Ο Wittgenstein δια στόματος ενός ψυχαναλυτή







Ο Wittgenstein δια στοματος ενος ψυχαναλυτη
Ο άνθρωπος - ίσως και οι λαοί - πρέπει πρώτα να ξυπνήσουν για τον θαυμασμό. Η επιστήμη είναι ένα μέσο να τους κοιμίζει και πάλι.

Όσο θυμάμαι, για πρώτη φορά πρόσεξα τον Wittgenstein από ένα βιβλίο του Medard Boss, αλλοτινού μου δασκάλου, με τον τίτλο "Ονειρεύτηκα την προηγούμενη νύχτα". Ο Boss, μαθητής του Freud, και τα πρώτα 25 χρόνια της θεραπευτικής του δραστηριότητας κλασσικός ψυχαναλυτής, επιδόθηκε αργότερα, εν μέρει υπό την καθοδήγηση του Martin Heidegger, στην προσπάθεια μιας φαινομενολογικής εννόησης και πρακτικής της ψυχανάλυσης. Το παλιό του δέσιμο με τον Freud συνεχίστηκε στη μορφή μιας έμμονης πολεμικής εναντίον του.

Στο περί ου ο λόγος βιβλίο ο Boss, ασκώντας και πάλι το αγαπημένο του άθλημα της κριτικής στον Freud, επιστρατεύει μεταξύ άλλων τον Wittgenstein. Αναφέρεται ένα "ωραίο όνειρο" μιας ασθενούς όπου αυτή κατεβαίνει από ένα ύψωμα, βλέπει λουλούδια και θάμνους, κόβει ένα κλαρί από ένα δέντρο κλπ. Ο Freud, γράφει τώρα ο Wittgenstein, ερμηνεύει αυτό το όνειρο με κάθε λογής σεξουαλικούς συνειρμούς:

"Τα χονδροειδέστερα σεξουαλικά πράγματα, οι φρικωδέστερες αδιαντροπιές, αδιάντροπο από το άλφα μέχρι το ωμέγα, για να το πούμε έτσι. (...) Μα δεν ήταν ωραίο το όνειρο; Θα έλεγα στην ασθενή: 'Αυτοί οι συνειρμοί δεν κάνουν το όνειρο άσχημο; Ήταν ωραίο. Γιατί να μην ήταν; (...) Ο Freud της προσέφερε μια εξήγηση που απλά αδικεί το περιεχόμενο αυτού που έζησε στο όνειρο, που δεν μπορεί παρά να το αδικεί - που κατά τούτο δεν είναι εξήγηση, και όμως κάνει σαν να ήταν. Διότι γενετικές εξηγήσεις ποτέ δεν συλλαμβάνουν (όχι μόνον μη πλήρως αλλά διόλου) το βιωμένο περιεχόμενο ενός πράγματος."

Με εξέπληξε η απλότητα και η αφοπλιστική ευκρίνεια της τελευταίας φράσης: "Διότι γενετικές εξηγήσεις ποτέ δεν συλλαμβάνουν (...) το βιωμένο περιεχόμενο ενός πράγματος." Το "γιατί", το "πώς", το "από πού" και "προς τι" ενός ονείρου, μιας συμπεριφοράς, δεν λένε για το ίδιο το όνειρο, για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, τίποτα!

Η εξήγηση είναι ένας δρόμος που με απομακρύνει από τον Άλλο. Εξηγώντας τον Άλλο, τον χάνω. Συνάμα, εξηγώντας π.χ. ένα σύμπτωμα, το έχω καταλάβει, το έχω συλλάβει, και τούτο με ησυχάζει. "Το ολέθριο στον επιστημονικό τρόπο σκέψης, τον οποίο σήμερα κατέχει όλος ο κόσμος, είναι ότι θέλει ν' απαντήσει σε κάθε ανησυχία με μια εξήγηση."


Σκέφτομαι ότι ο Wittgenstein με κέρδισε με την τιμιότητά του. Ήταν πολύ ξεκούραστο να ακούω έναν άνθρωπο που δεν υποκρίνεται. (Ο Freud είναι επίσης τίμιος. Γι' αυτό και τον αγαπώ. Ένας τίμιος - επιστήμονας. Γι' αυτό και δεν με κέρδισε.) Ο Boss και ο Heidegger, και άλλοι πολλοί, οι περισσότεροι που συνάντησα, κάποτε υποκρίνονται. Ήταν δύσκολο και χρονοβόρο να ξεχωρίζω την ήρα από το στάρι. Και δεν το κατάφερνα πάντα. Πολλές φορές, κάποτε και για χρόνια, παρασυρόμουν από φράσεις, στάσεις, οπτικές που μου φάνταζαν ελκυστικές, όμως δεν εννοούσαν αυτά που πρέσβευαν, και μ' έκαναν κι εμένα να υποκρίνομαι - και ενδεχομένως το κάνω ακόμη, κάτι που θα το γνωρίσω, αν το γνωρίσω καν, αργότερα.

Η τιμιότητα συμβαδίζει με μια ιδιάζουσα αφέλεια. Ο βηματισμός της αφέλειας, της νοήμονος αφέλειας, μοιάζει με αυτόν του υπνοβάτη - με μια εξαίρεση: Παραμένει η εγρήγορση εμπρός στον κίνδυνο να εξολισθήσεις στην υποκρισία. Ο κίνδυνος θα ήταν να μην αφήνεις την γλώσσα σου να μιλήσει, αλλά να ορίζεις ο ίδιος αυτά που λες, τα λόγια σου να βιάζονται για να ταιριάξουν σε μια εικόνα προκρούστεια, την εικόνα που εσύ έχεις για τον εαυτό σου, ή που θέλεις να υποβάλεις στους άλλους. "Σκέφτομαι πράγματι με την πένα, γιατί συχνά το κεφάλι μου δεν έχει ιδέα γι' αυτά που γράφει το χέρι μου." Ο αφελής προχωρά στα τυφλά. Πρώτα στη διαδρομή το έργο του παίρνει μορφή. Όμως αυτή είναι για μένα και η κρίσιμη εμπειρία της ψυχανάλυσης. Και κανείς μαθαίνει τα περισσότερα όχι από γνώσεις αλλά από το ζωντανό παράδειγμα ανθρώπων όπως ο Wittgenstein. Στη θεραπευτική συνάντηση τα μαθαίνει από το ζωντανό παράδειγμα του θεραπευτή.

