Μανία Θεάτρου
Τα μαλλιά του ήλιου είναι επίσης τα χέρια μας
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi
Sophie Podolski
Πώς να γράψουμε ένα θεατρικό έργο.
Μιά φίλη μου στο Φέϊσμπουκ μού ζήτησε να τής πω μερικά πράγματα για το πώς να γράψει ένα θεατρικό έργο. Δεν αισθάνομαι ότι μπορώ να δώσω συμβουλές όχι μόνον για το γράψιμο θεατρικού έργου, παρά και για ό,τιδήποτε άλλο στη ζωή. Ωστόσο αυτό της το αίτημα με κινητοποίησε να γράψω τις ακόλουθες σημειώσεις. Τίς παραθέτω εδώ, όπως ακριβώς τίς έγραψα στην φίλη.
Αγαπητή Ιωάννα, απαντώ στο ερώτημά σου πώς να γράψεις ένα θεατρικό έργο. Αν σού πω ότι θεατρικό έργο μπορεί να είναι οποιοδήποτε κείμενο, ακόμη και ο τηλεφωνικός κατάλογος, ακόμη και οι μικρές αγγελίες μιάς εφημερίδας, τι θα μού πεις; Θα μού πεις ότι τρελάθηκα. Πιθανώς. Εννοώ ότι πιθανώς να τρελάθηκα. Όμως η άποψη ότι οποιοδήποτε κείμενο μπορεί να θεωρηθεί ως θεατρικό έργο και μπορεί να παρασταθεί στη σκηνή δεν είναι καθόλου τρελή. Απόδειξη ότι κατά καιρούς έχουμε δει τα πλέον απίθανα κείμενα να γίνονται παραστάσεις.
Συμπέρασμα: δεν υπάρχουν κανόνες για το τί είναι ένα θεατρικό έργο και κατά συνέπεια δεν μπορούν να υπάρξουν οδηγίες για το πώς να γραφεί ένα θεατρικό έργο.
Αν επιμένεις όμως να σού δώσω οπωσδήποτε κάποια οδηγία συγγραφής, τότε άκου: η/ο θεατής βαριέται πολύ εύκολα, θέλει διαρκώς να προχωρά η δράση. Αυτό σημαίνει ότι οι διάλογοι πρέπει να είναι σύντομοι, να αποφεύγονται τα αυτονόητα. Και υπάρχει ένα θαυμάσιο πράγμα που λέγεται ελλειπτικός λόγος. Αφού γράψεις μιά σκηνή, βάλε τον εαυτό σου στη θέση της/του θεατή. Θα σε ενδιέφερε να παρακολουθήσεις πάνω στην σκηνή αυτόν το διάλογο; Ή μήπως κάποια στιγμή αισθανθείς την ανάγκη να πεις «άντε, προχώρα παρακάτω»;
Υπάρχουν τώρα μερικά τεχνικής φύσεως ζητήματα όσον αφορά την συγγραφή ενός θεατρικού έργου και σε αυτά θα ήθελα επίσης να εστιάσω την προσοχή σου. Διότι έχουν πολύ ζουμί αυτά τα τεχνικά ζητήματα.
1) Προσπάθησε να αποφύγεις ή έστω να περιορίσεις στο ελάχιστο τις σκηνικές οδηγίες. Γιατί; Οι σκηνικές οδηγίες είναι περιγραφή. Η/Ο θεατρική/κός συγγραφέας χρειάζεται να σκέφτεται και να γράφει με όρους δράσεως των προσώπων, όχι περιγραφών. Π.χ. αντί να γράψει την σκηνική οδηγία ότι το τάδε πρόσωπο είναι κουρασμένο, ότι κινείται αργά επειδή είναι κουρασμένο, προτιμότερο, καλύτερο είναι να βάλει ένα άλλο πρόσωπο να πει λόγου χάριν «κάνε πιο γρήγορα» ή «μα γιατί πάς τόσο αργά» ή «τι έπαθες είσαι άρρωστη;». Εν γένει είναι καλύτερο να δηλώνεται η δράση από το τι λένε τα πρόσωπα, παρά από σκηνικές οδηγίες της/του συγγραφέα.
