Ποιηματα σε μεταφρασεις μου





Ποιηματα σε μεταφρασεις μου

Φουγκα θανατου [Todesfuge] >Ο Celan απαγγελει

ΜΑΥΡΟ γαλα της αυγης το πινουμε βραδυ

το πινουμε μεσημερι και πρωι το πινουμε νυχτα

και πινουμε πινουμε

στους αιθερες σκαβουμε ταφο κει περα δεν ειναι στενα

Ενας αντρας μενει στο σπιτι και παιζει με φιδια και γραφει

γραφει σα σκοτεινιαζει στη Γερμανια τα χρυσαφια σου μαλλια Μαργαριτα

το γραφει και βγαινει απ' το σπιτι κι αστραφτουν τ’ αστερια σφυριζει να 'ρθουν τα κυνηγοσκυλα του κοντα του

σφυριζει ναρθουνε οι Εβραιοι του μπροστα του στελνει να σκαψουνε ταφο στη γη

μας προσταζει και τωρα μπρος παιξτε για το χορο


Μαυρο γαλα της αυγης σε πινουμε νυχτα

σε πινουμε πρωι και μεσημερι σε πινουμε βραδυ

και πινουμε πινουμε

Ενας αντρας μενει στο σπιτι και παιζει με φιδια και γραφει

γραφει σα σκοτεινιαζει στη Γερμανια τα χρυσαφια σου μαλλια Μαργαριτα

Τα σταχτια σου μαλλια Σουλαμιτ στους αιθερες σκαβουμε ταφο κει περα δεν ειναι στενα


Φωναζει στα εγκατα σκαψτε βαθυτερα σεις κι οι αλλοι εσεις παιξτε και τραγουδειστε

το σιδερικο αδραχνει στη ζωνη το σειει τα ματια του ειναι γαλαζια

τα φτυαρια βαθυτερα σεις κι οι αλλοι εσεις συνεχιστε και παιξτε για το χορο


Μαυρο γαλα της αυγης σε πινουμε νυχτα

σε πινουμε μεσημερι και πρωι σε πινουμε βραδυ

και πινουμε πινουμε

Ενας αντρας μενει στο σπιτι τα χρυσαφια σου μαλλια Μαργαριτα

τα σταχτια σου μαλλια Σουλαμιτ παιζει με φιδια


Φωναζει γλυκυτερα παιξτε το θανατο ο θανατος ειν’ ενας μαστορας απ’ τη Γερμανια

φωναζει τα βιολια βαθυτερα παιξτε και στον αιθερα τοτε σαν καπνος θ’ ανεβειτε

θα ‘χετε τοτε στα συννεφα ταφο κει περα δεν ειναι στενα


Μαυρο γαλα της αυγης σε πινουμε νυχτα

σε πινουμε μεσημερι ο θανατος ειν’ ενας μαστορας απ’ τη Γερμανια

σε πινουμε βραδυ και πρωι και πινουμε πινουμε

ο θανατος ειν’ ενας μαστορας απ’ τη Γερμανια το ματι του ειναι γαλαζιο

σε χτυπα με μολυβινη σφαιρα σε χτυπα ακριβως

ενας αντρας μενει στο σπιτι τα χρυσαφια σου μαλλια Μαργαριτα

αμολα τα κυνηγοσκυλα πανω μας ταφο μας χαριζει αιθεριο

παιζει με φιδια και ονειρευεται ο θανατος ειν’ ενας μαστορας απ’ τη Γερμανια


τα χρυσαφια σου μαλλια Μαργαριτα

τα σταχτια σου μαλλια Σουλαμιτ

Οι αμπελουργοι [Die Winzer] >Ο Celan απαγγελει

Για την Nani και τον Klaus Demus

Φθινοπωρο: τρυγουν το κρασι των ματιων τους,

ο,τι κλαφτηκε το πανε στο πατητηρι, ακομα κι αυτο:

ετσι το θελει η νυχτα,

η νυχτα, που πανω της ακουμπανε, ο τοιχος,

ετσι το ζηταει η πετρα,

η πετρα, που πανω της παραμιλαει το δεκανικι τους

στην σιωπη της απαντησης -

το δεκανικι τους που καποτε,

καποτε το φθινοπωρο,

οταν το ετος φουσκωνει, σαν σταφυλι, προς τον θανατο

που καποτε μιλα μες απο το βουβο, κατω

προς το λαγουμι του επινοημενου.


