[62]
Αυτόν τον δρόμο
κανένας δεν τον πηγαίνει
αυτό το φθινοπωρινό βράδυ.
Bashô
Για τον Leibniz η ψυχή είναι μια "μονάδα" η οποία, σαν καθρέφτης, καθρεφτίζει μέσα του το παν. Όμως δεν της ταιριάζει εκείνη η σιγή και η ανιδιοτέλεια που θα την άφηνε να γίνει μια φιλική αντήχηση του κόσμου. Πολύ περισσότερο το αντικαθρέφτισμά της επιτελείται ως ενεργητική παράσταση (perception). Σ' αυτήν ενυπάρχει μια "όρεξη" (appetition, appetit, appetitus). Το λατινικό ρήμα appetere σημαίνει <αδράxνω, εφορμώ επάνω σε κάτι> ή <επιτίθεμαι σε κάτι>. Έτσι, με την παράσταση, η μονάδα αδράχνει τον κόσμο. Η μονάδα έχει τρόπον τινά συνεχώς όρεξη· έχει όρεξη και έφεση. Η έφεση είναι η βασική ροπή της ψυχής. Η όρεξη κρατά την μονάδα στη ζωή, στο είναι. Η απουσία της όρεξης εξομοιώνεται με τον θάνατο. Είναι θα πει λοιπόν έχει όρεξη.
Η μονάδα δεν φέρεται δεκτικά αλλά εκφραστικά. Πολύ περισσότερο είναι η έκφρασή της (expressio). Με το να <εκφράζει> (exprime) με τις παραστάσεις της τον κόσμο, το παν, εκφράζει τον εαυτό της. Στην παράσταση του κόσμου (repraesentatio mundi) παριστά τον εαυτό της. Η ψυχή ή η μονάδα είναι αυτό που ζητά με το appetitus της. Η έφεση ή η θέληση (conatus) είναι συστατική για το είναι της. Το appetitus προϋποθέτει ένα είδος ego, ένα είδος εσωτερικότητας στην οποία προσλαμβάνεται, αφομοιώνεται σαν τροφή ό,τι είναι έξω ("de ce qui est dehors"). [63] Η ψυχή, καθόσον αφορά τον άνθρωπο, είναι κάποιος όσο έχει έφεση. Ο κάποιος είναι αυτό για το οποίο η ψυχή έχει έφεση και το οποίο ορέγεται: "Καθώς η μονάδα κατ' αυτόν τον τρόπο έχει παραστάσεις, παριστά και παρουσιάζει τον εαυτό της, παρουσιάζεται κι έτσι παρουσιάζει αυτό το οποίο επιζητεί με την έφεσή της. Ό,τι παρασταίνει με τέτοιον τρόπο, είναι αυτή. [...] Ένας <παρασταίνει κάτι> θα πει: είναι κάποιος."
Για τον Leibniz το μηδέν είναι "απλούστερο κι ευκολότερο" ("plus simple et plus facile") από το είναι. Για να είναι κάτι χρειάζεται η δύναμη (vis), η βούληση (conatus) ή η ορμή, που αντιστέκεται ή αντέχει το μηδέν. Αυτό το δυναμικό του είναι συνίσταται σε μια αυτοδυναμία, στην "προσπάθεια της αυτοπραγμάτωσης". Έτσι το είναι καταδεικνύει την σύσταση της βούλησης, στην οποία ενυπάρχει η αυτοαναφορά του αυτόβουλου. Αντίθετα ο Dôgen, στην προτροπή του να αποτιναχτούν σώμα και ψυχή, παραπέμπει σ' εκείνο το είναι, η βασική ροπή του οποίου δεν είναι η βούληση ή η έφεση. Η ζεν-βουδιστική άσκηση αφήνει την καρδιά τρόπον τινά να νηστεύει μέχρις ότου της γίνει προσιτό ένα τελείως άλλο είναι, ένα είναι το οποίο είναι δίχως appetitus.
