Wachtel: Στο πιο προσφατο βιβλιο σας, Decreation, ειπατε οτι η πρωτη σας αναμνηση ηταν απο ενα ονειρο. Μπορειτε να μου το περιγραψετε;
Carson: Ω, ναι. Ενα ονειρο πως ειμαι κοιμισμενη. Ονειρευτηκα πως ημουν κοιμισμενη και κατεβηκα στο σαλονι στο σπιτι μας, και ηταν το σαλονι μας οπως τη μερα, ομως και παλι ολο αλλαγμενο, καπου αδιορατα αλλοκοτο.
Wachtel: Ποσων χρονων ησασταν τοτε;
Carson: Τριων.
Wachtel: Ω. Μαλιστα.
Carson: Δεν ξερω πως να περιγραψω εκεινη την αλλαγη. Πως μπορει ενα δωματιο ν' αλλαξει και παλι να ειναι το ιδιο δωματιο; Ομως σ' εμενα αργοτερα, αναπολωντας το ονειρο, φανηκε σαν να φανταζομουν ενα δωματιο που τρελαθηκε, το ιδιο δωματιο ομως τρελαμενο απο μεσα του. Και πιστευω οτι κατεληξα σ' αυτο γιατι συνεβη στον πατερα μου· επαθε ανοια και ηταν ο ιδιος ο εαυτος του και παλι εσωτερικα αλλαγμενος τελειως. Το δωματιο εμοιαζε να εχει υποστει την ιδια αλλοκοτια.
Wachtel: Αν και λετε επισης οτι παρα το στοιχειωμενο του ονειρου υπηρχε κατι το ανακουφιστικο σ' αυτο.
Carson: Ηταν παντα το δωματιο. Εννοω, ακομα κι αν ο πατερας σου ειναι τρελος, ειναι παντα ο πατερας σου κι εσυ, ξερεις, θελεις να δοκιμαζεις να συνεχισεις να του μιλας. Υπαρχει κατι σχετικα με το οικειο που ειναι απολυτα αναγκαιο, οσο αλλοκοτο και να γινεται.
Wachtel: Στο "Η παλια μαλλινη ζακετα του πατερα" λετε "Οι νομοι του ηταν ενα μυστηριο". Πως ηταν ο πατερας σας;
Carson: Ηταν πολυ ησυχος. Δεν εξηγουνταν πολυ. Στη ζωη μας δεν ειχαμε πολλες συζητησεις. Ομως μου αρεζε πολυ σαν ανθρωπος. Δεν ειχαμε καθολου το ιδιο γουστο, η πνευματικες φιλοδοξιες, αλλα την ιδια αισθηση του χιουμορ, ομως μου αρεζε σαν ανθρωπος παρα πολυ. Δεν ειχαμε καθολου το ιδιο γουστο, η πνευματικες φιλιδοξιες, ομως ειχαμε την ιδια αισθηση του χιουμορ, μας αρεζαν τα ιδια χαζα αστεια κι αυτο ειναι ενας ομορφος δεσμος με καποιον.
Wachtel: Σας φερνει, η σας εφερνε ανακουφιση εκεινη η μαλλινη ζακετα; Carson: Ναι, την εχω ακομα. Την φορω τον χειμωνα. Παντα μου αρεζε να τον μιμουμαι. Ομως εκεινο το πουλοβερ το αγαπω ιδιαιτερα.
Wachtel: Να τον μιμειστε με ποιον τροπο;
Carson: Ω, φορωντας το ιδιο ειδος μποτες, προσπαθωντας να περπατησω σαν αυτον, η, ναι, απλα οντας … δεν ξερω … ανδροπρεπης και λιγολογη.
Wachtel: Και ηταν τραπεζικος;
Carson: Ναι, ηταν διευθυντης τραπεζας σε διαφορες πολεις του Ontario.
Wachtel: Που θα πει οτι η οικογενεια μετακινουνταν πολυ.
Carson: Ναι, μετακομιζαμε πολυ συχνα. Δεν ξερω, εξη, η επτα φορες.
Wachtel: Εξη, η επτα φορες, ολες μονο στην…;
Carson: Στην διαρκεια της παιδικης μου ηλικιας, εννοω σ' ολο αυτο το διαστημα.
Wachtel: Ηταν δυσκολο για σας;
Carson: Θα 'λεγα πως ηταν δυσκολο, δεν μου αρεζε ν' αφηνω τους φιλους μου, αλλα πιστευω οτι βαθμιαια αποσυρεσαι λιγακι απο την εξαρτηση, κατι που ισως ειναι καλο πραγμα.
Wachtel: Αληθεια;
Carson: Ναι.
Wachtel: Ακουγεται σαν ο ανθρωπος που δοκιμαζομενος εμαθε οτι ειναι πραγματι καλο πραγμα.
Carson: Ενταξει, θα μπορουσε και να 'ναι κι ετσι. Παντως το εμαθα οντως. Και αυτο με εφερε στην κυρια Cowan. Ετσι ηταν καλο.
Wachtel: Λετε πως δεν ειχατε και πολυ συζητησεις με τον πατερα σας, ομως του αρεσαν οι αριθμοι.
