"Η εξέγερση" του Αύγουστου ντε Βιγιέ ντε λ’ Ιλ Αντάμ

μανία θεάτρου

Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.

Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.

Sophie Podolski

Κάνετε κλικ εδώ για να δείτε την παράσταση του έργου, όπως ανέβηκε στον Βόλο, το 2001, σε σκηνοθεσία Γιάννη Φαρμακίδη.

Αύγουστος ντε Βιγιέ

ντε λ’ Ιλ Αντάμ

Auguste de Villiers de L'Isle-Adam

Η εξέγερση

La révolte

(η πρώτη σκηνή)

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη

Το έργο μεταφράστηκε από το γαλλικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση του οίκου ELLUG, Université Stendhal, Grenoble, 1998.

Το έργο ανέβηκε στον Βόλο, στο θέατρο Σπήρερ, το 2001, σε σκηνοθεσία Γιάννη Φαρμακίδη.

Αύγουστος ντε Βιγιέ

ντε λ’ Ιλ Αντάμ

Γαλλία 1838 – 1889

Αυγούστου ντε Βιγιέ ντε λ’Ιλ Αντάμ

Η Εξέγερση

La Révolte

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη

Βόλος, Οκτώβριος 1999

Το καθιστικό του σπιτιού ενός τραπεζίτη. Επίπλωση κόκκινη, μαύρη και χρυσή. Πόρτα στο βάθος, γυαλιστερή, χαλιά. Δεξιά ένα σκαμνί κοντά στο τζάκι. Μια μικρή φωτιά. Αριστερά, κυριαρχεί ένα γραφείο γεμάτο λογιστικά βιβλία, χαρτιά. Ένα αμπαζούρ φωτίζει το γραφείο. Η υπόλοιπη σκηνή είναι στο μισοσκόταδο. Ένα ρολόϊ, πάνω από την πόρτα του βάθους, σημαίνει μεσάνυχτα. Μετά σιωπή.

Με το άνοιγμα της αυλαίας, η Ελισσάβετ κάθεται δίπλα στο γραφείο. Ακουμπά με τους αγκώνες της, σκεπτική. Είναι απλά ντυμένη, στα μαύρα. Ο Φέλιξ, απέναντί της, ελέγχει γράμματα κι επιταγές.

Πρώτη Σκηνή

Ελισσάβετ, Φέλιξ

ΦΕΛΙΞ (Μετά από μια μεγάλη σιωπή.) Τι ώρα είναι;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Είναι πολύ αργά.

ΦΕΛΙΞ (Πολύ ψυχρά.) Πήγε μεσάνυχτα; (Δυναμώνει την λάμπα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια.) Να πάρει ο διάολος για λάμπα! Τι έπαθε απόψε; Δεν μπορώ να δω!… Βαπτιστίνη… Φραγκίσκε!… Φραγκίσκε!

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Ξαναπαίρνοντας την πένα της.) Επειδή κουράστηκαν τους είπα να πάνε να κοιμηθούνε.

ΦΕΛΙΞ Κουράστηκαν!… Κουράστηκαν!… Μάλιστα! Κι εμείς! Τους αφήνεις να σου παίρνουν το αέρα. Αυτά τα μούτρα δεν αξίζουν ούτε να ξοδέψεις σκοινί να τους κρεμάσεις. Χαραμοφάηδες. (Σηκώνεται κι ανάβει πούρο μ’ ένα κηροπήγιο που είναι πάνω στο τζάκι. Έπειτα. Με την πλάτη στην φωτιά, ζεσταίνεται, καπνίζει.) Χαραμοφάηδες – Λοιπόν, αρκετά για σήμερα… θα πέσεις απ’ την κούραση.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Χαμογελώντας) Είστε πολύ καλός.

ΦΕΛΙΞ (Αργά και παγωμένα) Ετοίμασες τις αποδείξεις για την εταιρεία Φοράλ-Βιντέρ;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Συνεχίζοντας να γράφει.) Τις αποδείξεις τις έχω καρφιτσώσει, είναι στο δεύτερο συρτάρι, στο χρηματοκιβώτιο.

ΦΕΛΙΞ Και η ….

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Ακάλυπτη. Είναι φτωχοί, πολύ φτωχοί άνθρωποι.

ΦΕΛΙΞ (Τινάζοντας την στάχτη του πούρου του) Το ακίνητό τους αξίζει πάντοτε κάποια λεφτά.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Μετά από μια στιγμή) Τότε, στείλτε εσείς ο ίδιος την διαταγή κατασχέσεως.

ΦΕΛΙΞ (Μ’ έναν τόνο ελαφρύ) Ε; (Στον εαυτό του) Α, μάλιστα!… Φιλευσπλαχνία;… Με τίποτα!… (Μεγαλόφωνα) Άκου, στο εμπόριο πρέπει τα μάτια να είναι στεγνά για να βλέπει κανείς καθαρά. Εάν περιμένουμε τον πλειστηριασμό… θα πάρουμε μόνον τα μισά…

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Ελαφρώς ειρωνική) Μα την αλήθεια, θα ήταν τρομερό.

ΦΕΛΙΞ Ακριβώς… μόνον τα μισά! Και μετά από δικαστική απόφαση! Και μετά από το ένα...! Και μετά από το άλλο…! Κατάλαβέ με, κοπέλα μου, συμπεριφέρομαι χωρίς οίκτο σ’ αυτούς τους φτωχούς Λελιέβρ μόνον για λόγους αρχής. Τους συμπονώ, αλλά να πάρει ο διάολος, στις δουλειές πρέπει να είμαστε σοβαροί! (Τραβά τις άκρες του γιλέκου του για να το ισιώσει.) κι επί τη ευκαιρία… τι δαπάνες είχαμε;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Γράφτηκα για είκοσι πέντε μετοχές της «Γαιάνθρακες Σιλεσίας». Στο τρίτο συρτάρι.

ΦΕΛΙΞ (Ξερά) Λίγο επίφοβες δεν είναι αυτές οι μετοχές; Πολύ φιγούρα, όλα αυτά τα λαμπρά διοικητικά συμβούλια, οι πολύχρωμες αφίσσες, έτσι δεν είναι;… Φανφάρες του οικονομικού τύπου!… να υπάρχουν φτωχοδιάβολοι που ανυπόμονοι να θέλουν να ποντάρουν εκεί τα τελευταία τους λεφτά το καταλαβαίνω. Αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω πως εσύ, τόσο συνετή, τόσο διορατική στα οικονομικά, δεσμεύτηκες καλή τη πίστη σε μια επιχείρηση.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Πολύ μαλακά, χωρίς να σταματήσει να γράφει.) Ήξερα τι άξιζαν. Πήρα και κάλυψη με εγγυήσεις της εταιρείας «Γκοντρό-Γκοντρόν και Σία». Και τις πούλησα μετρητοίς.

ΦΕΛΙΞ Α, τότε αλλάζει. Καλά έκανες και πούλησες τέτοια αφερέγγυα χαρτιά.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Συγνώμη, αλλά αυτές οι εγγυήσεις ήταν εξαιρετικές και πάσης ησυχίας.

ΦΕΛΙΞ (Μετά από σκέψη) Τελικά εάν είσαι σίγουρη για την βασική διαδικασία, εντάξει… - ενήργησες σωστά άλλη μια φορά!… Στο εμπόριο, μια υπερβολή δεν πάει ποτέ χαμένη… Και… η απόδειξη;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Αφού συμβουλευτεί ένα λογιστικό βιβλίο.) Δύο χιλιάδες εξακόσια τέσσερα φράγκα και είκοσι δύο σαντίμ, καθαρό.

ΦΕΛΙΞ Πολύ καλά.

Ακούγεται το ρολόϊ της εκκλησίας.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Κλείνοντας τα λογιστικά της βιβλία. Στον εαυτό της.) Μεσάνυχτα. (Παραμένει ακουμπισμένη στους αγκώνες, τα μάτια απλανή, τα βλέφαρα χαμηλωμένα, το χέρι μέσα στα μαλλιά.)

