Le bateau ivre
Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles,
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.
J'étais insoucieux de tous les équipages,
Porteur de blés flamands ou de cotons anglais.
Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages,
Les Fleuves m'ont laissé descendre où je voulais.
Dans les clapotements furieux des marées,
Moi, l'autre hiver, plus sourd que les cerveaux d'enfants,
Je courus ! Et les Péninsules démarrées
N'ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.
La tempête a béni mes éveils maritimes.
Plus léger qu'un bouchon j'ai dansé sur les flots
Qu'on appelle rouleurs éternels de victimes,
Dix nuits, sans regretter l'oeil niais des falots !
Plus douce qu'aux enfants la chair des pommes sûres,
L'eau verte pénétra ma coque de sapin
Et des taches de vins bleus et des vomissures
Me lava, dispersant gouvernail et grappin.
Et dès lors, je me suis baigné dans le Poème
De la Mer, infusé d'astres, et lactescent,
Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême
Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;
Où, teignant tout à coup les bleuités, délires
Et rhythmes lents sous les rutilements du jour,
Plus fortes que l'alcool, plus vastes que nos lyres,
Fermentent les rousseurs amères de l'amour !
Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes
Et les ressacs et les courants : je sais le soir,
L'Aube exaltée ainsi qu'un peuple de colombes,
Et j'ai vu quelquefois ce que l'homme a cru voir !
J'ai vu le soleil bas, taché d'horreurs mystiques,
Illuminant de longs figements violets,
Pareils à des acteurs de drames très antiques
Les flots roulant au loin leurs frissons de volets !
J'ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies,
Baiser montant aux yeux des mers avec lenteurs,
La circulation des sèves inouïes,
Et l'éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs !
J'ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries
Hystériques, la houle à l'assaut des récifs,
Sans songer que les pieds lumineux des Maries
Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs !
J'ai heurté, savez-vous, d'incroyables Florides
Mêlant aux fleurs des yeux de panthères à peaux
D'hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides
Sous l'horizon des mers, à de glauques troupeaux !
J'ai vu fermenter les marais énormes, nasses
Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan !
Des écroulements d'eaux au milieu des bonaces,
Et les lointains vers les gouffres cataractant !
Glaciers, soleils d'argent, flots nacreux, cieux de braises !
Échouages hideux au fond des golfes bruns
Où les serpents géants dévorés des punaises
Choient, des arbres tordus, avec de noirs parfums !
J'aurais voulu montrer aux enfants ces dorades
Du flot bleu, ces poissons d'or, ces poissons chantants.
- Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades
Et d'ineffables vents m'ont ailé par instants.
Parfois, martyr lassé des pôles et des zones,
La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux
Montait vers moi ses fleurs d'ombre aux ventouses jaunes
Et je restais, ainsi qu'une femme à genoux...
Presque île, ballottant sur mes bords les querelles
Et les fientes d'oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds.
Et je voguais, lorsqu'à travers mes liens frêles
Des noyés descendaient dormir, à reculons !
Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses,
Jeté par l'ouragan dans l'éther sans oiseau,
Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses
N'auraient pas repêché la carcasse ivre d'eau ;
Libre, fumant, monté de brumes violettes,
Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur
Qui porte, confiture exquise aux bons poètes,
Des lichens de soleil et des morves d'azur ;
Qui courais, taché de lunules électriques,
Planche folle, escorté des hippocampes noirs,
Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques
Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;
Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues
Le rut des Béhémots et les Maelstroms épais,
Fileur éternel des immobilités bleues,
Je regrette l'Europe aux anciens parapets !
J'ai vu des archipels sidéraux ! et des îles
Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur :
- Est-ce en ces nuits sans fonds que tu dors et t'exiles,
Million d'oiseaux d'or, ô future Vigueur ?
Mais, vrai, j'ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes.
Toute lune est atroce et tout soleil amer :
L'âcre amour m'a gonflé de torpeurs enivrantes.
Ô que ma quille éclate ! Ô que j'aille à la mer !
Si je désire une eau d'Europe, c'est la flache
Noire et froide où vers le crépuscule embaumé
Un enfant accroupi plein de tristesse, lâche
Un bateau frêle comme un papillon de mai.
Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames,
Enlever leur sillage aux porteurs de cotons,
Ni traverser l'orgueil des drapeaux et des flammes,
Ni nager sous les yeux horribles des pontons.
