06 Γεμενετζης, Απο το: "Ψυχαναλυση και Ψυχοθεραπεια στο ελληνικο φως"
2. Το Ζήτημα
Ψυχανάλυση και Ψυχοθεραπεία στο Ελληνικό Φως... Εύλογα θα ρωτούσε κανείς, "προς τι;".
Η ειλικρινής μου απάντηση είναι: δεν ξέρω. Ήταν ένας δρόμος, για τον οποίο δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο από το ότι μ' έφερε έως εδώ. Δεν τον μεθόδευσα εκ των προτέρων, αφού δεν ξεκίνησα από κάποια παράστασή του, και δεν τον δικαιολόγησα εκ των υστέρων, αφού δεν υπολόγιζα σε κάτι στο οποίο θα είχα τελικά να λογοδοτήσω.
Σ' αυτόν τον δρόμο, τον δίχως πριν και μετά, δίχως γιατί και πώς, αναζήτηση και ζητούμενο έγιναν ένα και το αυτό. Και, μιλώντας έτσι, βλέπω πως ήδη έχουμε στραφεί προς το ελληνικό φως. Διότι η έκφραση "αναζήτηση και ζητούμενο, το αυτό" αντιλαλεί έναν λόγο του Παρμενίδη, σύμφωνα με τον οποίο
το γαρ αυτο νοειν εστιν τε και ειναι
νοειν και ειναι: το αυτο.
Η αναζήτηση, που φέρνει στο καθοδόν, και το ζητούμενο, που καθοδηγεί, αντιστοιχούν στα δύο νοήματα του δρόμου ως εκτελούμενης πορείας και ως προδιαγραμμένης κατεύθυνσης. Ο Martin Heidegger το διατύπωσε με την έκφραση
Οδοί, οι ίδιες οδεύοντας
Τα δύο νοήματα, έτσι το θέλει η μία τους λέξη "δρόμος", είναι το ΑΥΤΟ - με κεφαλαία γράμματα, διότι δεν είναι πράξη ταύτισης αλλά το όνομα για μια αλλόκοτη ταυτοσημία που βασιλεύει, ας μου επιτραπεί μια λέξη από τα παραμύθια, μια ταυτοσημία που βασιλεύει δίχως πριν και μετά, δίχως γιατί και πώς.
Ίχνη αυτού του δρόμου σημάδεψαν εμένα και συνάμα το έργο μου. Όμως ας μη νομιστεί πως διεκδικώ για τον εαυτό μου κάποια ιδιαιτεpότητα. το ΑΥΤΟ αφορά τα πάντα και τους πάντες. Φτάνει τα μάτια ν' ανοίξουν στο ελληνικό φως. Τέτοιες ευτυχείς στιγμές είναι αναλαμπές.
Για την λάμψη τους οι αρχαίοι δάσκαλοι είχαν πολλά ονόματα. Θα αναφέρω εκείνο του Παρμενίδη που έμελλε να χαράξει τον κόσμο μας: αληθεια.
Οι λέξεις "δίχως πριν και μετά", "δίχως γιατί και πώς" είναι
σηματα
- σημαίνουν. Όπως η καμπάνα σημαίνει τον όρθρο και τον εσπερινό, τον επιτάφιο και την ανάσταση, τα σηματα σημαίνουν το
αληθειης ητορ
- όχι την αλήθεια απλά αλλά την "καρδιά" της. Αυτής το όνομα το κράτησα τελευταίο: Η καρδιά της αλήθειας είναι ο δρόμος του
εστιν
- του απρόσωπου ειναι.
Τα σηματα είναι τα οδοσήματα,
το ΑΥΤΟ, το υλικό που είναι φτιαγμένος.
Αυτόν τον δρόμο δοκίμασα και σ' αυτόν δοκιμάστηκα. Τούτο ισχύει ενδεχομένως και για τους υπόλοιπους ομιλητές, στο σημείο που μπορώ να μιλήσω στο όνομά τους.
