Σημειωσεις επανω στο "Το αμαρτημα της μητρος μου" του Γεωργιου Βιζυηνου






Σημειωσεις επανω στο -"Το αμαρτημα της μητρος μου" του Γιωργου Βιζυηνου

Η εποχη

Με εξαιρεση τους διαλογους, το διηγημα ειναι γραμμενο στην καθαρευουσα:

Άλλην αδελφήν δεν είχομεν παρά μόνον την Αννιώ. Ήτον η χαϊδεμμένη της μικράς ημών οικογενείας και την ηγαπώμεν όλοι. Αλλ’ απ’ όλους περισσότερον την ηγάπα η μήτηρ μας. Εις την τράπεζαν την εκάθιζε πάντοτε πλησίον της και από ό,τι είχομεν έδιδε τον καλλίτερον εις εκείνην. Και ενώ ημάς μας ενέδυε χρησιμοποιούσα τα φορέματα του μακαρίτου πατρός μας, διά την Αννιώ ηγόραζε συνήθως νέα.

Η καθαρευουσα ειναι περιεργη γλωσσα. Δεν ειναι μητρικη γλωσσα. Ποτε δεν αποκτησε εκεινη την ζεστη αμεσοτητα, εκεινη την οικειοτητα οπου τα πραγματα φωλιαζουν στις λεξεις τους σαν σε μητρικη αγκαλια. Επινοηθηκε απο του λογιους του 18ου αιωνα και χρησιμοποιηθηκε απ' αυτους και την κρατικη γραφειοκρατια. Γι' αυτο αλλωστε και δεν εφαρμοζεται στους διαλογους του διηγηματος. Και σιγουρα ο συγγραφεας, αν αφηγουνταν σε καποιον τις αναμνησεις του που ακουσαμε, η εαν τις αναλογιζοταν ο ιδιος, θα τις ελεγε στο ιδιωμα του τοπου καταγωγης του, τα θρακιωτικα. Για να τις καταγραψει στο διηγημα, πρεπει να τις μεταφρασει στην καθαρευουσα. Κι εμεις παλι, οταν διαβαζουμε τα λογια του, ασυναισθητα τα μεταφραζουμε πισω στην καθομιλουμενη γλωσσα μας. Το "Ήτον η χαϊδεμμένη της μικράς ημών οικογενείας και την ηγαπώμεν όλοι." το ακουμε: "Ηταν η χαιδεμενη της μικρης μας οικογενειας και την αγαπουσαμε ολοι."

Το αποσπασμα, αμεταφραστο, δεν μας αγγιζει, δεν μας διαπερνα. Ακουστε το οταν γινεται παρασταση.

Άλλην αδελφήν δεν είχομεν παρά μόνον την Αννιώ. Ήτον η χαϊδεμμένη της μικράς ημών οικογενείας και την ηγαπώμεν όλοι. Αλλ’ απ’ όλους περισσότερον την ηγάπα η μήτηρ μας. Εις την τράπεζαν την εκάθιζε πάντοτε πλησίον της και από ό,τι είχομεν έδιδε τον καλλίτερον εις εκείνην. Και ενώ ημάς μας ενέδυε χρησιμοποιούσα τα φορέματα του μακαρίτου πατρός μας, διά την Αννιώ ηγόραζε συνήθως νέα.

Η εμφανης προσπαθεια του ηθοποιου να αποδοσει τον λογο φυσικα, να τον απαγγειλει οπως μιλουμε, φερνει το ακριβως αντιθετο αποτελεσμα. Στολιζει ενα πτωμα.

Η καθαρευουσα δεν ειναι γλωσσα της καθημερινη συνομιλιας. Οταν το πτωμα δεν στολιζεται, οταν δεν υπαρχει η αποπειρα να ειπωθει φυσικα, ακουγεται καπως ετσι:

Η συναίσθησις του αμαρτήματος, η ηθική ανάγκη της εξαγνίσεως και το αδύνατον της εξαγνίσεως αυτού – τι φρικτή και αμείλικτος Κόλασις! Επί εικοσιοκτώ τώρα έτη βασανίζεται η τάλαινα γυνή χωρίς να δυνηθή να κοιμίση τον έλεγχον της συνειδήσεώς της, ούτε εν ταις δυστυχίαις ούτε εν ταις ευτυχίαις της!

Νομιζουμε πως ακουμε πολιτικο, η νομικο αλλων εποχων!

