Απο το: 52 "Ο υμνος του Hölderlin 'Μνημη'"

Hölderlins Hymne »Andenken« (Wintersemester 1941/42)



Το πρωτοτυπο κειμενο

Ο υμνος του Hölderlin "Μνημη"

Τον καιρο του Μαρτη,

Οταν ομοιες ειναι νυχτα και μερα

Κι απο αργα περασματα

Βαρεις απο χρυσα ονειρα,

Διαβαινουν λικνιστικοι ανεμοι.

[112]

Βαρεις απο χρυσα ονειρα, - Τα ονειρα ειναι για μας συχνα απλως ονειρα. Το ανυποστατα φευγαλεο τους και σχεδον αυθαιρετο καταπιπτει αδεσμευτα και ακαθοριστα στο σταθερο και στο υφισταμενο που αποκαλουμε το πραγματικο της ξυπνιας εμπειριας. Θεωρουμε τα ονειρα ως το μη πραγματικο που ονειρευτηκαμε μονο. Το ονειρικο λογαριαζεται μεσα απο το πραγματικο, σαν κανεις, μεσα απο μια αναμφισβητητη σιγουρια να ηξερε ποιο ειναι το πραγματικο. Βεβαια εξηγουμε το πραγματικο σαν το πραγματοποιημενο, και τουτο σαν παλι πραγματοποιουν.

Και παλι τι ειναι το 'πραγματοποιω' και τι ειναι πραγματοποιηση; Ειναι πραγματοποιησεις μονον εκει που μπορουν να καταχωρουνται αποτελεσματα κι επιτυχιες; Η υπαρχουν πραγματοποιησεις που δεν χρειαζονται την επιτυχια; Ειναι λοιπον μονο το πραγματικο ενα ον, και το μη πραγματικο μη ον και μηδενικο; Που εκτεινεται το οριο μεταξυ του πραγματικου και του μη πραγματικου; Ειναι καν τα δυο τους χωρισμενα απο ενα συνορο σε διαφορετικες περιοχες; Η, το μη πραγματικο ηδη στεγαζεται στο πραγματικο; Πως ειναι με την πραγματικοτητα του πραγματικου; Τι θα ηταν το καθε πραγματικο αν δεν ουσιωνονταν ως πραγματικο στην πραγματικοτητα; Ομως εαν η πραγματικοτητα καθαυτη δεν ειναι πλεον ενα πραγματικο, μηπως τοτε εχει διαλυθει στο υποτιθεμενο μηδενικο του επιφοβου "αφηρημενου"; η μηπως αυτο το "αφηρημενο", η Schmähung του οποιου καταρχην επικυρωνει μονο το μη πραγματικο "της πραγματικοτητας", ειναι η αμηχανη παρανοηση του μη πραγματικου στην βαση ενος τυφλωμενου χασιματος στο πραγματικο; ομως εαν καθε τι πραγματικο ειναι μονον καθοσον ουσιωνεται στην πραγματικοτητα, δεν κρεμεται τοτε καθε πραγματικο στο μη πραγματικο, ομως και παλι ποτε μηδενικο; Ετσι τοτε το μη πραγματικο μπορει να εχει ακομα και προτεραιοτητα ως προς το πραγματικο. Τοτε τουλαχιστον πρεπει να αναλογιστουμε μηπως τα ονειρα ως το μη πραγματικο μπορουν να ειναι ενα μετρο για το πραγματικο. Τοτε δεν πρεπει να τα λογαριαζουμε καθαυτα ως προς το "πραγματικο" και ως προς το τι απλα θεωρει κανεις [ως το πραγματικο]. ισως παλι δεν ειναι καθε μη πραγματικο καθε ονειρου μετρο του πραγματικό ισως αυτο ισχυει μονο για τα ονειρα που ο ποιητης αναφερει εδω, στην περιχη την γεννησης της ουσιωσης του ποιητη