ΦΕΛΙΞ (Κυττώντας την ευχαριστημένος) Λοιπόν… μπορώ να πω ότι σε ’σένα έχω μια γυναίκα με καρδιά, αλλά προ πάντων με μυαλό. Πραγματικά, εδώ και τεσσεράμισι χρόνια που είμαστε μαζί, δεν μετάνιωσα ποτέ που σε παντρεύτηκα. Ναι, αλήθεια!.. Σαν λογίστρια έχεις αποδειχθεί εξαίρετη. Σαν γυναίκα φαίνεται να είσαι πολύ καλή και καθόλου… κι αυτό είναι κάτι. Κι έτσι εργατική που είσαι ξεπερνάς τις προσδοκίες μου. Επί πλέον είσαι η ενσάρκωση της γλυκύτητας. Δεν έχω κανένα παράπονο από ’σένα, ούτε ένα!… Κι αν έχω τριπλασιάσει την περιουσία μου, το λέω χωρίς δισταγμό ότι το οφείλω σε ’σένα. (Καπνίζει και περπατά πέρα-δώθε.)

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Γλυκιά και χαμογελαστή) Ποιά γυναίκα δεν θα ’ταν υπερήφανη με τέτοιους επαίνους!

ΦΕΛΙΞ (Πρόθυμα) Ναι, το οφείλω σε ’σένα. Δεν ντρέπομαι να το πω. Χωρίς τις συμβουλές σου, θα είχα κάνει πολλά σφάλματα, πολλά στραβοπατήματα, δηλαδή πολλές ανοησίες. Αν εξαιρέσει κανείς την χάρη που έχεις ως γυναίκα, κατά τα άλλα έχεις ένα μυαλό πολύστροφο, σχεδόν αντρικό! Έχεις, με μια λέξη, το ένστικτο του επιχειρηματία. Αυτό είναι πολύ σημαντικό!… Κι έπειτα, βέβαια, είσαι πολύ σοβαρή σε ό,τι αφορά τα γούστα σου. Εσύ δεν πρόκειται να με καταστρέψεις με σπατάλες για λούσα. Μάλιστα κάνεις άσχημα που αποφεύγεις τον κόσμο. Κάνεις μια ζωή κλειστή, σχεδόν σαν σε μοναστήρι. Γιατί έκοψες τόσο απότομα τις σχέσεις σου με τις συμμαθήτριές σου από τότε που παντρεύτηκαν;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Έχω την αδυναμία, το ξέρετε, να εκτιμώ μόνον τις γυναίκες οι οποίες παρά την μόδα αρνούνται να παραμελήσουν τα καθήκοντά τους.

ΦΕΛΙΞ (Ξανακάθεται) Και γι’ αυτό σε συγχαίρω! Αλλά, προς Θεού! Πρώτα η επιχείρηση! Και χρειάζεται να συναναστρεφόμαστε ανθρώπους, αλλά μόνον από συμφέρον! Ας μην υπερβάλουμε, διαφορετικά θα καταλήξουμε σε ουτοπίες.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Εύθυμα) Μου φαίνεται ότι το σπιτικό μας δεν θα δυσφημούνταν περισσότερο εάν συναναστρεφόμασταν αυτή την λαμπρή συντροφιά.

ΦΕΛΙΞ (Με αφέλεια) Εντάξει, μικρή μου, δυναμική γυναίκα!… Αλλά, όχι δονκιχωτισμούς!… Όσο για την φήμη του σπιτικού, Θεός φυλάξει, όλοι ξέρουν καλά ότι δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος που θα εξαφανίζονταν εν μια νυκτί παίρνοντας όλα τα λεφτά και φωνάζοντας: έπιασα την καλή! Όχι, δεν παριστάνω τον εαυτό μου καλύτερον απ’ ό,τι είναι… Κατά βάθος, ίσως να μην είμαι εκ φύσεως άνθρωπος με δισταγμούς. (Η ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ τον κυττά.) Αυτό μεταξύ μας. Στο σχολείο έμαθα να διακρίνω τι είναι προς το συμφέρον μου, γι’ αυτό έγινα έντιμο… όπως έντιμος είναι κάποιος σήμερα…

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Αστειευόμενη) Ναι, από ευγένεια. (Ο Φέλιξ βήχει.)

ΦΕΛΙΞ (Πηγαίνοντας να ζεστάνει τα πόδια του) Έπρεπε να μου ’χεις κάνει το τήλιο. Φοβάμαι πως κρύωσα. Παρά το ότι φαίνομαι γεροδεμένος, έχω εύθραυστη υγεία: το παραμικρό ρεύμα αέρος επιδρά στο λουμπάγκο μου… Βάλε και λίγη φτέρη, την συνιστούν για το κρύωμα.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Μ’ ένα είδος χαριτωμένης ανησυχίας) Πραγματικά, αγαπητέ μου, έχετε κάτι το εύθραυστο!… Το έχω αντιληφθεί πολλές φορές.

ΦΕΛΙΞ (Καθώς κάθεται στον καναπέ) Επί τη ευκαιρία, άκουσε κάτι… Δεν θέλω πιά να κουράζεσαι!… Δεν θέλω πιά. Με αντιλαμβάνεσαι, ε; Κύττα πόσο εύκολα μπορεί κανείς ν’ αρρωστήσει! Καταλαβαίνεις, σ’ αγαπώ πολύ κι ανησυχώ μην αδιαθετήσεις. Σε ποιόν θα εμπιστευόμουνα τα λογιστικά μου βιβλία, εάν αρρώσταινες;… Όχι. – Από ’δω και πέρα θα πηγαίνουμε δυό φορές την εβδομάδα (όταν θα ’χει ήλιο… και εννοείται όχι τις μέρες που έχουμε εισπράξεις) να απολαμβάνουμε το όμορφο θέαμα της φύσεως. – Εξ άλλου, έρχεται η άνοιξη, αυτό με αναζωογονεί. Θα δεις. (Χαμογελά πονηρά.) Δεν μου είναι άσχημη η εξοχή πότε-πότε. Εμπνέει νέες ιδέες, συχνά κερδοφόρες. Είναι σαν το θέατρο. Ζούμε αρκετά αποτραβηγμένοι. Γιατί να μην πάμε καμιά φορά θέατρο;… Μπορεί να συναντήσουμε εκεί καλές ευκαιρίες… Κι επί τέλους… είναι διασκέδαση… διασκέδαση. Έτσι είναι. Μπορώ να έχω εύκολα δωρεάν εισιτήρια, χάρις την θέση μου. Ναι, από τον φίλο μας τον Βωντράν!… Αφού σου κάνει κόρτε όταν πάμε για τσάϊ, θα πάρω κι εγώ μια μικρή εκδίκηση… μαζί με μια οικονομία!… ε;…

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Μετά από παύση, δίπλα σ’ ένα παράθυρο, αφηρημένα) Είναι πολύ άσχημος ο καιρός, απόψε.

ΦΕΛΙΞ Εμένα δεν με νοιάζει!… Ούτε καράβια έχω στην θάλασσα και η στέγη του σπιτιού μας βαστάει. Οι παππούδες μας ήξεραν από χτίσιμο. (Ξαναγυρίζοντας στο θέμα) Λοιπόν, για παράδειγμα, όταν θα πηγαίνουμε στο θέατρο, ας προσπαθήσουμε να αποφύγουμε αυτά τα κακόγουστα έργα, ξέρεις;… Υπάρχει στο θέατρο, όπως λένε οι εφημερίδες, μια αγέλη, μια κλίκα νεωτεριστών οι οποίοι ψάχνουν συνέχεια να μπερδέψουν, να φανούν, να ξεπεράσουν τους άλλους… και οι οποίοι, τελικά, δεν καταφέρνουν τίποτα, τίποτα!… εκτός από το να αναστατώνουν σοβαρούς ανθρώπους, να τους προκαλούν κι εγώ δεν ξέρω τι συναισθήματα… σχεδόν επικίνδυνα. Είναι παράλογο. Πρέπει να το πολεμήσουμε αυτό, ξεκάθαρα. Εγώ πάω στο θέατρο για να γελάσω, όπως πηγαίνει κανείς από ανάγκη σε ’κείνα τα μέρη… Εμένα μου αρέσουν τα απλά πράγματα, απλά όπως η φύση. Η φύση δεν είναι απλή; Η ζωή δεν είναι απλή; Όλα δεν είναι απλά; Δεν μου αρέσουν τα τεράστια ύψη, ούτε στους ανθρώπους, ούτε στην φύση. Προτιμώ απ’ όλα, μια έντιμη μετριότητα. Όποιος θέλει το μεγαλείο… ας το θέλει με διακριτικότητα. Οι νεωτεριστές είναι πανούκλα! Εμένα μου αρέσουν τα παλιά έργα. Είναι καλά κι όταν ένα πράγμα είναι καλό, πρέπει κανείς να το μι-μεί-ται και να προσηλώνεται σ’ αυτό. (Ανακατεύοντας τα κάρβουνα) Αυτό δεν σημαίνει, εν τούτοις, ότι… μερικές φορές… και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι καλού γούστου να γλυστρά κανείς… να εισάγει…

ΦΕΛΙΞ (Ακούγοντας κάτι) Συγνώμη! (Θόρυβος άμαξας που σταματά μπροστά στην εξώθυρα. Στον εαυτό της) Η άμαξα, πολύ καλά. (Πηγαίνει στο παράθυρο και κυττά έξω.)

