Προμηθέα
Δεσμώτρια
Έλα! Κόφ’ το! Δεν βυζαίνω το δάχτυλό μου επειδή νομίζεις ότι είμαι μωρό. Δεν βλέπεις τι κάνω πριν βάλω το δάχτυλο το στόμα; Πρόσεξε επί τέλους τι κάνω. Κάνω αυτό πρώτα και μετά το βυζαίνω. Το ξανακάνω πάλι. Ξέρεις καλά τι έχει μέσα το μπουκάλι.
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Αλλά τον ερωτεύτηκες.
Δεν τον ερωτεύτηκα.
Ακολούθησα πιστά τις οδηγίες σου. Με θρησκευτική ευλάβεια. Το εάν εγώ συμφωνούσα ή όχι, δεν είχε για μένα καμία σημασία. Ούτε εσένα σε ενδιέφερε, εάν ήθελα ή όχι να κάνω ό,τι μού ζητούσες. Ο δρόμος είχε όλες τις δυσκολίες του χωματόδρομου, του ανηφορικού, μετά την βροχή, οι λάσπες, οι λακούβες γεμάτες νερό. Εγώ με τα καλοκαιριάτικα σανδάλια. Και ο καιρός χειμωνιάτικος. Βλέπεις, λοιπόν, μέσα από πού μού ζήτησες να βαδίσω;
Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα, ότι δεν μπορούσα να διανοηθώ από πριν τον τρόπο που ήταν φιαγμένος ο δρόμος, ακριβέστερα ποιό ήταν το σχήμα του. Ε, λοιπόν, ναι, ήταν ιδιοφυές αυτό που σχεδίασες. Ο δρόμος ο χωρίς αρχή και τέλος. Ο κύκλος!
Δεν βλέπω ποτέ όνειρα. Οι γιατροί λένε ότι πάντοτε βλέπουμε όνειρα, αλλά συχνά δεν τα θυμόμαστε. Δεν ξέρω. Εγώ, ναι μεν δεν βλέπω όνειρα, αλλά τα αγγίζω. Κάθε πρωΐ, στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι, βρίσκω ένα αντικείμενο, που διαρκεί για λίγο, όσο μιά μπάλα από μαλλί της γριάς που αν δεν το φας, εξαερώνεται. Βρίσκω κάθε πρωΐ ένα αντικείμενο από όνειρο. Ας πούμε, ένα τετράδιο από το γυμνάσιο, για τις τύψεις των πραγμάτων που δεν έκανα. Ή μιά χούφτα ξεραμένες πευκοβελόνες, ήταν γεμάτη η κατασκήνωση από αυτές, όπως ήταν γεμάτη η κατασκήνωση από αυτά πού δεν πραγματοποίησα, ενώ ήθελα.
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Το ήθελες, λοιπόν!
Δεν το ήθελα.
Ακολουθούσα τον δρόμο, το κυκλικό, από φόβο. Φοβόμουνα να αρνηθώ να περπατήσω. Αν δεν πήγαινα, κάποιο πρωΐ γύρω από το κρεβάτι μου θα γέμιζε το πάτωμα λασπωμένο χώμα.
Δεν θέλω να μιλώ. Αλλά… Τι προσπάθεια κάνω να είμαι ευγενική και να μιλώ! Διέταξες, λοιπόν. Όπως παραγγέλνουμε ένα καλό μπουκάλι σαμπάνιας. Και πριν γεμίσουμε τα ποτήρια μας, γεμίζουμε με την προσδοκία των ατμών του οινοπνεύματος. Δεν είχε, λοιπόν, σημασία τι ήθελα εγώ, σημασία είχε ότι εσύ περίμενες να εισπνεύσεις το άρωμα της σαμπάνιας που παράγγειλες.
Πρέπει να έκανα αρκετές φορές τον γύρο του δρόμου, δεν υπήρχαν και σημάδια για να μετρούσα ακριβώς. Το νόημα του περπατήματος, το νόημα του χωρίς αρχή και τέλος κυκλικού δρόμου ήταν ότι εγώ… Βέβαια, αυτό ήταν! Εγώ περπατούσα χωρίς σκοπό, ατέρμων κύκλος, και ο σκοπός της ζωής μου ήταν κάπου έξω από τον δρόμο, έξω από τον κύκλο, αλλά δίπλα στην διαδρομή, όπως οι ληστές, είναι δίπλα στον δρόμο, στην άκρη και περιμένουν.
Φυσικά πιώ κι άλλο κι άλλο. Γλύφοντας τα δάχτυλα. Βάζω κι άλλο. Παραξενεύεσαι για την μέθοδό μου. Αλλά, ναι, μ’ αρέσει να σμίγω την γεύση του ποτού με την γεύση του δέρματός μου. Φυσικά υπάρχουν περιορισμοί. Μπορώ να χύσω το ποτό οπουδήποτε πάνω μου, αλλά δεν μπορώ να γλύψω το δέρμα μου σε οποιοδήποτε σημείο του σώματός μου.
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Τα θες όλα.
Γιατί όχι; Αλλά δεν μπορώ να τα έχω όλα.
Ο ληστής, λοιπόν. Φυσικά και ήξερα ότι θα υπήρχε. Ο ληστής. Πώς; Μα τι νόημα έχει να διασχίσεις έναν χειμωνιάτικο δρόμο, με ενδυμασία καλοκαιρινή; Ίσα-ίσα για να κρυώσεις; Σιγά την απαίτηση. Ήξερα, γενικά, ότι θα υπήρχε στον δρόμο κάτι παραπάνω από έναν λασπωμένο δρόμο.
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Περπατούσες, όμως, καλά, σταθερά.
