Θανατος








Ikebana
Θανατος

Ζωη εν ταφω

Προσφατα σε μια θεραπευτικη συναντηση μια γυναικα μου μιλησε για το φοβο της του θανατου. Την ρωτησα ποια εικονα εχει για τον θανατο, τι την φοβιζει σ' αυτην την εικονα. Ειπε το να ειναι μεσα στο φερετρο. Και, σ' αυτην την εικονα, ποιο στοιχειο της ειναι το φοβερο; Το οτι ειναι καταχωμενη βαθια μεσα στο χωμα. Και τι της κανει αυτην την εικονα, οπου ειναι καταχωμενη, αφορητη; Η απαντηση που μας προεκυψε μετα απο καποια αναζητηση ηταν: Εκει μεσα, στο φερετρο, ειναι περα για περα κρυμμενη.

Εδω ειναι το κρισιμο σημειο σε καθε λογο για τον θανατο. Το διεκρινα με την αφορμη ενος αποσπασματος του Ηρακλειτου που λεει:

στους ανθρωπους, οταν εχουν πεθανει, απομενουν αυτα για τα οποια ουτε ελπιζουν ουτε και αποφαινονται

Ελπιζω για τα πραγματα τα μελλοντικα. Αποφαινομαι για τα παροντα και τα παρελθοντα. Στους ανθρωπους, οταν εχουν πεθανει, απομενουν οσα πραγματα δεν ειναι ουτε μελλοντικα ουτε παροντα ουτε παρελθοντα. Δεν τους απομενει τιποτα.

Ποιο ειναι λοιπον το κρισιμο σημειο στη συνομιλια με τη γυναικα; Το οτι νεκρη μεσα στο φερετρο δεν θα της εχει απομεινει κανενα κρυψιμο και κανενας φοβος. Αυτα που λεει δεν μπορει λοιπον να αφορουν τον θανατο της καθαυτον. Απο που ερχονται τοτε; Απο που αλλου παρα απο τον τροπο με τον οποιο τωρα την αφορουν τα πραγματα; Τωρα, οσο ζει;

Τη ρωτω λοιπον για τη σχεση της με πραγματα που εχουν τον χαρακτηρα του κρυμμενου. Για να γινει πιο συγκεκριμενο, τη ρωτω αν, π.χ., μικρη της αρεσε να παιζει κρυφτο, αν ειχε μυστικα κτλ.

Στη συνομιλια που ακολουθει διακρινουμε μια σταση που την εχει σημαδεψει και που μεχρι σημερα δεν ειχε βρει το ονομα της: Παιδι γρηγορα σταματησε να παιζει κρυφτο· δεν μπορει να εχει μυστικα, δεν θελει να της εκμυστηρευονται πραγματα· απεχθανεται τις σκιες· το "δεν ξερω" γυμνο, χωρις την προσφυγη σε υποθεσεις και εικασιες, της φερνει τρομο.

Για το σημερινο μας θεμα αυτα αρκουν. Μονο σαν αντιφωνο και σαν πρελουδιο για ο,τι θ' ακολουθησει σας διαβαζω στιχους απο ενα ποιημα του Paul Celan με τον τιτλο "Μιλα κι εσυ":

Μιλα κι εσυ,

μιλησε τελευταιος,

πες το λογο σου.

Μιλα -

Μα μην χωρισεις το οχι απο το ναι.

Δωσε στο λογο σου και το νοημα:

δωσε του τη σκια.

Δωσ' του σκια αφθονη,

δωσ' του τοση

οση γνωριζεις γυρω σου μοιρασμενη αναμεσα σε

μεσανυχτα και μεσημερι και μεσανυχτα.

Κοιτα τριγυρω:

δες πως ολα ζωντανευουν παντου -

Μα τον θανατο! Ζωντανευουν!

Αληθινα μιλαει οποιος μιλαει σκιες

Θα επανελθουμε στον Celan.

Η γυναικα πιστευει πως μιλα για τον θανατο, ομως μιλαει για τη ζωη. Αυτο συμβαινει καθε φορα που αναφερομαστε στον θανατο. Λεμε "Θα πεθανω" και χρησιμοποιουμε τη λεξη σαν ο θανατος να ηταν ενα μελλοντικο συμβαν. Λεμε για καποιον που πεθανε "Εφυγε", λες κι θανατος ειναι μια απομακρυνση. Στα ιατρικα αρχεια των νοσοκομειων ο θανατος σημειωνεται με το βαρυγδουπο και σχεδον ακαταλαβιστικο λατινικο "exitus", εξοδος, σαν να ηταν κι αυτος ενα ειδος "εξιτηριου". O θανατος δεν ειναι ουτε συμβαν ουτε απομακρυνση ουτε εξοδος ουτε τιποτε αλλο, καθως ολες αυτες οι λεξεις μονο στη ζωη εχουν μια χρηση κι ενα νοημα. Στον θανατο δεν τους απομενει κανενα.

Οσο κι αν προσπαθησουμε να μιλησουμε για τον θανατο μας, θα βρεθουμε να μιλαμε με ορους της ζωης για πραγματα της ζωης μας. Και μαλιστα, οπως μας δειχνει το παραδειγμα της γυναικας, για πραγματα που εχουν σημαδεψει ιδιαιτερα τη ζωη μας.

Ειναι ενα απιστευτο παραδοξο: Ξεκινησαμε απο την αυτονοητη αντιληψη οτι ο θανατος ειναι το τελειως αλλο απο τη ζωη. Ποιο ειναι για τη γυναικα το τελειως αλλο απο τη ζωη της; Αυτο που της ειναι αδιανοητο, αυτο που δεν εχει γνωρισει αρκετα και απεναντι στο οποιο ειναι κλειστη; Το κρυφο. Ε, λοιπον ακριβως αυτο, στη μορφη της εικονας της μεσα στο φερετρο, ειναι και το ονομα που εχει δωσει στον θανατο της!

Αν δεν το εχετε κανει, επιχειρειστε να προσεξετε τι σας φοβιζει στον θανατο. Εκει θα βρειτε την ιδια σας τη ζωη. Μιλα μου για τον θανατο σου και θα σου μιλησω για τη ζωη σου! Η παραδοξη αληθεια που εδω δηλωνεται ειναι πως ζωη και θανατος λεγονται ως ενα και το αυτο. Τουτο το ενα και το αυτο συναρμοζεται απο το φοβο.

