Moki, How to disappear 72





"Ενας καλος ταξιδιωτης δεν αφηνει πισω του ιχνη"








''Ενας καλος ταξιδιωτης δεν αφηνει πισω του ιχνη'' (1)

1. Byung-Chul Han, Περι φαντασματων και αλλων απουσιαζοντων

Μια ωραια ρηση του Laozi λεει: Ενας καλος ταξιδιωτης δεν αφηνει πισω του ιχνη. Μα πως μπορει κανεις να περπατα και να μην αφηνει πισω του ιχνη; Προτου πατησεις το ενα ποδι στο εδαφος, θα επρεπε να ειχες σηκωσει το αλλο, κι αυτο θα ηταν αδυνατο. Δεν γινεται να περπατας χωρις να αγγιζεις το εδαφος. Επομενως μοιαζει οτι ο Laozi απαιτει το αδυνατο. Η, ζηταει να αιωρουμαστε. Αυτοι που αιωρουνται, αυτοι που τριγυρνουν αιωρουμενοι, οντως δεν αφηνουν πισω τους ιχνη. Τα φαντασματα αιωρουνται επισης. Ειναι γνωστο οτι τα φαντασματα δεν βαδιζουν παρατεταγμενα σε γραμμες με τακτικο βημα.

Το Ο νομος της γης του Carl Schmitt (Nomos der Erde) ξεκινα με εναν υμνο της γης. Προπαντων υμνει την γη για την συσταση της, η οποια επιτρεπει να χαραζονται πανω της σταθερες γραμμες· και, λογω του συμπαγους της, καθισταται δυνατο να καθιερωνονται σαφη ορια, σταθεροι κανονες και θεσεις, συμπαγη πλαισια και διαφοροποιησεις. Το συμπαγες της γης καθιστα δυνατο να χτιζονται πανω της συνορα, τοιχοι, σπιτια και οχυρα: εδω γινονται εμφανη οι κανονες και η θεση της κοινωνικης υπαρξης του ανθρωπου. Οικογενεια, συγγενεις, φυλη και κοινωνικη ταξη, τα ειδη των αποκτηματων και η γειτονια, καθως και οι μορφες της δυναμης και των κανονων ειναι σε κοινη θεα. Περιουσια, αποκτηματα, δυναμη, κανονες, νομοι, ταξη και θεση, ολα οφειλονται στην ιδιαιτερη συσταση της γης. Ο Schmitt αντιπαραβαλλει την σταθερη επιφανεια της γης με την θαλασσα: η θαλασσα δεν γνωριζει καμια τοσο εμφανη οντοτητα [...] ταξης και τοπου. [...] Ουτε επιτρεπει η θαλασσα [...] να χαραχτουν επανω της σταθερες γραμμες. Ειναι ενδιαφερον οτι κατοπιν παρατηρει πως τα πλοια που ταξιδευουν στην θαλασσα δεν αφηνουν ιχνη. Η θαλασσα δεν εχει χαρακτηριστικα με την πρωταρχικη εννοια της λεξης χαρακτηρ, που σημαινει ενσωματωμενο, σκαλιστο, η εγχαραγμενο. Επομενως η θαλασσα, λογω της ελλειψης σταθεροτητας, δεν εχει χαρακτηρα. Και αυτο ειναι που καθιστα τον θαλασσοπορο ικανο να μην αφηνει πισω του ιχνη. Ο Carl Schmitt εχει γενικα μια φοβια για την θαλασσα και το νερο. Επισημαινει μια προφητεια του Βιργιλιου, οπου προεβλεψε οτι στην επερχομενη εποχη της ευτυχιας δεν θα υπαρχουν πλεον θαλασσοπορειες και οτι στην Αποκαλυψη του Ιωαννου αυτος προκηρυξε εναν νεο κοσμο που θα καθαιρονταν απο την αμαρτια και στον οποιο δεν θα υπηρχαν ωκεανοι.

Ο Carl Schmitt ειναι ενα ειδικα χερσαιο πλασμα με την εννοια οτι σχεφτεται μονο σε ορους σταθερων διακρισεων, διχοτομικων η δυαδικων αντιθετων, και δεν εχει καμια κατανοηση για το μη αποφασισμενο, η το αδιορατο. Συμφωνα με την θεωρια του η υπαρξη βασιζεται σε καθαρα ορια και σταθερα περιγραμματα, σε ακλονητη ταξη και αρχες. Αυτος ειναι ο λογος που γι' αυτον το νερο ειναι τοσο ενοχλητικο και αποκοσμο. Δεν επιτρεπει καθαρες οριοθετησεις η διαφοροποιησεις και, στο πολιτικο επιπεδο, καθιερωση σταθερων εθνικων η εδαφικων συνοριακων γραμμων.

