοι οι απο εναν πατερα / Και μια μητερα γεννημενοι, ο ενας κατα του αλλου / Τα διπλα δορατα κατευθυναν και δεχτηκαν / Του κοινου θανατου τη μοιρα, οι δυο τους. / Μα ηρθε η μεγαλωνυμη νικη / Την πολυαρματη ευνοωντας, τη Θηβα. / Κι εδω μετα τον πολεμο / Καμετε λησμοσυνη! / Σ' ολους τους ναους των θεων, / Με ωδες, ολη τη νυχτα, / Ελατε! και, τη Θηβα / Σειοντας, ας κρατει ο βακχειος χορος!
Αντιγονη
Ταφε! νυφικο κρεββατι! υπογεια / Κατοικια, αγρυπνη παντα! Εκει θα υπαγω / Στους δικους μου, που απ' αυτους στους νεκρους / Ο μεγαλυτερος αριθμος, αφοτου φυγανε κατα περα, / Φως οργισμενο και συμπονετικο τους υποδεχτηκε: / Απο τουτους τωρα εγω, τελευταια, με τον χειροτερο τροπο / Πρεπει να χαθω σε κοσμο αχανη, πριν να μου / Ερθει το οριο της ζωης μου. Μα σαν φτασω, / Τρεφω μεγαλες ελπιδες / Οτι θα φτασω αγαπημενη για τον πατερα, / και για σενα αγαπημενη, μητερα μου! αγαπημενη και για σενα, / αδελφικη κεφαλη! / Γιατι σαν πεθανατε σας πηρα με τα ιδια μου τα χερια / και σας εστολισα και σας εφερα επανω στον ταφο σας / Επιτυμβιες σπονδες. Και τωρα, Πολυνεικη, / Καθως καλυπτω το σωμα σου, με βρισκουν αυτα, / Αν και, για τους σωφρονες, σε ετιμησα. / Αφου ποτε, ουτε αν ημουν μητερα / παιδιων, η εναν συζυγο / ειχε λιωσει ο θανατος, δεν θα το ειχα κανει με τη βια, / Σαν να 'θελα επανασταση. / Και χαρη σε ποιον νομο τα λεω αυτα; / Αν ειχε πεθανει συζυγος, θα ειχε αλλους, / Και παιδι απο αλλον αντρα, / Αν τον αγκαλιαζα. Μα οταν μητερα / Και πατερας κοιμουνται κι οι δυο στον τοπο των νεκρων / Δεν στεκει αλλος αδελφος να βλαστησει και παλι. / Συμφωνα μ' αυτον τον νομο σε τιμησα, / Ομως στον Κρεοντα φανηκε αμαρτια / Κι αποκοτια, αδελφικη κεφαλη! / Και τωρα με πιανει με τα χερια κι ετσι με παει, / Εμενα, χωρις κλινη και γαμηλια τελετη· ουτε σε γαμο / πηρα μερος ουτε στο να θρεψω παιδι. / Μα ξεμοναχιασμενη απο αγαπημενους, δυσμοιρη, / Ζωντανη κατεβαινω στην αγριαδα των πεθαμενων. / Παραβιαζοντας ποιο δικαιο των πνευματων; / Πως να προσβλεπω πια, η φτωχη εγω, σε ουρανιες / Δυναμεις; Ποιον απο τους συμμαχους να τραγουδησω; / Καθως απο την ευσεβεια μου πηρα δυσσεβεια. / Μα αν τουτο ειναι καλο ενωπιον των θεων, / Εμεις θα υποφερουμε και θα ζητησουμε αφεση για ο,τι / Αμαρτησαμε. Ομως αν τουτοι λειπουν, / Ας μην υποφερουν μεγαλυτερη δυστυχια / Απ' οσην προφανως προκαλουνε σ' εμενα.
Χορος
Απο τις ιδιες θυελλες εχει / Ακομα τις ιδιες ριπες στην ψυχη.
Οταν ο Orff μου ανακοινωσε την προθεση του να μελοποιησει την Αντιγονη του Hölderlin, μου φανηκε σχεδον ακατορθωτο. Σκεφτηκα, ενα σοβαρο εγχειρημα της ερμηνειας μιας ελληνικης τραγωδιας μεσα απο το δυτικο πνευμα, θα προσεκρουε σε σχεδον ανυπερβλητες δυσκολιες. Πως μπορει κανεις την πελωρια δυναμη που εμφανιζεται με την μεταμορφωση [της μουσικης] στο δυναμικο-δυτικο να την δαμασει; Δεν θα συνθλιβει; Ακολουθησα την δημιουργια του εργου νοτα προς νοτα: Αυτο που ηχουσε με επεισε και με κερδισε.
