Η θάλασσα σκοτεινιάζει,
η φωνή απ' τις αγριόπαπιες μοιάζει
να στίλβει λευκωπά.
Bashô
Η υπόσταση (λατ. substantia, ελλ. υπόστασις, υποκείμενον, ουσία) είναι σίγουρα η θεμελιακή έννοια της δυτικής σκέψης. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη χαρακτηρίζει το διαρκές στην κάθε αλλαγή. Είναι συστατική για την ενότητα και την ταυτότητα των όντων. Η λατινική λέξη substare (κατά λέξη: στέκω υπό), στην οποία ανάγεται η Substantia, έχει και την σημασία του <ανθίσταμαι>. Το Stare (στέκω) χρησιμοποιείται επίσης με την έννοια του <κρατιέμαι, επιβάλλομαι, ανθίσταμαι>. Στην substantia λοιπόν ενυπάρχει η δραστηριότητα της επιμονής και της εμμονής. Είναι το αυτό, το ταυτόσημο το οποίο, εμμένοντας στον εαυτό του, αφορίζεται από το άλλο κι έτσι καθιερώνεται. Η υπόστασις σημαίνει <θεμέλιο> ή <ουσία>, όπως επίσης <ανθίσταμαι> και <σταθερότητα>. Η υπόσταση τρόπον τινά υποστηρίζει σταθερά τον εαυτό της. Της είναι εγγεγραμμένη η έφεση στον εαυτό της, στην κατοχή του εαυτού της. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην κοινή χρήση της γλώσσας ουσία σημαίνει <περιουσία, κατοχή, ιδιοκτησία, υποστατικό> ή <κατοχή γης>. Ακόμα η ελληνική λέξη στάσις δεν σημαίνει μόνο <στέκω> αλλά και <(επανά)σταση, ταραχή, διχασμός, διχόνοια, έριδα, εχθρότητα> και <κόμμα>. Αυτό το γλωσσικό προαύλιο της έννοιας της υπόστασης, που δεν φαίνεται ακριβώς ειρηνικό ή φιλικό, την προσχηματίζει αντίστοιχα. Η υπόσταση έγκειται σε χωρισμό και σε διαφοροποίηση. [44] Αυτή αφορίζει το ένα από το άλλο, κρατεί εκείνο στην ταυτότητά του απέναντι σ' αυτό. Έτσι η υπόσταση δεν είναι προορισμένη για άνοιγμα αλλά για κλείσιμο.
Η βουδιστική κεντρική έννοια sunyata (<κενό-τητα>) παριστά από πολλές απόψεις την αντίθετη έννοια προς την υπόσταση. Η υπόσταση είναι τρόπον τινά πλήρης. Είναι γεμάτη από τον εαυτό, από το ιδιοτελές. Η Sunyata αντίθετα εμφανίζεται ως κίνηση της αν-ιδιοτέλειας. Εκ-κενώνει το ον που εμμένει στον εαυτό του, που αγκυλώνεται στον εαυτό του ή που κλείνεται στον εαυτό του. Το καταβυθίζει σε μια ανοικτότητα, σε μια ανοιχτή ευρύτητα. Στο πεδίο του κενού τίποτα δεν συμπυκνώνεται σε μια πληθωρική παρουσία. Τίποτα δεν έγκειται μόνο στον εαυτό του. Η κίνησή του, που λύνει τα όρια και την ιδιοτέλεια, αίρει το μοναδιστικό δι' εαυτόν σε μια αμοιβαία σχέση. Όμως το κενό δεν εμφανίζεται ως αρχή γένεσης, ως πρώτο <αίτιο>, από το οποίο <προκύπτει> κάθε ον, το κάθε έμμορφο. Σ' αυτό δεν ενυπάρχει καμιά <ουσιαστική δύναμη>, από την οποία να εκπορεύονταν μια <επενέργεια>. Και κανένα <οντολογικό ρήγμα> δεν το ανυψώνει σε μια ανώτερη τάξη του είναι. Δεν σηματοδοτεί καμιά <υπέρβαση> ο οποία θα προηγούνταν της φαινομένης μορφής. Έτσι μορ-φή και κενότητα είναι εγκατεστημένες στο ίδιο επίπεδο του είναι. Καμιά διαφορά επιπέδων του είναι δεν χωρίζει το κενό από το <εγγενές> των φαινομένων πραγμάτων. Η <υπέρβαση> ή το <τελείως άλλο> δεν παριστάνει, όπως τονίζουν συχνά, ένα απωασιατικό μοντέλο.
Τα ζεν-βουδιστικά εμπνευσμένα τοπία του Yu-chien Οκτώ απόψεις του Hsiao-Hsing θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως απόψεις του κενού. Συνίστανται σε φευγαλέες, υπονοητικές μόνο πινελιές, ίχνη τρόπον τινά που δεν παγιώνουν τίποτα.
[45]
Οι μορφές που παριστάνονται, επενεργούν επιστρωμένες από μια ιδιόμορφη απουσία. Όλα, ενώ δεν πρόφτασαν καλά καλά να έρθουν, μοιάζουν πως τείνουν να καταβυθιστούν και πάλι στην απουσία. Οι μορφές μοιάζουν να αποσύρονται στην απέραντη άπλα του λευκού φόντου. Μια αιδώς συγκρατεί την άρθρωση σε μια ιδιόμορφη αιώρηση. Τα πράγματα, λυτά, αιωρούνται μεταξύ παρουσίας και απουσίας, μεταξύ είναι και μη-είναι. Δεν εκφράζουν τίποτα το οριστικό. Τίποτα δεν παραγκωνίζει το άλλο· τίποτα δεν αφορίζεται, δεν κλείνεται. Όλες οι μορφές διαχέονται η μια στην άλλη, θωπεύονται, καθρεφτίζονται η μια στην άλλη, σαν το κενό να ήταν περιβάλλον της φιλότητας. Ο ποταμός στέκει και το βουνό αρχίζει να ρέει. Γη κι ουρανός θωπεύονται. Το ιδιόμορφο σ' αυτό το τοπίο είναι ότι το κενό δεν εξαφανίζει απλά την ιδιαίτερη μορφή των πραγμάτων, αλλά τα κάνει να λάμπουν μέσα στην χάρη της παρουσίας τους. Σε μια επιτακτική παρουσία θα έλειπε κάθε χάρη.