Αυτο που ειναι ενδιαφερον στον Carl Schmitt ειναι οτι δεν πιστευει απλοϊκα σε μια σταθερη ταξη, αλλα προσκολλαται σ' αυτην εμπρος στην γενικη παρακμη, και προσπαθει να χτισει ψηλους τοιχους επανω σ' ενα εδαφος που εχει ηδη αρχισει να σειεται. Η σκεψη του Carl Schmitt ερχεται μεσα απο την καρδια μιας φυγοκεντρης δυναμης που διασκορπιζει την σταθερη ταξη και παρεκκλινει απο τον αρχικο δρομο της. Αισθανεται να απειλειται υπαρξιακα απο μια στοιχειωμενη αναποφασιστικοτητα και ελλειψη διακρισης. Στο εργο του 1919 Πολιτικος ρομαντισμος συνοψισε με μια δραματικη γλωσσα την κατασταση στην οποια περιηλθε ο κοσμος: συνεχεις νεες ευκαιριες δημιουργουν εναν συνεχως νεο, ομως βραχυβιο κοσμο, εναν κοσμο χωρις υποσταση [...] χωρις δυναμικη ηγεσια, χωρις συμπερασμα και χωρις ορισμο, χωρις αποφαση, χωρις μια μερα τελικης κρισης, που συνεχιζεται επ' αοριστον, οδηγημενος μονο απο το μαγικο χερι της τυχης [...] Γι' αυτον ενας κοσμος χωρις υποσταση, ενας κοσμος χωρις σταθερη διαφοροποιηση, χωρις καθαρα περιγραμματα, συμπαγεις τοιχους και φραγματα, ειναι ενας κοσμος στοιχειωμενος.

Απο την αλλη για τον Laozi η υπαρξη χωρις δυναμικη ηγεσια, οριστικους ορισμους και συμπερασματα, θα ηταν ενας ξεγνοιαστος περιπατος που δεν θα αφηνε πισω του ιχνη. Ο Carl Schmitt απορριπτει με ολη του την δυναμη την σκεψη ενος κοσμου χωρις υποσταση. Με καθε μεσον προσπαθει να αποκρουσει το στοιχειωμενο χερι της τυχης.

Ο Carl Schmitt, σε προχωρημενη ηλικια, αισθανοταν καταδιωκομενος απο φωνες και θορυβους, ακομα κι απο φαντασματα. Αισθανομενος οτι ηταν στο ελεος αυτων των αποκοσμων θορυβων, επαναδιατυπωσε την περιφημη φραση του για την ανωτατη δυναμη: Μετα τον Πρωτο Παγκοσμιο Πολεμο ειπα "Κυριαρχος ειναι αυτος που κυβερνα σε κατασταση εκτακτης αναγκης." Μετα τον Δευτερο Παγκοσμιο Πολεμο, καταπροσωπο με τον θανατο, λεγω τωρα "Κυριαρχος ειναι αυτος που κυβερνα τα κυματα στο διαστημα." Επομενως το κυριαρχο ατομο ειναι αυτο που εχει την εξουσια επανω στα φαντασματα. Αυτο παντως ειναι μια απελπιδα επιχειρηση. Αναφερθηκε οτι ο Schmitt σ' ολη του την ζωη φοβοτανε τα κυματα. Αποδιωξε απο το δωματιο του και την τηλεοραση και το ραδιοφωνο, ωστε τιποτα απροσκλητο να μην μπορει να εισβαλει στον χωρο του απο τον αερα. Ο τοιχος, μια αρχαϊκη εγκατασταση που ανηκει στον Νομο της γης, δεν μπορει να συγκρατησει τα κυματα που αιωρουνται στον αερα και διαφευγουν καθε συλληψης, καθε συνορου, καθε προσπαθειας να καθηλωθουν σε μια ορισμενη θεση.

[...]

Και ο Carl Schmitt, κατα την καταρρευση, σκεφτοταν την παλια ταξη. Διανοιγε τον δρομο του μεσα απο ολοκληρους στρατους φαντασματων. Τα φαντασματα εμφανιζονται οταν το σταθερο πλαισιο της παλιας ταξης αρχιζει να αποσυντιθεται. Οσο περισσοτερο σθεναρη ειναι η ταξη, τοσο πιο θορυβωδη γινονται τα φαντασματα. Τα κυματα, απο τα οποια ο Schmitt νοιωθει να καταδιωκεται, ειναι οι δονησεις της παρακμης. Απο την αλλη, τα φαντασματα ειναι επισης αγγελιοφοροι απο το περαν του τοιχου, το οποιο ενδεχομενως θα εφερνε την σωτηρια. Κανεις θα μπορουσε να δανειστει λεξεις απο τον Heidegger η τον Hölderlin και να τις χρησιμοποιησει εκτος των συμφραζομενων και να πει: Οπου υπαρχει κινδυνος, βλασταινει και το σωτηριο.

Το φαντασμα, ηδη στην ετυμολογικη του προελευση, εχει επανω του κατι το αντιφατικο, η το αμφιθυμικο. Η λεξη φαντασμα (Gespenst) σχετιζεται με την λεξη της Παλαιας Υψηλης Γερμανικης spanan, που σημαινει βαζω σε πειρασμο, δελεαζω, πειράζω η πειθω. Επομενως το φαντασμα ειναι και δελεαστικο και ανησυχητικο. Θα εικαζαμε οτι ειναι τοσο δελεαστικο γιατι φερνει στον νου οπτασιες πραγματων που καποτε μας αποτραπηκε να δουμε, πραγματα που ειτε επρεπε να κατασταλουν ειτε να αποβληθουν απο την παρουσια μας. Κατα μια εννοια το φαντασμα ειναι ενα revenant, ενα προσωπο που γυρισε απο τους νεκρους, που ξεπερνα τους τοιχους της καταστολης και της προγραφης, τους τοιχους του διαχωρισμου και του αποκλεισμου. Οφειλει την δυναμη του να σαγηνευει σ' αυτην την επιδραση του revenant, στην συγχρονικοτητα παρουσιας και απουσιας. Επιτυγχανει να γινει οπτασια, ομως οπτασια απο κατι που βασικα θα επρεπε να ειναι απον. Στο συντακτικο του φαντασματος υπαρχει μια εμφατικη διακριση αναμεσα σ' αυτο που πρεπει να ειναι και σ' αυτο που δεν επιτρεπεται να ειναι.