Ο κόσμος της μονάδας, ως έκφρασή της, παραμένει έγκλειστος στο εσωτερικό της ψυχής. Της λείπει μια ανοικτότητα. Οι ψυχές ως άτομα δίχως παράθυρα τρόπον τινά δεν κοιτάζουν η μία την άλλη. Κάθε μονάδα κοιτάζει αυτιστικά στο πουθενά. Μόνον δυνάμει της "διαμεσολάβησης του θεού" ("l' intervention de Dieu") μπορούν όντως να επικοινωνούν μεταξύ τους. [64] Αντίθετα, σύμφωνα με την ζεν-βουδιστική θεώρηση του κόσμου, στο ον ενυπάρχει μια απεριόριστη ανοικτότητα ή φιλοξενία, σαν να αποτελούνταν από παράθυρα μόνο. Κάθε ον καθρεφτίζει στον εαυτό του όλα τα άλλα όντα, τα οποία εκ μέρους τους το αντικαθρεφτίζουν: "Ένας καθρέφτης καθρεφτίζεται σ' όλους τους καθρέφτες, όλοι οι καθρέφτες καθρεφτίζονται σ' έναν καθρέφτη. Αυτό το καθρέφτισμα είναι η πραγματικότητα του πραγματικού κόσμου." Αυτοί οι καθρεφτισμοί συμβαίνουν δίχως έφεση, δίχως appetitus. "Μα τι καθρέφτισμα! Και τι είναι αυτό που καθρεφτίζεται σ' αυτό το καθρέφτισμα; Εδώ είναι η γη κι ο ουρανός· εδώ δεσπόζουν τα βουνά και τα νερά κυλούν· εδώ πρασινίζει το χόρτο και τα δέντρα βλασταίνουν. Και την άνοιξη φυτρώνουν εκατοντάδες τα πολύχρωμα άνθη. Για ποιον λοιπόν, και προς τι; [...] Υπάρχει σ' όλα αυτά ένας σκοπός, ένα νόημα που κανείς θα μπορούσε να διανοηθεί; Δεν είναι όλα αυτά απλά εδώ; [...] Όντως μόνο ο καθαρός καθρέφτης, που είναι στον ίδιο τον εαυτό του κενός. Μόνο όποιος έχει αναγνωρίσει την μηδενικότητα του κόσμου και αυτού του ίδιου βλέπει σ' αυτόν και το αιώνιο κόσμημα. Ο καθρέφτης είναι καθεαυτόν κενός. Νηστεύει, δεν ορέγεται (appetere). Καθρεφτίζει χωρίς εσωτερικότητα, χωρίς έφεση. Αν η ψυχή είναι όργανο της έφεσης, τότε δεν έχει καμιά ψυχή. Είναι κανενοειδής. Αυτή η κανενότητα όμως τον κάνει φιλόξενο προς κάθε ον που τον επιζητεί. Τον καθιστά κάτι σαν ξενώνα. Λόγω του κενού του μπορούν σ' αυτόν να καταλύουν τα πάντα: [65] "Σ' έναν καθαρό καθρέφτη μπορούνε να ιδωθούν όλες οι μορφές, αν κι αυτός δεν περιέχει μορφές. Και γιατί; Γιατί ο καθρέφτης δεν έχει καμιά δική του προσωπικότητα."
Εδώθε κι εκείθε,
η καρδιά, σαν το λιβάδι,
αφήνει να συμβαίνουν τα πάντα.
Bashô
Στην ψυχή-μονάδα ενυπάρχει μια προοπτική, μέσα από την οποία ο κόσμος γίνεται αντιληπτός. Η προοπτική παράσταση του κόσμου προϋποθέτει ένα εστιακό [εφεκτικό] σημείο, μέσα από το οποίο μπαίνει στο στόχαστρο. Δίχως appetitus δεν θα ήταν δυνατή καμιά προοπτική όραση, καμιά προοπτική επέμβαση στον κόσμο. Έτσι εκείνη η καρδιά που νηστεύει δίχως appetitus καθρεφτίζει εν εαυτή τον κόσμο, τρόπον τινά απροοπτικά. Βλέπει τον κόσμο όπως αυτός θα γίνονταν ορατός αφεαυτού.
Στην γραφή του Fichte Bestimmung des Menschen βρίσκεται μια ασυνήθιστη ομολογία μιας ψυχής: "Το σύστημα της ελευθερίας ικανοποιεί την καρ-διά μου, το αντίθετο την σκοτώνει και την εκμηδενίζει. Να στέκεις κρύος και νεκρός, κι απλώς να βλέπεις μόνο την αλλαγή των καταστάσεων, ένας νωθρός καθρέφτης των φευγαλέων μορφών - αυτή η ύπ/αρξη μου είναι αφόρητη, την περιφρονώ και την καταριέμαι. Θέλω ν' αγαπώ, θέλω να χάνομαι μέσα στην συμμετοχή, να χαίρομαι και να μελαγχολώ. Για μένα το ύψιστο αντικείμενο αυτής της συμμετοχής είμαι εγώ ο ίδιος [...]" [66] Εδώ η εφεκτική καρδιά αντιτάσσεται στον "νωθρό καθρέφτη". Η παθητικότητα του καθρέφτη είναι "ανυπόφορη", "σκοτώνει κι εκμηδενίζει" την "καρδιά". Η καταναγκαστική αναφορά στο εγώ παριστά την θεμελιακή διάθεση της φιχτεϊκής ψυχής. Το εγώ έχει την "ορμή", μια συνεχή τάση προς ενεργητικότητα, στην οποία θέτει τον εαυτό του ως απεριόριστη ολότητα. Αντίθετα εκείνος ο καθρέφτης που είναι καθαυτόν κενός, δεν είναι απλά <παθητικός> ή <νωθρός>. Πολύ περισσότερο είναι φίλιος. Το να είσαι φίλιος δεν είναι ούτε <ενεργητικό> ούτε <παθητικό>. Η φιλότητα δεν είναι ούτε <έργο> ούτε <πάθος>.
Διαχέουν την ευωδιά τους:
τα ρούχα - βρίσκονται κει ξεδίπλωτα
αυτό το ανοιξιάτικο βράδυ ...
Buson
Η ψυχή του Fichte είναι συγκροτημένη μοναδικά. Το appetitus, η "όρεξη" είναι η ουσιακή ροπή της. Η όρεξη αποσκοπεί στο να κάνει τον κόσμο εγωειδή, να τον εξομοιώσει με το εγώ, να καθορίσει το μη-εγώ μέσω του εγώ. Όλα όσα δεν είναι εγώ, δεν είναι παρά το υλικό, επάνω στο οποίο το εγώ ασκεί δύναμη και ελευθερία. Ο κόσμος γίνεται κόσμος μου.
Μετά το φαγητό
να κοιμάσαι και να γίνεσαι βόδι
κάτω από τους ανθούς της δαμασκηνιάς.