Φθινοπωρο: τρυγουν, παταν το κρασι,

πατανε τον χρονο οπως το ματι τους,

ο,τι εκρεει, ο,τι κλαφτηκε το βαζουνε σε κελαρια,

στον ταφο του ηλιου που εφοδιαζουν

με νυχτοδυναμο χερι:

ωστε καποιο στομα να διψασει για δαυτο, αργοτερα -

ενα οψιμο στομα, ομοιο του δικου τους:

Εχοντας αντικρυ σ' ενα τυφλο καμπουριασει και παραλυσει -

ενα στομα οπου το πιομα να ξεχειλιζει απο το βαθος αφριζοντας, καθως

ο ουρανος κατεβαινει στην κερινη θαλασσα,

για να φωτιζει πλεον ως κολοβωμα φωτος,

οταν επιτελους το χειλος υγραινεται.

Με κρασι και χαμο [Bei Wein und Verlorenheit]

ΜΕ ΚΡΑΣΙ ΚΑΙ ΧΑΜΟ, με

των δυο τους το γερμα:

ιππευσα μεσ' απ' το χιονι, ακους,

ιππευσα το θεο προς τα περα - προς τα δωθε, αυτος τραγουδαγε,


ηταν η τελευταια μας ιππευση πανω απ'

τους ανθρωπους-εμποδια.

Χωνανε τα κεφαλια στους ωμους, οταν

μας ακουγαν απο πανω τους,

εγραφαν,

πλαστογραφουσανε τον βρυχηθμο μας

σε μια


απο τις εικονογραφημενες τους γλωσσες.

Ψαλμος [Psalm] >Ο Celan απαγγελει

Κανεις δεν θα μας ξαναπλασει απο χωμα και λασπη,

κανεις δεν θα μας διαβασει τη σταχτη μας.

Κανεις.

Δοξασμενος να 'σαι, Κανεις εσυ.

Για χαρη σου θε ν'

ανθισουμε.

Κατα σενα.


Ενα Μηδεν

ειμασταν, ειμαστε, θα

μεινουμε, ανθωντας:

του Μηδενος, του

Κανενος το ροδο.


Με τον στυλο ψυχοφωτεινο,

τον στημονα ουρανοχερσο,

το περιανθιο κοκκινο

απο τη λεξη την πορφυρη που τραγουδησαμε

πανω, ω πανω

απο τ' αγκαθι.

Stretto [Engführung] >Ο Celan απαγγελει

Εξορισμενοι στο

εδαφος

με το αδιαψευστο ιχνος:

Χορτο, καταγραμμενο ένα προς ενα. Οι πετρες, λευκες,

με τους ισκιους των καλαμιων:

Μη διαβαζεις αλλο - κοιτα!

Μην κοιτας αλλο - προχωρα!


Προχωρα, η ωρα σου

δεν εχει αδελφια, εισαι -

εισαι σπιτι. Ενας τροχος, αργα,

κυλα απο μονος του, οι ακτινες του σκαρφαλωνουν,

σκαρφαλωνουν σε μαυριδερο χωραφι, η νυχτα

δε χρειαζεται αστρα, πουθενα

δε ρωτανε για σενα.


Πουθενα

δε ρωτανε για σενα -

Ο τοπος οπου βρισκοταν αυτοι εχει

ενα ονομα - δεν εχει

κανενα. Δε βρισκοταν εκει. Κατι

βρισκοταν αναμεσα τους.

Δεν βλεπαν πιο περα.

Δεν εβλεπαν, οχι,

μιλουσαν για

λεξεις. Καμια τους

δεν ξυπνησε, ο

υπνος

τους τυλιξε.

Ενα χερι [Eine Hand]

Το τραπεζι, απο ξυλο ωρων, με

το πιατο ρυζι και το κρασι.

