μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Στην φωτογραφία η ηθοποιός Σίλβια Γκαλλεράνο Silvia Gallerano στον ρόλο της ηρωΐδας του έργου.
Κριστιάν Τσερέζολι
Cristian Ceresoli
Τα σκατά
La merda
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από το ιταλικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση La merda του οίκου Oberon Books, Λονδίνο, 2012.
Κριστιάν Τσερέζολι
(1975 - )
Πέντε ισχυρότατοι προβολείς στραμμένοι στο κέντρο, επίμονοι, ψυχροί, αποκαλύπτουν μιά επιτηδευμένη εικόνα γυναίκας, μιά τέλεια εικόνα διαφημίσεως. Η ηθοποιός, γυμνή, είναι άκαμπτη και ψυχρή κάτω από εκείνο το φως, κάθεται ήδη σ’ ένα ψηλό σκαμνί, καθώς μπαίνει στην αίθουσα η ανθρωπότητα (ή το κοινό). Τώρα, παίρνοντας το μικρόφωνο στα χέρια, μουρμουρίζει τον εθνικό ύμνο και μετά δίνει διέξοδο στην εσωτερική της ορμή. Η φωνή της με μελωδικές παραλλαγές, είναι πλατιά και μερικές φορές μη ανθρώπινη και συνοδεύεται από κάποιο ρυθμικό φλας ή ήχο, από χειροκροτήματα και γέλια. Είναι δυνατόν να προσκληθεί και η ανθρωπότητα να βγάλει φωτογραφίες με φλας, ή να χειροκροτήσει κατά παραγγελία, ή να κάνει ότι γελάει. Η πρωταγωνίστρια επιδιώκει να παίξει με πραγματική και κτηνώδη αγριότητα, και σαφή δολοφονική αποφασιστικότητα. Συχνά αναδύονται μέσα από το κείμενο φωνητικές μάσκες (η πρόσωπα) και κυριαρχούν στην φωνή. Πρέπει να υπάρξει γέλιο. Είναι μιά τραγωδία σε τρία μέρη: Τα Μπούτια, Ο Πούτσος, Η Φήμη και ένα συμπληρωματικό: η Ιταλία.
Φυσικά πρέπει νά ’χεις πολύ θάρρος, γιατί είσαι εκεί, στην αποβάθρα, χωρίς να επιτρέπεται να περάσεις την κίτρινη γραμμή στην άκρη της αποβάθρας, και παρ’ όλ’ αυτά βρίσκεις τη δύναμη να πηδήξεις, και δεν είναι εύκολο, γιατί δεν υπάρχει κανένας να σε χειροκροτήσει και να φωνάζει πήδα εμπρός πήδα, όχι, είσαι εκεί, μόνη, και πρέπει να βρεις τη δύναμη να πηδήξεις και να τσακιστείς πάνω στις γραμμές, και πρέπει να έχεις πάρα πολύ θάρρος, και δεν έχεις όλη την ώρα αυτήν την ευκαιρία, όχι, και θέλω όλοι να ξέρουν ότι αυτό δεν είναι για να γίνω πλούσια και διάσημη, αλλά περισσότερο είναι να κάνω κάτι επί τέλους στη ζωή μου, αντί να την παρακολουθώ από τον καναπέ. Ναι, έχω μιά προαίσθηση ότι αυτή τη φορά θα γίνει. Εγώ έχω πάντοτε δουλέψει σκληρά στη ζωή μου από τότε που ήμουνα μικρό κορίτσι, και μπορεί η μαμά να μού έλεγε ότι έχω ένα πρόβλημα στο μυαλό μου, αλλά αυτή απλώς καθότανε στον καναπέ όπως οι άλλοι, ενώ εγώ, για μιά ωντισιόν σαν κι αυτή, για έναν ρόλο που μπορεί να είναι πολύ μικρός στην αρχή, θα γίνω γλυκιά κι όταν έρθει η σειρά μου θα σηκώσω το κεφάλι μου και θα πω τον εθνικό ύμνο, ναι εντάξει ξέρω ότι αυτό δεν είναι αρκετό, αλλά άμα κάνεις μιά αρχή και συναντήσεις τους κατάλληλους ανθρώπους, μετά όλα αρχίζουν να ανοίγουν. Επί πλέον, αφού με κάλεσαν, ειδικά εμένα, με το πρόβλημα που έχω, πρέπει να έχουν δει πώς είμαι, ότι δηλαδή είμαι κοντή και ότι έχω τέτοια μπούτια, αλλά δεν το βάζω κάτω, ποτέ δεν τα παρατάω, και παρ’ όλο που είμαι κοντή, πηδάω, μπορώ να το κάνω, και δεν χρειάζομαι κανέναν να μού λέει πήδα εμπρός πήδα, εγώ, εντελώς μόνη μου, παρ’ όλο που είμαι κοντή, μπορώ να το κάνω, ο μπαμπάς μου συνήθιζε να μού λέει ότι οι ήρωες είναι συχνά κοντοί, κι εγώ είμαι επίσης κοντή και στη ζωή πρέπει να δουλέψεις σκληρά και να κάνεις θυσίες γιατί έτσι φτάνεις ψηλά και βλέπεις κάτω όλους αυτούς τους δειλούς και απατεώνες, αυτούς που γονατίζουν μπροστά σε κάθε τυραννία, που γίνονται καμπούρηδες σαν όλους αυτούς τους τύπους με άθλια καταγωγή που, όπως έλεγε πατέρας μου, κάνουν την ανθρώπινη φυλή αδύναμη, κοντή, καμπούρικη, αναιμική, ένα με το χώμα, ενώ ο ελεύθερος άνθρωπος πρέπει να κυττά τον ουρανό, κι εγώ πάντοτε το θυμόμουνα αυτό στη ζωή μου, και πάντοτε κυττούσα τον ουρανό, πάντοτε κυττούσα τον ουρανό, κι αν δεν τα καταφέρω δεν θα είναι εξ αιτίας του προβλήματός μου, ούτε είμαι καμπούρα, μάλιστα για το πρόβλημα στα μπούτια μου και την εμφάνισή μου, ήδη από παιδί έπαιρνα το μετρό, μόνη μου, δεκατριών ετών, και πήγαινα κάθε μέρα σε μιά κυρία που είχε κέντρο ομορφιάς, κοντά στο γήπεδο, και ανέβαινα από τις σκάλες, ούτε μιά φορά από το ασανσέρ, φυσικό είναι, αυτή είχε δίπλα από την κουζίνα ένα μικρό δωμάτιο με ένα μικρό κρεβάτι όπου ξάπλωνα και η κυρία άλειφε με μιά κίτρινη κρέμα τα μπούτια μου και έβαζε κάτι ηλεκτρόδια στα μπούτια μου, και έμενα έτσι για σαράντα λεπτά, κάθε μέρα, με αυτή τη μυρουδιά του φάρμακου και τη μυρουδιά από τα μακαρόνια με χταπόδι και σάλτσα ντομάτας. Όλα εντάξει, δεσποινίς; Λίγη υπομονή ακόμη, δεσποινίς. Και δεν ήξερα αν θα έκανα εμετό μ’ εκείνη τη μυρουδιά και προς τα πού να έβγαζα τον εμετό, και ντρεπόμουνα, γι’ αυτό τον κατάπινα, ενώ η κυρία μού μιλούσε διαρκώς και μού έλεγε πώς είχε καταφέρει μετά από δέκα χρόνια σκληρής δουλειάς να αγοράσει όλα εκείνα τα μηχανήματα και πώς από υπάλληλος είχε γίνει η ίδια ιδιοκτήτρια κέντρου ομορφιάς, κι εγώ με τα μπούτια μου και με τα ηλεκτρόδια στο