Οπωσδήποτε όμως μπορώ, και πρέπει να μιλήσω στο όνομά τους όταν τους λογαριάσω σαν τους τακτικούς μου συνομιλητές των τελευταίων χρόνων. Τα λόγια μου δεν είναι παρά συνομιλίες με ένα Άλλο, συνομιλίες, για να χρησιμοποιήσω μιαν έκφραση του ποιητή Paul Celan, με ένα
μιλητό Εσύ
- ένα Απέναντι ανοιχτό, δεκτικό για μια προσφώνηση κι ένα μίλημα. Το <μιλητό Εσύ> είναι ο άλλος άνθρωπος, κοντινός ή μακρινός , ζωντανός ή νεκρός, το άλλο πράγμα, κάποτε κάποτε κι αυτό που ο Celan ονομάζει
το τελείως Άλλο.
Όμως κι εδώ δεν διεκδικείται μοναδικότητα. Η γλώσσα είναι από την φύση της διαλογική. Καθόσον οι άνθρωποι είμαστε τα όντα που έχουν τον λόγο, είμαστε και τα όντα που τα έχει ο λόγος.
Είμαστε συνομιλία
λέει ένας στίχος του ποιητή Friedrich Hoelderlin - ακόμα και στην απόσυρση και στον μονόλογο, ακόμα και στην σκέψη και στην φαντασία και στο όνειρο, ακόμα και στην αφωνία και στην σιωπή.
Το συν- αυτής της συνομιλίας σημαίνει το ΑΥΤΟ του νοειν και του ειναι. Διότι το ΑΥΤΟ δεν είναι βουβή ταυτότητα. Το νοειν, Παρμενίδης, είναι
πεφατισμενον
- ειπωμένο στο εον.
Θα πει: η γλώσσα του νοειν οδώνεται ως αυτή τούτη η οδός του ειναι. Θα πει: το ειναι είναι το πρώτο και ύστατο, το αναγκαστικό και αναπόφευκτο, το <τελείως άλλο> μιλητό Εσύ του νοειν.
Το ΑΥΤΟ του νοειν και του ειναι, το συν- της συνομιλίας που είμαστε, στην γραφή του Ηράκλειτου βρίσκει το όνομά του: λογος.
αληθεια, η λέξη του Παρμενίδη, και λογος, η λέξη του Ηράκλειτου, μιλούν για το ΑΥΤΟ. Το σημερινό εργαστήριο αναφέρεται στα δύο νοήματα και στην φύση της θεραπευτικής συνομιλίας που επιχειρεί να τα παρακολουθήσει και να μετατεθεί στο φως τους και στο σκοτάδι του.
Όμως τώρα δεν σας κρύβω την ενόχλησή μου. Μιλώ άσχημα. Χρησιμοποιώ μια λίγο-πολύ δοκιμιακή γλώσσα, ολότελα ανεπαρκή, διότι εδώ δεν πραγματευόμαστε ένα γνωστικό αντικείμενο. Η γλώσσα, στην οποία σήμερα οι λέξεις αληθεια και λογος θα μπορούσαν να μας μιλήσουν πραγματικά, δεν είναι η αποφαντική. Είναι μια άλλη. Θα την προσεγγίσουμε αργότερα.
Εδώ ας σημειωθεί μόνο ότι και στην θεραπευτική συνομιλία, οι ώρες που αναλάμπει η αληθεια και συμβαίνει η παλιννόστηση στο ΑΥΤΟ, οι ώρες που ακούγεται ο λογος και οι λέξεις μιλούν σαν να μιλούσαν για πρώτη φορά, είναι ώρες γιορτής, σημάδι πως, και πάλι με λόγια του Hoelderlin,
ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος επάνω σ' αυτήν τη γη
Εκείνος που το έζησε, θα το αναγνωρίσει.
3. Η θεραπευτική συνομιλία στην διάσταση αληθειας και υβρεως
3.1 Το ΑΥΤΟ
Και καταρχήν η αληθεια. Την συναντήσαμε ως αναλαμπή του το ΑΥΤΟ του νοειν και του ειναι. Εάν, όπως ειπώθηκε, το ΑΥΤΟ αφορά τους πάντες και τα πάντα, θα πρέπει να αφορά και την θεραπευτική συνομιλία. Παράδειγμα:
Μια γυναίκα βλέπει να της ανοίγεται για πρώτη φορά η δυνατότητα να κάνει παιδιά. Το λέει και ντρέπεται. Η ομιλία της είναι άτονη, δίνει απλώς αναφορά, το κέφι κι ο ενθουσιασμός που την διακατείχαν τις προηγούμενες ημέρες έχουν χαθεί. Της απαγορεύεται, λέει, να μιλά έτσι.