Carson: Παντα εκανε λογαριασμους επανω σε χαρτοπετσετες γιατι ηταν διευθυντης τραπεζας, και πιστευω επισης γιατι τον πυροβολησαν στον πολεμο και ηταν για καποιον χρονο σ' ενα στρατοπεδο αιχμαλωτων, καπου εναν χρονο. Εκει δεν ειχε φρικιαστικες εμπειριες, ομως, ειμαι σιγουρη, απλα επληττε μεχρι θανατου κι ενα απο τα πραγματα που ειχε μαζι του για καποιον λογο ηταν ενα λογιστικο συγγραμα. Ετσι περνουσε τον χρονο κανοντας ολα τα προβληματα σ' αυτο. Κατι που του εγινε συνηθεια και οποτε ειχε κενο χρονο απλα θα περνουσε την ωρα του με προβληματα αλγεβρας πανω σε μια χαρτοπετσετα. Ετσι ολες οι χαρτοπετσετες στο σπιτι μας, η οταν πηγαιναμε σε εστιατορια, ηταν γεματες με μικρα νουμερα με την γραφη του. Εγω δεν ημουν ποτε καλη στα μαθηματικα.
Wachtel: Και πιστευετε οτι τον ενδιεφερε επειδη αρχικα ηθελε να γινει μηχανικος;
Carson: Πιστευω ναι. Οι μηχανικοι χρησιμοποιουν πολυ μαθηματικα. Και γι' αυτον ηταν ενα ειδος μαεστριας, οι αριθμοι.
Wachtel: Οταν λετε οτι θελατε να ειστε σαν αυτον μ' αυτον τον σιωπηλο, ανδροπρεπη τροπο, αυτο ειναι το αντιθετο του Oscar Wilde.
Carson: Πιστευω οτι ο Oscar και ο μπαμπας μου θα θαυμαζαν ο ενας τον αλλο ως διαφορετικα μεταξυ τους τερατα. Αλλα ναι, ειναι αληθεια, ειναι διαφορετικος τυπος. Ο μπαμπας μου ηταν βαθυτερο μοντελο. Πιστευω οτι ο Oscar Wilde ηταν ισως η φαση της επαναστασης εναντια στο να ειμαι ο πατερας μου. Ετσι εμπαινα κι εφευγα απο την επανασταση, αλλα στο βαθος παντα ηθελα να ειμαι σαν τον πατερα μου.
[...]
Λοιπον μαμα θα παμε - τιναζω τις φρυγανιες απο την φρυγανιερα
και πεταω μια ζεστη φετα ψωμιου σικαλης ελαφρα περα στο πιατο της -
σημερα επισκεψη στον μπαμπα; Κοιτα το ρολοϊ της κουζινας με εχθρα.
Φευγουμε στις εντεκα, σπιτι πισω κατα τις τεσσερεις; Συνεχιζω.
Βουτυρωνει το τοστ της με ακανονιστες στρωσεις.
Στον κωδικα μας η σιωπη ειναι συγκαταθεση. Πηγαινω στο διπλανο δωματιο να τηλεφωνησω το ταξι.
Ο πατερας μου ζει σ' ενα νοσοκομειο για ασθενεις που χρειαζονται χρονια περιθαλψη
καπου 50 μιλια απο εδω.
Πασχει απο ενα ειδος ανοιας
χαρακτηριζομενης απο δυο ειδη παθολογικων αλλοιωσεων
καταγεγραμμενων πρωτα το 1907 απο τον Alois Alzheimer.
Πρωτον η παρουσια στον εγκεφαλικο ιστο
ενος σφαιρικου μορφωματος γνωστου ως νευριτικη πλακα,
αποτελουμενου κυριως απο εκφυλιζομενα εγκεφαλικα κυτταρα.
Δευτερον, κομπους νευρικων ινων
στον εγκεφαλικο φλοιο και στον ιπποκαμπο.
Δεν υπαρχει γνωστη αιτια, η ιαση.
Η μητερα τον επισκεπτεται με ταξι μια φορα την εβδομαδα
τα τελευταια πεντε χρονια.
Ο γαμος ειναι η για καλο, η για κακο, λεει,
αυτο ειναι το κακο.
Ετσι καπου μια ωρα αργοτερα ειμαστε στο ταξι
τρεχοντας βολιδα σε αδειους επαρχιακους δρομους προς την πολη.
Το φως του Απριλη ειναι καθαρο σαν συναγερμος.
Καθως τους περναμε δινει μια ξαφνικη αισθηση καθε αντικειμενου
πως υπαρχει στον χωρο πανω στην δικη του σκια.
Να μπορουσα να μεταφερω αυτην την καθαροτητα μαζι μου
στο νοσοκομειο οπου οι διακρισεις τεινουν να ισοπεδωθουν και να συμμειχθουν.
Να ημουν καλυτερη μαζι του πριν τρελαθει.
Αυτες ειναι οι δυο επιθμιες μου.
Ειναι δυσκολο να βρεις την αρχη της ανοιας.
Θυμαμαι μια νυχτα πριν καπου δεκα χρονια
οταν του μιλαγα στο τηλεφωνο.
Ηταν μια Κυριακη βραδυ χειμωνας.
Ακουγα τις φρασεις του να γεμιζουν με φοβο.
Θα ξεκινουσε μια φραση - για τον καιρο, να εχανε τον δρομο του, ξεκινουσε μια αλλη.
Με εκανε εξαλλη να τον ακουω να παραδερνει -
ο ψηλος περηφανος πατερας μου, πρωην πιλοτος στον 2ο Παγκοσμιο Πολεμο!
Με εκανε ασπλαχνη.