Η φωνή του κούκου
γεμίζει το ψηλό μπαμπού
όλη την φεγγαρόφωτη νύχτα.
Bashô
Στα Sutra der Berge und Flüsse ο Dôgen εκφράζει ένα ιδιαίτερο τοπίο του κενού όπου "τα κυανά όρη πορεύονται": "Μην λοιδωρείς τα όρη λέγοντας ότι τα κυανά όρη δεν μπορούν να πορεύονται ή ότι το ανατολικό όρος δεν μπορεί να περπατά πάνω στο νερό. Μόνο ένας χοντρόμυαλος άνθρωπος αμφισβητεί τον λόγο <Τα κυανά όρη πορεύονται>. Είναι η ένδεια σε εμπειρίες που κάνει κάποιον ν' απορεί μ' έναν λόγο όπως <ρέοντα όρη>." [46] Εδώ η έκφραση "ρέοντα όρη" δεν είναι <μεταφορά>. Ο Dôgen θα έλεγε ότι τα όρη ρέουν <πραγματικά>. Ο λόγος για "ρέον όρος "θα ήταν μεταφορικός μόνο στο επίπεδο της <υπόστασης>, όπου το όρος διαφέρει από τον ποταμό. Όμως στο πεδίο του κενού, όπου όρη και ποταμοί παιχνιδίζουν το ένα μέσα στο άλλο, δηλαδή στο επίπεδο του α-διάφορου, το όρος ρέει <πραγματικά>. Το όρος δεν ρέει όπως ο ποταμός αλλά το όρος είναι ο ποταμός. Εδώ έχει αρθεί η διαφορά όρους και ποταμού, η οποία έγκειται στο μοντέλο της υπόστασης. Στον μεταφορικό λόγο απλά μια ιδιότητα του ποταμού θα <μεταφέρονταν> στα όρη, όπου τα <αυθεντικά> όρη δεν θα έρεαν. Τα όρη μόνο θα φαίνονταν σαν να κινούνταν. Έτσι ο μεταφορικός λόγος μιλά <αναυθεντικά>. Αντίθετα ο λόγος του Dôgen δεν είναι ούτε <αυθεντικός> ούτε <αναυθεντικός>. Εγκαταλείπει το υποστασιακό επίπεδο του είναι, στο οποίο και μόνο θα είχε νόημα η διάκριση <αυθεντικού> και <αναυθεντικού> λόγου.
Στο επίπεδο του κενού το όρος δεν εμμένει υποστασιοποιημένο στον εαυτό του. Πολύ περισσότερο διαρρέει στο ποτάμι. Έτσι αναπτύσσεται ένα ρέον τοπίο: "Τα όρη αιωρούνται πάνω από τα σύννεφα και πορεύονται μες απ' τον ουρανό. Η κορυφή του νερού είναι τα όρη· η πορεία των ορέων, προς τα πάνω και προς τα κάτω, συμβαίνει συνεχώς επάνω στο νερό. Επειδή τα μεγάλα δάχτυλα των ορέων μπορούν να πορεύονται επάνω απ' όλα τα είδη του νερού, όπου κάνουν το νερό να χορεύει, η πορεία είναι ελεύθερη προς όλες τις κατευθύνσεις [...]." [47] Το κενό που καταλύει τα όρια αίρει κάθε άκαμπτη αντιθετικότητα: "Το νερό δεν είναι ούτε δυνατό ούτε αδύνατο, ούτε υγρό ούτε ξερό, ούτε κινούμενο ούτε ήσυχο, ούτε κρύο ούτε ζεστό, ούτε υπαρκτό ούτε ανύπαρκτο, ούτε πλάνη ούτε φώτιση." Η κατάλυση των ορίων ισχύει και για το βλέμμα. Επιδιώκεται ένα βλέμμα που συμβαίνει πριν από τον χωρισμό σε <υποκείμενο> και <αντικείμενο>. Κανένα <υποκείμενο> δεν επιβαλλει τον εαυτο του στο πράγμα. Ένα πράγμα πρέπει να ιδωθεί έτσι όπως αυτό βλέπει τον εαυτό του. Μια ορισμένη προτεραιότητα του αντικειμένου θα το διαφυλάξει από την ιδιοποίησή του από το <υποκείμενο>. Στο κενό η όραση κενώνεται μέσα στο ορατό. Ενασκείται ένα βλέμμα τρόπον τινά αντικειμενοειδές, που γίνεται αντικείμενο, ένα βλέμμα που αφήνει να είναι, φίλιο. Κανείς πρέπει να κοιτάζει το νερό έτσι όπως το νερό βλέπει νερό. Μια ολοκληρωμένη θέαση συμβαίνει δια του ότι ο θεατής γίνεται τρόπον τινά του είδους του νερού. Βλέπει το νερό στο όπως-είναι του.