Buson
[67] Σύμφωνα με τον Hegel η ψυχή ενός ζώου έχει περισσότερη εσωτερικότητα απ' αυτήν ενός λουλουδιού. Λόγω μιας ελλιπούς εσωτερικότητας το λουλούδι, λέει ο Hegel, "σύρεται από το φως προς τα έξω". Δεν είναι σε θέση να εμμείνει στον εαυτό της. Ο "εαυτός" του "μεταβαίνει" "σε φως", σε "λαμπερή πολυχρωμία". Όντας δίχως την εσωτερική συλλογή, λάμπει μόνο εξωτερικά. Σε αντίθεση με το λουλούδι τα ζώα, τα οποία "ζητούν να διατηρήσουν την εαυτότητά τους", έχουν "πιο θαμπά χρώ-ματα". Αντ' αυτού έχουν την φωνή η οποία, όντας "ψυχικής φύσης", καταδεικνύει μια "αυτοκίνηση", "μια ελεύθερη δόνηση εν εαυτή". Δεν σύρεται από το φως έξω από τον εαυτό της, δεν σύρεται προς τα έξω. Μένει στον εαυτό της. Κατόπιν ο Hegel διακρίνει ανάμεσα σε διάφορα είδη πουλιών. Στα "πουλιά του βορά" λείπει η "λαμπερή πολυχρωμία". Όμως αντ' αυτού είναι εφοδιασμένα με περισσότερη εσωτερικότητα, με περισσότερη "φωνή". Αντίθετα στα "τροπικά" πουλιά ο "εαυτός" διαχέεται στο "φυτικό κέλυφος", στο εξωτερικό "πτέρωμα". Τους "λείπει" το "άσμα", που είναι μια ακουστή έκφραση της εσωτερικότητας, της <βαθιάς> ψυχής.
Στο εγελιανό πνεύμα, η βασική ροπή του οποίου είναι η εσωτερικότητα, σίγουρα αντιτάσσεται το ζεν-βουδιστικό πνεύμα. Η ζεν-βουδιστική άσκηση είναι η προσπάθεια να απο-εσωτερικεύσει το πνεύμα, χωρίς ωστόσο να το βυθίσει, να το αντιστρέψει σ' ένα απλώς <έξω> ή να το αδειάσει και να το κάνει "φυτικό κέλυφος". Το πνεύμα πρέπει να εκ-κενωθεί προς μια αλήθεια και περισυλλογή χωρίς εσωτερικότητα. Το satori οπωσδήποτε χαρακτηρίζει την κατάσταση του πνεύματος που τρόπον τινά ανθίζει, ανθίζει πέραν του εαυτού του, που τρόπον τινά μεταβαίνει ολότελα σε φως και λαμπρά χρώματα. [68] Το φωτισμένο πνεύμα είναι το ανθισμένο δέντρο. Satori είναι το άλλο της "επικέντρωσης στον εαυτό", το άλλο της <εσωτερικότητας>, το οποίο παρόλ' αυτά δεν σημαίνει <εξωτερικότητα> ή <αποξένωση>. Πολύ περισσότερο η διαφορά από <μέσα> και <έξω> υπερβαίνεται. Το πνεύμα εκ-εσωτερικεύεται προς μια α-διαφορία, ναι, προς το φίλιο.
Την τροχιά του ήλιου
ακολουθούν οι ανθοί της μολόχας
ακόμα και σε καιρό βροχής.
Bashô
Στο Über Ikebana ο ζεν-βουδιστής φιλοσοφος Keiji Nishitani ερμηνεύει την ιαπωνική τέχνη της τοποθέτησης των λουλουδιών από την πλευρά του φαινομένου του κοψίματος. Όταν κάποιος χωρίζει το λουλούδι από την ρίζα της ζωής του, τρόπον τινά το αποκόβει από την ψυχή του. Έτσι του αφαιρείται η ενστικτώδης ορμή, το appetitus. Στο λουλούδι αυτή η αποκοπή δίνει τον θάνατο. Το αφήνει επί τούτου να πεθάνει. Όμως αυτός ο θάνατος διαφέρει από τον μαρασμό, που για το λουλούδι θα ήταν ένα είδος απο-βίωσης, ή φυσικού θανάτου. Κανείς δίνει στο λουλούδι τον θάνατο προτού αυτό ζήσει μέχρι τέλους. Στο Ikebana το λουλούδι πρέπει ν' απομακρυνθεί πριν από τον μαρασμό, πριν από τον φυσικό θάνατο, πριν από την λήξη της ζωής και της όρεξης.