Η μεταγλωττιση παλι στη νεα ελληνικη γλωσσα, μας βοηθα να διακρινουμε ενα αλλο χαρακτηριστικο της καθαρευουσας. Ακουμε ενα αποσπασμα στο πρωτοτυπο:

Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον με μαύρον ύφασμα, επί του οποίου υπήρχε σκεύος πλήρες ύδατος και εκατέρωθεν δύο λαμπάδες αναμμέναι. Η μήτηρ μου γονυπετής εθυμίαζε τ’ αντικείμενα ταύτα προσέχουσα επί της επιφανείας του ύδατος.

Και σε ελευθερη μεταγλωτισση.

Στα νεα ελληνικα η αναγνωση μπορει να υποβαλλει μια ατμοσφαιρα, να ασκει μια ψυχολογικη επιδραση. Απευθυνεται στον εσωτερικο κοσμο. Η καθαρευουσα μας καθηλωνει στην εξωτερικοτητα. Το τεχνητο και εξεζητημενο της, το "δηθεν", ακριβως επειδη δεν επιτρεπει εσωτερικευση και μας κρατα εξω στα πραγματα, εχει μια σκηνικοτητα, μια δυναμη και πλαστικοτητα των εικονων, την οποια το δυναμικο της καθομιλουμενης γλωσσας, με την ταση της να εκφραζει εσωτερικες, ψυχολογικες καταστασεις, δεν διαθετει.

Τι διακρινει τωρα σκηνες οπως αυτες του διηγηματος; Εκεινες οι αναμνησεις, εκεινα τα παλια πραγματα, στη θεατρικη τους επισημοτητα, ειναι οπως οι παλιες φωτογραφιες, τα παλια πορτραιτα, με το ελαφρα κιτρινισμενο χαρτι, τα προσωπα μεσα σε ενα οβαλ πλαισιο, προστατευμενα απο την κορνιζα τριγυρω και το γυαλι απο πανω τους. Αυτες οι εικονες εχουν κατι απο εικονισμα - οπου τωρα οι ουρανιες μορφες στον τοιχο με το καντηλι εδωσαν τη θεση τους στις προγονικες. Εχουν ο,τι ο φιλολογος Walter Benjamin αποκαλει "λατρευτικη αξια". (Σε αντιθεση με τις σημερινες φωτογραφιες, που εχουν "εκθεσιακη αξια".) Ομως το αντικειμενο της λατρειας δεν μπορει να ειναι ψυχολογικο αντικειμενο. Δεν επιδεχεται αναλυση, ερμηνεια, επερωτηση και επεξηγηση.

Ενα αλλο στοιχειο, απαγορευτικο για την ψυχολογικη προσβαση στους ανθρωπους εκεινης της εποχης, ειναι το οτι η ζωη οριζονταν εντονα απο την θρησκεια και τα τελετουργικα της, πολυ πριν αυτα γινουν φολκλορ. Το διηγημα ειναι γεματο απο δαυτα. Το τελετουργικο, με την προδιαγραμμενη του ακολουθια, με τις συνεχομενες επαναληψεις, π.χ. του "Κυριε ελεησον", σε αδειαζει. Εξαλειφει το Εγω. Ισως σ' αυτο το κλιμα, οπου δεν ηταν το Εγω το σημειο αναφορας, ηταν δυνατες και φρασεις οπως:

και επαίζαν τα βιολιά ... κι’ εγύρνα η κανάτα με το κρασί από χέρι σε χέρι.

Ειναι οπως σε κατι καλαντα που κρατουν απο τους βυζαντινους χρονους:

Βαστάει πέννα και χαρτί

χαρτί και καλαμάρι

Ομως:

Το καλαμάρι έγραφε

και το χαρτί ομίλει.

Η ψυχολογικη σκεψη προϋποθετει την εξατομικευση, την εστιαση στο Εγω. Μια ψυχολογικη ερμηνεια των προσωπων του διηγηματος θα τους προσηπτε εναν ψυχισμο ο οποιος δεν υπαρχει σ' αυτα με τον τροπο που εμεις γνωριζουμε. Χρειαζεται λοιπον προσοχη. Οι ηρωες στο "Το αμαρτημα της μητρος μου" δεν ειναι ολοτελα σαν εμας. Δεν θα πρεπει να τους κρινουμε με τα δικα μας μετρα, αλλα να τους προσεξουμε, πως δειχνονται στο διηγημα αυτοι οι ιδιοι.

Ο Γιωργης και ο Αφηγητης

Το διηγημα ειναι αυτοβιογραφικο και, οπως πλεον μαθαινουμε απο τα παιδια μας, εχουμε ομοδιηγητικο αφηγητη και πρωτοπροσωπη αφηγηση: Ο αφηγητης μιλα σε πρωτο προσωπο και ειναι συναμα προσωπο της ιστοριας. Και παλι ο φιλοσοφος και λογοτεχνης Γεωργιος Βιζυηνος των 34 ετων και ο καπου εξαχρονος Γιωργης δεν ταυτιζονται. Θα χρειαστει να τους δουμε ξεχωριστα. Οπου βεβαια στον ενηλικα θα αναγνωρισουμε αποηχους του μικρου αγοριου.