Στεκομουν στο χειλος της συζητησης,
παρατηρωντας τον να παλευει για ιχνη,
μην προσφεροντας κανενα,
και μου ηρθε σαν αργη χιονοστιβαδα
το οτι δεν ειχε ιδεα σε ποιον μιλουσε.
Πιο κρυο σημερα φανταζομαι…
η φωνη του πιεσε στη σιωπη κι εσπασε,
χιονι πεφτοντας πανω της.
Υπηρξε μια μακρια παυση ενοσω το χιονι
μας σκεπαζε και τους δυο.
Καλα μην σε κραταω,
ειπε με μια ξαφνικη απελπισμενη ευθυμια
σαν να εβλεπε γη.
Τωρα θα πω καληνυχτα,
δεν θα φορτωσω τον λογαριασμο σου. Γεια.
Γεια.
Γεια. Ποιος εισαι;
Ειπα στον ηχο της κλησης.
Στο νοσοκομειο περναμε μακρεις ροζ διαδρομους
μεσα απο μια πορτα μ' ενα μεγαλο παραθυρο
και μια κλειδαρια με κωδικο (5-25-3)
προς την δυτικη πτερυγα, για χρονιους ασθενεις.
Καθε πτερυγα εχει ονομα.
Η πτερυγα των χρονιων ειναι το Χρυσο Μιλι Μας
αν και η μητερα προτιμα να το λεει Η Τελικη Αγκαλια.
Ο πατερας καθεται με λουρια σε μια καρεκλα που ειναι δεμενη στον τοιχο
σ' ενα δωματιο με αλλους δεμενους ανθρωπους γερμενους σε διαφορετικες γωνιες.
Ο πατερας μου γερνει λιγοτερο απ' ολους, ειμαι περηφανη γι' αυτον.
Γεια σου μπαμπα πως παει;
Το προσωπο του σκιζεται θα μπορουσε να 'ναι γκριματσα, η μανιασμα
και κοιτωντας περα απο εμενα εκπεμπει ενα ρευμα σφοδροτητας στον αερα.
Η μητερα μου βαζει το χερι της πανω στο δικο του.
Γεια σου αγαπη μου, λεει. Αυτος τιναζει το χερι του πισω. Καθομαστε.
Ηλιος συρρεει στο δωματιο.
Η μητερα αρχιζει να ξετυλιγει απο την τσαντα της τα πραγματα που εφερε γι' αυτον,
σταφυλια, μπισκοτα με αραρουτι, καραμελες μεντας.
Κανει κοπιωδεις παρατηρησεις σε καποιον στο αερα αναμεσα μας.
Χρησιμοποιει μια γλωσσα που μονο αυτος ξερει,
φτιαγμενη απο γρυλλισματα και συλλαβες και ξαφνικες αγριες επικλησεις.
Που και που αναδυεται απο τα απονερα καποιο παλιο σχημα -
Τι λες, σοβαρα; η, Happy birthday to you! -
αλλα καμια πραγματικη προταση
για πανω απο τρια χρονια πλεον.
Παρατηρω οτι τα μπροστινα του δοντια μαυριζουν.
Αναρωτιεμαι πως καθαριζεις τα δοντια ανθρωπων τρελων.
Παντα φροντιζε πολυ τα δοντια του.
Η μητερα μου κοιτα πανω.
Αυτη κι εγω συχνα σκεφτομαστε τα δυο μισα μιας σκεψης.
Θυμασαι εκεινη την επιχρυσωμενη οδοντογλυφιδα
που του εστειλες απο το Harrod’s το καλοκαιρι που ησουνα στο Λονδινο; ρωταει.
Ναι, αναρωτιεμαι τι απεγινε.
Πρεπει να 'ναι καπου στο μπανιο.
Του δινει σταφυλια ενα-ενα.
Συνεχως ξεγλιστρανε απο τα πελωρια ακαμπτα δακτυλα του.
Παλια ηταν ενας μεγαλος αντρας, πανω απο εξη ποδια ψηλος και δυνατος,
ομως απ' οταν ηρθε στο νοσοκομειο το σωμα του ζαρωσε καταληγοντας στο πιο στοιχειωδες οστεϊνο σπιτι -
εκτος απ' τα χερια. Τα χερια συνεχιζουν να μεγαλωνουν.
Τωρα καθενα ειναι τοσο μεγαλο οσο μια μποτα στον Van Gogh,
κινουνται βαρια προς τα σταφυλια στην αγκαλια του.
Ομως τωρα στρεφεται προς εμενα με μια ωση βιαστικων συλλαβων
που κοβονται σε μια ψηλη νοτα - περιμενει,
καρφωνοντας τα ματια στο προσωπο μου. Εκεινο το κουιζ της οψης του.
Ενα φρυδι σε γωνια.
Στο σπιτι εχω μια φωτογραφια κολλημενη στο ψυγειο μου.
Δειχνει το πληρωμα του της αεροποριας απο τον Δευτερο Παγκοσμιο Πολεμο να ποζαρει εμπρος απο το αεροπλανο.
Τα χερια στιβαρα πισω στις πλατες, τα ποδια ανοιχτα πολυ,
τα πηγουνια προς τα εμπρος.
Ντυμενοι στις παραγεμισμενες πτητικες στολες
μ' ενα φαρδυ δερματινο λουρι τεντωμενο γυρω απο το καβαλο.
Τυφλωμενοι στον λαμπρο χειμωνιατικο ηλιο του 1942.
Ειναι χαραματα.
Αφηνουν το Dover για τη Γαλλια.
