«Ψυχανάλυση», «ψυχοθεραπεία», «συμπεριφορική θεραπεία», «συμβουλευτική» κτλ. είναι τίτλοι λιγότερο ή περισσότερο επιστημονικών θεωριών που έχουν την εφαρμογή τους στη θεραπευτική πρακτική.
Η προσέγγιση των πραγμάτων σε όρους θεωρίας και πράξης, όπου η θεωρία καθορίζει την πράξη και η πράξη ελέγχει τη θεωρία, έχει μια μακρά και βαθιά ριζωμένη παράδοση. Και πάλι ο χωρισμός θεωρίας και πράξης και η διαπλοκή τους δεν είναι αναγκαστικός. O θεωρητικός λόγος είναι πράξη ο ίδιος. Η πράξη καθαυτή έχει ένα λόγο δικό της.
Θα μιλήσω για την πράξη της θεραπείας, την αρκούμενη στον εαυτό της. Το πραττόμενό της είναι η συνομιλία, η θεραπευτική συνομιλία.
Η πράξη η οποία δίνει μορφή στα πράγματα ονομάζεται «τέχνη». Η θεραπευτική συνομιλία είναι τέχνη. Το υλικό της, το οποίο αναζητεί τη μορφή του, είναι η πραγματικότητα που θέλει να πραγματωθεί στη συνομιλία μας και που συνήθως καταρχήν προβάλλει θολή και συγκεχυμένη.
Ένα παράδειγμα:
- Είμαι χάλια.
Τον ακούω. Προσέχω καταρχήν τη φωνή του. Τον τόνο της, τον παλμό της, το ύφος της. Προσέχω κατά πόσον η φωνή συνάδει με τα λόγια του, κατά πόσον δηλαδή εκείνα που άφωνα λέει η φωνή του ανταποκρίνονται σ' εκείνα που έμφωνα λένε τα λόγια του.
Αποτείνεται σ' εμένα πραγματικά ή σε κάποιον άλλον, σε κάποιον συγκεκριμένο, π.χ., τον πατέρα, τη μητέρα του ή στον οποίονδήποτε; Εννοεί αυτά που λέει; Τα εκπροσωπεί; Παραμένει στα μέτρα των λεγομένων του δίχως να υπερβάλλει και δίχως να υποβιβάζει; Λέει ό,τι λένε τα λόγια του ή μήπως μου λέει κάτι άλλο; Είναι «χάλια» τώρα που μου μιλά ή μιλά στον ενεστώτα χρόνο για το πώς ήταν χθες ή προχθές; Προσέχω κάθε τέτοια διαφωνία ανάμεσα στα λεγόμενα και στη φωνή που τα λέει. Ο χρόνος θ' αποφασίσει εάν θα του τα επισημάνω, τώρα ή αργότερα, και με ποιον τρόπο.
- Είμαι χάλια.
Για ποιο πράγμα μιλάει; Οπωσδήποτε αναφέρεται καταρχήν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, σε μια πραγματικότητα, σε ανθρώπους και πράγματα. Μόνο που αυτή η πραγματικότητα δεν εκφράζεται, δεν κοινωνείται. Όλα έχουν συρρικνωθεί στο άτομο του και σ' αυτό που νιώθει. Το «είμαι χάλια», ακριβώς επειδή δεν αποδίδει την πραγματικότητα στην οποία ανήκει, δεν φτάνει έως εμένα. Δεν μου λέει σχεδόν τίποτα.
Βέβαια η ψυχοθεραπεία και η ψυχανάλυση γνωρίζουν έναν δρόμο αποκατάστασης του μεταξύ μας χάσματος. Είναι αυτός της «ενσυναίσθησης», του empathy: Ταυτίζομαι κατά έναν τρόπον μαζί του, έρχομαι στη θέση του, νιώθω όπως νιώθει, ενδεχομένως ανακαλώντας και δικές μου εμπειρίες όπου ήμουν «χάλια».