Ο Γιωργης

Η προσκολληση στη μητερα

Ο Γιωργης μαθαινει απο τη μητερα του πως, μετα τον θανατο του βρεφους και τη δικη του γεννηση, η δευτερη κορη, η Αννιω, εχει ολη την προσοχη και φροντιδα της. Αυτον τον "παραμελει". Ο πατερας τον λεει "το αδικημενο του". Ζηλευει:

Και εζούλευες εσύ, και έγεινες του θανατά από τη ζούλια σου.

Ο Γιωργης δεν θυμαται τιποτα απ' αυτα. Ηδη απο την αρχη δηλωνει:

Και όχι μόνον ανειχόμεθα τας προς αυτήν περιποιήσεις αγογγύστως, αλλά και συνετελούμεν προς αύξησιν αυτών, όσον ηδυνάμεθα.

Αυτο που θελει η μητερα, το θελει κι αυτος. Προσπαθει να της ειναι "όσον το δυνατόν αρεστότερος". Στην εκκλησια, οπου την ακουει να τον προσφερει ανταλλαγμα για να σωθει η κορη της, κατατρομαζει. Ομως αργοτερα θα αποτανθει στον νεκρο πατερα του, εστω και με "παραπονο":

Έλα πατέρα – να με πάρης εμένα. Έλα πατέρα – να με πάρης εμένα – για να γιάνη το Αννιώ!

Το 'θελω αυτο που θελεις' μενει μεχρι την ενηλικη ζωη. Οταν τολμα να φερει αντιρρηση στη μητερα του για το Κατερινιω, τη δευτερη θετη κορη της, "προς μεγίστην της μητρός μου έκπληξιν", καθοτι δεν περιμενε αντιλογο απ' αυτον, η μητερα υπερασπιζεται το Κατερινιω με παθος, και αυτος: "δεν ετόλμησα να προφέρω λέξιν." Και οταν του εξομολογειται το αμαρτημα της, συντριβεται:

... σε ζητώ συγχώρησι διά την ασπλαγχνίαν μου. Σε υπόσχομαι ν’ αγαπώ το Κατερινιώ σαν την αδελφή μου, και να μη της είπω τίποτε πλέον, τίποτε δυσάρεστο.

Και:

Αφ’ ης στιγμής έμαθον την θλιβεράν της ιστορίαν, συνεκέντρωσα όλην μου την προσοχήν εις το πώς ν’ ανακουφίσω την καρδίαν της...

Ομως ηδη πριν, οταν μενει στο εξωτερικο, γραφει ενα ποιημα που εχει τιτλο "Η Θλιβερη ιστορια". Μιλα για τη μητερα του, μια "γρῃὰ" που

'μερονυχτῆς, σὰν κλαδεμένο κλῆμα,

σὰν μνημορόπετρα γυρτή, μοιρολογᾷ καὶ κλαίει.

Το ποιημα τελειωνει με τους στιχους:

Τώνα παιδί της ξενητειὰ καὶ τ' ἄλλο σκοτωμένο!

Κι' αὐτή, ποῦ θέλει στήριγμα νὰ γύρῃ ν' ἀκουμβήσῃ,

τὥνα δὲν τὤχει ζωντανό, τ' ἄλλο 'χει 'ποθαμένο –

Θὲος νὰ τήνε λυπηθῇ, νὰ τὴν παρηγορήσῃ!

Ο Γιωργης περιφερεται στο πεδιο βαρυτητας της μητερας:

... την συνώδευον κατά τας διακοπάς των μαθημάτων, παίζων παρ’ αυτή, ενώ εκείνη έσκαπτεν ή εξεβοτάνιζεν.

Οταν τον παρασερνει το ποταμι και η μητερα του τον σωζει, η σκεψη του διολου δεν πηγαινει στον κινδυνο που διετρεξε ο ιδιος αλλα σ' αυτην:

Πώς δεν έγεινα αιτία να πνιγή και εκείνη μετ’ εμού, είναι θαύμα.

Αυτα τα πραγματα βεβαια πολλες φορες ειναι αμφιδρομα. Η μητερα επισης τον προτιμα απο τους αλλους δυο αδελφους του:

... ηγάπων την αδελφήν μου, και εθεώρουν μεγάλην προτίμησιν να είμαι διαρκώς πλησίον της και πλησίον της μητρός μου,

Και αργοτερα τον εχει ως προστατη της:

Και όμως, οσάκις επρόκειτο περί της θετής αυτής θυγατρός, τα ελησμόνει όλα ταύτα και εφοβέριζε τους αδελφούς μου, ότι ελθών εγώ από τα ξένα θα τους εντροπιάσω διά της γενναιότητός μου, και θα προικίσω και θα υπανδρεύσω την κόρην της εν πομπή και παρατάξει.