ΦΕΛΙΞ (Στρεφόμενος προς αυτήν) Τι είναι αυτό!… Άκουσες;… Ποιος μπορεί να μας έρχεται τέτοια ώρα;… Κι αυτή η Βαπτιστήνη! Κι αυτός ο … (Σηκώνεται.) Τους απολύω!… Επί τέλους… να μην υπάρχει κανείς να πάει στην εξώθυρα να δει, να μας πει! Και να πρέπει να πάω εγώ ο ίδιος… (Παίρνει το κηροπήγιο.)

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Στρεφόμενη προς αυτόν, απότομα, το πρόσωπο ωχρό και υπερήφανο, το βλέμμα ήρεμο, το χαμόγελο παγωμένο, η φωνή σπασμένη.) Θα ήταν μάταιο, κύριε. Δεν υπάρχει κανείς μέσα στην άμαξα που να θέλει να έρθει και πολύ λιγότερο να σας ενοχλήσει, ενώ εγώ η ίδια έχω μια… μικρή ενημέρωση… να σας κάνω. Πιστεύω ότι προς το συμφέρον σας, θα μου αφιερώνατε μερικές στιγμές… Αλλά, και πάλι, δεν σας πιέζω.

ΦΕΛΙΞ (Κάπως απορρημένος, σταματώντας αμέσως, το κηροπήγιο στο χέρι.) Ε;… Πως;… Τι αστείο είναι αυτό;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Καθώς κάθεται.) Θα το κρίνετε μόνος σας, αμέσως.

ΦΕΛΙΞ (Κυττώντας την, με την σειρά του, κατάματα.) Μα είσαι κατακίτρινη! Είσαι άρρωστη! Γιατί με λες κύριο;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Δεν θα σας ενοχλούσα τόσο αργά, αν δεν επρόκειτο αποκλειστικά για ’μένα.

ΦΕΛΙΞ (Αφήνοντας το κηροπήγιο, με μια όψη κάπως χαμένη.) Αυτός ο τόνος της φωνής… αυτοί οι δισταγμοί… (Τρέμοντας, με πνικτή φωνή) Οι Φοράλ-και-Βιντέρ πτώχευσαν;…

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Βγάζοντας έναν φάκελο από ένα ερμάριο.) Όχι.

ΦΕΛΙΞ (Τσιβδίζοντας κάπως ησυχασμένος) Μα την αλήθεια, καλή μου, ποτέ δεν σε είχα δει με τέτοια όψη! (Σιωπή. – Ο ΦΕΛΙΞ σωριάζεται σε μια πολυθρόνα, δίπλα στο τραπέζι, κατά πρόσωπο κυττώντας την γυναίκα του.)

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Ξεφυλλίζοντας τα έγγραφα του φακέλου) Ω! Η όψη που έχω, κύριε, δεν σημαίνει ποτέ, τίποτα. (Μετά από μια σύντομη παύση και με φωνή κοφτή) Ιδού, ο ακριβής λογαριασμός της περιουσίας σας, τριπλασιασμένος πραγματικά μέσα σε τεσσεράμισι χρόνια… δηλαδή ένα εκατομμύριο διακόσιες εβδομήντα χιλιάδες φράγκα. Έχω κερδίσει, προσωπικά, επ’ αυτού του ποσού, πενήντα χιλιάδες διακόσια ογδόντα φράγκα, που αντιπροσωπεύουν τις προμήθειες για τις οποίες υπάρχουν εδώ συνημμένες λεπτομερείς σημειώσεις, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι μισθοί μου, με δέκα ώρες εργασία κάθε μέρα (εκτός Κυριακών) για τεσσεράμισι χρόνια, εδώ είναι ο λογαριασμός για τους μισθούς – χωρίς τόκους. Ο νόμος σας δίνει το δικαίωμα, ως αρχηγό της οικογενείας, τα δύο τρίτα αυτών των κερδών και αμοιβών. Μετά την αφαίρεση, μου μένουν τριάντα δύο χιλιάδες φράγκα, μείον δεκαέξη φράγκα και τριάντα σαντίμ, τα οποία έχω εδώ. (Αφήνει κάποια χρήματα πάνω στο τραπέζι.) Αυτό το πορτοφόλι έχει μέσα περίπου διακόσια φράγκα. Τα έχω από παλιά, από κορίτσι. Δεν συμπεριλαμβάνονται στην προίκα: ο αστικός κώδικας μού επιτρέπει την διαχείρισή τους. Μπορώ, λοιπόν, να πληρώσω το επί πλέον των τριάντα δύο χιλιάδων… εάν μου επιτρέπετε, κύριε.

ΦΕΛΙΞ Τι σημαίνουν όλα αυτά;… Έχεις χάσει τα μυαλά σου;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Κόβοντάς τον απότομα) Όσο για την αξία των ρούχων μου, ιδού ο λεπτομερής λογαριασμός των τελευταίων τεσσάρων ετών και πέντε μηνών: χίλια οκτακόσια δεκαεπτά φράγκα ακριβώς. Σας ζητώ να λάβετε υπ’ όψιν ότι ο νόμος σας είχε υποχρεώσει να με στεγάζετε και να με τρέφετε από την μέρα που περάσατε στο δάκτυλό μου αυτό το δαχτυλίδι. (Βγάζει την βέρα της και την αφήνει πάνω στο τραπέζι αδιάφορα.) Οι δαντέλες, τα διαμάντια του γάμου και τα άλλα κοσμήματα είναι επάνω, στο γραφείο μου. Εδώ είναι ο κατάλογος των κοσμημάτων μαζί με το κλειδί του δωματίου μου. (Αφήνει το κλειδί πάνω στο τραπέζι.) Η προίκα μου σας ανοίκει: ας μην μιλήσουμε γι’ αυτήν. Αυτές οι διακόσιες χιλιάδες φράγκα θα χρησιμεύσουν, νομίζω, για την εκπαίδευση και τον γάμο της κόρης σας, του παιδιού το οποίο σας έδωσα, και το οποίο ο νόμος, πάντοτε διορατικός, δεν μου επιτρέπει να Πάρω μαζί μου. Κρατήστε την. Την φίλησα απόψε, για τελευταία φορά, χωρίς άλλο, όταν την έβαλα να κοιμηθεί στο κρεβατάκι της.

ΦΕΛΙΞ Ελισσάβετ!

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (πολύ απλά) Θα παρατηρήσετε, κύριε, στον λογαριασμό που μόλις σας παρουσίασα την αφαίρεση αμοιβών τεσσάρων ετών και είκοσι δύο ημερών, στην διάρκεια των οποίων μου ήταν αδύνατο να εργαστώ εξ αιτίας της ενδιαφέρουσας καταστάσεώς μου, όπως λέγατε στους φίλους σας. Εάν διαπιστώσω αργότερα κάποια παράλειψη, κάτι το οποίο να σας οφείλω σύμφωνα με τον νόμο, θα σπεύσω να σας επιστρέψω το ποσό, πλέον εμπορικών τόκων από την αρχή μέχρι της ημέρα της καταβολής συμπεριλαμβανομένης. Σε περίπτωση αποβιώσεώς σας, θα ήταν πρέπον το ποσό αυτό, εάν υπάρχει, να δωθεί είτε σε ευαγή ιδρύματα, είτε στην κόρη σας. Σας παρακαλώ, σημειώστε το στην διαθήκη σας.