Η ζωη της γυναικας, καθοσον ειναι μια ζωη οπου φανερο και κρυφο διαχωριζονται και το κρυφο μενει εξορισμενο, ειναι μιση ζωη. Και καθε φορα που μιλαμε για τη "ζωη" διχως να περιλαμβανουμε τον θανατο μιλαμε για μιση ζωη. Ζουμε μιση ζωη. Μοιαζει με το αρνητικο μιας φωτογραφιας οπου τα παντα προβαλλουν σε αποχρωσεις του γκριζου. Στην προοπτικη του θανατου εισβαλλει και το αλλο μισο, εφορμουν ολα τα χρωματα - μεσα σε ανειπωτο, λιγοτερο η περισσοτερο συγκαλυμμενο φοβο.

Τοπολογια του θανατου

Ειναι ομως ο φοβος η μονη δυνατοτητα για τη σχεση ζωης και θανατου; Ηδη στη συζητηση του παραδειγματος μας διαφαινεται μια αλλη: Οσο περισσοτερο ειναι κανεις ανοιχτος για τα πραγματα της ζωης τοσο λιγοτερα εχει να φοβαται, τοσο λιγοτερο ειναι ο θανατος θεμα. Τοτε παυει και η "ζωη" να ειναι θεμα. Αν η γυναικα μπορεσει να δεχτει τα κρυφα, τα μυστικα και τα μυστηρια, το παιχνιδισμα του φωτος με το σκοταδι που υπαρχει στα παντα, αν μπορεσει να "μιλησει σκιες", τοτε θα ζησει τον θανατο της, δηλαδη εδω: το κρυψιμο εν ζωη θα βρεθει στο δρομο που η απωασιατικη παραδοση αποκαλει "μεγα θανατο".

Γραφει ο Σεφερης: 

Κι ομως κερδιζει κανεις τον θανατο του, τον δικο του θανατο, που δεν ανηκει σε κανεναν αλλον και τουτο το παιχνιδι ειναι η ζωη

Οταν ημουν παιδι και ξαπλωνα να κοιμηθω, σκεφτομουν οτι μπορει να πεθανω στον υπνο μου κι οτι θα 'πρεπε να 'μαι ετοιμος. Γυριζα λοιπον ανασκελα, σταυρωνα τα χερια στο στηθος, οπως κανουν στους πεθαμενους, κι ελεγα φωναχτα τρεις φορες: "Α". Γιατι; Διοτι ο τελευταιος μου λογος επρεπε να ειναι το πιο ανοιχτο γραμμα: "Α"! Αργοτερα, νεος αντρας πια, βασανιζομουν, οπως καλη ωρα η γυναικα που αναφερθηκε, απο την εικονα μου νεκρου βαθια κατω στο χωμα. Νεκρου, αυτο ηταν το δικο μου σαρακι, που κρυωνε και κρυωνε διχως να μπορει να προστατευτει. Αν ειχα συναντησει εκεινον τον νεο σημερα, θα τον ρωτουσα μηπως αυτο το κρυο τον διαπερνα τωρα, μηπως η νοσταλγια μιας θαλπωρης τον διακατεχει τωρα, ενοσο ζει.

Γιατι σας τα λεω αυτα; Γιατι μια μερα ανακαλυψα, με οχι μικρη εκπληξη, πως αυτη η εικονα του νεκρου που ξεπαγιαζει κατω στο χωμα με αφηνε παντελως αδιαφορο. Δεν εχει νοημα να αναρωτηθουμε για το ποια εξελιξη και ποιες διεργασιες με εφεραν σ' αυτον τον νεο τοπο. Θα χανομασταν σ' ενα δαιδαλο ακαρπων εκλογικευσεων.

Ισως ετσι λυνονται οι κομποι ζωης και θανατου, μ' ενα απροσδοκητο και ανυποπτο ξυπνημα σε μιαν αλλη ανοιχτοτητα, σαν να σου δοθηκε μια χαρη. Αραγε εκεινο το "Α" του μικρου παιδιου ειχε ξαναγυρισει; Εκφρασμενο στη νεα ανοιχτοτητα; Ισως στα παιδικα ματια ετσι λεγονταν, και κρυβονταν, εκεινη η αληθεια που λεει πως μπορω να πεθανω ησυχα μονο αν εχω ζησει ανοιχτα. Ισως.

Πως θα πεθανουμε;

ρωτα ο Σεφερης στο ονομα ολων μας. 

Οι ανθρωποι καλουνται οι θνητοι διοτι το μπορουν, να πεθανουν. Πεθαινω θα πει: δυναμαι τον θανατο ως θανατο

λεει ο Martin Heidegger.

Ενδεχομενως ο δρομος της απαντησης στην ερωτηση του ποιητη και ο δρομος της ανταποκρισης στην προταση του νοητη ειναι αυτος στον οποιο ο θανατος παυει να ειναι θεμα, δηλαδη παυει να διαχωριζεται απο τη ζωη. Τοτε, οπως ειπωθηκε ηδη, παυει να ειναι θεμα και η ζωη. Ειναι μεγαλη υποθεση. Ειναι υποθεση ζωης και θανατου. Μη με ρωτατε πως γινεται αυτο. Θα σας πω μονο: καποτε γινεται.

Μονο τουτο ακομη, σαν μεταβαση στα επομενα: Μην αναζητας τον θανατο στο φερετρο και στο πτωμα. Αλλου, μακρυτερα βρισκεται, και συναμα κοντυτερα. Χρειαζεται αυτη η "ευρυχωρια" - μια λεξη του Σεφερη. Ειναι ο τοπος οπου οι νεκροι συναντωνται με τους ζωντανους, οχι σαν ξεχωροι αλλα οταν (Ηρακλειτος) εκεινοι πεθαινουν τη ζωη αυτων και αυτοι ζουν τον θανατο εκεινων. Σ' αυτον τον τοπο το φιλι και ο ξενος και το δακρυ ειναι αληθινοτερα. Γι' αυτα μιλα και παλι ενα ποιημα του Paul Celan:

ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΣ

Μη στα χειλη μου ζητησεις το στομα σου,

μη μπροστα στην πορτα τον ξενο,

μη στο ματι το δακρυ.