...

– Ε; Αμ’ τι θαρρείτε! Εμένα το παιδί μου με το υποσχέθηκε! Ας έχη την ευχή μου!

Τι μπορουμε να πουμε γι' αυτην την προσκολληση; Ο Γιωργης ειναι "το αδικημενο". Και συχνα τοσο ο αδικημενος οσο και ο αδικησας αργοτερα επιζητουν να επανορθωσουν την αδικια. Ενδεχομενως ο Γιωργης αναζητα εκεινη την τρυφεροτητα που του ελειψε, και η μητερα να παρασχει εκεινη την φροντιδα που παραμελησε. Τετοια υπολοιπα πολλες φορες δενουν τους ανθρωπους, τον ενα με τον αλλο, σε εναν φαλτσο, και γι' αυτο ανελευθερο δεσμο. Γιατι φαλτσος και ανελευθερος; Γιατι σ' αυτην τη ζωη ο,τι εγινε, εγινε. Τιποτα δεν επανορθωνεται αληθινα. Η μονη διεξοδος ειναι η παραιτηση απο τετοιες, ανεφικτες πια προσδοκιες. Και η παραιτηση απο αυτο που κανεις δεν ειχε, η που αμελησε, ειναι το δυσκολοτερο.

Ο φοβος

Ο Γιωργης, ειδαμε, αναζητα να κουρνιασει στο κουκουλι της μητρικης ευνοιας. Το καθε κουκουλι εχει και τις παγιδες του. Διοτι χωριζει τον κοσμο στα δυο: στη θαλπωρη μεσα στο καστρο του και στο απεξω του, που παιρνει τη συμπληρωματικη του μορφη, αυτην του κακου, του απειλητικου, του αγριου. Στην αρρωστια της Αννιως, και ιδιαιτερα στα τελευταια της, ο Γιωργης πετιεται εξω απο το κουκουλι των ονειρων του: Η μητερα του θα τον ανταλλασσε με την κορη της. Εξω απο το κουκουλι, εξω απο τον οικειο, ζεστο κοσμο, οντα αλλοκοτα καραδοκουν να εισβαλουν:

Οσάκις το φλογίδιον μιας κανδύλας έτρεμε, μοι εφαίνετο, πως ο Άγιος επί της απέναντι εικόνος ήρχιζε να ζωντανεύη, και εσάλευε, προσπαθών ν’ αποσπαθή από τας σανίδας, και καταβή επί του εδάφους

....

Οσάκις πάλιν ο ψυχρός άνεμος εσύριζε διά των υψηλών παραθύρων, σείων θορυβωδώς τας μικράς αυτών υέλους, ενόμιζον, ότι οι περί την εκκλησίαν νεκροί ανερριχώντο τους τοίχους και προσεπάθουν να εισδύσωσιν εις αυτήν. Και τρέμων εκ φρίκης, έβλεπον ενίοτε αντικρύ μου ένα σκελετόν, όστις ήπλωνε να θερμάνη τας ασάρκους του χείρας επί του μαγκαλίου, το οποίον έκαιε προ ημών.

Σ' αυτα τα οντα ανηκει κι ενας περιπλανωμενος γυφτος που σκαρωσε ενα μοιρολοϊ για την Αννιω:

Εγώ την εκράτουν σφιγκτά από του φορέματος και έκρυπτον το πρόσωπόν μου εις τας πτυχάς αυτού, διότι όσον γλυκείς ήσαν οι ήχοι εκείνοι, τόσον φοβερά μοι εφαίνετο η μορφή του αγρίου των ψάλτου.

Ο τρομος τον ακολουθει σ' ολα τα περιστατικα της νυχτας που πεθανε η Αννιω.

Θα ελεγε κανεις: Φυσικο ειναι, μικρο παιδι να τα ζει αυτα. Ο Γιωργης ειναι το μονο παιδι που εκτιθεται στις σκηνες του θανατου. Και η μητερα του εχει χασει καθε μητρικοτητα απεναντι του. Ακριβως επειδη την βαραινει το "αμαρτημα" της, δεν στεκει ορθη απεναντι σ' αυτον τον δευτερο θανατο, κι ετσι δεν μπορει να ειναι ζωντανο παραδειγμα για τον γιο της. Τον μεταχειριζεται σαν προεκταση της:

– Μη φοβείσαι, παιδάκι μου, με είπε μυστηριωδώς, είναι τα φορέματα του πατρός σου. Έλα, παρακάλεσέ τον και συ να έλθη να γιατρέψη το Αννιώ μας.