Στην τιμιότητα ανήκει η λιτότητα. Η τιμιότητα είναι λιτή. Όμως η λιτότητα του Wittgenstein δεν είναι λακωνικότητα. Ο λόγος του έχει αρμονικούς. Διατρέχουν το τοπίο του λόγου του και το πληρούν με μια ανεπαίσθητη, αλλά και απλησίαστη, τρυφερότητα. "Ω, γιατί όταν γράφω φιλοσοφία νοιώθω σαν νά 'γραφα ένα ποίημα; Είναι σαν εδώ να υπήρχε κάτι μικρό που νά 'χε μια υπέροχη σημασία. Όπως ένα φύλλο ή ένα λουλούδι." Και αλλού: "Πιστεύω ότι συνόψισα τη θέση μου για τη φιλοσοφία λέγοντας: βασικά φιλοσοφία κανείς μπορεί μόνο να συνθέτει όπως ένα ποίημα."


Δεν τον διάβασα ως φιλόσοφος αλλά ως θεραπευτής. Μου φάνηκε πως η ίδια η γραφή του προσκαλούσε προς τούτο, προς μια ανάγνωσή του από έναν θεραπευτή: "Ο φιλόσοφος αντιμετωπίζει ένα ερώτημα· όπως μια ασθένεια." Η έμφαση βρίσκεται στο "αντιμετωπίζει". Και το ερώτημα; Αυτό προκύπτει από τους "πειρασμούς" και τις "τάσεις" που παρασύρουν κάποιον σε γνώμες, απόψεις, στις οποίες και εγκλωβίζεται.

Έτσι κανείς έρχεται στον θεραπευτή συχνά με ένα "αίτημα", δηλαδή με μια παράσταση για το πώς έχει το πρόβλημά του και πώς θα επιτευχθεί η λύση του. Αυτή είναι η "πρώτη ύλη" του. Είναι σαν να κατοικεί ένα τοπίο στο οποίο, με τον τρόπο του να διαμένει εκεί, να το μοιράζεται, να τρέφεται, να κινείται, έχει περιέλθει σε αδιέξοδο. Ο θεραπευτής, που προθυμοποιείται να τον ακούσει, μπαίνει σ' αυτό το τοπίο. Ο συνομιλητής του τον φέρνει εμπρός στους τοίχους, στα βράχια και στα ποτάμια που τον έχουν ανακόψει, που έκαναν την πορεία του αδιέξοδη, και συχνά περιμένει απ' αυτόν τη βαριοπούλα, την μπουλντόζα, τη βάρκα που θα τον πάει παρακάτω.

Ο θεραπευτής δεν υιοθετεί το βλέμμα του ανθρώπου. Δεν ανασκουμπώνεται και δεν καταπιάνεται με το άνοιγμα των κλειστών δρόμων. Ο θεραπευτής "αντιμετωπίζει" τον τόπο του προβλήματος: πριν από κάθε ανάληψη δράσης, στέκει απέναντί του και τον προσέχει. Πολλές φορές "η ατμόσφαιρα που περιβάλλει αυτό το πρόβλημα είναι φοβερή. Πυκνές ομίχλες (...) έχουν εναποτεθεί γύρω από το προβληματικό σημείο. Είναι σχεδόν αδύνατο να διεισδύσεις μέχρι αυτό." Η "φοβερή ατμόσφαιρα", οι "πυκνές ομίχλες", αρρωσταίνουν και τον ίδιο. "Έτσι κανείς (...) καταλήγει εκεί όπου το μόνο που θά 'θελε είναι να βγάλει έναν άναρθρο ήχο." Ο άναρθρος ήχος δεν θα ήταν κραυγή απελπισίας. Η προηγούμενη σημείωση συνεχίζει: "- Όμως ένας τέτοιος ήχος είναι μια έκφραση μόνο σ' ένα ορισμένο γλωσσοπαίγνιο, που τώρα πρέπει να περιγραφεί." Το πρώτο βήμα στην "αντιμετώπιση" του προβλήματος θα ήταν, ο θεραπευτής να ενθαρρύνει τον συνομιλητή του να εγκύψουν με προσοχή επάνω στο πρόβλημα, επάνω στο αδιέξοδο και να το περιγράψουν.

Ένα θεραπευτικό στιγμιότυπο: (Μιλά με συγκρατημένη απελπισία:) -Σχεδόν δεν αντέχω. -Και αν έρθει η στιγμή που όντως δεν θα αντέχετε, πώς το βλέπετε τότε; -Θα φουντάρω. -Με ποιον τρόπο; Το έχετε σκεφτεί καθόλου; -Το έχω σκεφτεί. Ή με τη μηχανή, σε μια στροφή στη Βάρκιζα, που μ' αρέσει, ή πηδώντας από έναν βράχο. -Τι έχουν αυτοί οι τρόποι, που απ' όλους τους άλλους σας τραβάνε περισσότερο; -Η επιτάχυνση. Είναι η καλύτερη μου, προπάντων στο αεροπλάνο, όταν απογειώνεται. -Και τι έχει η επιτάχυνση; -Σε κολλάει στο κάθισμα ... δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. -Αν λοιπόν λυνόσασταν από το παραμύθι ότι παντού πρέπει και μπορείτε να κάνετε κάτι, θα είχατε και εν ζωή τέτοιες εμπειρίες. -Τον τελευταίο καιρό μια-δυο φορές το έζησα ... Πόσο καλό, που τα πράγματα κάποτε είναι πιο δυνατά!

Στην οπτική του θεραπευτή, που με αφορά, το ζητούμενο του Wittgenstein είναι να δούμε τα πράγματα - με μεγαλύτερη καθαρότητα. Όμως αυτό δεν ζητά και η φαινομενολογία; Την επιστροφή στα ίδια τα πράγματα; "Είναι ουσιαστικό για την έρευνά μας το ότι μ' αυτήν δεν θέλουμε να μάθουμε τίποτα καινούργιο. Θέλουμε να κατανοήσουμε κάτι που ήδη βρίσκεται ανοιχτό εμπρός στα μάτια μας. Γιατί φαίνεται πως αυτό είναι, που κατά έναν τρόπο δεν κατανοούμε." Και αλλού: "Οι για μας σημαντικότερες απόψεις των πραγμάτων είναι κρυμμένες λόγω της απλότητας και της καθημερινότητάς τους." -Να μπορώ την πόρτα απέναντι να την λέω 'πόρτα'! Έτσι εξέφρασε ένας άντρας το ζητούμενο στη διάρκεια μιας ψυχαναλυτικής ώρας.