Ο πατερας μου στην ακρη αριστερα ειναι ο πιο ψηλος ιπταμενος,
με το κολλαρο του σηκωμενο,
ενα φρυδι σε γωνια.
Το ανισκιο φως τον κανει να φανταζει αθανατος,
για ολον τον κοσμο οπως καποιος που δεν θα κλαψει ξανα.
Τα ματια του καρφωμενα στο προσωπο μου.
Πτερυγια κατω! Κλαιω.
Η μαυρη γκριματσα του αναλαμπει μια μοναδικη φορα και σβυνει σαν σπιρτο.
[...]
Πριν φυγω για την Ισπανια πηγα να επισκεφτω τον πατερα μου. Ζει σ' ενα νοσοκομειο γιατι εχει απωλεσει την χρηση καποιων μερων του σωματος του και του νου του. Την περισσοτερη μερα καθεται σε μια καρεκλα, με τα χερια να σφιγγουν τα μπρατσα του. Με το στηθος κανει μικρα τιναγματα εναντια στα λουρια, μπρος και πισω. Τα πελωρια κοκκινα ματια του κινουνται ολη την ωρα και χυνονται πανω σε πραγματα. Καθομαι σε μια καρεκλα τραβηγμενη διπλα του, κανοντας μικρα τιναγματα με το στηθος μου, μπρος και πισω. Απο τα χειλη του κυλα ενας ποταμος συλλαβων. Σ' ολη του την ζωη ηταν ενας σιωπηλος ανθρωπος. Ομως η ανοια απελευθερωσε καποια πηγη μεσα του, μωρολογει ακαταπαυστα σε μια γλωσσα που οι νευρολογοι αποκαλουν "γλωσσικη σαλατα". Παρατηρω το προσωπο του. Στα κενα λεω "Ναι, Πατερα". Ποσο αληθεια, λες κι επροκειτο για συζητηση. Μισω τον εαυτο μου να λεει "Ναι, Πατερα". Ειναι δυσκολο να μην το κανω. Μπρος και πισω. Τελειως στα ξαφνικα σταματα να κινειται και στρεφεται προς εμενα. Νοιωθω το σωμα μου να παγωνει. Καρφωνει το βλεμμα του επιμονα. Κανω λιγο πισω στην καρεκλα. Τοτε αποτομα γυριζει και παλι αλλου μ' εναν ηχο σαν μουγκρητο. Οταν μιλαει τα λογια του δεν ειναι για μενα. "Ο θανατος ειναι ενα πραγμα πενηντα-πενηντα, ισως σαραντα-σαραντα" λεει με φωνη μονοτονη.
Παρατηρω την φραση να 'ρχεται προς εμενα σαν χαμενη φυλη. Ετσι ειναι με την ανοια. Υπαρχει μια σειρα απο απλες ερωτησεις που θα μπορουσα να κανω. Οπως, Πατερα τι εννοεις; Η, Πατερα τι γινεται με τα αλλα εικοσι τα εκατο; Η, πατερα τι σκεφτοσουν ολα αυτα τα χρονια οταν καθομασταν μαζι στο τραπεζι της κουζινας μασουλιζοντας κρυο μπεϊκον κι ακουγοντας ο ενας την σιωπη του αλλου; Ακομα μπορω ν' ακουω τον ηχο του ρολογιου της κουζινας στον τοιχο πανω απο το τραπεζι να χτυπα. "Ναι", λεω.
Οταν ο πατερας μου αρχισε να χανει τα μυαλα του, η μητερα μου κι εγω απλα υποκρινομασταν πως δεν ηταν ετσι. Μπορεις να συνηθισεις να τρως πρωινο με καποιον να φοραει ρεπουμπλικο. Μπορεις να συνηθισεις τα παντα, συνηθιζε να λεει η μητερα μου. Αρχισα να ξυπνω το πρωι ολο και νωριτερα. Θα μπορουσα να γυρισω απο τον πρωινο μου περιπατο κατα την χαραυγη και να τον βρω με τις πυτζαμες του και με το καπελο του ψιθυριζοντας "Ετοιμο το βραδινο;" στην σκοτεινη κουζινα, το προσωπο του καθαριο σαν παιδιου. Αυτο ηταν προτου η συγχυση δωσει την θεση της σε μανιακες κρισεις. Η ανοια μπορει στην αρχη να ειναι χαρωπη. Ενα βραδυ εκανα σαλατα οταν ηρθε διασχιζοντας την κουζινα. "Τα γραμματα του μαρουλιου σου ειναι πολυ μεγαλα", ειπε ησυχα και συνεχισε να προχωρα. Ενας βαθυς καγχασμος επλευσε προς τα πισω. Αλλες μερες τον εβλεπα καθισμενο με το κεφαλι βυθισμενο στα χερια του. Βγηκα απ' το δωματιο. Αργα τη νυχτα μπορουσα να τον ακουω στο δωματιο διπλα στο δικο μου να βαδιζει πανω-κατω λεγοντας κατι ξανα και ξανα. Καταριοταν τον εαυτο του. Ο ηχος ερχονταν μες απ' τον τοιχο. Ενας ηχος οχι ανθρωπινος. Εκεινη τη νυχτα ονειρευτηκα οτι μου εκαναν εγχειρηση με μια κρεμαστρα. Αγορασα ωτοασπιδες για να κοιμαμαι.