Όμως αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος. Πρώτον, ποτέ δεν μπορώ να νιώσω πραγματικά όπως νιώθει ο άλλος. Δεύτερον, ακόμα κι εάν το νόμιζα, θα ήμασταν και πάλι δυο άτομα, το καθένα απομονωμένο στον εαυτό του και στα συναισθήματα του, θα ήμασταν δύο μονόλογοι. Δεν θα συνομιλούσαμε μεταξύ μας, δεν θα συναντιόμασταν.
Υπάρχει ένας άλλος δρόμος. Είπα προηγουμένως ότι το «είμαι χάλια» αναφέρεται σε μια πραγματικότητα, σε ανθρώπους και πράγματα. Μήπως θα χρειάζονταν να αναζητηθεί αυτή η πραγματικότητα; Μήπως τότε μόνο βρισκόμαστε στον κοινό μας κόσμο, στον οποίο και μόνο έχει τον τόπο της μια συνομιλία και μια συνάντηση;
Θα μπορούσα λοιπόν, στην προσπάθεια να πλησιάσουμε την προκείμενη πραγματικότητα, να τον ρωτήσω: Πώς είναι αυτό το «χάλια»; Μπορεί να το περιγράψει; Ποια κατάσταση έχει στο νου του όταν το λέει; Μήπως θυμάται πού και πότε ξεκίνησε αυτή η διάθεση; Με τέτοιες ερωτήσεις τον ενθαρρύνω να βγει από την εγκύστωση στον εαυτό του. Τούτο βέβαια δεν επιτυγχάνεται σε μια ώρα. Θέλει μήνες και ίσως χρόνια να εγκαταλείψει την ενδοσκόπηση και ν' ανοίξει για τον κόσμο και την εκάστοτε κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
Ενδεχομένως ο ίδιος θα συνεχίσει: «Είμαι χάλια γιατί...». Εδώ παραθέτει ένα λόγο για τον οποίο είναι χάλια. Τι κάνει τώρα; Δίνει ο ίδιος μια ερμηνεία του προβλήματος του. Καθόσον σ' αυτόν αρμόζει να λέει ό,τι έρχεται στο νου του και σ' εμένα η ερμηνεία των λεγομένων του, με υποκαθιστά. Μήπως έτσι με προλαμβάνει; Μήπως φοβάται αυτά που θα μπορούσα εγώ να πω; Ή μήπως ούτως ή άλλως έχει μια εικόνα, μια παράσταση του προβλήματος του για το τι φταίει και πού πρέπει ν' αναζητηθεί η λύση του; Ή μήπως πάλι, παραθέτοντας το λόγο για τον οποίο νιώθει χάλια, απολογείται, δίνει στη διάθεση του ένα δικαίωμα ύπαρξης, σαν αυτή να μην το είχε από μόνη της; Είναι κάποια ερωτήματα που χρειάζεται να τεθούν και στην κατάλληλη ώρα να συζητηθούν μαζί του.
- Είμαι χάλια.
Μου μιλά ως «ασθενής». Μήπως μόνο έτσι μου αποτείνεται; Μήπως πρόκειται για ένα κλείσιμο, ενδεχομένως για μια οχύρωση πίσω απο ρόλους που τον αποτρέπει από ένα αληθινό άνοιγμα στη σχέση μας ή του επιτρέπει να το αποφεύγει; Αυτό δεν μπορώ να το αφήσω. Κάποτε θα χρειαστεί να το αμφισβητήσω και να τον καλέσω στη δυνατότητα να μου μιλήσει όχι ως «ασθενής», που θα πει συνάμα να πάψει να με βλέπει ως γιατρό.