Ομως και μεγαλος πια ο Γιωργης, οταν γυριζει απο τα ξενα, και η μητερα ετοιμαζεται να του φανερωσει το μυστικο της, δηλαδη και παλι κατι που δεν γνωριζε γι' αυτην, κατι που θα την εκανε στα ματια του μιαν αλλην απ' αυτην που ηξερε, τα γονατα του "έτρεμον ... εξ αορίστου αλλ’ ισχυρού τινος φόβου."

Ο φοβος του Γιωργη ειναι αλλος απο τον φοβο που με πιανει αν δω π.χ. ενα λιονταρι εμπρος μου, η αν συμβει ενας δυνατος σεισμος. Εχει κατι το αποκοσμο. Δεν ειναι φοβος για ενα πραγμα. Ειναι φοβος απεναντι σε κατι μυθικο, πιο δυνατος, πιο σαρωτικος κι απο τον ιδιο τον θανατο. Ειναι φοβος που απανταται περισσοτερο στα παιδια, που ομως πολλες φορες απλωνει τον ισκιο του, βαζει τις πινελιες του και στους φοβους που στοιχειωνουν τους μεγαλους.

Η μοναξια και το "Φασμα"

Ο Γιωργης ειναι μοναχικος. Δεν υπαρχουν πουθενα σημαδια καποιας συντροφικοτητας με τα αδελφια του. Η προτιμηση της μητερας του, και το καμαρι του γι' αυτο, τον απομονωνει. Ακομη και στα ενηλικα χρονια του μιλα για την "εκ της μονώσεως μελαγχολίαν". Στην επιτυμβια πλακα του εχουν γραφει οι τελευταιοι στιχοι απο το ποιημα του με τον τιτλο "Παρομοιωσις":

Και μονάχ’ αντηχούνε στη μαύρη σιγή,

τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια…

Στη μοναχικοτητα, εκει που ο κοσμος ειναι κλειστος και αχρωμος, συχνα υπαρχει και η προσδοκια να φωτιστει απο μια μορφη που θα ερθει απο αλλου, εξω απο τον τοπο του, απο μια ου-τοπια. Ετσι τρεφεται απο σκηνικα. Ονειρευεται πρωτα μια ιδανικη αδελφη

της οποίας η φαιδρά μορφή κ’ αι συμπαθητικαί φροντίδες να εξορίσουν από της καρδίας μου την εκ της μονώσεως μελαγχολίαν, και να εξαλείψουν από της μνήμης μου τας κακοπαθείας όσας υπέστην εν τη ξένη. Προς ανταλλαγήν εγώ θα επροθυμούμην να τη διηγώμαι τα θαυμάσια των ξένων χωρών, τας περιπλανήσεις και τα κατορθώματά μου, και θα ήμην πρόθυμος να τη αγοράζω ό,τι αγαπά· να την οδηγώ εις τους χορούς και τας πανηγύρεις· να την προικίσω, και τέλος να χορεύσω εις τους γάμους της.

Ηδη η πρωτη ψυχοκορη παιρνει μια τετοια θεση:

μετέβαλε το μονότονον και αυστηρόν του οικογενειακού ημών βίου, και εισήγαγεν εκ νέου αρκετήν ζωηρότητα.

Γραφει ακομα:

Την προς τα κοράσια κλίσιν της [μητερας] την εύρισκον σύμφωνον προς τα αισθήματα και τους πόθους μου.

Ενα κοριτσι "φαιδρο", με "συμπαθητικες φροντιδες", με "ζωηροτητα". Κανει εντυπωση η αντιθεση προς την Αννιω, εκεινο το φιλασθενο, αδυναμο, υποτονικο πλασμα που καθορισε το σκοτεινο και θανατερο κλιμα, τη νεκριλα των παιδικων του χρονων.

Φαινεται πως αυτο το ονειρο τον ακολουθει και στην ενηλικη ζωη του: Το κοριτσι που θα φωτισει επιτελους τη ζωη του. Ισως ακριβως επειδη κυνηγουσε μια χιμαιρα, οι ερωτες του, που φαινεται πως ηταν πολλοι, δεν ευτυχησαν. Και στο Δρομοκαϊτειο πλεον, αναπολωντας μια δεκατετραχρονη κοπελα, θα γραψει:

Καὶ ἀπὸ τότε ποὺ θρηνῶ

τὸ ξανθὸ καὶ γαλανό

καὶ οὐράνιο φῶς μου,

μετεβλήθη ἐντός μου

καὶ ὁ ρυθμὸς τοῦ κόσμου.