Το κενό είναι μια φιλική α-διαφορία στην οποία ο ορών είναι συνάμα και ο ορώμενος: "Ο γάιδαρος βλέπει μέσα στο πηγάδι και το πηγάδι μέσα στον γάιδαρο. Το πουλί κοιτάζει το λουλούδι και το λουλούδι κοιτάζει το πουλί. Όλα τούτα είναι η <συγκέντρωση στην αφύπνιση>. Το ένα ον είναι παρόν σ' όλα τα παρόντα κι όλα τα παρόντα λάμπουν στο ένα ον." Το πουλί είναι επίσης το λουλούδι· το λουλούδι είναι επίσης το πουλί. Το κενό είναι το ανοιχτό που επιτρέπει αμοιβαία διείσδυση. [48] Θεσπίζει την φιλότητα. Το ένα ον αντικαθρεφτίζει στον εαυτό του το παν. Και το παν κατοικεί στο ένα ον. Τίποτα δεν αποσύρεται σε ένα απομονωμένο δι-εαυτόν.
Όλα ρέουν. Τα πράγματα μεταβαίνουν το ένα στο άλλο, συμμειγνύονται. Έτσι το νερό είναι παντού: "Είναι η λανθασμένη διδαχή των μη βουδιστών, ότι υπάρχουν τόποι όπου το νερό δεν θα μπορούσε να φτάσει. Διαπερνά τις φλόγες· διαπερνά καρδιά και νου· διαπερνά την διαφορά και την φωτισμένη σοφία της φύσης του βούδα." Η διαφορά μεταξύ <φύσης> και <πνεύματος> αίρεται. Για τον Dôgen το νερό είναι σώμα και πνεύμα των σοφών. Για τους σοφούς που ζουν βαθιά μέσα στα όρη, αυτά είναι το σώμα και το πνεύμα τους: "Πρέπει να θυμόμαστε ότι τα όρη και οι σοφοί μοιάζουν μεταξύ τους." Η άσκηση θα συνίστατο στο ότι οι μοναχοί που ζούνε στα όρη γίνονται του είδους των ορέων, παίρνουν την όψη του όρους.
Θα ήταν <μαγεία> να μετατραπεί απλά ένα όρος σε ποταμό. Η <μαγεία> μετατρέπει μία υπόσταση σε μια άλλη. Όμως δεν υπερβαίνει την σφαίρα της υπόστασης. Αντίθετα τα "ρέοντα όρη" του Dôgen δεν εκπηγάζουν από κάποια μαγική μεταβολή της ουσίας. Πολύ περισσότερο παριστούν μια καθημερινή όψη του κενού, στην οποία συμβαίνει μια αμοιβαία διείσδυση των πραγμάτων: "Στην γνήσια αλήθεια δεν υπάρχουν ούτε μάγια ούτε μυστήρια ούτε θαύματα. Όποιος το νομίζει πλανάται. Πάντως στο ζεν έχει ένα σωρό κόλπα: για παράδειγμα, από ένα τσουκάλι να κάνεις να δεσπόζει το όρος Fuji, από την πυρακτωμένη μασιά να βγάλεις νερό, να καθίσεις στον στύλο ή να κάνεις δυο βουνά ν' ανταλλάξουν μεταξύ τους τις θέσεις τους. [49] Όμως αυτά δεν είναι μάγια, ούτε και τίποτα το θαυμαστό αλλά καθημερινή κοινοτοπία."
Σε μια δαμασκηνιά κατοικούν άνοιξη και χειμώνας, άνεμος και βροχή. Επίσης αυτή είναι το μέτωπο ενός μοναχού. Επίσης όμως αποσύρεται ολότελα στην ευωδιά της. Το πεδίο του κενού είναι ελεύθερο από την κυριαρχία της ταυτότητας: "Η γέρικη δαμασκηνιά [...] είναι πολύ αβίαστη. Ανθίζει τελείως άξαφνα και κάνει καρπούς από μόνη της. Κάποιες φορές κάνει την άνοιξη και κάποιες φορές τον χειμώνα. Κάποιες φορές φέρνει έναν άνεμο που λυσσομανά και κάποιες φορές μια δυνατή βροχή. Κάποιες φορές είναι το μέτωπο ενός απλού μοναχού και κάποιες φορές το μάτι του αιώνιου βούδα. Κάποιες φορές φανερώνεται με χόρτα και δέντρα και κάποιες φορές είναι μόνο καθαρή ευωδιά." Εδώ κανείς δεν έχει να κάνει με έναν <ποιητικό> λόγο, εκτός εάν το ποιητικό χαρακτηρίζει μια κατάσταση του είναι όπου η πρέσα της ταυτότητας χαλαρώνει, κατάσταση δηλαδή μιας ιδιαίτερης α-διαφορίας στην οποία ο λόγος τρόπον τινά ρέει. Αυτός ο ρευστός λόγος αποκρίνεται στο ρευστό τοπίο του κενού. Στο πεδίο του κενού τα πράγματα ελευθερώνονται από το απομονωτήριο της ταυτότητας προς μία ενότητα του παντός, στην ελευθερία και το αβίαστο μιας αμοιβαίας διείσδυσης. Όπως το λευκό του χιονιού, που διαπερνά τα πάντα, βυθίζει τα πράγματα σε μια α-διαφορία. Καθώς είναι δύσκολο να διακρίνεις ανάμεσα στο λευκό ενός άνθους και σ' αυτό του χιονιού που κάθεται από πάνω: [50] "Χιόνι κάθεται στα νεύρα από τα άνθη των βούρλων της όχθης· είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις που αρχίζουν αυτά και πού τελειώνει εκείνο." Από ορισμένη άποψη το πεδίο του κενού είναι α-όριστο. Μέσα κι έξω αλληλοδιαπερνώνται: "Χιόνι στα μάτια, χιόνι στ' αυτιά: έτσι ακριβώς είναι όταν κανείς διαμένει στην περιοχή της μονοχρωμίας [δηλ. του κενού]."