[113] και της ποιητικης τεχνης, καθοσον ο ποιητης, ως ημιθεος, ειναι θεων κι ανθρωπων το εργο, δηλαδη ο καρπος της γαμηλιας τελετης (Wie wenn am Feiertage... [Σαν σε μερα γιορτης...] IV, 152). Ισως αυτο ισχυει μονο για τα χρυσα ονειρα. Η μη πραγματικοτητα τους πρεπει να εννοηθει συμφωνα με το πνευμα του ποιητη. ομως τωρα το μη πραγματικο ποτε δεν ειναι το απλα μηδενικο, ηδη διοτι μπορει να ειναι ειτε το οχι-πια-πραγματικο ειτε το οχι-ακομη-πραγματικο. Το μη πραγματικο περιλαμβανει αυτο το ειτε-ειτε κι επιπλεον κατα το πλειστον υποκρυπτει το αναποφασιστο του. ομως εαν υποτεθει οτι το μη πραγματικο ειναι το οχι-ακομη-πραγματικο, τοτε αυτο ουσιωνεται μεταξυ της μη πραγματικοτητας και της πραγματικοτητας. Εαν προς στιγμη, με την εννοια της Μεταφυσικης, θεσουμε την πραγματικοτητα ως ιση με το αληθινο Ειναι, τοτε το οχι-ακομη-πραγματικο, που μπορει και να αποκληθει το ετοιμο δυνατο, ουσιωνεται ως η κατασταση μεταξυ μη-Ειναι και Ειναι. Στον καιρο που προετοιμαζεται η ποιηση των υμνων του Hölderlin εμπιπτει μια πραγματεια του ποιητη που επιγραφεται <Das Werden im Vergehen> [<Η Γενεση στην Παρελευση >] (ΙΙΙ, 309 εως 316). Εκει βρισκεται η φραση:

Ομως παντου (στην) κατασταση μεταξυ Ειναι και μη-Ειναι το δυνατο γινεται πραγματικο, και το πραγματικο ιδεατο και, στην ελευθερη προσομοιωση της τεχνης [γενικη υποκειμενικη!], τουτο ειναι ενα τρομερο, ομως θεϊκο ονειρο.

Η πραγματοποιηση του δυνατου ως ιδεοποιηση του πραγματικου, στην περιοχη της ελευθερης μορφοποιησης της ποιησης δειχνει το ουσιακο τροπο ενος ονειρου. Αυτο το ονειρο ειναι τρομερο διοτι αυτους, στους οποιους δειχνεται, τους ριχνει εξω απο την ανεμελη διαμονη στο οικειο πραγματικο, μεσα στον τρομο του μη πραγματικου. ομως αυτο το τρομερο ονειρο ειναι θεϊκο διοτι το δυνατο που επερχεται στην πραγματικοτητα, στην ελευση του ειναι καθαγιασμενο απο τον ερχομο του ιερου. Αυτο το εξαιρετικο ονειρο κανει το δυνατο να γινεται περισσοτερο ον και το μεχρι τωρα θεωρουμενο ον και πραγματικο περισσοτερο μη ον. Αυτο το ονειρο δειχνεται στον ποιητη διοτι το ονειρο ως αυτο το τρομερο-θεϊκο μη πραγματικο ειναι το προ-ποιησιμο ποιημα του ιερου. Αυτο το ποιημα πρεπει να το λεγουν οι ποιητες. Ακουγοντας [114] αυτο το ποιημα, ονειρευονται το ονειρο. Πρωτα οταν ειναι ονειρευομενοι, ειναι οι ωριμασμενοι καρποι της γιορτης. ομως οι ποιητες το μπορουν αυτο, που πριν απο και για την ποιηση τους ειναι το ποιημα, μονον οταν λεγουν αυτο το οποιο προδραμει καθε πραγματικου: το ερχομενο. Ο λογος του ειναι ο προφητευων λογος με την αυστηρη εννοια του προφητεύειν [ελληνικα στο πρωτοτυπο]. Οι ποιητες, οταν ειναι στην ουσιωση τους, ειναι προφητικοι. Ομως δεν ειναι "προφητες" κατα την εβραϊκη-χριστιανικη σημασια αυτου του ονοματος. Οι "προφητες" αυτων των θρησκειων δεν λεγουν πρωτα εκ των προτερων μονο τον προδρομικο θεμελιακο λογο του ιερου. Προφητευουν συγχρονως τον θεο, με τον οποιο υπολογιζει η ασφαλεια της σωτηριας σε μια επουρανια μακαριοτητα. Ας μην παρμορφωνουμε την ποιηση του Hölderlin με το "θρησκο" της "θρησκειας", που παραμενει υποθεση της ρωμαϊκης ερμηνειας της σχεσης μεταξυ ανθρωπων και θεων. Ας μην παραφορτωνουμε την ουσια αυτης της ποιητικοτητας κανοντας τον ποιητη "μαντη" με την εννοια της προβλεψης του μελλοντος. Το ποιητικα προλεγομενο ιερο μονον ανοιγει τον χωρο-χρονο μιας εμφανισης των θεων και υποδεικνυει την τοποθεσια της κατοικησης του ιστορικου ανθρωπου επανω σ' αυτην τη γη. Η ουσιωση αυτου του ποιητη δεν πρεπει να εννοηθει μεσα απο την ανταποκριση σ' εκεινους τους "προφητες", αλλα το "προφητικο" αυτης της ποιησης πρεπει να συλληφθει μεσα απο την ουσιωση των ποιητικων προ-λεγομενων. Το ονειρο τους ειναι θεϊκο, ομως δεν ονειρευονται εναν θεο. Αυτο το ονειρο εχει το δικο του ειδικο βαρος, δυναμει του οποιου οι λικνιστικοι ανεμοι δεν χανονται σε περιδινησεις αλλα διαβαινουν τα μοναδικα τους κελευθα πανω στα αργα περασματα.