Σωπαινουν, τρων, πινουν.


Ενα χερι, που φιλησα,

φωταει στα στοματα.

Η αιωνιοτητα [Die Ewigkeit]

Φλοιος του νυχτοδεντρου, μαχαιρια που γεννηθηκαν σκουριασμενα

σου ψιθυριζουν τα ονοματα, τον χρονο και τις καρδιες.

Μια λεξη, που κοιμοταν σαν την ακουσαμε,

χωνεται κατω απο το φυλλωμα:

λαλο θα ειναι το φθινοπωρο,

λαλιστερο το χερι που μαζευει το φθινοπωρο,

νωπο σαν το αφιονι της ληθης το στομα που φιλαει το χερι.


[Ομοιοτυπο: Gesammelte Werke, Bd 1, Frankfurt am Main 1983]

Λουλουδι [Blume]

Η πετρα.

Η πετρα στον αερα, που ακολουθησα.

Το ματι σου, τυφλο οσο κι η πετρα.

Ημασταν

χερια,

πλασαμε κενο το σκοταδι, βρηκαμε

τη λεξη που ανεβηκε στο καλοκαιρι:

Λουλουδι.

Λουλουδι – μια λεξη τυφλου.

Το ματι σου και το ματι μου:

φροντιζουνε

για νερο.

Βλαστηση.

Καρδιακο τοιχωμα γυρω απο καρδιακο τοιχωμα

φυλλοφορει κι αλλο.

Μια λεξη ακομα, σαν τουτη, και τα σφυρια

θα σειονται στον αερα.

Αχνοφωνα [Fahlstimmig]

ΑΧΝΟΦΩΝΑ, από

το βάθος έχοντας ξυστεί:

καμιά λέξη, κανένα πράγμα,

και των δυο το μοναδικό όνομα,


πτωτικό μέσα σου,

πτητικό μέσα σου,


πληγιασμένο κέρδος

ενός1 κόσμου.


1 προηγούμενα σχεδιάσματα: einzigen, einsamen [μοναδικού, μοναχικού]

Φρανκφουρτη, Σεπτεμβριος [Frankfurt, September]

Τυφλο, φωτο-

γενειοφορο διαχωριστικο.

Ενα ονειρο σκαθαριου

το καταφωτιζει.


Απο πισω, θρηνοπλεκτο,

το μετωπο του Freud ανοιγει,


το εξω

επιμονα αποσιωπημενο δακρυ

ξεσπα με τη φραση:

"Για τελευταια

φορα ψυχο-

λογια."


Η ιμιτασιον

καργας

προγευματιζει.


Ο ηχος της λαρυγγικης αποφραξης

αδει.

Ανοιχτη γλωττιδα [Offene Glottis]

ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΛΩΤΤΙΔΑ, ρευμα αερος,

το

φωνηεν, δραστικο,

με το ενα

μορφημα,


συμφωνων ριπες, φιλτραρισμενες

απο κατι το φανερο

απο μακρυα,


ουδος ερεθισματων: συνειδηση


μη επενδυσιμοι

εγω κι επισης εσυ,


υπερεπαλη-

θευμενο

το για ματια, το

ια μνημη διψασμενο κυλιομενο

σημα

κατατεθεν,


ο κροταφικος λωβος ακεραιος,

οπως και τ’ οπτικο κεντρο.

Todtnauberg

Αρνίκη, βάλσαμο των ματιών, η

πόση από την στέρνα με τον

αστρόκυβο πάνω της,

στην

καλύβα,

η στο βιβλίο

– ποιανού όνομα πήρε

πριν το δικό μου; –

η σ’ αυτό το βιβλίο

γραμμένη αράδα για

μιαν ελπίδα , σήμερα

σ’ ενός νοούντος

ερχόμενον*

λόγο

στην καρδιά,

λειβάδια του δάσους, ανισοπέδωτα,

όρχις και όρχις, ένας κι ένας,

κάτι τραχύ, αργότερα, στ’ αυτοκίνητο,

σαφές,

αυτός που μας πάει, ο άνθρωπος,

αυτός που τ’ ακούει μαζύ,

τα μισο-

βαδισμένα σανιδένια

μονοπάτια στο υψίπεδο έλος ,

υγρασία,

πολλή.