Λοιπον τι συνεβη εδω; Θα ελεγα οτι ο Orff επετελεσε την πραξη να κανει απο την "υποδομη" του Hölderlin μια για το δικο μας εδω-και-τωρα εγκυρη ερμηνεια. Το δημιουργικο αυτης της πραξης εγκειται στον φαινομενικο της περιορισμο. Ο Orff αποδεχτηκε και πηρε στα σοβαρα την υλικη δεσμευση της αυστηρης μεταφρασης - τροπον τινα ενα cantus firmus. Ηδη αυτο ειναι non prius auditum: να μελοποιησεις ενα αρχαιο κειμενο λεξη προς λεξη. Ομως επελεξε με αλαθητο ενστικτο την αποδοση του Hölderlin, η αδυναμια της οποιας, να ειναι απλως υποδομη, συνιστα την δυναμη της: να δειχνει τον δρομο. Απεφυγε τις συνηθισμενες μεταφρασεις οι οποιες εγειρουν την ψευδη αξιωση να ειναι ολοκληρωμενες, οι οποιες ετσι συμπεριφερονται ως αδιεξοδα.
Ομως ο Orff δεν χρησιμοποιησε το κειμενο του Hölderlin με την εννοια ενος λιμπρεττου για μια ανεξαρτητη συνθεση. Τουτο του το απαγορευσε η επιγνωση της αυτοτελειας του λογου του Hölderlin. Ομως ουτε και θεωρησε αυτο το κειμενο ως το πνευματικο ισοδυναμο του αρχαιου λογου που καπου να το επενδυσε μουσικα. Οδηγημενος απο το ηδη φημισμενο θεατρικο του ενστικτο, ο Orff διεισδυσε μεχρι το ζωτικο κεντρο της σοφοκλειας Αντιγονης - ενα ζωτικο κεντρο που βρισκεται περαν καθε μεταφρασιμοτητας με λεξεις. Απο την αλλη ο Hölderlin του εδειξε τον δρομο της ερμηνειας μεσα απο το δυτικο πνευμα. Βεβαια την ικανοτητα του στην ερμηνεια, και μ' αυτο την εκ βαθεων συγχρονη πνευματικοτητα του, την απεδειξε οχι μονο με τις επεξεργασιες του παλαιας μουσικης, αλλα προ παντων με εργα οπως το „Carmina Burana" η το „Catulli Carmina“. Εδω, στην διαμορφωση μιας σημερινης "γλωσσας", στην δημιουργια μιας σημερα εγκυρης, δεσμευτικης ερμηνειας θα ανευρεθει βεβαιως ο πυρηνας του πνευματικου βιωματος της Αντιγονης απο τον Orff. Με την δημιουργια μιας ιδιομορφα δομημενης μουσικης γλωσσας προσπαθησε να παραθεσει νεες νοηματικες αναφορες κι ετσι να μεταμορφωσει τον λογο του Hölderlin σε φορεα του για εμας δεσμευτικου αρχαιου νοηματος, σε μοντερνο, γνησιο θεατρο. Οι σχεδον αφορητες εντασεις, οι οποιες εκλυθηκαν απο τον δυτικο λογο, δεν αγνοουνται, η παρακαμπτονται, αλλα καταφασκονται. Ομως περιεχονται απο την ιδιορρυθμη μουσικη δομη, απολιθωνονται τροπον τινα κι ετσι καθιστανται παλι αβλαβεις· ομως συγχρονως μεταμορφωνονται σε χειροπιαστο προσκηνιο, σε ζωντανο θεατρο. Η ορμητικη δυναμη, η ακαταμαχητη, σαγηνευτικη βιαιοτητα της μουσικης γλωσσας του Orff - κατι το οποιο αφ' εαυτου αντιφασκει με το αρχαιο πνευμα - εδω χρησιμοποιειται ως μεσο για την δημιουργια μιας σημερα εγκυρης Αντιγονης.