Και παλι πως μπορουν οι διαβατικοι ανεμοι να ειναι βαρεις; Διοτι ειναι βαρεις απο χρυσα ονειρα. Κατα τα αλλα το βαρος βαραινει και γινεται φορτος. Τα χρυσα ονειρα ειναι σαν τον χρυσο βαρια μεσα απο την ευγενεια του ουσιωδους του ποιηματος τους. Ειναι σαν τον χρυσο λαμπερα μεσα απο την διαφανη Glut του ιερου. Ειναι σαν τον χρυσο πολυτιμα μεσα απο την καθαροτητα του εκ του ιερου κριθεντος κι εκπορευθεντος. Εδω η βαρυτητα ειναι η πληροτητα της αναντισταθμητης προσανεμιζουσας σπονδης που ειναι κρυμμενη στα ονειρα. [115] Το τι κρυβουν τα ονειρα, ο ποιητης δεν το λεει, οχι αμεσα τουλαχιστον. ομως τι αλλο μπορει να κρυβουν οι διαβατικοι ανεμοι τ' ουρανου στην χωρα του Νοτου απο την Glut και το φως της ιερης αχτιδας, στην οποια ο ποιητης οφειλει την γεννηση της ουσιωσης του; Οι ανεμοι λικνιζουν στην κουνια αυτης της προελευσης. Ο χαιρετισμος της ξενης χωρας ολοκληρωνεται στα χαιρετισματα των ανεμων της. Ο ποιητης, χαιρετιζοντας ετσι, σκεφτεται την φωτια τ' ουρανου, η οποια καταρχην και συνεχως πρεπει να γινεται εμπειρατη ωστε για την παρασταση, κι αυτο θα πει για το δικο δυναμικο, να ειναι ενα παραστησιμο, στο οποιο να δοκιμαζεται το δυναμικο της αντιληπτικης ικανοτητας. Πρωτα οταν η εμπειρια του ξενου και η ενασκηση του δικου συνευρεθουν στην ιστορικη ενοτητα της ουσιωσης τους, θα ειναι ωριμος ο καρπος της Εσπεριας ("Brod und Wein" ["Αρτος και Οινος"] IV, 125). Τοτε εχει εδραιωθει η ουσιωση του ερχομενου γερμανου ποιητη. Τοτε λεγει ο ποιητης (IV, 71):

Ωριμοι ειναι, σε φωτια βαπτισμενοι, ψημενοι

Οι καρποι και δοκιμασμενοι στη γη κι ειναι νομος

Πως ολα εισερχονται, ομοια με φιδια,

Προφητικα, ονειρευομενα πανω

Στους λοφους του ουρανου.

Ο,τι προκειται να ειναι καρπος πρεπει να μπει στην φωτια. Αυτος ειναι ο νομος της αναχωρησης για τα ξενα για την εμπειρια της φωτιας τ' ουρανου. Κανενα δικο της πατριας γης δεν μπορει να βλαστησει χωρις αυτο το ψησιμο στα ξενα, οπου θα μπορουσε σχεδον να καει. Κανενα δικο δεν εξαιρειται απ' αυτο. Οταν ομως οι καρποι ειναι ωριμοι και δοκιμασμενοι στο δικο, ειναι αυτο που πρεπει να ειναι: οι ποιητες. Αυτοι ειναι τα σηματα τα οποια σημαινοντας συναμα φανερωνουν και κρυβουν. Τετοια δισημαντης ουσιας ειναι το φιδι, και γι' αυτο βεβαια, σαν επιγραφη του υμνικου σχεδιασματος Mnemosyne [Μνημοσυνη], αρχικα αντι Das Zeichen [Το Σημα] ηταν γραμμενο Die Schlange [Το Φιδι]. Οι ποιητες που εχουν ωριμασει για την ουσιωση τους ειναι ομοιοι με φιδια. Ειναι προφητικοι. Ειναι ονειρευομενοι, κι ετσι βρισκονται στα ονειρα [116] απο τα οποια ειναι βαρεις οι ανεμοι, στο διαβα των οποιων διαβαινουν οι λοφοι τ' ουρανου, δηλαδη τα συννεφα. οταν οι ποιητες εχουν ωριμασει, τοτε πρωτα μπορουν να χρεωθουν στους θεους, οι οποιοι τους χρειαζονται. Πρωτα τωρα μετα την ωριμανση αρχιζει το μελημα (Heimkunft [Παλιννοστηση] IV, 111) της ποιητικης αποστολης. Διοτι, για να μεινει στην ουσιωση, πρεπει παντα να σκεφτεται την φωτια τ' ουρανου και την παρασταση αυτου του σταλθεντος. Και τα δυο πρεπει να κρατωνται στην μνημη, δηλαδη τα χρυσα ονειρα, απο τα οποια οι ανεμοι ειναι βαρεις, και η ορθη χρηση του δικου για τον λογο του λεκτεου. Και τα δυο ειναι, ακομα και για εναν ημιθεο, ουκ ολιγα, αλλα πολυ. Γι' αυτο και το ποιημα συνεχιζει:

Και πολλα

Οπως στους ωμους ενα

Φορτιο ξυλα πρεπει

Να κρατηθουν.

Σ' αυτην την κρατουσα μνημη και μονον ωριμαζει και διατηρειται η ουσιωση αυτης της ποιητικοτητας. Γι' αυτο ο πρωτος της ποιητης πρεπει καταρχην και συνεχως να συλλογαται αυτην την μνημη καθαυτην. Τουτο σημαινει: να την ποιει και ποιητικα να την εκπληρωνει. Γι' αυτο και ο παλιννοστησας ποιητης, ο οποιος τωρα πρωτα υπεισηλθε στον νομο της ιστορικοτητας, στελνει με τον βορεινο ανεμο χαιρετισμο στην φωτια στην ξενη χωρα. ομως στον χαιρετισμο το χαιρετιζομενο ανταποδιδει τον χαιρετισμο σ' αυτον που μενει πισω. Η φωτια τ' ουρανου καταλογιζεται καθαυτην στον χαιρετιζοντα και μενει κοντα του ως το ουσιωνον του θεϊκα τετελεσμενου. Το εμπειραθεν ξενο δεν ειναι μονον το παρελθον εννοουμενο και επουσιωμενο σε μια παρασταση διχως χαιρετισμο.

37. Der Traum. Das Traumhafte als das Unwirkliche oder Nichtseiende (Το ονειρο ως το μη πραγματικο, η μη ον)

Um zu erkennen, was der Traum ist, bedenken wir das Traumhafte. Dieses klärt sich uns durch zwei verschieden gerichtete, aber von einander nicht völlig unabhängige Unterscheidungen. Das Traumhafte gilt einmal als das Unwirkliche, Bestandlose und daher Nichtige. Etwas ist dann ein >bloßer Traum<. >Träume sind Schäume<, was am Wirklichen flüchtig obenherschwimmt, ungreifbar und rasch zergehend. Wir messen

110

hier den Traum und das Geträumte am Wirklichen. Sogleich steht wieder die Frage vor uns: was ist das Wirkliche? Dafür halten wir das Wirkende, Wirksame, in seiner Wirksamkeit und Erwirkbarkeit uns Zugängliche, Greifbare und Verfügbare, nämlich im Umkreis unseres eigenen wachen und berechnenden Betreibens der Dinge und der Beanspruchung von Menschen. Doch was ist das Wirken und Wirkende? Was ist >Wirkung<? Ist Wirkung dort und nur dort, wo wir einen Erfolg sehen d. h. solches, was auf dasjenige folgt, was wir zuvor als das Bewirkende und Wirkende angesetzt haben? Oder gibt es auch Wirkungen, die keine Erfolge sind und des Erfolges nicht bedürfen? Wo beginnt, wenn schon die Grenze zwischen Wirken und Wirken fließend ist, das Unwirkliche? Und muß jedes Unwirkliche schon traumhaft sein? Wir können hier nicht mit einer fertigen Antwort aufwarten. Dennoch kündigt sich der Bereich an, innerhalb dessen das Traumhafte gedacht wird: Der Bereich des Seienden und des Nichtseienden. Freilich ist im Gang des abendländischen Denkens das Seiende und das Nichtseiende verschieden gedacht worden. Daß seit langem das in irgend einem Sinn Wirkend-Wirksam-Gewirkte, das Wirkliche für das eigentlich Seiende gehalten wird, diese Gleichsetzung des Seienden mit dem Wirklichen ist selbst schon eine und nur eine unter den abendländischen Auslegungen des Seienden; sie ist allerdings die heute vorherrschende.

38. Griechisches Denken des Traums. Pindar

Vormals und in dem Lande, dessen Geschichte und Fest Hölderlin grüßt, wurde das Seiende anders gedacht, anders daher auch das Nichtseiende. Gesetzt, daß das Traumhafte das Nicht-seiende im Unterschied zum Seienden ist, und gesetzt, daß im Gedicht die goldenen Träume im Wesensbezug zum Griechenland genannt sind, dann mag es nahe liegen, bei den Griechen

111