Ομως μαθαινα το πιο σημαντικο πραγμα που μπορει να μαθει κανεις για την ανοια, οτι ειναι συνεχομενη με την διανοητικη υγεια. Δεν υπαρχει πορτα που ξαφνικα κλεινει βροντωντας. Ο πατερας ηταν παντα μυστικοπαθης ανθρωπος. Τωρα ο νους του ηταν μια ιερη περιοχη στην οποια κανεις δεν μπορουσε να μπει, η να ρωτησει για τον δρομο. Ο πατερας ηταν παντα λιγακι οξυθυμος. Τωρα οι διαθεσεις του ηταν ενα ναρκοπεδιο στο οποιο πατουσαμε προσεκτικα, κρατωντας το ενα χερι οριζοντια μπροστα μας. Ο πατερας παντα ενοχλουνταν απο την αταξια. Τωρα περνουσε ολη τη μερα σκυμμενος πανω απο κομματακια χαρτι, γραφοντας σημειωσεις στον εαυτο του που εκρυβε σε βιβλια, η στα ρουχα του και που ξεχνουσε αμεσως. Δεν προσπαθουσαμε να τις ψαξουμε, αυτο τον εξοργιζε περισσοτερο. "Νοιωθω το καλοκαιρι να βουλιαζει στη γη" ειπε ενα βραδυ η μητερα μου. Καθομασταν στον πισω κηπο. Ειχε ρωτησει τι ωρα ειναι και ειχε μπει μεσα να το καταγραψει. Του ειπε εξι, αν και ηταν μονο πεντε, ελπιζοντας οτι θα του επαιρνε καπου μια ωρα να γραψει 6 σε κομματια χαρτι και μετα να αναγνωρισει οτι εξι η ωρα ειναι η ωρα του βραδινου και να 'ρθει στο τραπεζι χωρις προβλημα. Το να ζεις μ' εναν τρελο απαιτει πολλες μικρες ιδιοφυεις ενεργειες - αντιστροφα απο την στιγμη που η Helen Keller κραυγαζει "Νερο!" - οταν κοιταζεις μεσα στον τρελο κοσμο και ξαφνικα βλεπεις πως λειτουργει. Η μητερα μου εγινε καλη σ' αυτο. Εγω οχι. Απεκτησα ενδιαφερον για την μετανοια.
Ας ειμαστε πραοι οταν ρωταμε τους πατεραδες μας.
Ηταν μονο οταν τρελαθηκε που αρχισα να βλεπω οτι παντα τον εξαγριωνα. Ποτε δεν ηξερα γιατι. Δεν ρωτησα. Αντιθετα ειχα μαθει να πιανω την ηχηση - οπως καποιος που εξεταζει το βαθος ενος πηγαδιου. Πετας μια πετρα κατω και προσεχεις. Περιμενεις τα κενα και να πεις, "Ναι."
Ημουν κλειστο ατομο. Ειχα πεσει πανω στον τοιχο. Κατι επρεπε να σπασει. Εγραψα ενα ποιημα που λεγοταν "Ειμαι ενα ανεντοπιστο παραθυρο του εαυτου μου" (το οποιο βρηκε ο πατερας μου πανω στο τραπεζι της κουζινας και το καλυψε με τις λεξεις ΜΕΡΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ γραμμενες με μολυβι σαραντα, η πενηντα φορες).
[...]
Τωρα κρεμεται στη ραχη της καρεκλας της κουζινας
οπου καθομαι παντα, οπως ηταν
στη ραχη της καρεκλας της κουζινας οπου καθονταν παντα.
Την βαζω οποτε μπαινω μεσα,
οπως αυτος, χτυπωντας τα ποδια
για να τιναξει το χιονι απο τις μποτες του.
Την βαζω και καθομαι στο σκοταδι.
Δεν επρεπε να το κανει αυτο.
Κρυαδα ξεφλουδιζεται και πεφτει απο την πανσετα στον ουρανο.
Οι νομοι του ητανε μυστικο.
Ομως θυμαμαι την στιγμη οπου ηξερα
πως τρελαινονταν καταμεσις στους νομους του.
Στεκοταν στην στροφη του ιδιωτικου δρομου για το σπιτι μας οταν εφτασα.
Φορουσε την μπλε μαλλινη ζακετα με τα κουμπια κλειστα μεχρι πανω.
Οχι μονο επειδη ηταν ενα ζεστο απογευμα του Ιουλιου
αλλα η οψη του προσωπου του -
σαν ενα μικρο παιδι που το εντυσε καποια θεια νωρις το πρωι
για ενα μεγαλο ταξιδι
σε κρυα τραινα και ανεμωδεις αποβαθρες
θα καθησει πολυ στητα στην ακρη της θεσης του
ενω οι σκιες σαν μακρια δαχτυλα
πανω απο τις θημωνιες που κυλαγανε περνωντας τες
τον τρομαζανε παλι και παλι
γιατι καθεται αναποδα.
[...]