Αυτό μπορώ να το κάνω πειστικά όταν εγώ ο ίδιος στη συνομιλία μας ξεχάσω πως είμαι «γιατρός». Που δεν σημαίνει ότι θα σταματήσω να είμαι απέναντι του θεραπευτής. Σημαίνει μόνο ότι μέσα στα όρια που τίθενται από τον θεραπευτικό χαρακτήρα της συνομιλίας μας, όπου δηλαδή το ζητούμενο είναι ό,τι αφορά αυτόν και όχι ό,τι αφορά εμένα, μέσα σ' αυτά τα όρια δεν επιστρατεύω κάποια τεχνική, δεν του μιλώ παπαγαλίζοντας κάποιον συγγραφέα ή κάποιον δάσκαλο μου, δεν παριστάνω τον ειδικό αλλά τον περιμένω με την καρδιά μου, που δεν θα πει οπωσδήποτε «εγκάρδια».
- Είμαι χάλια.
Μήπως αυτός είναι ένας οικείος τρόπος του να μιλά; Το «είμαι χάλια» ανήκει σε μια συνομιλία, καλύτερα, στο ίχνος μιας συνομιλίας με τους οικείους του. Σε ποιαν; Σε ποιον μιλάει άραγε όταν το λέει αυτό; Από ποιον ενδεχομένως το γνώρισε και το υιοθέτησε; Στις δύο μικρές λέξεις, «είμαι χάλια», υπολανθάνει η ιστορικότητα του. Κάποτε θα έρθει η ώρα να αποκαλυφθεί.
- Είμαι χάλια.
Σ' αυτήν τη φράση συνήθως ακούγεται: «Μου είναι δυσάρεστο», «Δεν το θέλω, να είμαι χάλια». Ακούγεται μια αντίσταση. Το «χάλια» δεν έχει θέση στη ζωή του. Αυτός ο άνθρωπος προσβλέπει στην προοπτική μιας ζωής όπου το «χάλια» δεν θα υπάρχει. Κάποτε και αυτό θα χρειαστεί να το αμφισβητήσω: Το «χάλια» είναι κι αυτό δικό του και, όταν ζητά να το αποβάλει, ακρωτηριάζεται. Είναι εδώ, χρειάζεται να το δεχτεί. Και συμβαίνει το παράδοξο τα πράγματα ν' αλλάζουν ακριβώς όταν δεχόμαστε ότι είναι όπως είναι δίχως μεμψιμοιρίες και δίχως υστεροβουλίες.
Ένα δεύτερο παράδειγμα:
- Δεν μπορώ... δεν αντέχω... δεν πάει άλλο...
Κι εδώ προσέχω τα σημεία που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο παράδειγμα. Όμως τώρα θα επιμείνω στο ιδιαίτερο το οποίο λέγεται εδώ.
Συνήθως το ότι δεν μπορεί, δεν αντέχει, δεν πάει άλλο δεν το εννοεί. Όταν το πει με την καρδιά του, τότε κάτι θ' αλλάξει. Συχνά του το λέω.
Η αληθινή αλλαγή ποτέ δεν συμβαίνει μέσα από μια νηφάλια και αποστασιοποιημένη θεώρηση των πραγμάτων όπου ο άνθρωπος διατηρεί τον έλεγχο και την εποπτεία τους. Η αλλαγή γίνεται αδήριτη ανάγκη όταν κανείς πραγματικά δεν μπορεί, δεν αντέχει, όταν δεν πάει άλλο. Επιβάλλεται πέραν της θέλησης και της πρωτοβουλίας του, πολλές φορές και εις πείσμα της θέλησης του.
Η αλλαγή είναι πάντα ένα ξύπνημα. Βλέπει πλέον ξεκάθαρα ότι υπεκφεύγει, κρύβεται, ξεγελάει τον εαυτό του. Ότι η κατάσταση δεν του ανταποκρίνεται. Αυτό είναι που πλέον δεν αντέχεται.