*πρώτη έκδοση:

ερχόμενο, ά-

μεσα ερχόμενο

Κρύσταλλος [Kristall]

Μη στα χείλη μου ζητήσεις το στόμα σου,

μη μπροστά στην πόρτα τον ξένο,

μη στο μάτι το δάκρυ.

Εφτά νύχτες ψηλότερα διαβαίνει κόκκινο προς κόκκινο,

εφτά καρδιές βαθύτερα βαράει το χέρι την πόρτα,

εφτά ρόδα αργότερα κελαρεί το πηγάδι.

Δεν ειναι πια [Es ist nicht mehr]

Δεν ειναι πια

αυτή

η βαρύτητα που

κάποτε βυθίζεται μαζί σου

μέσα στην ώρα. Είναι

μια άλλη.

Είναι το βαρίδι που συγκρατεί το κενό

που θα συν-

παρασέρνονταν μαζί σου.

Δεν έχει, όπως κι εσύ, κανένα όνομα. Ίσως

είστε το ίδιο/Ισως

κάποτε κι εσύ να με ονομάσεις

έτσι.

Τοσα αστρα [Soviel Gestirne]

ΤΟΣΑ ΑΣΤΡΑ που

μας τα φερνουν εμπρος μας. Ημουν,

σαν σε αντικρυσα - ποτε; -,

εξω στους

αλλους κοσμους.


Ω αυτοι οι δρομοι, γαλακτικοι,

ω αυτη η ωρα, που

λικνισε τις νυχτες κατα δω μεσα

στο βαρος των ονοματων μας. Ειναι,

το ξερω, ετσι δεν ειναι;,

το οτι ζουσαμε, περναγε

τυφλα μονο μια ανασα αναμεσα

στο εκει και στο οχι-εδω και στο καποτε,

σαν κομητης συριξε ενα ματι

προς ενα εκλιπον, μες στα φαραγγια,

εκει, οπου η πυρακτωση εσβησε, εστεκε

λαμπρος σαν θηλη ο χρονος

στον οποιο ηδη βλασταινε προς τα πανω και προς τα κατω

και προς τα περα ο,τι

ειναι, η ηταν, η θα 'ναι,


ξερω,

ξερω και ξερεις, ξεραμε,

δεν ξεραμε,

αλλωστε εδω ειμασταν κι οχι εκει,

και καποτε, οταν

μονο το τιποτα εστεκε μεταξυ μας, βρισκαμε

ο ενας τον αλλο ολοτελα.

Επιτυμβιο για τον Francois [Grabschrift für Francois]

Οι δυο πόρτες του κόσμου

ανοιχτές:

ανοιγμένες από σένα

την αμφινύχτα.

Τις ακούμε να χτυπάνε και να χτυπάνε

και μεταφέρουν το αβέβαιο,

και μεταφέρουν το πράσινο στο πάντα σου.

Οκτώβριος 1953

Νυχτερινά σφιχτά [Nächtlich geschürzt] >Ο Celan απαγγελει

Νυχτερινά σφιχτά

τα χείλη των λουλουδιών,

σταυρωμένοι και μπλεγμένοι

οι κορμοί των πεύκων,

ασπρισμένα τα βρύα, κλονισμένη η πέτρα,

ξυπνητές για την ατέλειωτη πτήση

οι κάργες πάνω απ' τον παγετώνα:

είναι ο τόπος που αναπαύονται αυτοί που προφτάσαμε:

δεν θα ονομάσουν την ώρα,

δεν θα μετρήσουνε τις νιφάδες,

δεν θ' ακολουθήσουνε τα νερά στο φράγμα.

Στέκουνε χώρια στον κόσμο,

ο καθένας στην νύχτα του,

ο καθένας στον θάνατό του,

δύστροποι, άσκεποι, πάνωθέ τους η πάχνη

των κοντινών και των μακρινών.

Πληρώνουν το χρέος που εμψύχωσε την αρχή τους,

το πληρώνουν σε μια λέξη

που υφίσταται άδικα, όπως το καλοκαίρι.