Εφτα νυχτες ψηλοτερα διαβαινει κοκκινο προς κοκκινο,

εφτα καρδιες βαθυτερα βαραει το χερι την πορτα,

εφτα ροδα αργοτερα κελαρει το πηγαδι.

Νεκρη μητερα

Πριν απο τρια χρονια πεθανε η μητερα μου. Ας υποθεσουμε πως ο θανατος της με αφησε αδιαφορο. Λεει αυτο κατι ειδικα για τη σχεση με τη νεκρη μητερα μου; Η μηπως ημασταν ο ενας για τον αλλο αδιαφοροι και οσο ζουσε; Ας υποθεσουμε πως μου λειπει, π.χ., πως τωρα αισθανομαι ορφανεμενος. Λεει αυτο κατι ειδικα για τη σχεση με τη νεκρη μητερα μου; Η μηπως οσο ζουσε παρεμενα ο μικρος γιος που "μαμαδιζονταν"; Ας υποθεσουμε πως ο θανατος της με ανακουφισε και με απελευθερωσε. Λεει αυτο κατι ειδικα για τη σχεση με τη νεκρη μητερα μου; Η μηπως οσο ζουσε με ηθελε δορυφορο της;

Μηπως ζωη και θανατος της μητερας μου ειναι οψεις του ιδιου νομισματος; Ακριβως αντιστοιχα με τη γυναικα την καταχωμενη στο φερετρο και με τον νεαρο αντρα που κρυωνει κατω απο το χωμα; Μηπως κι εδω ζωη και θανατος ειναι ενα και το αυτο; Οπου τουτο το ενα και το αυτο συναρμοζεται καθε φορα απο την αδιαφορια, το μαμαδισμα, τον εγωισμο;

Ομως εξαντλειται εδω η σχεση με τη νεκρη μητερα μου; Η μηπως κι εδω εχουμε να κανουμε με το αρνητικο μιας φωτογραφιας; Με μιση ζωη;

Ας ξαναδουμε τα πραγματα απο την αρχη. Απο τη νεκρη μητερα μου εχω διαφορες αναμνησεις. Τη θυμαμαι, π.χ., παλια σε συγκεντρωσεις στο σπιτι να εχει βγαλει τις γοβες της και να χορευει ολο κεφι. Ομως σε μια τετοια αναμνηση ειναι ζωντανη, ολοζωντανη. Οταν τη βλεπω τωρα νοερα να χορευει ειναι σαν ενα replay, η αναμνηση μου την αναβιωνει. Αυτη δεν ειναι η νεκρη μητερα μου. Βεβαια μια τετοια αναμνηση ποτε πια δεν θα μπορεσω να τη μοιραστω μαζι της. Ομως και παλι αυτο και ολα τα "ποτε πια" λεγονται σε αναφορα με τη ζωη της και την κοινη μας ζωη. Δεν αναφερονται στη νεκρη μητερα μου καθαυτην. Η εικονα της που χορευει εξανεμιζεται.

Την θυμαμαι και νεκρη, στο φερετρο. Ομως ακομα κι αυτο ειναι ενα replay. Δεν ειναι η νεκρη μητερα μου σημερα. Καθε παρασταση της μενει πισω απο τη σημερινη νεκρη μητερα μου.

Απροσωπη παρουσια

Οσα ειπωθηκαν τελευταια τα ακουμε σ' ενα μοιρολοι των Ελληνοφωνων της Κατω Ιταλιας:

Κλαμα / Μοιρολοι

[...] Στο κοφινι της κιατερα μου  / [...] Στο καλαθι της θυγατερας μου 

πρεπαν ασπρα τα προιτσια. / επρεπαν ασπρα τα προικια.

Ηρτε ο τανατο τσε ης εβαλε / Ηρθε ο θανατος και της εβαλε 

τ' απερτουρι τσε τα τσερια. / την αγιαστουρα και τα κερια. 

Αρε μου αρε μου κιατερεddα / Ποιος το ξερει, μικρο μου κοριτσι,

μου που σε πηραν οι πατεροι; / που σε πηραν οι παπαδες;

- Ε που ε σειεται φυddo ατσ' ανεμο / - Εκει που δε σειεται φυλλο απ' τον ανεμο 

καγιο μανα μου κα ε το τσερει. / καλυτερα, μανα μου, να μην το ξερεις.

- Τις σου πλενει τα ρουκασα σου / - Ποιος σου πλενει τα ρουχακια σου

με τες εισαι να φανει; / απ' αυτους που 'σαι μαζι, για να τον δουμε;

- Τις πο' ατσ' ολοι που εττου ειμεσται / - Κανεις ποτε απ' οσους ειμαστ' εδω περα

ε τωριεται τσε ε τωρει. / δε θωριεται και δε θωρει.

Η κορη λεει το ιδιο: Στον Αδη, εκει που συμφωνα με το ονομα του δεν υπαρχει κανενα ιδειν, καθε εικονα της, καθε τροπος της μητερας της ν' αναφερεται σ' αυτην εξανεμιζεται. Και παλι, οπως η κορη, ετσι κι η νεκρη μητερα μου δεν ειναι τιποτα. Μονο που καμια παρασταση της δεν μπορει να την αποδωσει οπως ειναι σημερα. Ειναι λοιπον, ομως χωρις τη μορφη της, χωρις τη φωνη της, οπως την ειδα και την ακουσα αλλοτε. Ειναι διχως μορφη, διχως φωνη, διχως προσωπο, διχως καν ν' αναγνωριζεται ως μητερα μου, γυναικα του πατερα μου κτλ. Δεν εχει καν φυλο. Ακομα και το "την", η προσωπικη της αντωνυμια, ηχει παραταιρα. Ολα τους εξανεμιζονται. Η νεκρη μητερα μου, ως νεκρη, εχει απο-προσωποιηθει. Ειναι, ομως ειναι ενα τιποτα - ο τονισμος τωρα πεφτει στο "ειναι": ειναι ενα τιποτα.