Στην ίδια τη θεραπευτική συνομιλία τούτο δηλώνεται από το ότι κανείς παύει να κάνει, σε εισαγωγικά, «θεραπεία». Σε εισαγωγικά, διότι τούτο δεν σημαίνει πως οι όροι της θεραπείας νοθεύονται, πως η θεραπεία παύει να είναι θεραπεία. Αντίθετα, τώρα και μόνο τώρα κανείς ελευθερώνεται από τους δικούς του περιορισμούς, όπου θεωρούσε πως κάποια πράγματα δεν ανήκουν εδώ και δεν πρέπει να λέγονται, πως πρέπει απέναντι μου να 'ναι με έναν ορισμένο τρόπο. Όλα αυτά τα πετάει από πάνω του, δεν τα μπορεί άλλο.
Στη θεραπευτική συνομιλία βεβαίως και χρειάζεται τόσο η έκλαμψη της ενόρασης όσο και ο χρόνος για την αφομοίωση του καινούριου βλέμματος. Όμως αυτά από μόνα τους δεν δίνουν τη λύση. Ανήκουν στην προετοιμασία της. Η λύση δίνεται τελικά, όταν έρθει η ώρα της, με τον τρόπο του Αλέξανδρου εμπρός στον Γόρδιο Δεσμό: με το μαχαίρι.
Είναι μια δοκιμασία. Τα πράγματα κορυφώνονται σε κρίση. Όμως η κρίση, όταν συμβαίνει εδώ, δεν είναι κάτι κακό. Είναι, σύμφωνα με το όνομα της, διά-κρίση. Ένα στίχος του Γερμανού ποιητή Friedrich Hölderlin λέει: «Όμως όπου υπάρχει κίνδυνος, βλασταίνει και το σωτήριο».
O κίνδυνος είναι η βουβή σύγχυση που δεν γνωρίζει τον εαυτό της. Η διάκριση, όπου μέσα από το σύννεφο της σύγχυσης διακρίνονται πλάνη κι αλήθεια και ανοίγει ο δρόμος για αποφάσεις, είναι το σωτήριο. Και οι αληθινές αποφάσεις παίρνονται όχι με το μυαλό αλλά με το μαχαίρι.
Τρίτο παράδειγμα:
- Μπορώ να πάω στην τουαλέτα;
Στη θεραπευτική συνομιλία ανήκουν τα πάντα, ακόμα και το αν μπορεί να πάει στην τουαλέτα. Όχι διότι ενδεχομένως υποκρύπτει φυγή από μια δύσκολη κατάσταση ή μια νευρωτικής φύσεως συχνουρία. Εννοώ την ερώτηση καθαυτή. Ακόμα κι αυτή η ίδια χρειάζεται να προσεχθεί.
Και το πρώτο για τον θεραπευτή είναι το αισθητήριο για το ίδιο το σώμα του, πώς η ερώτηση τον βρίσκει. Μπορεί να έρθει τελείως αβίαστα. Εκεί θα ήταν λάθος ν' αρχίζει να ψειρίζει τα πράγματα. Όμως μπορεί και να τον ενοχλήσει, εννοώ όπως στη μουσική ενοχλεί ένα φάλτσο. Μ' αυτήν την τελευταία περίπτωση θ' ασχοληθώ παρακάτω.
- Μπορώ να πάω στην τουαλέτα;
Ας υποθέσουμε πως δεν προσέχω την ερώτηση κι απαντώ κάτι σαν «Ναι, βέβαια». Τι έχει συμβεί; Έχουμε προσυνεννοηθεί, έχουμε προκαταλάβει την πράξη του πηγαιμού του στην τουαλέτα. Όμως έτσι παρακάμψαμε κάτι σημαντικό: Αυτός, με την ερώτηση του, ζητάει την άδεια μου. Μου αποδίδει μια εξουσία. Κι εγώ, όταν απαντώ καταφατικά, σιωπηρά την αποδέχομαι.