Το xωρίς έφεση κομμένο λουλούδι διάγει τον εκάστοτε xρόνο του. Διαμένει ολότελα στο εκάστοτε παρόν δίχως μέριμνα για το πριν και το μετά. Γίνεται ολότελα χρόνος δίχως αντίσταση εναντίον του. [69] Όπου πηγαίνει με τον χρόνο, είναι φίλος του, ο χρόνος δεν παρέρχεται. Όπου η έφεση, που εκδηλώνεται ως αντίσταση ενάντια στον χρόνο, αποτινάζεται, προκύπτει εν μέσω του χρόνου μια μοναδική διάρκεια, μια διάρκεια δίχως συνέχεια, που δεν παριστάνει καμιά άχρονη απεραντοσύνη, κανέναν σταματημένο χρόνο. Είναι μια έκφανση εκείνης της περατότητας που ησυχάζει στον εαυτό της, φέρει η ίδια τον εαυτό της, που δεν αλληθωρίζει προς το <άπειρο>, που κατά έναν τρόπο έχει ξεχάσει τον εαυτό της. Αυτή η μοναδική περατότητα δεν κατανοεί τον εαυτό της μέσα από την διαφορά της από το <άπειρο>. Το Ikebana διαφέρει λοιπόν από εκείνη την τέχνη η οποία, ως τέχνη επιβίωσης, "επιδιώκει την αιωνιότητα" επιχειρώντας "να αποβάλει τον χρόνο" ή να τον παραμερίσει με έργα. Η τέχνη του Ikebana δεν έγκειται σ' εκείνο το έργο που θα ήταν διεργασία πένθους. Η διεργασία του πένθους συνίσταται στο να σκοτώσει τον θάνατο ή να εξαλείψει τον χρόνο. Ikebana θα πει κατά λέξη: "Ζωογόνηση του λουλουδιού". Πρόκειται για μια μοναδική ζωογόνηση. Κανείς ζωογονεί το λουλούδι, το υποβοηθεί προς μια βαθύτερη ζωντάνια δίνοντάς του τον θάνατο. Το Ikebana κάνει το περατό ως αυτό τούτο να λάμπει δίχως το φως της απεραντοσύνης. Ωραία εδώ είναι η καταλαγιασμένη, ατάραχη περατότητα, η ησυχασμένη στον εαυτό της, μια περατότητα που φωτίζεται δίχως να κοιτά πέρα από τον εαυτό της. Ωραίο είναι το είναι δίχως appetitus.
Για τον Heidegger η βασική ροπή της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η "μέριμνα". Ως "στοιχείο" ή "πειστήριο" για την θέση του ο Heidegger αναφέρει έναν παλιό θρύλο: "Όταν κάποτε η <Μέριμνα> περνούσε ένα ποτάμι, είδε ένα τοπίο με αργιλόχωμα: συλλογισμένη πήρε ένα κομμάτι κι άρχισε να το πλάθει. [70] Ενόσω αναλογίζεται αυτό που δημιούργησε, έρχεται κι ο Ερμής. Η <Μέριμνα> τον παρακαλεί να δώσει πνεύμα στο διαμορφωμένο κομμάτι άργιλο. Ο Ερμής του το δίνει ευχαρίστως. Όμως όταν τώρα ήθελε να δώσει στο μόρφωμα το όνομά της, ο Ερμής την απαγόρευσε και απήτησε να του δοθεί το δικό του όνομα. Ενόσω η <Μέριμνα> κι ο Ερμής μάλωναν για το όνομα, σηκώθηκε και η γη (ο Ανταίος) και ζήτησε να δοθεί στο μόρφωμα το όνομά της, αφού άλλωστε αυτή του είχε προ-σφέρει ένα κομμάτι του σώματός της. Οι αντίδικοι πήραν για δικαστή τον Κρόνο. Κι ο Κρόνος τους ανακοίνωσε την εξής φαινομενικά δίκαιη απόφαση: <Συ, Ερμή, επειδή έδωσες το πνεύμα, με τον θάνατό του θα πάρεις το πνεύμα, συ, γη, επειδή του χάρισες το σώμα, θα πάρεις το σώμα. Όμως επειδή η <Μέριμνα> πρώτα έπλασε αυτό το ον, όσο ζει ας το κατέχει η <Μέριμνα>. Όμως επειδή για το όνομα υφίσταται διαφωνία, ας ονομάζεται <homo> καθώς είναι καμωμένο από humus (χώμα)." Ο Homo πρέπει να πεθάνει για να μπορέσει να απελευθερωθεί από την Μέριμνα.
Γι' αυτόν τον θρύλο ο Heidegger γράφει: "Cura prima finxit: Αυτό το ον έχει την <προέλευση> του είναι του στην μέριμνα. Cura teneat, quamdiu vixerit: Το ον δεν απολύεται απ' αυτήν την προέλευση, αλλά κρατείται, διακατεχόμενο απ' αυτήν όσο αυτό το ον <είναι στον κόσμο>. Το <είναι-στον-κόσμο>, ως προς τον τρόπο του είναι, είναι σημαδεμένο από την <μέριμνα>. [...] Η απόφαση για το πού πρέπει να ιδωθεί το <πηγαίο> είναι αυτού του μορφώματος εναπόκειται στον Κρόνο, τον <χρόνο>." [71] Το είναι είναι μέριμνα. Στο είναι με αφορά το είναι μου. Η μέριμνα χαρακτηρίζει αυτήν την αναφορικότητα στον εαυτό. Όταν ενεργώ, φέρνω στο βλέμμα τον κόσμο ως προς τις δικές μου δυνατότητες. Το βλέμμα στον κόσμο δεν είναι κενό. Καταλαμβάνεται από τις δικές μου δυνατότητες, δηλ. από τον εαυτό. Όταν π.