Αυτο το τιποτα εχει αφησει εκεινη τη μορφη που λεγοταν "μητερα μου" πισω. Και παλι τη φερνει μαζι του, απροσωπη πια. Αυτο το τιποτα εκτοτε με συντροφευει. Οταν βλεπω το φως του ηλιου, αυτο το τιποτα βλεπει μαζι μου. Οταν χρησιμοποιω το τηγανι και την κατσαρολα που πηρα απο το σπιτι της, αυτο το τιποτα μαγειρευει μαζι μου. Τις ωρες που συνομιλω ετσι μ' αυτο το τιποτα, απο-προσωποποιουμαι κι εγω. Γινομαι ενα τιποτα. Celan:

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ

αυτη

η βαρυτητα που

καποτε βυθιζεται μαζι σου

μεσα στην ωρα. Ειναι

μια αλλη.

Ειναι το βαριδι που συγκρατει το κενο

που θα συν-

παρασερνονταν μαζι σου.

Δεν εχει, οπως κι εσυ, κανενα ονομα. Ισως

ειστε το ιδιο. Ισως

καποτε κι εσυ να με ονομασεις

ετσι.

Ζωογονηση

Τωρα ομως, σ' αυτες τις ωρες, το φως του ηλιου ειναι περισσοτερο φως γιατι δεν υπαρχει ενα εγω που να παρεμβαινει με τις αντιληψεις του και με τις προτιμησεις του. Το φως ειναι περισσοτερο φως και τα πραγματα, οπως το τηγανι και η κατσαρολα, περισσοτερο πραγματα. Μεχρι τις παρυφες αυτης της ενορασης εφτασα.

Εδω επιτρεψτε μου μια παρεκβαση. Η "φαινομενολογια", δηλαδη ο λογος που λεγει τα φαινομενα, εκφραζει τα πραγματα οπως δειχνονται καθαυτα, μπορει να τα λεγει αληθινα μονο οταν το υποκειμενο του λογου απεκδυεται καθε δικη του υποσταση. Αυτο ειναι που ζηταει ο Freud, για να μεινουμε στη θεραπευτικη, εστω κι αν δεν το εννοει σε ολο το ευρος του, οταν περιμενει απ' τον πελατη να πει ο,τι του ερχεται στο νου διχως να παρεμβαλλει τιποτα δικο του, δηλαδη διχως να επιλεγει, να αλλοιωνει, να αποσιωπα, να τονιζει. Και αυτο ειναι που ζηταει απο τον θεραπευτη οταν περιμενει απ' αυτον μια προσοχη "ελευθερα μετεωρη".

Ομως οι παροτρυνσεις δεν φτανουν. Δειχνουν την κατευθυνση μονο, και προς τα εκει οδηγει ο θεραπευτης με την τεχνη του - οχι την τεχνικη του. Ειναι τα ιδια τα πραγματα που εξαναγκαζουν σ' αυτον το δρομο, καθως δειχνονται παντα με το φως και με τη σκια τους. Ενα τετοιο πραγμα ειναι ο θανατος, ως αυτο που (Σεφερης) "χαριζει τη ζωη".

Η αληθινη συνομιλια με τους νεκρους οπου ο κοσμος δεν βυθιζεται στη θανατιλα αλλα "μα τον θανατο, ζωντανευει" σπανια πραγματωθηκε στην ιστορια της Δυσης. Οσο εγω γνωριζω, και οπως θα διαπιστωσατε, μια απο τις πιο ολοκληρωμενες πραγματωσεις της ειναι η ποιηση του Paul Celan. Αυτος, πιστευω, ειναι ο κρυφος λογος που ο Celan συχνα αναγνωριζεται ως ο μεγαλυτερος ποιητης της εποχης μας. Κανενας αλλος ποιητης, και κανενας νοητης, ουτε ο Heidegger, δεν το καταφεραν σε τετοια πληροτητα, εννοω τη συνομιλια με τους νεκρους που χαριζει μια -κι εδω χρησιμοποιω τον τιτλο μιας ποιητικης συλλογης του- χαριζει μια "τροπη της ανασας" και ικανοποιει ο,τι ο Ηρακλειτος διατυπωσε με απιστευτη απλοτητα, διχως επιφωνηματα, σχεδον στη ρυμη του λογου του: 

το αυτο ειναι ζωντανο και πεθαμενο 

Το αυτο: Η συναντηση του τιποτα με το τιποτα. Celan:

ξερω,

ξερω και ξερεις, ξεραμε,

δεν ξεραμε,

αλλωστε εδω ειμασταν κι οχι εκει,

και καποτε, οταν

μονο το τιποτα εστεκε μεταξυ μας, βρισκαμε

ο ενας τον αλλο ολοτελα.

Κι ακομα:

ΨΑΛΜΟΣ

Κανεις δεν θα μας ξαναπλασει απο χωμα και λασπη,

κανεις δεν θα διαβασει τη σταχτη μας.

Κανεις.

Δοξασμενος να 'σαι, Κανεις εσυ.

Για χαρη σου θε ν'

ανθισουμε.

Κατα

σενα.

Ενα Μηδεν 

ημασταν, ειμαστε, θα 

μεινουμε, ανθωντας: 

του Μηδενος, του 

Κανενος το ροδο.

"Δεν μου φτανουν οι ζωντανοι" γραφει ο Γιωργος Σεφερης. Πρωτα στη συνομιλια με τους νεκρους, στην οποια, επαναλαμβανω τα λογια του Ηρακλειτου, οι νεκροι πεθαινουν τη ζωη των ζωντων, οι ζωντες ζουν τον θανατο των νεκρων, σ' αυτην την αποπροσωποποιηση οπου συναντωνται το τιποτα με το τιποτα, γινονται, ειπα πριν, το φως περισσοτερο φως, τα πραγματα περισσοτερο πραγματα, γινεται το σκοταδι περισσοτερο σκοταδι. "Περισσοτερο" θα πει εδω: τωρα τα παντα "βγαζουν σπιθες", αναφλεγονται, ο κοσμος γινεται φωτια - "πῦρ ἀείζωον" τον αποκαλεσε ο Ηρακλειτος. Αυτον τον κοσμο, λεει ο Εφεσιος στο ιδιο αποσπασμα, δεν τον εποιησε ουτε θεος ουτε ανθρωπος αλλα ηταν, ειναι και θα ειναι - πῦρ ἀείζωον.