Με την ερώτηση του και την καταφατική μου απάντηση έχει γίνει μια συμφωνία μεταξύ μας. Τώρα ο δρόμος για την τουαλέτα είναι ανοιχτός και, όντως, τα σκυλιά δεμένα. Μπορεί πλέον δίχως άλλο να σηκωθεί και να πάει και να γυρίσει. Από την πράξη έχει αφαιρεθεί κάθε πραγματικότητα και κάθε κύρος.
Στις καθημερινές μας συναλλαγές ένα τέτοιο είδος συνεννόησης είναι συνηθισμένο και ως επί το πλείστον επιθυμητό. Ανήκει στους καλούς τρόπους. Στη θεραπευτική συνομιλία, εφόσον θέλει να είναι αληθινή, οι καλοί τρόποι δεν έχουν θέση. Η αληθινή συνομιλία είναι πάντα και αληθινή πράξη. Σ' αυτό το πνεύμα θα μπορούσα να του υποδείξω ότι μου ζητάει την άδεια, μου αποδίδει μια εξουσία, θα μπορούσα να τον ενθαρρύνω να μου μιλήσει γι' αυτό, θα τον άκουγα με τον τρόπο που αναφέρθηκε στο πρώτο παράδειγμα.
Όμως κάποιες φορές προηγείται κάτι σημαντικότερο. Όταν, αντί ν' απαντήσω καταφατικά, τον αντερωτώ αν χρειάζεται την άδεια μου κτλ., του λέω, δίχως να το λέω: «Δεν σου απαντώ, άλλο είναι το θέμα, είναι η σχέση μας, η εξουσία που μου αποδίδεις κτλ.». Η αντερώτηση παρακάμπτει την άρνηση μου να του απαντήσω και του πετά το μπαλάκι πίσω. Τον αγνοεί. Αυτό δεν είναι συνομιλία. Πριν μιλήσουμε για τη σχέση μας, χρειάζεται να του απαντήσω.
Είναι απάντηση να πω «Δεν σου απαντώ»; Σε άλλες περιστάσεις μπορεί. Στη θεραπευτική συνομιλία κατά κανόνα όχι. Δεν είναι αρκετά καθαρή. Με το «Δεν σου απαντώ» του μιλώ για την άρνηση μου να του μιλήσω.
Και ποια θα ήταν η καθαρή, η άμεση έκφραση αυτής της άρνησης; Η σιωπή. Στη σιωπή και μόνο στη σιωπή η άρνηση είναι εδώ άμεση, είναι πράξη. Διατηρεί όλη την πραγματικότητα και το κύρος της. Δεν είναι καλοί τρόποι, όμως είναι αληθινή άρνηση. Αφήνει τον άλλο εκτεθειμένο στον εαυτό του, αφήνει την ερώτηση του μετέωρη, τον καλεί, τον αναγκάζει να αναλάβει την απόφαση του ο ίδιος. Αργότερα βέβαια θα τεθεί το θέμα της άδειας, της εξουσίας μου κτλ. Όμως πρώτη έρχεται η άρνηση, η πράξη της άρνησης.
Τέταρτο και τελευταίο παράδειγμα:
- Μ' αγαπάτε;
Κι εδώ θα του απαντήσω σωπαίνοντας. Αυτήν τη φορά διότι η ερώτηση του αφορά εμένα. Και η συνομιλία μας, η ζητούμενη συνομιλία μας, καθότι θεραπευτική, χρειάζεται να παραμένει στα πράγματα που αφορούν αυτόν. Η ερώτηση υπερβαίνει τα όρια της και εναπόκειται σ' εμένα να τα προασπίζω, τόσο στο προηγούμενο παράδειγμα, όπου με την ερώτηση του αν μπορεί να πάει στην τουαλέτα υπολείπεται αυτών των ορίων, όσο και τώρα που τα ξεπερνά.
Η συμμετοχή μου στη ζητούμενη συνομιλία δεν είναι παρά κατάδειξη και προάσπιση των ορίων της, πάλι και πάλι. Ο τόπος της διαγράφεται απ' αυτά τα όρια. Μόνο βρίσκοντας τον τόπο της μπορεί κάποτε να γίνει αληθινή.
