Στην ψυχοθεραπεία, για να ξεκινήσουμε από το χώρο που στους περισσότερους από εμάς είναι οικείος, γνωρίζουμε πως, για να προβούμε σε μια ερμηνεία, ο πελάτης μας χρειάζεται ήδη κάπως να είναι ανοιχτός γι’ αυτό που θ’ ακούσει, διαφορετικά δεν θα το ακούσει.
Στην ερμηνεία υπάρχει η κίνηση σ’ έναν κύκλο: ακούω αυτό που ήδη, κατά έναν τρόπο, έχω ήδη ακούσει· η ερμηνεία με φέρνει εκεί όπου ήδη βρίσκομαι.
Το πρώτο βήμα της ερμηνείας των αποσπασμάτων του Παρμενίδη συνίσταται λοιπόν σε μια προετοιμασία, η οποία θα μας φέρει στο κλίμα τους και θα μας εξοικειώσει με τον λόγο τους.
Όμως αυτός ο λόγος δεν είναι πληροφορία για ένα θέμα το οποίο δεν γνωρίζουμε και για το οποίο δεν έχουμε ιδέα. Ο λόγος του Παρμενίδη είναι ένας λόγος για το όλον. Σαν τέτοιος μας αφορά, που θα πει, μας λέει αυτό στο οποίο ήδη βρισκόμαστε. Το νόημα της προετοιμασίας δεν είναι να φέρει κάτι καινούργιο αλλά να αφυπνίσει το βλέμμα για εκείνο το οποίο είναι ήδη εμπρός του.
Και πάλι, στον κύκλο αυτόν, δεν υπάρχει ένα απόλυτο ξεκίνημα: πάντα φτάνουμε στην αρχή. Ίσως, έχοντας διαβεί τον κύκλο, μ’ ένα βλέμμα ευρύτερο.
Εδώ θα ξεκινήσουμε με το ζήτημα ακριβώς της ερμηνείας, με τον λεγόμενο «ερμηνευτικό κύκλο», και θα επιδιώξουμε να γνωρίσουμε καλύτερα αυτό στο οποίο, εμπρός στ’ αποσπάσματα του Παρμενίδη, καλούμαστε ν’ ανταποκριθούμε.
Και πρώτα ας αναρωτηθούμε τι εννοούμε όταν «κάνουμε ερμηνείες».
Κάθε ερμηνεία, η οποία θέλει να παράσχει κατανόηση, πρέπει ήδη να έχει κατανοήσει αυτό που έχει να ερμηνεύσει. [...] Όταν όμως η ερμηνεία πρέπει ήδη από τα πριν να κινείται στην περιοχή του κατανοημένου και να τροφοδοτείται απ’ αυτό, πώς μπορεί τότε να δώσει επιστημονικά συμπεράσματα δίχως να κινείται σε κύκλο [...]; Όμως ο κύκλος, σύμφωνα με τους πλέον στοιχειώδεις κανόνες της λογικής, είναι ένας φαύλος κύκλος. [...]
Όμως το να βλέπουμε σ’ αυτόν τον κύκλο κάτι το φαύλο και ν’ αναζητούμε δρόμους να τον αποφύγουμε, ακόμη μάλιστα και μόνον να τον «αισθανόμαστε» ως αναπόφευκτη ατέλεια, θα πει να παρανοούμε την κατανόηση εξαρχής. [...] Το αποφασιστικό δεν είναι να εξέλθουμε από τον κύκλο αλλά να εισέλθουμε σ’ αυτόν με τον σωστό τρόπο. Αυτός ο κύκλος της κατανόησης δεν είναι ένας στον οποίο κινείται ένας οποιοσδήποτε τρόπος της γνώσης, αλλά είναι η έκφραση της εκ-στατικής [existential] προ-δομής του ίδιου του Dasein. Ο κύκλος δεν πρέπει να ευτελιστεί σε κάτι το φαύλο, ούτε έστω και σε κάτι το απλώς ανεκτό. [...]
Ο «κύκλος» στην κατανόηση ανήκει στην δομή του νοήματος, κι αυτό το φαινόμενο έχει την ρίζα του στην εκ-στατική συγκρότηση του Dasein, στην ερμηνεύουσα κατανόηση. Το ον για το οποίο, ως Είναι-στον-κόσμο, το προκείμενο είναι το Είναι του καθαυτό, έχει οντολογική κυκλική δομή. [...]
Hanspeter Padrutt, Und sie bewegt sich doch nicht, [Κι όμως δεν γυρίζει], Zürich 1991, σελ. 189:
Τι κάνει ο ήλιος την νύχτα; Μήπως ο θεός του ήλιου το βράδυ κρύβεται σ’ ένα μεγάλο χρυσό κύπελλο που στην διάρκεια της νύχτας τον μεταφέρει με τα κύματα του Ωκεανού από την δύση στην ανατολή; Μόνο που κανένα θνητό μάτι δεν θα δει ποτέ ένα τέτοιο κύπελλο – και τούτο όχι μόνον επειδή δεν θα βρίσκονταν κανένα τέτοιο πλοίο που να μπορούσε να πλεύσει μέχρι τον τόπο της δύσης του ήλιου. Το θνητό μάτι δεν μπορεί να δει το κύπελλο προπάντων διότι στο είδωμα θα ανήκε εκείνο το φώς που θάταν κρυμμένο μέσα στο κύπελλο.