[...]

Η σκεψη της Απω Ανατολης δεν γνωριζει καμια αναλλοιωτη δομη της ταξης. Καθε τι εννοειται σε ορους αλλαγης και εξελιξης. Δεν υπαρχει τιποτα στο οποιο κανεις θα προσδενονταν γερα. Που σημαινει: ενας καλος ταξιδιωτης δεν αφηνει πισω του ιχνη. Και τα φαντασματα δεν αφηνουν πισω τους ιχνη. Ενα ιχνος ειναι το αποτυπωμα μιας καταναγκαστικης καθηλωσης. Αυτοι που αιωρουνται δεν αφηνουν πισω τους ιχνη. Στην σκεψη της Απω Ανατολης καθε τι ειναι ρευστο. Κι αυτος ειναι ο λογος που η εξυμνηση του νερου ειναι θεμελιακα ενσωματωμενη μεσα της. Το νερο μεταβαλλει συνεχως την μορφη του για να ταιριαξει σε οποιαδηποτε κατασταση συναντησει. Το νερο δεν γνωριζει περιορισμους της ταυτοτητας. Η σκεψη της Απω Ανατολης, λογω της ελλειψης σε περιορισμους της ταυτοτητας, παρεχει στα φαντασματα περισσοτερο χωρο. Καθε τι ειναι περισσοτερο ανεσταλμενο απ' ο,τι στην Δυση. Σε μεγαλυτερη κλιμακα, καθε τι ειναι διχως ουδο και μεταβαση. Σπανια χρησιμοποιουνται συνορα και διαφοροποιησεις. Η φιλοσοφια της Απω Ανατολης δεν κυριαρχειται απο το 'ειτε-ειτε', κυριαρχειται απο το 'οχι μονον αλλα'. Αντιθετα ο Carl Schmitt, ενα χερσαιο πλασμα και πεζοπορος, ηταν ενας υδροφοβικος, φοβουνταν το νερο και την θαλασσα γιατι αυτο το μεσον δεν επιτρεπει καθαρα ορια η διακρισεις, δεν επιτρεπει σκεψη σε διχοτομικες αντιφασεις. Γι' αυτον ο κοσμος που ειναι η Απω Ανατολη θα ηταν ενας κοσμος χωρις υποσταση, ενας κοσμος κατοικουμενος απο φαντασματα. Στο φως ενος τετοιου ρευστου, μετεωρου κοσμου ο Carl Schmitt θα μπορουσε να ειχε πει: "Στην Κινα εχει μονο φαντασματα."

Στην Δυση φαντασματα εμφανιζονται σε μια κριση ταυτοτητας. Ο Jacques Derrida τονιζει οτι, σε μιαν αλλη οπτικη, αυτη η κριση μπορει να ειναι απελευθερωτικη. Η αποδομηση της ειναι η επιστημη των φαντασματων, μια μορφη φασματολογιας. Ερευνα εκεινα τα στοιχεια της "αλλοτριοτητας" που σαν φαντασματα πλανιωνται μεσα στην ταυτοτητα και την βγαζουν απο την ισσοροπια.

Ο Derrida αποδομει το φτιαξιμο μιας ταυτοτητας τονιζοντας τα πραγματα που τρομοκρατουν, που ειναι φοβερα, και τα οποια στην πορεια της διαμορφωσης της ταυτοτητας καταστελλονται για χαρη της φανταστικης της αγνοτητας. Η ταυτοτητα περιτριγυριζεται ουτως ειπειν απο την αυρα των φαντασματων. Ο Derrida διατηρει μια ηρεμια απεναντι στα φαντασματα, η οποια ανακουφιζει την σκεψη απο τους περιορισμους της ταυτοτητας και των νευρωσεων ταυτοτητας. Αντιτασσει την Λογικη του του φαντασματος εναντια ατην λογικη του νου, η οποια συνεχως προσπαθει να αποτιναξει την διαφορα, η την αλλοτριοτητα που βροντα υποκωφα μεσα στην ταυτοτητα του. Το μοττο του αποδομημενου τροπου ζωης ειναι: Μαθε να ζεις 'με' φαντασματα, σε συνομιλια [...] και σε κοινα ταξιδια [...] Να μαθεις να ζεις με φαντασματα θα πει τελικα: να μαθεις να ζεις φιλικα, να δεχεσαι ο,τι τα κανει ανωμαλα και απροβλεπτα, να μην ανεχεσαι παθητικα τις διαφορες τους, αλλα να βοηθας να πληθυνουν. Ισως ειναι δυνατο να ζει κανεις πιο αρμονικα με φαντασματα. [...] Παντως ο κοσμος του Zhuangzhi, η του Laozi ειναι ενας υπεριπταμενος, αιωρουμενος κοσμος χωρις καθαρα περιγραμματα, χωρις οριστικες διακρισεις, χωρις συμπερασματα, αποφασεις η ορισμους· σ' αυτον τον κοσμο ειναι δυνατο να ταξιδευεις στον χωρο ξεγνοιαστα. Ισως στο μελλον, στην αλλη πλευρα της θεολογιας και της τελεολογιας, η αιωρηση θα γινει ο νεος τροπος περπατηματος, αφηνοντας πισω της τα πιο ακαμπτα βηματα του προσκυνηματος, του στρατιωτικου εμβατηριου και της γραμμικης κινησης προς τα μπρος.

