῾Υπῆρξε ἕνας ἱστορικὸς τῆς μουσικῆς μὲ δύο πατρίδες, ὅπως γράφει στὸ πρῶτο του βιβλίο Der griechische Rhythmus (῾Ο ἑλληνικὸς ρυθμός), τὸ ὁποῖο ἀφιερώνει σ᾿ αὐτές, ᾿Αθήνα καὶ Μόναχο: τόπος τῆς γέννησης (1907) καὶ τῆς νεότητὰς του ὁ πρῶτος, τῆς κύριας δράσης καὶ τοῦ θανάτου του (1977) ὁ δεύτερος.
῞Ομως ὁ Γεωργιάδης δὲν ἦταν κοσμοπολίτης. Οἱ δύο πατρίδες του, εἰδικὰ στὸν Γεωργιάδη, πρέπει νὰ ἐννοηθοῦν μέσα ἀπὸ ὅ,τι αὐτὴ ἡ λέξη, <πατρίδα>, μπορεῖ σήμερα νὰ εἶναι ἀληθινά - ὁ δρόμος στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀναζητήσει τὸν ἑαυτὸ του. ῾Ο δρόμος τοῦ Γεωργιάδη ἔχει ὁρόσημα τὴν ᾿Αθήνα καὶ τὸ Μόναχο - καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸν τὸν δρόμο, ᾿Αθήνα καὶ Μόναχο, ῾Ελλάδα καὶ Δύση, στὸ ἔργο τοῦ Γεωργιάδη ἐμφανίζονται μὲ ἕναν τρόπο ἰδιαίτερο καὶ μοναδικό. ῾Ο Γεωργιάδης ἀνήκει στοὺς σπάνιους ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὸ χάρισμα νὰ εἶναι εὐήκοοι γιὰ αὐτὸ ποὺ τοὺς καλεῖ, καὶ ἀνιδιοτελεῖς ἀρκετὰ γιὰ νὰ τοῦ ἀφιερώνονται. Καὶ ἴσως, σήμερα, πιὸ ἐπίμονα καὶ πιὸ ριζικὰ καλεῖ ἀκριβῶς ἡ πατρίδα, ἡ <πατρίδα> ἐκείνη ἡ ὁποία περιμένει νὰ κατοικηθεῖ ἐρχόμενη σὲ ἕναν ἐπαρκὴ καὶ δεσμευτικὸ λόγο. ᾿Εδῶ ὁ Γεωργιάδης ἔχει νὰ μᾶς μάθει πολλά.
Τὸ τελευταῖο βιβλίο τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε ζῶντος τοῦ Γεωργιάδη, ἀνάγεται σὲ παραδόσεις του γιὰ τὸν Schubert ἀπὸ τὰ ἔτη 1960-61. ῎Ηδη τὸν ἑπόμενο χρόνο, στὰ πρῶτα σχεδιάσματα μιᾶς μελέτης ἡ ὁποία ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἀπασχολήσει μέχρι τὸ ἔτος τοῦ θανάτου του, γράφει, μὲ ἀφορμὴ μία νέα του παρατήρηση, στὸ περιθώριο τοῦ χειρογράφου:
καλύτερα καὶ οὕτω καθεξῆς, νέα πράγματα – καὶ δημοσίευση ὡς κατάλοιπα.
Αὐτῶν τῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν τὸ 1985 μὲ τὸν τίτλο Nennen und Erklingen, ὁ Γεωργιάδης εἶχε προτάξει ἕναν πρόλογο "γιὰ τὸ πρόσωπὸ μου", ὅπως γράφει.
Θὰ παραθέσω μεταφρασμένες τὶς τρεῖς πρῶτες παραγράφους τῆς αὐτοπαρουσίασης τοῦ Θρασύβουλου Γεωργιάδη. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπόσπασμα ἀφ᾿ ἑαυτοῦ δυσνόητο (προπάντων ἐὰν δὲν εἴμαστε πρόθυμοι νὰ δοῦμε αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ Γεωργιάδης ἐννοεῖ, ἀλλὰ ἐπιμένουμε σὲ ὅ,τι ἐμεῖς μέσα ἀπὸ τὶς δικὲς μας παραστάσεις ἐνδεχομένως καταλαβαίνουμε). Θὰ ἐπιχειρήσω μία διασαφήνιση, κυρίως μὲ τὴν βοήθεια δικῶν του πάλι κειμένων.
᾿Εδῶ δὲν ἔχει τόση σημασία ὁ ἐμπλουτισμὸς τῶν ἐγκυκλοπαιδικῶν μας γνώσεων μὲ τὴν πληροφόρηση γιὰ ἕναν ἀκόμη ἕλληνα λόγιο. ῾Ο Γεωργιάδης συνιστᾶ γιὰ μᾶς τὴν δυνατότητα μιᾶς ἐμπειρίας αὐτοῦ τὸ ὁποῖο, μὲ τὴν προηγούμενη ἔννοια, καλεῖται <πατρίδα> (τῆς ἱστορίας μας καὶ τῆς θέσης μας στὸν σημερινὸ κόσμο.) Σ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα θὰ πρέπει νὰ παρακολουθήσουμε ὅ,τι λέει ὁ Γεωργιάδης γιὰ τὸ πρόσωπὸ του.
1. Δὲν μπορῶ νὰ ἀγνοήσω ὅτι ὡς ἄνθρωπος εἶμαι δεσμευμένος ἀπὸ ἕνα ζωντανὸ σῶμα. Γι᾿ αὐτὸ ἀγαπῶ τὸ θέατρο, ποὺ παρουσιάζει ζωντανοὺς ἀνθρώπους, τὸ θέατρο τοῦ Σαίξπηρ ἤ τοῦ Μολιέρου. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ἀγαπῶ τοὺς Κλασσικοὺς τῆς Βιέννης Χάυντν, Μότσαρτ καὶ Μπέτόβεν οἱ ὁποῖοι παρουσιάζουν τὴν μουσικὴ <σωματικά>: τὸν Παρμενίδη, ὁ ὁποῖος παρασταίνει τὸ Εἶναι σφαιρικό, ὁμοιόμορφα πυκνό, πεπερασμένο καὶ ἀκίνητο: τὸν Kant, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν ὑλικότητα τῆς γνώσης, τὰ δεδομένα τῆς αἴσθησης, τὶς μορφὲς τῆς θέασης: ζωγράφους ὅπως οἱ βαν Ευκ, Μπελλίνι, Λεονάρντο ἤ Τίτσιαν. ῾Η γλῶσσα εἶναι γιὰ μένα ἐπίσης μία διαδικασία δεσμευμένη ἀπὸ ἕνα ζωντανὸ σῶμα, ἕνα φωνητικὸ ὄργανο: ἄρθρωση. Γλῶσσα <μὲ βαθύτερο νόημα> δὲν γνωρίζω.
2. Τὸν <θεὸ> τὸν βρίσκω στὴν ἀντίσταση, στὴν πρόσκρουση ἐπάνω σὲ ἀντίσταση. ῎Ετσι καὶ στὴν πρόσκρουση τῶν ὁρμῶν ἐπάνω στὴν ἠθικὴ ἀντίσταση, στὴν συνείδηση. ῎Ετσι καὶ στὴν θέα τῶν ἄστρων. <῾Ο ἔναστρος οὐρανὸς ἀπὸ πάνω μας καὶ ὁ ἠθικὸς νόμος μέσα μας> (Kant) εἶναι γιὰ μένα ἀντίσταση. ᾿Επίσης ὁ ἦχος τῆς πέμπτης. ῞Ομως τὸ πρωταρχικὸ ἀποτέλεσμα τῆς πρωταρχικῆς πρόσκρουσης ἐπάνω σὲ ἀντίσταση κάθε εἴδους, τὸ ἐμπειρῶμαι στὴν πράξη τῆς ὀνομασίας ἡ ὁποία καθιστᾶ τὸν λόγο δυνατό. Μὲ τὴν πράξη τῆς ὀνομασίας κάθε λέξης συμβαίνει μία πρόσπτωση στὸν ἀδιαπέραστο τοῖχο τοῦ factum. ῾Η πράξη τῆς ὀνομασίας μοῦ μαρτυρεῖ τὸ ὅτι ειναι καὶ ὅτι μαζὺ του ειμαι.
3. Τὴν φράση τοῦ Παρμενίδη το γαρ αυτον νοειν εστιν τε και ειναι θὰ τὴν ἀπέδιδα ἔτσι: τὸ αὐτὸ εἶναι ἡ βεβαιότητα καὶ τὸ (ὅτι) ειναι. Τὸ νοειν δὲν μεταφράζεται μὲ <denken> (<σκέπτομαι>) - ἀποδίδεται παραστατικὰ μὲ <προσκρούω>, <προσκρούω ἐπάνω σὲ κάτι> - στὴν ἀκατανίκητη ἀντίσταση τοῦ <factum> τό ὁποῖο, ὅσο βέβαιο κι ἐὰν εἶναι, δὲν μπορεῖ νά διαπεραστεῖ, νά διαγνωστεῖ ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο αὐθορμητισμό. Αὐτὸ τό ὁποῖο (διὰ τοῦ ΝΟΕΙΝ) ἁπλῶς μᾶς δηλώνει τὴν ὕπαρξὴ του (τό ΕΙΝΑΙ του) δίχως νά μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε μέσα του, εἶναι τό (ὅτι) ΕΙΝΑΙ. ῾Η φράση τοῦ Παρμενίδη δὲν εἶναι φιλοσοφικὴ πρόταση ἀλλὰ ἡ ἁπλή, γυμνὴ ὀνομασία τῆς βεβαιότητας (ὅτι) ΕΙΝΑΙ, μία καθήλωση τοῦ (ὅτι) ΕΙΝΑΙ ἀπὸ τὴν ὀνομασία, Ἡ ἀναλαμπὴ του ὡς ὀνομασία, ὡς τό φῶς τό ὁποῖο καθιστᾶ ὀρατὰ συνάμα τὴν βεβαιότητα καὶ τό (ὅτι) ΕΙΝΑΙ καθὼς τά δύο τους ἀναλάμπουν ἑνιαῖα, ναί, ὡς ἕνα. ῾Η πράξη τῆς ὀνομασίας εἶναι ἡ πρώτη ἀρχή, ἡ πρώτη ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου - καὶ ἔτσι ἡ πρώτη ἀρχὴ γιὰ κάθε τί ἄλλο ὅπου ὁ ἄνθρωπος καταδεικνύεται ὡς ἄνθρωπος.
