[...] Από τον πίνακα του Van Gogh δεν μπορούμε καν να διαπιστώσουμε πού βρίσκονται αυτά τα παπούτσια. Γύρω απ' αυτό το ζευγάρι παπούτσια δεν υπάρχει τίποτα όπου αυτά θα μπορούσαν ν' ανήκουν· υπάρχει μόνο ένας ακαθόριστος χώρος. Ούτε καν σβώλοι λάσπης απ' το χωράφι ή απ' τον χωραφόδρομο δεν είναι κολλημένοι πάνω τους, πράγμα που θα μπορούσε τουλάχιστον να παραπέμπει στην χρήση τους. Ένα ζευγάρι χωριάτικα παπούτσια και τίποτ' άλλο. Και όμως.
Από το σκοτεινό άνοιγμα του μέσα μέρους των παπουτσιών προβάλλει ο μόχθος από τα βήματα της δουλειάς. Στο τραχύ κι ευγενικό βάρος των παπουτσιών έχει μαζευτεί η καρτερικότητα του αργού βαδίσματος μέσα απ' τα μακρόσυρτα και μονότονα αυλάκια του χωραφιού, που πάνωθέ του φυσάει σφοδρός άνεμος. Στο δέρμα απλώνεται το υγρό και πηχτό του χώματος. Κάτω απ' τις σόλες αργοσέρνεται η μοναξιά του χωραφόδρομου μέσα από το βράδυ που πέφτει. Στα παπούτσια πάλλεται το κρυφό κάλεσμα της γης, η σιγαλή της προσφορά του σταριού που ωριμάζει κι η ανεξήγητη άρνησή της στην στέρφα γύμνια του χειμωνιάτικου χωραφιού. Μες απ' αυτά τα παπούτσια προχωρά η δίχως παράπονο αγωνία για την εξασφάλιση του ψωμιού, η δίχως φωνές χαρά που η ανάγκη ξεπεράστηκε και πάλι, η δόνηση την ώρα της γέννας και το τρέμουλο στην απειλή του θανάτου. Στην γη ανήκουν αυτά τα παπούτσια, και στον κόσμο της αγρότισσας διαφυλάγονται. Έτσι ανήκοντας κι έτσι διαφυλαγμένο, το όργανο αναδύεται καθαυτό στο ησύχασμά του μέσα στον εαυτό του.
[...]
Τι συμβαίνει εδώ; Τι είναι στο έργο επί το έργον; Ο πίνακας του Van Gogh διανοίγει αυτό που το όργανο, το ζευγάρι χωριάτικα παπούτσια, είναι στ' αλήθεια. Αυτό το ον ξεπροβάλλει στην εμφάνεια του Είναι του. Οι Έλληνες ονόμαζαν την εμφάνεια του όντος ΑΛΗΘΕΙΑ. [...] Στο έργο, όταν εδώ συμβαίνει μια διάνοιξη του όντος στο ποιο και πώς είναι, είναι επί το έργον ένα συμβάν της αλήθειας.