Το μεθυσμένο καράβι
Καθώς κατέβαινα Ποτάμια ατάραχα,
Δεν ένοιωθα πλέον να με οδηγούν οι πλοηγοί:
Ερυθρόδερμοι κραυγάζοντας τούς είχαν πάρει για στόχους
Καρφωμένους γυμνούς σε παλούκια χρωματιστά.
Αδιαφορούσα για όλο το πλήρωμα,
Το φορτίο μου φλαμανδικά σιτάρια ή αγγλικά βαμπάκια.
Όταν μαζί με τους πλοηγούς τελείωσαν κι αυτές οι οχλοβοές
Τα Ποτάμια μ’ άφησαν να πάω όπου ήθελα.
Μέσ’ στους αγριεμένους παφλασμούς των παλιρροιών,
Εγώ, τον περασμένο χειμώνα, πιό κουφό κι από εγκέφαλο παιδιών,
Έτρεξα! Κανένα απ’ τα πελώρια πλοία ταξιδεύοντας
Δεν βρέθηκε σε χάος πιό θριαμβευτικό.
Η καταιγίδα ευλόγησε τα θαλασσινά μου ξυπνήματα.
Πιό ελαφρύ κι από φελλό χόρεψα πάνω στα κόμματα,
Τους αιώνιους αχθοφόρους των θυμάτων,
Δέκα νύχτες, χωρίς να νοσταλγήσω το νωθρό μάτι των φαναριών!
Πιό γλυκό απ’ ό,τι στα παιδιά η σάρκα των ξυνών μήλων,
Το πράσινο νερό διαπέρασε τον πεύκινο σκελετό μου
Κι απ’ τις κηλίδες μαύρων κρασιών και ξερατών
Με ξέπλυνε, σκορπίζοντας πηδάλιο και άγκυρα.
Κι από τότε κολύμπησα μέσα στο Ποίημα
Της Θάλασσας, μουσκεμένο από άστρα και γαλακτώδες,
Καταβροχθίζοντας τα πράσινα κυανά· εκεί στην ωχρή ίσαλο
Την μαγεμένη καμιά φορά ένας σκεπτικός πνιγμένος κατεβαίνει·
Εκεί, ξαφνικά σκεπάζοντας το κυανό, παραληρήματα
Και ρυθμοί αργοί στο κατακόκκινο της μέρας,
Πιό δυνατοί απ’ το οινόπνευμα, πιό απέραντοι απ’ τις λύρες μας,
Ετοιμάζουν το πικρό, ξανθοκόκκινο χρώμα του έρωτα!
Γνωρίζω τους ουρανούς που χάνονται σε αστραπές και τους σίφουνες
Και τα τινάγματα των κυμάτων και τα ρεύματα: γνωρίζω το απόγευμα,
Την ζωηρή σαν σμήνος περιστεριών Αυγή,
Κι είδα φορές αυτό που ο άνθρωπος πίστεψε πως έβλεπε!
Είδα τον ήλιο χαμηλά, κηλιδωμένο από μυστηριώδεις τρόμους
Να λάμπει ακτίνες μακριές, ακίνητες, βιολετιές,
Όμοια με ηθοποιούς παναρχαίων δραμάτων
Τα κύματα να κυλούν μακριά τ’ ανατριχιάσματά τους.
Ονειρεύτηκα την πράσινη νύκτα με τα εκτυφλωτικά χιόνια,
Φιλί πού ανέβαινε αργά στα μάτια των θαλασσών,
Την κυκλοφορία ανήκουστων χυμών φρούτων
Και το κιτρινογάλαζο ξύπνημα τραγουδιστών φωσφόρων!
Ακολούθησα, μήνες ολόκληρους, την όμοια με αγελάδες
Υστερικές φουσκοθαλασσιά να επιτίθεται στους βράχους
Χωρίς να φαντάζομαι ότι τα φωτεινά πόδια από τις Μαρίες
Μπορούσαν να χώσουν το ρύγχος σε ωκεανούς ασθματικούς!
Έπεσα, ξέρετε, πάνω σε Φλώριδες απίστευτες
Μειγνύοντας τα άνθη με μάτια πανθήρων
Ανθρωπόμορφων! Oυράνια τόξα τεντωμένα σαν χαλινάρια
Κάτω απ’ τον ορίζοντα της θάλασσας σε γλαυκά κοπάδια!
Είδα να αναβράζουν τα τεράστια έλη, παγίδες
Όπου σάπιζε μέσα στα βούρλα ένας ολόκληρος Λεβιάθαν!
Ρουφήχτρες στη μέση της γαλήνης
Και μέρη μακρινά να γκρεμίζονται στα βάραθρα!