Ο Αφηγητης

Ο αφηγητης δεν ειναι πια ο Γιωργης. Ειναι ο Γεωργιος Βιζυηνος. Το πραγματικο του ονομα ηταν Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης. Η επιλογη του "Βιζυηνος" ως ψευδωνυμου μαρτυρει την προσκολληση στον τοπο καταγωγης του. Στο ποιημα "Η Θλιβερη Ιστορια" αναφερεται στο χωριο του και στη μητερα του. Αρχιζει ετσι:

Ὁ Χρόνος, ποῦ κάθε κακὸ 'μερόνει καὶ κοιμίζει,

ὀλίγο 'πὲς 'ξεθύμανε τὴν πίκρα τοῦ καϋμοῦ μου.

Μιὰ λύπη μόνον 'μέρωση καὶ ὕπνο δὲν γνωρίζει,

μιὰ ἱστορία θλιβερὴ δὲν 'βγαίν' ἀπὸ τὸν νοῦ μου.

Και ενα απο τα στοιχεια που επεφεραν αυτην την προσκολληση ειναι ενδεχομενως οσα αναφερονται στο "Το αμαρτημα της μητρος μου".

Ενθυμούμαι τους μαύρους και μεγάλους αυτής οφθαλμούς, και τα καμαρωτά και σμιγμένα της οφρύδια, τα οποία εφαίνοντο τόσω μάλλον μελανότερα, όσω ωχρότερον εγίνετο το πρόσωπόν της.

...

Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμεν επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις.

...

Μοι φαίνεται, ότι βλέπω ακόμη την μαύρην και λιγδεράν κόμην, τους μικρούς και φλογερούς οφθαλμούς και τ’ ανοιχτά και τριχωμένα στήθη του.

Κανει εντυπωση ποσο ζωντανες μενουν οι εικονες μετα απο σχεδον 30 χρονια. Η πρωτη νυχτα στην εκκλησια, η τελευταια μερα της Αννιως, ειναι τοσο αναγλυφες, σαν να τις ζει και παλι. Και ειναι ολες τους σκηνες που εζησε με τρομο.

Θα μπορουσαμε να μιλησουμε για αυτο που αποκαλειται "ψυχικο τραυμα". Προκειται για εμπειριες που τον συγκλονισαν, επειδη τον πεταξαν εξω απο ο,τι του ηταν οικειο, που τις εζησε σαν σεισμο της ιδιας του της υπαρξης. Εμπειριες που τον βρηκαν ολοτελα απροετοιμαστο, γιατι ηταν εξω απο τον κοσμο του. Τετοιες τραυματικες εμπειριες ειναι για τους περισσοτερους πασχοντες η διαμονη στα στρατοπεδα συγκεντρωσεως, η βιωση μιας φυσικης καταστροφης, ενος δυστυχηματος, μιας κακοποιητικης συμπεριφορας. Σε αλλοτε αλλη ενταση επανερχονται αργοτερα σαν σκηνες που τις ζει κανεις στα ονειρα και στον ξυπνο του. Οσα εζησε ο μικρος Γιωργης, τον σημαδευουν.

Στο διηγημα ομως υπαρχει και ενας αλλος τονος:

Όλος ο κόσμος το έλεγεν ότι είχεν εξωτικόν. ...

Έπρεπε λοιπόν να μείνη σαράντα ημερονύκτια εντός της εκκλησίας, ... ίνα σωθή από το σατανικόν πάθος, το οποίον εμφωλεύσαν ήλεθε τόσον αμειλίκτως το τρυφερόν της ζωής αυτής δένδρον.

Σαράντα ημερονύκτια. Διότι μέχρι τοσούτου ειμπορεί να αντισταθή η τρομερά ισχυρογνωμοσύνη των δαιμονίων εις τον αόρατον πόλεμον μεταξύ αυτών και της θείας χάριτος. ...

Ευτυχείς αυτοί, εάν έχωσι τότε αρκετάς δυνάμεις ν’ ανθέξωσιν εις τους κλονισμούς του αγώνος. Οι αδύνατοι συντρίβονται υπό το μέγεθος του εν αυτοίς τελουμένου θαύματος. Αλλά δεν μετανοούσι διά τούτο. Διότι αν χάνουν την ζωήν, τουλάχιστον κερδαίνουν το πολυτιμότερον. Σώζουν την ψυχήν των.