Hanspeter Padrutt, Und sie bewegt sich doch nicht, [Κι όμως δεν γυρίζει], Zürich 1991, σελ. 170:
Ο ίδιος ο Φραντς Μπρεντάνο, ο οποίος με την διατριβή του ήλκυσε την προσοχή του Heidegger στην «πολλαπλή σημασία του όντος κατά τον Αριστοτέλη», ως δάσκαλος άνοιξε το βλέμμα του Edmund Husserl για την αναφορικότητα, το ότι τα φαινόμενα της συνείδησης έχουν «κατεύθυνση». Η επιθυμία είναι επιθυμία για κάτι· η αντίληψη είναι αντίληψη από κάτι, ακόμη και παραδείγματος χάριν σε μία λεγόμενη ψευδαίσθηση. Με τον Husserl η αλληλέχεια της νοούσας πρόσληψης και του προσλαμβανόμενου έγινε η αφετηρία της φαινομενολογίας. Το βλέμμα για την αναφορικότητα ήταν η πρώτη διαδρομή προς την μετέπειτα μετά-θεση.
Αυτό το κίνημα έγινε ακόμη σαφέστερο για τον μαθητή του Husserl Martin Heidegger χάρη στις λογικες ερευνες του Husserl επάνω στην λεγόμενη «κατηγορική θεώρηση» [«kategoriale Anschauung»]. Στην αντίληψη από κάτι, αντιλαμβανόμαστε περισσότερα από το απλώς αισθητηριακά εμπειρατό. Βλέπουμε «αυτό το μπαρ του ξενοδοχείου», και ήδη έχουμε δει περισσότερα από μόνο ένα μπαρ ξενοδοχείου, δηλαδή τουλάχιστον και το «αυτό το», το οποίο μόλις είπαμε. Βλέπουμε στην «κατηγορία» της «αυτό-τητας»· δίνεται «κατηγορική θεώρηση»! Αυτή είναι η κρίσιμη καμπή προς την φαινομενολογία του Heidegger και μία δεύτερη διαδρομή κατά την μετά-θεση. Ο Heidegger θα επιχειρήσει να δείξει πως βλέπουμε κι ακόμη περισσότερα, παραδείγματος χάριν ότι αυτό το μπαρ του ξενοδοχείου είναι. Προσλαμβάνουμε το Είναι, αυτό καθαυτό. Τώρα η μετά-θεση της μεγάλης αλληλέχειας νόησης και Είναι γίνεται προφανής. Η κυριαρχία του αντιλαμβανόμενου, γιγνώσκοντος υποκειμένου διασπάται, και το ερώτημα της γνωσιολογίας, πώς απολήγει η γνώση στο γιγνωσκόμενο, καθίσταται περιττή καθότι βέβαια η γνώση είναι από πάντα στο γιγνωσκόμενο. Δεν παρασταίνω [εγώ] το δέντρο ενώπιόν μου, αλλά το δέντρο μου παρουσιάζεται, μου μιλάει. Το μάτι του σχεδιαστή δεν είναι «το πρώτο» [βλ. εικόνα σελ. 34. Ντύρρερ: «Το πρώτο είναι το μάτι, που βλέπει, το άλλο είναι το αντικείμενο, που βλέπεται, το τρίτο είναι η έκταση ανάμεσα.»] · πιο πριν έρχεται η ξαπλωμένη γυναίκα που του μιλάει.
Η μετά-θεση σπάζει το κέλυφος της συνείδησης, και μαζί τα οπτικά και τα υπόλοιπα παράθυρα των αισθήσεων που μεσολαβούν στην συνείδηση μια εικόνα του κόσμου έξω. Είμαστε ήδη από πάντα στον κόσμο «έξω»· όταν ο σχεδιαστής δει την γυναίκα, είναι ήδη σ’ αυτήν. [...]
Καταρχήν οφείλω να σας ομολογήσω πως παραμύθι μ’ αυτό το όνομα δεν υπάρχει. Παρολαυτά θα σας πω ένα παραμύθι. Είναι από την συλλογή των αδελφών Γκριμμ και ο πραγματικός του τίτλος είναι Ο λαγός κι ο σκαντζόχοιρος. Το όνομα που του έδωσα οφείλεται στην ερμηνεία που θ’ ακολουθήσει.
Ο λαγός κι ο σκαντζόχοιρος
Αυτή την ιστορία, παιδιά, κανείς πρέπει να τη διηγείται σα νά ‘ταν ψεύτικη, κι όμως είναι αληθινή, γιατί την έχω απ’ τον παππού μου, την έλεγε μ’ ευχαρίστηση και συνήθιζε να προσθέτει: «Κι όμως πρέπει νά ‘ναι αληθινή, γιε μου, αλλιώς πώς γίνεται να τη διηγούνται.» Κι η ιστορία είναι αυτή:
Ήταν Κυριακή πρωί, του Θεριστή, ακριβώς όταν ανθίζαν τ’ αμπέλια, ο ήλιος είχε ανέβει στον ουρανό λαμπρός, το πρωινό αγέρι πέρναγε γλυκό πάνω απ’ τα κομμένα στάχυα, οι κορυδαλλοί τραγουδούσαν στον αέρα, οι μέλισσες ζουζούνιζαν στα λουλούδια, ο κόσμος ντυμένος τα κυριακάτικά του πήγαινε στην εκκλησιά κι όλη η πλάση χαιρόταν κι ο σκαντζόχοιρος επίσης.
