''Μα πρέπει να μ' αρμηνέψουν οι πεθαμένοι...''

00.10 Εισαγωγη

09.33 1. Πως ειναι οι ζωντανοι, και δεν "φτανουν";

22.59 2. Πως ρωτα κανεις τους νεκρους;

31.21 3. Πως συμβουλευουν οι νεκροι;

Εισαγωγη

Ο Freud, στο "Συμβουλες προς τον ιατρο κατα την ψυχαναλυτικη αγωγη", γραφει για την "τεχνικη" του ψυχαναλυτη που ειναι γνωστη ως "ελευθερα μετεωρη προσοχη": 

(...) αυτη η τεχνικη ειναι πολυ απλη (...) απορριπτει ολα τα βοηθητικα μεσα, ακομη και το κρατημα σημειωσεων, και συνισταται απλα στο οτι [ο ψυχαναλυτης] δεν θελει να προσεξει τιποτα ιδιαιτερα και ανταποκρινεται σε ολα οσα ακουει με την ιδια 'ελευθερα μετεωρη προσοχη'" (...). 

Και συνοψιζει: 

Να ακουει και να μη νοιαζεται να συγκρατησει κατι. 

Η τεχνικη της "ελευθερα μετεωρης προσοχης" εξυπηρετει δυο τινα: την αποσυμφορηση της μνημης του ψυχαναλυτη και την "ασυνειδητη" προσληψη των λεγομενων του ασθενους. 

Ο αναλυομενος παλι 

δεν πρεπει να μας ανακοινωνει μονο αυτα που λεει σκοπιμα και προθυμα [...], αλλα και ο,τι αλλο του παρεχει η αυτοπαρατηρηση του, ο,τι του ερχεται στο νου, ακομα κι αν του ειναι δυσαρεστο να το πει, ακομα κι αν του φαινεται ασημαντο η ακομα και διχως νοημα.[...]

Το ζητουμενο ειναι "να αποκλεισει την αυτοκριτικη του". Η τεχνικη της ελευθερα μετεωρης προσοχης, δηλαδη 

η συσταση να παρατηρουμε τα παντα ομοιομορφα, ειναι η αναγκαστικη ανταποκριση στην απαιτηση προς τον αναλυομενο να αφηγειται διχως κριτικη και διαλογη ο,τι του ερχεται.

Το ζητουμενο για αναλυομενο και ψυχαναλυτη ειναι λοιπον ακριβως το ιδιο, ο "αποκλεισμος της αυτοκριτικης". Ελευθερος συνειρμος του αναλυομενου και ελευθερα μετεωρη προσοχη του ψυχαναλυτη πηγαινουν χερι-χερι. Βρισκονται σε μια "αναγκαστικη ανταποκριση" μεταξυ τους. Εδω αναγγελεται μια επανασταση, μια ριζικα διαφορετικη μορφη επικοινωνιας. Ο γιατρος δεν ειναι το κυριαρχο υποκειμενο που εχει κατω απο το επιστημονικο βλεμμα τον ασθενη ως αντικειμενο παρατηρησης, διερευνησης και θεραπευτικης "αγωγης". Η συνομιλια τους διαχεεται σε εναν ελευθερο οριζοντα οπου συμβαινει μια "αναγκαστικη ανταποκριση" μεταξυ τους, το αναγκαστικο της οποιας δεν οφειλεται σε καποια ορθολογικη νομοτελεια. Την φυση αυτης της αναγκης επιχειρει να αναζητησει το ακολουθο κειμενο στην οπτικη της ποιησης του Σεφερη. Και καθως εδω ο πρωτος λογος και η πρωτη σιωπη εναποκειται στον ψυχαναλυτη, θα ξεκινησω μ' αυτον, με την ελευθερα μετεωρη προσοχη του.

Ο Freud ζητα απο τον αναλυομενο "πληρη ειλικρινεια". Ο θεραπευτης ανταποκρινεται με μια "τεχνικη". Αυτο ειναι εξαπατηση. Διοτι ο αναλυομενος ανοιγεται σε καποιον ο οποιος απλως παριστανει τον ανοιχτο. Τουτο με καποιον τροπο, αργα η γρηγορα, θα δηλητηριασει την επικοινωνια τους και θα την περιορισει.

Η τιμιοτητα, η δικαιοσυνη, η ευγενεια απεναντι στον αναλυομενο, απεναντι στον δρομο που λεγεται ψυχαναλυση, δεν θα ικανοποιουνταν με μια τεχνικη "ελευθερα μετεωρης προσοχης", αλλα θα διαμορφωνε εναν θεραπευτη ο οποιος θα ηταν αφεαυτου και απεριφραστα "ελευθερα μετεωρος". Η "ελευθερα μετεωρη προσοχη" δεν θα ηταν ρολος αλλα τροπος του ειναι του.

Πως ειναι ενας ελευθερα μετεωρος; ενας ο οποιος δεν παριστανει μονο αλλα οντως "δεν προσεχει τιποτα ιδιαιτερο", "δεν κανει επιλογες", "δεν ακολουθει τις προσδοκιες και τις κλισεις του"; Το Εγω χαρακτηριζεται ακριβως απο το οτι προσεχει το ενα και αγνοει το αλλο, επιλεγει, προσδοκα, κλινει προς αυτο κι εκεινο, εχει δηλαδη εναν χαρακτηρα, μια προσωπικοτητα, και ετσι τοποθετειται απεναντι σ' ενα Εσυ, συμφωνει και διαφωνει μαζι του. Το Εγω εχει ενα πεδιο βαρυτητας. Ο ελευθερα μετεωρος θα ηταν εκεινος ο οποιος δεν εχει κανενα Εγω. Ομως η καθαρη μορφη του ανθρωπου ο οποιος εχει απεκδυθει του Εγω του, ειναι αυτη του νεκρου. 

- Δεν ειστε ανθρωπος εσεις; 

- Οχι! 