Η σιωπή που απαντά στο «Μ' αγαπάτε;» δεν πρέπει να εννοηθεί ως τεχνικός χειρισμός της κατάστασης, επειδή κάπου γράφεται και λέγεται πως ο ψυχαναλυτής δεν μιλά για τα συναισθήματα του. Εάν εγώ τον αγαπούσα ή τον αντιπαθούσα, η συμμετοχή μου δεν θα ήταν ειλικρινής, θα είχα υπερβεί τα όρια τα οποία προασπίζω απέναντι του.
Είμαι ο θεραπευτής του. Αυτός, ως ο συγκεκριμένος άνθρωπος, με τις ιδιαιτερότητες του, με το χαρακτήρα του, δεν με αφορά. Με αφορά η δυνατότητα να συνομιλήσουμε. Να συναντηθούμε. Λέγοντας ό,τι χρειάζεται να ειπωθεί και σωπαίνοντας για ό,τι δεν λέγεται. Στο βαθμό που θα συναντηθούμε αληθινά, θα του ανοίξει ο δρόμος και για κάθε άλλη συνάντηση.
Η προάσπιση των ορίων της θεραπευτικής συνομιλίας απαιτεί καθαρή γλώσσα. Υπάρχει ένα απόσπασμα του Ηράκλειτου για τη Σίβυλλα, το όνομα της ιέρειας πού είχε την αποστολή να κάνει γνωστούς τους χρησμούς του Απόλλωνα. Μιλούσε, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, «αγέλαστα και άκαλλώπιστα και αμύριστα». Αυτό θα πει: δίχως ψεύτικες και άτοπες φιλικότητες, δίχως ωραιοποίηση, δίχως πασαλείμματα.
O λόγος της Σίβυλλας μπορεί να μας διδάξει κάτι για την τέχνη της θεραπευτικής συνομιλίας: Να μάθουμε να λέμε τα πράγματα όπως είναι. Λέγεται εύκολα, όμως είναι το δυσκολότερο.
Η κυρίαρχη γνώμη πρεσβεύει πως η θεραπευτική παρέμβαση συνίσταται κυρίως στην ερμηνεία. Η ερμηνεία θέτει στο επίκεντρο τον πελάτη και τις σχέσεις του με τα κοντινά του πρόσωπα, με τον θεράποντα. Η ερμηνεία τού λέει: «Είσαι έτσι κι έτσι».
Μπορεί κανείς να πει πώς και ποιος είναι ένας άνθρωπος; Δεν διαπράττεται εδώ μια βιαιοπραγία εναντίον αυτού του αινίγματος το οποίο είναι ο άνθρωπος; Δεν ανοίγεται ο δρόμος για την επινόηση και την αυθαιρεσία;
Δεν αποζητώ να ερμηνεύσω τα λεγόμενα του. Αποζητώ τη συνομιλία μαζί του. Όλα όσα συζήτησα στα προηγούμενα παραδείγματα δεν είναι για δική μου χρήση, φερ' ειπείν, για να τον «καταλάβω». Είναι λόγια που κάποτε θα του πω, θα τα συζητήσω μαζί του. Η συνομιλία είναι δυνατή μόνο στο χώρο της πραγματικότητας, στο χώρο του κοινού κόσμου.
Όταν του μιλώ, του λέω πώς έχουν τα πράγματα και πώς δεν έχουν. Μ' αυτόν τον τρόπο του δίνω μια κατεύθυνση, όμως μία η οποία δεν ορίζεται από τη δική μου προαίρεση αλλά από τα πράγματα τα ίδια. Του ανοίγω το δρόμο για την πραγματικότητα. Για τα όρια που την ορίζουν, όρια του λεκτέου, όρια του εφικτού, όρια των δυνατοτήτων μας. Αυτή είναι η μόνη αναγκαστική κι έχουμε να τη δεχθούμε.