Εδω βεβαια, οσο ο αναγνωστης δεν εχει ακομα ζησει το εργο, ειναι ασκοπο να εντοπιστουν τα τεχνικα-μουσικα μεσα με τα οποια ο Orff ξεπερασε αυτην την αντιφαση. Ομως παρολ' αυτα θα ηθελα να καταδειξω δυο σημεια: το ιδιαιτερο ηχοχρωμα και την μη νατουραλιστικη ομιλια. Δεν ειναι το ουσιαστικο οτι εδω βρισκονται νεοι ηχητικοι συνδυασμοι (βαση τα κρουστα), αλλα οτι αυτοι οι ηχοι αναφορικα με την Αντιγονη μας αγγιζουν βαθια, οτι εξορκιζουν μια αρχαια-παγανιστικη πνευματικοτητα. Ειναι ανελεητα κοφτοι και μοιαζουν να ειναι πλασμενοι για την ηχηση στην υπαιθρο [...] Μια παγερη ακαμψια και καθαροτητα του ηχου περικαμπτει την δυναμικη-δυτικη διαδικασια στο αρχαιο-παγανιστικο. Ομως μ' αυτο σχετιζεται το δευτερο σημειο: ενα σχεδον ακαμπτα τανυσμενο ρετσιτατιβο, το οποιο κατα μια εννοια αιρει το δυτικο-εντατικο και το αντιστρεφει σε αρχαιο-παγανιστικο. Κατ' αυτον τον τροπο, ομως βεβαια απο αλλον δρομο απο εκεινον της αρχαιοτητας, προκυπτουν μορφωματα-προσωπεια, προσωπεια ως παρουσιες και ως γλωσσα. Ο μαγικος παραγοντας του θεατρου, μας γινεται και παλι συνειδητος. Το ιδιορρυθμο διπλο μορφωμα πραγματικου και μη πραγματικου, μη νατουραλιστικης πραγματικοτητας και χειροπιαστης παροντικοτητας, το οποιο στην τραγωδια των Ελληνων ηταν κατευθειαν αντικειμενικα αισθητο, γινεται και παλι απτο.
#
Ω βλεμμα του ηλιου
O Blick der Sonne, Ω βλεμμα του ηλιου, ετσι μεταφραζει ο Hölderlin το ἀκτὶς ἀελίου, τις λεξεις με τις οποιες αρχιζει το χορικο. Θυμομαστε, ο Hölderlin επιλεγει την πιο βιαιη λεξη, το λεξιλογιο της ακροτητας. Η ακτινα του ηλιου ζωντανευει, μας αφορα αμεσα, δηλαδη βιαια: βλεμμα, Blick, του ηλιου, ο ηλιος βλεπει! O Blick der Sonne. Και η εκφορα του χορου, το παρατεταμενο ποικιλμα, που δεν ειναι ποικιλμα αλλα εκφραζει ωδικα τον συγκλονισμο εμπρος στο βλεμμα του ηλιου, το οποιο μονο συγκλονιστικα συναπαντα τον ικετη, υπογραμμιζει την μεγαλοπρεπη εορταστικη του προσληψη. Το συναπαντα και το ονομαζει. Επιτελει αυτο που ο Γεωργιαδης αποκαλει πραξη της ονομασιας. O Blick der Sonne.
Ας το αναλογιστουμε λιγο: βλεπω το φως… Θελει μονο μια μικρη μετατοπιση, για την εμπειρια του απο την αλλη μερια: με βλεπει το φως.
Το φως, λιγες αραδες αργοτερα, καλειται χρυσέας / ἁμέρας βλέφαρον, κατα λεξη: "βλεφαρο της χρυσης ημερας". Ομως ο Hölderlin μεταφραζει το βλέφαρον με την λεξη Augenblick. Στην καθομιλουμενη γλωσσα Augenblick σημαινει "στιγμη". Κυριολεκτικα ειναι των ματιων, Augen, το βλεμμα, Blick. Μεχρι τον 17ο αιωνα η λεξη σημαινε την αχτιδα των ματιων, την λαμψη των ματιων. Το βλέφαρον της ημερας στον Hölderlin γινεται Augenblick με την παραπανω εννοια. Το αποδιδω ως θωρια της ολοχρυσης ημερας. Το βλέφαρον εδω δεν ειναι καλυπτρα των ματιων αλλα, ολως αντιθετως, θωρια (της ολοχρυσης μερας).
Και η θωρια της μερας ειναι που Διρκαίων ὑπὲρ ῥεέθρων μολοῦσα, Περασε πανω απο της Διρκης τα ρεματα και, κατοπιν, μας αφηγειται ο χορος, το φως δεν βλεπει μονο αλλα κινει καποιον ὀξυτέρῳ χαλινῷ, με κοφτερο χαλιναρι, θα 'λεγες σαν μαριονεττα, η σαν να τον εχει στοιχειωσει και τον υπνοβατει.
… κατα βαθος ειμαι ζητημα φωτος…, γραφει, συνομιλωντας με τους Αρχαιους, ενας συγχρονος.