Η "μονοχρωμία" του κενού σκοτώνει μεν τα χρώματα, τα οποία εμμένουν στον εαυτό τους. Όμως συνάμα αυτός ο θάνατος τα ζωογονεί. Κερδίζουν σε εύρος και σε βάθος, ή σε σιγή. Επομένως η "μονοχρωμία" δεν έχει τίποτα το κοινό με την αδιαφοροποίητη, άχρωμη ή μονότονη ενότητα. Κανείς θα μπορούσε να πει: Το λευκό, δηλαδή το κενό είναι το βαθύτερο στρώμα ή ο αόρατος χώρος ανάσας των χρωμάτων, δηλαδή των μορφών. Το κενό τα βυθίζει μεν σ' ένα είδος απουσίας. Συνάμα όμως αυτή η απουσία τα αίρει σε μια ιδιαίτερη παρουσία. Μια βαριά παρουσία, η οποία θα ήταν μόνο <παρούσα>, δεν θα ανάσαινε. Η αμοιβαία διείσδυση στο πεδίο του κενού δεν επισύρει καμιά σύγχυση των μορφών. Διατηρεί την μορφή. Το κενό είναι μορφή: "Ο μαΐστορας Yun-men μια φορά είπε: <Η αληθινή κενότητα δεν εκμηδενίζει αυτό που είναι. Η αληθινή κενότητα δεν διαφέρει απ' αυτό που έχει μορφή.>" Το κενό εμποδίζει μόνο το ότι το μεμονωμένο αγκυλώνεται στον εαυτό του. Λύνει την ακαμψία του υποστασιακού. Τα όντα διαχέονται το ένα στο άλλο δίχως να συντήκονται σε μια υποστασιοποιημένη <ενότητα>. [51] Στο Shôbôgenzô λέει: "Ο φωτισμένος άνθρωπος είναι σαν το φεγγάρι που καθρεφτίζεται (κατά λέξη: κατοικεί, διαμένει) στο νερό: το φεγγάρι δεν βρέχεται και το νερό δεν ταράζεται. Αν και το φως του φεγγαριού είναι πλατύ και μεγάλο, διαμένει σ' ένα μικρό νερό. Ολόκληρο το φεγγάρι κι ολόκληρος ο ουρανός διαμένουν σε μια δροσοσταλίδα επάνω σ' ένα καλάμι, σε μια και μόνη νεροσταγόνα. Η φώτιση δεν διασπά τα μεμονωμένα όντα, ακριβώς όπως το φεγγάρι δεν διατρυπά το νερό. Η κατάσταση της φώτισης δεν διαταράσσει το μεμονωμένο ον, ακριβώς όπως μια δροσοσταλίδα δεν διαταράσσει τον ουρανό και το φεγγάρι." Επομένως το κενό δεν σημαίνει άρνηση του μεμονωμένου. Το φωτισμένο βλέμμα βλέπει κάθε ον να λάμπει στην μοναδικότητά του. Και τίποτα δεν κυριαρχεί. Το φεγγάρι παραμένει φίλιο προς το νερό. Τα όντα διαμένουν το ένα μέσα στο άλλο δίχως να διαγκωνίζονται, δίχως να εμποδίζει το ένα το άλλο.
Μια ανεμώνη
μοναδικός βαθύς κάλυκας ανασαίνει
το χρώμα της ορεινής λίμνης ...
Buson
Το κενό ή το μηδέν του ζεν-βουδισμού δεν είναι λοιπόν καμιά απλή άρνηση των όντων, καμιά φόρμουλα του μηδενισμού ή του σκεπτικισμού. Πολύ περισσότερο παριστά μια άκρα κατάφαση του είναι. Αρνείται μόνον τον υποστασιακό αφορισμό που προκαλεί αντιθετικές εντάσεις. [52] Η ανοιχτότητα, η φιλότητα του κενού λέει επίσης ότι το εκάστοτε ον όχι μόνον είναι <μέσα> στον κόσμο, αλλά στο βάθος του είναι ο κόσμος, στο βαθύτερο στρώμα του ανασαίνει τα άλλα πράγματα ή τους προετοιμάζει χώρους διαμονής. Έτσι στο ένα πράγμα κατοικεί ο κόσμος όλος.
Το 40ο Kôan του Mumonkan λέει:
Αρχικά ο μαΐστορας Wei-shan υπηρετούσε μέσα στο τσούρμο των μαθητών του Pai-chang ως μάγειρας. Ο Pai-chang επεθύμησε να επιλέξει τον προκαθήμενο για το όρος. Μαζί με (τον Wei-shan και) τον μαθητή από την ανώτατη έδρα πήγαν εμπρός στο τσούρμο των μαθητών κι έβαλε τους δύο να εκφραστούν. Ο Pai-chang πήρε μια νεροκανάτα, την έστησε πάνω στο έδαφος και ρώτησε: <Αυτήν δεν την λέτε νεροκανάτα. Πώς την λέτε λοιπόν;> Ο μοναχός της ανώτατης έδρας είπε: <Κανείς δεν μπορεί να την πει ξυλοπάπουτσο.> Όπου ο Pai-chang ρώτησε τον Wei-shan. Ο Wei-shan αναποδογύρισε την νεροκανάτα με μια κλωτσιά και βγήκε έξω. Τότε ο Pai-chang γέλασε και είπε: <Ο μοναχός της ανώτατης έδρας είναι κατώτερος από τον Wei-shan.> Έτσι ανέθεσε την ίδρυση της μονής σ' αυτόν.