χ. διαμορφώνω έναν χώρο, τον μεταβάλλω ως προς τις δυνατότητές μου. Το βλέμμα στον κόσμο λοιπόν έχει πάντα μια κατεύθυνση. Καθοδηγείται από τις δικές μου δυνατότητες. Αυτές πρώτα μου κάνουν τον κόσμο να εμφανίζεται με νόημα, δηλ. στην νοηματικότητά του. Έτσι οι δυνατότητες που καταθέτω για χάρη του εαυτού μου αρθρώνουν τον κόσμο, του παρέχουν, αυτές πρώτα, ένα νόημα, δηλ. μια κατεύθυνση. Η κατάθεση των δυνατοτήτων προϋποθέτει μια όρεξη. Δηλαδή καταθέτω τις δυνατότητες για χάρη του εαυτού μου. Δίχως αυτή την πρωτογενή θέληση ο κόσμος δεν είναι για μένα. Πρώτη λοιπόν η όρεξη, το appetitus κάνει τον κόσμο να είναι για μένα. Είναι θα πει όρεξη. Η μέριμνα τελικά δεν σημαίνει παρά αυτήν την όρεξη. Είναι η φόρμουλα του είναι της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία υπάρχει ως προς τον εαυτό της. Κατόπιν ο Heidegger υποστηρίζει την θέση ότι "καταρχήν και κατά το πλείστον" το Dasein λησμονεί αυτό το ως-προς, δηλαδή τον εαυτό του καθόσον είναι χαμένο στον κόσμο. Καταρχήν και κατά το πλείστον το Dasein υπάρχει "αναυθεντικά". Η "αυθεντικότητα" της ύπαρξης συμβαίνει δια του ότι το Dasein, ενάντια στην καθημερινή απώλεια του εαυτού, αναλαμβάνει επί τούτου τον εαυτό του. Η αυθεντική ύπαρξη προϋποθέτει μια "αποφασιστικότητα" για τον εαυτό. Ένα είμαι πρέπει να μπορεί να συνοδεύει όλες τις δυνατότητές μου. Αυτή η εμφατική αναφορά πάντως δεν είναι καμιά <εγωιστική> επικέντρωση στο εγώ γιατί κανείς μπορεί να αναλάβει ή να επιλέξει εμφατικά μια αλτρουιστική πράξη ως δυνατότητά μου. [72] Και σ' αυτήν την περίπτωση κανείς επιλέγει τον εαυτό του επί τούτου. Έτσι η έμφαση στον εαυτό μπορεί να συνοδεύει και μια ηρωική αγάπη.
Η κατάθεση είναι "υπόθεση της ελευθερίας", ο "τρόπος με τον οποίο υπάρχω ελεύθερα". Η κατάθεση ως ελευθερία παραμένει συνδεδεμένη με την όρεξη, φορέας της οποίας είναι ο εαυτός. Το Dasein αυτοκατατίθεται ως προς τις δυνατότητές του. Η κατάθεση των δυνατοτήτων διανοίγει το μέλλον. Το Dasein υπάρχει μελλοντικά καθόσον υπάρχει καταθέτοντας δυνατότητες ως προς τον εαυτό του. Το μέλλον το οποίο είναι η κατάθεσή μου, μου αντικαθρεφτίζει τον εαυτό μου. Είναι το είδωλό μου. Το μέλλον είναι το "επερχόμενο, όπου το Dasein, στο ιδιαίτατο δυνητικό του είναι, προσέρχεται στον εαυτό του". Το "προς-σε-, στον εαυτό του" είναι η θεμελιακή ροπή του μέλλοντος. Το μέλλον εκπηγάζει από την θέληση για τον εαυτό και την κατάθεση του εαυτού. Η "προτεραιότητα" του μέλλοντος παραπέμπει σ' αυτήν του εαυτού. Η μέριμνα ως μέριμνα του εαυτού αρθρώνει τον χρόνο ως χρόνο του εαυτού. Ισχύει προπάντων για το μέλλον. Αυτό είναι τρόπον τινά η κεφαλή του χρόνου. Αντίθετα ο χρόνος δίχως μέριμνα θα ήταν η εκάστοτε διαγωγή στο παρόν.
Έλα, πάμε για ύπνο!
Ο νέος χρόνος είναι μια
υπόθεση του αύριο.
Buson
[73] Η μέριμνα συνιστά το πεδίο βαρύτητας του χαϊντεγκεριανού Dasein. Το κάνει να περιστρέφεται συνεχώς γύρω από τον εαυτό του. Αντίθετα η ζεν-βουδιστική άσκηση συνίσταται στο να αποτινάξει κανείς αυτήν την βαρύτητα του εαυτού, δηλ. να είναι δίχως μέριμνα, να αντιλαμβάνεται τον κόσμο όπως είναι δίχως μέριμνα για τον εαυτό του. Στο Shôbôgenzô λέει: "Το ότι ο εαυτός χειρίζεται και κατακυρώνει όλα τα πράγματα, είναι πλάνη. Το ότι όλα τα πράγματα φτάνουν και χειρίζονται και κατακυρώνουν τον εαυτό, είναι φώτιση."
Αν και δεν είναι βούδα,
και πάλι στέκει, έχοντας τόσο ξεχαστεί
το γέρικο πεύκο
Issa
Ο άνθρωπος δίχως μέριμνα δεν υποθάλπει κανένα εγώ-είμαι. Μεταβάλλεται ανάλογα με τον δρόμο που παίρνουν τα πράγματα αντί να θέλει να μείνει ο ίδιος. Ο κανενικός, αυταπαρνημένος του εαυτός συνίσταται σε αντανακλάσεις των πραγμάτων. Λάμπει στο φως των πραγμάτων. Στον Faust, που θρηνεί για το ότι έχει στο στήθος του δυο ψυχές, ο Bashô ενδεχομένως θα έλεγε: "Απόκοψε τις ψυχές από σένα κι άφησε κει ν' ανθίσει ένα δαμάσκηνο."
