Κλαμα του εμιγκραντου





Κλαμα του Εμιγκραντου

Ειναι ενα τραγουδι των Ελληνων της Κατω Ιταλιας. Ο τιτλος του, στη νεοελληνικη του αποδοση: "Θρηνος του μεταναστη"

Ωρια μου ροντινεddα

πλεα ταλασσα σ αγκουαddε

α πουτε στε τσε στατζει

με τουτο καλο καιρο;


Ασπρο βαστα το πεττο 

μαυρε βαστα τες αλε

ο σταυρι κολορ ντι μαρε

με την κουντα λιο νοιττη


[Αρωτησα τη μανα μου

την πλεον αγαπημενη

εχει τοσο κα με μενει

πουρου ναχει να με δει


Αρωτησα το τσιουρη μου

τσε σ ολη την γκετονια

τσε αν ειχε ομιλια

ποσα ειχε να μου πει]


Καιτζ αμπρο στη ταλασσα

παντα σε κανονω

λιον γκερνει λιο καλεει

λιον εγκιτζει το νερο


Μα σου τιπο μου λεει

για ποσα σε ρωτω

λιον γκερνει λιο καλεει

λιον εγκιτζει το νερο

Ωραιο μου χελιδονι μου

ποια θαλασσα σε βγαζει

πουθ' ερχεσαι και φτανεις

με τουτον τον καλο καιρο;


Εχεις ασπρο το στηθος

εχεις μαυρα τα φτερα

χρωμα θαλασσας στη ραχη  

λιγο την ουρα ανοιχτη


[Ρωτησα για τη μανα μου

την πολυαγαπημενη

τοσο καιρο με περιμενει

τοσο εχει να με δει


Ρωτησα για τον κυρη μου

κι ολη τη γειτονια

και αν ειχες ομιλια

ποσα θα ‘χες να μου πεις]


Καθομαι μπρος στη θαλασσα

παντα σενανε κοιτω

λιγο γερνεις, κατεβαινεις

λιγο αγγιζεις το νερο


Μα συ τιποτα δε λες

για ολ’ αυτα που σε ρωτω

λιγο γερνεις, κατεβαινεις

λιγο αγγιζεις το νερο

Οι στροφες αδονται στο ιδιο παντα μελωδικο σχημα: 

"Θρηνος του μεταναστη". Ηδη ο τιτλος προϊδεαζει για μια γνωστη παρασταση: Ο ανθρωπος που ζει στην ξενιτια και νοσταλγει την πατριδα και τους δικους του.

Με βαση αυτην την παρασταση, μπορουμε το τραγουδι να το ενταξουμε στη σχετικη κατηγορια "τραγουδια της ξενιτιας", στο ιστορικο-κοινωνικο φαινομενο των παλαιοτερων η νεοτερων περιοδων εκτεταμενων μεταναστευσεων λογω οικονομικων, πολιτικων η θρησκευτικων αιτιων, και ειδικα μαλιστα, οσον αφορα τους Ελληνες της Κατω Ιταλιας. Τοτε το τραγουδι "Θρηνος του μεταναστη" θα ηταν μια αντιστοιχα υποκειμενικη εκφραση αυτης της συγκεκριμενης συνθηκης.

Και αυτο στο οποιο μας προϊδεασε ο τιτλος, επιβεβαιωνεται απο το περιεχομενο του τραγουδιου, με το χελιδονι, το οποιο ο μεταναστης ρωταει για τους δικους του, οι ωρες που καθεται μπρος στη θαλασσα, η απαντηση που δεν παιρνει, ολα ερχονται αβιαστα να συμφωνησουν με ο,τι εξαρχης υποψιαστηκαμε.

Και ακομη το τραγουδι μπορει και σ’ εμας, τους μη μεταναστες, να θυμισει καποιου ειδους αποχωρισμο, καποιου ειδους αποξενωση, καποιου ειδους "ξενιτια", και ετσι, "συμβολικα", καπου να μας "εκφρασει" και να μας συγκινησει.

Αυτα μας λεει το τραγουδι, αυτονοητα, καθαρα κι ευδιακριτα. Ομως το τραγουδι μιλα και σε μιαν αλλη φωνη. Μονο που αυτη, η δευτερη φωνη, ειναι σιγαλη και χανεται πισω απο την κλαγγη των τρεχοντων νοηματων. Η ακροαση της δευτερης φωνης, αυτου του ανεπαισθητου ψιθυρισματος, χρειαζεται την καταλληλη προθυμια και την καταλληλη προδιαθεση, καθως παραμενει μακρια απ’ αυτο για το οποιο ειμαστε προετοιμασμενοι.

