06 Η Λήθη







06 Η Λήθη

➢ Το πόσο γρήγορα αυτά άλλαξαν, ακόμη πιο πριν, το βλέπουμε από την τύχη μιας γειτονικής πόλης, της Ποσειδωνίας. Αθηναίος XIV 632a:

διόπερ Ἀριστόξενος ἐν τοῖς Συμμίκτοις συμποτικοῖς «ὅμοιον, φησί, ποιοῦμεν Ποσειδωνιάταις τοῖς ἐν τῷ Τυρρηνικῷ κόλπῳ κατοικοῦσι. οἷς συνέβη τὰ μὲν ἐξ ἀρχῆς Ἕλλησιν οὖσιν ἐκβεβαρβαρῶσθαι Τυρρηνοῖς [ἤ Ρωμαίοις] γεγονόσι, καὶ τήν τε φωνὴν μεταβεβληκέναι τά τε λοιπὰ τῶν ἐπιτηδευμάτων, ἄγειν δὲ μίαν αὐτοὺς τῶν ἑορτῶν τῶν Ἑλληνικῶν ἔτι καὶ νῦν, ἐν ἧ συνιόντες ἀναμιμνήσκονται τῶν ἀρχαίων ἐκείνων ὀνομάτων καὶ νομίμων, καὶ ἀπολοφυράμενοι πρὸς ἀλλήλους καὶ ἀποδακρύσαντες ἀπέρχονται. οὕτω δὴ οὖν, φησί, καὶ ἡμεῖς, ἐπειδὴ καὶ τὰ θέατρα ἐκβεβαρβάρωται καὶ εἰς μεγάλην διαφθορὰν προελήλυθεν ἡ πάνδημος αὕτη μουσική, καθ' αὑτοὺς γενόμενοι ὀλίγοι ἀναμιμνησκόμεθα οἵα ἦν ἡ μουσική.»

➢ Επάνω σ’ αυτό ο Καβάφης έγραψε ένα ποίημα. Στο χειρόγραφο δακτυλογράφησε: Not for publication, but may remain here. Το ποίημα είναι το εξής:

ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΤΑΙ

Ποσειδωνιάταις τοῖς ἐν τῷ Τυρρηνικῷ κόλπῳ τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς Ἕλλησιν οὖσιν ἐκβαρβαρῶσθαι Τυρρηνοῖς ἤ Ρωμαίοις γεγονόσι καὶ τήν τε φωνὴν μεταβεβληκέναι, τά τε πολλὰ τῶν ἐπιτηδευμάτων, ἄγειν δὲ μιάν τινα αὐτοὺς τῶν ἑορτῶν τῶν Ἑλλήνων ἔτι καὶ νῦν, ἐν ᾗ συνιόντες ἀναμιμνή-σκονται τῶν ἀρχαίων ὀνομάτων τε καὶ νομίμων, ἀπολοφυράμενοι πρὸς ἀλλήλους καὶ δακρύσαντες ἀπέρχονται.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ Αὔγουστος 1906


Τὴν γλῶσσα τὴν ἑλληνικὴ οἱ Ποσειδωνιᾶται

ἐξέχασαν τόσους αἰῶνας ἀνακατευμένοι

μὲ Τυρρηνούς, καὶ μὲ Λατίνους, κι' ἄλλους ξένους.

Τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἔμενε προγονικὸ

ἧταν μιὰ ἑλληνικὴ γιορτή, μὲ τελετὲς ὡραῖες,

μὲ λύρες καὶ μὲ αὐλούς, μὲ ἀγῶνας καὶ στεφάνους.

Κ' εἶχαν συνήθειο πρὸς τὸ τέλος τῆς γιορτῆς

τὰ παλαιά τους ἔθιμα νὰ διηγοῦνται,

καὶ τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα νὰ ξαναλένε,

ποὺ μόλις πιὰ τὰ καταλάμβαναν ὀλίγοι.

Καὶ πάντα μελαγχολικὰ τελείων' ἡ γιορτή τους.

Γιατὶ θυμοῦνταν ποὺ κι' αὐτοὶ ἦσαν Ἕλληνες –

Ἰταλιῶται ἕναν καιρὸ κι' αὐτοί·

καὶ τώρα πῶς ἐξέπεσαν [λησμόνησαν], πῶς ἔγιναν,

νὰ ζοῦν καὶ νὰ ὁμιλοῦν βαρβαρικὰ [ὅμοιοι μὲ τοὺς βαρβάρους, δυστυχία!]

