Ηρακλειτος, απ. 50: ΟΥΚ ΕΜΟΥ ...



Ηρακλειτος, απ. 50: ΟΥΚ ΕΜΟΥ ...

50. ουκ εμου αλλα του λογου ακουσαντας ομολογειν σοφον εστιν εν παντα ειναι

> (30) Το πυρ, μη παραστατικά: ονομα-ειναι-θαυμασμος. Αυτο, τελείως άλλο από τις οντικες σχεσεις, οπου εχει η παρασταση τον τοπο της. Απο εδω και ο λογος, ως το εν παντα. Απο εδω, το «κατοικουμε ονοματα».

> ομολογειν: «empathy»: αν τραγουδω σωστα, μπορεις να συναδεις, αν φαλτσα, ποτε.

> Ουκ Εμου...

Επεχείρησα να πω κάτι για τον τρόπο με τον οποίο εννοώ την ψυχανάλυση σαν μία πορεία μέσα από τα πάθη του λόγου. Ο ορίζοντας αυτής της εννόησης διαγράφεται από το απόσπασμα του Ηρακλείτου το οποίο παρατίθεται στον τίτλο της ομιλίας μου: ΟΥΚ ΕΜΟΥ ΑΛΛΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΚΟΥΣΑΝΤΑΣ ΟΜΟΛΟΓΕΙΝ... Θα ανακεφαλαιώσω όσα είπα παρακολουθώντας την ρήση του εκ του σύνεγγυς.

ΑΚΟΥΣΑΝΤΑΣ: Όλα ξεκινούν για τον άνθρωπο από ένα άκουσμα, δηλαδή ξεκινούν από ένα μίλημα, το οποίο μάς λέει κάτι και, λέγοντας, μάς συλλέγει στον λόγο, δηλαδή μάς καλεί σε μία ανταπόκριση. Ό,τι μάς αφορά, μάς αφορά ως άκουσμα. Όμως το αληθινό άκουσμα είναι πάντα και κάλεσμα.

ΟΥΚ ΕΜΟΥ ΑΛΛΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ: Το πρωταρχικό άκουσμα δεν αφορά ένα κάλεσμα που έχει την αρχή του σ’ εμένα, σ’ εσένα, δηλαδή σ’ αυτό που ο Ηράκλειτος αλλού αποκαλεί ΙΔΙΑ ΦΡΟΝΗΣΙΣ. Το πρωταρχικό άκουσμα ακούει το κάλεσμα του ΛΟΓΟΥ καθεαυτού, και τούτο έρχεται απ’ αλλού. Εδώ έχει τον τόπο του ο αληθινά κοινός κόσμος.

ΟΜΟΛΟΓΕΙΝ: Ο ανθρώπινος λόγος είναι άκουσμα και ανταπόκριση στο κάλεσμα του ΛΟΓΟΥ, είναι συν-κίνηση και ομο-λογία του. Το ιδιαίτερο του ανθρώπου συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος είναι άνθρωπος καθόσον έχει χρεωθεί την ομολογία του λόγου, την ανταπόκριση σ’ αυτό που τον καλεί.

Μέσα από αυτό το ομο- του ΟΜΟΛΟΓΕΙΝ, ο ΛΟΓΟΣ φανερώνεται ως η πρωτογενής, δίχως «γιατί» και «πώς» υπάρχουσα συλλογή, χάρη στην οποία, ομο-λογώντας την, μιλούμε. Γι’ αυτό η ομιλία μας είναι πάντα και εξαρχής συν-ομιλία. Σε έναν μακρυνό διάλογο με τον Ηράκλειτο λέει ένας στίχος του Hölderlin: Μία συνομιλία είμαστε κι ακούμε ο ένας από τον άλλον.

Η ψυχαναλυτική συνομιλία είναι κοινό αφούγκρασμα, συν-ακρόαση του λόγου, όπως αυτός έχει κατα-λογιστεί στον αναλυόμενο, είναι η κοινή των δύο μας ομο-λογία του. Ο ψυχαναλυτής δεν ακούει τον αναλυόμενο. Ακούει από τον αναλυόμενο το μίλημα των λέξεων και, με την τέχνη του, τού παρέχει την δυνατότητα να καταστεί γι’ αυτό ευήκοος, δηλαδή, σύμφωνα με έναν στίχο του Πινδάρου: να μάθει και να γίνει αυτός που είναι (Π2,72).