Ο μοναχός της ανώτατης έδρας, στην απάντησή του ότι κανείς δεν μπορεί να πει την νεροκανάτα "ξυλοπάπουτσο", προδίδει ότι συνεχίζει να είναι προσκολημμένος στην υποστασιακή σκέψη. Δηλαδή συλλαμβάνει την νεροκανάτα στην υποστασιακή της ταυτότητα, η οποία την διαφοροποιεί από τα ξυλοπάπουτσα. Αντίθετα ο μάγειρας Wei-shan αναποδογυρίζει την νεροκανάτα με μια κλωτσιά. [53] Μ' αυτήν την μοναδική χειρονομία εκ-κενώνει την νεροκανάτα, δηλ. την κλωτσά στο πεδίο του κενού.
Ο Heidegger, στην περίφημη ομιλία Das Ding επίσης ασχολείται με την κανάτα μ' έναν πολύ αντισυμβατικό τρόπο. Εκεί, στο παράδειγμα της κανάτας, ο Heidegger διευκρινίζει τι ιδιαίτερα εί-ναι στο πράγμα. Καταρχήν εφιστά την προσοχή στο κενό της κανάτας: "Πώς δέχεται [faßt] το κενό της κανάτας; Δέχεται παίρνοντας ό,τι εγχύνεται Δέχεται κρατώντας ό,τι πήρε. [...] Η διττή δοχή του κενού έγκειται στην έκχυση. [...] Η έκχυση από την κανάτα είναι κέρασμα. [...] Η ουσίαση της δεχόμενης κανάτας συλλέγεται στο κέρασμα. [...] Την συλλογή της διττής δοχής στην έκχυση, η οποία ως αλληλία απαρτίζει καταρχήν την πλήρη ουσίαση του κεράσματος, την αποκαλούμε: το δώρο. Η φύση της κανάτας ουσιάζεται στο δώρο του χύματος. Και η κενή κανάτα διατηρεί την ουσίασή της μέσα από το δώρο, έστω κι αν η κενή κανάτα δεν επιτρέπει καμιά έκχυση. Όμως αυτό το "δεν επιτρέπει" προσιδιάζει στην κανάτα και μόνο στην κανάτα. Αντίθετα ένα δρεπάνι ή ένα σφυρί δεν δύνανται να μην επιτρέπουν αυτό το κέρασμα." Μέχρι εδώ ο Heidegger δεν προχωρεί πέρα από την αδύνατη θέση του μοναχού της ανώτατης έδρας. Αυτός επίσης θα έλεγε: Η κανάτα δεν είναι δρεπάνι. Αφού η "ουσία" της κανάτας, δηλαδή το "δώρο" ταυτοποιεί την κανάτα και την διαφοροποιεί από το δρεπάνι και το σφυρί. Εδώ ο Heidegger δεν εγκαταλείπει το υποστασιακό μοντέλο. Κατόπιν όμως κάνει ένα βήμα ακόμα, πάντως χωρίς ν' αναποδογυρίσει την κανάτα, χωρίς να την ωθήσει στο πεδίο του κενού: [54] "Στο νερό του δώρου διαμένει η πηγή. Στην πηγή διαμένει το πέτρωμα, εντός του ο σκοτεινός ύπνος της γης που υποδέχεται την βροχή και την δρόσο τ' ουρανού. Στο νερό της πηγής διαμένει ο γάμος ουρανού και γης. Διαμένει στο κρασί που δίνει ο καρπός του αμπελιού, στο οποίο αλληλοδιαπιστεύονται η τροφή της γης και ο ήλιος τ' ουρανού. Στο δώρο του νερού, στο δώρο του κρασιού διαμένουν κάθε φορά ουρανός και γη. Όμως το δώρο του χύματος είναι η φύση της κανάτας. Στην ουσίαση της κανάτας διαμένουν γη κι ουρανός." Το πράγμα δεν είναι λοιπόν ένα κάτι στο οποίο αρμόζουν ορισμένες ιδιότητες. Πολύ περισσότερο είναι οι από την "διαμονή" διαμεσολαβημένες αναφορές, που κάνουν την κανάτα να είναι κανάτα. Μαζί με γη και ουρανό, στο δώρο της κανάτας διαμένουν οι θεοί και οι θνητοί: "Το δώρο του χύματος είναι η πόση για τους θνητούς. Ανακουφίζει την δίψα τους. Τέρπει την σχόλη τους. Ευθυμεί την συντροφικότητά τους. Όμως κάποτε το δώρο της κανάτας κερνάται και στον καθαγιασμό. Όταν πρόκειται για το χύμα του καθαγιασμού, τότε αυτό δεν ησυχάζει μια δίψα. Ησυχάζει τον εορτασμό της εορτής στο υψηλό. [...] Το χύμα είναι η ποτή που προσφέρεται στους αθανάτους θεούς. [...] Η καθαγιασμένη ποτή είναι αυτό το οποίο ονομάζει βασικά η λέξη "χύμα": προσφορά και θυσία. [...] Στο δώρο του χύματος, που είναι πόση, διαμένουν οι θνητοί με τον τρόπο τους. Στο δώρο του χύματος, που είναι ποτή, διαμένουν οι θείοι με τον τρόπο τους, που επαναπροσδέχονται το δώρο του κεράσματος ως το δώρο της σπονδής. [55] Στο δώρο του χύματος διαμένουν, εκάστοτε διαφο-ρετικά, οι θνητοί και οι θείοι." Η κανάτα είναι καθόσον κάνει να διαμένουν, δηλ. να "συλλέγονται" γη και ουρανός, οι θείοι και οι θνητοί. Ο Heidegger αποκαλεί την "συλλογή" των "τεσσάρων" "κόσμο" ή "τετράπτυχο". Η κανάτα είναι ο κόσμος. Η "ουσία της