Καθε φορα που ξαναδιαβαζω το βιβλιο 20 της Οδυσσειας, καθε φορα που ο αντρας βγαινει το χαραμα για να βρει την γυναικα στη γωνια να αλεθει το σταρι, ξαναγυριζω στις μερες που ζουσα με τον πατερα μου τα χρονια του της ανοιας. Εκεινο τον καιρο ημουν εξοικειωμενη με κουζινες στο χαραμα. Βιαζομουν να σηκωθω πιο νωρις κι ακομα πιο νωρις το πρωι για ν' αποφυγω τον μπαμπα. Με ακουγε στην κουζινα και καπακι εμφανιζονταν ντυμενος με πυτζαμα και ρεπουμπλικο για ν' αρχισει το μπαραζ ερωτησεων που ηταν η αμυνα του εναντια στο εσωτερικο χαος. Χρειαζονταν να ελεγχει κατι. Και αν εβγαινα για περιπατο, ηθελε να ξερει καθε στροφη και καθε γυρισμα της πορειας που θα 'περνα. Αν πηγαινα για κολυμπι, ζουσαμε διπλα σε μια λιμνη, επεμενε να ερθει κατω στην ακτη μαζι μου, βγαζοντας την βαρκα και ακολουθωντας με πανω-κατω στο νερο καθως εκανα τους γυρους μου.
Στο βιβλιο 20 της Οδυσσειας ο Οδυσσεας ειναι ενας ξενος στο ιδιο του το σπιτι. Κατεληξα να βαζω στο μυαλο μου αυτο το σεναριο παραδιπλα στον εαυτο μου να τριγυρναει σαν κλεφτης σ' ενα κοιμισμενο σπιτι το χαραμα σαν για να συμπτυξω τις δυο σκηνες σε μια και μονη λαθος μνημη οπου ενα πρωι ημουν στην κουζινα αλεθοντας σταρι οταν ο πατερας μου με διεκοψε, και το απολαυσαμε πηγαινοντας οι δυο μας για μπανιο. Η μνημη μπορει να επεξεργαστει την πραγματικοτητα με καποιον τετοιον τροπο, και μετα η επεξεργασμενη διασκευη παραειναι ωραια για να την αφησεις. Παντως η ουσια του θεματος ειναι οτι εγω κολυμπουσα την λιμνη πανω-κατω ενοσω αυτος κωπηλατουσε πισω μου και κανενας κακος οιωνος, βροντη, η κατι αλλο, δεν εμφανιζονταν. Εκεινη την ωρα η λιμνη ηταν ησυχη σαν γυαλι. Ο μπαμπας κι εγω, το μονο ταρακουνημα. Μια μερα, σ' ενα ορισμενο σημειο, σταματησα το κροουλ για να γυρισω και να κοιταξω πισω αυτον τον αντρα με πυτζαμες και ρεπουμπλικο να με ακολουθει κωπηλατωντας πεισματικα στην σιωπηλη λιμνη.
Ακομα το βλεπω στον νου μου σαν να 'ταν σκηνη σε εργο. Τελικα οχι επικο ποιημα του Ομηρου αλλα θεατρικο εργο. Καθως ο μπαμπας, η ανοια κι εγω ατενιζαμε ο ενας τον αλλο απο τρεις γωνιες αυτου που θα μπορουσε να αποκληθει παυση του Pinter, αυτοπαρουσιαστηκε το θεατρο του παραλογου, οχι απλα και μονο απο την σιωπη της χαραυγης και το αλλοκοτο ολων αυτων, αλλα ενοιωθα οτι δεν μπορουσαμε να κανουμε αλλιως, η γενικη αισθηση οτι εχουμε πιαστει σ' ενα σεναριο με κινησεις αποκλεισμενες απο εμας και χαρακτηρες αναποδραστους, γιατι μια παυση του Pinter εγκειται σε σιωπη και καταστολη, "η αβυσσος κατω απο την κουβεντα", οπως την αποκαλεσε καποιος. Ομως επισης χρησιμοποιει κινηση κι επακριβες μπλοκαρισμα χαρακτηρων. "Οντως σκεφτομαι χορογραφικα" ειπε ο Pinter σε μια συνεντευξη. Ζωντας καταμεσης στην αφυσικη καθημερινοτητα της ανοιας ενος αλλου, ηταν ανακουφιση να αισθανεσαι οτι ο Harold Pinter ηταν εκει πρωτος με εργα της τεχνης με αρχη, μεση και τελος. Μερικες φορες αναρωτηθηκα αν αυτο ειναι που εννοουσε ο Αριστοτελης με καθαρση, αν και δεν το νομιζω.
Οι γωνιες ειναι που κανουν ενα πλεγμα διαφορετικο απο μια γραμμη, ενα καρω πουκαμισο διαφορετικο απο ενα ριγε, ενα γηπεδο ποδοσφαιρου διαφορετικο απο ενα λιβαδι, εναν αγκωνα διαφορετικο απο ενα μπρατσο, το φως ως κυμα διαφορετικο απο το φως ως σωματιδιο. Οι γωνιες κανουν προσωπικοτητες απο τα προσωπα, χαρτες απο την εποπτευση κι εναν υγιη εγκεφαλο ανοϊκο. Τα εγκεφαλικα κυτταρα εξαρτωνται απο θρεπτικες ουσιες παρεχομενες απο ενα κυτταρικο συστημα μεταφορας που εχει ευθειες γραμμες οπως μια σιδηροδρομικη γραμμη. Φυσιολογικα οι γραμμες διατηρουνται ευθειες απο μια εγκεφαλικη πρωτεϊνη ονομαζομενη tau, εκτος αν η λειτουργια της διαταραχτει απο πλακα η οποια μπερδευει, διακοπτει και απενεργοποιει τις γραμμες. Τοτε σχηματιζονται κομποι και γωνιες και ο εγκεφαλος αρχιζει λιγακι να λιμοκτονει.