(πρώτη παράγραφος)
Τὶ θὰ πεῖ γιὰ τὸν Γεωργιάδη <δεσμευμένος ἀπὸ ἕνα ζωντανὸ σῶμα>; Τὸ συνοψίζει μία φράση τοῦ Hans-Georg Gadamer ὁ ὁποῖος καὶ προλογίζει τὸ <῎Ονομασία καὶ ῎Ηχος>:
Τὰ γερμανικὰ του διόλου δὲν μαρτυροῦν μία καλὴ ἀφομοίωση τῆς γλώσσας. Συχνὰ ἔχουν μία αὐστηρὴ ἁρμονία, κάθε λέξη εἶναι σὰν νὰ ἔχει ἀποσπαστεῖ καὶ λαξευτεῖ ἀπὸ τὸ ἀρχέγονο πέτρωμα τῆς γερμανικῆς γλώσσας. ῞Ομως αὐτὴ ἡ σχεδὸν ἀδέξια ὁρμητικότητα τῆς γραφῆς του ἔχει μία ἰδιαίτερη παραστατικὴ δύναμη ἡ ὁποία φωτίζει τὰ πάντα. (...) Εἶναι θαυμάσιο τὸ πῶς ὁ Γεωργιάδης γνωρίζει νὰ ὀνομάζει τὰ πράγματα μὲ τὸ ὄνομὰ τους ἔτσι ὥστε αὐτὰ νὰ εἶναι ἐδῶ, ἀνάγλυφα καὶ χειροπιαστά.
῞Ομως δὲν πρέπει νὰ βιαστοῦμε καὶ νὰ θεωρήσουμε τὰ παραπάνω σὰν ἕνα εἶδος λογοτεχνικῆς φλέβας ποὺ μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζει τὰ κείμενα τοῦ Γεωργιάδη καὶ νὰ τὰ κάνει εὐχάριστα στὸ διάβασμα. Οὔτε πρόκειται γιὰ κάτι σὰν <μέθοδο>, τὴν ὁποία ἔνα ἀποστασιοποιημένο ὑποκείμενο χρησιμοποιεῖ ἀφηρημένα γιὰ τὴν σύλληψη τῶν ἀντικειμένων του. ῾Η <δέσμευση ἀπὸ ἕνα ζωντανὸ σῶμα> σημαίνει γιὰ τὸν Γεωργιάδη τὴν ἀνάγκη τῆς ἀπόρριψης κάθε χωρισμοῦ καὶ κάθε τμηματικῆς θεώρησης τῆς πραγματικότητας. Τὸ διακρίνουμε σὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ βιβλίου του Musik und Rhythmus bei den Griechen (Μουσικὴ καὶ ρυθμὸς στοὺς ῞Ελληνες):
Δὲν θελήσαμε νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ ἕνα ἀπομονωμένο φαινόμενο, μὲ κάποια φαινομενικὰ αὐτόνομη πνευματικὴ περιοχή. ῾Η τάση γιὰ ἀπομόνωση μπορεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ μὲ δύο τρόπους. ῞Οταν ὁμογενὴ ἀντικείμενα διακρίνονται καί, ἀπομονωμένα ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα, θεωροῦνται σὰν νὰ ἦταν αὐτόνομα, π.χ. ἱστορία, μουσική, εἰκόνες. ῎Η ὅταν ἕνας τρόπος θεώρησης, π.χ. τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ λεγόμενο αἰσθητικὸ περιεχόμενο, τίθεται μεμονωμένο στὸ προσκήνιο. ῞Ομως στὴν ἀπομόνωση τοῦ ἀντικειμένου θὰ ἔπρεπε κανεὶς νὰ ἀναρωτηθεῖ ποῦ μένει ἡ ἑνότητα τοῦ λογοδοτοῦντος πνεύματος, καὶ στὴν ἀπομόνωση τοῦ τρόπου θεώρησης ἐὰν αὐτὸ ἐπαρκεῖ γιὰ τὸ ἀντικείμενο ὡς σύνολο. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις θὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἐπινοήσεις ἀνεπίτρεπτες, ὁπωσδήποτε γιὰ ἐπινοήσεις οἱ ὁποῖες στὴν ἔρευνα, μὲ τὴν μακρόχρονη ἐφαρμογὴ τους, ἔχουν γίνει συχνὰ δεύτερη φύση, ὥστε νὰ θεωροῦνται ἀλήθειες ἀκλόνητες. ᾿Εδῶ δὲν θὰ ἤθελα νὰ ὑπεισέλθω σὲ μία κριτικὴ αὐτῆς τῆς μεθόδου. Μᾶς ἀρκεῖ νὰ διαπιστώσουμε ὅτι σ᾿ αὐτὸ τὸ βιβλίο προχωρήσαμε διαφορετικά. Δὲν θελήσαμε νὰ ἀπομονώσουμε οὔτε ἀντικείμενα οὔτε τρόπους θεώρησης, καὶ ἔτσι νὰ τοὺς προσδώσουμε τὴν λανθασμένη ἐπίφαση, τὸ κῦρος τοῦ ἀπόλυτου. ᾿Αγνοήσαμε τὰ δόγματα ὅτι σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς ὑπάρχει <τέχνη> ἤ μεμονωμένες, καθαρὰ μεταξὺ τους χωρισμένες τέχνες ὅπως ἐμεῖς τὶς καταλαβαίνουμε, καὶ ὅτι ὑπάρχει ἕνα καθαρὰ αἰσθητικὸ ἀντικείμενο καὶ ἑπομένως ἕνας θεμιτός, μόνον αἰσθητικὸς τρόπος θεώρησης. Μᾶς ἀφοροῦσε μόνον τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸν φορέα τοῦ πνευματικοῦ, τὸν νοηματικὸ φορέα: Φορέα μέσῳ τῶν αἰσθήσεων, φορέα νοήματος. ῞Ομως τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ πνεῦμα εἶναι τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν πραγματικότητα. ῾Η πραγματικότητα εἶναι κάτι τὸ πνευματικό, κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι ἴδιον μόνον τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι τίποτε ἀλλο παρὰ αὐτο-συνειδητο-ποίηση. Εἶναι τὸ σημεῖο ἐπαφῆς τῆς συνείδησης μὲ τὸ Εἶναι. ᾿Εκδηλώνεται ὡς τὸ σημεῖο ἐπαφῆς τοῦ ἐγὼ μὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὀνομάζουμε ἀντικειμενικότητα. Αὐτὸ τὸ σημεῖο ἐπαφῆς καὶ μόνον, ὑπῆρξε τὸ μέλημὰ μας. Οὔτε μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ὑπόσταση στὸ ἀντικείμενο οὔτε νὰ ἀναχθεῖ σὲ μία ἀφηρημένη, μὴ πραγματωθεῖσα καταβολὴ τοῦ ἐγώ (σὲ μία λεγόμενη κοσμοθεώρηση). Μόλις συμβεῖ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο λάθη, τὸ ἄλλο ἔρχεται ἀπὸ μόνο του. Δίνεται ὑπόσταση, ἐπιπόλαια ἀπομονώνονται περιοχὲς τοῦ πνευματικοῦ Εἶναι καὶ δημιουργοῦνται αὐτοπεριορισμοὶ οἱ ὁποῖοι ἀναγκαστικὰ ὁδηγοῦν σὲ κατασκευὲς ἀντίθετες μὲ τὸ πνεῦμα. ῞Ομως τὸ μόνο δεσμευτικὸ εἶναι ἡ πραγματικότητα. Δεσμευτικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο στὴν ὁλότητὰ του, γιὰ τὶς περιοχὲς τοῦ αἰσθητικοῦ, τῆς σκέψης, τῆς πράξης μαζύ. ᾿Απομόνωση, αὐτονόμηση, ὑποστασιοποίηση εἶναι θάνατος γιὰ τὸ πνεῦμα, εἶναι ὁ ἐχθρὸς του.
Συχνὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν διάσταση ἀνάμεσα στὴν θεωρία καὶ τὴν πράξη. Καὶ συχνὰ συμβαίνει αὐτὴ ἡ διάσταση μεταξὺ τους νὰ συγκαλύπτεται πίσω ἀπὸ τὴν ἀξίωση τῆς θεωρίας νὰ ὑπαγορεύει τὴν πράξη, π.χ. στὴν χριστιανική, στὴν κομμουνιστική, στὴν οἰκολογικὴ κοσμοθεωρία, ἤ ἀντίθετα ἀπὸ τὴν ἀξίωση τῆς πράξης νὰ εἶναι ὁ τόπος κρίσης καὶ ἐπαλήθευσης τῆς θεωρίας, π.χ. στὸ ἐπιστημονικὸ πείραμα, στὴν πολιτική, στὴν οἰκονομία. ᾿Εδῶ δὲν εἶναι ὁ τόπος νὰ καταπιαστοῦμε μὲ μία διεξοδικὴ συζήτηση τοῦ θέματος. ῞Ομως τὸ ὅτι ὑπάρχει μία ἄλλη δυνατότητα ὅπου τουλάχιστον κάποιες στιγμὲς μιᾶς ζωῆς μποροῦν νὰ συμβαίνουν σὲ μία ἀνεμπόδιστη ἀμοιβαία συνέχεια, μᾶς τὸ ὑποδηλώνει, πέρα ἀπὸ τὴν μέθοδὸ του, τὴν ὁποία μόλις γνωρίσαμε, καὶ μία μαρτυρία γιὰ τὴν καθημερινότητα τοῦ Θρασύβουλου Γεωργιάδη:
Ξαφνιαζόμαστε καὶ συγχρόνως κρυφογελούσαμε, ὅταν λέγατε ἤ κάνατε κάτι ποὺ ἀνέτρεπε τὶς τυπικὲς ἀντιλήψεις ποὺ κυκλοφοροῦσαν, καὶ σὲ ἀρκετὰ μεγάλον βαθμό, γιὰ τὸ πρόσωπὸ σας. Μποροῦσε π.χ. ν᾿ ἀκούσει κανεὶς ὅτι ἐσεῖς αὐτὸν τὸν <ἄτυχο καὶ ἄχ! τόσο ἀγαπητὸ κλάδο> μας (ὅπως λέγατε σὲ κάποιο γράμμα σας πρὸς ἐμένα) τὸν βλέπατε φετιχιστικά, ὅτι ἀπὸ τὴ μουσικολογία προσδοκούσατε σχεδὸν τὴ σωτηρία τῆς μουσικῆς, ἄν ὄχι καὶ κάτι περισσότερο, ὅτι θεωρούσατε τὶς μεθόδους, τουλάχιστον τῆς Σχολῆς μας, ὡς ὅσιες καὶ ἱερές: μ᾿ ἕνα λόγο: ὅτι ἤσαστε ἕνα τυπικὸ δεῖγμα καθηγητῆ, ποὺ ἡ ἐξειδίκευση εἶναι συγχρόνως καὶ τὸ καμάρι του. ᾿Αντὶ γιὰ ὅλα αὐτά, μᾶς εἴπατε: ῎Αν ἕνας μηχανικὸς (καὶ ὁ ἴδιος κάποτε ἦταν νὰ γίνετε μηχανικὸς) ἄν λοιπὸν ἕνας μηχανικὸς ἔφτιαχνε μιὰ γέφυρα μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς στὴν ἐπιστήμη μας ἑρμηνεύουμε τὸν Μπετόβεν ἤ ὁποιονδήποτε ἄλλο συνθέτη, ἡ γέφυρα θὰ ἔπεφτε καὶ ὁ μηχανικὸς θὰ πήγαινε φυλακή. Καὶ μᾶς κάνατε νὰ συλλογιστοῦμε ὅτι ἡ ἀσύδοτη ἐλευθερία ποὺ ἀπολαμβάνουμε εἶναι ἕνα ἀγαθὸ ἀπο πολλὲς ἀπόψεις ἀμφισβητήσιμο. Χάρη σ᾿ αὐτὸν τὸν σκεπτικισμὸ σας μπορούσατε πολλὲς φορὲς νὰ συνεννοεῖστε καλύτερα μὲ τοὺς ξένους πρὸς τὸν κλάδο μας παρὰ μὲ τοὺς τυπικοὺς καὶ ἐπίσημους ἐκπροσώπους του. ῾Ως νεαρὸς διδάκτωρ (ἦταν τὸ 1954 στὸ συνέδριο τοῦ Παλέρμο) σᾶς παρακολούθησα μιὰ μέρα ἀπὸ μακριὰ καθὼς συνομιλούσατε ζωηρὰ μὲ τὸν Ρουμάνο μουσικολόγο-ἐθνολόγο Brailoiu, καθισμένοι στὶς ἀναπαυτικὲς πολυθρόνες σας. Τὶ σπουδαία θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἡ συνομιλία σας, καὶ μὲ πόση χαρὰ θὰ τὴν ἄκουγα! ῞Οταν ἀργότερα σᾶς ρώτησα σχετικά, μοῦ εἴπατε ὅτι ὅλη τὴν ὥρα δὲ συζητούσατε γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ γιὰ τὴν ἀνδρικὴ μόδα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ μ᾿ ἔκανε νὰ σκεφτῶ πολλὰ πράγματα ποὺ καθόλου δὲν εἶχαν χαρακτήρα ἀρνητικό...
Στὴν τυπικὴ εἰκόνα σας ὡς αὐστηροῦ ἐπιστήμονα ἀνῆκαν ὁρισμένα χαρακτηριστικά, ὅπως ἡ σιδερένια θέληση, ὁ ὀρθολογικὸς προγραμματισμός, ἡ ἔχθρα γιὰ τὰ ἀνεξέλεγκτα συναισθήματα κ.ο.κ. Συστηματικοὶ κύκλοι μαθημάτων μὲ ὁρισμένες προτιμήσεις καὶ ὁρισμένα ταμπού φαίνονταν νὰ ἀνταποκρίνονται σὲ κάποιο ἰδεολογικὸ οἰκοδόμημα. Φανταστεῖτε τὴν ἀμηχανία μου, ὅταν μοῦ διηγηθήκατε (καὶ ἐδῶ ἄς παρατηρήσω περιθωριακά: ποιὸς τυπικὸς καθηγητὴς διηγεῖται κάτι τέτοιο στὸ βοηθὸ του;) πὼς ἡ ἰδέα γιὰ τὶς σπουδαῖες σας παραδόσεις γιὰ τὸν Verdi, τὸν Bizet, τὸν Mussorsgki καὶ γιὰ τὴ σημερινὴ θέση τῆς μουσικῆς, παραδόσεις ποὺ εἶχαν τόσο μεγάλη ἀπήχηση, σᾶς ἦρθε κάποια μέρα ποὺ ἡ οίκιακὴ βοηθὸς σας ἄκουγε στὸ ραδιόφωνο τὴν Αρλεζιάνα τοῦ Bizet. Μὲ πόση ἀνακούφιση ἀκούει κανεὶς νὰ γίνεται λόγος γιὰ μιὰ τόσο αὐθόρμητη, ἄλογη, θὰ ἔλεγα ἀκόμη: καλλιτεχνικὴ παρόρμηση, ἡ ὁποία βέβαια δὲ στάθηκε καὶ ἡ μοναδικὴ γιὰ τὶς παραδόσεις ἐκεῖνες.
᾿Ελευθερία, ἀφοσίωση στὴ συγκεκριμένη στιγμή, θὰ ἤθελα νὰ πῶ: ἀφοσίωση στὴ συγκεκριμένη στιγμὴ μὲ συμμετοχὴ ὅλων τῶν αἰσθήσεων, αὐτὰ σᾶς χαρακτήριζαν καὶ μερικὰ χρόνια ἀργότερα, τότε ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνετε στὴν ᾿Ακαδημία τῶν Καλῶν Τεχνῶν τὴ σπουδαία σας διάλεξη γιὰ τὴ γλῶσσα καὶ τὸ ρυθμό. Τὸ πρωὶ στὸ τακτικὸ σας μάθημα γιὰ τὸ Mozart, καθὼς ἑρμηνεύατε ἀπὸ ρυθμικὴ ἄποψη τὴν ἄρια τοῦ Cherubino, ἐνθουσιαστήκατε τόσο, ὤστε γιὰ μιὰ στιγμὴ σκεφτήκατε στὰ σοβαρὰ μήπως θὰ ἦταν καλὸ νὰ σᾶς φέρουν τὸ βράδυ στὴν αἴθουσα τῶν διαλέξεων ἔνα πιάνο, καί, ἀντὶ νὰ μιλήσετε γιὰ τὸν Πίνδαρο καὶ τὸν Hölderlin, νὰ παρουσιάσετε Mozart. Τελικά, τὸ μόνο ποὺ σᾶς συγκράτησε εἶναι ὅτι σεβαστήκατε τοὺς διαπρεπεῖς ὁμιλητὲς τῆς σειρᾶς τῶν διαλέξεων (ἀνάμεσὰ τους ἦταν ὁ Heidegger, ὁ Guardini, ὁ Buder κ.ἄ.) κι ἔτσι τὸ ἄμεσο περιβάλλον σας, ποὺ βρισκόταν ἤδη στὰ πρόθυρα τῆς ἀπόγνωσης, μπόρεσε ν᾿ ἀνασάνει.
Κάποτε βρεθήκατε στὸ κέντρο τῆς δημοσιότητας. Καὶ τότε ὡστόσο γελάσαμε μὲ τὴν καρδιὰ μας, ὅταν ἐπιστρέψατε ἀπὸ τὸ Βερολίνο, ὅπου εἴχατε ἐπαναλάβει τὶς διαλέξεις σας. ῎Ησαστε ἐνθουσιασμένος μὲ τὸν βερολινέζικο τύπο, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅ,τι συνέβαινε μὲ τὶς ἐφημερίδες τοῦ Μονάχου... Θελήσαμε νὰ μάθουμε τὶ τέλος πάντων ἔγραψαν οἱ Βερολινέζοι. Λοιπόν, μᾶς εἴπατε ὅτι ἔγραψαν: Βρίσκεται ἐδῶ ὁ χαριτωμένος ἐκεῖνος ῞Ελληνας μὲ τὸ μεγάλο κεφάλι... Αὐτὸ τὸ βρίσκατε πολὺ πετυχημένο καὶ σᾶς εἶχε ἀρέσει πολύ.
Παρὰ τὴν αὐτοπεποίθηση ποὺ σᾶς διέκρινε, οἱ προσωπικὲς σας σχέσεις μαζὺ μας ἔπαιρναν πολλὲς φορὲς μορφὴ ἐντυπωσιακή, φτάνοντας στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἀπόλυτα σοβαροῦ, ὅπως ὅταν μᾶς δείχνατε τὸ τὶ μᾶς διδάσκει ἕνας πίνακας ποὺ ἀγαπούσατε ἰδιαίτερα: τὸ τοπίο μὲ τὴν πτώση τοῦ ᾿Ικάρου, τοῦ Pieter Bruegel τοῦ πρεσβύτερου. Γι᾿ αὐτὸ ἐπιτρέψτε μου νὰ τελειώσω κι ἐγὼ μὲ μιὰ κάπως πιὸ σοβαρὴ ἀνάμνηση. Μετὰ τὴν κηδεία ἑνος συναδέλφου σας, ὅπου εἴχαμε πάει μαζί, μοῦ εἴπατε ὅτι στὴν πατρίδα σας ὑπάρχει ἡ συνήθεια νὰ πίνουν μετὰ τὴν ταφὴ ἕνα φλιτζάνι καφὲ καὶ νὰ καπνίζουν ἕνα τσιγάρο. Τηρήσαμε τὸ ἔθιμο στὸ Café Schmid, ἐνῶ ἡ ἀπήχηση τοῦ γεγονότος συνεχιζόταν στὴ συζήτησὴ μας. ῞Οταν ἐπιστρέψαμε στὸ Σεμινάριο, μὲ καλέσατε στὸ γραφεῖο σας καὶ μοῦ δείξατε ἕνα κομμάτι μιᾶς συμφωνίας τοῦ Haydn. <Κοιτάξτε, κύριε Osthoff, μοῦ εἴπατε, τί θαυμάσιο πρᾶγμα ποὺ εἶναι νὰ μπορεῖς νὰ ἐπιστρέψεις στὸ πνεῦμα>. Τὴ γαλήνη ἐκείνων τῶν λόγων δὲν τὴν ξέχασα ποτέ.
