[...]
Οι κυριότερες ενστάσεις και παρανοήσεις ως προς αυτήν την παράδοση μπορούν να συγκεντρωθούν σε τρεις κατευθυντήριες προτάσεις. Λέγεται:
1. Η παράδοση καθιστά "το μηδέν" το μόνο αντικείμενο της μεταφυσικής. Όμως επειδή το μηδέν είναι το όλωσδιόλου μηδαμινό, αυτή η σκέψη οδηγεί στην γνώμη ότι όλα είναι τίποτα, κι έτσι δεν αξίζει ούτε να ζεις ούτε να πεθάνεις. Μια "φιλοσοφία του μηδενός" είναι ο ολοκληρωμένος "μηδενισμός".
2. Η παράδοση αίρει μια μεμονωμένη κι επιπλέον βαριά διάθεση, το άγχος, στην μόνη θεμελιακή διάθεση. Όμως επειδή το άγχος είναι η ψυχική κατάσταση των "αγχωμένων" και των δειλών, αυτή η σκέψη αρνείται το υψηλό ηθικό της ανδρείας. Μια "φιλοσοφία του άγχους" παραλύει την θέληση για πράξη.
3. Η παράδοση παίρνει θέση εναντίον της "λογικής". Όμως επειδή η διάνοια εμπεριέχει τα μέτρα κάθε υπολογισμού και κάθε κατάταξης, αυτή η σκέψη παραδίδει την κρίση για την αλήθεια στην διάθεση της περίστασης. Μια "φιλοσοφία του απλού συναισθήματος" θέτει σε κίνδυνο την "αυστηρή" σκέψη και την βεβαιότητα της πράξης.
Η ορθή τοποθέτηση σ' αυτές τις προτάσεις εκπηγάζει από έναν εκ νέου αναλογισμό της παράδοσης. Αυτός θα ελέγξει κατά πόσον το μηδέν, το οποίο συντονίζει το άγχος στην ουσίωσή του, εξαντλείται σε μια κενή άρνηση όλων των όντων, ή εάν αυτό που δεν είναι ποτέ και πουθενά ον αποκαλύπτεται ως το διάφορο από όλα τα όντα, το οποίο αποκαλούμε το είναι. Κάθε έρευνα, όπου και όσο ευρέως και αν εξερευνά το όν, πουθενά δεν βρίσκει το είναι. Πέφτει πάντα και μόνο στο ον διότι, στον σκοπό της εξήγησής της, εκ των προτέρων επιμένει στο ον.
Όμως το είναι δεν είναι οντική ποιότητα επάνω στο ον.Το είναι δεν παρασταίνεται και δεν παράγεται ως αντικείμενο όπως το ον. Αυτό το ολωσδιόλου άλλο[2] ως προς όλα τα όντα είναι το μη-ον. Όμως αυτό το μηδέν[3] ουσιάζεται ως το είναι. Αποποιούμαστε την νόηση υπερβολικά βεβιασμένα όταν με φτηνές εξηγήσεις αποδίδουμε το μηδέν ως το απλώς μηδαμινό και το εξομοιώνουμε με το ανούσιο. Αντί να παραδοθούμε σε μια τέτοια βιασύνη μιας κενής οξύνοιας και να εγκαταλείψουμε την αινιγματική πολυσημαντότητα του μηδενός, πρέπει να εξοπλιστούμε με την μοναδική προθυμία να εμπειραθούμε στο μηδέν την ευρυχωρία αυτού το οποίο δίνει σε κάθε ον την εγγύηση[4] να είναι. Αυτό είναι το είναι καθαυτό. Δίχως το είναι, την αβυσσαλέα, όμως ακόμη ανέκπτυκτη ουσίαση του οποίου μας προσμοιράζει το μηδέν στο ουσιακό άγχος, όλα τα όντα θα έμεναν στην αν-οντότητα. Αλλά ακόμα κι αυτή, ως η εγκατάλειψη του είναι, δεν είναι πάλι μηδαμινό μηδέν, εφόσον ανήκει στην αλήθεια του είναι ότι το είναι[5] ποτέ δεν[6] ουσιάζεται[7] δίχως το ον, ώστε ποτέ[8] να μην είναι ένα ον δίχως το είναι.
Το άγχος χαρίζει μια εμπειρία του είναι ως του άλλου προς κάθε ον, με την προϋπόθεση ότι δεν αποφεύγουμε, από "άγχος" για το άγχος, δηλαδή στην απλή αγχωτικότητα του φόβου, την άφωνη[9] φωνή η οποία μας συντονίζει στον τρόμο της αβύσσου.