- Εξωγηινος ειστε; 

- Ναι!

Πως ειναι λοιπον δυνατο και ενας που εχει απεκδυθει του Εγω του, ενας νεκρος, και κατεξοχην αυτος, να ειναι σε θεση να συμβουλευει, να δινει κατευθυνση; Και τι θα πει καν εδω "νεκρος";

Στην 10η Ραψωδια της Οδυσσειας ο Οδυσσεας ακουει απο την Κιρκη οτι πρεπει να παει στον Αδη, να συναντησει τον Τειρεσια και να μαθει απ' αυτον πως θα επιστρεψει στον τοπο του (στ. 488-540). Το κανει στη λεγομενη "Νεκυια" (11η Ραψωδια).

Η φιγουρα της Νεκυιας, της μεταβασης ενος ανθρωπου στον Αδη για να παρει συμβουλη, υπαρχει σ' ενα δημοτικο τραγουδι

Στον Αδη θα κατεβω

και στον παραδεισο

Το χαρο ν' ανταμωσω

δυο λογια να του πω.

Χαρε για χαρισε μου

σαΐτες κοφτερες

να παω να σαϊτεψω

δυο τρεις μελαχρινες (...)

Ο Γιωργος Σεφερης γραφει στο ποιημα "Ο Στρατης Θαλασσινος αναμεσα στους αγαπανθους" (Π119): 

Μα πρεπει να μ' αρμηνεψουν [=συμβουλεψουν] οι πεθαμενοι.... 

Σε ενα αλλο σημειο του ποιηματος λεει: 

(...) δε μου φτανουν οι ζωντανοι

(...) πρεπει να ρωτησω τους νεκρους

για να μπορεσω να προχωρησω παρακατω.

Στο δημοτικο τραγουδι υπαρχει μια αμεσοτερη σχεση με τον μυθο – η αναζητηση βοηθειας η οποια παντως, εδω, παραπεμπει στη μυστηριακη συναφεια ερωτα και θανατου. Στον Σεφερη, σε αντιθεση με τον Ομηρο και το δημοτικο τραγουδι, η Νεκυια εννοειται ως τροπος υπαρξης, ως ενας κατεξοχην τροπος υπαρξης. Θα παρακολουθησουμε την ποιηση του Σεφερη με αξονα τρια σημεια: 

1. Πως ειναι οι ζωντανοι, και δεν "φτανουν"; 

2. Πως ρωτα κανεις τους νεκρους; 

3. Πως συμβουλευουν οι νεκροι; 

Παραλληλα θα επιχειρησω να περιγραψω το φαινομενο της ψυχαναλυσης οπως προβαλλει στην οπτικη αυτης της ποιησης της Νεκυιας.

1. Πως ειναι οι ζωντανοι, και δεν "φτανουν";

Στο "Μια σκηνοθεσια για την Κιχλη" ο Σεφερης απαριθμει τετοιους ανθρωπους:

▶ Ανθρωποι σαν του συντροφους του Οδυσσεα: 

(...) τι κακοκεφαλια

να φαμε στην ακρογιαλια

του ηλιου τ' αργα γελαδια (...) 

Πεινουσαμε στης γης την πλατη,

σα φαγαμε καλα 

πεσαμε εδω στα χαμηλα 

ανιδεοι και χορτατοι (Π006)

Ειναι ανθρωποι που ακολουθουν τυφλα, σαν υπνοβατες, την "αρχη της ηδονης" (Freud), δηλαδη παρασυρονται στην αμεση εκπληρωση των επιθυμιων τους. 

κι επειτα κοιταζε μ᾿ ανυπομονησια

εκει που τηγανιζουν ψαρια· σαν τη γατα. (Π129) 

Εδω ανηκουν, ως η αλλη οψη του νομισματος, και οσοι διακατεχονται απο το λιμνασμα και την ερημια της στερησης: 

(...) εγινε λιμνη η μοναξια

εγινε λιμνη η στερηση

ανεγγιχτη κι αχαραχτη. (Π108)

▶ Οι "υπομονετικοι":

Με τι καρδια, με τι πνοη, 

τι ποθους και τι παθος 

πηραμε τη ζωη μας· λαθος! 

κι αλλαξαμε ζωη. (Π 005)

Ανθρωποι που "παιρνουν" τη ζωη τους: της προκαταβαλλουν καρδια και πνοη, ποθους και παθος. Πορευονται με μια εικονα για τον εαυτο τους, για τον συντροφο που θελουν, για τους γονεις τους και για τα παιδια τους, για την επικοινωνια τους με τους αλλους. Ομως το πως ειναι τα πραγματα, ειναι παντα τελικα ισχυροτερο απο το πως ποθω, θελω, πρεπει, φοβαμαι οτι ειναι τα πραγματα. Ολα τουτα ειναι κτισματα στην αμμο: 

(...) ωραια που φυσηξεν ο μπατης

και σβηστηκε η γραφη. (Π 005)

▶ Οι "υποταγμενοι και σιωπηλοι":

Το παραδειγμα εδω ειναι οι "Αργοναυτες" (Π023). 

ητανε καλα παιδια,

(...) δε φωναζαν

ουτε απο τον καματο ουτε απο τη διψα ουτε απο την παγωνια. 

Κατα εναν τροπο ειναι οι αντιθετικες φιγουρες εκεινων που "παιρνουν" τη ζωη τους. Αυτοι τωρα εχουν 

το φερσιμο των δεντρων και των κυματων

(...) δεχουνται τον ανεμο και τη βροχη

(...) τη νυχτα και τον ηλιο. 

Οι ψυχες τους γινονται 

(...) ενα με τα κουπια και τους σκαρμους. 

Ομως, σε αντιθεση με το φερσιμο των δεντρων και των κυματων, τα "καλα παιδια" τραβανε κουπι "με χαμηλωμενα ματια" και ενα "δερμα υποταγμενο". Η δεκτικοτητα τους ειναι εκεινη της υποταγης σε μια εξουσια που τους εχει βουβανει. Περνανε απαρατηρητοι: "Κανεις δεν τους θυμαται."