ΦΕΛΙΞ (Στο εαυτό του) Ω Θεέ μου!… Είναι κρίση τρέλας;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Φορώντας τα γάντια της) Εν συντομία, τα τριάντα δύο χιλιάδες φράγκα τα οποία αποτελούν την περιουσία μου, έχουν τοποθετηθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να υποστώ κι άλλα διάφορα πράγματα, να μπορέσω, στο όνομα της εργασίας μου κατά το παρελθόν, να έχω λίγο ψωμί μέχρι τον θάνατο μου. Με μια λέξη, έχω ξεπληρώσει το κοινωνικό μου χρέος. (Παύση. Βγάζει ένα χαρτί από τον κόρφο της και το αφήνει πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο κλειδί και το δαχτυλίδι.) Ιδού η εξουσιοδότηση με την οποία μου παραχωρήσατε το δικαίωμα να υπογράφω για σας. Μου κάνατε την τιμή να με εμπιστευτείτε. Σας επιστρέφω την εξουσιοδότηση όπως την παρέλαβα. (Σηκώνεται.) Τώρα, κύριε, νομίζω ότι κάθε εξήγηση αυτής της μικρής προσωπικής σκηνής είναι τουλάχιστον άχρηστη: κατά συνέπεια… (Παίρνει το καπέλο της και το παλτό της από την καρέκλα δίπλα της.)

ΦΕΛΙΞ Μπορείς να μου πεις τι έχεις; Τι σ’ έχει πιάσει; - Θα μιλήσεις, ναι ή όχι; - Έχει σχέση μ’ αυτές τις οφειλές των Λελιέβρ;… Για όνομα του Θεού! Εντάξει, ας χάσω τις τρεις χιλιάδες δεκαέξη φράγκα, ακόμη και τα έξοδα της μηνύσεως! Αλλά μίλα επί τέλους!

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Έχω μιλήσει. (Κατευθύνεται προς την πόρτα στο βάθος ήσυχα.) Αντίο, κύριε, σας χαιρετώ… και σας παρακαλώ να ξεχάσετε ακόμη και τον ήχο της φωνής μου.

ΦΕΛΙΞ (Όρθιος μπροστά στην πόρτα, απότομος και σταυρώνοντας τα μπράτσα) Μήπως, κατά τύχη, έχεις εραστή;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Σταματώντας μ’ αυτή την λέξη και ακόμη πιο ωχρή) Α! – Με προσβάλετε, λοιπόν! – Ώστε θέλετε να μ’ αναγκάσετε να σας μιλήσω;… Στην πραγματικότητα το έχετε αυτό το δικαίωμα: θα υπακούσω. (Επιστρέφει. Στηρίζεται, όρθια, στο τζάκι: το κεφάλι της φωτίζεται από το κηροπήγιο, πίσω της. Μιλά μ’ έναν τόνο ψυχρό και πολύ ήρεμο.) Δεν μου είναι πολύ ευχάριστο… αλλά ρωτάτε μ’ ένα ύφος άξιο προσοχής, μα την την αλήθεια. (Τον κυττά κατά πρόσωπο.) Δεν με γνωρίζετε καλά, κύριε;… Ναι… πιστεύω ότι έχετε κάποιες πλάνες για την αληθινή μου φύση. (Χαμογελά μ’ έναν τρόπο παράξενο. Ο Φέλιξ μένει πετρωμένος.) Ιδού τα γεγονότα. (Παύση) Θα θυμάστε ασφαλώς την οικογένειά μου, την θέση μου, όταν ήρθατε σπίτι μας να με ζητήσετε σε γάμο; Θυμάστε εκείνο το κατάστημα με τα όπλα, τα κρύσταλλα, τις αντίκες; Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν άνθρωποι πού θετικοί. Μ’ έμαθαν από πολύ νωρίς τι άξιζε και το μικρότερο χρυσό νόμισμα. Γι’ αυτό γνωρίζω να λογαριάζω και γι’ αυτό αξίζω κάπως τις ευχαριστίες σας.

ΦΕΛΙΞ Ονειρεύομαι; … Μα σε διαβεβαιώ, καλή μου… Με κάνεις σχεδόν να φοβάμαι!

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Πικρά) Ω! ηρεμήστε. – Κι όμως, παρά την εκπαίδευση την οποία μου έδωσαν και παρά τα παραδείγματα τα οποία με περιτριγύριζαν, μάλλον δεν έδωσα απόλυτη σπουδαιότητα σ’ αυτό που συνηθίζουν σήμερα να ονομάζουν «θετικότητα». Εν πάσει περιπτώσει, επειδή είχα την κοσμιότητα η οποία ταιριάζει σε παιδιά, πίεσα τον εαυτό μου να καταλάβει τα πράγματα όπως ήθελε η οικογένειά μου. Έλεγα μέσα μου: έχουν δίκαιο, αφού είναι μεγαλύτεροι και είναι οι γονείς μου… Το αντιλαμβάνεστε καλά αυτό, κύριε;

ΦΕΛΙΞ (Τραυλίζοντας) Αλλά… εγώ… κάθισε…, να δούμε!

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου συχνά μιλούσε σε μένα σαν σε μεγάλη κοπέλα Ήταν ένας άνθρωπος αρκετά έξυπνος. Μου έλεγε, στον περίπατο, δείχνοντάς μου τα βαγόνια, τα ηλεκτρικά καλώδια, το γκάζι, τους καπνούς: «Κύττα, παιδί μου! Δες γύρω σου τα ανθρώπινα έργα πως λειτουργούν, την Επιστήμη που απλώνεται και απελευθερώνει! Οι εφευρέσεις γεμάτες δύναμη και μεγαλείο! Το παρελθόν είναι η παιδική ηλικία. Πριν μόλις εκατό χρόνια ο άνθρωπος, έχοντας εγκαταλείψει τις προλήψεις και τις δοξασίες, μπόρεσε να σηκώσει το κεφάλι κάτω από τον μεγάλο ήλιο! Γι’ αυτό πρέπει να γίνεις μια γυναίκα θετική. Να γίνεις έντιμη και πλούσια. Τα υπόλοιπα είναι ματαιότητες!».

ΦΕΛΙΞ (Πλησιάζοντας την ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ) Μάλιστα, αλλά δεν ήρθαν κι άσχημα… ιδίως στο τέλος.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Άκουγα με προσοχή αυτές τις συμβουλές, αλλά εύρισκα, παρά τον σεβασμό που έτρεφα, πως συγκριτικά μ’ αυτό… το συμπέρασμα είναι… ό,τι ο πατέρας μου και η μητέρα μου ονόμαζαν «ματαιότητες», ό,τι οι ίδιοι εύρισκαν «θετικό και σπουδαίο» ήταν δευτερεύουσας σημασίας.

ΦΕΛΙΞ Δευτερεύουσας!

Ναι… Κι εξ αιτίας αυτής της φύσεως, δυστυχώς εξαιρετικής ίσως, αλλά η οποία τέτοια είναι και την οποία κανένας δεν ευαρεστείτο να λάβει υπ’ όψιν, δοκιμάζει γι’ αυτό που η πλειοψηφία των ανθρώπων ονομάζει σήμερα «αληθινή ζωή», δηλαδή «πρακτική» - καταλαβαίνετε; - …μια αποστροφή τόσο βαθιά, μια απέχθεια τόσο τρομερή, τόσο αιώνια, ώστε να χαμηλώνω το κεφάλι, σιωπηλά. Βλέπετε, κύριε, εάν οι άλλοι δεν εξαπατούνται από τα λόγια, εγώ δεν εξαπατώμαι από τα γεγονότα! Και κάθε φορά που μια εντύπωση, που μια απλή ιδέα μου φαίνεται όμορφη, με υψώνει πάνω από την ζωή, με κάνει να ξεχνώ τις εξαρτήσεις μου και τις ανησυχίες μου, θα δώσω άδικο στο γεγονός που θα αφήσει να θελήσει να διαψεύσει την πραγματικότητα, όσο ωραίο κι αν μπορεί να παρουσιάζεται αυτό το γεγονός. Και τούτο, απλά επειδή το να ζεις μόνο για να ζεις, σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτήν την όμορφη πραγματικότητα των τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών το χρόνο, ακούστε, νομίζω ότι αξίζει περισσότερο να βρίσκεται κανείς στα σύννεφα, παρά στη λάσπη, όποιο κι αν είναι το πάχος και η στερεότητα αυτής της τελευταίας. (Παύση)

ΦΕΛΙΞ (Στον εαυτό του, σαν αποσβολωμένος) Μα τι λέει, επί τέλους; Τι λέει;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Πολύ απλά) Παρ’ όλ’ αυτά ήρθατε κάποια στιγμή. Υπέκυψα από ευγνωμοσύνη και από υποχρέωση στα ωραία επιχειρήματα της οικογενείας μου. Σας δέχτηκα… (Χαμογελώντας) και δεν μπορέσατε ποτέ να φανταστείτε, κύριε, την… αδιαφορία την οποία πάντοτε με εμπνεύσατε.