Καθώς γράφω τούτο το κείμενο, με βλέπω πριν από κάπου 35 χρόνια στη Ζυρίχη: Έχω βγει από ένα βιβλιοπωλείο και κρατώ το "Tractatus Logico-Philosophicus". Ο τίτλος, το φραουλί εξώφυλλο. Είναι σαν να κάθισε στα χέρια μου ένα εξωτικό πουλί. Λίγα κατάλαβα, καθώς εδώ μου έλειψε η ζωντανή συνομιλία με έναν δάσκαλο, που είναι σημαντική για τη μελέτη ενός φιλοσόφου. Όμως ήδη ο πρόλογος ήταν μια συναρπαστική έκπληξη:

"Κανείς θα μπορούσε να περιλάβει όλο το νόημα του βιβλίου κάπου στις λέξεις: Ό,τι μπορεί καν να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί καθαρά· και για ό,τι κανείς δεν μπορεί να μιλήσει, πρέπει να σωπαίνει. Το βιβλίο λοιπόν θέλει να θέσει στη διάνοια ένα όριο, ή, πολύ περισσότερο - όχι στη διάνοια αλλά στην έκφραση των διανοημάτων: Διότι για να θέσουμε ένα όριο γύρω από τη διάνοια, θα έπρεπε να μπορούμε να διανοηθούμε και τις δυο πλευρές αυτού του ορίου (θα έπρεπε λοιπόν να μπορούμε να διανοούμαστε αυτό που δεν είναι διανοητό).

Επομένως το όριο θα τεθεί μόνο στο πλαίσιο της γλώσσας, και ό,τι βρίσκεται πέραν του ορίου θα είναι απλά α-νόητο."

Με συνάρπασε και με εξέπληξε η φιγούρα αυτού του λόγου, καθώς μου φάνηκε ότι εδώ ξαναέβρισκα κάτι γνώριμο από τα αποσπάσματα του Παρμενίδη. Ήταν σαν στα φιόρδ της Νορβηγίας να πέφτεις επάνω σ' έναν φίλο από τα καλοκαίρια στις ακρογιαλιές της νότιας Ιταλίας. Γιατί κι ο Παρμενίδης μιλά για ένα ανάλογο όριο, ανάμεσα στον λάλο, ευφραδή, αξιόπιστο δρόμο του Είναι ("οπως εστιν") και στον δρόμο του μη-Είναι ("ως ουκ εστιν") που σημαδεύει τις ανθρώπινες πλάνες και που δεν είναι ούτε "φατός" ούτε "νοητός", που δεν έχει όνομα: "ανοητον ανωνυμον". Στον βαθμό που ένα πρόβλημα σημαίνει την εμπλοκή στην α-νοησία, αποκαλύπτεται ως ψευδοπρόβλημα: "παναπευθεα αταρπος" και "κτίσματα του αέρα"· "πλαγκτος νοος" και "ομίχλες".

Παράδειγμα: Κάποιος περιμένει από τον σύντροφό του κυρίως πράγματα όπως ασφάλεια, προστασία· τον θέλει ομπρέλα ώστε να μην φτάνει σ' αυτόν τίποτα το δύσκολο, το αντίξοο· στο σεξ κεντρική θέση έχει η ζεστασιά της αγκαλιάς· κυριαρχεί η ανάγκη για επιβεβαίωση ότι ο άλλος είναι 'δικός μου'. Εκεί που μια τέτοια εικόνα είναι πρωτεύουσα, αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να αναζητά κατά βάση έναν καλύτερο πατέρα, μια καλύτερη μητέρα. Θα μπορούσε ακόμη να προσδοκά κάτι παρόμοιο από τον θεραπευτή του.

Και γιατί μια τέτοια προσδοκία δεν έχει νόημα; Είναι ανόητη: Ένα replay της παιδικής ηλικίας δεν είναι δυνατό. Αυτός ήταν ο πατέρας σου, αυτή ήταν η μητέρα σου, και δεύτερος γονέας δεν γίνεται. Συγχέονται παρελθόν και μέλλον, γονείς και υποκατάστατα, και κανείς τυφλώνεται για αυτόν που είναι εμπρός στα μάτια του τώρα. Και που δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι ούτε πατέρας του ούτε μητέρα του. Αυτά είναι που κάνουν τέτοιες προσδοκίες ανόητες. Όπερ άτοπον, όπως λέμε στα μαθηματικά. Η σύγχυση είναι το αναγκαστικό επακόλουθο της καθήλωσης στην ανοησία. Το ίδιο ανόητη είναι η αρκετά συνηθισμένη αντίστοιχη θεραπευτική στάση που υπόσχεται μια λεγόμενη "corrective emotional experience".


Το ανόητο, το άτοπο ενός προβλήματος, καταδεικνύει τούτο ως ψευδοπρόβλημα, διότι η λύση του ψευδοπροβλήματος δεν βρίσκεται στην επεξεργασία του αλλά στην αναγνώρισή του σαν τέτοιου. Και πώς το αναγνωρίζει κανείς; Με την υπόδειξη, π.χ. στον παραπάνω άνθρωπο, ότι με τις προσδοκίες του πέφτει συνεχώς επάνω σε τοίχο. Η επίμονη και αδιέξοδη πρόσπτωση στον τοίχο μπορεί κάποτε να του δείξει το ανόητο της προσπάθειάς του. "Τα αποτελέσματα της φιλοσοφίας είναι η ανακάλυψη μιας κάποιας απλώς ανοησίας και καρούμπαλα που έπαθε ο νους πέφτοντας επάνω στα όρια της γλώσσας. Αυτά, τα καρούμπαλα, μας κάνουν ν' αναγνωρίσουμε την αξία εκείνης της ανακάλυψης."

Η "αντιμετώπιση" του προβλήματος έγκειται καταρχήν στην περιγραφή και κατόπιν στην κατάδειξή του ως ανόητου, ως ψευδοπροβλήματος. Το ανόητο ως ανόητο, και τώρα χρησιμοποιώ μια σημείωση του Wittgenstein εκτός του πλαισίου της, για τα εδώ συμφραζόμενα, "παρουσιάζει εκείνη τη σκέψη η οποία είναι στον δρόμο προς την καταστροφή αυτής της πλάνης." Το ανόητο έχει την αυτοκαταστροφή, δηλαδή τη λύτρωση απ' αυτό, εγγεγραμμένη εντός του: δεν είναι ο τοίχος που θα υποχωρήσει από την πρόσπτωση του ανθρώπινου σώματος επάνω του, δεν είναι η πέτρα που θα σπάσει από το αυγό που πάει να την τσουγκρίσει. Σ' αυτήν την οπτική θα μπορούσαμε να δούμε την κατεύθυνση που οδώνεται σε μια ψυχοθεραπεία: Κρατά ανοιχτό τον δρόμο προς την αυτοκαταστροφή της πλάνης που ταλανίζει τον πάσχοντα. Αν και κατά πόσον θα φτάσει εκεί, και με ποιον τρόπο, θα φανεί στην πορεία.