▶ Στην ποιηση του Σεφερη ερχονται και αλλοι, "συμπαθητικοι, αισθηματικοι, μεσοι, και σπαταλημενοι". 

Κουρνιαζουν σ' εναν μικροκοσμο ο οποιος, στο μυωπικο τους βλεμμα, φανταζει ο κοσμος ολοκληρος:

"οχι ερχομαι εκ Συνταγματος" απαντα κι ειν' ευχαριστημενος 

"βρηκα το Γιαννη και με κερασε ενα παγωτο". (Π070).

...

οι διανοουμενοι που σκαρφαλωνουν στο ιδιο τους κεφαλι (Π046)

...

Βαρεθηκα το δειλινο, παμε στο σπιτι μας

παμε στο σπιτι μας ν' αναψουμε το φως (Π107).

▶ Αντιπροσωπευουν "μαλακα πραγματα": 

βολοδερνουν στο και-ναι-και-οχι, γαβγιζουν χωρις να δαγκωνουν, θετουν την σταθεροτητα και την ασφαλεια υπερανω ολων:

Κι ειναι η ζωη ψυχρη ψαρισια 

- ετσι ζεις; - Ναι! Τι θες να κανω·

τοσοι και τοσοι ειναι οι πνιγμενοι 

κατω στης θαλασσας τον πατο. 

(...) 

Α! να 'ταν η ζωη μας ισια 

πως θα την παιρναμε κατοπι 

μ' αλλιως η μοιρα το βουληθη 

πρεπει να στριψεις σε μια κοχη. (Π007)

...

ηταν η μερα συννεφιασμενη. Κανεις δεν αποφασιζε (...) 

'Δεν ειναι γρεγος ειναι σιροκος' η μονη αποφαση που ακουστηκε. (Π107)

Ολοι αυτοι οι ανθρωποι αποκαλουνται "οι ζωντανοι". Η ζωη τους περιοριζεται στη ζωη. Η υπαρξη τους οριζεται απο τις επιθυμιες τους, απο τη συνθηκη της κυριαρχιας και της υποτελειας, απο τον μικροκοσμο του οικειου, απο την ατολμια. Καποιες φορες αυτη η μονοδιαστατη υπαρξη μπορει να γινει εμπειρατη "σαν τα στεκαμενα νερα". Τοτε οδηγει σε μοναξια, βαρος, ασφυξια και αδιεξοδο:

Θεοι! πως αγωνιζεται η ζωη για να περασει, θα 'λεγες φουσκωμενο ποταμι απο την τρυπα βελονας. 

Κανει ζεστη βαθια ως τη νυχτα, τ' αστρα πετανε σκνιπες, πινω αγουρες, γκαζοζες και διψω· 

φεγγαρι και κινηματογραφος, φαντασματα και πνιγερος ανημπορος λιμωνας. (Π046)

Η προσφορη λυση εδω ειναι βεβαια η φυγη προς τα εμπρος, δηλαδη η ακομα μεγαλυτερη, καποτε απεγνωσμενη προσκολληση στα πραγματα:

(...) παμε στο σπιτι μας 

παμε στο σπιτι μας ν' αναψουμε το φως. (Π107)

...

Κι αν κρατηθηκαμε απο λαγονια κι αν αγκαλιασαμε 

μ’ ολη τη δυναμη μας αλλους αυχενες 

κι αν σμιξαμε την ανασα μας με την ανασα 

εκεινου του ανθρωπου 

κι αν κλεισαμε τα ματια μας, δεν ηταν αλλη 

μοναχα αυτος ο βαθυτερος καημος να κρατηθουμε 

μεσα στη φυγη. (Π067)

Καποτε παλι γεννιεται μια απορια:

... Μες στον καθρεφτη η αγαπη μας, πως παει και λιγοστευει μεσα στον υπνο τα ονειρα, σκολειο της λησμονιας 

μεσα στα βαθη του καιρου, πως η καρδια στενευει (Π016)

...

Μας φαινεται παραξενο που καποτε μπορεσαμε να χτισουμε 

τα σπιτια τα καλυβια και τις στανες μας. 

Κι οι γαμοι μας, τα δροσερα στεφανια και τα δαχτυλα 

γινουνται αινιγματα ανεξηγητα για την ψυχη μας. 

Πως γεννηθηκαν πως δυναμωσανε τα παιδια μας; (...) 

σωματα που δεν ξερουν πια πως ν' αγαπησουν. (Π029)

...

Θα πεθανει κι αυτη, πως θα πεθανει; (Π080)

...

Πως θα πεθανουμε; (Π107)

...

Πως πεσαμε, συντροφε, μεσα στο λαγουμι του φοβου; (Π117)

...

Προσεχετε καποτε τον καθρεφτη 

πως κανει ενταφιο το προσωπο μας; Και τον ηλιο τον κλεφτη 

πως παιρνει τα φτιασιδια μας καθε πρωι; (Π141)

...

Η θαλασσα· πως εγινε ετσι η θαλασσα; (Π161)

Οι προσκολλημενοι στη ζωη δεν θα ανατρεξουν ποτε στον ψυχιατρο η στον ψυχολογο, και φυσικα οχι στον ψυχαναλυτη. Εκεινοι για τους οποιους ο περιορισμος εχει γινει ασφυκτικος, θα αναζητησουν τη λυση στους ορους μιας ζωης που περιοριζεται μονοδιαστατα στη ζωη: Θα κοιταξουν να περασουν "το φουσκωμενο ποταμι απο τη βελονα". Θα καταφυγουν σε φαρμακα η σε ψυχοθεραπευτικες τεχνικες που υποσχονται να τους κανουν οπως ηταν, δηλαδη να εξαλειψουν τα συμπτωματα, η να τους μαθουν το know how της ζωης. Και τουτο γιατι εχουν παγιδευτει στην ολεθρια μεγγενη πραγματων της ζωης που φανταζουν απολυτα, πιο απολυτα κι απο τον ιδιο τον θανατο, που τον επιζουν.