κανάτας" είναι η σχέση γης και ουρανού, των θείων και των θνητών. Ο Heidegger εννοεί μεν το πράγμα μέσα από την σχέση των "τεσσάρων". Όμως συνάμα μένει σταθερά στο μοντέλο της "ουσίας". Το πράγμα δεν είναι ελεύθερο από την φιγούρα της υπόστασης. Ο Heidegger εγγράφει σ' αυτό μια εσωτερικότητα που το απομονώνει μοναδιστικά. Έτσι ένα πράγμα δεν μπορεί να επικοινωνεί με άλλα πράγματα. Κάθε πράγμα συλλέγει γη και ουρανό, τους θείους και τους θνητούς μοναχικά για τον εαυτό του. Δεν γνωρίζει καμιά γειτόνευση. Δεν υπάρχει καμιά εγγύτητα μεταξύ των πραγμάτων. Τα πράγματα δεν διαμένουν και δεν κατοικούν το ένα μέσα στο άλλο. Κάθε πράγμα στέκει απομονωμένο για τον εαυτό του. Όπως η μονάδα, το πράγμα του Heidegger είναι δίχως παράθυρα. Αντίθετα το ζεν-βουδιστικό κενό θεσπίζει μια εγγύτητα γειτόνευσης μεταξύ των πραγμάτων. Τα πράγματα μιλούν το ένα με τ' άλλο, καθρεφτίζουν το ένα το άλλο. Ο ανθός της δαμασκηνιάς κατοικεί στην μικρή λίμνη. Το φεγγάρι και το βουνό καθρεφτίζουν το ένα το άλλο.
Η καμπάνα σήμανε τη μέρα
και την έβγαλε έξω. Η ευωδιά
των ανθών ακολουθεί και σημαίνει κι αυτή.
Bashô
[56]
Ο Heidegger επίσης προσπαθεί να εννοήσει τον κόσμο ως σχέση. Γη και ουρανός, οι θείοι και οι θνητοί δεν είναι σταθερά, υποστασιοποιημένα μεγέθη. Διαπερνούν το ένα το άλλο, καθρεφτίζουν το ένα το άλλο: "Κανένα από τα τέσσερα δεν αγκυλώνεται στο ξεχωριστό του ιδιαίτερο. Πολύ περισσότερο καθένα από τα τέσσερα, εν μέσω της συν-ιδιοποίησής τους, αν-ιδιοτελείται στο ίδιόν του. Αυτή η ανιδιοτελούσα συνιδιοποίηση είναι το κατοπτροπαίγνιο του τετράπτυχου." Είναι ενδιαφέρουσα η έκφραση "αν-ιδιοτελείται στο ίδιόν του". Επομένως η αν-ιδιοτέλεση του ιδίου δεν εκμηδενίζει το ίδιον. Αρνείται μόνο την ιδι-ότητα την παγιωμένη στον εαυτό της, που επιμένει στον εαυτό της. Το καθένα από τα τέσσερα βρίσκει τον εαυτό του πρώτα μέσω του άλλου. Οφείλει το ίδιόν του στην σχέση προς το άλλο. Η σχέση είναι τρόπον τινά αρχαιότερη από το <ίδιον>. Η "συνιδιοποίηση" δένει τα τέσσερα στην "απλότητα της ουσιακής τους προσαλληλίας". Όμως αυτή η "απλότητα" παραμένει εν εαυτή πολύπτυχη, δηλ. τετράπτυχη. Έτσι απελευθερώνει το καθένα από τα τέσσερα στο ίδιόν του. Δεν παριστά λοιπόν εκείνη την συνιδιοποίηση η οποία καταπιέζει το ίδιον για χάρη μίας ενότητας.
Ο "κόσμος" λοιπόν δεν είναι ένα υποστασιοποιη-μένο κάτι, αλλά σχέση. Σ' αυτήν την παγκόσμια σχέση το ένα καθρεφτίζει μέσα στον εαυτό του τα υπόλοιπα: "Καθένα από τα τέσσερα αντικατοπτρίζει με τον τρόπο του την ουσίαση των υπολοίπων. Όπου καθένα με τον τρόπο του αντικατοπτρίζεται στο ίδιόν του εν μέσω της απλότητας των τεσσάρων." Ο κόσμος ως "κατοπτροπαίγνιο" συμβαίνει πέραν της αιτιοκρατικής σχέσης. Κανένα υπερκείμενο <αίτιο> δεν μπορεί να τον <εξηγήσει>. Έτσι ο Heidegger ανατρέχει σε μια ταυτολογική διατύπωση: "Ο κόσμος ουσιάζεται κοσμώντας. Τούτο θα πει: η κόσμηση του κόσμου ούτε εξηγείται από κάτι άλλο ούτε θεμελιώνεται σε κάτι άλλο. [57] Αυτό το αδύνατο δεν έγκειται στο ότι η ανθρώπινη σκέψη μας είναι ανίκανη για τέτοιες εξηγήσεις και θεμελιώσεις. Πολύ περισσότερο το ανεξήγητο και το αθεμελίωτο της κόσμησης του κόσμου έγκειται στο ότι για την κόσμηση του κόσμου πράγματα όπως αίτια και θεμέλια είναι ανεπαρκή. [...] Τα ενιαία τέσσερα ασφυκτιούν στην ουσίασή τους ήδη όταν κανείς τα παρασταίνει μόνο ως μεμονωμένες πραγματικότητες που θεμελιώνονται η μία στην άλλη και εξηγούνται η μία από την άλλη" Κανένα από τα τέσσερα δεν είναι ένα μεμονωμένο πραγματικό. Ο κόσμος δεν είναι μια ενότητα αποτελούμενη από <υποστάσεις> μεμονωμένες στον εαυτό τους. Από μια ορισμένη άποψη και ο Heidegger εκ-κενώνει τον κόσμο. Το μέσον του "κατοπτροπαιχνιδίζοντος δακτυλίου" των "τεσσάρων" είναι κενό. Όμως ο Heidegger δεν μένει σ' αυτήν την