Προέχει η αναγνώριση του ανόητου ως ανόητου. "Αυτό που θέλω να διδάξω είναι: η μετάβαση από μια μη προφανή ανοησία σε μια προφανή." Και πώς συμβαίνει αυτή η μετάβαση; Wittgenstein: "Από πού παίρνει αυτή η θεώρηση τη σπουδαιότητα της, αφού άλλωστε μοιάζει να καταστρέφει κάθε τι το ενδιαφέρον, δηλαδή κάθε μεγάλο και σπουδαίο; (Τρόπον τινά όλα τα οικοδομήματα. Καθώς αφήνει πίσω της μόνο κομμάτια πέτρες και μπάζα.) Μα είναι μόνο κτίσματα του αέρα, που καταστρέφουμε..."

Βέβαια αυτό το "καταστρέφουμε" απαιτεί, τουλάχιστον στον χώρο της ψυχοθεραπείας, μια διόρθωση. Πριν από λίγο καιρό σε ένα σεμινάριο έγινε λόγος για έναν άντρα δυσανεκτικό σε οτιδήποτε αλλότριο προς αυτόν: η επικοινωνία με έναν Άλλο τον ταράζει, τον θυμώνει· όταν η θεραπεύτριά του εκφράσει μια άποψη άλλην από τη δική του, η επωδός του είναι ένα οργισμένο, παρεξηγημένο, πικραμένο: -Δεν με καταλαβαίνετε! Έτσι, σε μια τέτοια περίπτωση, η θεραπεύτρια είπε: -Ναι, δεν μπορώ να μπω στα παπούτσια σας... Όπου εγώ παρατήρησα: -Και όμως, δεν θα ήταν ωραίο, δεν θα ήταν μαγικά ωραίο να μπορούσαμε να ζούμε σ' έναν κόσμο χωρίς τριβές, όπου να πορευόμαστε χωρίς αντίσταση, χωρίς αμφισβήτηση, χωρίς το 'αλλά...' των Άλλων; Δεν μπορούμε αυτό να το παρακολουθήσουμε; Τα παπούτσια του δεν θα ήταν και δικά μας παπούτσια; Μήπως θα μπορούσαμε να του απαντήσουμε με μια τέτοια, εγκάρδια στάση, γνωρίζοντας και πάλι ότι αυτό δεν γίνεται; "Οπωσδήποτε μη διστάζεις να λες ανοησίες! Μόνο πρέπει τις ανοησίες σου να τις διακρίνεις."

Αν δεν γελιέμαι, ο Wittgenstein δεν γνωρίζει μια εγκαρδιότητα όπως η παραπάνω. Και δεν γνωρίζει πως η εγκάρδια αποδοχή, που διόλου δεν σημαίνει ενσυναίσθηση και συμφωνία, μπορεί ακριβώς να οδώσει μια συνομιλία που θα απελευθέρωνε τον πάσχοντα από τα μάγια της πλάνης του. Οι σημειώσεις του βρίθουν από διαλόγους. Όμως αυτοί είναι πολύ συχνά διάλογοι, αναμετρήσεις καλύτερα με έναν Άλλον που πρέπει να αποστομωθεί. Αυτό που ο Wittgenstein επιζητεί, είναι να πάψει η βασανιστική αντιπαράθεση μαζί του.

Μια άλλη δυνατότητα επικοινωνίας αναφέρεται στους προλόγους δύο βιβλίων του: "Αυτό το βιβλίο θα το κατανοήσει ίσως αυτός που ήδη έκανε ο ίδιος τις σκέψεις που εκφράζονται εδώ - ή έκανε τουλάχιστον σκέψεις παρόμοιες." "Αυτό το βιβλίο γράφηκε για τέτοιους οι οποίοι διάκεινται φιλικά στο πνεύμα του." Εδώ και πάλι δεν υπάρχει επικοινωνία, καθώς ο Wittgenstein αποτείνεται σε όμοιους, σ' αυτούς όπου τα λόγια τους είναι τρόπον τινά ηχώ των δικών του.


Από το Tractatus μου εντυπώθηκε, μεταξύ άλλων, και το παρακάτω σημείο: "6.341 Η μηχανική του Νεύτωνα π.x. δίνει στην περιγραφή του κόσμου μια ενιαία μορφή. Ας σκεφτούμε μια λευκή επιφάνεια στην οποία υπάρχουν ακανόνιστες μαύρες κηλίδες. Λέμε λοιπόν: Όποια εικόνα και να προκύψει έτσι, πάντα μπορώ να προσεγγίσω την περιγραφή της λιγότερο ή περισσότερο κατά βούληση, εάν καλύψω την επιφάνεια με ένα αντίστοιχα λεπτό δίχτυ τετραγώνων, και τώρα πω για κάθε τετράγωνο ότι είναι λευκό ή μαύρο. Μ' αυτόν τον τρόπο θα έχω φέρει την περιγραφή της επιφάνειας σε μια ενιαία μορφή. (...)

6.342 (...) Το ότι μια εικόνα, όπως αυτή που αναφέρθηκε, μπορεί να περιγραφεί με ένα δίχτυ δεδομένης μορφής, δεν λέει για την εικόνα τίποτα. (...)

Έτσι και δεν λέει τίποτα για τον κόσμο, το ότι μπορεί να περιγραφεί με τη νευτωνική Μηχανική· (...)"

Δεν ξέρω εάν ο Wittgenstein γνώριζε ότι η παρομοίωση του διχτυού όντως εφαρμόστηκε στις απαρχές της επιστημονικής σύλληψης του κόσμου. Ο Albrecht Dürer στο βιβλίο του "Underweysung der Messung" ("Οδηγίες για τη μέτρηση"), ένα διδακτικό βιβλίο για "νέους με έφεση στην τέχνη", παραθέτει μια ζωγραφιά:

Ο σχεδιαστής της ξαπλωμένης γυναίκας θέλει να παραστήσει τη γυναίκα. Σταθεροποιεί το μάτι του με τη βοήθεια από ένα στέρεα τοποθετημένο ραβδί και παρατηρεί το περίγραμμα της γυναίκας μέσα από ένα ράστερ από κλωστές. Καθώς το χαρτί στο τραπέζι έχει το ίδιο ράστερ, ο άντρας μπορεί να αντιγράψει το περίγραμμα τετράγωνο προς τετράγωνο.