Ο σκαντζόχοιρος λοιπόν καθότανε μπροστά στην πόρτα του με σταυρωμένα τα χέρια, χάζευε το πρωινό αγέρι κι ανέμελα τραγούδαγε μόνος του ένα τραγουδάκι, τόσο καλά και τόσο άσχημα όσο ένας σκαντζόχοιρος συνηθίζει να τραγουδά τα όλο ζωή κυριακάτικα πρωινά. Εκεί λοιπόν που σιγοτραγουδούσε, τού ‘ρθε άξαφνα η ιδέα κι είπε με το νου του, όση ώρα η γυναίκα του έπλενε κι έντυνε τα μικρά, να πάει μια βόλτα στο χωράφι να δει τι γίνονται τα γογγύλια του. Γιατί τα γογγύλια ήταν δίπλα στο σπίτι του και τά ‘τρωγε με την οικογένειά του, γι’ αυτό και τά ‘λεγε δικά του. Τό ‘πε και τό ‘κανε, κι ο σκαντζόχοιρος πήρε το δρόμο για το χωράφι. Δεν είχε ξεμακρύνει πολύ απ’ το σπίτι του, κι εκεί που πήγαινε να φέρει γύρο το θάμνο από μια αγριοκορομηλιά που βρίσκεται μπροστά στο χωράφι, συνάντησε το λαγό που είχε βγεί για παρόμοια δουλειά, δηλαδή να κοιτάξει τα λάχανά του. Ο σκαντζόχοιρος του ευχήθηκε φιλικά την καλημέρα. Ο λαγός όμως, που με τον τρόπο του ήταν ένας ευγενής και μεγαλοπιάνονταν, δεν απάντησε στο χαιρετισμό του σκαντζόχοιρου, είπε μόνο στο σκαντζόχοιρο, παίρνοντας μια τελείως κοροϊδευτική έκφραση: «Πώς, τόσο πρωί, και πιλαλάς στο χωράφι;» «Βγήκα περίπατο», είπε ο σκαντζόχοιρος. «Περίπατο;», γέλασε ο λαγός. «Καλά θά ‘κανες μου φαίνεται να χρησιμοποιείς τα πόδια σου για σοβαρότερες δουλειές.»
Αυτή η απάντηση ενόχλησε πάρα πολύ το σκαντζόχοιρο, γιατί όλα τ’ αντέχει, μα για τα πόδια του δε σηκώνει κουβέντα, ακριβώς επειδή είναι στραβά απ’ τη φύση τους. «Φαντάζεσαι λοιπόν», είπε ο σκαντζόχοιρος στο λαγό, «πως τα δικά σου πόδια είναι καλύτερα απ’ τα δικά μου;» «Αυτό ακριβώς εννοώ», είπε ο λαγός. «Θα το δούμε.», αποκρίθηκε ο σκαντζόχοιρος, «Βάζω στοίχημα πως αν παραβγούμε στο τρέξιμο θα σε περάσω.» «Μη γελάσω! Σύ, με τα στραβά σου ποδαράκια! », είπε ο λαγός, «Από μένα πάντως, ας γίνει. Τι στοίχημα βάζουμε;» «Ένα χρυσό λουδοβίκι και μια μπουκάλα τσίπουρο», αποκρίθηκε ο σκαντζόχοιρος. «Σύμφωνοι», είπε ο λαγός. «Εμπρός! Πάρε θέση και φύγαμε!» «Ε, δεν υπάρχει βία», αποκρίθηκε ο σκαντζόχοιρος. «Είμαι θεονήστικος ακόμα. Θέλω πρώτα να πάω σπίτι και να φάω κάτι για πρωινό. Σε μισή ώρα θά ‘μαι ‘δω.»
Συμφώνησε ο λαγός, κι έτσι ο σκαντζόχοιρος έφυγε. Στο δρόμο ο σκαντζόχοιρος συλλογίζονταν: «Ο λαγός πιστεύει στα μεγάλα του πόδια, μα θα του τη φέρω. Μπορεί νά ‘ναι ένας ευγενής, μα είναι βλάκας και θα δεις που θα πληρώσει.» Σαν έφτασε λοιπόν ο σκαντζόχοιρος σπίτι του φώναξε τη γυναίκα του και της είπε: «Γυναίκα, ντύσου γρήγορα, πρέπει νά ‘ρθεις μαζύ μου στο χωράφι.» «Τι τρέχει;» είπε η γυναίκα του. «Έβαλα στοίχημα με το λαγό ένα χρυσό λουδοβίκι και μια μπουκάλα τσίπουρο, θα παραβγούμε στο τρέξιμο κι εσύ πρέπει νά ‘σαι ‘κεί μαζύ μου.» «Αχ, Θεούλη μου, άντρα,», έβαλε τις φωνές η γυναίκα του σκαντζόχοιρου, «χάζεψες; Έχασες τα λογικά σου τελείως; Πώς σου πέρασε να παραβγείς στο τρέξιμο με το λαγό;» «Πάψε γυναίκα», είπε ο σκαντζόχοιρος, «αυτό είναι δικιά μου υπόθεση. Μην μπερδεύεσαι σε δουλειές των αντρών. Άιντε ντύσου κι έλα μαζύ μου!» Τι να κάνει η γυναίκα του σκαντζόχοιρου; Άλλωστε έπρεπε να τον ακολουθήσει, θέλοντας και μη.