σχεσιακότητα. Κανείς θα μπορούσε και να πει: Ο Heidegger δεν κρατά το σχεσιακό, δηλαδή την απουσία της υποστασιακής εσωτερικότητας μέχρι τέλους. Ήδη η φιγούρα "δακτύλιος", παρά το κενό μέσον της, υποβάλλει μια ορισμένη εσωτερικότητα. Το κλειστό του όντως γεμίζει το κενό του κέντρου με μια εσωτερικό-τητα. Η σκέψη του Heidegger δεν μένει ολότελα σχεσιακή ή οριζόντια. Αυτό γίνεται σαφές στην φιγούρα του θεού. Καθότι ο Heidegger αναβλέπει, πέραν της κοσμικής σχέσης, έξω προς τα επάνω. Καθότι στην περιοχή του θείου βρίσκεται ένα εικονοειδές παράθυρο, διότι οι θείοι δεν ταυτίζονται με τον "θεό". Είναι ενταγμένοι σ' εκείνον τον "θεό" ο οποίος δεν υπεισέρχεται στην κοσμική "σχέση". Στην βάση αυτής της εξωκοσμικής ύπαρξης ο θεός μπορεί να αποσύρεται στον εαυτό του, δηλ. να οικοδομεί μια εσωτερικότητα.
[58] Η εσωτερικότητα, η οποία στην "σχέση" λείπει ολότελα, αναστηλώνεται έτσι στο "Αυτός": "Ο θεός είναι [...] άγνωστος, και παρόλ' αυτά είναι το μέτρο. Όχι μόνον αυτό αλλά ο άγνωρος παραμένων θεός πρέπει, αυτοδεικνύμενος ως αυτός που είναι, να εμφανίζεται ως ο παραμένων άγνωρος." Αυτή η εσωτερικότητα κάνει δυνατή την επίκληση του θεού. Ο κόσμος δεν θα ήταν κενός όσο θα παρέπεμπε ακόμη στον θεό. Ο ζεν-βουδιστικός κόσμος, που έγκειται στο κενό, έχει κενωθεί τόσο από τον άνθρωπο όσο κι απ' τον θεό*. Δεν παραπέμπει σε τίποτα. Κανείς έχει την εντύπωση ότι ο Heidegger κάνει τον "δακτύλιο" του κόσμου να γυρίζει γύρω από έναν κρυφό θεολογικό άξονα. Αυτή η μοναδική κυκλική κίνηση κάνει να προκύπτει στο <κενό> κέντρο μια ακόμη εσωτερικότητα.
Ο Heidegger γνώριζε βέβαια την ζεν-βουδιστική φιγούρα του κενού. Και στην φανταστική συνομιλία με τον "Ιάπωνα" ο Heidegger τον βάζει να υποδείξει ότι η σκηνή του θεάτρου No είναι "κενή". Σ' αυτήν την φιγούρα του κενού κατόπιν ο Heidegger προβάλλει την σκέψη του. Όπου εγγράφει στη φιγούρα μια εσωτερικότητα η οποία για την ζεν-βουδιστική διδαχή είναι σίγουρα ξένη. Ο Heidegger χρησιμοποιεί το κενό για τον χαρακτηρισμό της βασικής φιγούρας της σκέψης του, το "είναι". Το "είναι" χαρακτηρίζει το "ανοιχτό" το οποίο καθιστά κάθε ον εμφανές, δίχως πάλι να εμφανίζεται καθαυτό. Δεν είναι αυτό καθαυτό <ον>, όμως κάθε ον του οφείλει το αισθητηριακό του περίγραμμα. Αφήνει το ον να είναι όπως εκάστοτε είναι. Έτσι το είναι δυνητοποιεί την εκάστοτε σχέση με το ον. Εδώ ο Heidegger καθιστά την "κανάτα" παρομοίωση για εκείνο το ανοιχτό του είναι. Σύμφωνα μ' αυτήν την παρομοίωση το "κενό", δηλ. το "κοίλο κέντρο" της κανάτας δεν είναι απλό επακόλουθο. [59] Δεν είναι δηλαδή έτσι ότι τα διαμορφωμένα τοιχώματα της κανάτας καταλείπουν μια κενότητα ως τόπο που δεν καταλαμβάνεται από τίποτα. Πολύ περισσότερο πρώτα το κενό αφήνει τα τοιχώματα να δημιουργηθούν γύρω της. Το κενό είναι τρόπον τινά παλαιότερο από τα τοιχώματα. Δεν οφείλεται το κενό στα τοιχώματα, αλλά τα τοιχώματα εκπηγάζουν από το κενό: "Εδώ αναγνωρίζουμε [...], ότι δεν είναι μια κάποια κενότητα η οποία μόνο περικλείεται από το κενό και αφήνεται από τα <πράγματα> άδεια, αλλά αντίστροφα το κοίλο κέντρο είναι το χαρακτηριστικά καθοριστικό και το φέρον για την δόμηση των τοιχωμάτων και για τα όριά τους. Αυτά είναι μόνο η ακτινοβολία εκείνου του πρωτογενούς ανοικτού το οποίο αφήνει την ανοικτότητά του να ουσιάζεται επιζητώντας μια τέτοια δόμηση (την μορφή του δοχείου) τριγύρω της και καταπάνω της. Έτσι μέσα στο περιέχον αντανακλά η ουσίαση του ανοικτού." Η "δομή" είναι η "ακτινοβολία" του κενού. Το ανοικτό του "κοίλου κέντρου" "επιζητά" την δόμηση "καταπάνω της". Αυτό το "καταπάνω της" μαρτυρεί την εσωτερικότητα του κενού. Το κενό, δηλ. το ανοικτό είναι τρόπον τινά η ψυχή της κανάτας. Η μορφή, δηλ. η φόρμα θα ήταν η ακτινοβολία αυτής της έμψυχης εσωτερικότητας.