Μια λέξη - ξέρεις:

ένα λείψανο.

Ας το πλύνουμε,

ας το χτενίσουμε,

ας γυρίσουμε το μάτι του

προς τον ουρανό.

Μιλα κι εσυ [Sprich auch du]

Μίλα κι εσύ,

μίλησε τελευταίος,

πες την ρήση σου.


Μίλα -

Μα μην χωρίσεις το όχι απο το ναι.

Δώσε στην ρήση σου και το νόημα:

δώσε της την σκιά.


Δώσε της σκιά άφθονη,

δώσε της τόση

όση γνωρίζεις γύρω σου μοιρασμένη ανάμεσα

μεσάνυχτα και μεσημέρι και μεσάνυχτα.


Κοίτα τριγύρω:

δες πώς όλα ζωντανεύουν παντού -

Μα τον θάνατο! Ζωντανεύουν!

Αληθινά μιλάει όποιος μιλάει σκιές.

Μα να που λιγοστεύει ο τόπος που στέκεις:

Και τώρα για πού, ξεΐσκιωτε συ, για πού;

Ανέβα. Ψηλάφησε προς τα πάνω.

Πιο λεπτός γίνεσαι, πιο αγνώριστος, πιο αχνός!

Πιο αχνός: ένα νήμα,

που απ' αυτό να κατεβεί θέλει το άστρο:

για να πλεύσει κάτω,

κάτω,

όπου κοιτιέται πώς στίλβει: στην

αποθαλασσιά περιπλανώμενων λέξεων

Μάτι του χρόνου [Auge der Zeit]

Τούτο είναι το μάτι του χρόνου:

κοιτάζει στραβά

κάτω από εφτάχρωμο φρύδι.

Το βλέφαρό του το πλένουν φωτιές,

το δάκρυ του είν' ατμός.


Το τυφλό άστρο προσγειώνεται πάνω του

και λιώνει στην καυτή βλεφαρίδα:

έρχεται ζέστη στον κόσμο,

κι οι νεκροί

μπουμπουκιάζουν κι ανθίζουν.

Φτερωτή νυχτα [Flügelnacht]

Φτερωτή νυχτα, έχοντας έρθει από πέρα μακριά και τώρα

απλωμένη για πάντα

πάνω από κιμωλία κι ασβέστη.

Χαλίκι, κυλώντας αβυσσαλέα.

Χιόνι. Κι ακόμα περισσότερο άσπρο.


Αόρατο,

ό,τι έμοιαζε καφετί,

στο χρώμα των σκέψεων και σε άγρια

βλάστηση από λέξεις πνιγμένο.


Ασβέστης είναι και κιμωλία.

Και χαλίκι.

Χιόνι. Κι ακόμα περισσότερο άσπρο.


Συ, συ ο ίδιος:

Φυτεμένος στο ξένο

μάτι που όλα τούτα

τα εποπτεύει.

Χιονοκρεβατο [Schneebett]

Χιονοκρεβατο

Μάτια, αόκοσμα, στη νεκρική χαράδρα: Έρχομαι,


Σκληροφυία στην καρδιά.

Έρχομαι.


Σεληνοκάτοπτρο κάθετο τοίχωμα. Προς τα κάτω.

(Φωτισμός κηλιδωμένος από ανάσα.

Εδώ κι εκεί αίμα.

Ψυχή που συννεφιάζει μια φορά ακόμα,

με μορφή σχεδόν.

Δεκαδάχτυλος ίσκιος - συρραμένος.)


Μάτια αόκοσμα,

μάτια στη νεκρική χαράδρα,

μάτια μάτια:


Το χιονοκρέβατο κάτω απ' τους δυο μας, το χιονοκρέβατο.

Κρύσταλλος σε κρύσταλλο,

σε κάγκελα βαθιού χρόνου, πέφτουμε,

πέφτουμε και ξαπλώνουμε και πέφτουμε.


Και πέφτουμε:

Είμασταν. Είμαστε.

Είμαστε με την νύχτα σάρκα μία.

Στους δρόμους, τους δρόμους.