Την ρωτάω:
- Μήπως διακρίνετε την φωνή που σας το απαγορεύει;
Την διακρίνει, είναι η φωνή της μητέρας.
Λέω τότε:
- Φαίνεται, πως αυτή η φωνή έχει ακόμα δύναμη πάνω σας: Όταν σας επιβάλλεται η απαγόρευση, είστε το μικρό κορίτσι που υπακούει στη μητέρα του. Και τώρα πάλι, η ντροπή και η άτονη ομιλία δείχνουν πως είναι το μικρό κορίτσι, που μιλάει κάτω από το βάρος της απαγόρευσης.
Τι της λέω; Της θυμίζω ότι η απαγορευτική φωνή της μητέρας δεν μιλά στο κενό αλλά πηγαίνει μαζί μ' ένα γι' αυτόν τον λόγο εύκαιρο άκουσμα.
Ποιος ακούει; Όχι η γυναίκα όπως είναι τώρα, ενήλικη, αλλά σαν μικρό κορίτσι, ζώντας πάλι και πάλι το παρελθόν της σαν νά 'ταν παρόν, σαν να μην είχε περάσει ο χρόνος.
Της θυμίζω πως η φωνή που απαγορεύει είναι η φωνή που ακούνε τ' αυτιά του μικρού κοριτσιού.
Απαγορευτική φωνή της μητέρας και αυτί του μικρού κοριτσιού: το ΑΥΤΟ!
Σας αναφέρω και άλλα παραδείγματα για να εξοικειωθείτε περισσότερο με την φύση του:
Κατάθλιψη και τα πράγματα μαύρα: το ΑΥΤΟ!
Άγχος και τα πράγματα που κλονίζονται: το ΑΥΤΟ!
Ο αισιόδοξος και το μισογεμάτο ποτήρι, ο απαισιόδοξος και το μισοάδειο ποτήρι: το ΑΥΤΟ!
Κι ακόμα -
Βασίλεμα του ήλιου και βασίλεμα των ματιών: το ΑΥΤΟ!
Ο Διονύσιος Σολωμός: Τα σπλάγχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Όσον αφορά το κυρίαρχο πνεύμα της εποχής μας: Τα πράγματα παραστημένα ως μετρήσιμα και υπολογίσιμα, ενταγμένα σε κύκλους επανατροφοδότησης, και ο ανθρώπινος εγκέφαλος ως ηλεκτρονικός υπολογιστής: το ΑΥΤΟ!
Και η φράση από μια θεραπευτική ώρα:
- Να μπορώ να τελειώνω με τα πράγματα όταν αυτά τελειώνουν μ' εμένα.
Σημασία έχει να δούμε πως τίποτα δεν έχει προτεραιότητα: η απαγορευτική φωνή της μητέρας και το υπάκουο αυτί του μικρού κοριτσιού, το τέλος που εγώ αποφασίζω και τα πράγματα που τελειώνουν, καθότι ΤΟ ΑΥΤΟ, δίνονται πάντα μαζί.
Μιλούν δυο μαθητευόμενοι του Ζεν για τους δασκάλους τους. Ο πρώτος λέει:
- Ο δικός μου μπορεί να μένει για ένα μήνα δίχως φαγητό και δίχως ύπνο.
Ο δεύτερος λέει:
- Ο δικός μου όταν πεινάει τρώει κι όταν νυστάζει κοιμάται.
Πείνα και φαγητό, νύστα και ύπνος, το ΑΥΤΟ!
Κι ακόμα, αν προσέξουμε αυτό που συμβαίνει όταν πίνουμε μια γουλιά νερό, θα διαπιστώσουμε πως "ρουφώ το νερό" και "με ρουφά το νερό", το ΑΥΤΟ!
3.2 σηματα
Τώρα ανακαλώ στιγμές όπου σηματα έδειχναν πως η συνομιλία είχε βρεθεί στον δρόμο της αληθειας, του εστιν, του απρόσωπου ειναι:
Μια γυναίκα για την οποία, με την έναρξη των καλοκαιρινών διακοπών, με την διακοπή της εργασίας, της θεραπείας, με τον χωρισμό από τους δικούς της, ήταν σαν νά 'χανε τα πάντα, ένα καλοκαίρι μου λέει:
- Φέτος τίποτα δεν τέλειωσε, η δουλειά δεν σταματά, εσείς δεν χάνεστε...