Εδω ακουω μια ειρωνεια, λεπτη και συναμα οξυτατη. Θα ηταν η ειρωνεια του μορφωμενου πλεον ενηλικα, που σπουδασε Φιλοσοφια και Ψυχολογια στην Αθηνα και στο εξωτερικο, και που αντιμετωπιζει την πιστη και τις δεισιδαιμονιες του "λαου" με την ανωτεροτητα του επιστημονα:

Πάσα νόσος, άγνωστος εις τον λαόν, διά να θεωρηθή ως φυσικόν πάθος, πρέπει, ή να υποχωρήση εις τας στοιχειώδεις ιατρικάς του τόπου γνώσεις, ή να επιφέρη εντός ολίγου τον θάνατον. Ευθύς ως παραταθή και χρονίση, αποδίδεται εις υπερφυσικάς αιτίας, και χαρακτηρίζεται ως εξωτικόν.

Θα μπορουσαν η ειρωνεια και η υπεροψια του σπουδαγμενου να επιστρατευονται ως αμυνα απεναντι στην "θλιβερη ιστορια" που εζησε ο μικρος Γιωργης και που "δεν βγαινει απο τον νου" του;

Οπως και να 'χει, η αποκαλυψη του "αμαρτηματος", του ανοιγει τα ματια:

Η εκμυστήρευσις αύτη έκαμε βαθυτάτην επ’ εμού εντύπωσιν. Τώρα μου ηνοίγησαν οι οφθαλμοί, και εκατάλαβα πολλές πράξεις της μητρός μου, αι οποίαι πότε μεν εφαίνοντο ως δεισιδαιμονία, πότε δε ως αυτόχρημα μονομανίας αποτελέσματα.

Ειναι η εποχη οπου η γνωση εχει πλεον καταστει κυριαρχος τροπος αναφορας στα πραγματα.

έπρεπε να μάθωμεν όλοι τα γράμματά μας ... Διότι, έλεγεν η μήτηρ μας, άνθρωπος αγράμματος, ξύλον απελέκητον.

"Μου ανοιγουν τα ματια" θα πει τωρα "Καταλαβαινω". Κατι ειναι εγκυρο, γινεται αποδεκτο οταν γνωριζω την αιτια του, τον αποχρωντα, δηλαδη τον επαρκη λογο του, το Γιατι του.

Ο αποχρων λογος γινεται το οχημα που οδηγει στην αθωωση. Στην αφεση των αμαρτιων. Μ' αυτον τον τροπο ο αφηγητης επιζητει να ανακουφισει την καρδια της μητερας:

Αφ’ ης στιγμής έμαθον την θλιβεράν της ιστορίαν, συνεκέντρωσα όλην μου την προσοχήν εις το πώς ν’ ανακουφίσω την καρδίαν της, προσπαθών να παραστήσω εις αυτήν αφ’ ενός μεν το απρομελέτητον και αβούλητον του αμαρτήματος, αφ’ ετέρου δε την άκραν του Θεού ευσπλαγχνίαν, την δικαιοσύνην αυτού, ήτις δεν ανταποδίδει ίσα αντί ίσων, αλλά κρίνει κατά τους διαλογισμούς και τας προθέσεις μας.

Της λεει: Εισαι αθωα γιατι δεν το προμελετησες, δεν το ηθελες, δεν ηταν η προθεση σου. Επιστρατευει και το ιδιο τον θεο, ο οποιος κρινει, υποτιθεται με τον ιδιο τροπο. Ζητα και τη συνεπικουρια του πατριαρχη:

Το ύψιστον αυτού αξίωμα, το εξαίρετον κύρος, μεθ’ ου περιβάλλεται πάσα θρησκευτική του ρήτρα, έμελλεν αναμφιβόλως να εμπνεύση εις την μητέρα μου την πεποίθησιν της αφέσεως του κρίματός της.

Το οτι τα πραγματα δεν παν ετσι, το δειχνει το ακαρπο αυτων των παρεμβασεων. Η μητερα δεν πειθεται. Και ο αφηγητης τοτε:

και εγώ εσιώπησα

Μ' αυτες τις λεξεις τελειωνει το διηγημα. Η σιωπη της αμηχανιας του. Η εξηγηση, η κατανοηση, η συγχωρεση πεφτουν στα ορια τους. Η σιωπη του αδιεξοδου των προσπαθειων του. Που καποιες φορες μπορει να ανοιξει δρομους για μια τελειως αλλη εννοηση των ανθρωπινων πραγματων. Κατα ποσον στον Βιζυηνο ανοιξαν τετοιοι δρομοι, δεν το γνωριζω. Θα χρειαζοταν μια αλλη εξοικειωση με το εργο του, που μου λειπει.