βγαλμένοι [σβυσμένοι] - ὤ συμφορά! - ἀπ' τὸν ἑλληνισμό. [ὁλότελα βγαλμένοι ἀπ' τὸν ἑλληνισμό.]

Ανέκδοτα Ποιήματα, Αθήνα 1982, σελ. 145

➢ πῶς ἐξέπεσαν [λησμόνησαν], πῶς ἔγιναν:

δεν αναζητάει αίτια. Απορία και θαυμασμός και ερώτημα που δεν περιμένει απάντηση.

Πλάτων, Θεαίτητος 155d

μάλα γάρ φιλοσόφου τούτο τό πάθος, τό θαυμάζειν. oύ γάρ άλλη αρχή φιλοσοφίας ή αύτη.

Αριστοτέλης, Μετ. Α2, 982 β 12

διά γάρ τό θαυμάζειν οι άνθρωποι καί νύν καί τό πρώτον ήρξαντο φιλοσοφείν.

➢ ‘Ελληνες: λογος και νομος.

ΛΟΓΟΣ

ΕΝ ΠΑΝΤΑ– περισυλλογη.

Heidegger, GA 55, 178

Ο λογος ... η α-ληθεύουσα «συλλογή» – με την έννοια του πρωτογενώς αρμοζόμενου Ενός της αφανούς αρμονίας. λογος-αρμονία-φυσις-κοσμος λέγουν το αυτό, όμως κάθε φορά σε έναν άλλο πρωτογενή καθορισμό του Είναι.

GA 55, 383

Ο λογος είναι είναι η τους ανθρώπους προσ-αφωνούσα περιοχή, δηλ. η στον εαυτό της ησυχάζουσα, όλες τις διανοίγουσες νεύσεις και κατευθύνσεις επιλήθουσα έκταση.

ΛΕΓΕΙΝ ΤΕ ΝΟΕΙΝ ΤΕ

ΝΟΜΟΣ

Θρασύβουλος Γεωργιάδης, Μουσική και Ρυθμός στους Έλληνες. Επίμετρο.

Στο ΜΡΕ ο νομος ορίζεται στον τίτλο του σχετικού κεφαλαίου ως θείο-μουσικό πρότυπο, το οποίο κατευθύνει τις ανθρώπινες εκτελέσεις (σελ. 18). Η σχέση των δύο διευκρινίζεται με βάση την ωδή του Πινδάρου (ο.π.):

Η Αθηνά δημιούργησε τον «θείο» τρόπο, τον πολυκεφαλον νομον, και τον έδωσε στους ανθρώπους: Αυτός ο νομοσ είναι το πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο, με την τέχνη των αυλητών, ο «ανθρώπινος» τρόπος γεννάται κάθε φορά εκ νέου. νομοσ δεν είναι λοιπόν τόσο ένα ορισμένο κομμάτι όσο ένα ορισμένο, πάντως με πολύ συγκεκριμένο μουσικό περιεχόμενο συμπληρωμένο είδος, στο πλαίσιο του οποίου κατά την εκτέλεση προκύπτουν κάθε φορά διάφορα κομμάτια.

Στο ΝuE η βασική εννόηση του νομου παραμένει η ίδια. Εδώ αναφέρονται και συγγενικές λέξεις που βοηθούν την πρόσβαση στο σημασιακό εύρος και βάθος της παράστασης του νομου: τροπος, το λατινικό του αντίστοιχο: modus, οιμος, κελευθος, τεθμος (θεσμος) (σελ. 104 κ.ε.).

Όμως ενώ στο ΜΡΕ η άσκηση της μουσικής, ο νομος, ως θείο-μουσικό πρότυπο, και οι ανθρώπινες εκτελέσεις του, (σελ. 19)

οπωσδήποτε δεν συμβιβάζεται με τις αντιλήψεις μας για την σύνθεση αφενός και για την απλή εκτέλεση αφετέρου,

ήδη το 1962, στην ομιλία Μουσική και Γραφή, η σχέση νομου – εκτέλεσης αναφέρεται ως ισχύουσα, με άλλον τρόπο, και για την δυτική μουσική (KS, σελ. 113):

Σε μεταγενέστερες εποχές στην θέση των από τους θεούς δημιουργηθέντων νομων ήρθε η από ανθρώπους - τους συνθέτες - εκάστοτε δημιουργηθείσα υπόδειξη να παραχθεί μουσική. Αυτή η υπόδειξη κατατέθηκε γραπτά, συγκρατήθηκε με την μουσική γραφή. Προέκυψε η σχέση σύνθεση – εκτέλεση όπως την γνωρίζουμε, η αποστολή να μεταβληθεί το ορατό σε ακουόμενο.