Τα μάτια της γυναίκας έχουν ανοίξει για εκείνο στο οποίο προτρέπει μια φράση του Παρμενίδη:
λευσσε δ' ομως απεοντα νοωι παρεοντα βεβαιως
"Μα δες με τον νου όμοια βέβαια τα απόντα, τα παρόντα."
Η γυναίκα βλέπει πως η αλλαγή στην περίοδο των διακοπών, όπου ο τόπος της εργασίας της, οι συναντήσεις μας, τα στενά της πρόσωπα, δεν είναι πια παρόντα, δηλαδή, για το συνηθισμένο βλέμμα, έχουν μεταπέσει από την παρουσία στην απουσία, η γυναίκα βλέπει πως σ' αυτήν την αλλαγή δεν άλλαξε τίποτα.
Δεν άλλαξε διότι και απόντα και παρόντα, με τρόπο όμοιο, με βεβαιότητα, ειναι.
"Τίποτα δεν τέλειωσε", λέει. Στον δρόμο της έχει διακρίνει το σήμα
ανωλεθρον
Θα πει: ειναι άφθαρτα. Τα απόντα παρελθόντα ειναι.
Το "ήταν", το δεν-είναι-πια της απουσίας των παρελθόντων, φέρνει πένθος και νοσταλγία, μίσος κι εκδίκηση. Εκεί που "τίποτα δεν τέλειωσε", το "ήταν" μένει ανυπόστατο. Μαζί χάνονται πένθος και νοσταλγία, μίσος κι εκδίκηση.
Τα λόγια της γυναίκας όμως λένε κάτι ακόμα: Αφού "τίποτα δεν τέλειωσε", τον Σεπτέμβριο δεν υπάρχει και τίποτα ν' αρχίσει. Για την γυναίκα του Ιουλίου ο Σεπτέμβριος είναι ήδη εδώ. Και τα απόντα μελλούμενα ΕΙΝΑΙ. Στον δρόμο της, μαζί με το ανωλεθρον, έχει διακρίνει το σήμα
αγενητον
Θα πει: ειναι αγίνωτα. Τα απόντα επερχόμενα ειναι.
Το "θα είναι", το δήθεν δεν-είναι-ακόμα της απουσίας των μελούμενων φέρνει ελπίδες και προσδοκίες, αγωνίες και φόβους. Εκεί που τίποτα δεν έχει να γίνει, το "θα είναι" μένει ανυπόστατο. Μαζί χάνονται ελπίδες και προσδοκίες, αγωνίες και φόβοι.
Στον δρόμο του ειναι τίποτα δεν παύει και τίποτα δεν αρχίζει. ειναι
αναρχον απαυστον.
Έτσι
νυν εστιν ομου παν
Θα πει: ειναι τώρα, ειναι όμοια, ειναι παντού - τα απόντα, τα παρόντα.
Είναι έτσι διότι όλα τα πράγματα που μνημονεύτηκαν, μόλις βρεθούν στον δρόμο του ειναι, εγκαταλείπουν τα ποικίλα ονόματά τους χάριν ενός και μοναδικού:
εον
Ο εν λόγω δρόμος θα μπορούσε ν' ανταποκρίνεται στην
νοερή γη
όπου
τα πράγματα της ζωής χάνουν το όνομά τους
- έτσι πρέπει να έγραφε σ' έναν πίνακα του Julius Bissier που κρεμόταν σ' έναν τοίχο της κατοικίας του Heidegger, η ρήση του οποίου τώρα μου μιλά ευκρινέστερα.
Αυτή η μετάπτωση των πραγμάτων σε εοντα, η οποία συμβαίνει, Παρμενίδης,
απ' ανθρωπων εκτος πατου
- πέραν των ανθρώπων (ελεύθερα κατά τον Celan), συνιστά το υπέδαφος της συζήτησης όλων των παραδειγμάτων που ακολουθούν.
Μια γυναίκα παρουσιάζεται, όπως λέει, "σκληρή" - σφιγμένη, με άμυνες που κρύβει πίσω από ένα φροντισμένο προσωπείο φυσικότητας. Συνάμα ψυχανεμίζεται μιαν ακόμα πιο κρυμμένη μορφή της, μιαν, όπως την αποκαλεί, "μαλακή γυναίκα". Λέει:
- Αυτή θα πεθάνει, η σκληρή όχι.