Παγετώνες, ήλιοι αργυροί, κύματα μαργαριταρένια, ουρανοί φωτιάς!
Ναυάγια φριχτά στα βάθη σκοτεινών κόλπων
Όπου τα γιγαντιαία φίδια, κατασπαραγμένα από κοριούς,
Πέφτουν με αρώματα μαύρα, από λυγισμένα δέντρα!
Θά ’θελα να δείξω στα παιδιά αυτά τα χρυσόψαρα
Του γαλάζιου κύματος, αυτά τα χρυσαφένια ψάρια πού τραγουδούν.
- Αφροί ανθισμένοι λίκνισαν τις περιπλανήσεις μου
Και ανείπωτοι άνεμοι φτερά πότε-πότε μού έδωσαν.
Κάποιες φορές, σαν μάρτυρας κουρασμένος από πόλους και ζώνες,
Η θάλασσα πού ο λυγμός της μαλάκωνε το σκαμπανέβασμά μου
Μού ’φερνε τα σκοτεινά της άνθη με τις κίτρινες βεντούζες
Και απόμενα, όμοια με γυναίκα γονατιστή...
Χερσόνησος, ταρακουνώντας πάνω στο κατάστρωμά μου τους τσακωμούς
Και τις κουτσουλιές πουλιών φωνακλάδικων με μάτια ξανθά.
Και περιπλανιόμουνα, όταν μέσ’ απ’ τα εύθραυστα δεσίματά μου
Ανάποδα κατέβαιναν να κοιμηθούν οι πνιγμένοι!
Τώρα εγώ, καράβι χαμένο μέσα στα μαλλιά των κόλπων,
Πεταγμένο απ’ την θύελλα μέσ’ τον άδειον από πουλιά αιθέρα,
Εγώ που τα πολεμικά και τα ιστιοφόρα των εμπόρων
Δεν νοιάζονται να σύρουν το μεθυσμένο μου πτώμα·
Ελεύθερο, καπνίζοντας, ανεβασμένο από βιολετιές καταχνιές,
Εγώ που τρυπούσα τον κοκκινισμένο ουρανό σαν τοίχο
Που κομίζει, γλύκισμα εξαίσιο με υλικά καλούς ποιητές,
Λειχήνες ηλιακές και μύξες γαλάζιες,
Εγώ που έτρεχα, στιγματισμένο από ημισελήνους ηλεκτρικές,
Σανίδα τρελή, με συντροφιά ιππόκαμπους μαύρους,
Όταν οι Ιούλιοι χτυπώντας μπαστούνια γκρέμιζαν
Τους υπερπόντιους ουρανούς με τις διάπυρες χοάνες·
Εγώ που έτρεμα ακούγοντας από πενήντα λεύγες
Τον οργασμό των δαιμόνων και τις σκοτεινές δίνες του Μάελστρομ,
Εγώ αιώνια ανέμη γαλανών ακινησιών,
Νοσταλγώ την Ευρώπη των αρχαίων επάλξεων!
Είδα αρχιπέλαγα αστρικά! Και νησιά
Που οι παράφοροι ουρανοί τους ανοίγονται στον περιπλανόμενον:
- Μήπως σ’ αυτές τις απύθμενες νύκτες κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
Εκατομμύρια χρυσών πουλιών, ω μελλοντικό Σφρίγος; -
Όμως, αλήθεια, έκλαψα πάρα πολύ! Οι αυγές είναι σπαρακτικές.
Κάθε σελήνη σκληρή και κάθε ήλιος πικρός:
Ο στυφός έρωτας με γέμισε ληθάργους μεθυστικούς.
Ω, ας διαλυθεί η καρίνα μου! Ω, ας διαλυθώ στη θάλασσα!
Αν ποθώ κάποιο νερό της Ευρώπης, είναι η γούβα
Η μαύρη και ψυχρή όπου κατά το αρωματισμένο ηλιοβασίλεμα
Ένα παιδί καθισμένο κατά γης, γεμάτο λύπη, αφήνει
Ένα πλοίο εύθραυστο σαν πεταλούδα του Μαΐου.
Δεν μπορώ πιά, βουτηγμένο στη χαύνωσή σας, ω κύματα,
Να προφτάσω το αυλάκι των εμπορικών του βαμπακιού,
Ούτε να διασχίσω την αλαζονεία των σημαιών και των φλογών,
Ούτε να κολυμπήσω κάτω απ’ τα τρομερά μάτια των συνεργείων.