2. Φαντασματα...

Ο ταξιδιωτης αφηνει ιχνη οταν ξεχωριζει και διακρινεται, π.χ. τα παπουτσια του απο το χωμα, η μορφη του απο τις γυρω μορφες, η φωνη του απο τις γυρω φωνες. Δεν αφηνει ιχνη, οχι οταν ειναι ολοτελα ξεχωριστος, π.χ αορατος και αφωνος, αλλα οταν ειναι ολοτελα μετοχος. Που θα πει, οταν δεν υπαρχει αναμεσα σ' αυτον και στο αλλο κανενα οριο - οταν εχει τον τροπο του φαντασματος. Ο τροπος αυτης της ολικης μεθεξης λεγεται στοιχειωμα.

Το φαντασμα, το στοιχειο, στοιχειωνει τον χωρο στο οποιο παρουσιαζεται. "Τον στοιχειωνει" θα πει: οντας ολοτελα ξενο διαπερνα τα ορια του χωρου σαν να μην υπηρχαν, η παρουσια του τον διαποτιζει, κατακρημνιζει την ταυτοτητα του σε μια δινη, σε μια ρουφηχτρα και την εξαφανιζει. Κανει τον χωρο αποκοσμο, αλλοκοτο, μετεωρο, καποτε εφιαλτικο και καποτε παραμυθενιο. Αναλογιστειτε μονο, οσοι το φοβαστε, πως αλλαζει το σπιτι σας οταν ξεπροβαλει ενα ποντικι.

Στην Καταιγιδα του Shakespeare λεει ο Prospero: "Ειμαστε απο υλικο σαν αυτο που 'ναι φτιαγμενα τα ονειρα κι η μικρη μας ζωη κυκλωνεται απο εναν υπνο."

Στοιχειωμενη γλωσσα. Το ιχνος ως η υπογραφη

(Απο το: Byung-Chul Han, Ειδη θανατου)

Τι εννοουσε ο Heidegger ως υπογραφη του; Ποιος υπογραφει, η φερει την ευθυνη για τα γραπτα που εχουν την υπογραφη "Martin Heidegger"; Εννοουσε καν ο Heidegger τον εαυτο του ως συγγραφεα; Ο Heidegger θα ειχε αποφυγει να χρησιμοποιησει την λεξη "Autor", και οχι μονον επειδη ειναι μια ξενικη λεξη. Εκει που οντως εμφανιζεται, πρεπει να παραμεριζει εμπρος στον αυθεντικο υπογραφοντα το εργο. [...]

Στη φανταστικη συνομιλια "Gelassenheit" ["αφεση"...] βασικα δεν συμβαινει καμια ανταλλαγη γνωμων. Κανεις δεν λεει τη δικη του γνωμη. Κανεις δεν μοιαζει να ενδιαφερεται να υπογραψει τα εκφωνουμενα λογια. Μια παραξενη ελλειψη ενδιαφεροντος συν-τονιζει την πορεια της συνομιλιας. Παντως δεν ειναι απαθεια. Προκειται περισσοτερο για μια εγρηγορση χωρις ενδιαφερον, η χωρις προθεση. Οταν καταμεσις στη συνομιλια επεσαν παλι στη λεξη "Gelassenheit", ο διδασκαλος ερωτα: "L Τι ειναι αυτο που ονοματισατε με το ονομα Gelassenheit; F Το ονομα, αν επιτρεπετε, δεν το χρησιμοποιησα εγω αλλα εσεις. L [76] Οπως εσεις, αλλο τοσο κι εγω δεν επετελεσα την ονομασια. G Ποιος ηταν τοτε; Κανεις απο μας; L Μαλλον. Διοτι στην περιοχη που βρισκομαστε ολα ειναι ενταξει μονο εαν δεν ηταν κανενας."

Στη συνομιλια ο καθενας ειναι κατα ορισμενο τροπο εκτος εαυτου. Κανεις δεν υπογραφει την λεξη "Gelassenheit". Κανεις δεν ηταν εκει, οταν επεσε η λεξη. Καθενας παρευρισκονταν μονο σ' αυτο το συμβαν της λεξης. Η συνομιλια δεν λαμβανει χωρα μεταξυ φορεων απο γνωμες αλλα η συνομιλια δινεται, απροσωπα. Κανεις δεν εχει πει την λεξη "Gelassenheit". Κανεις δεν αναλαμβανει η δεν αξιωνει την πατροτητα. Η λεξη εχει πεσει, ετυχε στην συζητηση γιατι Κανενας ηταν εκει. Η συνομιλια προχωρει οταν "κινουμαστε στις λεξεις ελευθερα". Η ελευθερια δεν εγκειται στο οτι κανεις εξουσιαζει τον λογο. Πολυ περισσοτερο να κινεισαι στις λεξεις ελευθερα θα πει να χανεσαι στις λεξεις, και μαλιστα ως Κανεις. Η ελευθερια ειναι μια αδιαφορη εγρηγορση οπου κανεις τις λεξεις που ερχονται τις απολυει, η τις προσδεχεται ως δωρεα. Η ελευθερια ειναι η απο-λυση της λεξης. Η λεξη ως δωρεα ερχεται στον αδιαφορο Κανενα, τον μη ενδιαφερομενο για πνευματικη ιδιοκτησια. Η ευθυνη του θα ενεκειτο μονο σ' αυτην την απολυση της δωρεας. [...]