Την ψυχαναλυση θα αναζητησουν καποιοι απο τους λιγους που θα φτασουν στην απορια. Η απορια μπορει να παρει και τη μορφη της απογνωσης ως απο-γνωσης, του "δεν γνωριζω πια", "δεν ξερω πια", "δεν παει αλλο", "δεν αντεχω αλλο".

κι ολα στεγνωσαν μονομιας στην πλατωσια του καμπου 

στης πετρας την απογνωση στη δυναμη τη φαγωμενη 

στον αδειο τοπο με το λιγοστο χορταρι και τ' αγκαθια 

οπου γλιστρουσε ξεγνοιαστο ενα φιδι (Π149)

Εκει βρισκεις

κυκλο τα ποδια θερισμενα 

κυκλο τα χερια πεθαμενα 

κυκλο τα ματια σκοτεινα· (Π044)

Μπορει να συμβει οταν ανακαλυψεις οτι ξεγελαστηκες, οτι κυνηγησες χιμαιρες, οτι αγωνιστηκες και παλεψες για λαθος πραγματα. Στην τραγωδια του Ευριπιδη "Ελενη", αποκαλυπτεται πως στην Τροια δεν ηταν αυτη η ιδια ποτε. Ενα "ειδωλο" της ηταν εκει.

Τιποτε στην Τροια - ενα ειδωλο. (...) 

Κι ο Παρης, μ' εναν ισκιο πλαγιαζε σα να ηταν πλασμα ατοφιο· 

κι εμεις σφαζομασταν για την Ελενη δεκα χρονια (...) 

αν ειναι αληθεια πως αυτο ειναι παραμυθι, 

αν ειναι αληθεια πως (...) 

καποιος αγνωστος, ανωνυμος, που ωστοσο 

ειδε ενα Σκαμαντρο να ξεχειλαει κουφαρια, 

δεν το 'χει μες στη μοιρα του ν' ακουσει 

μαντατοφορους που ερχουνται να πουνε 

πως τοσος πονος τοση ζωη 

πηγαν στην αβυσσο 

για ενα πουκαμισο αδειανο για μιαν Ελενη. (Π137)

Η απογνωση δεν ειναι μονο τραγικη και επωδυνη. Ειναι μαζι και ανοιγμα. Κανεις ειναι τωρα περισσοτερο ετοιμος να ακουσει πραγματα που δεν ανηκουν στον οικειο του κοσμο, αυτον που τον εφερε μεχρις εδω. Τουτο μπορει να συμβει στην αρχη, η στη διαρκεια της ψυχαναλυσης.

Και να ποθεις να κατοικησει κι ο αλλος κοσμος 

στη σημερινη πνιγερη μοναξια 

στ' αφανισμενο τουτο παρον (Π173)

Ο "αλλος κοσμος" θα ηταν σαν τον ερχομο της ανοιξης μεσα στο καταχειμωνο:

'Αυτος ο αγερας φερνει στο νου την ανοιξη' ελεγε η φιλη 

περπατωντας στο πλευρο μου κοιταζοντας μακρια 'την ανοιξη 

που επεσε ξαφνικα το χειμωνα κοντα στην κλειστη θαλασσα. 

Τοσο απροσδοκητα. Περασαν τοσα χρονια. Πως θα πεθανουμε;' (Π107)

Η απορια "Πως θα πεθανουμε;" δινει μαζι και την κατευθυνση για την απαντηση της: οταν απροσδοκητα μεσα στο καταχειμωνο πεφτει η ανοιξη. Τουτο θυμιζει εναν στιχο απο το "Χειμερινο ταξιδι" του Wilhelm Müller που εγινε γνωστο απο την μελοποιηση του Franz Schubert: "Γελατε βεβαια για τον ονειροπολο που εβλεπε το χειμωνα λουλουδια;"

2. Πως ρωτα κανεις τους νεκρους;

Θυμιζω πως εδω ο ψυχαναλυτης παρομοιαζεται με την, ακομη αδιευκρινιστη, φιγουρα του νεκρου. Πριν ερθουμε σ' αυτον, θα αναζητησουμε εκεινον τον τροπο υπαρξης, εκεινη την διαθεσιμοτητα η οποια καθιστα δυνατη την επικοινωνια με τους νεκρους, και, τηρουμενων των αναλογιων, την διαθεσιμοτητα του αναλυομενου για την ψυχαναλυτικη συνομιλια. Στον Ομηρο ειναι το ταξιδι του Οδυσσεα στον "Οριζοντα" των Αρχαιων, στην ακρη του κοσμου, και η καταβαση του στον Αδη. Στην οπτικη της Νεκυιας στην ποιηση του Σεφερη, γινεται λογος για ενα πολυσημαντο βυθισμα. Ενα καιριο στοιχειο παλι της ψυχαναλυσης ειναι οτι ο αναλυομενος ειναι ξαπλωμενος σ' ενα κρεβατι και ο ψυχαναλυτης βρισκεται πισω του. Ουτε αυτο ειναι απλα τεχνικη. Θα μπορουσαμε να δουμε τη μεταβαση στην υπτια θεση επισης ως βυθισμα. Στην ποιητικη εμπειρια εκφραζεται ως εξης:

Σκυψε αν μπορεις στη θαλασσα τη σκοτεινη (...) 

Γραψε αν μπορεις στο τελευταιο σου οστρακο τη μερα τ' ονομα τον τοπο 

και ριξε το στη θαλασσα για να βουλιαξει. (...) 

αφησε τα χερια σου αν μπορεις, να ταξιδεψουν 

εδω στην κοχη του καιρου με το καραβι 

που αγγιξε τον οριζοντα. (...) 

αφησε τα χερια σου αν μπορεις να ταξιδεψουν (...) 