Στο δρόμο που πηγαίναν είπε ο σκαντζόχοιρος στην γυναίκα του: « Άκου τώρα καλά τι θα σου πω. Βλέπεις εκείνο το μακρυ χωράφι, εκεί θα παραβγούμε. Στο ένα αυλάκι θα τρέξει ο λαγός και στ’ άλλο εγώ, και θ’ αρχίσουμε να τρέχουμε απ’ την απάνω μεριά. Εσύ λοιπόν το μόνο που θα κάνεις είναι να χωθείς στ’ αυλάκι εδώ, στην κάτω μεριά, και σα φτάσει ο λαγός απ’ απέναντι θα πεταχτείς έξω και θα του πεις: «Είμαι ήδη εδώ.»
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσανε στο χωράφι, ο σκαντζόχοιρος έδειξε στη γυναίκα του πού έπρεπε να σταθεί, κι ανηφόρισε το χωράφι. Σαν έφτασε, ο λαγός ήταν ήδη εκεί. «Λοιπόν; Φύγαμε;», είπε ο λαγός. «Μάλιστα!», είπε ο σκαντζόχοιρος. «Πάμε!» Και μπήκαν ο καθένας στ’ αυλάκι του. Ο λαγός μέτρησε: «Καί ένα, και δύο, και τρία!» και ροβόλησε το χωράφι σα σίφουνας. Όμως ο σκαντζόχοιρος έκανε κάπου τρία βήματα κι ύστερα γύρισε πίσω και κουλουριάστηκε ήσυχα μέσα στ’ αυλάκι.
Καθώς λοιπόν ο λαγός με δρασκελιές μεγάλες έφτασε στο κάτω μέρος του χωραφιού, του φώναξε η γυναίκα του σκαντζόχοιρου: «Είμαι ήδη εδώ.» Ο λαγός έμεινε αποσβολωμένος, πού να φανταστεί πως δεν ήταν ο ίδιος σκαντζόχοιρος, αυτός που του μίλησε. Γιατί, ως γνωστόν, η γυναίκα του σκαντζόχοιρου είναι ολόιδια με τον άντρα της. Είπε τότε ο λαγός με το νου του: «Κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα.» Φώναξε του σκαντζόχοιρου κι είπε: «Να τρέξουμε ξανά, πάλι πίσω!» Κι έφυγε πάλι σα σίφουνας, τόσο που τ’ αυτιά του ανέμιζαν στο κεφάλι του. Η γυναίκα του σκαντζόχοιρου όμως έμεινε ήσυχα στη θέση της. Όταν λοιπόν ο λαγός έφτασε, ο σκαντζόχοιρος του φώναξε: «Είμαι ήδη εδώ.» Έξω φρενών ο λαγός απ’ το κακό του, κραύγασε: «Να τρέξουμε ξανά, πάλι πίσω!» «Από μένα πάντως όσες φορές θες», απάντησε ο σκαντζόχοιρος. Έτσι ο λαγός έτρεξε άλλες εβδομήντα τρεις φορές, και πάντα ο σκαντζόχοιρος τά ‘βγαζε πέρα. Κάθε φορά που ο λαγός έφτανε κάτω ή πάνω, λέγανε ο σκαντζόχοιρος ή η γυναίκα του: «Είμαι ήδη εδώ.»
Μα την εβδομηκοστή τέταρτη φορά ο λαγός δεν έφτασε στο τέρμα. Στη μέση του χωραφιού σωριάστηκε στο χώμα, έφτυσε αίμα κι έμεινε στον τόπο. Ο σκαντζόχοιρος όμως πήρε το κερδισμένο του χρυσό λουδοβίκι και την μπουκάλα το τσίπουρο, φώναξε τη γυναίκα του να βγεί απ’ τ’ αυλάκι και γύρισαν κι οι δυο ευχαριστημένοι σπίτι τους, κι αν δεν έχουν πεθάνει, είναι ακόμα ζωντανοί.
Έτσι έγινε, και στον κάμπο του Μπούξτεχούντε ο σκαντζόχοιρος έβαλε το λαγό να τρέξει, κι από τότε κανένας λαγός δεν τόλμησε ξανά να παραβγεί στο τρέξιμο με τους σκαντζόχοιρους του Μπούξτεχούντε.
Όμως το δίδαγμα αυτής της ιστορίας είναι, πρώτον, πως κανένας, όσο σπουδαίος κι ανώτερος κι αν θεωρεί πως είναι, δεν πρέπει ποτέ να κοροϊδεύει και να περιφρονεί τον κατώτερο, ακόμα κι αν αυτός είν’ ένας σκαντζόχοιρος. Και, δεύτερον, πως είναι φρόνιμο, όποιος παντρεύεται, να παίρνει γυναίκα απ’ την τάξη του και να του μοιάζει σε όλα. Όποιος λοιπόν είναι σκαντζόχοιρος, να κοιτάζει η γυναίκα του νά ‘ναι επίσης σκαντζόχοιρος και ούτω καθεξής.