#
Ποιον κινει το φως;
Προηγειται, πριν απο το ονομα, μια μακρα εισαγωγη:
Κι εκεινον με την λευκη την ασπιδα, απο το Αργος, / Τον αντρα, που εφτασε πανοπλος, / Τον ακαθεκτο φυγαδα, / [...] αυτον, / Που μ' εκεινο στη γη μας / Εφορμησε ….
και τοτε μονον αποκαλυπτεται το ονομα του, το τραγικο: Πολυνεικης [Polynikes]
#
Ο θανατος του Πολυνεικη
Ομως σε χωμα κακοτραχαλο πεφτει, σωριαζεται, / σ' ερωτικη μεθη, αυτος που με μανιασμενο λεφουσι / Προωθουνταν, βακχικος, / Με τις ριπες δυσμενων ανεμων.
Μια σκηνη απιστευτη για την ονειρικη της τραχυτητα. Ο Πολυνεικης. Ηδη το ονομα του τον σημαδευει: ο διαποτισμενος απο το νεῖκος, την φιλονικια. Αυτος, ο Πολυνεικης, μας λεει ο χορος, προωθουνταν εναντιον της Θηβας με μανιασμενο λεφουσι. Η εκσταση, το εκτος εαυτου του πολεμου. Και βακχικος. Η πολεμικη εκσταση ειναι ιερη. Και η κινηση της μοιαζει μ' εκεινη εκστατικου χορου. Ο πολεμος ως ιεροτελεστια. Ενα μακρινο αναλογο ειναι σκηνες μαχης απο το Alexander Nefsky του Sergei Eisenstein.
Και η πτωση του Πολυνεικη. Η λεξη του Σοφοκλη ειναι πυρφόρος. Και τι κανει ο Hõlderlin εδω; Αποδιδει την λεξη, αποδιδει τον πιπτοντα Πολυνεικη ως ευρισκομενο σ' ερωτικη μεθη! Θα 'λεγες οτι ολες οι εκστατικες μορφες, ο πολεμος, ο χορος, ο ερωτας εχουν κοινη καταγωγη, οτι συγγενευουν μεταξυ τους σαν αδελφια!
Ομως σε χωμα κακοτραχαλο πεφτει, σωριαζεται, / σ' ερωτικη μεθη, αυτος που με μανιασμενο λεφουσι / Προωθουνταν, βακχικος, / Με τις ριπες δυσμενων ανεμων.
#
Το πνευμα της μαχης
ἄλλα δ᾽ ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπενώμα [...] μέγας Ἄρης. Ο Hölderlin μεταφραζει: Αλλα αντ' αλλων / Προκρινει της μαχης το πνευμα. Ο Ἄρης, το πνευμα της μαχης. Θυμομαστε τα σχολια της Carson για τις μεταφρασεις του: τις ηθελε "ζωντανες". Το ονομα Ἄρης, ως θεος του πολεμου, δεν μας λεει τιποτα, ειναι απλο σημαινον. Ομως το "πνευμα της μαχης", μας λεει. Διοτι στην μαχη μεταμορφωνεσαι. Σε συνεπαιρνει ενα αλλο πνευμα, μια μανια, εισαι εκτος εαυτου, ενας αλλος. Βακχικος, ακουσαμε προηγουμενως. Ετσι, ως αυτο το εκστατικο πνευμα που συνεπαιρνει στη μαχη, ζωντανευει ο Ἄρης.
#
Καμετε λησμοσυνη!
Und nach dem Kriege hier / Macht die Vergessenheit aus!
ἐκ μὲν δὴ πολέμων / τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν
Κι εδω μετα τον πολεμο / Καμετε λησμοσυνη!
μεταφραζει ο Hölderlin. Βεβαια δεν "κανω", ετσι οπως σημερα εννοουμε το ρημα, την λησμοσυνη. Το θέσθαι, απο το τίθεμαι, χρησιμοποιειται περιφραστικα. Οταν π.χ. ο Ομηρος λεει θέσθαι μάχην, η εκφραση ισοδυναμει με μάχεσθαι. θέσθαι λησμοσύναν θα πει λησμονειστε, ξεχαστε τον πολεμο. Βεβαια το θέσθαι ειναι μεση φωνη και αφορα την λεγομενη "μεση διαθεση": Ο χορος δεν λεει καμετε λησμοσυνη αλλα μεταβειτε, καθως ο πολεμος τελειωσε, σ' εκεινη την αλλη διαθεση, σ' εκεινη την αλλη διαθεσιμοτητα μεσα απο την οποια τα παρελθοντα χανονται στην λησμοσυνη - παραπεμπονται εκει που ανηκουν. Και ακομη εμφατικοτερα καθως εδω το θέσθαι συντασσεται με γενικη, πολέμων, η οποια καλει περισσοτερο στην απομακρυνση, στην λησμοσυνη οσων περασανε. Και ετσι ανοιγει χρονος και τοπος για το τωρα επικαιρο:
Σ' ολους τους ναους των θεων, / Με ωδες, ολη τη νυχτα, / Ελατε! και, τη Θηβα / Σειοντας, ας κρατει ο βακχειος χορος!