Στοιχειωμενη φυση. Πως να εξαφανιζεσαι.

Ειπα πριν απο λιγο οτι ο ταξιδιωτης δεν αφηνει ιχνη, οχι οταν ειναι ολοτελα ξεχωριστος, π.χ αορατος και αφωνος, αλλα οταν ειναι ολοτελα μετοχος. Η Οφηλια, η ερωμενη του Hamlet. Δυο πινακες, του Millais και της συγχρονης γερμανιδας ζωγραφου Moki

Στον Millais, ενα πτωμα. Χους ει και εις χουν απελευσει, λεγεται. Και τι ειναι πιο κοντα στο χωμα απο εναν νεκρο; Δεν εχουμε εδω μια ολικη μεθεξη της νεκρης με την φυση; Οχι! Το ιχνος που αφηνει η Οφηλια του Millet ειναι ανεξιτηλο. Διοτι ακριβως ως νεκρη φερνει εμπρος στα ματια μας την εικονα της γυναικας που ζουσε, που πεθανε εναν τραγικο, εναν αδικο θανατο σε εναν καιρο που ηταν, με τα λογια του Hamlet, out of joint. Μια υπαρξη ολοτελα διαφορετικη λοιπον απο αυτην του νερου και τις οχθες και την τριγυρω βλαστηση.

Η Οφηλια τωρα της Moki.

Αυτην δεν την παιρνει το ποταμι. Στεκει ακινητη και το ρεμα προσκρουει επανω της και την παρακαμπτει, οπως κανει σ' εναν βραχο. Τα ορια μεταξυ ανθρωπου και βραχου εχουν καταργηθει. Και η καταργηση τους συμβαινει μεσα σε ενα τοπιο αλλοκοτο. Στοιχειωμενο.

Στοιχειωμενος χωρος. Ασε τα χερια σου να ταξιδεψουν.

Heidegger, Σεμινάρια του Zollikon:

[112] Στο εκαστοτε εδω, που ειμαι, το ζωντανο σωμα συμμετεχει παντα, ομως πως; Καθοριμαι, απο τον ογκο του φυσικου μου σωματος; Συμπιπτουν τα περατα του φυσικου και του ζωντανου μου σωματος; Κανεις μπορει το ζωντανο σωμα να το εκλαβει ως φυσικο σωμα. Καθομαι εδω στο τραπεζι και καταλαμβανω τον χωρο που περιβαλλεται απο την επιδερμιδα μου. Ομως τοτε δεν γινεται λογος για το Εδω, που ειμαι, αλλα μονο για την θεση αυτου του φυσικου σωματος σ’ αυτο το σημειο. [...] Δειχνοντας με το δαχτυλο στο παραθυρο εκει περα, δεν τελειωνω στις ακρες των δακτυλων. Που ειναι λοιπον τα περατα του ζωντανου σωματος; [...] Τα περατα του ζωντανου σωματος ειναι ο οριζοντας [...] στον οποιο διαμενω. Γι’ αυτο και η περατωση του ζωντανου σωματος μεταβαλλεται συνεχως με τη μεταβολη της εμβελειας της διαμονης μου.

(Απο σημειώσεις για το Δρομοι του Σωματος και Ψυχη)

Εδω συναντουμε ενα αλλο χαρακτηριστικο του ζωντανου σωματος: Τα περατα του διαγραφονται απο τον οριζοντα των εκαστοτε αναφορων μου. Μονον μεσα απο μια τετοια εννοηση του ζωντανου σωματος μπορουμε να παρακολουθησουμε πραγματικα εναν ποιητικο λογο, οπως αυτον του Γιωργου Σεφερη απο το ποιημα ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ: "αφησε τα χερια σου αν μπορεις να ταξιδεψουν... / [...] με το καραβι / που αγγιξε τον οριζοντα."

Ετσι εδω δεν πρεπει να φανταστουμε χερια μεταφορικα, καπου σαν ανθρωπακια που κινουνται, ανεβαινουν στο καραβι και ταξιδευουν μεχρι τον οριζοντα. Οι στιχοι καλουν τα χερια του προσφωνουμενου, τα χερια του σωματος, του ζωντανου του σωματος. Τα καλουνε να απλωθουν σ' ενα καθοδον που φτανει εως τα ακρα. Προκειται ουσιαστικα για την ιδια εμπειρια του ζωντανου σωματος που λεγεται και στο δοκιμιο "Μια σκηνοθεσια για την Κιχλη": "Το φως της μερας και το αιμα του ανθρωπου ειναι το ιδιο πραμα." Οταν ανθρωπος και φως ειναι το ιδιο πραμα, τοτε το αιμα δεν αφηνει ιχνη...

3. Ψυχαναλυση

Στοιχειωμενη συναντηση

(Απο το Η πολις των Αρχαιων...)