Τα ψυχιατρικά και τα ψυχολογικό μοντέλα μοιάζουν μ' ένα τέτοιο ράστερ. Η ύφανσή του είναι η δομή του εκάστοτε μοντέλου. Όπως στην εικόνα του Dürer, ο ψυχίατρος και ο ψυχολόγος υψώνουν απέναντι σ' ένα όνειρο, σ' ένα σύμπτωμα, σε μια συμπεριφορά, το ράστερ του μοντέλου τους. Η περιγραφή που προκύπτει δεν μιλά πλέον για το όνειρο, το σύμπτωμα, τη συμπεριφορά. Αποτυπώνει σημεία του ράστερ. Το ράστερ π.χ. του Freud περιλαμβάνει την υπόθεση ότι ένα όνειρο καθορίζεται από ασυνείδητες ορέξεις οι οποίες, περνώντας από "λογοκρισία" και τα φίλτρα των "αμυντικών μηχανισμών", κάνουν το όνειρο να αναδύεται στην επιφάνεια του συνειδητού και του αντιληπτού αποσπασματικό, παραλλαγμένο, μεταμφιεσμένο. Το ράστερ που θα τοποθετηθεί απέναντι σ' αυτό, το "φανερό" όνειρο, θα το "ερμηνεύσει", δηλαδή θα το περιγράψει στους δικούς του όρους των ασυνειδήτων ορέξεων. Freud: "Κατά την άποψη μας, τα αντιληπτά φαινόμενα πρέπει να υποχωρούν εμπρός στις ορέξεις τις οποίες απλώς υποθέτουμε."

Το ράστερ, το μοντέλο είναι ένα αυτιστικό μόρφωμα που απορροφά και αφομοιώνει τα πάντα. Η ερμηνεία ενός ονείρου, η διάγνωση μιας συμπεριφοράς δεν λέει πλέον για το όνειρο, τη συμπεριφορά τίποτα. Για την πράξη της ψυχοθεραπείας, που είναι πρωταρχικά συνάντηση και συνομιλία, τούτο σημαίνει ότι ο θεραπευτής, στον βαθμό που προχωρά by the book, είναι σαν τον σχεδιαστή του Dürer. Βλέπει και ακούει μέσα από το ράστερ του. Ο συνομιλητής του, ως Άλλος, εξαλείφεται. Απέναντι στον καθαρόαιμο ψυχίατρο ή ψυχολόγο είναι σαν να πέφτω σε μια έρημο, σ' ένα σεληνιακό τοπίο. Ο Freud παρατηρεί σχετικά με το "ωραίο όνειρο" της ασθενούς του που αναφέρθηκε στην αρχή: "Μετά από την ερμηνεία το ωραίο όνειρο δεν άρεζε πια καθόλου στη γυναίκα που το ονειρεύτηκε."

Σ' αυτήν την επικοινωνία υπάρχει μια δεινή βία. Το ράστερ είναι σαν μια τσουγκράνα που περνά από πάνω μου, ξεριζώνει ό,τι με ορίζει ως Άλλον, ως ενικότητα, και αφήνει πίσω του ένα απρόσωπο μόρφωμα από αυλακιές. "Ο εθισμός στην εξήγηση είναι εμπόδιο στην πλήρη αντίληψη των γεγονότων, δηλαδή στην περιγραφή. Η προσχηματισμένη υπόθεση δρα σαν ένα κόσκινο που αφήνει ένα πολύ μικρό κομμάτι των γεγονότων να φτάσει στο βλέμμα μας." Ο ίδιος ο Wittgenstein εικάζει μέχρι πού μπορεί να φτάνει η βία αυτού του είδους: "Διότι η επιστήμη & η βιομηχανία όντως αποφασίζουν τους πολέμους, η έτσι φαίνεται."


Πάντως η κριτική του Wittgenstein στον Freud είναι κάθε άλλο από απόρριψη. Ο ίδιος φέρεται να είπε στον μαθητή του Rush Rhees: "... μετά από μερικά χρόνια έτυχε να διαβάσω κάτι του Freud και αναπήδησα από έκπληξη. Εδώ ήταν κάποιος που είχε κάτι να πει." Σε κάποια περίοδο αποκαλούσε τον εαυτό του "μαθητή του Freud" και "οπαδό του Freud". Και μαζί έλεγε "δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο" από την ψυχανάλυση. Και ακόμα: "Το είδος της κριτικής που θα βοηθούσε στη μελέτη του Freud, θα έπρεπε να πάει βαθιά· και τούτο δεν είναι συνηθισμένο." Πόσο βαθιά; Βαθιά προς τα πού;

Ας γυρίσουμε προς στιγμή στον άνθρωπο που αποζητά έναν δεύτερο, καλύτερο γονέα. Του μίλησα για έναν τοίχο στον οποίο πέφτει συνέχεια. Θα μπορούσα να του πω και το εξής: Είναι σαν να πηγαίνει στον μανάβη να πάρει φρούτα, χειμώνα. Βλέπει στο μαγαζί μήλα, πορτοκάλια, μανταρίνια, αχλάδια. Αυτός ζητάει καρπούζι - όταν αυτό το καλοκαίρι, όπου είχε καρπούζια, έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Εδώ δεν μιλάμε λοιπόν για την εφαρμογή ενός ψυχιατρικού μοντέλου που θα οδηγούσε στη διάγνωση, ενός ψυχαναλυτικού μοντέλου που θα οδηγούσε στην ερμηνεία, όπου θα καταλήγαμε σε ένα "αυτό είναι ..." π.χ. "κατάθλιψη" (ψυχίατρος), "παλινδρόμηση", "μεταβίβαση" (ψυχαναλυτής). Στο παραπάνω πλαίσιο το "αυτό είναι ..." θα εξυπονοούσε ακόμη: αυτό και μόνο, και όχι κάτι άλλο, π.χ. κατάθλιψη και όχι σχιζοφρένεια, παλινδρόμηση και όχι άρνηση κλπ. Το επιστημονικό παράδειγμα προχωρά σε τέτοιους μονόδρομους: "αυτό είναι αυτό". "... μονοδίαιτα: τρέφεις τη σκέψη σου με ένα μόνο είδος παραδειγμάτων."

Όπως είπα, ο Wittgenstein δεν απορρίπτει τον Freud. Όμως δεν βλέπει τις ερμηνείες του στην οπτική του "αυτό είναι ...": "Ό,τι λέει ο Freud για το υποσυνείδητο ακούγεται ως επιστήμη, όμως στην πραγματικότητα είναι μόνο ένας τρόπος αναπαράστασης. Δεν ανακαλύφτηκαν νέες περιοχές της ψυχής, όπως υπαινίσσονται τα γραπτά του. Η παρουσίαση στοιχείων ενός ονείρου, για παράδειγμα ενός καπέλου (που πρακτικά μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε) [και που ο Freud ερμηνεύει ως φαλλικό σύμβολο] είναι μια παρουσίαση παρομοιώσεων. Όπως στην αισθητική, πράγματα τοποθετούνται δίπλα-δίπλα ώστε να καταδειχθούν ορισμένα χαρακτηριστικά. Αυτά φωτίζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε ένα όνειρο."