#
Ω αδελφικη κεφαλη!
Ο λογος της Αντιγονης αρχιζει με μια επικληση του ταφου, προς τον οποιο πορευεται, και τον οποιο αποκαλει "νυφικο κρεβατι". Τι ειδους γαμηλια τελετη αρμοζει στον ταφο της; Μετα τον θρηνο για τον επικειμενο θανατο "πριν να μου / Ερθει το οριο της ζωης μου", ακολουθει ενα απιστευτα τρυφερο μερος, η επικειμενη συναντηση με τους δικους της νεκρους:
Μα σαν φτασω, / Τρεφω μεγαλες ελπιδες / Οτι θα φτασω αγαπημενη για τον πατερα, / και για σενα αγαπημενη, μητερα μου! αγαπημενη και για σενα, / αδελφικη κεφαλη!
αγαπημενη και για σενα, / αδελφικη κεφαλη! κασίγνητον κάρα, αδελφικη κεφαλη: Du brüderliches Haupt! Ακουστε το τρυφερο και οδυνηρο μαζι αδιορατο σπασιμο στο Haupt, κεφαλη! Το σχεδον αφανες ρηγμα του περισυλλεγει το τραγικο ολης της ιστοριας της Αντιγονης:
#
ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον
Ω ταφε, Ω γαμηλια κλινη!
Ο ταφος, γαμηλια κλινη! Με ποιον μοιραζεται η Αντιγονη το ταφικο και συναμα νυφικο κρεβατι; Μ' αυτον που θα θαψει, λεει στην αρχη της τραγωδιας, μιλωντας στην αδελφη της Ισμηνη:
ἀλλ᾽ ἴσθ᾽ ὁποῖά σοι δοκεῖ, κεῖνον δ᾽ ἐγὼ / θάψω· καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν. / φίλη μετ᾽ αὐτοῦ κείσομαι, φίλου μέτα, / ὅσια πανουργήσασ᾽.
σκεψου οπως σ' αρεσει: ομως αυτον / θα τον θαψω. / φιλη κοντα του θα κειτομαι, μαζι με φιλο, / εχοντας εκτελεσει οσια εργα:
φίλη ... φίλου μέτα
Και λιγο παρακατω, ο φίλος γινεται φίλτατος:
ἐγὼ δὲ δὴ τάφον
χώσουσ᾽ ἀδελφῷ φιλτάτῳ πορεύσομαι.
Ομως εγω πηγαινω
Ν' ανοιξω ταφο για τον φιλτατο αδελφο
Το προσεξε μια γυναικα, η Anne Carson, που το 2012 εξεδωσε μια διασκευη της τραγωδιας. Στην Εισαγωγη αποτεινεται στην Αντιγονη. Εκει, μεταξυ αλλων, της λεει:
κι εναν αλλο αδελφο που αγαπας τοσο πολυ που θελεις να πλαγιασεις μαζι του
“διπλα-διπλα μηρος με μηρο μεσα στον ταφο”
η, ετσι λες με νοημα νωρις στο εργο
μα κανεις δεν το αναφερει αργοτερα
Στην ιδια την διασκευη αποδιδει τους σχετικους στιχους ως εξης:
67-74
Ισμηνη
αδελφη μου γλυκια, το παρατραβας
Αντιγονη
ειναι αληθεια αδελφη μου, μα και παλι ποσο γλυκο να πλαγιαζω πανω στο σωμα του αδελφου μου μηρος με μηρο
Ισμηνη:
η καρδια σου τοσο καυτη, αδελφη!
Περισσοτερα σχετικα αργοτερα.