Κάθε ζεν-βουδιστικά εμπνευσμένη τέχνη έγκειται σε μια μοναδική εμπειρία της μεταβολής. Ένας λόγος του ζεν λέει: "Αφού κοίταξα το τοπίο Hsiao-Hsing εξαντλητικά, μπαίνω με την βάρκα στην ζωγραφισμένη εικόνα." [74] Κοιτάζω το τοπίο εξαντλητικά δεν θα πει, το συλλαμβάνω ολοκληρωτικά. Συλλαμβάνω ένα αντικείμενο ολοκληρωτικά θα σήμαινε ότι του επιβάλλομαι ολότελα. Αντίθετα κοιτάζω το τοπίο εξαντλητικά θα πει αποτρέπω το βλέμμα από τον εαυτό μου, βυθίζομαι στο τοπίο. Εδώ ο παρατηρητής δεν έχει το τοπίο ως αντι-κείμενο εμπρός από τον εαυτό του. Πολύ περισσότερο συντήκεται με το τοπίο. Στον πίνακα Βραδινό χιόνι στη χώρα όπου ποτάμι κι ουρανός υπεισέρχονται το ένα στο άλλο, ο Yu-chien γράφει: "Η άπειρη έκταση ποταμού κι ουρανού είναι η άπειρη έκταση της καρδιάς." Εδώ η καρδιά δεν είναι κανένα όργανο της εσωτερικότητας. Χτυπά κατά έναν τρόπο έξω. Η έκτασή της είναι η έκταση του τοπίου συνεκτατικά. Ποτάμι και ουρανός υπεισέρχονται το ένα στο άλλο κι εκβάλλουν στην εκ-σωτερικευμένη, εκ-κενωμένη κανενική καρδιά.
Ο Yu-chien πλαισιώνει τον πίνακά του Στον απόμακρο όρμο επιστρέφουν ιστιοφόρα στις λέξεις: "Χώρα απέραντη μπαίνει στου πινέλου την άκρη. Πανιά πέσανε στο φθινοπωρινό ποτάμι και χάθηκαν στην αχλή του βραδιού. Το τελευταίο δειλινό φως δεν έχει σβήσει ακόμα, κι όμως τα φανάρια των ψαράδων ήδη αρχίζουν να τρεμολάμπουν. Δυο γέροι σε μια βάρκα μιλούν αραχτά για την χώρα Jiang-nan." Α-πέραντο είναι αυτό το τοπίο διότι ρέει. Η βραδινή αχλή καλύπτει τα πανιά. Η βάρκα σχεδόν δεν διακρίνεται από τον φθινοπωρινό ποταμό. Φωτεινό και σκοτεινό συγχέονται. Κι εκεί που η απέραντη χώρα μπαίνει στην άκρη του πινέλου, ο ζωγράφος είναι το τοπίο. [75] Απο-ζωγραφίζ-εται στο τοπίο. Ο ζωγράφος καθρεφτίζει το τοπίο στον εαυτό του κανενικά. Το τοπίο ζωγραφίζει το τοπίο. Αυτό καθοδηγεί το πινέλο. Το τοπίο ιδώνεται έτσι όπως αυτό βλέπει τον εαυτό του δίχως την προοπτική του παρατηρούντος ζωγράφου. Το πινέλο, που γίνεται ένα με το τοπίο, δεν επιτρέπει καμιά απόσταση, στην οποία θα ήταν δυνατό ένα προοπτικό, αντικειμενοποιό βλέμμα. Και όπου η απέραντη χώρα συντήκεται με την άκρη του πινέλου, κάθε πινελιά είναι το τοπίο ολόκληρο. Η κάθε μια πινελιά ανασαίνει το όλον, όλο το τοπίο του Hsiao-Hsing. Βασικά στις ζεν-βουδιστικές εικόνες τοπίων τίποτα δεν <ζωγραφίζεται> ή δεν <εκτελείται>. Τμήματα δεν συσσωρεύονται και δεν συγκεντρώνονται σ' ένα όλον συστηματικά.
Η μεταμόρφωση είναι επίσης σημαντικό στοιχείο του ιαπωνικού θεάτρου-No, εκείνου του από μια βαθιά θρησκευτικότητα φερόμενου θεάτρου μουσικής και χορού, αφήγησης και άσματος, μεταξωτών ενδυμάτων και ξύλινων προσωπείων. Η σκηνή παρουσιάζεται σαν μικρός ναός χωρίς μπροστινά και πλάγια τοιχώματα. Ως φόντο της σκηνής χρησιμεύει ο "τοίχος του καθρέφτη", ο πίσω τοίχος μ' ένα ζωγραφισμένο "γέρικο πεύκο" που φαντάζει σαν σιγαλό είδωλο του κόσμου. Πίσω και αριστερά η σκηνή μεταβαίνει σε μια γέφυρα τριγυρισμένη από πεύκα. Αυτός ο γεφυρωτός δρόμος, από τον οποίο οι ηθοποιοί του No φθάνουν στη σκηνή, από την άλλη πλευρά οδηγεί σ' έναν μικρό χώρο που ονομάζεται το "δωμάτιο του καθρέφτη". Αυτός ο χώρος, όπου στον τοίχο κρέμεται ένας μεγάλος καθρέφτης, μπορεί να περιγραφεί ως ιερός χώρος μεταμόρφωσης. Εδώ ο πρωταγωνιστής του θεάτρου No, shite, συγκεντρώνεται πριν από την εμφάνιση. Εμπρός στον καθρέφτη φοράει το προσωπείο-No, omote, και εκτελεί την μεταμόρφωση.
Folding screen, "Watching Noh" (detail), Edo period, c. 1607, color/ink/gold leaf on paper, 41 15/16 x 167 5/8".
