Μυθιστόρημα Αρθούρου Ρεμπώ
μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά τού ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Αρθούρου Ρεμπώ
Μυθιστόρημα
(Roman)
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Ο ποιητής γεννημένος το 1854, έγραψε το ποίημα αυτό την 29η Σεπτεμβρίου 1870. Ήταν δεκαέξη ετών και μιλούσε για τον εφηβικό έρωτα.
Στην γαλλική ταινία "Jeune et Jolie" (Νέα και Όμορφη) του 2013 υπάρχει μιά σκηνή όπου μαθητές ενός λυκείου αναλύουν αυτό το ποίημα.
Μυθιστόρημα
Ι
Δεν μπορεί να είναι σοβαρός κάποιος στα δεκαεφτά του χρόνια.
— Ένα όμορφο δειλινό παρατάει και τις μπύρες και τις λεμονάδες
και τις θορυβώδεις καφετέριες με τις εντυπωσιακές διακοσμήσεις!
— Και πηγαίνει κάτω από τις πράσινες φτελιές των περιπάτων.
Οι φτελιές μυρίζουν όμορφα στα όμορφα δειλινά του Ιουνίου!
Κάποιες φορές ο αέρας είναι τόσο γλυκός που κλείνουν τα βλέφαρα·
Ο άνεμος γεμάτος θορύβους, — δεν είναι μακριά η πόλη, —
έχει αρώματα αμπελιών και αρώματα από μπύρα…
ΙΙ
— Και να που παρουσιάζεται ένα φορεματάκι,
σκούρο θαλασσί, καθισμένο σ’ ένα κλαδάκι,
σημαδεμένο από κακό αστέρι, ένα φορεματάκι
που λυώνει σε γλυκιά ανατριχίλα και γίνεται κατάλευκο…
Νύχτα Ιουνίου! Δεκαεπτά ετών! — Παράδοση στη ζάλη του ποτού.
Ο χυμός είναι από σαμπάνια και σάς ανεβαίνει στο κεφάλι…
Παραπαίετε· ονειρεύεστε στα χείλη ένα φιλί
να σπαρταρά εκεί σαν ζωάκι…
ΙΙΙ
Η καρδιά τρελός Ροβινσώνας των μυθιστορημάτων,
— την στιγμή που στο χλωμό φως του δρόμου,
περνά μια κοπέλα γεμάτη γλύκα,
δίπλα της το αυστηρό κοστούμι του πατέρα της…
Κι επειδή εκείνη σάς βρίσκει απίστευτα αφελή,
καθώς περπατά με βήμα γρήγορο,
ταραγμένη στρίβει με μιά απότομη κίνηση…
— Και τότε στα χείλη σας πεθαίνει το τραγούδι…
IV
Είσαστε ερωτευμένος. Τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο.
Είσαστε ερωτευμένος — Τα ποιήματά σας Την κάνουν να γελάει.
Οι φίλοι όλοι σάς εγκαταλείπουν έτσι που είσαστε κακομοίρης.
— Μετά η λατρεμένη, ένα απόγευμα, καταδέχτηκε να σάς γράψει…!
— Εκείνο τ’ απόγευμα… — επιστρέφετε στις εντυπωσιακές καφετέριες,
παραγγέλνετε μπύρες ή λεμονάδες…
Δεν μπορεί να είναι σοβαρός κάποιος στα δεκαεφτά του χρόνια.
Και υπάρχουν και οι πράσινες φτελιές στους περιπάτους.
Roman.
I
On n’est pas sérieux, quand on a dix-sept ans.
— Un beau soir, foin des bocks et de la limonade,
Des cafés tapageurs aux lustres éclatants !
— On va sous les tilleuls verts de la promenade
Les tilleuls sentent bon dans les bons soirs de juin !
L’air est parfois si doux, qu’on ferme la paupière ;
Le vent chargé de bruits, — la ville n’est pas loin, —
A des parfums de vigne et des parfums de bière…
II
— Voilà qu’on aperçoit un tout petit chiffon
D’azur sombre, encadré d’une petite branche,
Piqué d’une mauvaise étoile, qui se fond
Avec de doux frissons, petite et toute blanche…
Nuit de juin ! Dix-sept ans ! — On se laisse griser.
La sève est du champagne et vous monte à la tête…
On divague ; on se sent aux lèvres un baiser
Qui palpite là, comme une petite bête…
III
Le cœur fou Robinsonne à travers les romans,
— Lorsque, dans la clarté d’un pâle réverbère,
Passe une demoiselle aux petits airs charmants,
Sous l’ombre du faux-col effrayant de son père…
Et, comme elle vous trouve immensément naïf,
Tout en faisant trotter ses petites bottines,
Elle se tourne, alerte et d’un mouvement vif…
— Sur vos lèvres alors meurent les cavatines…
IV
Vous êtes amoureux. Loué jusqu’au mois d’août.
Vous êtes amoureux — Vos sonnets La font rire.
Tous vos amis s’en vont, vous êtes mauvais goût.
— Puis l’adorée, un soir, a daigné vous écrire…!
— Ce soir-là… — vous rentrez aux cafés éclatants,
Vous demandez des bocks ou de la limonade…
— On n’est pas sérieux, quand on a dix-sept ans
Et qu’on a des tilleuls verts sur la promenade.