Η ιστορία του λαγού και του σκαντζόχοιρου συνέβη, λέει το παραμύθι, στο Μπούξτεχούντε. Το χωριό αυτό σημαίνει στους Γερμανούς ό,τι και η δική μας Κωλοπετινίτσα, ένας τόπος στη μέση του πουθενά, στον οποίο παραπέμπουμε ό,τι περιγελούμε, ό,τι θεωρούμε μικρό κι ασήμαντο και ανάξιο λόγου. Όμως στον κόσμο μας, στην Ελλάδα, στην Γερμανία, κι αλλού, ανήκει πάντα και μια Κωλοπετινίτσα. Εάν είναι να μείνουμε ανοιχτοί για τον κόσμο μας όπως είναι, θα χρειαστεί να προσέξουμε καλοπροαίρετα και ό,τι συνήθως περιγελούμε και θέλουμε να αγνοούμε.
Εκεί λοιπόν διαδραματίζεται η ιστορία του λαγού και του σκαντζόχοιρου. Σ’ αυτόν τον απόμερο τόπο ο λαγός δεν είναι μόνο λαγός κι ο σκαντζόχοιρος δεν είναι μόνο σκαντζόχοιρος. Έχουν ομιλία, κι η ομιλία προσιδιάζει στον άνθρωπο. Τούτο είναι για μας μια πρόκληση. Μας καλεί να εννοήσουμε την ιστορία τους σαν ιστορία δική μας.
Τα δύο «διδάγματα» του παραμυθιού μας δείχνουν την κατεύθυνση. Μοιάζουν με ηθικές παραινέσεις, όμως δεν είναι. Δεν διδάσκουν το πώς επιβάλλεται να ζούμε, αλλά το πώς ζούμε. Είναι νόμοι της κατοίκησής μας στον κόσμο. Αυτούς τους νόμους, και τώρα αναφέρομαι αλλού μα παραμένω στο ίδιο, με τα λόγια της Αντιγόνης από την ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, ούτε θεός ούτε θνητός τους έκανε, και κανείς δε γνωρίζει από πού ήρθαν. Θα δούμε τα διδάγματα με την σειρά.
Πρώτο δίδαγμα.
Ο νόμος του λέει πως ο ανώτερος κι ο υπερόπτης κάπως, κάπου, θα σκοντάψει στον κατώτερο και θα συντριβεί.
Με ποιον τρόπο τούτο μας αφορά, θα επιχειρήσουμε να το δούμε στην θεραπευτική συνάντηση. Πώς είμαστε απέναντι στον πελάτη μας; Έχουμε αναλάβει την θεραπεία του. Έχουμε μια παράσταση της ψυχικής ασθένειας, της τρέλλας, αλλά και μια παράσταση της ψυχικής υγείας, στην οποία προσπαθούμε να τον οδηγήσουμε. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να καταλάβουμε την τρέλλα του και να την εξηγήσουμε. Το πρώτο, η κατανόηση, γίνεται με ό,τι είναι γνωστό ως empathy, συναίσθηση. Ερχόμαστε στην θέση του, ταυτιζόμαστε μαζύ του και νοιώθουμε αυτά που νοιώθει. Το δεύτερο, την εξήγηση, το επιδιώκουμε συνδέοντας και συσχετίζοντας τα λεγόμενά του, ανάλογα με την σχολή που ακολουθούμε, με στοιχεία από το παρελθόν του, την σχέση του μ’ εμάς, με νευροχημικές διαδικασίες του οργανισμού του κλπ.
Με την κατανόηση και με την εξήγηση κατασκευάζουμε μια παράσταση της τρέλλας του. Οι ερμηνείες κι οι συμβουλές μας άγονται απ’ αυτήν την παράσταση. Η τρέλλα του ορίζεται κι αποκτά υπόσταση μέσα από την παράστασή της που κατασκευάσαμε. Η παράσταση της τρέλλας θεμελιώνει την τρέλλα, της δίνει νόημα και λόγο. Γίνεται ανώτερη απ’ αυτήν.
Εφόσον η παράσταση είναι καταρχήν κατασκευή του θεραπευτή, ο θεραπευτής παίρνει, λιγότερο ή περισσότερο φανερά, μια θέση ανώτερου. Πολύ συχνά βέβαια κι ο ίδιος ο πελάτης μας έχει κατασκευάσει μια δική του παράσταση της τρέλλας του. Καμμιά φορά μάλιστα μας υποβάλλεται, για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα. Όπως και νά ‘χει το πράγμα, η ανθρώπινη διάνοια θεωρεί την κατασκευή της ανώτερη από την τρέλλα καθαυτήν. Και μάλιστα τόσο ανώτερη, που η τρέλλα δεν μας είναι καν νοητή δίχως μια κάποια παράστασή της.