Στον δρόμο της διακρίνει το σήμα
τετελεσμενον
- την περατότητα, το ήδη-τελεσμένο: σ' ένα αληθινό τέλος όπου εκπλήρωση και πένθος δεν έχουν θέση καθώς τίποτα δεν αναμένεται και τίποτα δεν μένει υπόλοιπο.
Το ειναι οδεύει αναρχον και απαυστον, και συνάμα, κατά παράδοξο και θαυμαστό τρόπο, τετελεσμενον.
Όλα τους είναι σηματα ενός και του αυτού δρόμου.
Απόντα και παρόντα δεν χωρίζονται, δεν είναι αντίθετα. Το ειναι οδεύει ομου, και οδεύει βεβαιως.
Δεν σημαίνει πως απουσία και παρουσία γίνονται το ίδιο. Το τι σημαίνει, μας δείχνεται, κατά έναν τρόπο, από τον ίδιο τον δρόμο της ψυχανάλυσης:
Το παρελθόν της παιδικής ηλικίας, ακριβώς στην θεραπευτική συνομιλία, έρχεται αποζητώντας να γαληνέψει. Το παρελθόν, εκεί που δεν μας αφορά θεωρητικά και αποστασιοποιημένα αλλά ζωτικά, έρχεται ως αποστολή και μέλημα, έρχεται ως το μέλλον που μας μέλλεται. Παρελθόν και μέλλον: το ΑΥΤΟ! Είναι το νυν που συναντήσαμε.
Ο ποιητής T.S. Eliot, συνομιλώντας με τον Ηράκλειτο στα "Τέσσερα Κουαρτέτα", γράφει:
Ο χρόνος ο παρελθών κι ο χρόνος ο μέλλων δείχνουν προς ένα τέλος που είναι πάντα παρόν.
Η ανάλυση μας δείχνει ανάγλυφα και τον αντίστροφο δρόμο: Ξεκινώντας από ένα παρόν, π.χ. ένα σύμπτωμα, θα φτάσουμε και πάλι στο παν, στο παιχνίδισμα των απόντων παρελθόντων και μελλούμενων που αναφέρθηκε, θα φτάσουμε στο νυν εστιν ομου παν - όχι με την σκέψη, αλλά με τα μάτια της καρδιάς.
Με τα μάτια.
λευσσε, βλέπε, λέγεται στον Παρμενίδη. Καλούμαστε να δούμε. Η εδώ ζητούμενη αληθεια δεν προσεγγίζεται με την σκέψη και με την κατανόηση. Δεν είναι υπόθεση της γνώσης αλλά του νοήμονος βλέμματος.
Είπε κάποτε μια γυναίκα:
- Όταν έχεις αγαπηθεί μια φορά, ακόμα κι αν πέρασε, ξέρεις ότι έχεις αγαπηθεί.
Τέτοια λόγια, όπως και τα προηγούμενα που ακούστηκαν, λέγονται πάντα μ' έναν δικό τους τρόπο: Είναι μια ασυνήθιστη σταθερότητα της φωνής, δεν είναι μόνο το στόμα που μιλά, μιλάει, στην κυριολεξία, το σώμα ολόκληρο, τ' ακούω εγώ και σιωπηλά απαντά αβίαστα μ' ένα Ναι, όχι το μυαλό αλλά η ψυχή και το σώμα μου. Όλα είναι ανάλαφρα και γιορτινά.
Αυτό είναι που ο Παρμενίδης ονομάζει
πιστις αληθης
- Όταν έχεις αγαπηθεί μια φορά, ακόμα κι αν πέρασε, ξέρεις ότι έχεις αγαπηθεί.
Σ' αυτόν τον δρόμο η "μια φορά" φτάνει.
Εδώ το "μια" δεν είναι ποσοτικός προσδιορισμός, δεν είναι το λιγότερο από τις δυο φορές. Η "μια φορά" αρκεί. Δεν παραδέρνει στον μικρόψυχο λογαριασμό στέρησης και εκπλήρωσης, δεν μετρά ζημίες και κέρδη.
Το "ένα" αυτής της "μιας φοράς" είναι το ελληνικό εν. Δεν είναι αριθμός αλλά το ενουν, που στην πληρότητά του συγκεντρώνει τα πάντα.
Για αυτήν την πληρότητα μιλούν τα παρακάτω λόγια μιας άλλης:
- Όπως ο αναπνευστικός άρρωστος μετά αναπνέει καλά, έτσι και η ανάλυση - σαν να αναπνέεις με πιο πολλές κυψελίδες.
