Απο το: Ταξιδι ενος ψυχιατρου στην Ινδια




























Απο το: Ταξιδι ενος ψυχιατρου στην Ινδια [Indienfahrt eines Psychiaters]

(σ.246 κ.ε.)

Ομως κι ενας ακομα, τελειως διαφορετικος σκοπος με ειχε παρακινησει να κανω εναν τελευταιο σταθμο στη νοτια Ινδια. Μεχρι τοτε ειχα συναντησει τοσο υψηλους και φωτεινους πνευματικους, που μου φαινοταν οτι η εικονα μου της Ινδιας δεν θα συμπληρωνοταν πριν αντικρυσω το σκοταδι του παρθενου της δασους. Γι' αυτο ενα βραδυ κινησα, επανω στην πλατη ενος γερικου ελεφαντα, για να διεισδυσω σ' εκεινη τη ζουγκλα που αρχιζει αρκετα μετα το Mysore κι εξαπλωνεται σε μια απροσμετρητη εκταση. Εμπρος μου, ακριβως πισω απο τ' αυτια του δυνατου ζωου, καθοταν ο οδηγος του ελεφαντα με το Ankus του, τη σιδερενια βιτσα, με την οποια σπιρουνιαζε την κορυφη του κρανιου του ζωου, αναμεσα στ' αυτια του, για να το κανει να προχωρει. Διπλα μου, στη σελα που εμοιαζε με θρονο, ειχε καθισει ενας ντοπιος μ' ενα τουφεκι για την προστασια μας. Συντομα μας περικυκλωσαν αγελες απο ελαφια με ασπρες βουλες. Σε λιγο ενας μαυρος χοντρος αγριοχοιρος μας ειδε κι εφυγε μακρια. Πετεινοι της ζουγκλας το εσκαγαν, παραξενες ανιαρες μορφες στην αγριαδα αυτης της κραταιης πληθωρικης βλαστησης. Παγωνια γλιστρουσαν τριγυρω, στριφογυρνωντας τα πολυχρωμα λαμπερα φτερα των ουρων τους μεσα απο τους θαμνους σαν πελωρια λαμπυριζοντα φιδια. Ποτε-ποτε το ζωο που μας κουβαλουσε επρεπε ξεριζωσει καποιον κορμο η ενα καλαμι μπαμπου χοντρο σαν μπρατσο και να το ξαπλωσει για να ανοιξει το μονοπατι. Εδω κοκκαλα ενος βοδιου και μια μεγαλη, κοκκινη λακκουβα πηγμενου αιματος μαρτυρουσε το χθεσινο γευμα μιας τιγρης. Ξαφνικα ο κυνηγος σηκωσε το τουφεκι του. Δυο αγριοι σκυλοι, αυτοι οι επικινδυνοι ληστες, που εμπρος τους ακομα κι οι τιγρεις το σκανε πανω στα δεντρα, ειχαν βρεθει στην ακτινα βολης του. Ομως ηταν γρηγοροτεροι απ' τον ανθρωπο και ηδη ειχαν γινει αφαντοι. Επεσε το μουχρωμα και μας εκανε να σκεφτομαστε την επιστροφη στο καταφυγιο. Μα τωρα αντιληφθηκαμε σε καποια αποσταση πλαϊνα κλαδια να σπαζουν με θορυβο. Ακολουθησε ενα σπασιμο μεγαλυτερων κλαδων που ερχοταν ολο και πιο κοντα, ενας τεραστιος βουβαλος ξεπροβαλε απο το σκοταδι και πλησιασε στα εικοσι βηματα. Τοτε σταθηκε ακινητος, σαν να ειχε ριζες. Και ο ελεφαντας εμεινε ασαλευτος, κι απο τους τρεις ανθρωπους στη ραχη του δεν ακουγονταν ουτε η ανασα τους. Κατευθειαν ο βουβαλος κοιταξε εμενα, κι εγω αυτον. Τα σκοτεινα του ματια εγιναν μεγαλες πυλες προς τα μαυρα βαθη της ζουγκλας. Για μενα ηταν σαν να κοιτουσανε μεσα στις αβυσσαλεες, ιλιγγιωδεις πηγες ολων των πραγματων. Αμεσα, εμπρος στη βαθυτητα απ' αυτα τα ζωωδη ματια, αναδυθηκε μεσα μου η οψη εκεινου του αγιου που συναντησα πριν απο εβδομαδες ψηλα, σ' ενα υψωμα των Ιμαλαιων. Δεν ειχα αντιληφθει στ' ανθρωπινα ματια του μια φωτεινη αναταση που ανταποκρινοταν ολοτελα σ' αυτα τα ζωωδη σκοτεινα βαθη; Το βλεμμα μεταξυ ανθρωπου και ζωου κρατησε εως οτου βαθος και υψος συντηχθηκαν σε μια υπονοια εκεινης της μεγαλης ενοτητας πισω απο την πολυμορφια ολων των φαινομενων, για την οποια τοσο συχνα ακουσα τους ινδους σοφους να μιλουν.

Δεν ξερω για ποσο ο βουβαλος κι εγω θα ειχαμε παραμεινει ακομα σ' αυτον τον βουβο διαλογο. Ο οδηγος του ελεφαντα βαρεθηκε. Γυρισε, και με τεμπο τριων χιλιομετρων την ωρα μας εφερε πισω στην προστασια των καταλυματων μας. Την αλλη μερα, χαρη στα περηφανα αεροπλανα της δυτικης τεχνολογιας μας, μου ηταν πανευκολο να επιστρεψω απο το Μπανγκαλορ στη Βομβαη και απο κει στη Ζυριχη.