Ανατολη και Δυση

Τοτε το καθε τι ειναι μια φλογα που ξεκινα απ' το τιποτα και μενει στερεα μετεωρη στο κενο. Κι εδω, σ' αυτην την εικονα συναντωνται η απαρχη της δυτικης νοησης με μια κορυφωση της ανατολικης. Μια τετοια εικονα υπαρχει:

Ειναι μια καλλιγραφια του συγχρονου ζεν-φιλοσοφου Hisamatsu. To φλεγομενο ιδεογραμμα στη μεση ειναι η καρδια. Στο περιθωριο λεει: "Πρεπει να κατοικεις η να μενεις στο πουθενα και πρεπει ν' αφηνεις την καρδια να ξεσπασει". Ισως κι εδω λεγεται ο,τι συναντησαμε επανειλημμενα: ζωη και θανατος ειναι το αυτο.

Ο βουδισμος, ιδιαιτερα ο ζεν-βουδισμος, ειναι εξαρχης στραμμενος στο θανατο. Ο,τι σχετικο εκφραστηκε στη Δυση, στο χριστιανισμο, στην ποιηση, στη νοηση, στην τεχνη ειναι ψηγματα σε συγκριση με την Ανατολη οπου αναπτυχθηκε σ' ενα μοναδικο ευρος και βαθος μεσα απο μια μακραιωνη παραδοση. Εκεινο παλι που εδω λειπει σχεδον ολοτελα ειναι η δεκτικοτητα για την πλανη, οχι με την εννοια της συμπαθειας και της συγκαταβασης αλλα σαν δρομος που καποτε μπορει να φερει στην αληθεια. Αν η γυναικα κι ο νεος μιλουσαν για την εικονα τους του θανατου σ' εναν δασκαλο του ζεν, φανταζομαι πως για απαντηση θα εισεπρατταν μια ξυλια απο το ραβδι του. O αλλος, ο δικος μας δρομος, δρομολογηθηκε με την αρχαια τραγωδια: Ειναι η πλανη που κανει αυτον που εχει μπει στο λουκι της να τσακιζεται, οπου αυτη ακριβως η συμφορα θα φερει την καθαρση. Θα το δουμε και παρακατω.

Μ' αυτην την επιφυλαξη μου φαινεται πως εχουμε πολλα να μαθουμε απο την Ανατολη - οπως τωρα, που κι αυτοι εγιναν σαν εμας, θα χρειαστει να μαθουν ν' αντιμετωπιζουν το ανθρωπινο βασανο με αλλη κατανοηση.

Για το θεμα του διαλογου Δυσης κι Ανατολης θα γινει μια ακομη παρεκβαση. Γραφει ο Keiji Nishitani, ενας απο τους σημαντικοτερους συγχρονους Ιαπωνες νοητες:

Σημερα, οπου σε ολες τις περιοχες της ανθρωπινης πρακτικης λαμβανουν χωρα συναντησεις μεταξυ Ανατολης και Δυσης με εκπληκτικη ταχυτητα, η αμοιβαια κατανοηση ειναι διχως αλλο μια απο τις σημαντικοτερες αποστολες της ανθρωποτητας. [...]

Σημερα στεκουμε εμπρος στο πλεον οξυ αιτημα, δηλαδη να υπερβουμε τα δικα μας πνευματικα σχηματα και προτυπα, τον ακαμπτο σκελετο δογματος και δογματικης. Αυτο το αιτημα ειναι σαν τομη, διοτι μας καλει να επιστρεψουμε στον πηγαιο μας "εαυτο" -περαν καθε δογματος-, να απεκδυθουμε απαξ δια παντος εκεινων των παγιωμενων σχηματων και προτυπων που εγκλειουν τη σκεψη, την αισθηση και τη βουληση μας σε τυποποιημενα και φαινομενικα αιωνια πλαισια. Καλουμαστε να επιστρεψουμε στο πλεον θεμελιακο επιπεδο οπου ο ανθρωπος ειναι απλως ανθρωπος η πλεον μονο γιος του ανθρωπου, τιποτα λιγοτερο και τιποτα περισσοτερο· οπου ειναι ολοτελα εκθετος, ασκεπος, γδυτος, με αδεια χερια, ανυποδητος, ομως επισης οπου μπορει και ν' ανοιξει το ενδοτατο της καρδιας του απεριφραστα. [...] Οσο δυσκολο κι αν ειναι, παντως φαινεται αναγκαιο να επιστρεψουμε σ' ενα τετοιο θεμελιακο επιπεδο μεσα μας για να προετοιμασουμε τον ανοιχτο τοπο για τη ζητουμενη γνησια συναντηση.

Δεν θα συμπληρωσω τιποτα. Η ιδια η ομιλια ειναι μια αποπειρα προς αυτην την κατευθυνση.

Παροδικοτητα

Στο ζεν μια λεξη-κλειδι για την εννοηση του θανατου ειναι η "παροδικοτητα". Επηρεασμενοι απο την κρατουσα παραδοση η οποια παρασταινει ως εγκυρο ο,τι εχει υποσταση και μενει σταθερο στο χρονο, θεωρουμε το παροδικο σαν το μηδαμινο που συμβαινει σ' ενα τωρα για να χαθει στο μετα. O Dogen, ενας απο τους σημαντικοτερους δασκαλους του ζεν, γραφει λιγο πριν απο το θανατο του:

Με τι λοιπον να συγκρινω 

τον κοσμο και τη ζωη του ανθρωπου; 

Με τον ισκιο του φεγγαριου 

οταν στη δροσοσταλιδα αγγιζει 

το ραμφος απο ενα θαλασσοπουλι.

O Byung-Chul Han, Ιαπωνας καθηγητης της φιλοσοφιας στη Βερνη, σχολιαζει:

Εδω κανεις εχει να κανει με μια ιδιαιτερη εμπειρια της παροδικοτητας [...] Οπου ανακινειται μια αντισταση εναντια στην παροδικοτητα διαμορφωνεται ενας εμφατικος εαυτος. Κανεις μεγενθυνεται, τροπον τινα κανει το εγω του να μεγαλωσει εναντια στο θανατο, που ειναι ο θανατος μου, που δινει στο εγω ενα τελος. Μια αλλη αντιληψη της θνητοτητας ειναι εκεινη η "αφυπνιση στην παροδικοτητα", στην οποια κανεις αφηνει τον εαυτο του να παρελθει.