Και για τον Heidegger λοιπόν το κενό είναι κάθε άλλο παρά απλή απουσία από κάτι. Πολύ περισσότερο εκφράζει ένα δυναμικό συμβάν το οποίο, δίχως να δείχνεται καθεαυτό ως "κάτι", φέρει, σημαδεύει, συν-τονίζει, εκ-τείνει το κάθε τι που είναι εδώ, κι έτσι το εκ-τονώνει σε μια τονική ενότητα. Εμφανίζεται ως θεμελιακή διά-θεση που συν-τονίζει όλα τα παρόντα. Η θεμελιακή διάθεση δένει, συλλέγει το ποικιλόμορφα παρόν σε μια καθολική τονικότητα, στην εσωτερικότητα ενός τόνου. [60] Σ' αυτήν την έκ-ταση το κενό εκτείνει έναν τόπο. Ο τόπος κρατείται και περισυλλέγεται στην συλλέγουσα, εσωτερικεύουσα δύναμη του κενού: "Αρκετά συχνά φαίνεται [το κενό] ως έλλειψη. Κατόπιν το κενό θεωρείται έλλειψη μιας πλήρωσης κοίλων και ενδιάμεσων χώρων. Όμως ενδεχομένως το κενό είναι ακριβώς αδερφωμένο με το ιδιόμορφο του τόπου και γι' αυτό δεν είναι έλλειψη αλλά ποίηση. Και πάλι η γλώσσα μπορεί να μας δώσει ένα σημάδι. Στο ρήμα <leeren [αδειάζω]> μιλάει το <Lesen [συλλέγω]> με το πηγαίο νόημα της συλλογής η οποία κρατεί στον τόπο. Αδειάζω το ποτήρι θα πει: το συλλέγω ως υποδοχέα στην απελευθερωμένη του φύση. Το κενό δεν είναι τίποτα. Ούτε και είναι έλλειμμα. Στην γλυπτική ενσωμάτωση το κενό παίζει με τον τρόπο της αναζητώσας-καταθέτουσας θέσπισης τόπων." Το κενό κενώνει, δηλ. συλλέγει τα παρόντα σε ένα περισυλλεγμένο μαζί του τόπου. Είναι αυτό που συγκρατεί, είναι το "χαρακτηριστικά καθοριστικό και το φέρον", όπου προηγείται του φερόμενου και του καθοριζόμενου. Το ίδιο είναι μεν <αθέατο>, όμως διαφωτίζει όλες τις ορατότητες, κάνει, πρώτο αυτό, το παρόν να εκλάμπει στο αισθητό του. Το συλλέγον, συν-τονίζον κενό παρέχει στον τόπο έναν τόνο. Τον εμψυχώνει. Ο Heidegger συλλαμβάνει τον τόπο μέσα από αυτήν την συλλέγουσα δύναμη: "Αρχικά το όνομα <τόπος> σημαίνει την αιχμή του δόρατος. Σ' αυτήν συρρέουν τα πάντα. Ο τόπος συλλέγει στον εαυτό του στο ύψιστο και στο ακρότατο. [61] Το συλλέγον διασχίζει και διουσιάζει τα πάντα. Ο τόπος, το συλλέγον, προσλαμβάνει στον εαυτό του, διατηρεί το προσληφθέν, όμως όχι ως εγκλείουσα κύστη αλλά έτσι που να διαλάμπει και να διαφωτίζει το συλλεχθέν, κι έτσι πρώτα να το απολύει στην ουσίασή του." Η "αιχμή του δόρατος", η οποία κάνει τα πάντα να συρρέουν στον εαυτό της, δείχνει παραστατικά την βασική κίνηση της εσωτερικότητας η οποία καθορίζει και το χαϊντεγκεριανό κενό. Αντίθετα στο ζεν-βουδι-στικό κενό λείπει κάθε "αιχμή". Δεν κρατεί ως εκείνο το συλλέγον κέντρο το οποίο "προσλαμβάνει στον εαυτό του" τα πάντα ή "απαιτεί απ' αυτά να μαζευτούν γύρω του και να στραφούν προς αυτό". Έχει κενωθεί καθ'-εαυτήν από αυτήν την εσωτερικότητα και την έλξη της βαρύτητας του. Ακριβώς η απουσία της κυρίαρχης "αιχμής" το κάνει φίλιο. Το ζεν-βουδιστικό κενό είναι πιο κενό από το κενό του Heidegger. Κανείς θα μπορούσε και να πει: Το κενό του ζεν-βουδισμού είναι δίχως ψυχή και δίχως τόνο. Είναι μάλλον διάσπαρτο παρά <συλλεγμένο>. Ή: Σ' αυτό ενυπάρχει μια μοναδική περισυλλογή, δηλαδή μια περισυλλογή δίχως εσωτερικότητα, μια διάθεση δίχως θέση.
Στην ευωδιά του δαμάσκηνου ανέτειλε
ξάφνου ο ήλιος
στο στενό ορεινό μονοπάτι.
Bashô