Όμως οι εξηγήσεις κι οι ερμηνείες μας ποτέ δεν είναι απόλυτα ικανοποιητικές. Δεν εξαντλούν την τρέλλα. Η τρέλλα πάντα θα μας βγει μπροστά. Κάθε φορά που πάμε να την βρούμε σε μια παράστασή της, είναι ήδη εδώ και την αμφισβητεί, εις πείσμα θεραπευτή και θεραπευόμενου. Αυτό το πείσμα είναι τελικά που μας πηγαίνει κόντρα, και που αποκαλούμε «αντίσταση». Σ’ αυτό το πείσμα φανερώνεται η τρέλλα καθεαυτήν, και συνάμα κρύβεται.
Βέβαια είμαστε ακούραστοι. Με πολλούς και διαφόρους τρόπους λέμε, σαν τον λαγό, πάλι πίσω!, και παλινωδούμε σ’ ένα ατέλειωτο πέρα δώθε των αρχών που διέπουν τις παραστάσεις μας, όπως περιβάλλον και κληρονομικότητα, λογική και συναίσθημα, ψυχή και σώμα, νόσος και υγεία, εγώ κι εσύ, στρεφόμενοι πότε στο ένα και πότε στο άλλο. Είναι σαν την επάνω και την κάτω μεριά του χωραφιού. Την πρώτη φορά κατευθυνόμαστε προς την μία και την δεύτερη προς της άλλη και πάει λέγοντας. Γι’ αυτό και στις επιστήμες η «έρευνα» ποτέ δεν φτάνει σε λύσεις, αλλά με κάθε βήμα της οι δυσκολίες και τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται.
Πάντως η αντοχή μας δείχνει πως ακόμη είμαστε μακρυά από την εβδομηκοστή τέταρτη φορά. Όμως αυτή η φορά θα έρθει, νωρίτερα ή αργότερα, σ’ εμένα, σ’ εσένα, στην Αθήνα, στο Tavistock. Τότε, και μόνον τότε, όταν κι εμείς, θεραπευτής και θεραπευόμενος, σαν το λαγό φτύσουμε αίμα και, κατά το κοινώς λεγόμενο, σπάσει ο τσαμπουκάς και των δυο μας, μια θεραπεία θα μπει στον δρόμο του τέλους της.
Η τρέλλα είναι ήδη εδώ. Μας έχει προλάβει, σε χρόνο παρακείμενο. Η τρέλλα μένει πάντα παρακείμενη, κείμενη παρ’ ημίν, πάντα μπροστά και δίπλα μας. Είναι ο ίσκιος μας. Ο μόνος που τον πρόλαβε στο πιστόλι είναι ο Λούκυ Λουκ.
Δεύτερο δίδαγμα.
Ο νόμος του λέει πως είναι φρόνιμο, όποιος παντρεύεται, να παίρνει γυναίκα που να του μοιάζει σε όλα. Αυτή η γυναίκα είναι σαν να την ήξερε ήδη, από πάντα. Τι θα πει αυτό;
Ως γνωστόν, μας λέει το παραμύθι, η γυναίκα του σκαντζόχοιρου είναι ολόιδια με τον άντρα της. Αυτό δεν πρέπει να το ακούσουμε ως την απόλυτη ομοιότητα μεταξύ δύο διαφορετικών και ξεχωριστών όντων. Ο σκαντζόχοιρος, ο ένας σκαντζόχοιρος, είναι εδώ στην αφετηρία, στην επάνω μεριά του χωραφιού, και συνάμα είναι ήδη στο τέρμα, στην κάτω μεριά.
Τούτο δεν μας είναι τόσο ξένο όσο εξαρχής φαίνεται. Όταν έφυγα από το ιατρείο μου για τα «Τιτάνια», ήδη ήμουν εδώ. Αυτό το ήδη μου έδωσε την κατεύθυνση και μου άνοιξε τον δρόμο. Είμαστε πάντα σ’ ένα εδώ και συνάμα είμαστε ήδη στο εκεί στο οποίο οι δρόμοι μας κατευθύνονται. Γι’ αυτό και ο κάθε ερχομός έχει χαρακτήρα παλιννόστησης. Τον διατρέχει μια ησυχία σαν αυτή του σκαντζόχοιρου που κουρνιάζει στ’ αυλάκι του. Οι μετακινήσεις μας διαπερνώνται από μιαν αλλόκοτη ακινησία.
Ο λαγός το αγνοεί. Πιστεύοντας μόνο στα πόδια του, θεωρεί πως το εκεί έχει να το κατακτήσει. Ο δρόμος του είναι ένα κενό διάστημα μεταξύ δύο σημείων, που πρέπει να καλύψει. Κάποτε, όσο γρήγορα κι αν πάει, θα κουραστεί και θα μείνει στο δρόμο. Όμως ο δρόμος του σκαντζόχοιρου είναι κύκλος: αρχή και τέλος του είναι το αυτό.
Κάπως έτσι είναι και με τις επιθυμίες μας, με τις ανάγκες μας, με κάθε μας επιδίωξη. Συνήθως κάνουμε σαν το λαγό. Πιστεύουμε πως όλα αποκτούν νόημα μόνο με την εκπλήρωσή τους. Η ματαίωση μας είναι στερητική και αφόρητη.