Ας επιχειρησουμε τωρα ν' αναγνωρισουμε το ετσι εννοουμενο σωμα, εδω και τωρα. Σας μιλω, ομως μιλω στο μικροφωνο. Το σωμα μου εκτεινεται εως το μηχανημα που εχω μπροστα μου. Τωρα αφηνω το μικροφωνο.

... Με τη φωνη μου, που τωρα μονο ακουτε πραγματικα, το σωμα μου εκτεινεται εως εσας, περατωνεται σ’ εσας. Με το ακουσμα σας, που δεχεται τη φωνη μου, το σωμα σας εκτεινεται εως εμενα, περατωνεται σ’ εμενα ...

Ο Ιαπωνας σκηνοθετης του θεατρου Toshiharu Takeuchi ανεπτυξε μια ασκηση γι' αυτο στο οποιο εγκειται καθε συνομιλια, οτι αποτεινεται καποιος σε καποιον. Σ' αυτην την ασκηση στεκονται δυο ανθρωποι αντικριστα. Ο Α αποτεινεται στον Β με μια συντομη φραση, π.χ. "Παμε στην καφετερια;", η: "Σημερα εισαι στις ομορφιες σου." Κατοπιν ο Β του γυριζει την πλατη, και ο Α αποτεινεται στην πλατη του Β. Οταν ο Β νοιωσει πως ο Α πραγματι του αποτεινεται, γυριζει και απαντα. Στην αρχη πολλοι δεν παρατηρουν τιποτα ιδιαιτερο, απλως γυριζουν και απαντουν. Ο δασκαλος, τους προτεινει ν’ ακουσουν τον Α να τους αποτεινεται ακομα μια φορα και να προσεξουν καλα, εαν πραγματι ο Α τους αποτεινεται. Και τοτε σιγα-σιγα οι μαθητευομενοι δειχνουν απορημενοι και δηλωνουν διαφορα, οπως:

- Μοιαζει σαν ο Α να μην αποτεινεται σ' εμενα αλλα σε καποιον διπλα μου. - Ο Α αποταθηκε σε καποιον που βρισκεται δυο-τρια βηματα πισω μου. - Ο Α αποταθηκε σε καποιον πανω και περα απ' το κεφαλι μου. - Η φωνη του Α δεν φτανει μεχρι εμενα. - Μου φανηκε πως ο Α μου αποταθηκε, μα δεν ειμαι τελειως σιγουρος.

Η, ακομα, μεταξυ αλλων: - Η φωνη του Α αγγιξε την πλατη μου. - Αγγιξε το αυτι μου και πεταξε περα. - Γλιστρησε πανω στην πλατη μου. - Τωρα η φωνη του Α με χτυπησε δυνατα.

Κι εκεινοι που συμμετεχουν στην ασκηση ως παρατηρητες, παρατηρουν πως σιγα-σιγα μπορουν να βλεπουν τα ιχνη της φωνης. Αυτα πολλες φορες διαγραφουν μια καμπυλη και πεφτουν κατω. Διασπωνται σε διαφορες κατευθυνσεις. Πετυχαινουν τον στοχο και πετουν περα, προς τα εξω.

(Απο το Δρομοι του σωματος και ψυχη)

Στη διαρκεια της θεραπειας μια γυναικα μιλα για κατι που αναγνωρισε στον εαυτο της. Μιλα καθαρα, με τον ησυχο και δυνατο παλμο που χαρακτηριζει την φωνη της αφυπνισης σε μια ενοραση. Διαπιστωνω πως αυτη η καθαροτητα της φωνης, ο παλμος της, διατρεχουν και το δικο μου σωμα. "Ναι, ετσι ειναι", θα μπορουσα να πω. Δεν υπαρχει καμια δυσκολια, κανενα σταματημα αναμεσα στη φωνη της και στο αυτι μου. Ακομα κι αν αυτα που μου λεει δεν τα ηξερα προηγουμενως, ειναι σαν να ημουν γι αυτα ευκαιρος, σαν τα περιμενα. Ολα ειναι αναλαφρα, η φωνη της και το ακουσμα μου, που θα πει τελικα: τα σωματα μας, συνεχονται αβιαστα. Ειναι μια αισθηση που δεν μου μαρτυρειται απλως απο το περιεχομενο των λεγομενων της αλλα προπαντων απο την εμπειρια του σωματος μου.

[...]

Η πελατισσα μου προσθετει, τωρα με εναν τονο απογοητευσης και απελπισιας στη φωνη της:

- Αλλα βρισκομαι ετη φωτος μακρια απο τον εαυτο μου...

Εδω την χανω απο τ' αυτια μου. Η φωνη της ειναι σαν να μην φτανει μεχρι εμενα. Ακουω μονο λογια. Το σωμα μου μενει αμετοχο. Τι συμβαινει εδω; Οπου η συνεχεια λογου και σωματος χανεται; Αυτα που λεει, δεν τα εννοει. Της αντιτεινω λοιπον:

- Τα λετε αυτα, ομως καπου δεν τα αισθανομαι.

Μου απαντα, με φωνη σιγουρη και ζωντανη:

- Δεν σας πειθουν;

Τωρα μοιαζει να ξαναβρισκουμε ο ενας τον αλλον. Της απαντω:

- Οχι.

Αυτη:

- Και βεβαια. Οχι ετη φωτος, διπλα μου ειναι, ομως φοβαμαι να το παραδεχτω.