Και (ΝuE, σελ. 100):

Η μουσική γραφή είναι ένα είδος προ-γραφή, κανόνας, νόμος, πώς πρέπει εκάστοτε να προχωρήσω για να παράγω μουσική.

Τούτο πάντως ισχύει έως τους Κλασικούς της Βιέννης (KS, σελ. 114):

Μέχρι του Beethoven συμπεριλαμβανομένου, μπορούμε να θέσουμε την σύνθεση σε αναφορά με τον νομο των Ελλήνων, να δούμε σ’ αυτήν ένα νοηματικό περιεχόμενο το οποίο έχει να πραγματωθεί, και συγχρόνως υπερκείμενο των επιμέρους εκτελέσεων.

Όπως η Αρμονία και ο Ρυθμός, έτσι και ο Νόμος δεν συνιστά απλώς μουσικό όρο, ούτε και απλώς όρο χρησιμοποιούμενο και σε άλλες περιοχές, όπως αυτήν του Δικαίου. Ο Νόμος είναι πλέον μία λέξη για εκείνο που κάνει τον άνθρωπο να είναι άνθρωπος. Ο Γεωργιάδης καταλαβαίνει την ταυτότητα ειναι και ανθρώπου, για την οποία γίνεται λόγος στον Παρμενίδη, όχι ως φυσικό δεδομένο αλλά ακριβώς ως κάλεσμα και επιταγή: Ο άνθρωπος δεν ταυτίζεται με το ειναι, δεν υφίσταται στο Διηνεκές. Ακριβως αυτό το «δεν», που θα πει: η θνητότητά του, είναι που καθορίζει την υπόστασή του ως ένα καλούν και επιτάσσον «πρέπει» (σελ. 231):

Το ότι ο άνθρωπος ‹πρέπει› (κατηγορική επιταγή) και το ότι πεθαίνει (και το γνωρίζει αυτό) αλληλοκαθορίζονται. Δεν θα του έπρεπε, εάν δεν επρόκειτο να πεθάνει. Του ‹πρέπει› ως θνητού-πνευματικού όντος· δηλ. ως μη ταυτόσημου με το ειναι. Η ‹ζωή› του είναι ένα ‹πρέπει›: μια τάση για προσέγγιση στο ειναι.

*

Το ανοίκειο του νομου οφείλεται στο ότι εμείς γνωρίζουμε τον νόμο ως εκ των προτέρων εκπεφρασμένη οδηγία, την οποία η πράξη ακολουθεί ή παραβαίνει. Όμως ο νομος είναι (ΜΡΕ, σελ. 18)

κάτι σαν μία ιδεατή μελωδία, η οποία αφεαυτής δεν συλλαμβάνεται [...], η οποία όμως συνιστά την βάση για κάθε πραγμάτωση. Είναι όπως το (αόρατο) θέμα προς τις παραλλαγές οι οποίες κάθε φορά προκύπτουν.

Το ιδεατό και αόρατο του νομου συνεπάγεται μία πράξη η οποία δεν μπορεί να είναι βουβή εκτέλεση, καθώς δεν άγεται από μία ρητή οδηγία. Εδώ, στην κάθε στιγμή, με την ρητή εκτέλεση διαγράγεται συνάμα ο άρρητος Νόμος της. Και η κάθε στιγμή είναι αμετάκλητη. Κατά τούτο αυτή η πράξη είναι απόφαση και τόλμη. πραττω, μας θυμίζει ο Γεωργιάδης, (ΝuE, σελ. 264)

θα πει και ‹τολμώ›.

Γράφει ο Γεωργιάδης για την πράξη του μουσικού (ΝuE, σελ. 89):

Επειδή η μουσική γνωρίζει μόνον το Τώρα ως σταθερό, όλα τ’ άλλα, τα οποία είναι, μπορούν να συμβούν μόνον ως πράξη. Όμως αυτή η πράξη, η κατεξοχήν μουσική, είναι χρόνος. Ο χρόνος με εξαναγκάζει, στο τεντωμένο σχοινί του, στο οποίο αναγκαστικά κινούμαι, να ισορροπώ στην εκάστοτε ‹θέση› μου, στο Τώρα, όπως ένας σχοινοβάτης. Όμως έτσι βρίσκομαι στην περιοχή του πρακτικού, της απόφασης, του ηθικού, της ευθύνης: πρέπει, πρέπει να το τολμήσεις. Συνεχώς αποφασίζω για το επόμενο Τώρα, και το μορφοποιώ.