Όμως υπάρχει κι ο τρόπος του σκαντζόχοιρου. Τότε όλα είναι ήδη εδώ, παρακείμενά μας. Τότε οι σκοποί κι οι επιδιώξεις μας χρειάζεται να εννοηθούν διαφορετικά.
Η ιστορία του λαγού και του σκαντζόχοιρου μιλά για το Παρακείμενο. Είναι ένα παραμύθι του Παρακείμενου. Τώρα το Παρακείμενο είναι κάθε τι που μας αφορά. Είναι ήδη εδώ, πριν από τη σκέψη και τη γνώση, πριν από τα συναισθήματα. Χρειάζεται μιαν άλλη προσέγγιση. Μάλλον δεν χρειάζεται καμμία προσέγγιση. Χρειάζεται απλά να το προσέξουμε. Δίχως να νοιώθουμε, δηλαδή παραιτούμενοι από την συναίσθηση, και δίχως να σκεφτόμαστε, δηλαδή παραιτούμενοι από ερμηνείες κι εξηγήσεις. Έχουμε μάθει να είμαστε διαισθαντικοί, να είμαστε ακριβείς. Ίσως δεν έχουμε μάθει τόσο να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά.
Κάτι τέτοια μου μήνυσαν από την Κωλοπετινίτσα, όσο μπόρεσα να παρακολουθήσω τη γλώσσα τους. Σας τα μεταφέρω, όπως μπόρεσα να τα πω στη γλώσσα τη δική μας.
Η ερμηνεία λοιπόν, στην συνηθισμένη της εννόηση, επιτελεί την κατασκευή μιας παράστασης. Η παράσταση είναι ερμηνεία. Και ο τόπος της παράστασης είναι η συνείδηση.
Εάν χρειάζεται να προσεγγίσουμε τα πράγματα καθαυτά, «έξω», τι μπορεί τότε να είναι η ερμηνεία; Είναι δυνατή ακόμη μια εννόησή της που ν’ ανταποκρίνεται σ’ αυτό το ζητούμενο;
σελ. 114 κ.ε.
Ερωτών
Τελικά τόνισα πως το ερμηνευτικό, χρησιμοποιούμενο ως προσδιορισμός της «φαινομενολογίας», δεν σημαίνει όπως συνήθως την μεθοδολογία της έκ-θεσης, αλλά αυτήν καθαυτήν.
[...]
Ερωτών
[...] Η έκφραση «ερμηνευτικό» ανάγεται στο ελληνικό ρήμα ερμηνευειν. Αυτό αναφέρεται στο ουσιαστικό ερμηνευς, το οποίο μπορεί να συνδεθεί με το όνομα του θεού ερμη, σε ένα παιχνίδι τηςνόησης δεσμευτικότερο από την αυστηρότητα της επιστήμης. Ο Ερμής είναι ο αγγελιοφόρος των θεών. Φέρνει το άγγελμα της μοίρας. ερμηνευειν είναι εκείνος ο λόγος ο οποίος αναγγέλλει, καθόσον είναι σε θέση ν’ ακούσει ένα άγγελμα. Ένας τέτοιος λόγος γίνεται έκ-θεση αυτού που ήδη έχει ειπωθεί από τους ποιητές, οι οποίοι, σύμφωνα με τα λόγια του Σωκράτη στον διάλογο ιων (534 ε) ερμηνης εισιν των θεων «είναι αγγελιοφόροι των θεών».
Ιάπωνας
Τον αγαπώ, τον μικρό διάλογο του Πλάτωνα που αναφέρατε. Στο σημείο που εννοείτε ο Σωκράτης προχωρεί σ’ αυτές τις αναφορές ακόμη περισσότερο, καθώς θεωρεί τους ραψωδούς ως εκείνους οι οποίοι αναγγέλλουν τον λόγο των ποιητών.
Ερωτών
Απ’ όλα αυτά καθίσταται σαφές ότι το ερμηνευτικό δεν σημαίνει πρώτα την έκ-θεση αλλά ήδη προηγουμένως την μεταφορά αγγέλματος και την αναγγελία.
σελ. 141 κ.ε.
Ερωτών
Μία ομιλία επάνω στην γλώσσα, την καθιστά σχεδόν αναπόφευκτα αντικείμενο.
Ιάπωνας
Τότε χάνεται η ουσίωσή της.
Ερωτών
Θέσαμε τον εαυτό μας υπεράνω της γλώσσας, αντί να την ακούσουμε.
Ιάπωνας
Τότε θα υπήρχε μόνον ομιλία για την γλώσσα...
Ερωτών
κατά τρόπον ώστε [η ομιλία] να καλείται για χάρη της ουσίωσής της [της γλώσσας] και να κατευθύνεται προς αυτήν.
Ιάπωνας
Πώς θα μπορούσαμε κάτι τέτοιο;
Ερωτών
Μία ομιλία για την γλώσσα θα μπορούσε να είναι μόνον συνομιλία.
Ιάπωνας
Αναμφίβολα κινούμαστε μέσα της.