Το καπέλο δεν "είναι" φαλλικό σύμβολο. Αυτή η ερμηνεία δεν είναι πρόταση για την ουσία του καπέλου, αλλά παρομοίωση· μια μεταξύ αναρίθμητων δυνατών. Έτσι, στο παράδειγμά μου, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε μεν για παλινδρόμηση· όμως "παλινδρόμηση" μόνο ως παρομοίωση μιας κίνησης όπου ο άνθρωπος που ζητά αγκαλιά, προστασία κλπ. γυρίζει πίσω στα παιδικά του χρόνια. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι "σαν" παλινδρόμηση στο πατρικό του· όχι ότι "κάνει" παλινδρόμηση, που ακούγεται όπως το "κάνει πυρετό". Και αυτή η παρομοίωση, αυτή η αναλογία θα ήταν μόνο μία από αναρίθμητες που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω, όπως αυτή του δεύτερου, καλύτερου γονιού, αυτή της πρόσκρουσης στον τοίχο, αυτή του καρπουζιού από το αγύριστο καλοκαίρι. Και είναι εντυπωσιακό το πώς η προσφυγή σε μια αναλογία, όταν αυτή είναι επιτυχημένη, πολλές φορές ξανανιώνει κάποιον σαν ένα μπάνιο στη θάλασσα. "Μια καλή παρομοίωση φρεσκάρει τον νου." Ο Wittgenstein με απελευθέρωσε από την προσκόλληση στην ουσία, στο "αυτό είναι αυτό", από την επίκληση της αλήθειας. Μου έλυσε τη γλώσσα.

Η επίκληση της ουσίας εγκαταλείπει το εκάστοτε περιστατικό. Όταν χαρακτηρίζω το καπέλο φαλλικό σύμβολο, χάνω το καπέλο και θέμα γίνεται το φαλλικό σύμβολο. Όταν ακούω ένα όνειρο και αναρωτιέμαι για την ασυνείδητη επιθυμία που το γέννησε, δεν προσέχω το όνειρο αλλά την υποτιθέμενη ασυνείδητη επιθυμία. Όταν αντιλαμβάνομαι τα πράγματα μέσα από το όποιο ράστερ, ασχολούμαι πλέον μ' αυτό, και όχι με τα πράγματα. Δεν έχω μάτια για την ενικότητα του ανθρώπου που βρίσκεται απέναντί μου. Όμως ερευνώ την ουσία ενός φαινομένου δεν θα πει οπωσδήποτε στρέφω το βλέμμα μου αλλού, προς κάτι το οποίο υποτίθεται ότι συνιστά την αλήθεια του. "Ερευνώ την ουσία ενός φαινομένου θα πει: κοιτάζω προσεκτικότερα."

Η θεραπευτική συνομιλία διαμείβεται με αναφορές σε εκάστοτε μεμονωμένα περιστατικά της ζωής. Πολλές φορές δεν έχουμε μάθει τον τρόπο να τα προσέχουμε, αυτά τα ίδια. Εξολισθαίνουμε στις γενικότητες των μοντέλων και των κοσμοθεωριών που μας κρατάνε στα δίχτυα τους. Ένας τρόπος συνδιαλλαγής με την ενικότητα θα ήταν ακριβώς, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, ο τρόπος των αναλογιών, των παρομοιώσεων, των παραδειγμάτων. Ο Wittgenstein δεν είναι ο μόνος που τον εφαρμόζει. Όμως τον εφαρμόζει με μια μοναδική ευκρίνεια, συνέπεια και γλαφυρότητα. (Τούτο δεν σημαίνει βέβαια την υιοθέτηση μιας νέας μεθόδου και τον εγκλωβισμό σε μια καινούργια "μονοδίαιτα".)


"Προσπάθησα ν' αλλάξω την οπτική γωνία. Όλα έχουν τη μορφή 'δες το έτσι!', 'μην το συγκρίνεις μ' αυτό αλλά μ' εκείνο'." Και αλλού: "(...) δίνεις στο παιχνίδι της γλώσσας μια νέα κλείδωση." Μιλάμε για μια νέα ελευθερία, για ένα λύσιμο από τα μάγια που κρατούν κάποιον εγκλωβισμένο στη "μονοδίαιτα", δηλαδή στην τάση κάποιου να απαντά με έναν και μόνο τρόπο π.χ. με θυμό, η με ενοχές, με άγχος. Τότε μια αντίστοιχη διάγνωση (ναρκισσιστική προσωπικότητα, κατάθλιψη, κρίση πανικού) δεν θα ήταν η ονομασία μιας πάθησης, όπως π.χ. 'πνευμονία', αλλά χαρακτηρισμός μιας "μονοδίαιτας": κανείς τείνει να συνδέει καταστάσεις, να τις τοποθετεί "δίπλα-δίπλα" με τον θυμό, τις ενοχές, το άγχος.

Τότε η θεραπεία θα συνίστατο στη λύση από τα μάγια της "μονοδίαιτας", στο λύσιμο του Μίδα από την κατάρα, ό,τι, μα ό,τι πιάνει να γίνεται χρυσάφι. Αυτό που γράφει ο Wittgenstein για τα φιλοσοφικά προβλήματα, ισχύει και για τα "ψυχικά": "Η λύση των φιλοσοφικών προβλημάτων μοιάζει με το μαγικό ραβδί των παραμυθιών το οποίο, όσον καιρό βρίσκεται μέσα στο μαγικό κάστρο, φαίνεται κι εκείνο μαγικό. Αν όμως το πάρεις και το δεις έξω στο φως της μέρας, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κομμάτι σίδερο (ή κάτι τέτοιο)."


Η μετάθεση της θεραπευτικής επικοινωνίας στο πεδίο των παρομοιώσεων και των αναλογιών συμβαίνει, όταν και όπου συμβαίνει, σε ένα κλίμα ευρύχωρο και ανάλαφρο. Γίνεται κάτι σαν παιχνίδι - με την έννοια του Wittgenstein, δηλαδή "μορφή ζωής". Αυτό το παιχνίδι, για να παιχθεί, θέλει μια χρονική άπλα - και δίνει χρονική άπλα. Δεν είναι δυνατό εκεί που η πιεστικότητα για μια άμεση λύση δεν ανέχεται κανένα παιχνίδι, εκεί που η σκέψη έχει τόσο εθιστεί στη "μονοδίαιτα" ώστε να αποστρέφεται οτιδήποτε άλλο. "O χαιρετισμός των φιλοσόφων [συμπληρώνω εγώ: και των θεραπευτών] θα έπρεπε να είναι: 'Πάρε χρόνο!'"