Σιγαλα οι λεξεις "θρηνος του μεταναστη" μας ψιθυριζουν κατι το οποιο δεν αφορα πλεον τη συγκεκριμενη περιπτωση του ξενιτεμου αλλα αφορα εμας, στην ουσια μας - οτι εμεις οι ιδιοι, καθε στιγμη, τοσο στα σπιτια μας οσο και στα ταξιδια μας, τοσο με τους οικειους μας οσο και με τους ξενους, ειμαστε μεταναστες, που θα πει, ειμαστε καθοδον. Και οι εκαστοτε τοποι παραμονης και κατοικησης μας ειναι σταθμοι. Απο το πουθενα για το πουθενα. Τοτε η "πατριδα" θα 'ταν ο δρομος ολων των δρομων μας.

Η Ελλαδα ταξιδευει... (Σεφερης)

Τοτε ο "Θρηνος του μεταναστη" θα ηταν ενας λογος για τον ανθρωπο ως ανθρωπο.

Και ακριβως επειδη τωρα το τραγουδι αφορα τον ανθρωπο ως ανθρωπο, δηλαδη ειναι ενας πρωτος λογος για τον ανθρωπο, δεν αναγεται ποτε σε κατι αλλο, το οποιο θα "συμβολιζονταν" και θα "εκφραζονταν" απ’ αυτο. Ως πρωτος λογος, το τραγουδι απλως λεει. Και, λεγοντας, ονομαζει.

Η πρωτη στροφη προσφωνει ενα χελιδονι, ενα ωραιο χελιδονι. Το καλει με τ’ ονομα του και, καλωντας το, το φερνει κοντα, το καθιστα παρον. Πως καλει το χελιδονι η πρωτη στροφη; Το χελιδονι ειναι το κατεξοχην, οπως λεγεται, "αποδημητικο πτηνο" – ετσι το κατατασσει ο ανθρωπος. Το χελιδονι μιλαει για την αποδημια. Αυτη δεν ειναι μονο μια περιστασιακη μετακινηση. Η αληθινη αποδημια, οπου κανεις αποδημει απο καθε δημο, ειναι ο θανατος – το πουθενα, απο το οποιο ερχονται και στο οποιο κατευθυνονται οι δρομοι μας. Γι’ αυτο και σε αρχαιες ελληνικες παραστασεις η ψυχη που φευγει αποδιδεται στην μορφη ενος χελιδονιου. Ετσι το χελιδονι συγγενευει με τον μεταναστη. Γι’ αυτο και τουτος, καθοτι μεταναστης, πρωτα το ρωτα για τον τοπο του, απο τον οποιο ερχεται και φτανει, για την θαλασσα που το βγαζει. Ο τοπος του χελιδονιου ειναι στον μεταναστη αγνωστος.

Και τουτο παλι δεν πρεπει να το αντιληφθουμε περιστασιακα – οτι δηλαδη εαν ειχε περισσοτερες γνωσεις ορνιθολογιας θα γνωριζε απο που ερχονται τα χελιδονια αυτης της περιοχης. Η ερωτηση του μεταναστη, "πουθε;", μενει οπωσδηποτε αναπαντητη. Αυτο προσιδιαζει σε καθε τι που ερχεται και φτανει. Το καθε τι ερχεται ετσι, διχως γιατι, δινεται και μας αφ-ορα.

Ισως λοιπον ηδη εδω το χελιδονι μας παρεχει ενα πρωτο νευμα για τον τροπο με τον οποιο ειμαστε μεταναστες στην ουσια μας – ερχομαστε και φτανουμε, οπως γραφει καπου ο Ελυτης, απ’ αλλου, απο κατι το οποιο δεν ειναι πολη η χωριο η γειτονια. Ο τοπος της αληθινης μας καταγωγης ανηκει στο Αβατο.

Μα ο καιρος ειναι καλος – οχι λογω βαρομετρικου υψηλου. Ο καλος καιρος ειναι εκει οπου κατι ειναι καιριο, οπως για παραδειγμα ενα χελιδονι και ο κοσμος του, οταν ερχεται και φτανει σ’ ενα τραγουδι. Αυτο το χελιδονι εχει βρει την καλην του ωρα, η οποια ειναι παντα μια μουσικη ωρα, και μονον γι’ αυτο ειναι ωραιο.