Ο εγκεφαλος που λιμοκτονει μενει εκπληκτος. Δεν γνωριζει τον εαυτο του και δεν γνωριζει τον κοσμο. Συνεχως συναντα δυσκολια. Η δυσκολια αντιμετωπιζεται με διαφορετικους τροπους απο διαφορετικους εγκεφαλους. Κι ολα αυτα συμβαινουν με μια τρομερη βαθμιαια ανακατωσουρα. Ενα κοινο χαρακτηριστικο ειναι να συνεχιζεις να υποκρινεσαι οτι ολα ειναι φυσιολογικα οσο διαστημα περισσοτερο γινεται. Ξερεις υποτιθεται πως ηχει η καθημερινη ζωη και πως φανταζει και πως μυριζει. Μπορεις να συναρμολογησεις αυτην την επιφανεια, να την κρατησεις να τρεχει καιρο αφοτου εχει σταματησει να υπαρχει ο,τιδηποτε μεσα σου. Μπορεις να παιξεις τους ρολους. Υπαρχει ενα ειδος δραστικης ψυχικης οικονομιας σ' αυτο, ενα κοστουμι στανταρντ συμπεριφορας κατασκευασμενο απο κουρελια του αρχικου προσωπου και σκουπιδια απο τις παλιες του σχεσεις με αλλους ανθρωπους. Γινεται μια ακτινογραφια του εαυτου του. Δουλευεις μ' αυτο. Η γλωσσα του καταντα γλωσσικη σαλατα. Συνομιλεις μ' αυτο. Η πατρικοτητα του διαλυει εναν βηματισμο με την θυγατρικοτητα σου. Τον υποκρινεσαι. Τον υποκρινεστε και οι δυο ισως. Απορεις μ' αυτο. Ηρωικα και βαθεια αστειος εκπεμπει κωδικοποιημενα μηνυματα απο το εσωτερικο του εαυτου του χρησιμοποιωντας οποια εργαλεια του απεμειναν. Ενα βραδυ ημουν στην κουζινα κι εκανα σαλατα. Περιφερονταν στο δωματιο με τον αβεβαιο τροπο του, με το ρεπουμπλικο του, και με την πλατη γυρισμενη, καθως εφευγε, ειπε "τα γραμματα του μαρουλιου σου ειναι πολυ μεγαλα". και γελασε. Γελασα. Ηταν ενα ομορφο βραδυ.
[...]
Το προσωπο που ζω μαζι του λεει πως το σπιτι μας παραειναι σκοτεινο. Ειναι αληθεια, δεν εχουμε μεγαλα φωτιστικα οροφης, η σε ραγες, μονο μικρες λιτες λαμπες απο αποθηκες τοποθετημενες εδω κι εκει. Αυτο συνιστα την κυρια διαφορα αναμεσα σ' αυτον και σ' εμενα, γενικα αναμεσα σε εξωστρεφεις και ενδοστρεφεις, αναμεσα σ' ανρωπους που προτιμουν να ζουν σε εναν κεντρικα και δημοκρατικα φωτισμενο ανοιχτο χωρο και ανθρωπους που τους αρεσει ενα σκοτεινιασμενο δωματιο με μια μικρη πηγη φωτος απο λαμπα σε μια γωνια, μεταξυ εκθεσης και υποχωρησης. Το να εισαι αποσυρμενος στην γωνια σου μπορει να ειναι μια κατασταση προσωπικης ειρηνης αν σκεφτουμε την γωνια σαν ενα ειδος μισου κουτιου, ενα μερος τοιχος, ενα μερος πορτα. Που θα πει ενας τοπος που προσφερει αμυνα προς τα πισω και κινητικοτητα προς τα εμπρος, ενας τελειος κοινος ορος για ο,τι ο Bachelard αποκαλει διαλεκτικη του μεσα και του εξω. Ενα πραγμα που προσεξα στον μπαμπα μου καθως εξαφανιζοταν στην ανοια, ειναι οτι εχασε την αισθηση της προσωπικης ειρηνης των γωνιων. Ενας οντως εσωστρεφης ανθρωπος που παντα προτιμουσε να καθεται σε μια κουνιστη πολυθρονα στην γωνια του δωματιου του με την γατα στην αγκαλια του, διαβαζοντας, η σκεπτομενος, η κοιταζοντας τον κοσμο να διαβαινει, αρχισε να βρισκεται στην ακρη μιας αναδιπλουμενης καρεκλας ολομοναχος στην μεση της μπροστινης αυλης, η να στεκεται στη μεση του ιδιωτικου δρομου μ' ενα μπερδεμενο υφος, η απλα να περιφερεται απο δωματιο σε δωματιο με το καπελο του φορεμενο. "Ειμαι ο χωρος οπου ειμαι", λεει ο Bachelard. Οι ανοϊκοι ανθρωποι φαινεται πως δεν εμπειρωνται τον εαυτο ως καταφυγιο. Υπαρχει μια βασικη ζωικη βεβαιοτητα οτι εισαι αυτος που εισαι και ειναι ενταξει, που εχει διαγραφει απ' αυτους. Καμια πλεον διαλεκτικη του μεσα και του εξω. Εισαι απλα εκτεθειμενος. Εισαι ανοιχτος σ' ολους τους ανεμους. Η ζωη σου συμβαινει σ' εκεινον τον χωρο που οι αρχαιοι ελληνες φιλοσοφοι αποκαλουσαν το απειρον, το οποιο ηταν συνωνυμο με το χαος του Ησιοδου. Ενω στον Shakespeare θα μπορουσε να ειναι το ρεικι, στην Emily Bronte τα ελη, στον Samuel Beckett ενα προχωρημενο βραδινο στο μελλον, ομως το οποιο ο μπαμπας μου με οξυτητα περιεγραψε με την τελευταια του ολοκληρωμενη φραση που ειχα απ' αυτον, με τον τροπο του, "Οι φωτιες ειναι το πιο απομακρο στο οποιο εισαι μεσα και το χειροτερο που εισαι." Προσεξε την κατευθυνση απο τις φωτιες. Ειμαι πολυ βεβαιη οτι η Emily Bronte και ο Shakespeare και οι ελληνες φιλοσοφοι θα διεγραφαν μια τροχια για το απειρο πηγαινοντας εξω, οχι μεσα. Ομως οταν το απειρο ερχεται μετα απο σενα, οταν δεν μπορεις να του ξεφυγεις προς τα εξω γιατι ειναι ηδη μεσα και ηδη καιει, τοτε πραγματι δεν εχεις καταφυγιο. Αυτη ειναι μια ερωτηση που ερωταται κατα κανονα απο τον τελευταιο χαρακτηρα που μενει ζωντανος στο τελος μιας ελληνικης τραγωδιας. Και τωρα που να παω;
[...]