Εκει που κανεις δινει τον εαυτο του στο θανατο, εκει που κανεις κενωνεται, ο θανατος δεν ειναι πια θανατος μου. Δεν εχει πια τιποτα το δραματικο. Δεν ειμαι πια δεσμιος του θανατου, που θα ηταν ο θανατος μου.

Στη συνεχεια γινεται αναφορα στον "μεγα θανατο", που μνημονευτηκε επιτροχαδην στην συζητηση του παραδειγματος της γυναικας:

Ο "μεγας θανατος" δεν αποτελειωνει τη ζωη. Ο θανατος που θα ερχοταν στο τελος της ζωης θα ηταν ενας "μικρος" θανατος. Σιγουρα μονο ο ανθρωπος ειναι ικανος για τον "μεγα θανατο". Συνιστα εκεινο το τολμημα, να πεθανεις και να φυγεις καθαυτον. Και ομως δεν εκμηδενιζει τον εαυτο. Πολυ περισσοτερο τον διαυγαζει στο ανοιχτο. O εαυτος κενωνεται καθως πληρουται με μια κοσμικη ευρυτητα. Αυτο το ιδιαζον ειδος θανατου αφηνει να προκοψει ενας εαυτος πληρης ευρυτητας, ενας ανιδιοτελης εαυτος.

Η εδω εννοουμενη παροδικοτητα αποδιδεται παραστατικα στην τεχνη του ikebana, οπου λουλουδια κοβονται και τοποθετουνται σ' ενα βαζο με χωμα.

Ακουστε τι λεει σχετικα ο Nishitani εχοντας κατα νου πως η ανθρωπινη υπαρξη ειναι σαν λουλουδι του ikebana. Γραφει ο Han:

O Nishitani ερμηνευει την ιαπωνικη τεχνη της τοποθετησης των λουλουδιων απο την πλευρα του φαινομενου του κοψιματος. Οταν καποιος χωριζει το λουλουδι απο τη ριζα της ζωης του, τροπον τινα το αποκοβει απο την ψυχη του. Ετσι του αφαιρειται η ενστικτωδης ορμη, το appetitus. Στο λουλουδι αυτη η αποκοπη δινει το θανατο. Το κανει να πεθανει επι τουτου. Αυτος ο θανατος διαφερει απο το μαρασμο, που για το λουλουδι θα ηταν ενα ειδος απο-βιωσης η φυσικου θανατου. Κανεις δινει στο λουλουδι το θανατο προτου αυτο ζησει μεχρι τελους. [...]

Το κομμενο λουλουδι, που πλεον δεν ορεγεται τιποτα, διαγει τον εκαστοτε χρονο του. Διαμενει ολοτελα στο εκαστοτε παρον διχως μεριμνα για το πριν και το μετα. Γινεται ολοτελα χρονος διχως αντισταση εναντιον του. Οπου πηγαινει με το χρονο, συμφιλιωμενο μαζι του, ο χρονος δεν παρερχεται. [...] Ανακυπτει εν μεσω του χρονου μια ιδιαζουσα διαρκεια, μια διαρκεια διχως συνεχεια, που δεν παριστανει καμια αχρονη απεραντοσυνη, κανεναν σταματημενο χρονο. Ειναι μια εκφανση εκεινης της περατοτητας που ησυχαζει στον εαυτο της, φερει η ιδια τον εαυτο της, που δεν αλληθωριζει προς το "απειρο", που κατα εναν τροπο εχει ξεχασει τον εαυτο της. [...] Ikebana θα πει κατα λεξη: "ζωογονηση του λουλουδιου". Προκειται για μια ιδιαζουσα ζωογονηση. Κανεις ζωογονει το λουλουδι, το υποβοηθει προς μια βαθυτερη ζωντανια δινοντας του το θανατο. Το ikebana κανει το περατο ως αυτο τουτο να λαμπει διχως το φως της απεραντοσυνης. Ωραια εδω ειναι η καταλαγιασμενη, αταραχη περατοτητα, η ησυχασμενη στον εαυτο της, μια περατοτητα που φωτιζεται διχως να κοιτα περα απο τον εαυτο της. [...]

Και γιατι η ανθρωπινη υπαρξη ειναι σαν λουλουδι του ikebana; Διοτι οι ανθρωποι ειναι οι θνητοι. Μια λεξη του Ηρακλειτου για τον ανθρωπο ειναι ο "μορος". Θα πει: θνητη μοιρα. Γεννιεμαι θα πει συναμα και εξαρχης πεθαινω. Η αποκοπη που δινεται στο λουλουδι στην τεχνη του ikebana, εχει δοθει στον ανθρωπο εξαρχης και χωρις να παρεμβει κανενα χερι.

Ακουσαμε: "Το κομμενο λουλουδι, που πλεον δεν ορεγεται τιποτα, διαγει τον εκαστοτε χρονο του. Διαμενει ολοτελα στο εκαστοτε παρον διχως μεριμνα για το πριν και το μετα". Αν το υστατο "μετα" ειναι ο θανατος, τοτε η "μεριμνα" γι' αυτον θα ελειπε στο βαθμο που κανεις θα ειχε πεθανει τον "μεγα θανατο", η, στα καθ' ημας, στο βαθμο που θα ειχε αναλαβει τη θνητοτητα του, ειχε γινει ο θνητος που ειναι. Αντιστοιχα, θα συμπληρωνα, το πρωτο "πριν" ειναι η γεννηση. Ομως η γεννηση η οποια προσιδιαζει στον ανθρωπο θα ηταν μια "μεγαλη γεννηση", οπως οταν κανεις, οπως λεμε, "ξαναγεννιεται".Ισως δεν προκειται καν για δυο ξεχωριστα πραγματα: Οταν πεθαινω τον "μεγαλο θανατο", ξαναγεννιεμαι. Τοτε "μικρος θανατος" και "μικρη γεννηση" δεν θα ηταν θεμα καμιας "μεριμνας".