[76] Μεταμορφώνεται στην όψη του προσωπείου που βλέπει στον καθρέφτη. Εμπρός στον καθρέφτη ο ηθοποιός κενώνεται από τον εαυτό του για να μεταβεί στον άλλο. Περισυλλέγεται στον άλλο. Ο καθρέφτης δεν είναι ναρκισσιστικός χώρος αλλά τόπος της μεταμόρφωσης.
Το ίδιο το προσωπείο No έχει επάνω του κάτι το μετέωρο. Η έκφρασή του είναι πολυστρωματική, πολύπλοκη. Λόγω αυτής της μετέωρης έκφρασης, που δεν ταυτίζεται, δεν δίνει άκαμπτη εντύπωση. Η ομορφιά, δηλ. η χάρη της συνίσταται ακριβώς σ' αυτό το ιδιόμορφα μετέωρο. Ο ηθοποιός, με αδιόρατες κινήσεις του κεφαλιού, με παιχνίδι φωτός και σκιάς ζωντανεύει πότε τη μια έκφραση και πότε την άλλη. Εκτός από διάφορα προσωπεία δαιμόνων, τα προσωπεία-No φαίνονται αχνά, κενά από έκφραση. Όμως ακριβώς λόγω αυτής της κενότητας μπορούν να παίρνουν πολλές εκφραστικές μορφές. Κατόπιν το προσωπείο-No δίνει μετέωρη εντύπωση και γιατί παραμένει σ' ένα μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας.
Κάποτε ο Dschuang Dschou ονειρεύτηκε πως ήταν πεταλούδα, πεταλούδα που πετάριζε, που ένοιωθε καλά κι ευτυχισμένη και που δεν είχε ιδέα για τον Dschuang Dschou. Ξαφνικά ξύπνησε: νά 'τος πάλι ο Dschuang Dschou, πραγματικός κι αληθινός. Και τώρα δεν ξέρω αν Dschuang Dschou ονειρεύτηκε πως είναι πεταλούδα ή αν η πεταλούδα ονειρεύτηκε πως είναι ο Dschuang Dschou ...
[77] Και στο θέατρο No χωρίς προσωπείο, το πρόσωπο του ηθοποιού μένει κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο κενό όπως το προσωπείο. Ακόμα και στις εξωτερικεύσεις συναισθημάτων δεν κάνει εκφραστική εντύπωση. Επίσης ο χορός No φαίνεται σ' ένα πρώτο βλέμμα αν-έκφραστος. Συνίσταται εν πολλοίς σε κινήσεις συρσίματος και γλιστρήματος επάνω στο πάτωμα της σκηνής (mau), όπου οι δυο σόλες των παπουτσιών σχεδόν δεν αφήνουν το πάτωμα. Μετά από την ελαφρά άρση της μύτης του ποδιού, τα πόδια θωπεύουν και πάλι το έδαφος ήπια και αθόρυβα. Το σώμα του χορευτή μένει εν πολλοίς οριζόντιο. Δεν γίνονται καθόλου άλματα. Κανένας ηρωισμός δεν διακόπτει την οριζόντια γραμμή του χορού.
Και τα χαϊκού, τα ποιήματα ζεν, δεν είναι <έκφραση> της <ψυχής>. Μάλλον μπορούν να ερμηνευτούν ως όψεις του κανενός. Σ' αυτά δεν διαπιστώνεται καμιά εσωτερικότητα. Κανένα <λυρικό εγώ> δεν εκφράζει τον εαυτό του. Και τα πράγματα του χαϊκού δεν ωθούνται προς τίποτα. Κανένα <λυρικό> εγώ δεν πλημμυρίζει τα πράγματα και δεν τα κάνει έτσι μεταφορές ή σύμβολα. Πολύ περισσότερο το χαϊκού αφήνει τα πράγματα να λάμπουν όπως είναι. Η μη ώθηση προς τίποτα ως βασική διάθεση του χαϊκού παραπέμπει στην νήστι καρδιά του ποιητή η οποία, κανενικά, καθρεφτίζει τον κόσμο στον εαυτό της.
Σε φτερούγες χήνας
στρώνεται το απαλό χιόνι·
ω, αυτή η σιγή.
Shiki
Στο χαϊκού δεν δηλώνεται μεν κανένας <άνθρωπος> ιδιαίτερα, κανένα <εγώ>. Όμως δεν συγγενεύει μ' εκείνο το ποίημα του απρόσωπου το οποίο ο Heidegger δοκιμάζει να ερμηνεύσει μέσα από το "συμβάν".
[78] Στο Zur Sache des Denkens ο Heidegger παραθέτει από τον Trakl:
Είν' ένα φως που τό 'χει σβύσει ο άνεμος.
Είν' ένα κανάτι που ένας μέθυσος παρατάει το μεσημέρι.
Είν' ένα αμπέλι καμένο και μαύρο, με τρύπες γεμάτες αράχνες.
Είν' ένας χώρος που τον βάψαν με γάλα.
Είν' ένα θερισμένο χωράφι όπου πέφτει μαύρη βροχή.
Είν' ένα καφετί δέντρο που στέκει μονάχο.
Είν' ένας άνεμος που σφυρίζει και τριγυρίζει άδειες καλύβες –
Τι θλιβερό τούτο το βράδυ.
Ο Heidegger τονίζει την εγγύτητα του "είναι" με το <δίνεται> ("Il y a") ενός ποιήματος του Rimbaud:
Είναι κάποιο πουλί στο δάσος που σαν τ' ακούς να κελαηδά στέκεις και κοκκινίζεις απ' το σάστισμά σου.