Η ψυχη του Holderlin αισθανοταν την πιεση. Η κατασταση της ανοιας στην οποια εζησε τα τελευταια 37 χρονια της ζωης του σ' εναν πυργο που εποτευε τον ποταμο Neckar ειναι καλα τεκμηριωμενη.
Αυτο ειναι το σχολιο ενος φιλου που τον επισκεφτηκε στον πυργο του. Ο Holderlin μοιαζει να περπατα ακομα. Παραθετω, "Τα τελευταια εξη χρονια πηγαινει πανω-κατω απο το πρωι μεχρι το βραδυ στο δωματιο του μουρμουριζοντας στον εαυτο του. Την νυχτα σηκωνεται και τριγυριζει στο σπιτι, η μερικες φορες σταματαει για να μαυρισει καθε κομματι χαρτι που βρισκει σκεπαζοντας το με λεξεις. Απο την σκαλα ριξαμε μια τελευταια ματια σ' αυτον, περπατουσε στο δωματιο του, με ενταση." Ο Holderlin οχι μονο αρνειται τον περιορισμο πηγαινοντας για περπατημα μεσα στο δωματιο του, ακυρωνει τις συμβατικες γωνιες αναγνωσιμοτητας μαυριζοντας καθε κομματι χαρτι που βρισκει σκεπαζοντας το με λεξεις. Ειναι ενα διαφορετικο ειδος ανησυχιας, να στοιβαζεις λεξεις σ' ενα χαρτι περα για περα εως τα ακρα ωστε να μην υπαρχει διαφορα αναμεσα στο κειμενο και το περιθωριο. "Η γλωσσα", ειπε σε ενα οψιμο αποσπασμα, "ειναι το πιο επικινδυνο ολων των αγαθων."
Αναρωτιεμαι αν ο κινδυνος που φοβοτανε εχει να κανει με ελεγχο. Πολυ λιγος ελεγχος, πολυ μεγαλος ελεγχος, η ισως η πολυ, πολυ, πολυ τοξικη ιδεα του ιδιου του ελεγχου. Ισως γνωριζετε την ιστορια του Borges που καλειται η Ακριβολογια της Επιστημης, στην οποια μια συντεχνια χαρτογραφων αποφασιζουν να κανουν εναν χαρτη της αυτοκρατοριας τους σχεδιασμενο στην ιδια κλιμακα με την αυτοκρατορια, και που συμπιπτει μ' αυτην σημειο προς σημειο. Η ερωτηση μου γι' αυτο ειναι που θα κρατουσες εναν τετοιο χαρτη; Τον τυλιγεις και τον αποθηκευεις στην ντουλαπα μιας αλλης αυτοκρατοριας καπου του ιδιου μεγεθους με την αρχικη;
Η απλωνεται πανω απο και συνεκτεινομενος με την αρχικη αυτοκρατορια σαν να καρφιτσωνεις καθε συντεταγμενη του πραγματικου κοσμου με την αντιστοιχη χαρτογραφικη συντεταγμενη οπως ενα ειδος θεοτρελου αντιγραφου Xerox; Το οποιο ειναι ο,τι αποφασισε να κανει ο μπαμπας μου με τον πραγματικο του κοσμο κατα το τελος του χρονου του μαζι μας. Δηλαδη να καρφιτσωνει καθε στιγμη της ζωης του γραφοντας με κολλυβογραμματα μικρες σημειωσεις στον εαυτο του, χαρτογραφωντας σχεδον ταυτοχρονα με την ζωη του το τοπιο καθε πραξης, ευθυνης, η φοβου. Σβησε τη λαμπα. βαλε τα κλειδια στο συρταρι. Πηγαινε να φας το βραδινο. Αφοτου εφυγε βρηκαμε αυτες τις σημειωσεις παντου μεσα στο σπιτι σε βιβλια, στις τσεπες του, κατω απο το πιατο της γατας, πισω απο το ρολοϊ. Επιζητουσε τον ελεγχο. Οπως οι χαρτογραφοι του Borges ειχε ενα προβληματακι με την κλιμακα.
[...]
[...] ο μπαμπας μου προσπαθωντας να Xerox το ιδιο του το μυαλο [...]