Η μητερα

Στην ορθοδοξια ο ανθρωπος πλασθηκε κατ' εικονα και ομοιωση του θεου. Ειμαστε "κατ' εικονα" του, και ο στοχος, το νοημα της ζωης ειναι να του μοιασουμε. "Αμαρτανω" θα πει: ξαστοχω, χανω τον δρομο, κανω λαθος. Οταν ο θεος δινει ενα παιδι, ο στοχος θα ηταν να φροντισει κανεις αυτο το δωρο καθ' ομοιωσιν, δηλαδη οι γονεις να φερονται ως προεκταση του θεου-δωρητη και εκτελεστες αυτου που τους χαριστηκε και τους ανατεθηκε. Η μητερα του διηγηματος τωρα:

... δεν εστάθηκα άξια να προφυλάξω το παιδί που μ’ έδωκε!

Σε τουτο συνισταται το αμαρτημα της. Ας προσεξουμε ολη την φραση:

Ως τόσον ο καιρός περνούσε, και ο Θεός δεν μας έδιδε τίποτα. Να! έλεγα μέσα μου. Ο Θεός με τιμωρεί, γιατί δεν εστάθηκα άξια να προφυλάξω το παιδί που μ’ έδωκε!

"Ο καιρος περνουσε": ειναι τα τρια χρονια μετα τον θανατο του βρεφους, οπου αλλο παιδι δεν ερχοταν. Η μητερα το ερμηνευει ως σημαδι οτι ο θεος την τιμωρει.

Και οταν μενει εγκυος ξανα, αυτο ειναι αλλο σημαδι:

– Ευχαριστώ σε, Θεέ μου! έλεγα νύχτα και μέρα. Ευχαριστώ σε η αμαρτωλή, που εσήκωσες την εντροπή και εξάλειψες την αμαρτία μου!

Και οταν παλι η Αννιω αρρωσταινει:

Έλεγες πως εμετάνοιωσεν ο Θεός γιατί μας το έδωκε.

Και στην εκκλησια:

Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί, για να με τιμωρήσης.

Τα καλα και τα κακα που της συντυχαινουν, ειναι σημαδια του θεου, ο οποιος συγχωρει την αμαρτια της, η την τιμωρει.

Μετα τον θανατο της Αννιως συμβαινει στη μητερα ενα αλλοκοτο ανοιγμα: Βλεπει εγκαταλειμμενα κοριτσια σαν δικη της αποστολη να τα φροντισει. Υιοθετει το ενα μετα το αλλο. Ειναι μητερα οχι πια μονον του δικου της, μα ολων των κοριτσιων που παραμεληθηκαν.

Καθώς το λέγ’ ο λόγος, ξένο παιδί ’ναι παίδεψι. Μα για μένα η παίδεψι αυτή είναι παρηγοριά κ’ ελαφροσύνη. Γιατί όσο περισσότερο τυραννηθώ και χολοσκάσω, τόσο λιγώτερο θα με παιδέψη ο Θεός για το παιδί που πλάκωσα.

Στην ερμηνεια της γεννησης και του θανατου ως θεϊκων σημειων, ο αφηγητης αντιτασσει μια αλλη: Τονιζει πως το αμαρτημα της ειναι "απρομελέτητον και αβούλητον". Σ' αυτην την ερμηνεια το σημειο αναφορας δεν ειναι ο θεος αλλα, συμφωνα με το κυριαρχο πνευμα της εποχης στα μερη που σπουδασε, η ανθρωπινη βουληση και ευθυνη. Η ανθρωποκτονια εξ αμελειας βαραινει λιγοτερο απο την ανθρωποκτονια εκ προμελετης. Ομως ουτε αυτη η ερμηνεια μοιαζει να ανακουφιζει πολυ τη μητερα.

Ο αφηγητης επικαλειται τελος τον πατριαρχη που "γνωρίζει όλαις ταις βουλαίς και τα θελήματα του Θεού, και συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου." Ο πατριαρχης, ως εκπροσωπος του θεου, θα μπορουσε εν ονοματι του να της δωσει αφεση, και φαινεται πως το κανει. Ομως ουτε κι αυτο την ησυχαζει:

Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!

Εδω, στο τελος, συμβαινει μια ριζικη μεταστροφη της μητερας. Τι "πραγμα" ειναι το να σκοτωσει κανεις το παιδι του; Ο πατριαρχης, ο εκπροσωπος του θεου, δεν το γνωριζει. Αυτο το "πραγμα" δεν ειναι πλεον υποθεση του θεου. Δεν κρινεται απο καποιον θεϊκο, η ανθρωπινο νομο. Δεν εχει ερμηνεια, δεν εχει ονομα, δεν καλειται καν "αμαρτημα". "Τι πραγμα ειναι ..." Μενει βουβη συμφορα, γυμνος πονος. Ο αφηγητης, και μαζι του ο κοσμος, ο πατριαρχης, ο θεος, ολοι σωπαινουν εμπρος του.