Η ψυχοθεραπεία προχωρεί με την εξοικείωση σε μια τέτοια ελευθερία, σε μια τέτοια "σχόλη". Στην ευτυχή περίπτωση κανείς κάποια μέρα απλά αντιλαμβάνεται πως εκείνο που τον βασάνιζε δεν είναι πια εδώ. Έτσι απλά. "Τη λύση του προβλήματος της ζωής την παρατηρεί κανείς στην εξαφάνιση αυτού του προβλήματος. (...)"


Η εννόηση τέτοιων προβλημάτων ως ψευδο-προβλημάτων, όπως εκτίθεται από τον Wittgenstein και από τους ως προς αυτό μακρινούς συγγενείς του, όπως νομίζω, τους Προσωκρατικούς, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την επιστημονική τους παράσταση ως διεργασιών. Δεχόμαστε εξαρχής και χωρίς δεύτερη σκέψη ότι π.χ. το όνειρο είναι μια διεργασία. Ο Freud χρησιμοποιεί ως συνώνυμο του ονείρου τον όρο "έργο του ονείρου" ("Traumarbeit"), ως συνώνυμο του πένθους το "έργο του πένθους" ("Trauerarbeit") κλπ. Οι ψυχολογικές θεωρίες, οι μεθοδολογίες και οι ερμηνείες, οι θεραπείες με ψυχοφάρμακα θα ήταν όλες τους αδιανόητες χωρίς το βασικό αξίωμα για τη φύση του αντικειμένου τους ως διεργασίας. Στη βάση λοιπόν αυτής της πρώτης παραδοχής, ότι εδώ πρόκειται για μια διεργασία, αναπαριστάνουμε τη ζητούμενη διεργασία επινοώντας το υποσυνείδητο, μελετώντας τα νευροφυσιολογικά δεδομένα σε εργαστήρια ύπνου κλπ. Η εξήγηση του ονείρου δεν είναι άλλη από την παράθεση της διεργασίας του. Παρακάτω μια σημείωση του Wittgenstein και, εμβόλιμα, φράσεις του Freud από το κείμενό του "Το ασυνείδητο":

Wittgenstein: "Πώς φθάνουμε στο φιλοσοφικό πρόβλημα των ψυχικών διεργασιών και καταστάσεων (...); - Το πρώτο βήμα είναι αυτό που δεν προκαλεί την προσοχή καθόλου. Μιλάμε για διεργασίες και καταστάσεις κι αφήνουμε τη φύση τους ανοιχτή!

(Freud: "Η πλέον προσωπική καθημερινή μας εμπειρία, μας γνωστοποιεί ιδέες, την προέλευση των οποίων δεν γνωρίζουμε, και συμπεράσματα σκέψεων, η διεργασία των οποίων μας έχει μείνει κρυφή.")

Wittgenstein: Ίσως κάποτε γνωρίσουμε περισσότερα γι' αυτήν - λέμε.

(Freud: "Και τι δεν θα 'δινε κανείς να γνωρίσει αυτά τα πράγματα περισσότερο!")

- Wittgenstein: "Όμως ακριβώς μ' αυτό έχουμε καθηλωθεί σε έναν ορισμένο τρόπο θεώρησης. Διότι έχουμε μια ορισμένη ιδέα γι' αυτό, τι θα πει: να γνωρίσω μια διεργασία καλύτερα. (Το αποφασιστικό βήμα στο ταχυδακτυλουργικό νούμερο έχει γίνει, και αυτό ακριβώς μας φάνηκε αθώο.)"


Οι "ψυχικές διεργασίες" λοιπόν "κτίσματα στην άμμο"... Τα γραπτά του Wittgenstein, σε μιαν άλλη οπτική από αυτήν του Heidegger, θέτουν ολόκληρο το οικοδόμημα της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας υπό αμφισβήτηση. Για μένα τούτο δεν σήμαινε κάποιον ιδιαίτερο κλονισμό. Η αγάπη που είχα για τη θεραπευτική πρακτική δεν αφορούσε άλλωστε και τις παραπάνω επιστήμες. Μάλλον σαν συναρπαστικό και ανακουφιστικό το έζησα.

Πώς είναι να είσαι χωρίς ψυχή; Χωρίς εσωτερικό κόσμο; "Το 'εσωτερικό' είναι πλάνη. Αυτό θα πει: όλο το σύμπλεγμα ιδεών που υπονοείται μ' αυτήν τη λέξη, είναι σαν μια ζωγραφισμένη κουρτίνα, τραβηγμένη μπροστά από τη σκηνή της πραγματικής χρήσης της λέξης." Η πλάνη θα ενέκειτο στο ότι "το εσωτερικό", ως τρόπον τινά ανατομικό όργανο μέσα στο σώμα, δεν ανήκει στην "πραγματική χρήση της λέξης". "Όπου η γλώσσα μας, μας επιτρέπει να υποθέτουμε ένα σώμα, και δεν είναι κανένα σώμα, εκεί, θα τείναμε να πούμε, είναι ένα πνεύμα." Λέμε βεβαίως: "... είπα μέσα μου ..." Όμως όταν τούτο μας παρασύρει και μιλάμε για "το μέσα μου", τότε έχουμε ξεφύγει. Τότε, όταν έχουμε έναν άνθρωπο απέναντί μας, είναι σαν να βλέπουμε ένα επιφαινόμενο, σαν η συμπεριφορά του να ήταν ένα είδος έκκρισης του "μέσα" του, της "ψυχής" του, ένα τελικό αποτέλεσμα των διαδικασιών που συμβαίνουν εκεί. Σαν ένα κείμενο του Word όπου, όταν πιέσουμε το "¶", εμφανίζονται τα κρυφά σύμβολα της μορφοποίησης. Όμως "Το ανθρώπινο σώμα είναι η καλύτερη εικόνα της ανθρώπινης ψυχής."

Το έτος 1946-47 ο Wittgenstein έκανε μια παράδοση επάνω στη φιλοσοφία της ψυχολογίας. Εκεί αναφέρεται δια μακρών σε ένα περίεργο παράδειγμα:

"Μια φυλή που θέλουμε να υποδουλώσουμε. Η κυβέρνηση και οι επιστήμονες λένε ότι οι άνθρωποι αυτής της φυλής δεν έχουν ψυχή· μπορούμε λοιπόν να τους χρησιμοποιήσουμε ανενδοίαστα για οποιονδήποτε σκοπό. Φυσικά παρολαυτά μας ενδιαφέρει η γλώσσα τους· αφού βέβαια πρέπει π.χ. να τους δίνουμε εντολές και να παίρνουμε αναφορές απ' αυτούς. Ακόμη θέλουμε να ξέρουμε τι λένε μεταξύ τους, καθώς αυτό σχετίζεται με την υπόλοιπη συμπεριφορά τους. Όμως ακόμη πρέπει να μας ενδιαφέρει ό,τι σ' αυτούς αντιστοιχεί στις δικές μας 'ψυχολογικές εκδηλώσεις', γιατί θέλουμε να τους κρατάμε ικανούς για εργασία, και γι' αυτό έχουν σημασία για μας οι εκδηλώσεις τους του πόνου, της αδιαθεσίας, της κατάθλιψης, της ευζωίας κλπ. κλπ. (...)"