Επί πλέον οι σκηνικές οδηγίες συνήθως πάνε χαμένες επειδή οι σκηνοθέτες σπανίως δίνουν σημασία στις σκηνικές οδηγίες των συγγραφέων. Κι επειδή θα μού πεις ότι σε εκδόσεις θεατρικών έργων βλέπεις να υπάρχουν σκηνικές οδηγίες και μάλιστα κάποιες φορές πολλές οδηγίες, σού εξηγώ ότι κατά κανόνα οι σκηνικές οδηγίες που υπάρχουν στα βιβλία δεν είναι του συγγραφέα, συνήθως είναι οι οδηγίες του σκηνοθέτη της πρώτης παραστάσεως. Ας σημειωθεί ότι στα αρχαία θεατρικά έργα δεν υπάρχουν σκηνικές οδηγίες ξεχωριστά από τους διαλόγους, παρά οι οποίες οδηγίες δίνονται από τα δρώντα πρόσωπα. Π.χ. λέει ένα πρόσωπο «βλέπω τώρα έναν ξένο να έρχεται προς το ανάκτορο». Και μπαίνει στην σκηνή ένα νέο πρόσωπο, αυτός ο ξένος. Στον Σαίξπηρ οι μόνες σκηνικές οδηγίες αφορούν τον τόπο της δράσεως και το ποιός μπαίνει και ποιός βγαίνει.
Σκηνικές οδηγίες με περιγραφές των σκηνικών και ρούχων, με αναφορές σε φωτισμούς και μουσικές δεν προσφέρουν πολλά επειδή πολύ απλά μπορούν να παρακαμφθούν από τους συντελεστές της παραστάσεως και συνήθως παρακάμπτονται είτε επειδή η αισθητική των συντελεστών είναι διαφορετική από εκείνη της/του συγγραφέα, είτε επειδή δεν υπάρχουν τα οικονομικά μέσα. Τέλος, ακόμη και η δήλωση παύσεων και σιωπών είναι περιττή.
2) Απόφυγε παντελώς, απολύτως περιγραφές και οδηγίες για τα συναισθήματα, την ψυχική κατάσταση των προσώπων του έργου. Αυτός είναι ένας κανόνας χωρίς καμία εξαίρεση. Γιατί; Διότι στο Θέατρο τα συναισθήματα των προσώπων δηλώνονται από τις πράξεις και τα λόγια τους, δηλαδή από την δράση τους. Το Θέατρο ως λογοτεχνία είναι εντελώς διαφορετικό από την Πεζογραφία όπου είναι δυνατόν τα συναισθήματα να δηλώνονται με περιγραφές. Δεν λέει τίποτα, δεν προσφέρει τίποτα, είναι εντελώς αντιθεατρικό να βάλει μία/ένας συγγραφέας σε θεατρικό έργο οδηγία του είδους «Το τάδε πρόσωπο μιλά θυμωμένα ή χαρούμενα ή με αγανάκτηση κλπ». Ο θυμός, η χαρά, η αγανάκτηση και εν γένει κάθε συναίσθημα πρέπει να δηλωθούν με πράξεις, με λόγια του ίδιου του προσώπου. Αντί η/ο συγγραφέας να βάλει την οδηγία «Μιλά με μίσος» ή αντί να βάλει ένα πρόσωπο να λέει «Σε μισώ», το καλύτερο είναι να βάλει το συγκεκριμένο πρόσωπο να δηλώσει το μίσος του με μιά φράση όπως π.χ. «Θα το πληρώσεις αυτό». Από μόνη της αυτή η φράση δηλώνει μίσος, δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο.