(Και πριν από την ιδεα, πηγαιότερα, καθότι μη παραστατικά, δηλαδή όχι μέσα από ένα ιδειν, έχει ειπωθεί το ομολογειν του Ηράκλειτου ως όνομα για την ανθρώπινη ουσίωση η οποία, σαν τέτοια, έχει χρεωθεί την ανταπόκριση, είναι αυτή τούτη η ανταπόκριση στο άφωνο μίλημα του λογου: Το σ’ αγαπώ δεν έχει την αρχή του στον άνθρωπο που το λέει. Αυτός ομολογεί μόνον την συλ-λογή του έρωτα στην οποία ήδη βρίσκει τον εαυτό του να έχει περιέλθει.

Εκείνος ο οποίος είναι επαφημένος στις φρενες του, ανασαίνει μέσα από ένα εύρος που τον ξεπερνά. Η φωνή μιας τέτοιας ανάσας δεν παράγεται απ’ αυτόν, δεν είναι αυτός, που μιλά. Δεν είναι αυτός, που ακούει.

ουκ εμου αλλα του λογου ακουσαντας...

γράφει ο Ηράκλειτος

( Ο Τρελλος, ο Σοφος, ο Ποιητης)

(Μια δυνατότητα: ομολογειν: εν παντα. Ανόητο, δεν έχει νόημα να λέει κανείς συνεχώς εν παντα εν παντα… .

Η άλλη δυνατότητα ομολογειν [το] εν παντα [ως τον λογο]. Τότε η ομολογία του εν παντα θα ήταν τα ίδια τα αποσπάσματα που μιλούν για μέρα-νύχτα, ζωή-θάνατο, ανήφορο-κατήφορο κλπ.

Η σχέση λόγου-ομολογιας είναι η σχέση νομου-εκτελεσης: μέσα από την ομολογία μιλάει ο λόγος: Ακούσατε εμένα κι όμως το άκουσμά σας δεν μένει στα λόγια μου αλλά ακούτε τον λογον.

ΜΝΗΜΗ Β'

Έφεσος

Μιλούσε καθισμένος σ' ένα μάρμαρο

που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα•

απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος

ζερβά κατέβαιναν απ' το βουνό τ' απόσκια:

«Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου

καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του

σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει

μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο

και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα

σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα

που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.

Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πώς αλλάζει

το πρόσωπο κι ωστόσο , μένει το ίδιο

γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει

όποιος αγάπησε• στο φως των άλλων

ο κόσμος φθείρεται• μα εσύ θυμήσου

Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο».

Είπε, και πήρε το μεγάλο δρόμο

που πάει στ' αλλοτινό λιμάνι, χωνεμένο τώρα

πέρα στα βούρλα. Το λυκόφως,

θά 'λεγες για το θάνατο ενός ζώου,

τόσο γυμνό.

Θυμάμαι ακόμη·

ταξίδευε σ' άκρες ιωνικές, σ' άδεια κοχύλια θεάτρων

όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,

κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»

Και μ' αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».

Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:

«Αφήστε με ν' ακούσω τον αδελφό μου!»

Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας

κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου.

- σχετικά:

Mathios Paskalis: His ideas about poems, Δοκιμές Γ’, σελ. 113

All poems written or unwritten exist. I don’t mean a platonic but a biological existence. Their relation to their written form is the relation of the model to its portrait. The special ability of the poet is to see them: that’s why the poets are sometimes called seers.

- και 200

[...] κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα [...]

( Μνημη Β'

βλ. Τετ. Γυμ. Β' σελ.-24


ΝΟΕΙΝ - ΕΙΝΑΙ, η σχεση

ΛΟΓΟΥ - ΟΜΟΛΟΓΕΙΝ

ΝΟΜΟΥ - ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ (ΤΕΛΕΣΗΣ;)


(ΑΚΟΥΩ

- Προμηθεας - προ + μαθειν - προμηθεια

= ακουω, κι εχω ηδη ακουσει