κρέας μου τήν άκουγα και τήν φανταζόμουνα αυτήν την εμφανίσιμη κυρία, γύρω στα εξήντα, με ένα κόκκινο πουκάμισο σαν αυτά που φορούσαν οι επαναστάτες του Τζιουζέπε Γαριβάλδη, τήν φανταζόμουνα να το φοράει σκισμένο πάνω από στήθος της και να φαίνεται το ένα της βυζί γυμνό, σκληρό και σταθερό, ενώ εκείνη προχωρούσε να καταχτήσει την ελευθερία της και την αξιοπρέπειά της σαν γυναίκα εργαζόμενη προς ένα νέο μέλλον φιαγμένο από μιά καινούρια γυναίκα που παίρνει τις δικές της αποφάσεις για την σταδιοδρομία της και την ζωή της και το μέλλον της, μέχρι που τέλειωναν εκείνα τα σαράντα λεπτά, και έβγαζε τα ηλεκτρόδια και μού έλεγε πάρα πολύ καλά, δεσποινίς και μετά μού έδινε ένα φιλί με το κόκκινο κραγιόν της και μού έλεγε δώσε χαιρετισμούς στο μπαμπά σου από ’μένα, δεσποινίς και στην αρχή δεν είχα σκοπό να τής έλεγα ότι ο μπαμπάς μου είχε πεθάνει, κι έτσι τής έλεγα ναι, φυσικά, σάς στέλνει κι εκείνος χαιρετισμούς, και σκεφτόμουνα, και πάντοτε σκεφτόμουνα, κι ακόμη σκέφτομαι ότι ο πατέρας μου θα ήταν πολύ περήφανος για ’μένα, που πήγαινα σ’ αυτήν την καινούρια γυναίκα, εντελώς μόνη μου, κάθε μέρα, και σκεφτόμουνα, κι ακόμη σκέφτομαι ότι ήταν κρίμα που πέθανε τόσο νωρίς, ο μπαμπάς μου, μιά Κυριακή, όταν αντί να πάει στο γήπεδο, τσακίστηκε στις σιδηροδρομικές γραμμές, μόνος του, με την εφημερίδα του και το γαλαζόμαυρο κασκόλ του. Και πάντοτε εύρισκα περίεργο αυτό το γεγονός επειδή ο μπαμπάς μου, όποτε έβλεπε μιά ταινία στην τηλεόραση, έκλαιγε. Ακόμη και οι ειδήσεις στην τηλεόραση τον ταρακουνούσαν. Αντίθετα πρέπει να είχε πολύ δύναμη για να περάσει την κίτρινη γραμμή στην άκρη της αποβάθρας και να πηδήξει, και δεν υπήρχε και κανένας να τού λέει πήδα εμπρός μπαμπά πήδα, αλλά πήδηξε από μόνος του, και όταν τον βάλανε στο φέρετρο είδα ότι ήταν ένα πολύ μικρό φέρετρο γιατί κι αυτός ήταν ένας από τους κοντούς του κόσμου, σαν αυτούς για τους οποίους μιλούσε πάντοτε, και σκέφτηκα ότι η μητέρα μου είχε κάνει λάθος που τόν είχε ντύσει μ’ ένα μπλέ τζάκετ, γιατί είμαι βέβαιη ότι ο ίδιος θα προτιμούσε να βρεθεί στο χώμα μ’ ένα ωραίο κόκκινο πουκάμισο, σαν αυτά που φορούσαν οι επαναστάτες του Τζιουζέπε Γαριβάλδη, όσο για κλάμα, εγώ δεν έκλαιγα, αλλά όταν γύρισα σπίτι από την κηδεία άρχισα μιά δίαιτα μιάς εβδομάδας βασισμένη στα μήλα, δεν έπρεπε να φάω τίποτ’ άλλο εχτός από μήλα, κίτρινα, κόκκινα, αλλά μόνον μήλα και πάντοτε μήλα, την πρώτη μέρα τα κατάφερα, και την δεύτερη έφαγα εφτά κόκκινα και εννέα κίτρινα, αλλά την τρίτη μέρα πείνασα και από την πείνα δάγκωνα τα νύχια μου κι όταν τέλειωσαν τα νύχια μου, άρχισα να τσιμπολογάω τις παρανυχίδες, με αηδίαζε αυτό, αλλά το συνήθισα, και την πέμπτη μέρα κρατήθηκα και τελικά ένοιωσα σαν εντελώς καινούρια γυναίκα, σαν να είχα αρχίσει μιά καινούρια ζωή επειδή ήμουνα τόσο αποφασισμένη, μέχρι που το βράδυ της έβδομης μέρας δεν μπορούσα να κοιμηθώ και είχα κράμπες στο στομάχι από την πείνα, και τιναζόμουνα και στριφογύριζα έτοιμη να σηκωθώ και σκεφτόμουνα ότι έστω ένα κομματάκι ψωμιού κάτι θα έκανε, αλλά μετά θα ήταν σαν αυτή η καινούρια γυναίκα που είχα γίνει με τις προσπάθειές μου και τις θυσίες μου να καταστρέφονταν από ένα τιποτένιο κομματάκι ψωμιού, κι έτσι από απελπισία άρχισα να βυζαίνω τα δάχτυλά μου και όσο ήμουνα εκεί, τα βύζαινα, στο σκοτάδι, ολομόναχη, ένοιωθα σαν να ξερίζωνα τον δείκτη, και εκείνη ακριβώς την στιγμή ήταν που ήξερα πολύ καλά ότι η λύση, η πραγματική τελική λύση, (Η φωνή εγκαταλείπει την φωνητική μάσκα, γίνεται κρεσέντο, σαν να ήταν αποφασισμένη να σκοτώσει, να κάνει κάτι μεγάλο.) θα ήταν να έτρωγα τα μπούτια μου, και μόνον έτσι, τρώγοντάς κομμάτι-κομμάτι, διώχνοντάς τα από ’μένα για πάντα και χέζοντάς τα από τον κώλο μου μετά που θα τα είχα φάει, αυτά τα δικά μου μπούτια, θα ήμουνα ελεύθερη, ελεύθερη να είμαι η γυναίκα που είμαι και να υπογράφω χιλιάδες αυτόγραφα και να με λατρεύουν και να αισθάνομαι χιλιάδες χειροκροτήματα να μού αγγίζουν τα κωλομέρια και να πηγαίνω στα πάρτυ και να περπατάω σε κόκκινα χαλιά και κάθε βράδυ να υπάρχει κάποιος που θα με περιμένει σ’ ένα ταξί και μετά να δίνω συνεντεύξεις και η μητέρα μου δεν θα σκέφτεται ότι έχω πρόβλημα στο μυαλό μου, αλλά όταν θα πηγαίνει στο σούπερμάρκετ, θα τής δίνουν συγχαρητήρια για την κόρη της, και θα γίνω ψηλή και δεν θα υπάρχουν άλλα προβλήματα, αλλά μόνον υπουργοί θα με πηγαίνουν διακοπές και θα με φιλούν στον σβέρκο και θα με παίρνουν στα γόνατά τους όπως έκανε ο μπαμπάς μου, και μετά ίσως μιά μέρα, ενώ θα περιμένω στην ουρά στα διόδια, ο κόσμος στα διπλανά αυτοκίνητα θα με αναγνωρίζει και θα μού χτυπάνε το παράθυρο και θα μού λένε εσύ δεν είσαι εκείνη που, ναι, ξέρεις, εκείνη που κάνει, εκείνη που, ναι, εκείνη από, κι εγώ θα λέω ναι, φυσικά εγώ είμαι, πραγματικά εγώ είμαι, εγώ, απλά εγώ, εγώ εγώ, εγωωωωωωω. (Μια μη ανθρώπινη κραυγή, τα φώτα σβύνουν. Φλας, Φλας. Τέλος του πρώτου μέρους. Χειροκροτήματα. Δεύτερο μέρος.)