Ποιὸ εἶναι τὸ μυστικὸ ἑνὸς τέτοιου, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση, θείου δώρου; Εἶναι ἡ ἀμέριστη ἐμπιστοσύνη στὸ ἑλληνικὰ ἐννοημένο φαινομενον, δηλαδὴ σέ:
αὐτὸ τὸ ὁποῖο δείχνεται, ἔτσι ὅπως δείχνεται ἀφεαυτοῦ
Γράφει ὁ Γεωργιάδης:
Θέλω νὰ ἀνατάμω τὸ φαινόμενο ὡς φαινόμενο παραμένοντας διαρκῶς στὸ φαινόμενο. Στὸ <φαινόμενο>: σὲ ὅ,τι φαίνεται, στὴν ἐπιφάνεια, σ᾿ αὐτὸ τὸ ὁποῖο βλέπω μὲ τὰ μάτια μου ἀνοιχτά, κυριολεκτικὰ καὶ μεταφορικὰ <μὲ τὰ μάτια μου ἀνοιχτά>, μὲ ἀνοιχτὴ τὴν ἀνθρώπινη φύση μου, μὲ ἀνοιχτὸν νοῦ, δηλαδὴ ὡς ἀνοιχτὸς ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος (ἐδῶ ἔγκειται ἡ ἀνοιχτότητὰ μου) ὑπόκειται στὸ φαινόμενο, τὸ ὑπακούει, κατευθύνεται ἀπ᾿ αὐτὸ γνωρίζοντας ὅτι ἀπέναντὶ του εἶναι ἀδύναμος. Αὐτὴ ἡ ἀμοιβαία ἐπιρροή, αὐτὸ τὸ κράτημα στὸ φαινόμενο δίνει στὸν ἄνθρωπο ὑπόσταση, οὐσία. Καὶ ἡ <γνώση γιὰ> αὐτὴν τὴν σχέση ἀντανακλᾶται ὡς ἔργο. Τὸ ἔργο εἶναι κάτι τὸ εἰδικὰ ἀνθρώπινο. Τὰ ζῶα δὲν ἐπιτελοῦν ἔργα. Τὸ ἔργο εἶναι ἡ ἀντανάκλαση τῆς γνώσης γιὰ τὸ πραγματικὸ ὡς πράξη.
῞Ενα κατεξοχὴν ἔργο εἶναι γιὰ τὸν Γεωργιάδη τὸ <ἔργο τέχνης>. Καὶ ἡ <τέχνη> εἶναι κατεξοχὴν μία περιοχὴ ἡ ὁποία θεσπίζεται ὄχι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πρωτοβουλία, ὄχι ἀπὸ τὴν Αἰσθητικὴ ἀλλὰ ἀπὸ ὅ,τι ὁ Γεωργιάδης ὀνομάζει ὑπακοή, ὑπ-ακοὴ στὸ φαινόμενο. Μοιάζει παράξενο, ἴσως ὅμως εἶναι ἔτσι: ὅσο περισσότερο, ὅσο αὐστηρότερα, ὅσο ἀκριβέστερα ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ συγκεντρώνεται στὸ φαινόμενο, τόσο περισσότερο δείχνεται τοῦτο μὲ ἔναν <ποιητικὸ> χαρακτήρα, τόσο περισσότερο ἡ ὀνομασία του παίρνει τὴν μορφὴ ἑνὸς ἔργου <τέχνης>. Τὸ πρῶτο ἐδῶ δὲν εἶναι οἱ <ἀνάγκες> καὶ τὰ <συναισθήματα> τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά, τὸ συναντήσαμε ἤδη στὸν Γεωργιάδη, καὶ θὰ τὸ ξαναβροῦμε συχνά, τὸ ἁπλὸ θαῦμα τοῦ (ὅτι) ειναι:
῎Ετσι ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν περιοχὴ ἡ ὁποία συνήθως καταγράφεται μὲ τὴν λέξη <τέχνη>. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο, τὸ μοναδικό, τὸ ἰδιαίτερο, δὲν ἀνάγεται σὲ κάτι ἄλλο (σὲ κάτι γενικό, σὲ ἔννοιες, σὲ ἰδέες, στὴ λογική. ῾Η τέχνη ὡς τὸ πραγματικὸ εἶναι <σκληρή>. <Σκληρὴ> μὲ τὴν ἔννοια ὅτι προσκρούομε πάνω του καὶ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μᾶς κάνει σκληρούς, ὅτι δὲν μᾶς ἐπιτρέπει κανένα ἄλλοθι, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ παρακάμψουμε, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἐνσωματώσουμε σὲ κάτι ἄλλο. Ξεκινῶ ἀπὸ τὸ <ἔργο> ὡς τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνθρώπου διότι μόνον ἐκεῖ μπορεῖ ἡ ἀσαφὴς γνώση τοῦ (ὅτι) ειναι νὰ μεταβληθεῖ σὲ σαφή.
῾Η τέχνη, ναί, εἶναι τὸ <πραγματικό>! ᾿Εδῶ συμβαίνει μία κρυφὴ συνομιλία μὲ ἕναν λόγο τοῦ Hölderlin ἀπὸ τὸ ποίημα In lieblicher Bläue... (Σὲ ἐράσμια κυανότητα...):
Μὲ τήν ἀξία καὶ ὅμως ποιητικὰ κατοικεῖ ὁ ἄνθρωπος πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴ γῆ.
῞Οταν λοιπὸν ὁ Γεωργιάδης στὴν πρώτη παράγραφο λέει ...ἀγαπῶ τὸ θέατρο...τοὺς Κλασσικοὺς τῆς Βιέννης...τὸν Παρμενίδη...τὸν Kant...ζωγράφους..., δὲν μᾶς δηλώνει τὰ προσωπικὰ του γοῦστα ἀλλὰ μᾶς ἀναφέρει τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους παραστάθηκε ἡ, ἔξω ἀπὸ τὴν τέχνη συγκεχυμένα μόνον ἀντιληπτή, πραγματικότητα - ἡ <κατοίκησὴ μας πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴ γῆ>. Καὶ τὸ ἀγαπῶ πρέπει νὰ ἀκουστεῖ ἐδῶ ὡς συνώνυμο τοῦ εἶμαι δεσμευμένος (ἀπὸ ἔνα ζωντανὸ σῶμα)! Καὶ αὐτά, θὰ τὸ δοῦμε, συμβαίνουν στὸν χῶρο ὁ ὁποῖος γιὰ τὸν Γεωργιάδη διανοίγεται μὲ τὴν πράξη τῆς ὀνομασίας.
(δεύτερη παράγραφος)
Πῶς πρέπει νὰ ἐννοηθεῖ αὐτὴ ἡ <σκληρότητα> τοῦ <φαινομένου>, ὅπου ὁ νοῦς <προσκρούει>; Πῶς πρέπει νὰ ἐννοηθεῖ ἡ <ἀδυναμία> τοῦ νοῦ; Τὸ <φαινόμενο> (καὶ κατὰ τοῦτο ὁ Γεωργιάδης εἶναι ἀληθινὸς ῞Ελληνας ( δὲν εἶναι οὔτε κάτι τὸ διαμεσολαβημένο ὅπως τὸ θέλει ἡ διαλεκτική, οὔτε εἶναι <βίωμα>, κάτι δηλαδὴ τὸ ὁποῖο ἕνα ἐγὼ ἔχει ἀφομοιώσει, ὅπως τὸ θέλει ἡ φαινομενολογία τοῦ Husserl:
φαινομενον: Αὐτὸ τὸ ὁποῖο μᾶς βρίσκει (Hölderlin: trifft): τὸ στὸ <μάτι>, στὸν νοῦ δηλούμενο ὅλον (τὸ πραγματικό) ὡς ἀντικείμενο, ὡς ἡ πρόσκρουση τοῦ νοῦ στὸ θεμέλιο καὶ συγχρόνως ἡ ἀναλαμπὴ τοῦ θεμέλιου ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ νοῦ, ἡ πρὸς τὸν ἄνθρωπο στραμμένη πλευρὰ τῆς πραγματικότητας, ὄχι ὡς <ἐννοήσιμη> [begreifbare] μὲ τὴν ἔννοια τοῦ Hegel, οὔτε ὅπως τὸ καταλαβαίνει ἡ φαινομενολογία, ἡ ὁποία μεταμορφώνει τὸ φαινομενον σὲ κάτι τὸ ἀφομοιωμένο καὶ <βιωμένο>.
Καὶ πόσο ῞Ελληνες μποροῦμε, ἐμεῖς πλέον, νὰ εἴμαστε; Κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ μένουμε, νὰ παραμένουμε στὰ φαινομενα δίχως νὰ τὰ <σκεφτόμαστε> και δίχως νὰ τὰ <βιώνουμε>; Τὰ κείμενα τοῦ Γεωργιάδη μᾶς ἐπιβάλλουν αὐτὴν τὴν ἐρώτηση, ποὺ θὰ μᾶς ἀκολουθεῖ μέχρι τέλους.