#
"Τωρα…"
Και τωρα, Πολυνεικη, / Καθως καλυπτω το σωμα σου, με βρισκουν αυτα
Nun, Polynikes, / Indem ich decke deinen Leib, erlang ich dies
Απο τουτους τωρα εγω, τελευταια, με τον χειροτερο τροπο / ... πρεπει να χαθω
Von denen ich, die letzte, nun am schlimmsten / … vergehn muß
Και τωρα [ο Κρεοντας] με πιανει με τα χερια κι ετσι με παει
Und jetzt führt er mich weg, mit Händen so mich greifend
Αυτο το "τωρα" εχει κατι το αποφασιστικο, το κοφτο, το απολυτο. Εισαι ερριμενος στο "τωρα" οπως σ' εναν τοπο που ειναι πλεον αυτος και μονον ο τοπος της διαμονης σου. Δρομοι, γεφυρες προς παρελθοντα και μελλοντα εχουν κοπει. Αυτο το "τωρα", ακριβως επειδη εχει χασει τους οριζοντες παρελθοντος και μελλοντος, διαστελλεται. Αποκτα εναν χαρακτηρα ο οποιος θα μπορουσε να αποδοθει ελευθερα με ο,τι ο Roland Barthes αποκαλει punctum - σημειο στιξης, οροσημο, ρηγμα, στιγμη που σε στιγματιζει και πλεον δεν εισαι αυτο που ησουν - η, δεν μπορεις να δεις τον εαυτο σου διχως εκεινο.
#
Ο νομος
Η Αντιγονη αναφερεται στον νομο που υπαγορευσε την πραξη της:
Αν ειχε πεθανει συζυγος, θα ειχε αλλους, / Και παιδι απο αλλον αντρα, / Αν τον αγκαλιαζα. Μα οταν μητερα / Και πατερας κοιμουνται κι οι δυο στον τοπο των νεκρων / Δεν στεκει αλλος αδελφος να βλαστησει και παλι. / Συμφωνα μ' αυτον τον νομο σε τιμησα [...] αδελφικη κεφαλη.
Αυτος ο νομος ξενιζει τα μεγιστα. Τεινουμε να τον ακουσουμε σε ορους απολυτης αγαπης για τους συγγενεις εξ αιματος, και ν' ακουσουμε την Αντιγονη να μιλα για τον συζυγο ως αντικαταστασιμο κατα βουληση, σχεδον περιφρονητικα. Ο νομος μας ξενιζει γιατι τεινουμε να βλεπουμε τετοιες συνθηκες σε ορους ψυχολογικου δεσιματος και αγαπης. Μαλιστα ευκολα θα διακριναμε στην Αντιγονη μια τετοια καθηλωση στην πατρικη της οικογενεια που δεν θα της αφηνε κανενα περιθωριο για ουσιαστικη σχεση με εναν αντρα, με δικα της παιδια. Η ανωριμη Αντιγονη...
Βεβαια αυτος ειναι ο δικος μας τροπος αντιληψης. Στους Αρχαιους αυτο που σημερα θα αποκαλουσαμε ανθρωπινες επιλογες, ανθρωπινες προτιμησεις, ψυχολογικες αναγκες κ.ο.κ. δεν τιθεται καν ως θεμα. Ο νομος, τον οποιο επικαλειται η Αντιγονη ανηκει αλλου. Σε ενα σημειο της τραγωδιας η Αντιγονη μιλα για τα ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα, "τα αγραπτα και σταθερα ουρανια θεσφατα", μεταφραζει ο Hölderlin, τα οποια δεν γινεται θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραμεῖν, κανενας, οντας θνητος, να παρακαμψει (στ. 455-457).
οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε
ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη.
Ο Hölderlin μεταφραζει:
Οχι απο σημερα κι απο χθες μονο, μα αιωνια ζουνε αυτα
Και κανεις δεν γνωριζει απο πουθε να ηρθαν.
Μπορω να παρακαμψω κατι του οποιου τοπο και χρονο γνωριζω. Μπορω να αναμετρηθω με τον θεο, η με τον ανθρωπο που νομοθετησε. Εδω κατι τετοιο ειναι αδυνατο καθως κανεις δεν γνωριζει απο πουθε να ηρθαν.
Τι νομοι ειναι αυτοι; Θα το δουμε οταν προσεξουμε την Αντιγονη. Ποιο ειναι το κριτηριο για την διακριση αναμεσα στον αδελφο αφενος και σε αντρα και παιδια αφετερου, για τους οποιους, καθως λεει, δεν θα το ειχε κανει ποτε με την βια, σαν να 'θελε επανασταση. Το κριτηριο της διακρισης ειναι το ποτε-πια.
Και για ποιον νομο μιλαμε εδω; Μιλαμε για τον νομο του χρονου. Μιλαμε για το οχι-πια των παρελθοντων, για το οχι-ακομα των μελουμενων. Αυτος ο νομος υπαρχει ἀεί ποτε, κανεις δεν γνωριζει απο που ηρθε, και γι' αυτο δεν γινεται να τον παρακαμψεις.