Και η δευτερη στροφη προσφωνει το χελιδονι. Τωρα ονομαζει τα χρωματα του – το ασπρο στο στηθος, το μαυρο στα φτερα, στη ραχη το χρωμα της θαλασσας. Ομως αυτο δεν ειναι περιγραφη χελιδονιου. Τα χρωματα αυτου του χελιδονιου, καθως ονομαζονται, προβαλλουν το ενα μετα το αλλο και συνθετουν μια μοναδικη συμφωνια.

Το χελιδονι, το ωραιο χελιδονι, εχει το χρωμα της θαλασσας – αλλωστε αυτη, η θαλασσα, ειναι που το βγαζει. Πως θα μπορουσε να το κανει, εαν το ιδιο το χελιδονι δεν ειχε, στην ουσια του, απο παντα προσδεχτει και αφομοιωσει μια θαλασσα;

Το χελιδονι εχει ακομη το ασπρο και το μαυρο. Αυτα δεν ειναι χρωματα. Το λευκον συγγενευει με τις λεξεις λευσσω (look!), λυχνος, λουσσον, ειναι το καθαρα διακριτο, το φωτεινο, το λαμπερο, και γι’ αυτο εκεινο που επιτρεπει καταρχην την υπαρξη καθε χρωματος. Το μαυρο παλι ανηκει στον Α-ϊδην, οπου καθε ιδειν ειναι ανεφικτο. Το μαυρο επισης δεν ειναι χρωμα. Ειναι εκεινο που απαγορευει την υπαρξη καθε χρωματος.

Ασπρο και μαυρο δεν ειναι τυχαια. Οριζουν τη διασταση την οποια κατοικουμε, και της οποιας τα ακρα διαγραφονται απο ζωη και θανατο. Αυτη η διασταση – τωρα μπορουμε να πουμε: αυτη η μοιρα, η οποια μας οριζει, ζωντανους και νεκρους, ερχεται, στο τραγουδι, με το χελιδονι. Η ζωη παει με τα φτερα του θανατου. Το χελιδονι – η μοιρα μας.

Ο μεταναστης δεν γνωριζει απο που ερχεται το χελιδονι. "Πουθε;", ρωταει. Το "πουθε" παραπεμπει σε κατι μακρινο. Και το μακρινο, για τον μεταναστη, ειναι μονον ενα: η πατριδα του – στο τραγουδι, και στην ακροαση της πρωτης του φωνης, η μανα, ο κυρης, η γειτονια, που εχουν τοσον καιρο να τον δουν. Για ολους αυτους ο μεταναστης ρωταει το χελιδονι. Και απογοητευεται που δεν του λεει τιποτε, και που δεν μπορει να του πει τιποτε, οχι γιατι δεν εχει, θα ειχε τοσα, αλλα ειναι πουλι και δεν εχει ομιλια, και γι’ αυτο δεν μπορει να του μιλησει.

και αν ειχες ομιλια...

Οχι, το χελιδονι δεν εχει ομιλια, σαν αυτην που καταλαβαινει ο μεταναστης. Αραγε θα πει αυτο πως το χελιδονι δεν μιλα καθολου; Θα πει μονον οτι το χελιδονι δεν μιλα με τον τροπο με τον οποιο ο μεταναστης εννοει την ομιλια. Δεν ανηκει στον ομιλο που θεσπιζουν οι συνηθισμενες συνομιλιες. Το χελιδονι ειναι ενα Αλλο. Το χελιδονι μιλα, λεει τοσα, ομως με εναν τροπο ο οποιος δεν υπακουει στα ερωτηματα των ανθρωπων. Στο χελιδονι απλως δεν αρμοζει να απαντα. Το χελιδονι εχει μονο τον πρωτο λογο διοτι μιλα με σηματα, και τα σηματα λεγουν, και συναμα κρυβουν.

Ο μεταναστης ειναι οπωσδηποτε απογοητευμενος που δεν πηρε απαντηση. Ομως δεν φευγει. Καθεται μπρος στη θαλασσα και παντα το κοιταζει. Εχει παραιτηθει απο το να σφετεριστει το χελιδονι για τις υποθεσεις του. Το κοιταγμα του γινεται αυτο τουτο το τραγουδι, και τραγουδα στο χελιδονι, και εχει τελικα αφησει τις ερωτησεις του, καθως το τραγουδι ειναι πλεον συνομιλια με το χελιδονι το ιδιο. Το προσεχει. Δεν το βλεπει πλεον ως μεσον για να μαθει κατι που αφορα αυτον και υποθεσεις του.