῞Ομως ποιὰ εἶναι γιὰ τὸν Γεωργιάδη <φαινόμενα>; Τὸ εἴδαμε στὴν <αὐτοπαρουσίασὴ> του: ὁ <θεός>, ὁ <ἔναστρος οὐρανός>, ὁ <ἠθικὸς νόμος>, ὁ <ἦχος τῆς πέμπτης>. Αὐτὸ ποὺ τὰ χαρακτηρίζει εἶναι ἡ <ἀντίσταση> τὴν ὁποία προβάλλουν σὲ κάθε ἀπόπειρα τοῦ νοῦ νὰ τὰ οἰκειοποιηθεῖ. ῞Ομως ἐδῶ ἡ οὐσία τῆς ἀντίστασης δὲν ἔγκειται τελικὰ στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνεχῶς ἐφορμᾶ πρὸς τὴν κυριάρχηση τῶν φαινομένων καὶ συνεχῶς προσκρούει ἐπάνω στὸν ἀδιαπέραστο τοῖχο τοῦ ὅτι ὁ <θεός>, ὁ <ἔναστρος οὐρανός>, ὁ <ἠθικὸς νόμος>, ὁ <ἦχος τῆς πέμπτης> ειναι. Τὸ συμβὰν τῆς πρόσκρουσης, στὸν ἄνθρωπο καὶ μόνον στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἕνα συμβὰν ἰδιαίτερο: ἡ <πράξη τῆς ὀνομασίας>! Καὶ ἡ ἀντίσταση χάνει τελικὰ τὸν χαρακτήρα τῆς σύγκρουσης καὶ τῆς ματαίωσης, καὶ γίνεται ἐμπειρατὴ (καὶ ἐδῶ μὲ ἀληθινὰ ἑλληνικὸ τρόπο - ὡς θαυμασμός:
Στὴν πράξη τῆς ὀνομασίας τὸ σύμπαν περισυλλέγεται ὡς τὸ Τώρα. ῾Η πράξη τῆς ὀνομασίας, αὐτὸ τὸ <ἀνθρώπινο σύμπαν>, τὸ <σύμπαν ὡς ἀνθρώπινο>, εἶναι ἡ ἀντίληψη τοῦ σύμπαντος ὡς δίπολου (νοειν - ειναι): ἡ ἀντίληψη ἑνὸς αὐθορμητισμοῦ, τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἐν μέσῳ τοῦ σύμπαντος τῆς πραγματικότητας. ῾Η πράξη τῆς ὀνομασίας ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ τραχήλου νὰ στρέφεται πρὸς τὰ πίσω. Εἶναι ἡ καθίζηση τῆς αἰφνίδιας, γεμάτης θαυμασμὸ ἀφύπνισης τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸ ἔμβιο ὄν, τὸ ὁποῖο φέρνει ἐντὸς του τὴν λανθάνουσα καταβολὴ τῆς γέννησης τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Εμφάνιση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐμφάνιση τῆς πράξης τῆς ὀνομασίας εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. ῾Ο ἄνθρωπος ἐμφανίζεται καθὼς μέσα του ἐγκαθίσταται ἕνας θαυμασμός. ῎Οχι θαυμασμὸς γιὰ τοῦτο κι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο αὐτὸς (ὡς ἔμβιο ὄν) αἰσθάνεται, πράττει, πάσχει, ἐπιθυμεῖ, συλλαμβάνει μὲ τὶς αἰσθήσεις ἤ (σὲ μία δεύτερη σκέψη ( <συνειδητοποιεῖ>. Καὶ τὰ δύο θὰ ἔμεναν στὸ ἐπίπεδο τοῦ φυσικοῦ, καὶ ἔτσι θὰ ἦταν δέσμιὰ του. ῾Ο θαυμασμός, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τὸν ἄνθρωπο, δὲν εἶναι οὔτε παθητικὴ σύλληψη οὔτε <συνειδητοποίηση>. Δὲν συνάγεται ἀπὸ πουθενὰ ἀλλὰ εἶναι ἕνα πρωτογενές, πηγαῖο: <αὐθορμητισμός>, πράξη. ῎Ετσι ἡ πράξη τῆς ὀνομασίας εἶναι ἡ αὐθόρμητη παραπομπή: ὅμως ὄχι στὰ <πράγματα>, στὸ φυσικό, σὲ ὅ,τι κανεὶς ἐπεθύμησε, αἰσθάνθηκε, ἔπραξε, ἔπαθε, ἀντιλήφθηκε, ἀλλὰ στὸ factum ὅτι εἶναι ἐδῶ, στὸ συγκεκριμένο (ὅτι) ειναι.
῾Η πράξη τῆς ὀνομασίας γίνεται ἔτσι γιὰ τὸν Γεωργιάδη ἡ πρωταρχικὴ πράξη τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Εκεῖνο ποὺ δικαιώνει τὸν ἄνθρωπο ὡς ἄνθρωπο δὲν εἶναι ὅσα <ἐπεθύμησε, αἰσθάνθηκε, ἔπραξε, ἔπαθε, ἀντιλήφθηκε> ἀλλὰ τὸ ὅτι ἐπιθυμίες, αἰσθήματα, πράξεις, πάθη κατὰ ἕναν τρόπο παράξενο βρίσκουν τὴν λύση τους ὅταν καταλαγιάζουν σὲ ἕναν λόγο ὁ ὁποῖος τὰ ὀνομάζει πραγματικά. (᾿Εδῶ ἔγκειται ἄλλωστε ἡ οὐσία τῆς ψυχανάλυσης: τὸ βλέμμα καὶ ὁ νοῦς ἀνοίγουν, καὶ ὅσα ὑπῆρχαν μόνον συγκεχυμένα καὶ πιεστικά, ὀνομάζονται!)
῞Ομως ἐπειδὴ ἡ πράξη τῆς ὀνομασίας συνιστᾶ τὸν ὅρο τῆς δυνατότητας τοῦ κάθε ἔργου, καὶ προπάντων τοῦ ἔργου <τέχνης>:
Τὸ ἐναργὲς οὔτε <κατανοεῖται> οὔτε ἐξηγεῖται. ῾Απλῶς φέρω τὴν βεβαιότητα γι᾿ αὐτό. ῞Οταν λοιπὸν ὀνομάζω, οὔτε κατανοῶ οὔτε χαρακτηρίζω μία ἔννοια. Π.χ. μὲ τὴν ὀνομασία <κυανὸ> δὲν κατατίθεται οὔτε κάποια κατανόηση τοῦ κυανοῦ οὔτε κάποιος ὁρισμὸς του: προσκρούω σ᾿ αὐτὸ τὸ factum. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ διαπεράσω. ᾿Αντ᾿ αὐτοῦ ἡ πρόσκρουση ἐπάνω στὸν ἀδιαπέραστο τοῖχο, ποὺ συμπεριλαμβάνει κι ἐμένα, μὲ τὴν ὀνομασία μεταβάλλεται: <κυανό>. (...) Συνεχῶς ἐπανέρχεται ἡ παράξενη, αἰφνίδια ἔκλαμψη τῆς ὀνομασίας: θαυμάζοντας ἐννοοῦμε, παραπέμπουμε, προκαλούμαστε νὰ ὀνομάσουμε. Αὐτὸ δὲν ἰσχύει μόνον γιὰ τὰ οὐσιαστικά, τὰ ἐπίθετα ἤ τὰ ρήματα ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ εἴδη τῶν λέξεων: ἀκόμη κι ἕνα <ὅμως> (κυρίως ἔκδηλο στὸν Hölderlin) συμβαίνει ὡς ἕνας ἐναργὴς τρόπος ἀναφορᾶς.
Αὐτὴ ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς ὀνομασίας δείχνεται μὲ τὸν πιὸ ἔντονο τρόπο στὰ κύρια ὀνόματα. ῾Η ὀνομασία εἶναι ἐξ ὑπαρχῆς διαφορετικὴ ἀπὸ κάθε κατανόηση ἤ ἐξήγηση, καὶ εἶναι συνάμα κάτι πολὺ περισσότερο.
Πάτερ ἡμῶν ἁγιασθήτω τ᾿ ὄνομὰ σου: ὁ θαυμασμὸς ὅτι ὑπάρχει κἄν <πατέρας> (ἐδῶ <πατέρας> κατεξοχήν). Κατὰ τρόπο ἀδιανόητο, ἀκατάληπτο, ἡ ὀνομασία ἐπιτελεῖ τὸν <πατέρα>. <Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἁγιασθήτω τ᾿ ὄνομὰ σου> - περισσότερα δὲν μπορῶ νὰ πῶ. <Τὸ ὄνομὰ σου> εἶναι ἀντιπροσωπευτικὸ γιὰ τὸ κατεξοχὴν ᾿Αλλότριο: τὸ ὄνομὰ του, ἤ αὐτοῦ τὸ ὁποῖο φέρνει τὸν θαυμασμό, αὐτοῦ τὸ ὁποῖο ὀνομάζουμε <θεό>. Αὐτὸ ἁγιάζεται. Τὸ θαῦμα τοῦ θαυμασμοῦ, ἡ στὸν ἄνθρωπο ἐμπεδομένη προϋπόθεση καὶ ἡ ἀρχὴ κάθε ὀνομασίας βρίσκεται συγκεντρωμένη στὴν ἀρχὴ τοῦ Πάτερ ῾Ημῶν.