Όμως όταν λέω να δεχθούμε ότι τα πράγματα είναι όπως είναι και όταν λέω να συνομιλήσουμε, λέω ένα και το αυτό.
Δεν μιλώ πάντα. Μιλώ αν το λέει η καρδιά μου. Αλλιώς σωπαίνω. Σκέφτομαι το δαιμόνιον του Σωκράτη. Αυτός ο μικρός δαίμονας, ο μικρός θεός, όταν έρχονταν, τον απέτρεπε από κάτι που επρόκειτο να κάνει.
Ο Σωκράτης μάς είναι μακρινός. Ίσως όμως όχι απρόσιτος. Όταν λέω πως μιλώ αν το λέει η καρδιά μου, εννοώ προπάντων αυτό: μιλώ όταν φέρομαι προς το λόγο μου ανεμπόδιστα, όταν στην πρόθεση μου να μιλήσω δεν συναντώ κανενός είδους αντίσταση. Η αντίσταση μπορεί να έρχεται από μένα, όταν αναγνωρίζω πως ό,τι έχω να πω δεν είναι αρκετά καθαρό. Μπορεί να έρχεται απ' τον άλλο, όταν αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι ανοιχτός αρκετά να μ' ακούσει.
Όταν μιλώ δεν μιλώ παριστάνοντας ότι τα ξέρω όλα. Δεν τα ξέρω. Μπορεί κάποια στιγμή, όχι πάντα, ν' αναγνωρίσω ότι ο πονοκέφαλος που τον πιάνει λέει κάτι. Μπορεί να έχω και κάποια υπόνοια γι' αυτό που συμβαίνει, όμως υπόνοια. Ο πονοκέφαλος είναι δικός του, εδώ πλέον χρειάζεται αυτός να τον εννοήσει. Μόνο έτσι μπορούμε να προχωρούμε μαζί, ο καθένας μας ακούγοντας τον άλλο και συνάμα ακούγοντας περισσότερα απ' αυτά που ο άλλος του λέει, και μπορεί ποτέ να του πει.
Η τέχνη της θεραπευτικής συνομιλίας. Προσπάθησα ν' αναφέρω μερικούς όρους που πρέπει να εκπληρώνονται για να επιτύχει μια συνομιλία και μια συνάντηση μεταξύ μας.
Τώρα, στο τέλος αυτής της ομιλίας, πρέπει να ομολογήσω πως η προσπάθεια μου απέτυχε. Μια αληθινή συνομιλία και μια αληθινή συνάντηση δεν είναι ποτέ αποτέλεσμα της εκπλήρωσης κάποιων προϋποθέσεων. Όταν συμβαίνει, συμβαίνει όπως η λάμψη μιας αστραπής - απρόσμενα, σαν από το πουθενά. Απλώς αναλάμπει με την ονομασία της: Ναι, τώρα συνομιλούμε, τώρα βρήκαμε ο ένας τον άλλο, τώρα συναντηθήκαμε.
Η συνομιλία δεν είναι η διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών, δεν είναι υποκατάστατο ματαιωμένων ασυνείδητων ενορμήσεων. Είναι, όταν και όπου συμβαίνει, ένα θαύμα. Η τέχνη της, εάν μπορούμε καν να μιλούμε ακόμα για «τέχνη», χρειάζεται το χάρισμα να είμαστε ανοιχτοί για το αίνιγμα που τελικά μας ορίζει, που κάποτε μπορεί να μας φέρνει κοντά και να «είμαστε», όπως γράφει ο Hölderlin, «μια συνομιλία».
Εάν στον θεραπευτή δοθεί κάποτε αυτή η χάρη, τότε όσα ειπώθηκαν μπορεί να έχουν ένα νόημα. Εάν όχι, δεν θα βοηθήσουν σε τίποτα.