και βουλιαξε (Π044)

Το βυθισμα δεν ειναι εμβαθυνση στον εαυτο, ψυχολογια του βαθους και τα παρομοια. Στον Σεφερη το βυθισμα μιλα στον αποηχο της Νεκυιας και ειναι ταξιδι - το κατεξοχην ταξιδι:

Το πρωτο πραγμα που εκανε ο θεος ειναι το μακρινο ταξιδι (Π119)

Τουτο σε αντιθεση με τους "ζωντανους" που κατοικουν "λιμναζοντα νερα": 

Ο τοπος μας ειναι κλειστος, 

στα λιμανια (...) 

βλεπουμε (...) 

σπασμενα ξυλα απο ταξιδια που δεν τελειωσαν (...) (ΠΟ29)

...

Σφυριζουν τα καραβια τωρα που βραδιαζει στον Πειραια 

σφυριζουν ολοενα σφυριζουν μα δεν κουνιεται κανενας αργατης 

καμια αλυσιδα δεν ελαμψε βρεμενη στο στερνο φως που βασιλευει 

ο καπετανιος μενει μαρμαρωμενος μες στ' ασπρα και στα χρυσα. (Π070)

Και πως μπαινει καν ο αναλυομενος σ' αυτο το ταξιδι; Ο Θανασης Γεωργας σε μια ομιλια του παραθετει το χωριο απο την Οδυσσεια οπου η Κιρκη ανακοινωνει στον Οδυσσεα το ταξιδι που εχει να κανει:

- Κιρκη, και ποιος θα με οδηγησει σ' αυτον τον δρομο; 

Ποτε κανεις δεν εφτασε στον Αδη με μαυρο καραβι. 

- Μη νοιαζεσαι τοσο για οδηγο 

μα στησε το αλμπουρο κι ανοιξε τα λευκα πανια 

και καθισε: η πνοη του Βορια ειναι αυτη που θα σε φερει εκει. (10, 501-507)

Η αναλογια με τον βασικο κανονα της ψυχαναλυσης ειναι προφανης. Ο αναλυομενος καλειται να μην προσφευγει σε καποιον "οδηγο" οπου π.χ. θα εκανε επιλογες, θα απεκλειε οτι βρισκει δυσαρεστο, ασημαντο, χωρις νοημα, θα εμενε σε ο,τι του ειναι οικειο κλπ. Καλειται να αφεθει να παει οπου φυσαει ο ανεμος - να αφησει τα χερια του να ταξιδεψουν. Ομως τουτο συμβαδιζει με μια μεταβολη της συνειδητοτητας, η οποια πολλες φορες γινεται ρητα η αρρητα εμπειρατη ως βυθισμα. Η φωνη γινεται πιο απομακρη, αποκτα κατι το ονειρικο, ειναι ενας ρυθμος που τον παει, μια ανασα που τον οδηγει σαν την πνοη του ανεμου, καποτε κανεις απορει ο ιδιος με τα λογια του: "Τι λεω τωρα;" 

Και τα παιδια που καναν μακροβουτια απ' τα μπαστουνια 

πηγαινουν σαν αδραχτια γνεθοντας ακομη, 

σωματα γυμνα βουλιαζοντας μεσα στο μαυρο φως 

μ' ενα νομισμα στα δοντια, κολυμπωντας ακομη, 

καθως ο ηλιος ραβει με βελονιες μαλαματενιες 

πανια και ξυλα υγρα και χρωματα πελαγισια· 

ακομη τωρα κατεβαινουνε λοξα 

προς τα χαλικια του βυθου 

οι ασπρες ληκυθοι. (Π132)

...

- Τωρα δεν εχω κανενα βαρος 

- Πως ειναι αυτο; 

- Ειναι σαν το στρωμα να πηρε ολο το βαρος.

Βεβαια στην ψυχαναλυση πολλοι ξαπλωνουν, ομως μιλουν σαν να καθονταν, η σαν να στεκονταν. Μενουν στον αφρο. Μενουν στο μονοδιαστατο της ζωης:

Βρεθηκαμε γυμνοι πανω στην αλαφροπετρα. 

Εδω βρεθηκαμε γυμνοι κρατωντας 

τη ζυγαρια που βαραινε κατα το μερος 

της αδικιας. (Π043)

Στην ψυχαναλυση το ξαπλωμα στο κρεβατι και η υπτια θεση, το βυθισμα και το ταξιδι, δεν ειναι αυτονοητα. Ειναι τροπος υπαρξης, προς τον οποιο κανεις καποτε μετα-τρεπεται· ειναι το ταξιδι για τη συναντηση με εναν νεκρο, ειναι το απο τον αναλυομενο τεινομενο χερι ταξιδευοντας προς αυτον που θα τον "αρμηνεψει".

αφησε τα χερια σου αν μπορεις, να ταξιδεψουν (Π044)

...

και δαχτυλα χαϊδευοντας το φως σαν ενα χελι (...)

χρυσο, που τρυπησε τον ασπρο θολο τ' ουρανου - 

κι ολα μαζι λικνιζουνται στην ακρη της αβυσσου, 

χωρις εγω, χωρις ειρμο (...) (Τ054)

Ο Αδης, ο Α-ιδης, ειναι ο τοπος οπου το ιδειν, η οραση και τα βλεμματα, λειπουν. Οι μετεχοντες στην θεραπευτικη συνομιλια παραμενουν αθεατοι μεταξυ τους. Κατοικουν εναν τοπο σκοτεινο. Παραεξω μενουν οι "ζωντανοι": 

μαρμαρα και φωταψιες 

κι ανθρωποι καθως ειναι πλασμενοι οι ανθρωποι. (Π171). 

Ο τοπος της ψυχαναλυσης ειναι σαν ενα τοπιο το οποιο περιδιαβαινουν οι συνοδοιποροι.