ΦΕΛΙΞ (Ψυχρά και αρχίζοντας να συνέρχεται) Λοιπόν, Ελισσάβετ, εάν αυτό είναι ένα αστείο, να πάρει ο διάολος! Να σταματήσει!

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Καθώς σας ορκιζόμουνα πίστη μέχρι θανάτου, χωρίς μάλιστα να γνωρίζω ποια ακριβώς δέσμευση αναλάμβανα – μπροστά στον Δήμαρχο που φορούσε στη μέση γύρω του μια εσάρπα με ζωηρά χρώματα– έλεγα μέσα μου: «Αυτός ο άνθρωπος που κρατά το χέρι μου μέσα στο δικό του, είναι ο σύζυγός μου, από ’δω και πέρα σ’ αυτόν θα στηρίζομαι! Είν’ ένας άνθρωπος που φαίνεται μυαλωμένος κι έτσι οι κρίσεις του πρέπει να είναι πιο σωστές, πιο βέβαιες, πιο καθαρές απ’ τις δικές μου. Σε ’κείνον πρέπει να στρέψω τις σκέψεις μου και την εμπιστοσύνη μου. Σε ’κείνον εναποθέτω όλες μου τις ελπίδες, αφού κι αυτό ακόμη φαίνεται να είναι το καθήκον μου.

ΦΕΛΙΞ (Έχοντας λίγο ηρεμίσει κι ευδιάθετος) Ωραία! Πολύ ωραία!… Βλέπεις, όταν λες πράγματα λίγο-πολύ λογικά, συμφωνώ μαζί σου.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Τρεις μέρες μετά, είχα την αφέλεια, μη καταλαβαίνοντας την σιωπή σας, να σας προτείνω να ζήσετε μαζί μου μια ζωή με ό,τι θα έφερνε η τύχη. Σας μιλούσα για τα πράγματα που μου άρεζαν, που τα εύρισκα αληθινά, που τα λαχταρούσα. Έριξα αφρόντιστα τους θησαυρούς της καρδιάς μου και του μυαλού μου στα πόδια σας!… Σας μίλησα για μια ζωή ήρεμη, με πνευματικά ενδιαφέροντα. Αισθανόμουνα πως άξιζα να είμαι μια γυναίκα αξιαγάπητη! Μια ενάρετη σύντροφος! Μια χαριτωμένη μητέρα!

ΦΕΛΙΞ (Χαϊδεύοντας το σαγώνι του) Κι όμως… δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο, εκτός από…

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Εκτός από την στάση σας καθώς μ’ ακούγατε, έτσι δεν είναι;… Είναι αξέχαστη, μα την αλήθεια. Ήταν τέτοια ώρα, σ’ αυτό το ίδιο μέρος, πριν τεσσεράμισι χρόνια… Ήρθατε σε μένα, όχι χωρίς ένα χαμόγελο γλυκό και συμπονετικό… σχεδόν πατρικό… κι αυτό για να μου δώσετε, με τις άκρες των δακτύλων σας, ένα κτυπηματάκι στο μάγουλο, προσθέτοντας μ’ αυτό το ύφος, το πολύξερο κι έμπειρο… - θυμάστε;… - «Μικρή τρελή! Έλα, έλα, χρειάζεσαι να καταπραΰνεις αυτήν την ασύστολη φαντασία». Μ’ αυτόν τον τρόπο με δεχτήκατε. Και κατάλαβα, αμέσως, πως ήταν μάταιο που παντρευόμασταν, πως δεν μας ένωνε τίποτα. Είδα ότι υπήρχε μια ειδοποιός διαφορά πολύ ουσιαστική ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες μας που μ’ έκανε να αισθάνομαι χαμένη. Αποφάσισα να μην στηρίζομαι σε σας κι ακόμη να σας αποδείξω στην πράξη ότι οι ιδέες μου δεν ήταν κατώτερες, παρά ανώτερες από τις δικές σας. Καταγινόμουνα, με γρήγορες κι επιτήδειες ενέργειες, να σας αποζημίωνα, όσο ήταν δυνατό, από την προκατάληψη που η μελλοντική μου αναχώρηση θα σας προκαλούσε. Γι’ αυτό και η εργατικότητά μου, οι διορατικές μου υπηρεσίες και η αύξηση της περιουσίας: - είναι η εκδίκησή μου!…

ΦΕΛΙΞ (Αρχίζοντας να θυμώνει) Τσ! Τσ! Τσ! Τώρα λες ανοησίες! Θα θυμώσω στο τέλος. Τις ξέρω εγώ τις γυναίκες… και μπορώ να συγχωρώ τα καμώματά τους. Τελικά, τι θέλεις; Πες ακριβώς μια φορά τι θέλεις;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Θέλω να ζήσω! Μ’ ακούτε, έτσι ασυγκίνητος που είστε! Δεν τα καταλαβαίνετε όλα αυτά εσείς που θέλετε να ζήσετε λογικά; Επί τέλους, εγώ πνίγομαι εδώ! Πεθαίνω για λίγη ζωή! Διψώ για σοβαρά πράγματα! Θέλω ν’ ανασάνω έξω τον αέρα! Θα πάρετε στον τάφο τα χαρτονομίσματά σας; Πόσο νομίζετε ότι θα είστε ακόμη στη ζωή; (Παύση, έπειτα σκεπτική) Ζωή;… Αυτό είναι που λαχταρώ; Αυτό είναι που μπορώ να λαχταρίσω σήμερα;… Εραστή, είπατε;… Αλλοίμονο, όχι! Δεν έχω, δεν θα ’χω ποτέ! – Ήμουνα φιαγμένη για ν’ αγαπώ τον άντρα μου, μ’ ακούτε; Δεν του γύρεψα παρά μια ακτίδα ανθρωπιάς!… Σήμερα, δεν καταλαβαίνετε ότι αυτό τελείωσε, ότι η υπερηφάνεια του έρωτα έσβυσε μέσα στις φλέβες μου;… ότι δεν μπορώ να ξαναγυρίσω στα ίδια; ότι με πήρατε, σαν ένα τίποτα, εγώ αφελής κι ανυποψίαστη, όλα όσα ήθελα να δώσω, ω! τρελή! Και για πάντα! Και χωρίς τύψεις; Δεν σας εύχομαι να υποψιαστείτε ποτέ αυτό που έχετε χάσει!… Είστε σαν τσιγκούνης τυφλός που του έπεσαν οι πολύτιμες πέτρες στο δρόμο.