Ναι, εγώ είμαι, εμπρός; Ναι, εμπρός; Σήκωσα το τηλέφωνο και είπα, ναι, εγώ είμαι, εμπρός. Εεε, ναι, αυτό είναι το όνομά μου. Τι; Όχι, δεν έχω υποκοριστικό, συγνώμη αλλά δεν έχω. Τι; Εεε, ναι, κοντή, είμαι κοντή. Α, πραγματικά έγραψα αυτό; Όχι. Ίσως να πρόσθεσα μερικά εκατοστά, ξέρετε. Όχι, όχι, σάς ορκίζομαι είμαι κοντή. Τι; Α, όχι, όχι πραγματικά χοντρή, λίγο μόνον. Δηλαδή εδώ στα μπούτια μου. Τι είπατε; Ρώτησα «τι είπατε;» και μού εξήγησαν ότι πραγματικά χρειάζονταν μιά κοντή που να είναι και χοντρή. Δηλαδή δεν είπανε ακριβώς χοντρή, είπε η νεαρή υπάλληλος ότι χρειάζονταν μιά με ωραίο παρουσιαστικό. Ναι, ας πούμε ένα πολύ καλό παρουσιαστικό, εάν καταλαβαίνεις τι εννοώ, μού έλεγε η υπάλληλος στον ενικό, εγώ τής μιλούσα στον πληθυντικό, εντάξει τής είπα, αλλά εγώ έχω μελετήσει την μέθοδο Στανισλάφσκυ και εάν χρειάζεται, έρχομαι εκεί και φουσκώνω ολόκληρη και, εμπρός; Μα γιατί γελάτε; Μα, ναι, βέβαια, θα έρθω. Όχι, όχι δεν υπάρχει θέμα, δεν είναι χάσιμο χρόνου. Τι ώρα; Πώς; Μα φυσικά ξέρω να τραγουδάω, εμπρός; Δεν ακούω. Όχι, όχι εγώ είμαι καλά, αλλά το τηλέφωνο δεν ακούγεται καλά. Όχι η φωνή μου είναι μια χαρά, είναι το δυνατό μου σημείο. Ναι, όχι, ήθελα να πω, τι πρέπει να τραγουδήσω; Α μάλιστα, ώστε αυτό πρέπει να τραγουδήσω. Όχι. Ναι. Όχι, δεν το περίμενα, αλλά, εντάξει, αφού χρειάζεται, μπορώ. Ναι, φυσικά το ξέρω απ’ έξω. Ναι, το ξέρω, το ξέρω, ο μπαμπάς μου με έβαζε να το τραγουδάω κάθε μέρα. Όχι, ο μπαμπάς μου λέω. Ποιός, ο μπαμπάς μου; Α, όχι, έχει πεθάνει. Ναι, μού μοιάζει, αλλά δεν μπορεί. Όχι, ακούστε, δεν μπορεί να έρθει, πέθανε όταν ήμουν δεκατριών ετών. Κι εγώ λυπάμαι. Όχι, δεν λυπάμαι για την ωντισιόν, λυπάμαι που πέθανε. Ναι, ναι, συγνώμη, καταλαβαίνω. Στις οχτώ, την Τρίτη; Μιά στιγμή να κυττάξω και θα σάς πω, να κυττάξω την ατζέντα και θα σάς πω, κατέβασα το ακουστικό, έκλεισα τα μάτια και αναστέναξα και είπα εντάξει, ναι, εντάξει, με βολεύει, εκείνη μού είπε γειά σου όμορφη, γειά σου, γειά σου, ε, ναι, έτσι μού είπε, γειά σου γειά σου όμορφη γειά σου, και έκλεισε το τηλέφωνο, κι εμένα η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, γιατί ποτέ δεν με είχαν τηλεφωνήσει από την τηλεόραση, εμένα, ειδικά εμένα, εμένα, αλλά το βιογραφικό εγώ το είχα στείλει; Αλλά όχι, αλλά ποιός ξέρει, ω θεέ μου, στέκομαι εκεί και τρέμουν τα γόνατά μου και δεν ξέρω τι να κάνω, ένα τηλεφώνημα, έτσι, τόσο ξαφνικό, οι ευκαιρίες δεν έρχονται κάθε μέρα, αλλά άμα έρθουν πρέπει να τις καταλάβεις και να τις πιάσεις, και θέλει την κατάλληλη αγριάδα, την αποφασιστικότητα, σαν να νικάς στο παγκόσμιο κύπελλο, ναι, θέλει αγριάδα στα μάτια και να ριχτείς, και μετά ο εθνικός ύμνος, δηλαδή ο εθνικός ύμνος είναι μια σοβαρή υπόθεση, όχι, ναι, κάπως δεν μ’ αρέσει, δεν είναι ακριβώς έτσι, πώς να το πω, δεν είναι απλά σαν να τραγουδάς, εντάξει, λέω, δεν είναι σαν να τραγουδάς, δεν ξέρω, αλλά τι ξέρω, αλλά ο μπαμπάς μου μού έλεγε πάντοτε ότι αυτός που έγραψε τον εθνικό ύμνο ήταν ένας ήρωας, που κι αυτός ήταν κοντός, αλλά όχι χοντρός, εντάξει, και δεν έγραψε μόνον τον ύμνο, αλλά πολεμούσε κι όλας, και μετά πέθανε, αλλά πριν πεθάνει ρίχτηκε στον αγώνα και έγραψε τον επαναστατικό ύμνο, αυτόν που τραγουδάνε σε όλες τις σπουδαίες περιπτώσεις, όπως όταν παίζει η εθνική ας πούμε, κι αυτό είναι κάτι σημαντικό, κι εγώ τον ξέρω απ’ έξω γιατί ο μπαμπάς μου με έβαζε να τον τραγουδάω την Κυριακή αντί να πάμε στην εκκλησία, γιατί έλεγε ότι στην εκκλησία δεν μαθαίνεις να τραγουδάς τόσο καλά όπως με τον εθνικό ύμνο, και πραγματικά αντί για την εκκλησία πηγαίναμε στο ενυδρείο, ναι, με πήγαινε στο ενυδρείο ο μπαμπάς μου, και μού μιλούσε για τα ψάρια και πώς το δελφίνι που όλοι θα προτιμούσαν να παρουσίαζε αυτό τις ειδήσεις στην τηλεόραση, τόσο συμπαθητικό είναι, είναι το μοναδικό ψάρι που αρπάζει το θηλυκό και το βιάζει, έτσι για την ευχαρίστησή του, ακόμη κι αν δεν υπάρχει ανάγκη για αναπαραγωγή. Μού έχουν συμβεί πράγματα με τους άντρες που δεν ξέρω αν συμβαίνουν σε όλες τις γυναίκες, τέτοια πράγματα που μερικές φορές θα ήθελα να τα ’πώ εμπιστευτικά στο θηλυκό δελφίνι, γιατί και αυτός, αυτός που είμαι τώρα μαζί του, ναι, μ’ αγαπάει, δεν λέω ότι δεν μ’ αγαπάει, αλλά όλη την ώρα μού λέει να κάνω κάποια πράγματα, δεν με πιέζει, απλά εκεί που βρισκόμαστε και τρώμε σπαγγέτι, και χωρίς να υπάρχει καμιά ανάγκη για αναπαραγωγή, μού λέει, ξέρετε τι μού λέει, και εγώ σκύβω, τού κατεβάζω το φερμουάρ, το έχω συνηθίσει αυτό. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Πριν μερικές μέρες, καθώς ανέβαινα τις σκάλες του μετρό, με σταμάτησε ένας τύπος, και νόστιμος ήταν, και με ευγενικούς τρόπους, και με ρώτησε αν με πείραζε να τού έπιανα τον πούτσο του. Ναι, ένας απ’ αυτούς τους τύπους με πατερίτσες, χωρίς ένα πόδι, μού χαμογελούσε, νόστιμος. Και δεν είναι η πρώτη φορά. Θέλω να πω, πρέπει να υπάρχει κάτι στον τρόπο που μιλάω, ή στον τρόπο που τούς κυττάω, γιατί συχνά συναντώ στον δρόμο άντρες, όχι υγιείς και χαρούμενους, αλλά ανάπηρους, κι όταν τούς μιλάω πρέπει να δημιουργείται στο μυαλό τους αυτό το έλεος από ’μένα, το βλέπουν σαν δική μου φαντασίωση να θέλω να τούς πάρω τσιμπούκι, ναι, αυτό πρέπει νά ’ναι, και μετά δεν σού ’ρχεται να πεις όχι, πρέπει να έχεις πολύ θάρρος. Ακόμη κι όταν πήγαινα σχολείο, πάντα υπήρχε σε κάθε τάξη κι ένας ανάπηρος. Τώρα νομίζω υπάρχουν ειδικά σχολεία γι’ αυτούς, αλλά όταν πήγαινα σχολείο έρχονταν στα δικά μας σχολεία. Βέβαια δεν έκαναν γυμναστική. Θρησκευτικά όμως έκαναν. Ούτε εγώ έκανα γυμναστική. Ας πούμε ότι δεν ήμουνα καλά, γιατί με τα μπούτια που είχα δεν μπορείς να κάνει ό,τι θες. Αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε να κάνω θρησκευτικά, εν πάση περιπτώσει, ήταν ένα αγόρι με προβλήματα ακοής, φορούσε ακουστικά, και το σαγόνι προεξείχε, να κάπως έτσι. Κι όταν μιλούσε, τού φεύγανε σάλια, να κάπως έτσι. Και μού λέει αυτός μιά μέρα, γειά σου, πώς πας, γιατί δεν κάνεις γυμναστική; Εγώ έβαλα τα ακουστικά κι άκουγα τον αγαπημένο μου ποπ σταρ και δοκίμαζα κάποια βήματα χορού, γιατί ήταν φανερό ότι άμα με έβλεπε κανένας να μιλάω με αυτόν, για ’μένα θα τέλειωναν όλα. Αν μ’ έβλεπαν εκεί, να μην κάνω γυμναστική, και να μιλάω με τον ανάπηρο, όλα θα τέλειωναν. Αυτός καθότανε εκεί κι έκλαιγε. Και σκεφτόμουνα ότι ίσως να αισθανότανε λίγο μόνος, κι ένα απόγευμα, ενώ τα άλλα παιδιά παίζανε ποδόσφαιρο, αγόρια εναντίον κοριτσιών, εμείς οι δύο κρυφτήκαμε πίσω από τα αυτοκίνητα των δασκάλων, ένα κόκκινο, ένα μπλε, μετά άλλο ένα κόκκινο, και αυτός κατεβάζει το παντελόνι του, και στην αρχή μού ήρθε να κλάψω, αλλά αυτός ήταν εκεί με το σαγόνι του που εξείχε και μού έλεγε αν με πείραζε να, ξέρεις, τι; Αν με πειράζει τι; Αν σε πειράζει. Αν με πειράζει τι, τι λοιπόν; Κι εμένα μού έρχονταν να ξεράσω, κι αυτός με παίρνει από το χέρι και δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι ένας ανάπηρος είχε τόσο στιβαρό πιάσιμο. Πρέπει να φύγω. Όχι. Κύττα, πρέπει να φύγω. Μ’ ακούς; Όχι, δεν μ’ άκουγε. Αφού ήταν κουφός. Λοιπόν ξέρεις κάτι; Τού κάνω όχι με το δάχτυλο μπροστά στο πρόσωπό του. Όχι. Όχι. Αλλά όταν τού έκανα όχι με το δάχτυλο, με κύτταξε σαν να τού κλέψανε το κινητό του. Σαν να ήταν ένα δαρμένο σκυλί. Σαν να ήμουνα το μόνο πρόσωπο πάνω στη γη, εχτός από την μητέρα του, που τού μίλησε ποτέ, και με πιάνει ένας κόμπος στον λαιμό και αυτός μού έβαλε το πούτσο του στο χέρι μου. Δεν πρέπει να κάνω εμετό. Δεν πρέπει να κάνω εμετό. Έλα, βάλ’ το στο στόμα, λέω στον εαυτό μου, βάλ’ το στο στόμα, και κλείνω τα μάτια. Στο κάτω κάτω, είμαι μόνον δεκατριών ετών, κι αυτός είναι ο πρώτος πούτσος που τυχαίνει να έχω στα χέρια μου, ναι, και παρ’ όλο που αυτός είναι κουφός και έχει ακουστικά, και τού φεύγουνε σάλια και πάντοτε φοράει κάτι πρασινωπά πουκάμισα, φαντάζομαι ότι έχει ίδιον πούτσο όπως όλοι οι άλλοι. Ή έχουν διαφορετικόν οι ανάπηροι; Αλλά, κάνουν παιδιά οι ανάπηροι; Αλλά όχι, πρέπει να είναι σαν αυτή την ιστορία με τα μουλάρια και τα άλογα. Τα μουλάρια δεν μπορούν να αναπαράγουν. Αλλά υπάρχει περίπτωση ένας ανάπηρος να παρουσιάζει τις ειδήσεις στην τηλεόραση; Τελικά προσπαθώ να κάνω αυτό που μού φαίνεται σωστό, μ’ αυτή τη σάρκα μέσα στα χέρια μου, λίγο μαλακή, λίγο ζεστή, και τήν τραβάω, άϊ, τού τήν σφίγγω, αλλά δεν έπρεπε να κάνω κάτι τέτοιο, γιατί αυτός νευριάζει, αϊιιιιιιιιιιιιιι, και μετά μού φωνάζει κάτι σαν απαλά και δεν καταλαβαίνω επειδή είμαι με κλειστά τα μάτια για να μην κλάψω, κι έπειτα δεν πρέπει να κάνω εμετό, κι αν υποθέσουμε ότι βγαίνει τώρα κάποιος, ένας καθηγητής, και με δει που είμαι έτσι, κοντή, μόνη, και δεν έχω άλλον στον κόσμο παρά αυτόν, ναι, αυτόν, το ποπ σταρ μου, τον ήρωά μου που μού ψιθυρίζει στα ακουστικά και τραγουδάει, για ’μένα, μόνον για ’μένα, και τραγουδάει τόσο απαλά κι εγώ δεν είμαι πλέον εδώ, στο πάρκινγκ, με τον ανάπηρο συμμαθητή μου, με την ρόζ φόρμα μου της γυμναστικής, αλλά είμαι εκεί, μαζί του, και ο οποίος με κρατάει αγκαλιά και τραγουδάει για ’μένα, και μετά κάνει συναυλία στο γήπεδο και όταν τελειώνει η συναυλία φεύγουμε με το αυτοκίνητό του και με πάει να φάμε παγωτό και μού λέει ότι θα με πάρει μαζί του στην πόλη του όπου υπάρχει ένα ενυδρείο πολύ μεγάλο και θα πηγαίνουμε να κυττάμε τα ψάρια και ενώ θα είμαστε εκεί και θα τα κυττάμε με εκείνο το μπλε φως που έχουν στο νερό, εγώ, κλείνω τα μάτια και δεν αισθάνομαι πλέον τίποτα. Αυτός μού λέει κάτι σαν απαλά, αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω, και μένω εκεί κάτω, δίπλα του. Μέχρι που μού λερώνει τα μαλλιά. Ναι. Όλα τα μαλλιά. Σαν κόλλα. Μετά λέει ουφ, και το ξαναβάζει στη θέση του. Μέσα στο σλίπ του, χρησιμοποιημένο. Και φεύγει. Μα πού πάει; Μα πού πάει, λέω εγώ μέσα μου, μα πού πάει αυτός ο βλάκας χωρίς καν να με χαιρετίσει. Μα τι νομίζει, ότι τού είναι αρκετό να κατεβάσει το παντελόνι του κι εγώ να είμαι εκεί, έτοιμη; Είναι αλήθεια ότι χρειάζεται θάρρος. Και μεγάλη φιλευσπλαχνία. Χρειάζεται να δίνεσαι ολόκληρη, για να το κάνεις. Πάντοτε. Εκείνες, για παράδειγμα, που εμφανίζονται σε προγράμματα της τηλεόρασης και κάνουν καταπληκτικά πράγματα και είναι πανέξυπνες και μπορούν να χορεύουν και να τραγουδάνε, ναι, και μπορούν και να βγάζουν λόγους, ναι, όλες αυτές σκέφτομαι τί ήταν υποχρεωμένες να έκαναν στην αρχή, τι θάρρος, τι θυσίες, γιατί σκέφτομαι τι έπρεπε να έκαναν με εκείνους που έχουν την δύναμη, ναι, ναι, με κάποιους άντρες, αυτούς τους άντρες που οργανώνουν και παίρνουν αποφάσεις και κάνουν συμβούλια, ναι, λοιπόν, ποιός ξέρει αυτές οι γυναίκες τι μπορεί να έχουν κάνει μ’ αυτούς, έπρεπε να τούς έπιαναν τον πούτσο τους τόσες πολλές φορές, τον πούτσο από τους γενικούς διευθυντές ή από τους οικονομικούς παράγοντες, έπρεπε να δέχονταν τα πάντα, και από μπρος και από πίσω, ακόμη και στ’ αυτιά, και παντού, αυτή η κόλλα, ναι, αλλά με μιά αίσθηση θυσίας, και τελικά όλα αυτά οδηγούν σ’ ένα κέρδος. Δηλαδή δεν εννοώ ότι ο δικός μου ο σπαστικός ήταν ο γιός παρουσιαστή της τηλεόρασης ή κάποιου διάσημου προσώπου, καμία σχέση, αλλά μπορώ να πω ότι μ’ αυτόν έμαθα τι χρειάζεται να κάνεις σε κάποιες περιπτώσεις, γιατί ακόμη κι αν κάτι σε αηδιάζει, μπορείς να το συνηθίσεις. Γιατί υπάρχει η μάχη και υπάρχει ο κόσμος όπως είναι, και υπάρχει αυτό που επιδιώκεις. Γιατί υπάρχει ο διεφθαρμένος και ο φιλοχρήματος άνθρωπος, αλλά υπάρχει και ο άνθρωπος που κυττά τον ουρανό. Γιατί υπάρχει ο δειλός, αυτός που τα παρατάει, ναι, αλλά υπάρχει και ο γλυκός άνθρωπος που δεν γονατίζει, που δεν σέρνεται, αλλά τα συνηθίζει όλα και νικάει, και ο πατέρας μου, αν ήταν εδώ, είμαι βέβαιη ότι θα συμφωνούσε. Ο κοντός μπαμπάς μου. (Ημιδιάστημα)
Θα πάω εκεί και θα τούς δείξω ποιά είμαι. Ναι, θα πάω εκεί, θα πω τα λόγια μου, και ακόμη κι αν δεν με πάρουν, δεν νομίζετε ότι θα υπάρχει κάποιος στο μπαρ; Ναι, κάποιος στο μπαρ που μπορεί να ξέρει κάποιον ο οποίος κάποιος μπορεί να ξέρει κάποιον άλλον που να μπορεί, έτσι γίνονται αυτά. Το ξέρω. Μπαίνω εκεί, στο στούντιο 5, ή στο στούντιο 6, ή στο στούντιο 7, και μού ρίχνουν τους προβολείς στο πρόσωπό μου, λέω τα λόγια μου, και αυτοί μού λένε εντάξει δεσποινίς, θα σάς τηλεφωνήσουμε, ευχαριστούμε. Και εκεί είναι που τα παίζω όλα για όλα, ξεσπάω σε κλάματα, κάπως έτσι. (Αρχίζει να κλαίει, οργισμένα, ολοένα και πιο πολύ, κωμικοτραγικά.) Κι αυτοί με κυττάνε. Κι εγώ κλαίω, και στην αρχή δεν λέω τίποτα. Έρχεται η βοηθός με την μίνι φούστα και με ρωτάει αν είμαι καλά, αν πέθανε κάποιος ή αν έχω περίοδο και εγώ τής λέω ότι δεν είναι τίποτα, είναι μόνον η συγκίνηση, όλα είναι εντάξει, δεν έχω ξαναβρεθεί σε στούντιο τηλεόρασης, κι αυτή μού λέει κύττα, δεν είναι ακριβώς στούντιο, είναι ένα γκαράζ που το νοικιάσαμε για την ωντισιόν, αλλά εγώ δεν τήν πιστεύω και συνεχίζω να κλαίω και κλαίω λίγο ακόμη, σάς παρακαλώ πολύ αφήστε με να κλάψω, ζήτω η Ιταλία, και καθώς είμαι εκεί και κλαίω, σηκώνεται ο σκηνοθέτης, ψηλός, με μαύρα γυαλιά, λέει σ’ όλους εκεί να κάνουν ένα διάλλειμα, μετά έρχεται σε ’μένα, με κυττάει, εγώ σηκώνω το κεφάλι και αυτός μού λέει, γαμώ το, κύττα εδώ κάνουμε ένα απλό διαφημιστικό, δεν πάμε για υποψηφιότητα για τα Όσκαρ, τι σ’ έπιασε και κλαις τώρα, γαμώ το, κι εγώ, χαμηλώνω τα μάτια, πρώτα αναστενάζω, κάνω μια εντυπωσιακή παύση και μετά τού λέω ότι τα διαφημιστικά είναι ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου και από τότε που ήμουνα παιδί περίμενα αυτήν την ευκαιρία, κι αυτός με κυττάζει, με κυττάζει κι άλλο, και μετά φεύγει, κι εγώ μένω εκεί, ολομόναχη, στο γκαράζ, στο σκοτάδι, και είναι φανερό ότι το κάνουν για να με δοκιμάσουν, γιατί έχουν δει ότι είμαι κοντή και έχω και αυτό το πρόβλημα με τα μπούτια, αλλά παρ’ όλ’ αυτά έχω ταλέντο, και παρ’ όλο που είναι σκοτάδι, εγώ μένω εδώ, μπροστά στις κάμερες, κι αν χρειαστεί, θα μείνω όλο το βράδυ, θα κοιμηθώ εδώ, και όσο θα είμαι εδώ, στο γκαράζ, στο σκοτάδι, θα υπάρχουν κάποιες φωνές που θα γελάνε και θα λένε, κύττα, χα χα χα, κύττα αυτήν, τι μαλακίες φωτογραφίες έχει βγάλει, χα χα, μ’ αυτά τα χοντρά μπούτια, χα χα, σαν μπουκάλες, χα χα, και ο άλλος απαντάει, πραγματικά σαν μπουκάλες, χα χα, αλλά γιατί όχι ένα στα γρήγορα, ε μωρό μου, λέει ο ένας, ναι γιατί όχι, λέει ο άλλος, αφού την έχουμε εδώ, χα χα, πλάκα έχει, ναι, ναι, ένα στα γρήγορα, πολύ πλάκα, χα χα, πάρα πολύ πλάκα, ένα στα γρήγορα, χα χα χα, ω θεέ μου τι γέλιο, τόση πλάκα, χα χα, μα τι γελάνε, εγώ δεν γελάω, και παραμένω εκεί, και αντιστέκομαι, γιατί χάρις στην Αντίσταση υπάρχει η χώρα μας, ναι, και παραμένω εκεί, έτσι, και ενώ ακούγεται αυτό το χαχάνισμα στο βάθος, εγώ ολομόναχη, στο σκοτάδι, και δεν μού φαίνεται απλώς, ξέρω καλά ότι η λύση, η πραγματική τελική λύση, (Η φωνή εγκαταλείπει την βασική φωνητική μάσκα, και μετά ολοένα δυναμώνοντας, σαν αποφασισμένη να σκοτώσει, για να καταφέρει κάτι μεγάλο) θα είναι να δαγκώσω όλες αυτές τις πούτσες, να πάω και να τις κάνω κομμάτια με δαγκωματιές, αυτές τις πούτσες τους, από αυτούς τους δύο και από εκείνους που ελέγχουν την τηλεόραση, το έθνος, την οικογένεια, την χώρα, ναι, γιατί μόνον άμα τις δαγκώσω και τις κάνω κομμάτια με δαγκωματιές, άμα τούς τις ξεριζώσω για πάντα, και μετά που θα τις έχω μασήσει και καταπιεί, θα τις βγάλω σκατά από τον κώλο μου, μόνον τότε θα μ’ αφήσουν να είμαι ελεύθερη, ελεύθερη να είμαι μιά καινούρια γυναίκα και πραγματικά να κάνω την καινούρια ζωή που θέλω να ζήσω και να με θεωρούν γυναίκα μ’ αρχίδια σαν αυτές τις γυναίκες που κάνουν καριέρα, που διοικούν εταιρείες και τηλεοπτικούς σταθμούς, και μετά θα πάω στο γήπεδο και θα μιλάω για τον προπονητή και τα οφσάϊντ και κάθε βράδυ θα υπάρχει κάποιος που θα με περιμένει με μιά μοτοσυκλέτα και εγώ θα πω όχι, θα οδηγήσω τώρα εγώ την μοτοσυκλέτα, και θα εμφανίζεται το πρόσωπό μου στις πρώτες σελίδες και το αγόρι μου δεν θα νομίζει ότι έχω κάποιο πρόβλημα στο κεφάλι μου, αλλά όταν θα πηγαίνει στον κουρέα, θα τού δίνουν συγχαρητήρια για το κορίτσι του, και θα γίνω ψηλή και δεν θα έχω άλλα προβλήματα, μόνον κάποιοι σεΐχιδες θα με παίρνουν στις θαλαμηγούς τους, και θα μού φιλούν τον σβέρκο, και θα με καθίζουν στα γόνατά τους, όπως με έκανε ο μπαμπάς μου, μετά ίσως μιά μέρα, ενώ θα περιμένω στη σειρά στο ταμείο του σούπερμάρκετ, ο κόσμος θα με αναγνωρίζει και θα μού τραβούν τα μαλλιά και θα μού λένε κύττα, δεν είσαι αυτή που είσαι, ναι, ξέρεις, αυτή που κάνει, αυτή που, ναι, αυτή από, κι εγώ θα λέω ναι, φυσικά, εγώ είμαι αυτή, εγώ πραγματικά είμαι, εγώ, εγώ ναι, εγώ, εγωωωωωωωωωωωωωω. (Μιά μη ανθρώπινη κραυγή. Φλας. Φλας. Τέλος του δευτέρου μέρους. Χειροκροτήματα. Τρίτο μέρος.)
Εγώ; Όχι εγώ δεν είμαι υποχρεωμένη για τίποτα σε κανέναν, έγινα αυτή που έγινα μόνη μου, ναι, αυτό θα τού πω, και μετά θα τού μιλήσω για ’μένα και για το πώς έγινε μετά από όλα αυτά τα χρόνια θυσιών να τα καταφέρω, και θα βγω, να κάπως έτσι, μ’ ένα μικρόφωνο, σε μιά συνέντευξη, ξέρετε, σαν εξομολόγηση, ζωντανή εξομολόγηση, Πέμπτη απόγευμα, γύρω στις τρεις, και θα είμαι εκεί, σ’ έναν ωραίο πράσινο καναπέ, η μαμά μου θα με παρακολουθεί από το σπίτι κι εγώ θα μιλάω σ’ εκείνον τον νεαρό, διάσημο άντρα, έναν παρουσιαστή της τηλεόρασης, και ίσως εκείνη τη στιγμή αυτός με ρωτήσει εάν έχω να δώσω μιά συμβουλή στα κορίτσια που θέλουν να τα καταφέρουν στη ζωή όπως εγώ, και θα πω ευχαρίστως, ναι, και ίσως μιλήσω για τον μπαμπά