Ερωτών
Είναι όμως αυτή συνομιλία για χάρη της ουσίωσης της γλώσσας;
Ιάπωνας
Μου φαίνεται πως τώρα κινούμαστε σε κύκλο. Μια συνομιλία για την γλώσσα πρέπει να έχει κληθεί από την ουσίωσή της. Πώς το μπορεί κάτι τέτοιο, χωρίς πρώτα να έχει αφεθεί σ’ ένα άκουσμα που φθάνει κατευθείαν έως την ουσίωση;
Ερωτών
Αυτήν την παράδοξη σχέση κάποτε την ονόμασα ερμηνευτικό κύκλο.
Ιάπωνας
Αυτός συνίσταται πάντοτε στο ερμηνευτικό, δηλαδή εκεί όπου, σύμφωνα με την σημερινή σας διευκρίνιση, κυριαρχεί η σχέση αγγέλματος και αγγελιοφορίας.
Ερωτών
Ο αγγελιοφόρος πρέπει ήδη να προέρχεται από το άγγελμα. Όμως πρέπει και ήδη να έχει προχωρήσει προς αυτό.
Ιάπωνας
Δεν είπατε παλαιότερα πως αυτός ο κύκλος είναι αναπόφευκτος; Πως κανείς, αντί να προσπαθεί να τον αποφύγει ως δήθεν λογική αντίφαση, πρέπει να τον διαβεί;
Ερωτών
Σίγουρα. Όμως αυτή η αναγκαία αναγνώριση του ερμηνευτικού κύκλου δεν σημαίνει ακόμη και ότι με την παράσταση της αναγνωρισμένης κυκλικής κίνησης έχει συμβεί μία πηγαία εμπειρία της ερμηνευτικής αναφοράς.
Ιάπωνας
Θα εγκαταλείπατε λοιπόν τις προηγούμενες αντιλήψεις σας;
Ερωτών
Οπωσδήποτε, και μάλιστα στο σημείο που ο λόγος για κύκλο παραμένει πάντοτε επιφανειακός.
Ιάπωνας
Πώς θα παρουσιάζατε τώρα την ερμηνευτική αναφορά;
Ερωτών
Θα ήθελα να αποφύγω μία παρουσίαση το ίδιο αποφασιστικά, όσο κι έναν λόγο επάνω στην γλώσσα.
Ιάπωνας
Έτσι όλα θα εξαρτώνταν από το εάν θ’ απολήγαμε σ’ έναν λόγο για την γλώσσα ο οποίος της ανταποκρίνεται.
Ερωτών
Μία τέτοια ανταπόκριση θα μπορούσε να είναι μόνον συνομιλία.
Ιάπωνας
Όμως προφανώς συνομιλία τελείως ιδιάζουσα.
Ποιος μπορεί να είναι λοιπόν, πέραν του ερμηνευτικού κύκλου, ένας λόγος για την γλώσσα ο οποίος της ανταποκρίνεται; Εάν ο λόγος για κύκλο παραμένει επιφανειακός, τούτο δεν σημαίνει πως ο Heidegger πλέον τον έχει απορρίψει. Σημαίνει πως ο κύκλος δεν είναι μια τροχιά, την οποία ο λόγος ακολουθεί, αλλά ο λόγος, ως λόγος, έχει πλέον τον χαρακτήρα του κύκλου. Η νόηση, η οποία λέγεται σ’ αυτόν τον λόγο, αποκαλείται από τον Heideggerταυτολογική νόηση.
Η ανάγκη της εκπορεύεται από την ίδια την λέξη του Παρμενίδη, η οποία, εδώ για πρώτη φορά, λέγεται έτσι που να συλ-λέγει στον εαυτό της τα πάντα: εον, το «ον». Γι’ αυτό θα διαβάσουμε παρακάτω (απ. 8, 29):
ταὐτόν τ᾿ ἐν ταὐτῶι τε μένον καθ᾿ ἑαυτό τε κεῖται
Ένας λόγος για το εον δεν μπορεί παρά να είναι ταυτολογία. Γι’ αυτό και η θεά, τα λόγια της οποία συνιστούν το κείμενο του Παρμενίδη, λέει (απ. V):
[...] ξυνὸν δέ μοί ἐστιν
ὅππόθεν ἄρξωμαι τόθι γὰρ πάλιν ἵξομαι αὖθις
Όμως η αναφερόμενη ταυτολογία δεν είναι λόγος περιττός. Φέρνει στην γλώσσα, και μαζί στην επιφάνεια, αυτό το οποίο είναι ήδη εδώ, το ήδη, το παρα-κείμενο.
Η ερμηνεία, μεταφορά ενός αγγέλματος. Ο λόγος του Παρμενίδη καθαυτός συνιστά την μεταφορά ενός αγγέλματος. Ο Παρμενίδης είναι ένας ερμηνευς των θεων. Όμως το άγγελμά του χρειάζεται και μιαν άλλη, παρακάτω μεταφορά – σ’ εμάς, στον κόσμο μας, σήμερα. Αυτή η μεταφορά είναι και η απόπειρα της δικής μας ερμηνείας. Και γι’ αυτήν την μεταφορά, εμείς χρειάζεται πρώτα ν αναρωτηθούμε: Ποιος είναι ο αγγελιοφόρος; Ποιος είναι ο Παρμενίδης; Ένα άτομο, έστω ένα χαρισματικό άτομο, σύμφωνα με τις δικές μας παραστάσεις;