ΦΕΛΙΞ (Κυττώντας την μ ’ανησυχία. Στον εαυτό του) Νομίζω τρελάθηκε!… (Μεγαλόφωνα, με ύφος αργό και παγωμένο) Έλα, έλα, ηρέμησε τώρα!… Όλα αυτά είναι λόγια, ξέρεις. Δεν πρέπει να γεμίζεις το κεφάλι με τέτοιες φράσεις… Τι θά ’λεγες τώρα να πήγαινες να κοιμηθείς λίγο, ε;… Δεν είναι καλή ιδέα;…

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Ατάραχη) Λόγια;… Και με τι θέλετε να σας απαντήσω; Και ’σείς με τι με ρωτάτε;.. Εγώ δεν ακούω στα λόγια σας παρά τον ήχο του χρήματος. Αν τα δικά μου λόγια είναι πιο όμορφα και πιο βαθυστόχαστα, δείξτε μου οίκτο! Είναι κακό αθεράπευτο αυτό, αλλά έτσι μιλώ! – Κι έπειτα, από ’δω και πέρα τι σημασία έχει! Αλλά εδώ δεν πρόκειται μόνον για το ποιος έχει δίκαιο! – ξέρω καλά πως αυτά είναι «λόγια» για ’σας, η απέραντη επιθυμία ν’ αγαπά κανείς έστω το φως και τη μεγαλοπρέπεια της φύσεως, όταν τίποτα δεν μπορεί ν’ αγαπήσει κανείς μέσα στην κοινωνία, ούτε καν το κέρδος!.. Ξέρω καλά πως όλα αυτά σας αφήνουν αδιάφορο, μια ελπίδα, ένα δειλινό κι η μοναξιά δίπλα σε μια όμορφη, νεαρή, σιωπηλή σύζυγο!… Ξέρω καλά πως το μυστηριώδες σύμπαν δεν θα γεννά αιωνίως στα χείλη σας παρά ένα χαμόγελο δροσερό και ήρεμο (Επειδή τίποτα δεν ήταν για σας λυπητερό ή μυστηριώδες, ούτε καν η επιστήμη, ούτε καν ο θάνατος!) – Ξέρω καλά πως καθώς είστε ένα φωτισμένο πνεύμα, δεν περιφρονείτε, πότε-πότε, την εξοχή, τον θαλασσινό άνεμο, τους βράχους, τα δέντρα των ορέων, τον ήλιο, τα δάση τον χειμώνα και την νύκτα – και τους έναστρους ουρανούς, εάν υπάρχουν ακόμη για σας ουρανοί! – Τα βρίσκετε όλα αυτά «ποιητικά», τα ονομάζετε «η εξοχή»; Εγώ έχω έναν άλλον τρόπο να βλέπω αυτά τα πράγματα! Και καθώς ο κόσμος δεν έχει σημασία παρά ανάλογα με την δύναμη των λέξεων που τον περιγράφουν και την δύναμη των ματιών που τον παρατηρούν, πιστεύω ότι το να βλέπει κανείς όλα τα πράγματα πιο ψηλά από την πραγματικότητα, αυτό είναι η επιστήμη της ζωής, του μοναδικού ανθρώπινου μεγαλείου, της Ευτυχίας και της Ηρεμίας.

ΦΕΛΙΞ (Με οίκτο και ανυπομονησία) Επιστήμη της ζωής είναι να μην ονειρεύεσαι ποτέ!… Σε ρωτάω να μου πεις τι είναι αυτό, να ονειρεύεσαι;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Σκοτεινιασμένη) Μου υπόσχεσθε ότι θα καταλάβετε;…

ΦΕΛΙΞ (Ανεβάζοντας τους τόνους) Ελισσάβετ! – Όχι, ορκίστηκα ν’ ακούσω μέχρι το τέλος. Θέλω πρώτα να ξέρω τι σκέφτεσαι για να σου απαντήσω έπειτα με τον δικό μου τρόπο.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Ήρεμα) Ε, λοιπόν, να ονειρεύεσαι είναι, πρώτ’ απ’ όλα, να ξεχάσεις την παντοδυναμία πνευμάτων κατώτερων, χίλιες φορές πιο τιποτένιων απ’ την Βλακεία! Είναι να σταματήσεις ν’ ακούς τις απαρηγόρητες κραυγές των αιωνίων λεηλατημένων! Είναι να ξεχάσεις τις λεγόμενες υποχρεώσεις που διαστρέφουν την συνείδηση και που δεν αποτελούν παρά τον έρωτα για τα κατώτερα και άμεσα συμφέροντα στο όνομα των οποίων επιτρέπεται να παραμένει κανείς αδιάφορος μπροστά στην αθλιότητα των απόκληρων! Είναι να παρατηρείς , στο βάθος των σκέψεων, έναν κόσμο παράξενο του οποίου οι εξωτερικές πραγματικότητες είναι μετά βίας η αντανάκλαση… Είναι να ενδυναμώσεις την ανίκητη ελπίδα μέσα στον θάνατο, ήδη κοντινόν, κύριε! Είναι να ξαναπιαστείς μέσα στο Άφθορο! Είναι να αισθανθείς μόνος, αλλά αιώνιος! Είναι ν’ αγαπάς την ιδεώδη Ομορφιά, ελεύθερα, όπως κυλούν οι ποταμοί στην θάλασσα! Και το υπόλοιπο του ελεύθερου χρόνου ή των υποχρεώσεων δεν αξίζει έναν ήλιο μέσα σ’ αυτούς τους άσχημους καιρούς όπου είμαι αναγκασμένη να ζω. Κατά βάθος, να ονειρεύεσαι, είναι να πεθαίνεις. Αλλά να πεθαίνεις τουλάχιστον με σιωπή και με λίγο ουρανό στα μάτια! Δεν έχω άλλη επιθυμία, παρά αυτή! – Δεν έχω πιά χάδια. Δεν έχω πιά ενθουσιασμούς!… Δεν έχω πιά κουράγιο!…

ΦΕΛΙΞ (Απότομα) Λοιπόν, θέλεις, να σου το πω;… Μάλλον έχεις διαβάσει κάποια ανόητα μυθιστορήματα που σου έχουνε ανακατέψει το μυαλό τώρα!

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Με απάθεια) Αλά ακόμη κι όταν να ονειρεύεσαι δεν είναι παρά να παρατηρείς στείρα την ίδια σου την μοναξιά, δεν είναι αυτό το πιο χρήσιμο από το να περνάς τον χρόνο σου παίζοντας με τα ερείπια των άλλων; Από το να διαπράττεις καθημερινά χίλιες απάτες, χίλιες ατιμίες στους άλλους, από το ν’ αποκαρδιώνεις απ’ την δουλειά τους αυτούς που εργάζονται, με το να τους παρέχεις, κάθε στιγμή, το θέαμα αυτών των επιτρεπτών διαδικασιών που σε πλουτίζουν σε μια ώρα;… Μα δεν έχετε παρά το Τίποτα να μου προσφέρετε στην θέση των ονείρων!

ΦΕΛΙΞ (Ξεσπώντας σε γέλια) Και θέλεις να με κάνεις να πιστέψω ότι είσαι μια γυναίκα χωρίς αρχές;… Εσύ;… Μα την τιμή μου, απόψε είσαι στις κακές σου! Και να φανταστεί κανείς ότι μέχρι πριν λίγο καθόσουνα εκεί τόσο ήσυχη, τόσο λογική!… Είναι απίστευτο!… Με κατηγορείς για την προίκα του παιδιού μας;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Και σ’ αυτό πάλι θα μπορούσα να σας οικτίρω!… Όμως όλο αυτό το χαρτομάνι, αυτοί οι αριθμοί, αυτό το στολισμένο χρηματοκιβώτιο, αυτές οι δίκες, αυτές οι ρευστοποιήσεις, αυτές οι αμφισβητούμενες υποθέσεις είναι το στοιχείο σας. Εκεί βρίσκεστε σαν το πουλί στον αέρα. Πετώντας πιάνετε τραπεζογραμμάτια σαν πεταλούδες!… Με μια λέξη ο ήλιος δεν λάμπει, ο άνεμος δεν φυσά, ο άνθρωπος δεν ονειρεύεται και δεν υποφέρει υπομονετικά, οι ουρανοί δεν ανοίγονται Πάνω στους τάφους, οι μέρες δεν μετρούν για σας παρά για την ασταμάτητη αύξηση ενός κεφαλαίου μαζί με τα μερίσματα και τους τόκους. Αυτό δεν είναι καθαρή τρέλα! Να ξεγυμνώνεις τους άλλους, αλλά και να στερείς απ’ τον εαυτό σου την ζωή εξ αιτίας μιάς μονομανίας για επιχειρήσεις! Εξ αιτίας μιάς δίψας για χρήμα σχεδόν ασυναίσθητης, άσβεστης!…

ΦΕΛΙΞ (Χτυπώντας το πόδι) Το να έχεις κεφάλαια σημαίνει εκτίμηση, υπόληψη!… Και σε τελευταία ανάλυση το ξέρεις καλά και ’συ!