Δεν προκειται για καποιο ιδιαιτερο στιγμιοτυπο. Προκειται για τον τροπο με τον οποιο εργαζομαι. Οταν τα σημαδια του σωματος, του δικου μου και του πελατη μου, διακρινονται και ονομαζονται, τοτε, με τη συνομιλια μας, ειμαστε, ο ενας για τον αλλο, στη μοναδικη και ανεπαναληπτη πραγματικοτητα της στιγμης.

[...]

Στο θεραπευτικο μας στιγμιοτυπο, στην αρχη, η φωνη της πελατισσας μου με βρισκει κατευθειαν, με διαπερνα, σαν φαντασμα, με συγκινει, με συν-κινει. Κατοπιν, στην συνεχεια, οταν μιλα για τα δηθεν "ετη φωτος" που την χωριζουν απο τον εαυτο της, παραπλανα τον εαυτο της κι εμενα, και την φωνη της την χανω. Ξαναβρισκομαστε, οταν αυτην την πλανη την αναγνωριζουμε.

Η ασκηση οπου ο ενας αποτεινεται στον αλλο δειχνει οτι κανεις, ηδη με το οτι αποτεινεται σε καποιον, επιδρα πανω του. Ομως αυτο δεν πετυχαινει οταν κανεις "εξωτερικευει" μονον το δικο του "συναισθημα" και την "γνωμη" του ως αναφορα "προς τα εξω" για το τι συμβαινει "μεσα του". Δεν πετυχαινει διοτι εδω το ζωντανο του σωμα ειναι απεναντι στον αλλον κλειστο: Ο ομιλων κανει απλως αναφορα. Τα λογια του δεν ανοιγονται στον αλλο, δεν του αποτεινονται αληθινα.

[...]

Τουτο ειναι και το κυριολεκτικο νοημα της λεξης "απο-τεινομαι": εκτεινομαι εως... Τα ορια του ζωντανου μου σωματος εκτεινονται μεχρι εκει που φτανει η φωνη μου, και, στην ευτυχη περισταση, στον συνομιλητη μου. Ουτε πιο κοντα ουτε πιο μακρια απ' αυτον.

Η αποταση δεν φτανει τον συνομιλητη οταν κανεις π.χ. μιλαει "μεσα στο στομα του", η σιγα, η με κακη αρθρωση. Η αποταση φευγει περα απο τον συνομιλητη οταν κανεις π.χ. μιλαει σαν να βγαζει λογο, η πολυ δυνατα, η οταν το κεφαλι του ειναι γυρισμενο πανω και περα απο τα ματια του συνομιλητη κλπ.

Ο Α αποτεινεται στον Β θα πει, σε κανεναν αλλον παρα ακριβως στον Β. Για τον Β, τουτο θα πει οτι ο Β ακουει την φωνη, βλεπει την φωνη να αποτεινεται ακριβως σ' αυτον. Ομως εδω δεν προκειται για το οτι κανεις απλως διαπιστωνει πως καποιος του αποτεινεται απο το οτι αναφερει το ονομα του, στρεφεται προς αυτον κλπ. Το διαπιστωνει απο το οτι το ζωντανο σωμα του αποτεινομενου αναφερεται στο δικο του, τον αγγιζει, τον διαπερνα, τον διαποτιζει.

Τουτο μας βοηθα ακομα να εννοησουμε επαρκεστερα το φαινομενο το οποιο στην ψυχοθεραπεια καθιερωθηκε να λεγεται "μεταβιβαση". Ο ορος δεν αποδιδει αυτο που συμβαινει. Ο πελατης μας δεν μας μεταβιβαζει τιποτε. Ομως πολλες φορες, οταν μας αποτεινεται, η φωνη του δεν αποτεινεται σ' εμας, η μονο σ' εμας, αλλα και σε καποιον αλλο, διπλα μας, πισω μας, περα μακρια. Ποιον; Η ψυχοθεραπεια καλειται να τον φανερωσει, και να καταδειξει την συγχυση και την πλανη του, εφοσον δεν γνωριζει σε ποιον πραγματικα αποτεινεται.

Κι ακομα εμεις, ως θεραπευτες, χρειαζεται ν' αναρωτιομαστε και να εχουμε αναπτυγμενο το αισθητηριο: οταν μιλουμε στον πελατη μας, αποτεινομαστε πραγματι σ' αυτον, και μονο σ' αυτον; Και μπορουμε ν' αναρωτηθουμε γενικοτερα: Οταν οι ανθρωποι μιλουν μεταξυ τους, μιλουν πραγματι σ' αυτον στον οποιον καθε φορα αποτεινονται;


Ενας καλος ταξιδιωτης δεν αφηνει πισω του ιχνη. Καλοι συνταξιδιωτες ειναι αυτοι που στην συναντηση τους ο ενας δεν εγγραφει το ιχνος του επανω στον αλλο. Εδω η αρμοζουσα σταση του ψυχαναλυτη διατυπωνεται απο τον Freud με τον ορο "ελευθερα μετεωρη προσοχη". Αυτη η προσοχη, καθοτι ελευθερα μετεωρη, δεν αφηνει ιχνη. Και επειδη δεν αφηνει ιχνη, δεν μπορουμε καν να μιλουμε για "σταση". Τι ειδους προσοχη ειναι αυτη; Ποτε ειναι η προσοχη ελευθερα μετεωρη και δεν αφηνει ιχνη; Η προσοχη αφηνει ιχνη οταν τα ακουομενα ακουγονται ως πληροφοριες και υλικο. Οπου ο ψυχαναλυτης τα επεξεργαζεται: συνδεει, συγκρινει, εξηγει, ερμηνευει. Η προσοχη ειναι πραγματι ελευθερα μετεωρη οταν ειναι, οπως ακουσαμε, "μια εγρηγορση χωρις ενδιαφερον, η χωρις προθεση". Και δεν αφηνει ιχνη οταν ο ψυχαναλυτης ακουει διχως να σκεφτεται και μιλα σε πρωτο χρονο, και μαλιστα οταν δεν μιλαει ο ιδιος αλλα δια στοματος του μιλα ο αναλυομενος - ετσι που ο ιδιος δεν ειχε μιλησει ποτε μεχρι τωρα. Τουτο συμβαινει οταν ο ενας αναλυεται στον αλλο, οταν ανταλλασσουν τα ζωντανα τους σωματα.