Ο δρόμος της αληθειας, το απρόσωπο ειναι, δεν μπορεί να παρασταθεί, δεν μπορεί να γίνει μοντέλο, δεν μπορεί να ανακληθεί κατά βούληση, καθώς όλα αυτά χρειάζονται την σκέψη. Εδώ καλούμαστε να παραιτηθούμε από την σκέψη.
Στον δρόμο του ειναι μπαίνει κανείς ορμητικά και απρόσμενα, με τρόπο μάλιστα που δεν ορίζει ο ίδιος - έτσι λέει ο Παρμενίδης.
Για τον Ηράκλειτο είναι ο δρόμος του κεραυνού ο οποίος
παντα οιακιζει
- κατευθύνει τα πάντα όπως το δοιάκι το καράβι. Και χάνεται το ίδιο απρόσμενα. Θα επανέλθουμε.
3.3 υβρις
Ας θυμηθούμε τώρα την στιχομυθία που ανέφερα στην αρχή:
Η συνομιλήτριά μου βλέπει να της ανοίγεται για πρώτη φορά η δυνατότητα να κάνει παιδιά. Το λέει και ντρέπεται. Η ομιλία της είναι άτονη, δίνει απλώς αναφορά, το κέφι κι ο ενθουσιασμός που την διακατείχαν τις προηγούμενες ημέρες έχουν χαθεί. Της απαγορεύεται, λέει, να μιλά έτσι.
Ας ακούσουμε προσεκτικά: Η ντροπή, το άτονο της ομιλίας, το αμέτοχο της αναφοράς είναι σημάδια που σημαίνουν την γυναίκα:
Είναι και δεν είναι δυνητική μητέρα. Ούτε είναι ούτε δεν είναι δυνητική μητέρα.
Και δεν το γνωρίζει καν, δεν μπορεί να το γνωρίζει διότι είναι διχασμένη η ίδια: Αυτό που λέει το εννοεί και δεν το εννοεί. Ούτε το εννοεί ούτε δεν το εννοεί.
δικρανοι
λέγεται για τους ανθρώπους στον Παρμενίδη,
οις το πελειν τε και ουκ ειναι ταυτον νενομισται κου ταυτον
Με δυο κεφάλια, διχασμένοι, νομίζουν πως ειναι και μη ειναι και ταυτίζονται και δεν ταυτίζονται, εμπλέκονται δηλαδή στο "είναι και δεν είναι" και συνάμα "ούτε είναι ούτε δεν είναι".
παντων δε παλιντροπος εστι κελευθος
συνεχίζει η γραφή: "και τα πάντα οδεύουν παλινδρομικά", παλινδρομώντας ανάμεσα στο κι αυτό κι εκείνο, στο ούτε αυτό ούτε εκείνο.
δικρανοι και παλιντροπος κελευθος, η διχασμένη γυναίκα που τα λόγια της τα εννοεί και δεν τα εννοεί, ούτε τα εννοεί ούτε δεν τα εννοεί, και η δυνητική μητέρα που και είναι και δεν είναι, που ούτε είναι ούτε δεν είναι: το αυτο!
Τι έχει συμβεί εδώ; Στο "είναι και δεν είναι", στο "ούτε είναι ούτε δεν είναι" η οδός του ειναι έχει διαρραγεί - έχει παρεισφρύσει το "δεν είναι", το ουκ εστι.
Όμως εάν το νοειν βρίσκεται από πάντα στην οδό του ειναι, εάν νοειν και ειναι είναι το ΑΥΤΟ, τότε το ουκ εστι δεν είναι νοητό. Ο δρόμος του είναι ακριβώς, Παρμενίδης,
ανοητος ανωνυμος
Δεν νοείται και δεν ονομάζεται. Είναι, κυριολεκτικά, α-νόητος. (Ακούμε την λέξη "α-νόητος" ελεύθερη από κάθε υπεροπτική και απορριπτική κριτική. Την παίρνουμε κατά λέξη και μένουμε στο λεγόμενό της.)
Αντίστοιχα η ρήση του Παρμενίδη θα μπορούσε να συμπληρωθεί ως εξής:
ουκ εστι και ου νοειν, το ΑΥΤΟ!