Παρμενιδης

Τα λεμε αυτα με οδηγο τη σοφια της Ανατολης, ομως για μας τουλαχιστον μενει μια επιφυλαξη: Αυτη η σοφια μιλα αξιωματικα. Δεν μας λεει, ισως δεν εχει καν αναγκη να το σκεφτει, απο που αντλει το κυρος της. Στη γραφη του Παρμενιδη του Ελεατη λεγεται: 

ετσι η γεννηση εσβησε κι ο χαμος χαθηκε.

Και εδω συναντουμε εναν τροπο υπαρξης ομοιο μ' εκεινον της παροδικοτητας του κομμενου λουλουδιου και της ανθρωπινης υπαρξης: πριν και μετα, και τα ακρα τους, γεννηση και χαμος, παυουν να ειναι θεμα. Ομως στον Παρμενιδη, οπως και σ' ολη την πρωιμη ελληνικη νοηση και τεχνη, τουτο δεν λεγεται αξιωματικα αλλα υπαγορευεται απ' αυτο που οι αρχαιοι αποκαλουσαν ἀνάγκη. Δεν την επιβαλλει κανενας ανθρωπος και κανενας θεος. Τα ιδια τα πραγματα εξαναγκαζουν σ' αυτην.

Ας θυμηθουμε τη γυναικα που φοβαται το θανατο. Αυτο δεν ειναι "ψυχολογικο προβλημα" και η λυση δεν βρισκεται σε καποιον τροπο με τον οποιο θα θεραπευτει απο τη φοβια της και θα επανελθει στο "φυσιολογικο". Ποια θα ηταν αλλωστε η "φυσιολογικη" αντιμετωπιση του θανατου; Η ψυχολογια, οπως η επιστημη συνολικα και σχεδον ολη η παραδοσιακη φιλοσοφια, γνωριζει μονο το θανατο του εμβιου οντος, την απο-βιωση. Ο λογος της για το θανατο ακομα, και προπαντων οταν τον κανει αντικειμενο της ερευνας της, ειναι ενας λογος αφασικος. Ομως η αφασια, το ειδαμε επανειλημμενα, δεν ειναι η πραγματικοτητα του θανατου που αρμοζει στον ανθρωπο. Η γυναικα που μιλα για το θανατο της, οπως μιλα, δεν εχει ψυχολογικο προβλημα. Ειναι εκτος πραγματικοτητας.

Για ποια πραγματικοτητα μιλαμε; Ειπα στην αρχη, ακολουθωντας ενα λογο του Ηρακλειτου: "Νεκρη μεσα στο φερετρο δεν θα της εχει απομεινει κανενα κρυψιμο και κανενας φοβος". Μιλαμε για την πραγματικοτητα οπου καθε κρυψιμο και καθε φοβος χρειαζονται τον ανθρωπο ο οποιος, ρητα η αρρητα, λεγει και εννοει: "κρυβομαι", "φοβαμαι". Το δρομο αυτης της "χρειας", του χρη, ο Παρμενιδης τον ονομαζει δρομο του "ειναι": ἔστιν.

Στα λογια της γυναικας αυτη η αρραγης ταυτοτητα, οπου τα πραγματα ειναι καταλογισμενα στον ανθρωπο, ο ανθρωπος ειναι χρεωμενος τα πραγματα, διασπαται: Η γυναικα μιλα για ενα κρυψιμο για το οποιο, οντας νεκρη, ποτε δεν θα πει "κρυβομαι", μιλα για εναν φοβο για τον οποιο, οντας νεκρη, ποτε δεν θα πει "φοβαμαι". Αυτον το δρομο τον εκτος πραγματικοτητας ο Παρμενιδης τον ονομαζει δρομο του "μη ειναι": οὐκ ἔστιν.

Ας τα ανακεφαλαιωσουμε ακουγοντας τωρα λιγα απο τον ιδιο τον Παρμενιδη:

και κρινεται τουτο: ειναι, η δεν ειναι.εχει λοιπον κριθει, οπως ειναι αναγκη, ο ενας δρομος [του "δεν ειναι"] να εγκαταλειφθει καθοτι δεν εχει νοημα και ονομα, αφου δεν ειναι αληθινος δρομος, ομως ο αλλος [ο δρομος του "ειναι"] κριθηκε οτι υπαρχει και ειναι αληθινος. σ' αυτον τον δρομο [του "ειναι"] λοιπον εχει παμπολλα σηματα: "ειναι" αγινωτα και "ειναι" αφθαρτα... 

Τα σηματα ἀγένητον και ἀνώλεθρον δεν σημαινουν καποια θεϊκη αιωνια υπαρξη διχως αρχη και τελος. Σημαινουν πως το πριν της γεννησης και το μετα το θανατο δεν μπορει ποτε να εννοηθει και να ειπωθει. Καθε τετοια αποπειρα προσκρουει στο αβατο του "μη ειναι". Τα ερωτηματα για τη γεννηση και το θανατο ειναι ψευδο-ερωτηματα. Ακριβως γι' αυτο φερνουν συγχυση και ταλανιζουν, οπως στην περιπτωση της γυναικας και του νεαρου αντρα. Τουτο αφορα κατα εναν τροπο καθε πριν και μετα, ομως η συζητηση του δεν ειναι της ωρας.

Θα προσεξατε πως στον Παρμενιδη δεν γινεται λογος γι' αυτο η εκεινο το πραγμα, αλλα για το "ειναι".Ισως ενας τροπος να βρεθει κανεις στο δρομο του ειναι κι αυτος που δοκιμασα να περιγραψω μιλωντας για τη νεκρη μητερα μου, την αποπροσωποποιημενη, που ειναι, ομως ειναι ενας κανεις, ανυπαρκτη, ενα τιποτα, το οποιο τελικα διαπερνα και μεταβαλλει κι εμενα και τα παντα. Η αφορμη εδω ηταν ο θανατος της μητερας μου, ομως τελικα προκειται για την καθε συναντηση των νεκρων με τους ζωντανους, στην οποια συν-ουσιαζονται και απ-ουσιαζονται μεταξυ τους. Αυτο το τιποτα, ειπα ακομη, δεν ειναι "τιποτα" αλλα στο φως του καθε τι γραφει ο Celan "μα το θανατο, ζωντανευει". Το ακουσαμε με διαφορους τροπους απο τον Ηρακλειτο, τον Σεφερη, τους Ανατολικους.