Ενα τετοιο φαινομενο ειναι ο ερωτικος οργασμος. Το διευκρινιζω καταρχην με ενα θεραπευτικο στιγμιοτυπο που επισημαινει το φαινομενο - απο την ελλειψη του. Μια γυναικα λεει πως ποτε της δεν ειχε οργασμο. Της αποκρινομαι, με καποιον δισταγμο, καθως δεν ειμαι σιγουρος αν θα το ακουσει: "Μπορει να σας φανει τρελο, ομως θα μπορουσαμε να πουμε οτι τα ορια του σωματος σας δεν ξεπερνανε την επιδερμιδα του." Το ακουσε!

Ηδη η γερμανικη λεξη για την ηδονη, Lust, συγγενευει ετυμολογικα με το στερητικο μοριο los, εν μερει αναλογο του δικου μας στερητικου αλφα, η του πρωτου συνδετικου απο-. Η ηδονη ειναι κενωση, αδειασμα, που δεν αφηνει καποιον στην ερημο του μηδενος αλλα εκκενωνει το σπιτι, την επικρατεια του εαυτου, απαλειφει το αποτυπωμα του, και τον (οχι, δεν μπορουμε πια να χρησιμοποιουμε την προσωπικη αντωνυμια), και απολυει τον ενα στον - κανενα. Ο Freud το συλλαμβανει απο μακρια με την μπακαλικη ψυχολογιστικη εκφραση "αποφορτιση των ορμων". Η καθε στοιχειωμενη, δηλαδη ευτυχης συναντηση, αν ειναι αποφορτιση, τοτε αποφορτιζει απο τον φορτο του ιδιου του εαυτου.

Πολλες φορες και η θεραπευτικη συνομιλια εχει μια παρομοια υφη. Και στο τελος μια τετοιας ωρας, οταν αποχαιρετω, εχω την αισθηση πως τελειωσε μια ερωτικη συνευρεση, πως συνταξιδεψαμε σ' ενα ταξιδι - που, μ' ολο τον πλουτο του, δεν αφησε πισω του ιχνη.


Η ρηση του Laozi: Ενας καλος ταξιδιωτης δεν αφηνει πισω του ιχνη, εχει το ομολογο της στην αρχαια ελληνικη επιταγη λαθε βιωσας, ζωντας, λανθανε. Στις αναφορες που προηγηθηκαν, η ρηση σημαινει: λανθανε, ως αυτος καθαυτον, αφησε τον ιδιο τον εαυτο σου λανθανοντα. Υπαρχει και ενα πρωτο επιπεδο, πιο καθημερινο, που καποιες φορες θα ηταν και ενα πρωτο βημα: ζωντας, μενε λανθανων ως προς τους αλλους. Τελειωνοντας θα σας φερω για παραδειγμα ενα τραγουδι απο την Ωραια Μυλωνου του Schubert. Λεγεται "Ζηλεια και περηφανεια" [Eifersucht und Stolz]. Η Ωραια Μυλωνου ειναι η ιστορια ενος νεου που παει να εργαστει σ' εναν μυλο, ερωτευεται την κορη του μυλωνα, αυτη αρχικα ανταποκρινεται, ομως αργοτερα τον εγκαταλειπει για χαρη ενος κυνηγου.

Τα λογια:

Για που τοσο γρηγορα, τοσο αλαφιασμενα και αγρια, αγαπημενο μου ρεμα; / Μηπως τρεχεις ολο θυμο πισω απ' αυτον τον τυπο, τον μαγκα τον κυνηγο; / Γυρνα πισω, γυρισε πισω και ψαλλε τα πρωτα στη μυλωνου σου / για το επιπολαιο, το χαζο, το μικρο της το μυαλουδακι. / Γυρνα πισω! Γυρνα πισω! Γυρισε πισω!

Δεν την ειδες ψες βραδυ να στεκει στην πορτα / με τεντωμενο λαιμο και να κοιτα προς τον μεγαλο δρομο; / Οταν ο κυνηγος κεφατος απ' το κυνηγι γυριζει στο σπιτι, / κανενα σωστο παιδι δεν βγαζει το κεφαλι απ' το παραθυρο.

Πηγαινε, ρεματακι, και πες της τα. / Μα μην της πεις, ακους, κουβεντα για το θλιμμενο μου προσωπο. / Πες της, ξυνει ενα καλαμι μου και φτιαχνει φλογερα, / και παιζει στα παιδια ομορφους χορους και τραγουδια.

Και τωρα το τραγουδι.