λιγο γερνεις, κατεβαινεις

λιγο αγγιζεις το νερο

Οι στιχοι κλεινουν και τις δυο τελευταιες στροφες, και μαλιστα καθε φορα επαναλαμβανονται. Το κεντρο εχει μετατοπιστει στο χελιδονι το ιδιο. Το τραγουδι τραγουδα πλεον το χελιδονι το ιδιο.

Εαν λοιπον για μια στιγμη σταματησουμε κι εμεις και αφεθουμε στο χελιδονι, σε ο,τι αυτο σημαινει, μηπως τοτε το ιδιο το χελιδονι θα ειχε να μας πει; Μηπως το τιποτα τωρα δεν θα λεγονταν μεσα απο μια ματαιωση μονον, και δεν θα ηταν απλως στερητικο της ανθρωπινης προσδοκιας, αλλα θα αρχιζε να μιλαει για το χελιδονι καθεαυτο; 

λιγο γερνεις, κατεβαινεις

λιγο αγγιζεις το νερο 

Μηπως λιγο, οπως αρμοζει στα σηματα, ομως με τροπο συγκλονιστικο, το χελιδονι μιλα; Οπου αυτο το μιλημα δεν ειναι κανενος ειδους απαντηση στον μεταναστη, δεν μιλα στη γλωσσα του, δεν μιλα σε αλλη γλωσσα, δεν μιλα καν σε μια γλωσσα; 

λιγο γερνεις, κατεβαινεις

λιγο αγγιζεις το νερο 

Εαν αυτο το μιλημα του χελιδονιου ηταν ενα καλεσμα; Οχι οπως καλουν οι ανθρωποι ο ενας τον αλλον. Εαν παρολαυτα ηταν ενα καλεσμα; Το οποιο θα καλουσε τον μεταναστη σε παραιτηση απ’ ολα αυτα που ρωτα, σε μια λυση απο την καθηλωση στο μακρυνο το οποιο ματαια επιδιωκει να εκβιασει προς μιαν εγγυτητα, και ετσι μενει μονος κι απογοητευμενος;

λιγο γερνεις, κατεβαινεις

λιγο αγγιζεις το νερο 

Κι εαν αυτο το καλεσμα ηταν μια δινη η οποια, καλωντας, παρασερνει τον μεταναστη, τον ξενο που μενει στην ξενιτια, σε μιαν αλλη ξενωση, η οποια θα αφορουσε πλεον την εγκαταλειψη απο καθε τι το θεωρουμενο "ανθρωπινο" – πατριδα και ξενιτια, απωλεια και χωρισμο, θρηνο και νοσταλγια;

λιγο γερνεις, κατεβαινεις

λιγο αγγιζεις το νερο  

Κι εαν το χελιδονι οντως μιλα; Καλει προς μια τοσο αλλη σχεση με τα πραγματα; Οπου δεν θα υφιστατο ερωτηση και απαντηση, επιθυμια και ματαιωση, και οπου ο συνοδος τους πονος θα ειχε αληθινα ξεπεραστει; Οπου δεν θα υπηρχαν καν "σκεψεις";

λιγο γερνεις, κατεβαινεις

λιγο αγγιζεις το νερο  

Αυτο μονον. Μηπως τοτε το καλεσμα θα καλουσε προς εκεινο το Αλλου, απο το οποιο ο ανθρωπος ερχεται; Μηπως ο ανθρωπος, ως ανθρωπος, ειναι ασυγκριτα περισσοτερο μεταναστης απ’ οσο καθε μεταναστης θα διανοουνταν; Εφοσον στην μοιρα του ανηκει προπαντων η ξενωση;

Μηπως τοτε το χελιδονι, στο μουσικο βλεμμα, ειναι οντως κατι σαν – την ψυχη του ανθρωπου; Την ουσια του, την οποια τοσο συχνα και τοσο επιμονα παραγνωριζει; Μηπως ετσι θα θεσπιζονταν μια ληθια συνομιλια του τραγουδιου των Ελληνων της Κατω Ιταλιας μ’ εκεινον τον ποιητη που γραφει ειναι η ψυχη ενα ξενο επι γης;

λιγο γερνεις, κατεβαινεις

λιγο αγγιζεις το νερο 

Μηπως εδω διαγραφονται ιχνη προς τον αληθινα κοινο κοσμο, τον οποιο κατοικουμε πριν απο καθε "μαζι" και πριν απο καθε "χωρια", απεραντα οικειοι και απεραντα ξενοι ο ενας με τον αλλον;