Ειμαστε ολοι καθως η Νεκρη θαλασσα 

πολλες οργιες κατω απ' την επιφανεια του Αιγαιου. Ελα μαζι μου να σου δειξω το τοπιο (Π122)

...

Τυφλη φωνη, που ψηλαφεις μεσα στη νυχτωμενη μνημη 

βηματα και χειρονομιες (Π137)

3. Πως συμβουλευουν οι νεκροι;

Απο μια ομιλια μου:

(...) δεν εμπλεκομαι πλεον σε μια σχεση με τον πελατη μου. Απλα δεν μου ειναι θεμα. Δεν μου συμβαινει ουτε ως καταπιεση ουτε ως παραιτηση. Ο ανθρωπος που ερχεται σ' εμενα θα μπορουσε ανετα να ειναι φιλος η εχθρος, πατερας η μητερα, γιος η κορη, αδερφη η αδερφος, ερωμενη η ερωμενος, η απλα αδιαφορος, και ακριβως αυτος/αυτη δεν μπορει να ειναι κατι τετοιο. (...) Σε φιλοσοφικη γλωσσα: Στην ψυχοθεραπεια προσφωνουμαι μεν ως φιλος η εχθρος, πατερας η μητερα κλπ., ανταποκρινομαι βεβαιως – ομως διχως ὂρεξιν (appetitus). / Ηθικες και λοιπες αξιολογησεις μου ειναι ξενες. Ακομα η διασταση 'φυσιολογικο-παθολογικο' η 'αυθεντικο-αναυθεντικο' δεν μου ειναι θεμα. Δεν μ' ενδιαφερει να εκφερω κρισεις επανω στα λεγομενα. Αν 'σκεφτομαι' θα πει διακρινω και συνδεω, ταξινομω, εξηγω κλπ., τοτε δεν σκεφτομαι. (...) Δεν εφαρμοζω καμια μεθοδο και καμια τεχνικη. Δεν το παιζω 'θεραπευτης'. (...) Ισως ο θεραπευτης ειναι θεραπευτης ακριβως οταν δεν 'θεραπευει'.

Ο θεραπευτης ειναι κατα εναν τροπο απομακρος, απων, σαν την ψυχη της μητερας που συναντα ο Οδυσσεας στον Αδη:

Αυτα ειπε κι η καρδια μου φουντωσε απο τον ποθο ν' αγκαλιασω την ψυχη της πεθαμενης μητερας μου. Τρεις φορες ορμησα προς αυτην και τρεις φορες ξεγλιστρησε απ' τα χερια μου σαν σκια η σαν ονειρο. (11, 204-207)

Με μια τετοια εννοια δεν ειμαι "πραγματικος". 

- Δεν ειστε πραγματικος. Ειστε σαν αερας: ποτε προσφερει οξυγονο, ποτε προωθει, ποτε χαϊδευει το προσωπο.

Σε τουτο ανηκει μια ιδιορρυθμη σιωπη. Ο ψυχαναλυτης σωπαινει, ειλικρινα και ολοψυχα, ακομα και οταν μιλα. Αυτο συμβαινει οταν, οπως αναφερω προηγουμενως, δεν εχει τιποτα δικο του, δεν εισαγει τιποτα δικο του, οταν λεει τα πραγματα οπως ειναι, οταν μαλιστα δια στοματος του μιλα ο αναλυομενος, ο συνομιλητης του.

τα λογια που αγγιζαν και σμιγαν το αιμα σαν αγκαλη (Π016)

"Μα πρεπει να μ' αρμηνεψουν οι πεθαμενοι...", γραφει ο Σεφερης. Πως ομως συμβουλευουν οι πεθαμενοι; Τι δινει στον θεραπευτη την ικανοτητα να θεραπευει;

Σε ενα ποιημα απο το "Μυθιστορημα" μιλουν οι "αδυναμες ψυχες μεσα στ' ασφοδιλια", και λενε για τους ζωντανους:

Εμεις που τιποτε δεν ειχαμε θα τους διδαξουμε τη γαληνη. (Π043)

Οι νεκροι δεν εχουν τιποτε. Θα ηταν ενα ερωτημα γιατι οι "ζωντανοι", που βεβαια χαρακτηριζονται απο το οτι "εχουν", π.χ. ενα εγω, μια ταυτοτητα, γονεις και παιδια και συντροφους και πραγματα, ειναι αποκλεισμενοι απ' αυτην τη γαληνη. Οι νεκροι παλι, για να μπορουν να την διδαξουν, πρεπει να την κατοικουν. Πως ειναι η γαληνη των νεκρων;

Στο "Με τον τροπο του Γ.Σ." ο Σεφερης παραθετει εναν λογο απο τον "Αγαμεμνονα" του Αισχυλου: 

ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς . (Π070) 

Ειναι ο μαντατοφορος, και μιλα για μια νυχτερινη καταιγιδα στην οποια επεσαν τα καραβια των Αχαιων και με την ανατολη του ηλιου ειδαν το Αιγαιο "ανθισμενο νεκρους". Στο ποιημα του Σεφερη τωρα οι νεκροι ειναι 

εκεινοι που θελησαν να πιασουν το μεγαλο καραβι με το κολυμπι 

εκεινοι που βαρεθηκαν να περιμενουν τα καραβια που δεν μπορουν να κινησουν. (Π070)

Ο τοπος των νεκρων δεν ειναι τωρα ο κατω κοσμος αλλα η θαλασσα με τα βαθη της, που προσφερεται για ενα βυθισμα, για ενα ταξιδι. Επανειλημμενα ο Σεφερης παραθετει την Κλυταιμνηστρα απο τον "Αγαμεμνονα" του Αισχυλου: "εστιν θαλασσα, τις δε νιν κατασβεσει;"

Τη θαλασσα τη θαλασσα, ποιος θα μπορεσει να την εξαντλησει; (Π039)

...

κι ομως υπαρχει η θαλασσα και ποιος θα την εξαντλησει; (Π082)

...