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ Έστω. Αλλά ό,τι ευχαριστεί εσάς, δεν ευχαριστεί κι εμένα. Εγώ, που έχω ικανότητες σε επιχειρηματικές δραστηριότητες καλοστρωμένες και σίγουρες, παίρνω τα πράγματα που εσείς βρίσκετε αστεία και άσκοπα για τις μοναδικές πραγματικότητες που αξίζουν να πεθαίνει κανείς γι’ αυτές. Αυτό που εσείς θεωρείτε σαν μια διασκέδαση, εγώ το θεωρώ σαν την πραγματική χρησιμότητα, σαν το απαραίτητο, πρώτ’ απ’ όλα, σαν ανάσα ζωής! Κι αυτές τις ασχολίες σας, όπου χάνετε τις σπουδαίες μέρες της ζωής σας, τις ονομάζω παιδαριώδεις και καταστροφικές!… Να τις φέρνω στο μυαλό, έστω και μόνο να τις καταδικάσω, μου φαίνεται μια στείρα συγκατάβαση, χάσιμο χρόνου. Ο επιούσιος δεν πληρώνεται σ’ αυτή την τιμή, παρά απ’ αυτούς που δεν έχουν τίποτ’ άλλο να φάνε.

ΦΕΛΙΞ (Θυμωμένος) Εγώ είμαι βέβαιος…

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Καθισμένη, τα μάτια ακίνητα, σχεδόν σαν να μιλά στον εαυτό της, με φωνή χαμηλή) Α, ναι! Ο θυγατρικός σεβασμός και η συζυγική πίστη δεν δικαιολογούν την τυφλή μου εμπιστοσύνη και η συνείδησή μου βρίσκεται μπερδεμένη μπροστά σ’ αυτά τ’ αποτελέσματα της εκπληρούμενης υποχρεώσεώς μου! Αυτά τα μεγάλα λόγια, στο κάτω-κάτω, μ’ έχουν οδηγήσει, με πρόσχημα αυτό ακριβώς το καθήκον, σε μια νεότητα δολοφονημένη! Σε μια ομορφιά που μαραίνεται πριν την ώρα της! Στα πιο όμορφα απογεύματα ξοδεμένα σ’ αυτά τα λογιστικά βιβλία! Σ’ ένα παιδί που δεν τολμώ ν αναθρέψω!… Σ’ έναν σύζυγο που η παρουσία του και μόνον… μαζί με κάποιες αναμνήσεις που πάνε μαζί μου φέρνουν στα μάτια… ακούστε, κύριε… δάκρυα ντροπής!… Σ’ ένα μέλλον χωρίς οικογένεια και χωρίς φίλους γύρω απ’ το τζάκι! Στην καταστροφή όλων όσων ήθελα ν’ αγαπήσω! Στα πιο γοητευτικά πράγματα της ψυχής μου που μηδενίστηκαν και καταχωνιάστηκαν! Και μέσα απ’ αυτά τα ερείπια, όταν τ’ άφηνα να φαίνονται, άκουγα σαν μόνη παρηγοριά, το δυνατό γέλιο των διαβατών που με συμπεριφέρονταν σαν γυναίκα ακατανόητη, ποιητική κ.τ.λ…. Χωρίς καμιά άλλη αιτία εκτός απ’ αυτό: να έχω ύφος «σοβαρό». – Διότι να προσβάλω ή να επιτιμώ το κακό και να προφέρω την λέξη «όνειρο» ή την λέξη «ποίηση» ή την λέξη «σύννεφα» μ’ ένα συγκεκριμένο περιφρονητικό τρόπο, αυτό δίνει αμέσως ένα ύφος «πρακτικό» στα πνεύματα τα χτυπημένα απλά από ανικανότητα και που δεν θα μείνουν ίσως πέντε λεπτά πάνω σ’ ένα απλό ζήτημα αμφισβητουμένων υποθέσεων, μπροστά μου!… Και… τό ’χω αποδείξει, έτσι μου φαίνεται!.. ναι!… Ορίστε τα αληθινά πράγματα που έχω χάσει, με πρόσχημα ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα (πράγμα που ξέρω το ίδιο καλά κι ίσως καλύτερα από ’σας). Κι αυτά τα ανεπανόρθωτα πράγματα ολόκληρη η λεγόμενη κοινή λογική δεν θα μου τα ξαναδώσει! Αυτό είναι το παθητικό μου! Αυτό είναι το ισοζύγιο της ζωής μου: γι’ αυτό το παραδίδω, απόψε, στα καταστροφικά σας χέρια.

ΦΕΛΙΞ Α!… η γελοία έξαψη εξαντλεί την υπομονή μου: επί τέλους, σταμάτα να ενοχοποιείς!… Τέρμα.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Καθώς σηκώνεται) Το βλέπετε: δεν είναι δυνατή η συνεννόηση μεταξύ μας. Εάν μπορούσατε να καταλάβετε μια μόνον στιγμή τι μου έχετε κάνει, οι τύψεις θα δηλητηρίαζαν για πάντα την ασυνείδητη ησυχία σας. Ούτε να το ξέρετε μπορείτε, ούτε να το καταλάβετε και τελικά δεν μπορώ να ξεσπάσω μισώντας σας! Α! η ψυχή μου είναι σαν παιδί που το έκλεψαν οι γύφτοι!… η ψυχή μου είναι σαν χρυσό βάζο γεμάτο χολή!… Μα, επί τέλους, θέλω κι εγώ λίγη λύτρωση. Κι αν το καθήκον μου είναι να μείνω, δεν αισθάνομαι πλέον τη δύναμη να το κάνω!… Σας αφήνω! Φεύγω! Και χάρις σε σας δεν έχω πλέον χρόνο για χάσιμο, εάν θέλω ακόμη να διατηρήσω κάποιες δυνάμεις, κάποιους λαμπυρισμούς μέσα στο βλέμμα για ν’ απολαύσω τις τελευταίες μου ακτίνες του ήλιου!

ΦΕΛΙΞ (Κατάπληκτος) Μα αφού σου λέω να πηγαίνουμε δυό φορές τις εβδομάδα στην εξοχή!

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Συνεχίζοντας, χωρίς να τον ακούει.) Είναι μακριά από ’δω (στην Ισλανδία, στην Σικελία ή στην Νορβηγία, δεν έχει διαφορά!…) σε μια χώρα όπως μου αρέσει, ένα ερημικό σπίτι. Το κέρδισα, το αγόρασα με τα τελευταία μου… Αντί να ’μια αποκομμένη πίσω από τα κάγκελα αυτού του γραφείου, θα πάω να κλειστώ σ’ αυτό το μακρινό αναχωρητήριο. Θα πάω να βλέπω λίγο ορίζοντα, είναι χρήσιμο. Όσο γι’ αυτούς που σας επισκέπτονται τ’ απογεύματα απ’ τις Τετάρτες, προτιμώ πιο πολύ τα δέντρα, σαν αμετρήτως πιο υγιεινά, Ν’ αρέσει καλύτερα ν’ ακούω τον άνεμο του χειμώνα από τα βουκολικά ποιήματα του κυρίου Βωντράν… Έχω αυτήν την πνευματική αποξένωση.

ΦΕΛΙΞ (Κατάπληκτος) Μα πως! Ο Βωντράν σου λέει βουκολικά ποιήματα;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Χωρίς να διακόψει.) Θα ξανανοίξω επί τέλους τα παλιά βιβλία, αυτούς τους καλούς συντρόφους του απογεύματος! Θα ξαναβρεθώ με την Σιωπή, την παλιά μου φίλη. – Μην τρέμετε, λοιπόν, καθόλου για τ’ όνομά σας απ’ το οποίο δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ. Έχω την εντιμότητα (θά ’πρεπε να το ξέρετε) ως ό,τι πολυτιμότερο στον κόσμο, ανεξάρτητα απ’ το τι λέει ή κάνει όλος ο κόσμος και την μέρα που θα έπαυα νά ’μαι αυστηρά ενάρετη, θα πέθαινα σαν τις λάμπες που σβύνουν. Τέτοια γυναίκα είμαι εγώ και μου αρέσει αυτό… Είμαι αυτή που δεν θέλει να λέει ψέματα.