Το οχι-πια των γονεων δεν επιτρεπει στην Αντιγονη να αποκτησει αλλον αδελφο. Το οχι-πια τους καθιστα τον Πολυνεικη μοναδικο και αναντικαταστατο. Μαλιστα οχι "μοναδικο και αναντικαταστατο" σε μια δικη μας, αξιολογικη, κλιμακα. Ειναι το οχι-πια, ειναι το ποτε-πια των παρελθοντων που τους προσδιδει μια ποιοτητα ιερου, τους χτιζει ενα μαυσωλειο, μαυσωλεῖο λαμπρὸ (Κωνσταντινος Καβαφης, Επιθυμιες).
#
Κυριος και Δουλος
Ομως στον Κρεοντα φανηκε αμαρτια / Κι αποκοτια, αδελφικη κεφαλη!
Dem Kreon aber schien es eine Sünde / Und sehr gewagt, o brüderliches Haupt!
Παντου εδω, στην αντιπαραθεση της Αντιγονης με τον Κρεοντα, συναντουμε το υφος το οποιο θα μπορουσε να εννοηθει απο την διαλεκτικη Κυριου και Δουλου του Hegel ως το υφος του Κυριου. Η διαλεκτικη Κυριου και Δουλου δεν αφορα οπωσδηποτε σχεσεις κυριαρχιας. Ο Κυριος ειναι αυτος που στην αναμετρηση δεν δειλιαζει εμπρος στον θανατο. Ειναι αποφασισμενος για ολα. Δεν εχει δευτερες σκεψεις για τον εαυτο του, την ασφαλεια, την αυτοσυντηρηση του. Διακατεχεται απο μια ολοκληρωτικη αυταπαρνηση. Αυτη ειναι που θα τον καταστησει Κυριο. Εκπροσωπειται απο την Αντιγονη. Ο Κρεων, που ενεργει με γνωμονα την εξουσια του και την διασφαλιση της, καταδεικνυεται σε Δουλο.
#
Ζωντανη κατεβαινω στους πεθαμενους...
ζῶσ᾽ ἐς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς·
Ζωντανη κατεβαινω στην αγριαδα των πεθαμενων.
Η λεξη κατασκαφάς! "Κατασκαφή", λενε τα λεξικα, σημαινει "ἡ μέχρι τοῦ ἐδάφους κατάρριψις, κατεδάφισις, ἀνατροπή, καταστροφή". Μαλιστα αναφερει ως παραδειγμα και το κειμενο μας, και επεξηγει την λεξη: "θανόντων… ἐς κατασκαφάς, δηλ. τάφους".
Ομως ο Hölderlin ακουει στην λεξη και την ανατροπη, και την κατεδαφιση, και την καταστροφη. Αυτο με κεντριζει να προσεξω περισσοτερο τι συμβαινει εδω. Η Αντιγονη δεν λεει καπου "Θα πεθανω και θα με πανε κι εμενα στους ταφους των πεθαμενων." Αυτο θα ηταν κοινοτοπια που θα σε νυσταζε μονο. Η Αντιγονη λεει:
ζῶσ᾽ ἐς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς·
Ζωντανη κατεβαινω στην αγριαδα των πεθαμενων.