῾Η τελευταία παράγραφος μᾶς ἔδωσε μία ἰδέα τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο γιὰ τὸν Γεωργιάδη ὁ <θεὸς> ἀπαντᾶται ἀκριβῶς στὴν <ἀντίσταση> τοῦ ὀνόματὸς του. ῎Ας γνωρίσουμε αὐτὴν τὴν ἐμπειρία καὶ ἀλλοῦ, στὸν <ἔναστρο οὐρανὸ ἀπὸ πάνω μας καὶ τὸν ἠθικὸ νόμο μέσα μας>. ᾿Εδῶ προσφέρεται καὶ μία καλὴ εὐκαιρία νὰ δοῦμε αὐτὴν τὴν ἰδιάζουσα εὐρύτητα τοῦ πνεύματος τοῦ Γεωργιάδη, γιὰ τὸν ὁποῖο, θυμόμαστε, δὲν ὑφίσταται καμμία <αὐτόνομη πνευματικὴ περιοχή>. ᾿Εδῶ τώρα Kant καὶ Μπετόβεν ἔρχονται σὲ μία σπάνια καὶ ὅμως τόσο φυσικὴ συνομιλία, ἡ ὁποία ὑπονοεῖ ὅτι ἴσως ἡ νόηση ἔχει πρωτογενῶς ἕναν μουσικὸ χαρακτήρα καὶ ὅτι ἡ μουσικὴ καθεαυτὴν μιλάει γιὰ τὴν νοοῦσα κατοίκηση τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο:
῾Η νέα δομικὴ λειτουργία, τὴν ὁποία στὴν μουσικὴ φράση τῶν Κλασσικῶν τῆς Βιέννης ἔχει ἡ ἀντιπαράταξη μορφωμάτων-συμβάντων ποὺ ἀρχίζουν κατευθεῖαν στὴν θέση [σ.τ.μ.: στὸ πρῶτο, τονισμένο μέρος τοῦ μουσικοῦ μέτρου] καὶ μορφωμάτων διαβατικῶν ποὺ ἀρχίζουν στὴν ἄρση [σ.τ.μ.: στὸ τελευταῖο, ἀσθενὲς μέρος τοῦ μουσικοῦ μέτρου], συλλαμβάνεται ἐπιγραμματικὰ στὸ νοττο τῆς τελικῆς φράσης τοῦ τελευταίου κουαρτέτου γιὰ ἔγχορδα τοῦ Beethoven σὲ φα μείζονα.
῾Η ὅλη φράση ἔγκειται στὴν χωριστὴ παράθεση καὶ στὴν συνακόλουθη σύνδεση τῶν δύο (βέβαια ὄχι πλέον κειμενικῶν) σκέψεων.
Αὐτὸ τὸ motto ἐμφανίζεται σὰν ἀνάμνηση τῆς ἀντιπαράταξης τοῦ <ἠθικοῦ νόμου> καὶ τοῦ <ἔναστρου οὐρανοῦ> στὸν Kant, τὴν ὁποία ἄλλωστε γνώριζε πολὺ καλὰ ὁ Beethoven καὶ τὴν θεωροῦσε σημαντική. Τὸ πιὸ ἐκπληκτικὸ ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ὅτι ὁ Kant στάθηκε ἐμπρὸς σ᾿ αὐτὴν τὴν δυάδα δίχως νὰ ἀναζητήσει τὴν πέραν αὐτὴς ὑποτιθέμενη ἕνωση - τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα τῆς φιλοσοφίας. Μέσα ἀπὸ τὴν μουσική, ἡ δυάδα αὐτὴ μᾶς ἀποκαλύπτεται ὡς ἡ δομὴ ἐπιταγῆς-πράξης. Στὴν περίπτωση τοῦ μουσικοῦ φαινομένου μᾶς ἐμφανίζεται ὡς οὐσιακὰ ἀναγκαῖο, ὡς συστατικὸ στοιχεῖο αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. ῾Η μουσικὴ (καὶ μὲ ἕνα ἰδιαίτερο νόημα ἡ μουσικὴ τῶν Κλασσικῶν τῆς Βιέννης) λέει: <πρέπει>, <πρέπει νὰ τὸ τολμήσεις>, <πρέπει τὴν ἑπόμενη στιγμὴ νὰ ἀποφασίσεις.>
Αὐτὸ θὰ τὸ ἐννοήσουμε καθαρότερα ὅταν προσέξουμε ὅτι γιὰ τὸν Γεωργιάδη ἡ μουσικὴ ἔχει τὸν χαρακτήρα αὐτοῦ τὸ ὁποῖο οἱ ᾿Αρχαῖοι ἀποκαλοῦν νομο:
῾Ο νομος εἶναι κάτι σὰν μία ἰδεατὴ μελωδία ἡ ὁποία δὲν συλλαμβάνεται καθεαυτὴν διότι εἶναι θεῖα, ἡ ὁποία ὅμως συνιστᾶ τὴν βάση γιὰ κάθε πραγμάτωση. Εἶναι ὅπως τὸ (ἀόρατο) θέμα πρὸς τὶς ἑκάστοτε παραλλαγὲς ποὺ προκύπτουν. ῾Η πράξη τοῦ μουσικοῦ εἶναι λοιπὸν σὰν παραλλαγὴ μιᾶς δεδομένης μουσικῆς ἰδέας.
(Μουσικὴ καὶ Γραφή, Kleine Schriften, σελ.113):
Σὲ μεταγενέστερες ἐποχὲς στὴν θέση τῶν ἀπὸ τοὺς θεοὺς δημιουργηθέντων νομων ἦρθε ἡ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους (τοὺς συνθέτες) ἑκάστοτε δημιουργούμενη ὁδηγία γιὰ τὸ παίξιμο τῆς μουσικῆς. Αὐτὴ ἡ ὁδηγία καταγράφεται, διατηρεῖται μὲ τὴν μουσικὴ γραφή. Προκύπτει ἡ σχέση σύνθεση-ἐκτέλεση ὅπως τὴν γνωρίζουμε, ἡ ἀποστολὴ κάτι ὀρατὸ νὰ μεταβληθεῖ σὲ κάτι ἀκουστό.
(Μουσικὴ καὶ Νόμος, ὅ.π., σελ.168):
῾Ο νομος εἶναι κάτι τὸ ἰσχύον καὶ ἔτσι τρόπον τινὰ παντοτεινό, τὸ ὁποῖο ὅμως ἀποκτᾶ πλήρη πραγματικότητα μόνον στὴν ἑκάστοτε ἐφαρμογή. Δὲν εἶναι κάτι (...) παροντικὸ ἀλλὰ κάτι τὸ ὁποῖο δίνει μία ὁδηγία, μία κατεύθυνση, δείχνει στὸν ἄνθρωπο τὶ ἔχει νὰ κάνει: τἰ πρέπει νὰ κάνει, τὶ μπορεῖ νὰ κάνει (ἤ ἀκόμη τὶ συνηθίζεινὰ κάνει.
῾Η δομὴ ἐπιταγῆς-πράξης ἰσχύει τόσο γιὰ τὸν μουσικὸ νομο ὅσο καὶ γιὰ τὸν νομο γενικά. ᾿Ενῶ ὅμως ὁ γενικὸς νομοσ ἀνήκει στὴν περιοχὴ τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, τῆς δράσης, τοῦ πρακτικοῦ λόγου, τοῦ δικαίου, τῆς πολιτικῆς, στὴν μουσική (καὶ μόνον σ᾿ αὐτήν) ἡ δομὴ τοῦ νομου ἐμφανίζεται ὡς ἕνα φαινόμενο τὸ ὁποῖο συναντοῦμε, καὶ μάλιστα ὡς οὐσιακό, ἀναγκαῖο θεσμικὸ στοιχεῖο αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. Μόνον ἐδῶ ὁ νομος ἔχει τὸν χαρακτήρα τοῦ σὲ ἕνα πραγματικὸ <κάτι> (καὶ ὄχι ἄμεσα στὸν ἄνθρωπο) δηλούμενου. ῾Ο μουσικὸς νομος, αὐτὴ ἡ διαπλοκὴ νοήματος ὡς ἐπιταγῆς καὶ ὡς πράξης, ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν <φύση τοῦ θέματος>: ἀπὸ τὴν φυα (τὴν οὐσία, τὴν προέλευση) τῆς μουσικῆς.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν παρέκβαση, μὲ τὴν ὁποία ὁ Γεωργιάδης διευκρινίζει τὸ <πρέπει> στὴν μουσική, ἐπανερχόμαστε στὸ παράθεμα ποὺ διακόπηκε στὴν φράση <πρέπει τὴν ἑπόμενη στιγμὴ νὰ ἀποφασίσεις>:
Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος <πρέπει> (κατηγορικὴ ἐπιταγή) καὶ τὸ ὅτι πεθαίνει (καὶ τὸ γνωρίζει), ἀλληλοκαθορίζονται. Τίποτε δὲν θὰ ἔπρεπε γι᾿ αὐτὸν ἐὰν δὲν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει. Τοῦ <πρέπει> ὡς θνητοῦ-πνευματικοῦ ὄντος, δηλαδὴ ὡς μὴ ταυτόσημου μὲ τὸ (ὅτι) ειναι.
Τὸ <πρέπει> εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο <ἀδιαπέραστο>, εἶναι <ἀντίσταση>, τὸ χρη τῶν ᾿Αρχαίων, factum καὶ ὄχι ἀποτέλεσμα διαδικασίας, π.χ. τῆς <ἐσωτερίκευσης> κοινωνικῶν ἐπιταγῶν καὶ τῆς διαμόρφωσης ἑνὸς <ὑπερεγώ>.
᾿Αντίστοιχα καὶ ἡ ἴδια ἡ μουσική, ἤδη ἕνα ἁπλὸ μουσικὸ διάστημα ὅπως αὐτὸ τῆς πέμπτης, εἶναι ἐπίσης <ἀντίσταση>, δὲν ἀνάγεται πουθενὰ καὶ δὲν ἐξηγεῖται ἀπὸ τίποτε, π.χ. ὡς <ἔκφραση συναισθημάτων>. ῾Η μουσικὴ δὲν τίθεται στὴν ὑπηρεσία κανενός. Εἶναι τὸ ἁπλὸ μίλημα τοῦ (ὅτι) ειναι:
῞Οπως ἡ πέμπτη δὲν σηματοδοτεῖ, δὲν ἀπεικονίζει, δὲν <ὀνομάζει>, ἔτσι δὲν εἶναι καὶ <ὀνομάσιμη>, δὲν δηλώνει οὔτε κάποια ἐνεργητικὴ οὔτε κάποια αθητικὴ δομὴ τοῦ ρήματος: δὲν <ὀνομάζει> (ἐνεργητική) καὶ <δὲν τὴν ὀνομάζουν> (παθητική) ἀλλὰ <ὀνομάζεται> (μέση!). ῾Ο ἦχος τῆς πέμπτης εἶναι ἡ <ὀνομασία> της. ῾Η λέξη <πέμπτη> εἶναι δευτερογενής, προσθήκη. Τὸν ἥλιο τὸν ἀντιλαμβάνομαι πρῶτα μὲ τὴν ὀνομασία: ὅμως ἡ πέμπτη γίνεται πλήρως ἀντιληπτὴ ὡς ἦχος. (...)