ΦΕΛΙΞ (Ανήσυχος, σαρκαστικός και ψυχρός) Έχεις αγοράσει ακίνητο;

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Παίζοντας αφηρημένα μ’ ένα μικρό πιστόλι ταξιδίου) Κανείς δεν θα μ’ ανακαλύψει ποτέ εκεί που θά ’μαι σύντομα. Και η όρεξη που έχω για κόσμο, για συναναστροφή, για τουαλέτες, για χορό, για την παραζάλη των απολαύσεων δεν θα με κάνει να βγω παρά μία φορά: θά ’ναι χωρίς αμφιβολία, κάποιο πρωϊνό του Δεκεμβρίου, κάτω από την ψυχρή βροχή, μεσ’ τον θλιμμένο δρόμο, κάτω από τον ωχρό ουρανό, θα με συνοδεύει μια ηλικιωμένη υπηρέτρια κι ένας άντρας με μια αξίνα.

ΦΕΛΙΞ Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία!… Έναν γιατρό!… Είναι τρελή! Εσύ μου διηγείσαι τον Ροβινσώνα Κρούσο!… (Η ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ, ψυχρή, τυλίγεται με τον επενδύτη της, φορά το καπέλο της και τα γάντια. – Ο ΦΕΛΙΞ σταματά να μιλά για μια στιγμή.) Α, έτσι! Που πας; Ελπίζω ότι θα σταματήσεις αυτή την γελοία σκηνή και θα πας να κοιμηθείς σαν λογική γυναίκα, εντάξει;… Η εξοχή, η εξοχή, επί τέλους!… Ωραία, είναι καλή για τα πουλάκια… Κι εγώ καθόμουνα κι εκνευριζόμουνα. Άδικα τα έπαιρνα στα σοβαρά… Λοιπόν! Ας αφήσουμε αυτή την ιδέα της φυγής που ούτε ’συ την σκέφτεσαι περισσότερο από ’μένα και η οποία είναι ασυζητητί παράλογη. Είναι άξια οίκτου. Μιά λέξη αρκεί για να σου τ’ αποδείξω. – Εμένα με ξεχνάς, Έστω! Αλλά τα καθήκοντά σου ως μητέρας;… Κι κόρη σου; Να, να ποια είναι η αληθινή απογευματινή σου συντροφιά, μ’ ακούς; Οφείλεις να την αναθρέψεις! Να της αναπτύξεις μέσα της την αγάπη για τον πατέρα της. Να της διδάξεις ό,τι χρειάζεται μιά γυναίκα να ξέρει, την τήρηση των λογιστικών βιβλίων, τις υγιείς απόψεις, την δραστήρια και χρήσιμη ζωή!… Μπορείς ακόμη να της μάθεις και προσευχές, σου το επιτρέπω. – Ναι, ναι. Γιατί έχω ήδη παρατηρήσει ότι το έχεις γυρίσει στον μυστικισμό, κι όλες αυτές τις γελοιότητες! Τέρμα τα λόγια… και πήγαινε στο δωμάτιό σου για ύπνο!… Αύριο πρωί, που θά ’χεις πιο καθαρό μυαλό, πρώτη εσύ η ίδια θα παραδεχτείς…

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Κόβωντάς τον απότομα, συνοφρυωμένη) Κύριε, ξέρετε ότι σας γνωρίζω κάπως. Προσπαθείτε να αναστήσετε μέσα μου το μητρικό φίλτρο μόνον και μόνον για να κρατήσετε μ’ αυτήν την αλυσσίδα μιά λογίστρια ικανή και αξιόπιστη. – Βλέπω τρομερά καλά, ξέρετε! Έχω συνηθίσει τα σύννεφα. Χθες ακόμη, θέλατε η κόρη σας να ανατραφεί στις καλόγριες μέχρι τον γάμο της, «όπως όλες» και μάλιστα να πάει εκεί το ταχύτερο δυνατό!

ΦΕΛΙΞ (Ετοιμάζεται να την κτυπήσει, αλλά σταματά.) Άθλια! Δεν θα βάλεις, επί τέλους, μυαλό; Οι επιπολαιότητες που κάνεις θα βαρύνουν ένα αθώο πλάσμα για όλη του τη ζωή!… Δεν έχεις το δικαίωμα. Δεν σε ήξερα τόσο δειλή και παράλογη.

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Ολοένα και πιό πολύ κλεισμένη στον εαυτό της, σχεδόν απειλητική.) Την κόρη μου!… Ω, πόσες φορές, την νύκτα, την πήρα στην αγκαλιά μου, προσπαθώντας να την σκεπάσω με τα χάδια μου, να βρω καταφύγιο στην ίδια, να γίνω ένα μαζί της, να της εμφυσήσω όλη μου την ψυχή!… Πολύ αργά!… Αισθάνομαι απούσα μπροστά σ’ αυτό το παιδί, - που έχει έναν τρόπο να με κυττά… σαν να ήμουν μιά ξένη!… Στο βάθος των ματιών της δεν βλέπω παρά μόνον εσάς, μέχρι εκεί μ’ έχετε καταδιώξει!… Αν δεν υπήρχε αυτό, πιστεύετε ότι δεν θα την είχα κλέψει;… μόνο και μόνο για να πείσω τον εαυτό μου ότι μου ανοίκει;… Πιστεύετε ότι θα είχα διστάσει να την κάνω σύντροφο της δυστυχίας μου;… Αλλά εάν κάποιες απελπισίες έχουν το μεγαλείο τους και την ομορφιά τους, η δική μου, πέφτοντας μέσα στην φύση του παιδιού σας, δεν θα γίνονταν παρά δηλητήριο! Κυττάξτε, η καρδιά μου έχει αιμορραγήσει σταγόνα-σταγόνα την αγάπη της!… Είμαι μιά νεκρή. Θα πάγωνα την κόρη μου, αν την αγκάλιαζα. Την εγκαταλείπω, όπως εγκαταλείπω αυτό το σπίτι, μη έχοντας πιά τίποτα να θυσιάσω εδώ… νοιώθοντας άχρηστη, επιβλαβής! Κι έπειτα… έχω από ’δω και πέρα άλλα καθήκοντα να εκπληρώσω που δεν έχουν καμιά σχέση μ’ όλ’ αυτά. Αντίο! Το τζάκι έσβησε! Οι στάχτες κρύωσαν. (Τυλίγεται βιαστικά στο παλτό της και κατευθύνεται προς το κατώφλι.)

ΦΕΛΙΞ (Σταυρώνοντας τα μπράτσα μπροστά της) Ελισσάβετ!.. Δεν θα βγεις! – Είμαι ή όχι ο κύριος εδώ μέσα; - Σχεδιάζεις να εγκαταλείψεις την κόρη σου και τον σύζυγό σου! Εσύ, μιά γυναίκα τίμια και αξιοσέβαστη!… Άστ’ αυτά! Εγώ λέω ότι είσαι ζαλισμένη! Μα είναι αδύνατον!

ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ (Αποφεύγοντάς τον και δείχνοντας του απλώς ένα πρες-παπιέ κρυστάλλινο πάνω στο γραφείο.) Κι όμως, σας αφήνω, ως ανάμνηση από μένα, αυτό το κρύσταλλο. Ούτε ακόμη ο ίσκιος αυτών των λογιστικών βιβλίων δεν μπορούν να το θαμπώσει… Κάθε φως, ακόμη κι αυτό του κεριού, αντανακλά στα βάθη του, με χίλιες θαυμαστές λάμψεις! Ν’ αντανακλά το φως, αυτή είναι η ζωή του. Οι γωνίες του είναι σκληρές και κοφτερές. Είναι γυαλιστερό, διάφανο και ειλικρινές. Είναι παγωμένο. Εάν σας συμβεί να με ονειροπολήσετε, κυττάξτε το, κύριε. (Κατεβάζει το βέλο της και σπρώχνοντας με τα απλωμένα χέρια της τα φύλλα της πόρτας, βγαίνει, ενώ ο ΦΕΛΙΞ βρίσκεται αποχαυνωμένος κι εξαφανίζεται μέσα στο σκοτάδι.)

ΦΕΛΙΞ (Με μιά κίνηση να την ακολουθήσει) Α!… διαλ… (Σταματά στο κατώφλι και φαίνεται να έχει ξαφνικά αλλάξει γνώμη. Βαθιά σιωπή.)