Όταν βεβαίως κατά την παραπομπή σ' αυτό το ουσιακό άγχος εγκαταλείψουμε αυθαίρετα την πορεία των νοημάτων αυτής της παράδοσης, όταν αποσπάσουμε το άγχος, ως τη σ' εκείνη την φωνή συντονισμένη[10]* διάθεση, από την αναφορά στο μηδέν, τότε μας απομένει το άγχος ως μεμονωμένο "συναίσθημα" το οποίο, στον γενικό κατάλογο των ανόητα - ψυχολογικά διαπιστούμενων ψυχολογικών καταστάσεων, μπορούμε να διαφοροποιήσουμε ως προς άλλα συναισθήματα και να το ανατάμουμε. Με οδηγό την ευτελή διαφορά "υψηλού" και "χαμηλού" οι "διαθέσεις" μπορούν κατόπιν να λογαριαστούν στις κατηγορίες αυτών που ανεβάζουν και κατεβάζουν. Στον ζήλο της θηράς "τύπων" και "αντιθέτων τύπων" των "συναισθημάτων", εκφυλιστικών και κατώτερων εκδοχών αυτών των "τύπων", το θήραμα δεν θα λείψει ποτέ. Όμως αυτή η ανθρωπολογική έρευνα του ανθρώπου παραμένει έξω από την δυνατότητα να παρακολουθήσει τον νοούντα δρόμο της παράδοσης· διότι η νόησή της πηγαίνει από την υπ-ακοή της φωνής του είναι στην σ' αυτήν την φωνή συντονιζόμενη διάθεση, η οποία αναλαμβάνει τον άνθρωπο στην ουσίασή του, ώστε να μάθει στο μηδέν να εμπειράται το είναι.
Η προθυμία για το άγχος είναι το ναι στην ένθερμη επιμονή να ικανοποιηθεί η ύψιστη αξίωση η οποία έχει τεθεί στην ουσίαση του ανθρώπου. Μόνος μεταξύ όλων ο άνθρωπος, καλούμενος από την φωνή τού είναι, εμπειράται το θαύμα θαυμάτων[11]*: ό τ ι το ον ε ί ν α ι. Ο κατ' αυτόν τον τρόπο στην ουσίασή του καλούμενος στην αλήθεια του είναι, είναι επομένως πάντοτε συντονισμένος σ' έναν ουσιακό τρόπο. Το καθαρό θάρρος για το ουσιακό άγχος εγγυάται την μυστηριακή δυνατότητα της εμπειρίας του είναι. Διότι στην εγγύτητα του ουσιακού άγχους ως του τρόμου της αβύσσου κατοικεί η αιδώς. Αυτή διαυγάζει και φροντίζει εκείνη την τοποθεσία της ανθρώπινης ουσίασης, μέσα στην οποία αυτός παραμένει εξοικειωμένος στο μόνιμο.
Αντιθέτως το "άγχος" για το άγχος μπορεί να πλανηθεί τόσο πολύ ώστε να παραγνωρίσει τις απλές αναφορές της ουσίασης του άγχους. Τι θα ήταν κάθε ανδρεία εάν δεν εύρισκε τον άλλο της σταθερό πόλο στην εμπειρία του ουσιακού άγχους;
Στον βαθμό στον οποίο υποτιμούμε το ουσιακό άγχος και την σ' αυτό διαυγάζουσα αναφορά τού είναι στον άνθρωπο, ευτελίζουμε την ουσίαση της ανδρείας. Αυτή όμως δύναται ν' αντέχει το μηδέν. Στην άβυσσο του τρόμου η ανδρεία αναγνωρίζει τον σχεδόν απάτητο χώρο τού είναι, στο διαύγασμα του οποίου πρώτα κάθε ον επιστρέφει σ' αυτό που είναι και δύναται να είναι. Αυτή η παράδοση δεν κάνει καμιά "φιλοσοφία του άγχους" και δεν επιζητεί να υποβάλει την εντύπωση μιας "ηρωικής φιλοσοφίας". Εννοεί μόνο αυτό που αναδύθηκε στην δυτική νόηση από την αρχή ως το νοητέο, και παρόλ' αυτά έμενε λησμονημένο: το είναι. Όμως το είναι δεν είναι προϊόν της νόησης. Αντιθέτως μάλιστα η ουσιακή νόηση είναι ένα συμβάν τού είναι.
[...]
Η νόηση, υπ-άκουη στην φωνή του είναι*[12], του αναζητεί τον λόγο, μέσα από τον οποίο έρχεται σε γλώσσα η αλήθεια του είναι. [...] Μέσα από την επί μακρόν χρόνο φυλασσόμενη αφωνία*[13]*[14] και από την επιμελή διαλεύκανση της περιοχής η οποία διαυγάζει σ' αυτήν, έρχεται ο λόγος του νοητή. Ίδιας προέλευσης είναι η ονομασία του [312] ποιητή. [...]
Μια ουσιακή στέγη της αφωνίας είναι το άγχος με την έννοια του τρόμου, στον οποίο η άβυσσος του μηδενός συντονίζει τον άνθρωπο. Το μηδέν ως το άλλο προς το ον είναι το πέπλο του είναι.[15] Κάθε μοίρα του όντος έχει ήδη συντελεστεί εξαρχής στο είναι.
Η τελευταία ποίηση του τελευταίου ποιητή στον πρωταρχικό ελληνισμό, ο Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή, κλείνει με τον λόγο ο οποίος επαναστρέφει ασύλληπτα στην λήθια ιστορία αυτού του λαού και διαφυλάγει την είσοδό του στην άγνωρη αλήθεια του είναι:
αλλ' αποπαύετε μηδ' επι πλειω
θρηνον εγειρετε·
παντως γαρ εχει ταδε κυρος.
Μα τώρα πάψτε και πλέον
Μην στήνετε τον θρήνο·
Καθώς παντού όσα συνέβησαν μένουν όπως συνέβησαν, κατακυρώθηκαν.*[16]