μου και για την χώρα μου και, ξέρετε, μιλώντας για τον μπαμπά μου και το τι πιστεύω, ίσως με κάνει να κλάψω, λίγα μόνο δάκρυα, αλλά αληθινά δάκρυα, τίμια δάκρυα, και μετά θα μού πει, στον αέρα, εεε, πραγματικά αγαπάς τον πατέρα σου, και θα βγάλω έναν μικρό λυγμό και η κάμερα θα κάνει ζουμ για ένα πολύ κοντινό πλάνο και αυτός θα πει είναι ώρα να κάνουμε ένα διάλλειμα για διαφημίσεις, και θέλετε να έρθετε στο καμαρίνι μου θα μού πει, και ναι, θα τού πω ναι, γιατί όχι, και ίσως μέσα στο καμαρίνι του να υπάρχει ένα μικρό ενυδρείο και λίγες εβδομάδες μετά θα μάς έχουν στις κουτσομπολίστικες εφημερίδες, και δεν είναι τόσο κακό αυτό, κι έτσι λοιπόν θα γίνουν τα πράγματα. Όλα αυτά λοιπόν εγώ πρέπει να τα κερδίσω, είναι η ευκαιρία μου, το πρώτο μου βήμα στον κόσμο που μετράει, στον κόσμο που αυτοί οι πεινασμένοι νάνοι με τα κόκκινα πουκάμισά τους, τα κόκκινα πουκάμισα των επαναστατών, έχουν χτίσει για ’μάς, για ’μένα, και εκείνοι οι άλλοι που έχουν αντισταθεί, με τον αγώνα τους για μιά ελεύθερη χώρα, ναι, αυτό ναι, και εγώ επίσης γι’ αυτούς πρέπει να είμαι μιά καινούρια γυναίκα, ελεύθερη, και πρέπει να το καταφέρω, κι αν πούνε χοντρή, ας πούνε, και εάν με θέλουν χοντρή, σαρκώδη, με πάχια να κρέμονται, τέτοια θα είμαι. (Ημιδιάστημα)
Ναι, μαμά, είπα ναι, μαμά, σού είπα ναι, αυτοί με πήραν τηλέφωνο, και μού λέει εκείνη, ενώ στέκεται από πάνω μου και μού βάζει ραβιόλια στο πιάτο μου, α ναι, τα κατάφερες, κι εγώ τής λέω μαμά πρέπει πρώτα να περάσω την ωντισιόν, και μετά τής λέω ότι πραγματικά χρειάζονται μιά κοντή βέβαια, αλλά που να είναι και χοντρή, κι εκείνη με κυττάει, η μαμά μου, δε θες κι άλλη παρμεζάνα, μού λέει, κι εγώ λέω ναι, δηλαδή δεν είπαν ακριβώς χοντρή, όχι, πρόκειται για κάτι, πώς να το πω, για μιά από ’κείνες τις διαφημίσεις που είναι για καλό σκοπό και που τίς βλέπεις και που σε κάνουν να σκεφτείς, εεε δηλαδή σαν αυτές για τους ναρκομανείς, μού λέει, κι εγώ τής λέω ναι, κάπως έτσι, αλλά βασικά αυτή η διαφήμιση είναι για την βία εναντίον των γυναικών, α ναι, ναι, που αιώνες τώρα τις ποδοπατούν και τις χλευάζουν, και επειδή θα γιορτάσουνε την επέτειο για την ενοποίηση της Ιταλίας, θα είναι μιά ταινία που θα δείχνει κορίτσια να φοράνε τα κόκκινα πουκάμισα των επαναστατών, και να έχουν και αυτά τη δυνατότητα να είναι πολίτες, και μιά κοπέλα θα αρχίσει να τραγουδάει τον εθνικό ύμνο και οι επαναστάτες στρατιώτες θα κλαίνε και θα αγκαλιάζονται, μα αυτό είναι σαν μιά κινηματογραφική ταινία μού λέει η μαμά μου, όχι μαμά, είναι μιά ταινία, αλλά είναι για την τηλεόραση, τότε θα πω στη θεία σου να το δει στην τηλεόραση, και τελικά σταματάει να με κυττάει κι αρχίζει να μαζεύει τα πιάτα, κι εγώ λέω εντάξει, αλλά μόνον στη θεία. Θα σού κάνω καφέ. Όχι, πρέπει να φύγω. Έλα τώρα, ένα λεπτό. Όχι, πρέπει να φύγω. Και καθώς κάνει καφέ, πίσω από την πόρτα της κουζίνας, με ρωτάει, αλλά σε πληρώνουν, ε; Κι εγώ λέω ναι, φυσικά, με πληρώνουν. Α, ωραία, μού λέει, κι εγώ λέω ναι μαμά. Δεν είναι καμιά απάτη, μου λέει. Κι εγώ λέω, όχι μαμά, δεν είναι απάτη. Όχι, ε; Όχι. Λοιπόν, να το ’πώ στη θεία σου ή όχι, τι λες, να τής το ’πώ; Σηκώνομαι, τής χαμογελάω, βάζω το τζάκετ μου, και τής λέω, κύττα μαμά, πρέπει να φύγω, θα πιω καφέ στο μπαρ. Και τότε έρχεται, ακουμπάει τον καφέ στο τραπέζι, με τα κουλουράκια και τα καλύτερα φλυτζάνια, και μετά μού λέει ότι θα το ’πεί στη θεία, αλλά μόνον σ’ αυτήν και ρωτάει εάν χρειάζομαι ό,τιδήποτε, και μετά μού χαμογελάει, κι εγώ λέω όχι μαμά, πρέπει να φύγω, αλλά εκείνη με πιάνει από το χέρι και μού λέει να μ’ αυτό να πάρεις ένα μεγάλο παγωτό, και μού βάζει λεφτά στο χέρι, αλλά εγώ απομακρύνομαι και τής λέω όχι, δεν τα χρειάζομαι, αλλά εκείνη επιμένει και λέει έλα τώρα και μού βάζει τα λεφτά στο χέρι και εγώ τής λέω όχι, πρέπει να φύγω, και αρχίζω να κατεβαίνω τις σκάλες κι αισθάνομαι άσχημα και καθώς φτάνω στην εξώπορτα εκείνη εμφανίζεται στο πλατύσκαλο, με τις παντόφλες, και μού φωνάζει, αλλά σαν ψίθυρο, για να μην τήν ακούσουν οι γείτονες, τρως όμως, έχεις λεφτά για να φας, κι εγώ λέω ναι μαμά, φυσικά τρώω, μαμά, ναι τρώω, τρώω. Κι άμα δουλέψω σκληρά, θα τα καταφέρω. (Στο τέλος. Σαν μπροστά σε εκτελεστικό απόσπασμα η φωνή αλλάζει ανάμεσα στην φωνητική μάσκα και την απλή φωνή, σε έναν διακοπτόμενο, συνεχώς μεταβαλλόμενο ρυθμό.)