- Ομως τη θαλασσα / δεν ξερω να την εχουν εξαντλησει. (Π084)

...

(...) κι η φωνη που ρωτουσε για τη θαλασσα / ποιος θα την εξαντλησει (Τ032)

Η ανεξαντλητη θαλασσα χωραει τα παντα. Ετσι δεν υπαρχει κανενα ξενο, κανενα ετερο που θα μπορουσε να την απειλησει, να την αμφισβητησει:

Εκεινοι αλαλαζαν 

εμενες ριζωμενη στο χωμα, (...) 

Δουλοι τους εφεραν τα μαχαιρια· 

εμενες ριζωμενη στο χωμα, 

κυπαρισσι.

Εσυραν τα μαχαιρια απ' τα θηκαρια 

κι εψαχναν που να σε χτυπησουν. 

Τοτε μοναχα φωναξες: 

'Ας ερθει να με κοιμηθει οποιος θελει, 

μηπως δεν ειμαι η θαλασσα;' (Π160)

Η γαληνη που διδασκουν οι νεκροι ειναι η γαληνη αυτου του ανεξαντλητου, που ως ανεξαντλητο χωραει τα παντα. Ο κοσμος τους ειναι ο κοσμος, χωρις τη γενικη κτητικη που θα τον εκανε μικροκοσμο μιας ιδιωτικοτητας. Ο θεραπευτης δεν αιφνιδιαζεται, δεν εκπλησσεται με τιποτα διοτι, κατοικωντας τον μεγαλο κοσμο, οντας ο μεγαλος κοσμος, ειναι παντοτε ηδη εκει. Τετοιοι ανθρωποι 

(...) χαμογελανε μεσα σε μια παραξενη ησυχια (Π040). 

Μιλουν 

ταπεινα και με γαληνη, χωρις προσπαθεια (Π049). 

Η φωνη τους πεφτει 

στην καρδια της μερας 

ησυχη, σαν ακινητη (Π131). 

Ξερουν 

μοναχα τη γλωσσα των λουλουδιων (Π119): 

...

Ειτε βραδιαζει 

ειτε φεγγει 

μενει λευκο 

το γιασεμι. (Π109)

Η γαληνη δεν διδασκεται ως γνωστικο αντικειμενο. Οι νεκροι την διδασκουν, την χαριζουν, οσο κι αν ακουγεται παραδοξο, με το ζωντανο τους παραδειγμα:

Μιλα... βλεπω ακομη τα χερια του που ξεραν να δοκιμασουν αν ηταν καλα σκαλισμενη στην πλωρη η γοργονα 

να μου χαριζουν την ακυμαντη γαλαζια θαλασσα μεσα στην καρδια του χειμωνα. (Π049)

Αυτη η γαληνη ειναι το ιαματικο:

Και ποσο παραξενα αντρειευεσαι μιλωντας με τους πεθαμενους, οταν δε φτανουν πια οι ζωντανοι που σου απομεναν. (Π049)

...

Ξερω ενα πευκο που σκυβει 

κοντα σε μια θαλασσα. Το μεσημερι, χαριζει στο κουρασμενο 

κορμι εναν ισκιο μετρημενο σαν τη ζωη μας, 

και το βραδυ, ο αγερας περνωντας μεσα απο τα βελονια του, πιανει ενα περιεργο τραγουδι, σαν ψυχες που καταργησαν 

το θανατο, τη στιγμη που ξαναρχιζουν να γινουνται 

δερμα και χειλια. Καποτε ξενυχτησα κατω απο 

αυτο το δεντρο. Την αυγη ημουνα καινουργιος σα να με 

ειχαν κοψει την ωρα εκεινη απο το λατομειο." (Π081)

- Ενας αντρας με εξαντλητικες κρισεις πανικου. Καποιο πρωι διακοπων, χαραμα, ξυπνα και, σαν υπνοβατης, βγαινει εξω απο τη σκηνη και καθεται στην καρεκλα. Εμπρος του δεντρα, τα φυλλα κουνιουνται στον αερα. Ειναι σαν να του λενε, φιλε, ετσι εισαι κι εσυ, σαν κι εμας, καποτε θα πεθανεις, κι αυτο δεν ειναι ουτε καλο ουτε κακο, ετσι συμβαινουν τα πραγματα. Τον πλημμυριζει γαληνη, μια ευδαιμονια, το ζει σαν γιατρεια.

Ο αντρας εμπειραται εναν λογο του Ηρακλειτου, που επανερχεται στον Σεφερη: 

Αδης και Διονυσος ειναι το ιδιο (Π146)

Η υπαρξη αυτων των νεκρων συγγενευει, χωρις να ταυτιζεται, με ο,τι στο Ζεν αποκαλειται "μεγαλος θανατος":

Κι ομως τα παντα ηταν λευκα γιατι ο μεγαλος υπνος ειναι λευκος κι ο μεγαλος θανατος 

ησυχος γαληνιος ξεχωριστος μεσα σε μια απεραντη σιγη. (Π112)

Για να τον γνωρισεις πρεπει, οπως ειπωθηκε, να αποποιηθεις καθε δικο, 

(...) να σπειρεις το αιμα σου στις οχτω γωνιες των ανεμων (Π112)

Συμβαινει 

οταν σε νικησει 

το χαμογελο που ανασαινει πλαι σου, παει να σκυψει και δε συγκατανευει 

οταν η ζαλη που σου απομεινε αρμενιζοντας στα βιβλια ξεκολλησει απο το μυαλο σου στις πιπεριες 

δεξια και αριστερα 

οταν αφησεις το πετρωμενο καραβι που ταξιδευει προς το βυθο μ' αρμενα συντριμμενα (...) 

οταν αφησεις τα κορμια τα πελεκημενα επιτηδες για να μετρουν και για να θησαυριζουν, (...) 