Η μουσικη εκδηλωνεται ως "παιχνιδι", ως πραξη αυθορμητη η οποια βρισκεται σε αναφορα με τον εαυτο της. Αυτη ειναι η γνησια "μουσικη": η ΑΡΜΟΝΙΑ του Πυθαγορα, η μουσικη του Byrd, του Palestrina, του Bach. Η γνωση για το [οτι] ΕΙΝΑΙ, η γνωση οτι ΕΙΝΑΙ, εδω κατατιθεται [...] ως πραγματικη πραξη, παιξιμο, ως (πληρης, ηχων) χρονος.
(τρίτη παράγραφος)
῾Η πρώτη παράγραφος μιλᾶ γιὰ τὴν <δέσμευση ἀπὸ ἕνα ζωντανὸ σῶμα>. Εἴδαμε πὼς μία τέτοια δέσμευση συνεπάγεται τὴν ἄφεση στὸ <φαινόμενο>, δηλαδὴ στὸ <πραγματικό>, τὸ ὁποῖο φανερώνεται σὰν τέτοιο στὴν τέχνη ( ἡ ὁποία πάλι δὲν ἐννοεῖται μέσα ἀπὸ τὴν Αἰσθητικὴ ἀλλὰ ἐπιτελεῖται ὡς πράξη μιᾶς κατεξοχὴν ὀνομασίας.
῾Η δεύτερη παράγραφος ἔχει ὡς κύρια λέξη τὴν <ἀντίσταση> ἀπέναντι στὴ ἀξίωση τοῦ νοῦ νὰ ἐπερωτᾶ τὸ φαινόμενο καὶ νὰ ἐπιμένει νὰ ἐκμαιεύσει ἀπαντήσεις στὰ <γιατί;> καὶ <πῶς>. Εἶναι τελικὰ ὁ θαυμασμὸς ἐμπρὸς στὸ (ὅτι) ειναι. Καὶ ἡ ἐμπειρία τοῦ μὴ οἰκειποποιήσιμου, τοῦ ᾿Αλλότριου, ἐμφανίζεται ἐδῶ παντοῦ ὡς ἡ ἐμπειρία τοῦ θείου.
῾Η τρίτη παράγραφος μᾶς μαρτυρεῖ τὸν τόπο τῆς προέλευσης ὅσων ἀναπτύχθηκαν στὶν δύο προηγούμενες. Διότι ὁ ἱστορικὸς Γεωργιάδης δὲν παρουσιάζει δικὲς του ἐπινοήσεις ἀλλὰ ἀνατρέχει στὴν παράδοση, ἐδῶ, σ᾿ αὐτὴν τῆς μεγάλης ἑλληνικῆς νόησης, στὶς ἀπαρχὲς τῆς ὁποίας ἀπαντᾶται τὸ ποίημα τοῦ Παρμενίδη, ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ ὁποίου λέει το γαρ αυτον νοειν εστιν τε και ειναι.
Πάντως σ᾿ ἐμᾶς ἡ <μετάφραση> ἀπὸ τὸν Γεωργιάδη τοῦ νοειν μὲ <βεβαιότητα> τοῦ εστιν, τοῦ (ὅτι) ειναι, ἀκούγεται παράξενα. ᾿Εμεῖς γνωρίζουμε τὴν βεβαιότητα κυρίως μέσα ἀπὸ δύο δρόμους. ῾Ο πρῶτος εἶναι αὐτὸς τῆς πίστης, ἰδιαίτερα τῆς θρησκευτικῆς. ῾Ο δεύτερος εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἐπιστημονικῆς ἀλήθειας. ῞Ομως στὴν θρησκευτικὴ πίστη ὁ νοῦς δὲν συμμετέχει, καὶ στὴν ἐπιστημονικὴ ἀλήθεια τὰ πράγματα ὡς ἀντικείμενα προσαρμόζονται στοὺς ὅτους τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας καὶ τῶν κρίσεὼν της. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ ἀλληλουχία νόησης καὶ Εἶναι, ἡ ὁποία λέγεται στὸ ἀπόσπασμα τοῦ Παρμενίδη, διασπᾶται: ἡ <δέσμευση ἀπὸ τὸ ζωντανὸ σῶμα>, ἡ <βεβαιότητα> τὴν ὁποία παρέχει ὅταν κανεὶς πατάει μὲ τὰ δύο πόδια ἐάνω στὴ γῆ, χάνεται. ῞Οσον ἀφορᾶ ἰδιαίτερα τὴν ἐπιστημονικὴ σκέψη, ἡ ἐδῶ ζητούμενη <βεβαιότητα> χρειάζεται τὴν παραίτηση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν ἀξίωσὴ του νὰ ἀνεξαρτοποιεῖται καὶ νὰ κτίζει, μὲ τὴν μέθοδο τῆς λογικῆς ἐπιχειρηματολογίας καὶ τῶν ἀποδείξεων, τὸ οἰκοδόμημα τῆς <γνώσης>. ῾Η <βεβαιότητα> εἶναι καταρχὴν ἡ <λιτότητα> τῆς ἁπλῆς παραμονῆς στὸ <φαινόμενο>:
῾Η σὲ μορφὴ λογικῶν ἐπιχειρημάτων παρουσίαση θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει στὴν παρανόηση ὅτι θὰ ἤθελα νὰ ἀποδείξω τὶς ἐνοράσεις μου. ῞Ομως γνωρίζω πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατό, καὶ δὲν τὸ θέλω κἄν. Τὸ πρωταρχικὸ (ἡ βεβαιότητα, τὸ [ὅτι] ειναι) δὲν ἔχει τίποτε νὰ κάνει μὲ τὴν λογικὴ κι ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ ἑδραιωθεῖ λογικά. Οὔτε ὅταν ἡ λογικὴ διαπλέκεται μὲ τὴν φυσικομαθηματικὴ γνώση, μὲ θεωρία καὶ μὲ παρατήρηση ὅπως στὶς μοντέρνες θετικὲς ἐπιστῆμες.
᾿Εδῶ τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ ἐνόραση στὸ φαινόμενο, τίποτε λιγώτερο καὶ τίποτε περισσότερο:
῾Η προϋπόθεσὴ μου εἶναι ἡ στὴν πράξη τῆς ὀνομασίας δηλούμενη βεβαιότητα (ὅτι) ειναι. Δὲν ἀναζητῶ νὰ συλλάβω ὅ,τι βρίσκεται πέραν αὐτοῦ τοῦ ὁρίου ποὺ τίθεται στὸν ἄνθρωπο, τὸ <μὴ ὀνομάσιμο> (τὸ <ἄφατο>). Εἶμαι λιτός. ῞Ομως ἡ φύση τῆς λιτότητὰς μου δὲν εἶναι θετικιστική. ᾿Αφοῦ γνωρίζω ὅτι ειναι. Μόλις προσπαθήσω νὰ συλλάβω τὸ τί, χάνω τὸ στέρεο ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. ᾿Αντικαθιστῶ τὴν βεβαιότητα τοῦ ῞Οτι μὲ ὑποθέσεις. Εἰσέρχομαι στὸ βασίλειο τῆς γνώσης.
῾Η νόηση τοῦ Γεωργιάδη δὲν πρέπει νὰ νομιστεῖ ὅτι ἀνήκει στὸν χῶρο τῆς <ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας>, καὶ ἀκόμη βρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ κάθε <ψυχολογία>:
῾Η βεβαιότητα τοῦ (ὅτι) ειναι, ὡς ἡ βεβαιότητα τοῦ ειμαι, τοῦ <(ὅτι) ειναι μέσα μου>, δημιουργεῖ τὴν (ἀνθρώπινη) ὕπαρξη. ῞Υπαρξη εἶναι ἡ ὀνομασία. ᾿Αντίθετα πρὸς αὐτό, ἡ <ὑπαρξιακὴ φιλοσοφία> εἶναι μία <φιλοσοφία τοῦ βουβοῦ>: τοῦ ἐμβίου ὄντος (ζώου), πάντως ἑνὸς ἀπελπιστικὰ ἐγκαταλειμμένου, <ἐριμμένου> ζώου τὸ ὁποῖο ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὸ πλέγμα τῶν ἄμεσων, <πρό-χειρων> πραγμάτων, τὸ ὁποῖο, ἀπομονωμένο ἀπὸ τὸ σύμπαν, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀναπαραστήσει πραγματικά. <Μιλάει> μέν, ὅμως ἡ ἱκανότητα τῆς ὀνομασίας δὲν εἶναι θεσμική. ῾Ο λόγος εἶναι ἁπλῶς ἕνα μέσον, ἐπάνω στὸ ὁποῖο μποροῦν <φαινομενολογικά> νὰ μελετηθοῦν οἱ <διαθέσεις> (φυσικὲς στάσεις) . ῾Η συγγένεια τῆς ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας μὲ τὴν ψυχανάλυση εἶναι ὀφθαλμοφανής.