Είν' ένα εκκρεμές που δε σημαίνει πια τις ώρες.
Είναι, βαθιά στο χώμα, τρυπωμένη μια φωλιά γιομάτη κάτασπρα ζωάκια.
Είναι μια εκκλησιά που πάει τον κατήφορο και μια λίμνη που όλο ανηφορά...
[μετ. Οδυσσέα Ελύτη]
Ένα συνηθισμένο <έχει>, λέει ο Heidegger, παριστά πάντα μια αναφορά σ' ένα ον η οποία αποσκοπεί στην ιδιοποίηση εκ μέρους του ανθρώπου: "Όταν π.χ. λέγεται: στο ρέμα έχει πέστροφες, τότε δεν διαπιστώνεται το απλό <είναι> από τις πέστροφες. Ήδη, και συνάμα, μ' αυτήν την φράση εκφράζεται ένα διακριτικό του ρέματος· [79] χαρακτηρίζεται ως ρέμα με πέστροφες, και μ' αυτό ως ιδιαίτερο ρέμα, δηλαδή τέτοιο όπου κανείς μπορεί να ψαρέψει. Επομένως στην άμεση χρήση του "έχει" βρίσκεται ήδη η αναφορά στον άνθρωπο. Συνήθως αυτή η αναφορά είναι η διαθεσιμότητα, η αναφορά σε μια δυνητική ιδιοποίηση εκ μέρους του ανθρώπου."
Ω, τι δροσιά:
Ο βραδινός αέρας σηκώνεται
και ψάρια πηδάνε.
Shiki
Το "Es ist" του Trakl, το "Il y a" του Rimbaud αντίθετα, συνεχίζει ο Heidegger, δεν εκφράζει καμιά παροντικότητα από κάτι, καμιά διαθεσιμότητα αυτού που δίνεται. Πολύ περισσότερο ονομάζει κάτι "μη διαθέσιμο, το αφορών ως ένα δεινό, το δαιμονικό", το οποίο διαφεύγει κάθε ανθρώπινης σύλληψης.
Τα χαϊκού εκφράζουν τον κόσμο, τα πράγματα στο όπως είναι τους, που λάμπει πέραν της ανθρώπινης σύλληψης. Όμως αυτό το όπως είναι δεν εμφανίζεται ως ένα δαιμονικό απρόσωπο. Μάλλον είναι φίλιο παρά δαιμονικό ή δεινό. Σε αντίθεση με ποιήματα του απρόσωπου [είναι] τα χαϊκού βασικά δεν παραπέμπουν σε τίποτα, σε κανένα μη διαθέσιμο ουσιαστικό. Κανένα δαιμονικό απρόσωπο δεν πλημμυρίζει το εγώ και τον κόσμο. Το ποίημα του απρόσωπου, αν κανείς το δει προσεκτικότερα, προδίδει ακόμα ένα εγώ που είναι εκτεθειμένο σε μια ολοκληρωτική απώλεια της νοηματικής αναφοράς του κόσμου ως απρόσωπου, ανώνυμου μεγέθους. [80] Από τα πράγματα που είναι, παίρνει τον λόγο ένα αποξενωμένο, εκκοιλωμένο εγώ που βολοδέρνει απόκοσμο, που αναζητά, που καλεί. Κι ακόμη τα πράγματα δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Κάθε πράγμα γίνεται μια κενή, ανώνυμη ηχώ του απρόσωπου. Στα ποιήματα του απρόσωπου κρατεί μια πλήρης έλλειψη αναφορών, ενώ τα χαϊκού αρθρώνουν μια αναφορικότητα, μια φιλική σχεσιακότητα.
Το κενό ως ο τόπος του χαϊκού εκ-κενώνει τόσο το εγώ όσο και το απρόσωπο. Έτσι το χαϊκού δεν είναι ούτε <προσωπικό> ούτε <απρόσωπο>.
Η ευωδιά των βράχων:
Το χόρτο του θέρους, που ήταν κόκκινο,
Σε δρόσο και ζέστη.
Bashô
Ακόμα τα χαϊκού δεν παραπέμπουν σε κάποια κρυφή σημασία που θα έπρεπε ν' ανακαλυφθεί. Δεν υπάρχει καμιά μεταφορά που θα έπρεπε να υποστεί ερμηνεία. Το χαϊκού είναι ολότελα εμφανές. Είναι καθαυτό φωτεινό. Κανείς δεν θα χρειάζονταν πρώτα να το <φωτίσει>.
Η μια ριπή του αέρα
κάνει τα θαλασσοπούλια
να φαίνονται πολύ πιο λευκά.
Buson
Το χαϊκού φανερώνει το <νόημά> του ολότελα. Τρόπον τινά δεν έχει να κρύψει τίποτα. Δεν είναι στραμμένο προς τα μέσα. Δεν ενυπάρχει σ' αυτό κανένα <βαθύτερο νόημα>. Αυτή η απουσία του <βαθύτερου νοήματος> συνιστά ακριβώς την βαθύτητα του χαϊκού. [81] Αντιστοιχεί στην απουσία της ψυχικής εσωτερικότητας. Η φωτεινή ανοικτότητα, η ανεμπόδιστη έκταση του χαϊκού εκπηγάζει από την εκ-σωτερικευμένη, εκ-κενωμένη καρδιά, από την κανενική συλλογή δίχως εσωτερικότητα.