Δεν μπορώ να επεκταθώ στην όλη συζήτηση του παραδείγματος, από την οποία φαίνεται πώς η επικοινωνία με μια άψυχη φυλή είναι όντως δυνατή! Εδώ με ενδιαφέρει κάτι που ο Wittgenstein δεν θίγει άμεσα: Όταν κάποιος μιλά με ένα άψυχο πλάσμα και συνεννοείται μαζί του, γίνεται άψυχος και ο ίδιος: ο εσωτερικός του κόσμος μένει έξω απ' το παιχνίδι. Ως θεραπευτής είμαι ένα τέτοιο άψυχο πλάσμα. Είμαι όλος "έξω". Τούτο, σε άλλοτε άλλον βαθμό, κάνει άψυχο και τον συνομιλητή μου. Όμως εάν πολλές από τις συγχύσεις και τα βάσανα έρχονται από την αδιέξοδη εμπλοκή στις πλάνες και στα φαντάσματα της ψυχής, τότε το θεραπευτικό θα ήταν ακριβώς η αποκόλληση από την ψυχή! Παραδείγματα από θεραπευτικά στιγμιότυπα:

- Μου τα λέτε αυτά και δεν σας νοιάζει καθόλου πώς αισθάνομαι ... - Αν υποθέσουμε πως περπατώντας κολλάτε στη λάσπη και πρέπει να σας βοηθήσω να ξεκολλήσετε. Θα είχε κανένα νόημα να μου λέτε και να σκέφτομαι πώς αισθάνεστε;

- Για τον μπαμπά μου είναι η πιο μεγάλη αγάπη. Τέτοια αγάπη φαντάζομαι πως θα υπάρχει με τα παιδιά μου κλπ. - Μπορείτε να περιγράψετε αυτό που σας συμβαίνει εδώ και που το αποκαλείτε "αγάπη"; - Δεν καταλαβαίνω... Πώς να το περιγράψω; - Ας υποθέσουμε πως ήμουν ένας ξένος που δεν ξέρει τη λέξη "αγάπη", και θα πρέπει να του την εξηγήσετε περιφραστικά. Τι θα μου λέγατε; - Έχω πάρει κάποια καλά του, την καλοσύνη του, τη θερμότητα του... - Η "αγάπη" εδώ λοιπόν σημαίνει ότι είστε κάπως συνέχειά του.

- Δεν είναι δυνατό να μιλούν μεταξύ τους δυο κομμάτια του εαυτού μου; - Είναι σαν το δεξί και το αριστερό χέρι να κάνανε χειραψία.

- Δεν είστε άνθρωπος εσείς; - Όχι. - Εξωγήινος είστε; - Ναι.

Στον πρόλογο για το "Γράμμα Α" λέω: "Κατά κόσμον λέγομαι ψυχαναλυτής. (Το άλλο μου όνομα δεν το βρήκα ποτέ.)" Πριν από δυο-τρία χρόνια, στο μενού της ιστοσελίδας μου, έκανα μια αλλαγή. Τον τίτλο "Ψυχαναλυση" τον μετέβαλα σε "Ψυχαναλυση". Γράφω: "Ψυχαναλυση: Το όνομα δεν ονομάζει κάτι, (...) δεν μιλά για την ψυχή ως αντικείμενο της θεραπείας αλλά ως αυτό από το οποίο η θεραπεία επιζητεί να απαλλαγεί."

Ο Wittgenstein κλείνει την παράδοσή του ως εξής:

"Προσπάθησα ν' αλλάξω την οπτική γωνία. Όλα έχουν την μορφή 'Δες το έτσι!', 'Μην το συγκρίνεις μ' αυτό αλλά μ' εκείνο'. Η ερώτηση 'Τι είναι η σκέψη;' χάνεται από τη στιγμή που σταματούμε να συγκρίνουμε τα σχετικά φαινόμενα με φαινόμενα που διαδραματίζονται στο εσωτερικό των πραγμάτων και είναι από μας κρυμμένα."


"Εξαφάνιση του προβλήματος" δεν σημαίνει πάντα και εξάλειψή του από προσώπου γης. "... όποιος ζει σωστά δεν αισθάνεται το πρόβλημα ως λύπη, επομένως και όχι ως προβληματικό, αλλά πολύ περισσότερο ως χαρά· επομένως ως τρόπον τινά καθάριο αιθέρα γύρω από τη ζωή του, όχι ως αμφίβολο φόντο." Μ' αυτή την παράδοξη σκέψη ο Wittgenstein δεν βρίσκεται μόνος. Υπάρχουν, για να χρησιμοποιήσω μια έκφρασή του, "οικογενειακές ομοιότητες":

Elias Canetti: "Mια πληγή που γίνεται σαν πνεύμονας και δια μέσου του ανασαίνεις."

Paul Celan: "Με τ' αδιέξοδα να μιλάς"

Byung-Chul Han: "Ανάσανε μες από τις πληγές σου!"

Ο Wittgenstein το εννοεί ενδεχομένως σε σχέση και με την παρακάτω σημείωση: "Αν στη ζωή περιβαλλόμαστε από τον θάνατο, τότε και στην υγεία του νου από την τρέλα." Η λύπη, ο θάνατος, η τρέλα δεν "περιβάλλουν" τη χαρά, τη ζωή, την υγεία του νου με την έννοια του επικίνδυνου πολιορκητή. Πολύ περισσότερο η λύπη, ο θάνατος, η τρέλα θα ήταν αντίστοιχα το "περιβάλλον" της χαράς, της ζωής, της υγείας του νου, ο τόπος κατοίκησής τους, το χώμα και ο αέρας που τα τρέφουν. Η "λύση" των προβλημάτων θα μπορούσε να βρίσκεται ακριβώς στην αφομοίωση μιας τέτοιας οπτικής τους. "Μόνο ο θάνατος είναι που δίνει στη ζωή το νόημά της." Μια παραδείσια ζωή απαλλαγμένη από λύπη, τρέλα και θάνατο θα ήταν νεκρίλα. Ο ίδιος ο Wittgenstein ήταν από μια άποψη ένας βασανισμένος άνθρωπος που έζησε στα όρια της τρέλας και της αυτοκτονίας. Δεν νομίζω πως ήταν ψέματα τα τελευταία του λόγια: "Πες τους πως είχα μια υπέροχη ζωή."