[᾿Εδῶ ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὡς ψυχαναλυτῆ μία παρατήρηση. ῾Η κριτικὴ τοῦ Γεωργιάδη στὴν ψυχανάλυση εἶναι σωστή. Τὴν διατύπωσε ἐμπεριστατωμένα γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Ludwig Binswanger - σὲ μία ὁμιλία γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς 80ῆς ἐπετείου τῶν γενεθλίων τοῦ δασκάλου του Sigmund Freud. Στὴν κυρίαρχη φροϋδικὴ (καὶ λακανικὴ) θεώρηση τῆς ψυχανάλυσης ὁ λόγος εἶναι κάτι δευτερογενές, σημειολογία ἑνὸς καθεαυτὸ ἄφατου. Γιὰ μία ἄλλη ἐννόηση τῆς ψυχανάλυσης, ἡ ὁποία ἀρχικὰ διαγράφηκε στὰ πλαίσια τῆς λεγομένης <σχολῆς τῆς Ζυρίχης> τῆς Daseinsanalyse, καὶ ὅπου ἡ γλῶσσα κατέχει πλέον τὴν θέση ποὺ τῆς ἁρμόζει, καὶ μάλιστα μέσα ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ στὸ ἀπόσπασμα τοῦ Παρμενίδη τὸ ὁποῖο μνημονεύει ὁ Γεωργιάδης, βλ. τὸ βιβλίο μου ᾿Επανεισαγωγὴ στὴν ψυχανάλυση, ᾿Αθήνα 1991, κεφ. <Τὸ ἀσυνείδητο>.]
Τὶ μπορεῖ ἀκόμη νὰ εἰπωθεῖ γιὰ τὴν <βεβαιότητα>; ῾Η λέξη βεβαιως ὑπάρχει καὶ στὸν ἴδιο τὸν Παρμενίδη. Στὸ ἀπόσπασμα IV γράφει: λευσσε δ᾿ ομως απεοντα νοωι παρεοντα βεβαιως. Σὲ μία ἑρμηνευτικὴ μετάφραση, οἱ προϋποθέσεις καὶ οἱ προεκτάσεις τῆς ὁποίας ἐδῶ δὲν μποροῦν νὰ συζητηθοῦν: Στὰ μάτια τοῦ νοῦ εἶναι βεβαίως ὅμοια, ἀπόντα καὶ παρόντα. Κατὰ πόσον εἶναι ἀπόντα καὶ παρόντα, π.χ. τὸ Μόναχο καὶ ἡ ᾿Αθήνα, σήμερα, μία ἡμέρα τοῦ Μαΐου τοῦ 1996, στὰ ᾿Εξάρχεια, <βεβαίως ὅμοια>; Κατὰ τὸ ὅτι καὶ τὰ δύο εἶναι, δηλαδὴ -όντα, δηλαδὴ ὡς πρὸς τὸ ὅτι ἀπόντα καὶ παρόντα εἶναι! Καὶ ἡ <βεβαιότητα> ἔγκειται στὸ ὅτι τοῦτο δὲν ἀποτελεῖ συμπέρασμα ἑνὸς συλλογισμοῦ ἀλλὰ δεδομένο (factum!) καθόσον κάθε ἀπὸν καὶ κάθε παρόν, ὀνομαζόμενο σὰν τέτοιο, Μόναχο, ᾿Αθήνα, δηλώνεται ἤδη ὡς ὄν, δηλώνεται στὸ (ὅτι) ειναι.
῎Ετσι ἡ βεβαιότητα δὲν ἀφορᾶ τὸ πῶς εἶναι ἡ σχέση μου μὲ τὰ ἀπόντα καὶ μὲ τὰ παρόντα, ἐὰν π.χ. νοσταλγῶ ἤ κακολογῶ τὸ ἀπὸν καὶ ἐὰν μὲ τέρπει ἤ μὲ ταλανίζει τὸ παρόν. ῾Η βεβαιότητα ἀφορᾶ <μόνον> τὸ ὅτι ἀπόντα καὶ παρόντα ειναι, καὶ <μόνον> ὅτι συνάμα ἐγὼ ειμαι. Δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ χῶρος γιὰ μία συζήτηση αὐτοῦ τοῦ <μόνον>, τὸ ὁποῖο ἐνδεχομένως φυλάγει ἐντὸς του ἕναν πλοῦτο ἀσύγκριτο. ῎Ας τὸ ἀκούσουμε καταρχὴν μέσα ἀπὸ ὅ,τι ὁ Γεωργιάδης ὀνομάζει <λιτότητα>:
Μία συζήτηση τοῦ παραπάνω ἀποσπάσματος τοῦ Παρμενίδη δὲν ὑπάρχει ὅσο γνωρίζω στὸν Γεωργιάδη, ὅμως μπορεῖ νὰ μᾶς ἐξοικειώσει περισσότερο μὲ τὸν λόγο του:
Στὸν ἄνθρωπο, ὡς αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται τὸ πραγματικό, δηλαδὴ ὀνομάζει, αἴφνης τὸ Χ καθίσταται ἐναργές. ᾿Εδῶ δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ ἀμφιβολία. ᾿Εὰν ἀναζητήσω μία φράση ἡ ὁποία νὰ μοῦ εἶναι πρόδηλη ἐξαρχῆς, αὐτὴ λέει: ὑπάρχει ἡ πράξη τῆς ὀνομασίας καὶ ἔτσι ἡ βεβαιότητα ὅτι <εἶναι> - καὶ συνάμα ὅτι <εἶμαι>. ῎Οχι: <cogito ergo sum> ἀλλά: <ὀνομάζω, ἄρα εἶναι καὶ μαζὺ εἶμαι.> ῾Υπάρχει ἡ βεβαιότητα ειναι, καὶ μαζὺ της ἡ βεβαιότητα γιὰ ὅλα ὅπου ὁ ἄνθρωπος καταδεικνύεται ὡς ἄνθρωπος, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων καὶ στὴν νόηση.
῾Η φράση ειναι συνηχεῖ σὲ κάθε γνήσια πράξη ὀνομασίας, τὴν συνοδεύει σταθερά, τρόπον τινὰ ὡς τὸ ἐντὸς της περιεχόμενο <ἀμήν>: εἶναι ἡ <φόρμα τῆς ὀνομασίας>.
῞Ομως ὅταν ἐδῶ ὅλα συμβαίνουν <αἴφνης>, καὶ δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴν <σκέψη> καὶ ὅ,τι αὐτὴ ἐπιτελεῖ, δηλαδὴ ὑποθέσεις, συσχετισμούς, συμπεράσματα, ἀποδείξεις, πῶς μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ τὸ (ὅτι) ειναι; Πῶς μπορεῖ αὐτὸ τὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο πρωταρχικὸ καὶ ἀποφασιστικὸ συμβὰν νὰ συλληφθεῖ; Δὲν μπορεῖ! Τὰ φαινόμενα δὲν συλλαμβάνονται σὰν τέτοια, εἶναι <μόνον> ἐνοράσιμα. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ὑποβοηθηθεῖ μία ἐνόραση;:
῾Η διαφορετικότητα τῆς μεθόδου μου μπορεῖ νὰ ἀναγνωριστεῖ καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ παρουσίαση μαρτυρεῖ μία προτίμηση στὴν χρήση ἀναλογιῶν (μεταφορῶν, εἰκόνων).
῞Ομως μία ἀναλογία δὲν εἶναι ἀπόδειξη. Μπορεῖ μόνον νὰ ὑποδείξει τὸ μὴ ἀποδείξιμο, ὅμως βεβαίως πρόδηλο ἑνὸς πράγματος, ἑνὸς φαινομένου: μπορεῖ ἁπλῶς νὰ βοηθήσει τὴν ἐνόραση στὸ φαινόμενο.
Τελειώνοντας τὴν συζήτηση τῶν τριῶν παραγράφων, θὰ δοῦμε μία τέτοια <εἰκόνα>, στὴν ὁποία συνοψίζονται τρόπον τινὰ ὅσα εἰπώθηκαν:
῎Ας θυμηθοῦμε μία εἰκόνα τοῦ ῾Ηράκλειτου: ῾Η ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅπως ἡ ἀράχνη στὸ δίχτυ της. ῞Οταν σ᾿ αὐτὸ συμβεῖ ἕνα ἐρέθισμα, ἡ ἀράχνη τρέχει πρὸς τὰ ἐκεῖ. ῎Ας τὸ μεταφέρουμε στὴν σφαῖρα στὴν ὁποία ἁπλώνεται ὁ ἄνθρωπος. ῞Οταν μᾶς φωτίζει ἕνα φῶς στὰ ὅρια τῆς σφαίρας, στὴν ἐπιφάνεια τῆς σφαίρας (αὐτὸ εἶναι ἡ πράξη τῆς ὀνομασίας), ἡ ἀράχνη τῆς συνείδησὴς μας πηγαίνει ἕως αὐτὸ τὸ ἀκρότατο ὅριο: ἀπὸ ἐκεῖ βλέπει τὴν ἴδια της τὴν σφαῖρα φωτισμένη, καὶ συγχρόνως ἐμπειρᾶται τὸ ὅριὸ της, θαμπώνεται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ συμβαίνει στὸ ὅριο: ἐμπειρᾶται τὸ (ὅτι) ειναι, τὴν βεβαιότητα: τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτό. ῞Ομως αὐτὸ ἀρκεῖ. ᾿Εμπειρᾶται ἐκεῖ τὴν λιτότητα, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐποικοδομητική. ᾿Αναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν θεό. Θαυμάζει.
Δύο παρατηρήσεις ἀκόμη: Πρῶτον, μέσα ἀπὸ τὸ τελευταῖο παράθεμα γιὰ τὸ <φῶς στὰ ὅρια τῆς σφαίρας>, παρακολουθοῦμε καθαρότερα τὶ σημαίνει γιὰ τὸν Γεωργιάδη τὸ <σημεῖο ἐπαφῆς τοῦ ἐγὼ μὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἀντικειμενικότητα>, δηλαδὴ ἡ <πραγματικότητα>.
Δεύτερον, ἀναγνωρίζουμε στὸν Γεωργιάδη ἕναν σπάνιο ἄνθρωπο, καθόσον ἡ μακρόχρονη κι ἐπιτυχημένη ἐνασχόληση μὲ τὸ ἀντικείμενὸ του δὲν τὸν ὁδήγησε στὴν ὑπεροψία καὶ στὴν αὐτοπεποίθηση ἀλλὰ στὴν <λιτότητα> καὶ στὸν θαυμασμό ...