Το "ειναι" στον Παρμενιδη, θυμιζω, ονομαζει εκεινη την αρραγη ταυτοτητα οπου τα πραγματα ειναι καταλογισμενα στον ανθρωπο, ο ανθρωπος ειναι χρεωμενος τα πραγματα. Αυτος ο δρομος υπαγορευεται απο την αναγκη, το κρατος της οποιας, θυμιζω ακομα, επιβαλλεται τραγικα, δηλαδη με τον πολεμον, μια λεξη του Ηρακλειτου οπου οι πλανημενοι δρομοι ειναι γραφτο να φθασουν σε αδιεξοδο και οι οδοιποροι τους να τσακιστουνε στον τοιχο του. Ακουσαμε την αντιστοιχη λεξη του Παρμενιδη: "κρισις". Η "κριση" δεν ειναι απλα ενα κακο. Σημαινει τη διακριση. Γι' αυτο η κριση παντα μας βαζει στο αλλοκοτο σταυροδρομι πλανης κι αληθειας και δρομολογει τις πορειες μας. Ο φοβος της γυναικας και του νεαρου αντρα, αλλα και καθε φοβος θανατου, δεν ειναι ψυχολογικο συναισθημα αλλα κρισις, σημαδι της προσπτωσης επανω σε τετοιους τοιχους.

Αναπαυση

Ομολογο του φοβου του θανατου ειναι η κριση του πενθους. Ποια πλανη οδηγει τον πενθουντα στα ακρα; Οπως στην εικονα του φερετρου για τη γυναικα και τον νεο, ετσι και στο πενθος ο νεκρος διατηρει την υποσταση του: Ειναι νοερα παρων με τη μορφη του, κανεις πολλες φορες μιλα μαζι του. O Ελβετος θεραπευτης Hanspeter Padrutt στο βιβλιο του για τον Παρμενιδη, στο οποιο οφειλω μια αποφασιστικη ωθηση για οσα σας ανεπτυξα, στο σχετικο κεφαλαιο αναφερει σαν μοτο ενα ανεκδοτο του Kleist. Σας το διαβαζω μεταφρασμενο:

O Bach, οταν πεθανε η γυναικα του, επρεπε να κανει τις προετοιμασιες για την κηδεια της. Ομως ο καημενος ειχε συνηθισει ν' αφηνει τα παντα στη φροντιδα της γυναικας του· τοσο που, οταν ηρθε ενας γερος υπηρετης και του ζητησε χρηματα για τα λουλουδια που θα στολιζαν το φερετρο, αυτος με βουβα δακρυα, με το κεφαλι πεσμενο πανω σ' ενα τραπεζι, απαντησε: "Πες της γυναικας μου".

Στον Bach η γυναικα του διατηρει την υποσταση της - οπου, μεταξυ αλλων, φροντιζει για τα παντα. Η οδυνη του πενθους, αυτο που ποναει, ειναι το πεσιμο στον τοιχο του "οχι πια": Η γυναικα του ποτε δεν θα ξαναφροντισει το σπιτι, ποτε δεν θα δωσει λεφτα για τα λουλουδια της κηδειας της. O Bach βρισκεται στον αδιεξοδο, αδιανοητο και ακατανομαστο δρομο του "μη ειναι". Η αναγκη τον κανει να πεφτει πανω στον τοιχο του αδιεξοδου. Η οδυνη του πενθους δεν ειναι αλλο απο το συμβαν αυτης της προσπτωσης, που τσακιζει τον πλανημενο νου, παλι και παλι. Ετσι και μονον ετσι, παθαινοντας, μαθαινουμε.

Μια ιστορια ακομα απο τη μυθολογια μας. O Σισυφος ηταν, λεγεται, ο πιο πονηρος και πανουργος αντρας. Μετα το θανατο του πηγε να ξεγελασει τους θεους και να γυρισει στον πανω κοσμο, και για λιγο το καταφερε. Οι θεοι τον τιμωρησαν και του επεβαλαν για ποινη ν' ανεβαζει ενα βραχο σ' ενα υψωμα. Οχι τοσο γνωστη ειναι μια λεπτομερεια: O βραχος βρισκεται στον κατω κοσμο κι ο Σισυφος καλειται να τον ανεβασει στο υψωμα του πανω κοσμου. Δηλαδη καλειται να επαναλαβει αυτο που με κολπα και με ραδιουργιες οντως προσπαθησε. Το οτι ο βραχος ξανακυλα κατω, παλι και παλι, του υπογραμμιζει ξανα και ξανα την αναγκην η οποια απαγορευει καθε αναβιωση.

Το πενθος φερνει παλι και παλι τον νεκρο αναμεσα μας. "Ποιος σου πλενει τα ρουχακια σου;" ρωτα η μανα την κορη που εχασε. "Πες της γυναικας μου" λεει ο Bach. Ακομα και τα μαυρα ρουχα, και η μαυρισμενη ψυχη, ανηκουν στην πλανη που παει να φερει τον κατω κοσμο με το σκοταδι του επανω στο φως. Και παλι και παλι πεφτει κανεις στον τοιχο του "οχι πια", κι ολα κατρακυλανε πισω εκει που ανηκουν. Χρειαζεται να περασουμε απ' αυτο για να μαθουμε, για να πεταξουμε καποτε τα μαυρα και ν' αφησουμε τους νεκρους μας να ησυχασουν.

Θα τελειωσω με λογια του Οδυσσεα Ελυτη για το θανατο του Ανδρεα Εμπειρικου. Πριν πολλα χρονια μου χαρισαν μια πρωτη αναλαμπη γι' αυτα που ειχα σημερα να σας πω:

Δεν ηταν θανατος αυτος αλλα ενα φυσημα ελαφρυ, κι υστερα τα πουλια και το κελαηδητο τους - μια συνεχεια στην ποιηση κεινου που χανοταν εδω για να ξαναβρεθει κερδισμενος αλλου, για παντοτε, μεσα στους γαλαζιους ατμους τ' ουρανου και τις λευκες πετρες.