Και στα δυο χερια [Zu beiden Händen]

ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΥΟ ΧΕΡΙΑ, εκεί

που μου φυτρώσαν τ' άστρα, μακριά

απ' όλους τους ουρανούς, κοντά

σ' όλους τους ουρανούς:

Πώς

αγρυπνά εκεί! Πώς

μας ξανοίγεται ο κόσμος,

καταμεσίς μας!

Είσαι,

όπου είναι το μάτι σου, είσαι

πάνω, είσαι

κάτω, βρίσκω

έξοδο.


Ω αυτό το πλανώμενο κενό

φιλόξενο μέσο. Χωρισμένοι,

συμπίπτω σ' εσένα, συμπίπτεις

σ' εμένα, μεταξύ μας

έκπτωτοι, βλέπουμε

απ' ανάμεσα:


Το

Αυτό

μας έχει

χάσει, το

Αυτό

μας έχει

ξεχάσει, το

Αυτό

μας έχει --

Μ' ολες τις σκεψεις [Mit allen Gedanken]

Μ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ πέρασα

έξω από τον κόσμο: εκεί ήσουν,

γαλήνια μου εσύ, ανοιχτή μου εσύ, και (

μας υποδέχτηκες.


Ποιος

λέει πως μας νεκρώθηκαν όλα

όταν σφαλίσαμε τα μάτια μας;

Όλα ξυπνήσαν, όλα ξεκίνησαν.

Μέγας έφτασε κολυμπώντας ένας ήλιος, φωτεινές

σταθήκαν απέναντί του ψυχή και ψυχή, καθαρά,

επιτακτικά τον σωπαίνανε

στην τροχιά του.


Ελαφρά

άνοιξε η αγκαλιά σου, σιγαλά

ένα χνώτο υψώθηκε στον αιθέρα,

κι αυτό που νέφωσε μήπως δεν ήταν,

μήπως δεν ήταν μορφή κι απ’ το δικό μας το μέρος

μήπως δεν ήταν

σχεδόν ένα όνομα;

Τρεμολαμπο δεντρο [Flimmerbaum]

Μια λέξη,

που σ' αυτήν χάρηκα τον χαμό σου:

η λέξη

Ουδέποτε


Ήταν,

και φορές τό 'ξερες κι εσύ,

ήταν

ελευθερία.

Κολυμπούσαμε.


Το ξέρεις ακόμα πως τραγουδούσα;

Τραγουδούσα με το τρεμόλαμπο δέντρο, το τιμόνι.

Κολυμπούσαμε.


Το ξέρεις ακόμα πως κολυμπούσες;

Ανοιχτή μου βρσκόσουν εμπρός μου,

μου βρισκόσουν, βρισκόσουν

εσύ εμπρός

στην προ-

πορευόμενή μου ψυχή.

Κολυμπούσα και για τους δυο μας. Δεν κολυμπούσα.

Κολυμπούσε το τρεμόλαμπο δέντρο.


Κολυμπούσε; Ήταν

άλλωστε τέλμα τριγύρω. Ήταν η άπειρη μικρή λίμνη.

Μαύρη και άπειρη, έτσι έκλινε,

έτσι έκλινε προς τα κάτω του κόσμου.


Το ξέρεις ακόμα, πως τραγουδούσα;

Αυτό -

ω αυτό το ρεύμα.


Ουδέποτε. Προς τα κάτω του κόσμου. Δεν τραγουδούσα. Ανοιχτή

μου βρισκόσουν εμπρός

στην ψυχή που ταξίδευε.

Νηματινοι ηλιοι (Fadensonnen) > Ο Celan απαγγελει

πανω απο τη γκριζομαυρη ερημια.

Ενας δεντρο-

ϋψης λογισμος

αδραχνεται στον φωτοηχο: εχει

ακομα τραγουδια να ειπωθουν περαν

των ανθρωπων.

Το μεταξοσκεπαστο Πουθενα [Das seidenverhangene Nirgend]

αφιερώνει στην αχτίδα την διάρκειά του,


εδώ μπορώ να σε

βλέπω.