Στην διχασμένη γυναίκα, στην δυνατότητα που είναι και δεν είναι, ούτε είναι ούτε δεν είναι, έχει συμβεί μια υπέρβαση του μέτρου του ειναι προς την α-νοησία του ουκ ειναι.
Στα Ανόητα ανήκει να είναι, Παρμενίδης,
δια παντος παντα περωντα
- να διαπερνούν, διαμέσου των πάντων, τα πάντα.
Στην διχασμένη γυναίκα το παλιντροπον απαντάται παντού, όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας. Έτσι:
- Το Εσύ, στο οποίο απευθύνεται, είμαι εγώ και μαζί η μητέρα της. Δεν είμαι ούτε εγώ ούτε η μητέρα της.
- Είναι στο ιατρείο μου και μαζί στο αλλοτινό πατρικό της. Δεν είναι ούτε στο ιατρείο μου ούτε στο πατρικό της.
- Είναι στο παρόν και μαζί στο παρελθόν. Δεν είναι ούτε στο παρόν ούτε στο παρελθόν.
- Η ανοησία της δεν είναι ιδιωτική της υπόθεση, η ανοησία ποτέ δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, αλλά έχει σημαδέψει το γένος της. Είναι ήδη η ανοησία μιας διχασμένης μητέρας που της λέει, "Δεν πρέπει να είσαι όπως είσαι."
Το Ανόητο χαρακτηρίζει, για να μείνουμε στον χώρο της ψυχολογίας, την στάση που περιγράφεται με τους λεγόμενους "αμυντικούς μηχανισμούς". Παντού εδώ, με τρόπους πολλούς και ποικίλους, κλείνουμε τα μάτια, καλύτερα, μισοκλείνουμε τα μάτια σ' αυτό που είναι μπροστά μας, λέμε: Είναι και δεν είναι. Λέμε: Ούτε είναι ούτε δεν είναι.
ειναι / δεν ειναι και μισάνοιχτα / μισόκλειστα μάτια: το ΑΥΤΟ!
Για την Ανοησία, για την υπέρβαση του μέτρου του ειναι, οι Αρχαίοι είχαν πολλά ονόματα. Το πιο οικείο σ' εμάς είναι: υβρις.
Επειδή το δικρανοι, το διχασμένο του νου, και το παλιντροπον, το παλινδρομικό των πραγμάτων, αναλύονται στο ΑΥΤΟ, η υβρις είναι τυφλή: Δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως ύβρη: Η ανοησία της πρώτιστα είναι άνους ως προς τον ίδιο τον εαυτό της, Η πλάνη της πρώτιστα πλανάται ως προς τον ίδιο τον εαυτό της. Η λησμοσύνη της πρώτιστα έχει λησμονήσει τον ίδιο τον εαυτό της.
Πώς τότε διαπιστώνεται η υβρις; Δεν διαπιστώνεται. Ανοησία και πλάνη και λησμοσύνη δεν είναι ποτέ δυνατό να γνωρίζουν τον εαυτό τους.
Και πώς τότε αντιμετωπίζεται η υβρις; Δεν αντιμετωπίζεται.
δικρανοι και παλιντροπος κελευθος είναι υποχρεωμένα στο ΑΥΤΟ. Δεν μπορούμε να τα διαχωρίσουμε και είτε να "θεραπεύσουμε" το διχασμένο του ανθρώπου είτε να διορθώσουμε το παλινδρομικό των πραγμάτων.
Το μαρτυρεί η ιστορία της γυναίκας, οι μάταιες απόπειρές της να ησυχάσει, είτε προσπαθώντας μέσα από διάφορες θεραπείες ν' αλλάξει η ίδια, είτε αναζητώντας σ' άλλους ανθρώπους μιαν άλλη μητέρα.
Τέτοιες προσπάθειες θα είχαν νόημα μόνο εάν κανείς μπορούσε να βγει απ' τον ίσκιο του. Δεν μπορεί.
Η ανοησία και η πλάνη κι η λησμοσύνη, είπαμε, δεν είναι ποτέ δυνατό να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Ποιος όμως είναι ο εαυτός τους; Εξαντλείται καν η υβρις στην υβριν; Όταν και στην υβριν, δηλαδή στο ζεύγος δικρανοι και παλιντροπος κελευθος, μιλά το ΑΥΤΟ, η καρδιά της αληθειας;
Τότε υβρις και αληθεια θα ήταν αδελφά νοήματα.