οταν αφησεις την καρδια σου και τη σκεψη σου να γινουν ενα 

με το μαυριδερο ποταμι που τεντωνει ξυλιαζει και φευγει (Π048)

Τουτο θα ηταν μια ποιητικη εκφραση αυτου που ηδη γνωρισαμε ως τον "βασικο κανονα" που οδηγει τον αναλυομενο, και ως την "ελευθερα μετεωρη προσοχη" που χαρακτηριζει τον θεραπευτη.

Η ψυχαναλυση δεν σταματα στην αναμνηση και στην διαχειριση των ξεχασμενων "απωθημενων" παρελθοντων. Καποτε το παρελθον παυει να ειναι ζωντανο, λυνεται απο την παροντικοτητα, στην οποια δεν ανηκει πια. Ετσι κανεις μπορει να λυθει απο την προσκολληση στα φαντασματα της παιδικης ηλικιας που τον στοιχειωνουν ακομα - τραυματικες εμπειριες, η νοσταλγια μιας αγκαλιας, μιας αναγνωρισης, ο τρομος του σκοταδιου, το βασανο της απαξιωσης, των φοβιων, των ακαιρων ενοχων κλπ.  

Φανταζομαι, εκεινος 

που θα ξαναβρει τη ζωη, εξω απο τοσα χαρτια, τοσα 

συναισθηματα, τοσες διαμαχες και τοσες διδασκαλιες, θα 

ειναι καποιος σαν εμας, μονο λιγακι πιο σκληρος στη 

μνημη. (...) 

Τι μπορει να θυμαται μια φλογα; Α θυμηθει λιγο λιγοτερο απ' οτι χρειαζεται, σβηνει· α θυμηθει λιγο 

περισσοτερο απ' οτι χρειαζεται, σβηνει. (Π081)

Το ταξιδι συνεχιζει, και δεν σταματα στις παλιες αφηγησεις:

Εκεινοι που ταξιδευουν κοιταζουν το πανι και τ' αστερια 

ακουνε τον αγερα ακουνε περα απ' τον αγερα την αλλη θαλασσα 

σαν ενα κοχυλι κλειστο κοντα τους, δεν ακουνε 

τιποτε αλλο, δεν ψαχνουν μεσα στους ισκιους των κυπαρισσιων 

ενα χαμενο προσωπο, ενα νομισμα, δε γυρευουν 

κοιταζοντας ενα κορακι σ' ενα ξερο κλωνι, τι θυμαται. (Π091)

Στο ποιημα "Οι γατες τ' Αι-Νικολα", επανω στο καταστρωμα του πλοιου που προχωρα, γινεται λογος για κατι γατες που εσωσαν εναν τοπο απο τα φιδια. Ερχονται αναμνησεις, οι σκεψεις φερνουν το ενα και τ' αλλο. Πραγματα του παρελθοντος. Σ' ολα αυτα ατεγκτα παρεμβαλλονται οι εντολες για την πορεια του καραβιου:

'(...) Τρια καρτινια αριστερα!'

Μη σταθεις ταξιδιωτη.

(...)

'Τρια καρτινια αριστερα' μουρμουρισε ο τιμονιερης.

(...)

Γραμμη!

(...) 'Γραμμη!' αντιλαλησε αδιαφορος ο τιμονιερης.(Τ023)

Πινακας ποιηματων

ΣΤΡΟΦΗ Π001 - Π018 

ΚΟΧΥΛΙΑ, ΣΥΝΝΕΦΑ

Π005 = αρνηση

Π006 = Οι συντροφοι στον Αδη

Π007 = Fog

ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Π016 = Γ΄

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Π020 - Π043

Π029 = Ι΄. Ο τοπος μας ειναι κλειστος

Π039 = Κ΄. [Ανδρομεδα]

Π040 = ΚΑ΄. Εμεις που ξεκινησαμε

Π043 = ΚΔ΄. Εδω τελειωνουν

ΓΥΜΝΟΠΑΙΔΙΑ Π044 - Π045

Π044 = Α΄. Σαντορινη

Π045 = Β΄. Μυκηνες

ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ Π046 - Π097

ΔΟΣΜΕΝΑ

Π046 = Γραμμα του Μαθιου Πασκαλη

Π048 = Λεωφορος Συγγρου, 1930

Π049 = Πανω σ' εναν ξενο στιχο

Π067 = Φυγη

Π070 = Με τον τροπο του Γ.Σ.

Π080 = 4. Παλικαρι

Π081 = 5. Αντρας

Π082 = Δευτερα

Π084 = Τεταρτη

Π091 = Raven

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Α΄ Π098 - Π114

Π107 = Η τελευταια μερα

Π108 = ανοιξη μ.Χ.

Π109 = Το γιασεμι

Π112 = Les anges sont blancs

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄ Π115 - Π127

Π117 = Η μορφη της Μοιρας

Π119 = Ο Στρατης Θαλασσινος αναμεσα στους αγαπανθους

Π122 = Ο Στρατης Θαλασσινος στη Νεκρη Θαλασσα

«ΚΙΧΛΗ» Π128 - Π132

Π129 = Β΄. Ο ηδονικος Ελπηνωρ

Π131 = Γ΄. Το ναυαγιο της «Κιχλης»

Π132 = Το φως

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ΄ Π133 - Π150

Π137 = Ελενη

Π141 = Στα περιχωρα της Κερυνειας

Π146 = Μνημη, β΄ εφεσος

Π149 = εγκωμη

ΤΡΙΑ ΚΡΥΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Π151 - Π178

ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ

Π160 = Γ΄. Εσυ τι γυρευες; Τραυλη στην οψη

Π161 = Δ΄. Η θαλασσα· πως εγινε ετσι η θαλασσα;

ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ

Π171 = Ζ΄. Η λευκα στο μικρο περιβολι

Π173 = Θ΄. Μιλουσες για πραγματα που δεν τα 'βλεπαν

Β΄ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1968-1971) T022 - T026

Τ023 = Οι γατες τ' αι-Νικολα

Τ032 = Ο τελευταιος χορος

Τ054 = Αριαδνη