Τέλος, πρέπει να έχουμε πάντοτε υπ’ όψιν ότι ένα έτοιμο κείμενο θεατρικού έργου είναι στην πραγματικότητα ένα μισοτελειωμένο κείμενο. Όταν ο/η συγγραφέας ενός μυθιστορήματος τελειώνει το γράψιμο, έχει τελειώσει τα πάντα. Όταν ο/η συγγραφέας ενός θεατρικού έργου τελειώνει το γράψιμο, έχει κάνει μόνον την μισή δουλειά. Η άλλα μισή είναι το ανέβασμα. Μεταξύ κειμένου θεατρικού και παραστάσεως υπάρχει μια τεράστια απόσταση και τα όσα έγραψα προηγουμένως έχουν να κάνουν με την αντιμετώπιση αυτής της αποστάσεως.
Τελική σημείωση. Όλα τα ανωτέρω αφορούν την συγγραφή ενός αριστοτελικού θεατρικού έργου. Δηλαδή έργου που να ικανοποιεί τους κανόνες τους οποίους θέτει ο Αριστοτέλης στο «Περί ποιητικής» κείμενό του. Ένας από αυτούς τους κανόνες είναι να έχει το έργο αρχή, μέση και τέλος, δηλαδή να αφηγείται μια ιστορία η οποία ιστορία να καταλήγει κάπου. Στο σύγχρονο Θέατρο υπάρχουν βεβαίως και μη αριστοτελικά έργα. Δεν έχουν αρχή, μέση και τέλος, δεν αφηγούνται μιά ιστορία ή, κι αν αφηγούνται, αυτήν δεν έχει αρχή, μέση, τέλος.
Ας πούμε τώρα για το τι είναι σύντομο και τι είναι το αντίθετό του στην Λογοτεχνία. Πρόκειται για κάτι εξαιρετικά υποκειμενικό. Ο Μαρσέλ Προυστ χρειάστηκε γύρω στις τριάντα σελίδες, στην αρχή του «Εις την αναζήτηση του χαμένου χρόνου» για να περιγράψει την δυσκολία που είχε να κοιμηθεί όταν ήταν μικρός και δεν θεωρούσε τις τριάντα σελίδες κάτι το εκτεταμένο. Αντιθέτως μιά σειρά από εκδότες το θεώρησαν υπερβολικά εκτεταμένο και το απέρριψαν. Σήμερα ξέρουμε ότι είναι μεν τριάντα σελίδες μεγάλος αριθμός για να περιγραφεί η διαδικασία της αποκοιμίσεως ενός μικρού παιδιού, πλην όμως είναι τόσο καλογραμμένες που διαβάζονται μονορούφι. Και αυτό το /καλογραμμένες/δεν είναι κάτι το αόριστο. Συγκεκριμένα ο Προυστ, πρόταση προς πρόταση, λέει διαρκώς κάτι καινούριο, ποτέ δεν επαναλαμβάνει τίποτε, και αυτή η τεχνική στο γράψιμο είναι που κρατά διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Άρα, λοιπόν, μη σε απασχολεί το μήκος του κειμένου. Σημασία έχει να κρατιέται το ενδιαφέρον του αναγνώστη-θεατή με κάτι διαρκώς νέο, ατάκα προς ατάκα, με κάτι που διαρκώς να εξελίσσει την υπόθεση. Ίσως τώρα μού θυμίσεις ότι στο προηγούμενο μήνυμα σού έλεγα πως πρέπει οι διάλογοι να είναι σύντομοι επειδή ο θεατής βαριέται εύκολα. Ναι, πρέπει κανείς να ξεκινάει έχοντας αυτό στο μυαλό. Αλλά εάν έχει βρει μιά καλή υπόθεση που κρατά το ενδιαφέρον του θεατή, μπορεί να την τραβήξει σε μάκρος, εφ’ όσον διαρκώς κρατιέται το ενδιαφέρον του θεατή με ολοένα κάτι καινούριο στην εξέλιξη της υποθέσεως. Γιάννης Φαρμακίδης