ὦ τύμβος...
891-930
Το παρακατω κειμενο ειναι αποσπασμα απο την Αντιγονη του Σοφοκλη (στ. 891-930). Παρατιθεται η μεταφραση του Hölderlin, η αποδοση της στα νεα ελληνικα, καθως και η μελοποιηση της απο τον Carl Orff.
Παντου εδω, και φυσικα εξαρχης στο αρχαιο κειμενο, συναντουμε το υφος το οποιο θα μπορουσε να εννοηθει απο την διαλεκτικη Κυριου και Δουλου του Hegel ως το υφος του Κυριου.
Η διαλεκτικη Κυριου και Δουλου δεν αφορα οπωσδηποτε σχεσεις κυριαρχιας. Ο Κυριος ειναι αυτος που στην αναμετρηση δεν δειλιαζει εμπρος στον θανατο. Ειναι αποφασισμενος για ολα. Δεν εχει δευτερες σκεψεις για τον εαυτο του, την ασφαλεια, την αυτοσυντηρηση του. (βλ. και Byung-Chul Han, Η απλως ζωη) Διακατεχεται απο μια ολοκληρωτικη αυταπαρνηση.
Ο Κυριος του Hegel θυμιζει τον σαμουραϊ του Musashi, για τον οποιο "Ο δρομος του πολεμιστη ειναι η αποφασιστικη αποδοχη του θανατου".
η μεταφραση του Hölderlin
Antigonae
O Grab! o Brautbett! unterirdische / Behausung, immerwach! Da werd ich reisen / Den Meinen zu, von denen zu den Toten / Die meiste Zahl, nachdem sie weiter gangen, / Zornigmitleidig dort ein Licht begrüßt hat: Von denen ich, die letzte, nun am schlimmsten / In weiter Welt vergehn muß, ehe mir / Des Lebens Grenze kommt.
Doch komm ich an, / So nähr ich das mit Hoffnungen gar sehr, / Daß lieb ich kommen werde für den Vater, / Auch dir lieb, meine Mutter! lieb auch dir, / Du brüderliches Haupt! Denn als ihr starbt, / Hab ich genommen euch mit eigner Hand / Und ausgeschmückt und über eurem Grabe / Trankopfer euch gebracht.
Nun, Polynikes, / Indem ich decke deinen Leib, erlang ich dies, / Obgleich ich dich geehrt, vor Wohlgesinnten. / Nie nämlich, weder wenn ich Mutter / Von Kindern wäre oder ein Gemahl / Im Tode sich verzehret, hätt ich mit Gewalt, / Als wollt ich einen Aufstand, dies errungen. /
Und welchem Gesetze sag ich dies zu Dank? / Wär ein Gemahl gestorben, gäb es andre, / Und auch ein Kind von einem andern Manne, / Wenn diesen ich umarmt. Wenn aber Mutter / Und Vater schläft, im Ort der Toten beides, / Steht's nicht, als wüchs ein andrer Bruder wieder. /
Nach solchem Gesetze hab ich dich geehrt, / Dem Kreon aber schien es eine Sünde / Und sehr gewagt, o brüderliches Haupt! / Und jetzt führt er mich weg, mit Händen so mich greifend, / Mich ohne Bett und Hochzeit; noch der Ehe Teil / Hab ich empfangen, noch ein Kind zu nähren. / Doch einsam so von Lieben, unglückselig, / Lebendig in die Wildnis der Gestorbnen / Komm ich hinab.
Welch Recht der Geister übertretend? / Was soll ich Arme noch zu himmlischen / Gewalten schaun? Wen singen der Waffengenossen? / Da ich Gottlosigkeit aus Frömmigkeit empfangen. / Doch wenn nun dieses schön ist vor den Göttern, / So leiden wir und bitten ab, was wir / Gesündiget. Wenn aber diese fehlen, / So mögen sie nicht größer Unglück leiden, / Als sie bewirken offenbar an mir.
Chor
Noch von demselben Stürmen hat / Sie noch dieselben Stöße in der Seele.
η μεταφραση της μεταφρασης του Hölderlin
Αντιγονη
Ταφε! νυφικο κρεββατι! υπογεια κατοικια, αγρυπνη παντα! Εκει θα υπαγω, στους δικους μου, που τους περισσοτερους απ' αυτους, σαν φυγανε παραπερα, φως οργισμενο και συμπονετικο τους υποδεχτηκε στους νεκρους: Οπου τωρα εγω, απο τουτους η τελευταια, πρεπει να χαθω σε κοσμο αχανη με τον χειροτερο τροπο, προτου να ερθει το οριο της ζωης μου.
Μα σαν φτασω, τρεφω μεγαλες ελπιδες οτι θα φτασω αγαπημενη για τον πατερα, και για σενα αγαπημενη, μητερα μου! αγαπημενη και για σενα, αδελφικη κεφαλη! Γιατι σαν πεθανατε σας πηρα με τα ιδια μου τα χερια και σας εστολισα και σας εφερα επανω στον ταφο σας θυσιαστηριες σπονδες.
Και τωρα, Πολυνεικη, καθως καλυπτω το σωμα σου, με βρισκουν αυτα, αν και, για τους σωφρονες, σε ετιμησα. Αφου ποτε, ουτε αν ημουν μητερα παιδιων, η αν εναν συζυγο ειχε κατασπαραξει ο θανατος, δεν θα το ειχα κανει με τη βια, σαν να 'θελα επανασταση.
Και χαρη σε ποιον νομο τα λεω αυτα; Αν ειχε πεθανει συζυγος, θα ειχε αλλους, και παιδι απο αλλον αντρα, αν τον αγκαλιαζα. Μα οταν μητερα και πατερας κοιμουνται κι οι δυο στον τοπο των νεκρων, αλλος αδελφος δεν θα μπορεσει να γινει.
Συμφωνα μ' αυτον τον νομο σε τιμησα, ομως στον Κρεοντα φανηκε αμαρτια κι αποκοτια, αδελφικη κεφαλη! Και τωρα με πιανει απο τα χερια και με παιρνει απο εδω, εμενα, χωρις κλινη και γαμηλια τελετη· δεν πηρα μερος ουτε σε γαμο ουτε στο να θρεψω παιδι. Αλλα, απο αγαπημενους ξεχωρη, δυσμοιρη, ζωντανη κατεβαινω στην αγριαδα των πεθαμενων.
Παραβιαζοντας ποιο δικαιο των πνευματων; Τι να προσβλεπω πια, εγω η φτωχη, σε ουρανιες δυναμεις; Ποιον απο τους συμμαχους να τραγουδησω; Καθως απο την ευσεβεια εισεπραξα θεΪκη απουσια. Μα αν τουτο ειναι καλο στους θεους, εμεις θα υποφερουμε και θα ζητησουμε αφεση για ο,τι αμαρτησαμε. Ομως αν λειπουν αυτοι, ας μην υποφερουν μεγαλυτερη δυστυχια απ' οση προφανως προκαλουνε σ' εμενα.
Χορος
Απο τις ιδιες θυελλες εχει ακομα τις ιδιες ριπες στην ψυχη.
το αρχαιο κειμενο στ. 891-930
Αντιγονη
ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς / οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι / πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς / πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ᾽ ὀλωλότων· / ὧν λοισθία ᾽γὼ καὶ κάκιστα δὴ μακρῷ / κάτειμι, πρίν μοι μοῖραν ἐξήκειν βίου. /
ἐλθοῦσα μέντοι κάρτ᾽ ἐν ἐλπίσιν τρέφω / φίλη μὲν ἥξειν πατρί, προσφιλὴς δὲ σοί, / μῆτερ, φίλη δὲ σοί, κασίγνητον κάρα. / ἐπεὶ θανόντας αὐτόχειρ ὑμᾶς ἐγὼ / ἔλουσα κἀκόσμησα κἀπιτυμβίους / χοὰς ἔδωκα·
νῦν δέ, Πολύνεικες, τὸ σὸν / δέμας περιστέλλουσα τοιάδ᾽ ἄρνυμαι. / καίτοι σ᾽ ἐγὼ ᾽τίμησα τοῖς φρονοῦσιν εὖ. / οὐ γάρ ποτ᾽ οὔτ᾽ ἂν εἰ τέκνων μήτηρ ἔφυν / οὔτ᾽ εἰ πόσις μοι κατθανὼν ἐτήκετο, / βίᾳ πολιτῶν τόνδ᾽ ἂν ᾐρόμην πόνον. /
τίνος νόμου δὴ ταῦτα πρὸς χάριν λέγω; / πόσις μὲν ἄν μοι κατθανόντος ἄλλος ἦν, / καὶ παῖς ἀπ᾽ ἄλλου φωτός, εἰ τοῦδ᾽ ἤμπλακον, / μητρὸς δ᾽ ἐν Ἅιδου καὶ πατρὸς κεκευθότοιν / οὐκ ἔστ᾽ ἀδελφὸς ὅστις ἂν βλάστοι ποτέ. /
τοιῷδε μέντοι σ᾽ ἐκπροτιμήσασ᾽ ἐγὼ / νόμῳ, Κρέοντι ταῦτ᾽ ἔδοξ᾽ ἁμαρτάνειν / καὶ δεινὰ τολμᾶν, ὦ κασίγνητον κάρα. / καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβὼν / ἄλεκτρον, ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου / μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς, / ἀλλ᾽ ὧδ᾽ ἐρῆμος πρὸς φίλων ἡ δύσμορος / ζῶσ᾽ ἐς θανόντων ἔρχομαι κατασκαφάς· /
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; / τί χρή με τὴν δύστηνον ἐς θεοὺς ἔτι / βλέπειν; τίν᾽ αὐδᾶν ξυμμάχων; ἐπεί γε δὴ / τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ᾽ ἐκτησάμην. / ἀλλ᾽ εἰ μὲν οὖν τάδ᾽ ἐστὶν ἐν θεοῖς καλά, / παθόντες ἂν ξυγγνοῖμεν ἡμαρτηκότες· / εἰ δ᾽ οἵδ᾽ ἁμαρτάνουσι, μὴ πλείω κακὰ / πάθοιεν ἢ καὶ δρῶσιν ἐκδίκως ἐμέ.
Χορος
ἔτι τῶν αὐτῶν ἀνέμων αὐταὶ / ψυχῆς ῥιπαὶ τήνδε γ᾽ ἔχουσιν.