Η Αντιγονη μεγαλωσε καταμεσις σε ολεθρια συμμειξη. Στην τραγωδια η αδελφη της Αντιγονης Ισμηνη, μιλωντας για τον "δυσκλεή", τον δυσμοιρο πατερα τους, λεει οτι γι’ αυτον: "μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος" [στ. 53]. "Μητερα" και "γυναικα" ειναι διπλοῦν ἔπος, "διπλο ονομα". Η μητερα ειναι για τον ιδιο ανθρωπο και γυναικα, η γυναικα ειναι για τον ιδιο ανθρωπο και μητερα. Η Anne Carson, στο κειμενο που αναφερθηκε, το επεκτεινει. Απευθυνομενη στην Αντιγονη, της λεει:
Στεκω εξω απο την πορτα σου
το αλλοκοτο πραγμα ειναι πως κι εσυ στεκεις εξω απο την πορτα σου
εκεινη η πορτα δεν εχει εσωτερικο
η, αν εχει ενα εσωτερικο, εσυ εισαι το μονο προσωπο που δεν μπορει να την περασει
για την οικογενεια που ζει εκει τα πραγματα στραβωσαν ανεπανορθωτα
να εχεις εναν πατερα που ειναι κι ο αδελφος σου
σημαινει να 'χεις μια μητερα που ειναι η γιαγια σου
μια αδελφη που ειναι και ανεψια σου και θεια σου
και η Carson συνεχιζει με τα λογια που ηδη ακουσαμε:
κι εναν αλλο αδελφο που αγαπας τοσο πολυ που θελεις να πλαγιασεις μαζι του
“διπλα-διπλα μηρος με μηρο μεσα στον ταφο”
η, ετσι λες με νοημα νωρις στο εργο
μα κανεις δεν το αναφερει αργοτερα
Για τους Αρχαιους μεγιστη πηγη των κακων ειναι αυτο που με μια λεξη θα μπορουσαμε να αποκαλεσουμε "συγχυση". Πιασμενος στο διχτυ αυτης της συγχυσης σπαρταραει ο "δυσκλεης" Οιδιποδας. Σε τουτο εγκειται το τραγικο του. Ομως στο ιδιο διχτυ ειναι πιασμενη και η Αντιγονη. Της ειναι οικειο, να πλαγιαζει με τον αδελφο της στο "νυφικο κρεβατι" του κοινου τους ταφου, ο Πολυνεικης να ειναι αδελφος της και συναμα αντρας της.
Αυτη η ιδια συντηξη την βρισκει και στην τελευταια της ωρα:
Ζωντανη κατεβαινω στην αγριαδα των πεθαμενων.
Ζωντανοι και πεθαμενοι συνευρισκονται. Κι εδω μου ερχεται στον νου ενας στιχος απο το ποιημα του Hölderlin "Ο Ρηνος":
... οταν ειν' ολα ανακατα / ατακτα και ξαναγυρνα / παμπαλαιη συγχυση
Και τωρα με πιανει με τα χερια κι ετσι με παει, / Εμενα, χωρις κλινη και γαμηλια τελετη· ουτε σε γαμο / πηρα μερος ουτε στο να θρεψω παιδι. / Μα ξεμοναχιασμενη απο αγαπημενους, δυσμοιρη, / Ζωντανη κατεβαινω στην αγριαδα των πεθαμενων.
#
ψυχῆς ῥιπαὶ…
Το αποσπασμα τελειωνει με μια φραση του χορου:
Απο τις ιδιες θυελλες εχει / Ακομα τις ιδιες ριπες στην ψυχη.
Noch von demselben Stürmen hat / Sie noch dieselben Stöße in der Seele.
ἔτι τῶν αὐτῶν ἀνέμων αὐταὶ / ψυχῆς ῥιπαὶ τήνδε γ᾽ ἔχουσιν.
Να μια φορα που η μεταφραση του Hölderlin δεν "ζωντανευει" το αρχαιο κειμενο, αλλα αντιθετα το αμβλυνει. Διοτι ο χορος δεν λεει "Απο τις ιδιες θυελλες εχει / Ακομα τις ιδιες ριπες στην ψυχη." Ο χορος λεει κατα λεξη: "ακομα απο τους ιδιους ανεμους οι ιδιες / ριπες της ψυχης την εχουν αυτην."
Ο Hölderlin, πιθανον εμφορουμενος απο το πνευμα του υποκειμενισμου της εποχης του, υποδηλωνει οτι οι ριπες των ανεμων ειναι "στην ψυχη". Ομως "ψυχη" στους Αρχαιους ειναι η ανασα. "Ψύχω" ειναι ενα ρημα για την πνοη του ανεμου. Στο ψυχῆς ῥιπαὶ το ψυχῆς δεν ειναι γενικη υποκειμενικη. Η ψυχη ειναι ανεμος. Και μαλιστα οι ριπες του ειναι εκεινες οι ωρες οπου η ψυχη ωθειται σε μια αποφασιστικη, κρισιμη κινηση που ανατρεπει τα παντα. Αυτο συμβαινει και στο αλλο σημειο που αναφερεται στον Πολυνεικη:
Ομως σε χωμα κακοτραχαλο πεφτει, σωριαζεται, / σ' ερωτικη μεθη, αυτος που με μανιασμενο λεφουσι / Προωθουνταν, βακχικος, / Με τις ριπες δυσμενων ανεμων.
ἀντιτύπᾳ δ᾽ ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθεὶς / πυρφόρος, ὃς τότε μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ / βακχεύων ἐπέπνει / ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων.
Auf harten Boden aber fällt er, hinuntertaumelnd, / Liebestrunken, der mit rasender Schar / Hinschob, bacchantisch / Im Wurf ungünstiger Winde;