Ξυπνάω. Είναι πρωΐ. Κάνω καφέ με γάλα. Ζάχαρη. Κουλουράκια. Κι άλλη ζάχαρη. Κι άλλα κουλουράκια. Γάλα. Κι άλλο γάλα. Κουλουράκια, Ζάχαρη. Ένα ανακάτεμα. Καταπίνω. Και πάλι. Μένω ακίνητη. Χωρίς να κάνω τίποτα. Αποφεύγω τις σκάλες. Ανοίγω το ψυγείο. Τρίματα από τυρί. Τα πετάω. Ρουφάω. Τρώω. Καταβροχθίζω. Έξη μέρες. Έξη μέρες μέχρι την ωντισιόν. Να κρατώ την αναπνοή. Και φουσκώνω. Κράτημα. Αλλά δεν πάω στην τουαλέτα. Ξεβιδώνω. Ανοίγω το βαζάκι. Το τρώω όλο. Νουτέλα. Πέντε μέρες. Πέντε μέρες. Κολατσό. Πρωταθλητές. Του κόσμου. Κι άλλο. Τραγουδάω. Προβάρω. Επιτυχία. Τα μαλλιά. Κυττάζομαι στον καθρέφτη. Κρατάω το τουφέκι. Σαντυγί. Το σωληνάριο. Το αδειάζω στο στόμα. Έτσι. Δεν είναι τίποτα. Χοντραίνω. Φουσκώνω. Αλλά δεν πάω στην τουαλέτα. Ξαπλώνω λίγο στο καναπέ. Μέχρι το μεσημεριανό. Μέχρι να έρθει η ώρα να σηκωθώ και να ανοίξω το ψυγείο. Να είμαι αυτή που είμαι. Αυτή που θέλουν να είμαι. Θάρρος. Με βούτυρο. Τηγανητό. Και σκόρδο. Και εθνικός ύμνος. Και μακαρόνια. Ντομάτα. Και αίμα. Μακαρόνια. Σπαγγέτι. Και μοτσαρέλα. Έχει λήξει. Δεν πειράζει. Φά’ το. Ναι. Φά’ το. Ναι. Φά’ το. Και τώρα, τραγούδα. Ναι. Τραγούδα. Ναι. Πού είναι η επιτυχία; Η δόξα. Τρεις μέρες. Δύο μέρες. Είναι σκοτάδι. Ναι. Κανένας δεν με βλέπει. Βγαίνω. Σταματώ ένα ταξί. Πάω για ψώνια. Κι αγοράζω ένα δελφίνι. Ναι. Ένα δελφίνι. Το φέρνω σπίτι. Τού ξύνω τα λέπια και μετά τού ανοίγω την κοιλιά με το μαχαίρι και τού βγάζω τα έντερα. Ναι. Τού βγάζω το συκώτι, την καρδιά και τα πνευμόνια. Ναι. Μετά το ξεπλένω στον νεροχύτη, τού βγάζω τα μάτια, αλλά τού αφήνω το κεφάλι, τα μάγουλα είναι το πιο νόστιμο μέρος. Ναι. Μετά το κόβω κομμάτια και το τηγανίζω. Νόστιμο. Ναι. Τρώω ένα δελφίνι. Ολόκληρο. Πρώτα ένα κομμάτι. Μετά άλλο ένα. Μετά κι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο, ναι, αλλά δεν μπορώ άλλο. Δεν μπορώ άλλο. Έχω κράμπες στην κοιλιά μου. Πόνο. Τρέχω στην τουαλέτα. Κατεβάζω το σλιπάκι. Όρθια. Όχι. Κρατήσου. Όρθια. Βγες. Θάρρος. Αντιστάσου. Όχι. Δεν θα τα καταφέρω. Αντιστάσου. Όχι. Δεν θα τα καταφέρω. Αντιστάσου. Έλα. Όρθια. Κράτα τα. Έλα. Όχι. Έλα. Όχι. Βλέπω. Εγώ. Βλέπω. Από. Τον. Κώλο μου. Κομμάτια από νεαρούς επαναστάτες με τα κόκκινα πουκάμισά τους μέσα στα σκατά μου. Μακαρόνια ανακατεμένα με ντομάτα και αίμα, από τον κώλο μου, μέσα στα σκατά μου. Μοτσαρέλα πατημένη πάνω στις σιδηροτροχιές και χίλιοι νάνοι πεινασμένοι στα σκατά μου. Είμαι δεκατριών ετών και το φέρετρο του πατέρα μου είναι μέσα στα σκατά μου. Το γήπεδο, οι σκάλες, το ασανσέρ και τα ηλεκτρόδια στο κορμί μου, βρίσκονται στα σκατά μου. Η Εθνική Ποδοσφαίρου, το Παγκόσμιο Κύπελλο, και η Κυριακή στο ενυδρείο βρίσκονται στα σκατά μου. Το δελφίνι και οι δυνατοί άντρες και οι χαρούμενοι άντρες και οι ανάπηροι και οι καθυστερημένοι πάνω σε κόκκινα χαλιά βρίσκονται στα σκατά μου, τα αυτόγραφα και οι πατερίτσες χωρίς τα πόδια βρίσκονται στα σκατά μου, το έλεος, η συμπόνια, ο φόβος της γυμναστικής και των θρησκευτικών, ναι, στα σκατά μου και ο σπαστικός πόπ σταρ και τα μαλλιά μου και η κόλλα, και ο αυστριακός κατοχικός στρατός στα σκατά μου και οι πούτσες και τα προγράμματα της τηλεόρασης βρίσκονται στα σκατά μου, τα δόντια μου, ναι, τα δόντια μου κομματιασμένα και η επιτυχία και ο θρήνος μου από τον κώλο μου, ο θρήνος που κλαίω για τα σκατά μου, και για την όμορφη νεότητά μου και την ηλικία μου και για τα κορίτσια που θέλουν να πετύχουν. (Τέλος του κρεσέντο. Αναπνοή.) Ναι, παντού, εδώ, στον καναπέ μου, ακριβώς τώρα, από τον κώλο μου. Ακριβώς τώρα όταν αύριο θα έχω την ωντισιόν. Ακριβώς τώρα που ήμουνα σχεδόν χοντρή. Που σχεδόν τα είχα καταφέρει. Κυττάζω στον καθρέφτη. Σκέφτομαι. Τι θα έκανε ο καημένος ο μπαμπάς μου. Σκέφτομαι. Αναπνέω. Σκέφτομαι. Αναπνέω. (Απαλά.) Είναι η τελευταία μου ευκαιρία. Δεν πρέπει να χάσω το τραίνο. Το ραντεβού μου με την ιστορία. Να περάσω την κίτρινη γραμμή. Έλα. Πήδα. Ξαναπαίρνω τα μακαρόνια με τα χέρια. Τα βάζω όλα πίσω στο στόμα μου. Παίρνω πίσω την μοτσαρέλα κομματιασμένη. Ξαναπαίρνω την χώρα μου. Την πατρίδα μου. Και το έθνος. Τα παίρνω όλα πίσω στο στόμα μου, με τα χέρια μου. Παίρνω πίσω τα σκατά, όλα τα σκατά, πίσω στο στόμα μου. Ναι. Έτσι. Κομμάτι-κομμάτι, όλα τα σκατά και την χώρα μου μέσα στο στόμα μου. Φάε. Φάε. Φάε. Ναι, Θα τα φάω. Φάε. Ναι, θα τα φάω, μαμά, θα τα φάω. Θάρρος. Ξανατρώω όλα μου τα σκατά και φουσκώνω, στον καναπέ. Και μπορώ να τραγουδήσω. Και είμαι έτοιμη, χοντρή, γεμάτη λίπος, κρέμονται τα κρέατά μου, βρωμερή. Έχω λακκάκια με λίπος στο πρόσωπο και στο κεφάλι μου. Έτσι ακριβώς όπως με θέλουν. Και δεν με αηδιάζει αυτό πλέον. Όχι. Τίποτα δεν με αηδιάζει πλέον. Ο ΠΟΥΤΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ, Ο ΠΟΥΤΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ. (Τέλος τραγουδιστό, απελπισμένο, σε ύφος μπλουζ. Ένας κωμικός εθνικός ύμνος για την αηδία, τραγουδισμένος με εξαιρετική τεχνική.)
Fratelli d'Italia,
l'Italia s'è desta,
dell'elmo di Scipio
s'è cinta la testa.
Dov'è la Vittoria?
Le porga la chioma,
ché schiava di Roma
Iddio la creò.
Stringiamci a coorte,
siam pronti alla morte.
Siam pronti alla morte,
l'Italia chiamò.
Stringiamci a coorte,
siam pronti alla morte.
Siam pronti alla morte,
l'Italia chiamò, sì!
Αδέρφια ιταλοί,
η Ιταλία ξύπνησε,
έσφιξε το κράνος
στο κεφάλι.
Πού είναι η Νίκη;
Ας σκύψει το κεφάλι
διότι ο Θεός την έπλασε
σκλάβα της Ρώμης.
Ας ενωθούμε σε μιά ομάδα,
είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε,
είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε,
η Ιταλία έχει καλέσει.
Ας ενωθούμε σε μιά ομάδα,
είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε,
είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε,
η Ιταλία έχει καλέσει, ναι!
(Στο χειροκρότημα, η ηθοποιός σκεπάζει την γύμνια της με την σημαία.).