Γίνετα να εισέρχομαι σ' εσάς, να εξέρχομαι -


Κάτω από το αμμόκρανος κατευθύνει

ο απαρατήρητα κοιμώμενος

εγκέφαλός σου

την άφθαρτη, μία

ωκεάνεια

μέρα,


έλα, διαυγάζω,


έλα, σε δίνω

σ' εμένα κι επίσης σ' εσένα

υπερκαλλιεργημένη

βαρύτητα.

Μόνο όταν [Erst wenn ich dich]

Μόνο όταν

σ' αγγίζω σαν ίσκιο

το πιστεύεις, το

στόμα μου,


τούτο σκαρφαλώνει με υστερο-

νόητα κει ψηλά

σε χρονικές αυλές

πέρα-δώθε,

πέφτεις επάνω στο στράτευμα

των δευτεραντιπροσώπων μεταξύ

των αγγέλων,


σιγομανές

αστρίζει.

Η δικη μου [Meine]

Η ΔΙΚΗ μου

προς εσένα γωνιασμένη ψυχή

σ' ακούει

να καταιγίζεσαι,

στ' αυλάκι του λαιμού σου μαθαίνει

το άστρο μου πώς κανείς σακουλιάζει

και γίνεται αληθινός.

με το δάχτυλο το φέρνω έξω και πάλι -

έλα, συνδιαλέξου μαζί του,

σήμερα κιόλας.

Εν' αστρο [Ein Stern]

αφουγκράζεται ένα φως,

μια ώρα αποδιώχνει

μια ώρα

καρδιοβαρές

κυλά κυανό

από πάνω σου,

το αιμάτινο

σάλιο σου

κάνει ευτυχισμένο

έναν αλλοπαρμένο αμμόκοκκο,

ένα κολόβωμα μητέρας

οδηγεί ένα πρώιμο πρόσωπο

μές από έναν πόνο,

ο θεός του

προχωρεί θερίζοντας το μέτωπο των εικόνων,

στην κόψη

της υψίστης

αιώρας.

Οι πολοι [Die Pole]

είναι μέσα μας,

ανυπέρβατοι

στον ξύπνο,

τους υπερυπνωττουμε, έως την Πύλη

του Ελέους,


σε χάνω σ' εσένα, αυτό

είναι το χιονοβάλσαμό μου,


πες πως τα Ιεροσόλυμα ε ί ν α ι


πες το, σαν νά 'μουν εγώ αυτό

το λευκό σου,

σαν νά 'σουν εσύ

το δικό μου,


σαν να μπορούσαμε να 'μαστε δίχως εμάς,

σε φυλλομετράω, για πάντα,

κάνεις την προσευχή, το κρεβάτι,

μας ελευθερώνεις.

Το ξενο [Das Fremde]

μας έχει στο δίχτυ,

η παροδικότητα μας διαπερνά

πέρα για πέρα, απορημένη,


μέτρησε τον σφυγμό μου, ακόμα κι αυτόν,

μέσα σου,

ορθωνόμαστε τότε,

εναντίον σου, εναντίον μου,


κάτι μας ντύνει,

σε δέρμα νύχτας, σε δέρμα μέρας,

για το παιχνίδι με το ύψιστο, πτωτικο-

μανές σοβαρό.

Τι συνεβη [Was geschah] >Ο Celan απαγγελει

ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ; Η πέτρα βγήκε απ' το βουνό.

Ποιος ξύπνησε; Εσύ κι εγώ.

Γλώσσα, γλώσσα. Συν-άστρο. Πρόσθετη γη.

Φτωχότερη. Ανοιχτή. Πάτρια.


Κατά πού πήγε; Προς Ασώπαστον.

Με την πέτρα πήγε, με τους δυο μας.

Καρδιά και καρδιά. Ήρθε πολύ βαρύ.

Βαρύτερος γίνεσαι. Ελαφρότερος είσαι.

Με τ’ αδιεξοδα να μιλας [Mit den Sackgassen sprechen]

για τ’ Απεναντι,

για την

εκπατρισμενη του

σημασια –:

αυτο

το ψωμι να μασας, με

γραφοδοντες.