Πολλές φορές συμβαίνει σε μιά ή έναν ηθοποιό να μην αρέσει ο ρόλος που καλείται να ερμηνεύσει. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να μην παίξει καλά.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι, εάν πρέπει να ξεσπώ ή όχι. Λένε ότι ξαλαφρώνεις άμα ξεσπάς. Ναι, αλλά μετά έχεις τύψεις. Δεν ξέρω τι θέλω. Δεν ξέρω αν θέλω να ξεσπάσω. Κορώνα, γράμματα. Αυτό είναι το κέρμα της λυτρώσεως. Ή το κέρμα που θα μού κλείσει στόμα. Αυτή η πλευρά για να τα κρατήσω όλα μέσα μου. Κι αυτή για να κάνω εμετό. Ρίχνω. Πού πήγε; Α, εκεί.
Ούτε μιά φορά δεν χαλάρωσα μαζί σου. Με έγλυφες ολόγυμνη κι εγώ έχανα την επαφή με το σώμα μου, μόνο το μυαλό μου δούλευε, αυτός τι έχει τώρα στο μυαλό του, εμένα;, ας πούμε ότι έχει εμένα, και μετά;, πού θα πάει το μυαλό του; Ούτε μιά φορά δεν σε πίστεψα. Αλλά σε πίστευα επειδή δεν είχα άλλη επιλογή. Διότι η ζωή με είχε διδάξει ότι τίποτε από όσα θέλω δεν μπορώ να έχω. Η μόνη μου δυνατότητα, να αποδέχομαι τις προσφορές της ζωής, ή αυτές, ή το μηδέν. Ούτε μιά φορά δεν σε πίστεψα. Ε, ναι, δεν ήσουν κι από εκείνα τα άτομα που σού γεμίζουν το μάτι. Αλλά ήσουνα η επιλογή που έκανε η ζωή για μένα.
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Εγώ μπορώ να τα έχω όλα.
Το ξέρω. Εγώ δεν μπορώ να τα έχω όλα. Γι’ αυτό με καθοδήγησες εσύ.
Μού είπες, θα πας και θα δεχτείς ό,τι συμβεί εκεί. Είχες έναν όμορφο λόγο, ένα ωραίο ύφος. Είπες εσύ: θέλω να υποταχτώ στην αγάπη σου. Να κάνω ό,τιδήποτε μού ζητήσει αυτή σου η αγάπη. Και έχω πλέον καταλάβει τι σημαίνει να είμαι δούλος της αγάπης σου. Και έχω αισθανθεί τι ζητά από μένα αυτή η αμέτρητη αγάπη σου για μένα. Ζητάει…
Είναι αλήθεια ότι εδώ κόμπιασες λίγο. Γιατί άραγε; Δεν ήσουνα βέβαιος; Αλλά για ποιό πράγμα δεν ήσουνα βέβαιος; Ότι θα εγώ δίσταζα να αποδεχτώ ό,τι θα μού ζητούσες; Ή ότι δεν θα αποδεχόμουνα την δική σου ερμηνεία της δικής μου αγάπης; Ήταν καταπληκτική η ιδέα σου. Όριζες εσύ τον τρόπο που εγώ θα σε αγαπώ, το περιεχόμενο της αγάπης μου για σένα. Η αγάπη μου για σένα, η δική μου αγάπη, ήταν δημιούργημά σου. Ο πλάστης μου.
Και συνέχισες: θα δεχτώ τις διαταγές σου χωρίς δεύτερη λέξη. Με διατάζεις. Με διατάζεις αυστηρά. Και με διατάζεις να σε διατάξω. Θα πας, αγάπη μου, και ό,τι σού συμβεί θα είναι η θέληση της αγάπης σου που με διατάζει να σε διατάξω να αποδεχτείς ό,τιδήποτε συμβεί.
Εμένα μού προκαλούν μεγάλη συμπάθεια τα ζώα όταν γλύφουν τις πληγές τους. Το κάνω κι εγώ. Εδώ στην μασχάλη αποθέτω λίγο από το ποτό και μετά το γλύφω. Να, έτσι. Αν είχα καλή ελαστικότητα στο σώμα, θα έχυνα ποτό στον οφαλό μου και θα το έπινα από εκεί. Το ποτό: προστασία φοβερά και ακαταίσχυντος.
Δεν ήταν μόνον μία φορά. Αυτό νόμιζα στην αρχή, αλλά τελικά δεν ήταν μία μόνον φορά. Ξέρω ότι αποδίδεις την ατυχία σου, εάν μπορεί αυτό να θεωρηθεί ατυχία, αποδίδεις, λέω, την ατυχία σου στο ότι δεν περιορίστηκες να διατάξεις μόνον μία φορά, παρά επανέλαβες. Το παιδί που δεν περιορίζεται σε ένα μόνον γλυκό.
Αλλά το κακό, που ισχυρίζεσαι ότι συνέβη, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι συνάρτηση του πόσες φορές διέταξες. Και με μία φορά θα μπορούσε να συμβεί. Το ερώτημα είναι: συνέβη πράγματι; Το κακό;
Χρησιμοποιώ την δική σου λέξη /κακό/. Το θα πει /κακό/; Εάν είναι αλήθεια ο ισχυρισμός σου για το τι συνέβη, ε, τότε, δεν ήταν καθόλου κακό, τουλάχιστον για μένα. Αλλά συνέβη αυτό που νομίζεις ότι συνέβη; Ε, συνέβη;
Ένα από τα πράγματα που κάναμε ήταν αυτό εδώ. Ποτό χυμένο στο πάτωμα. Όχι, καμία σφουγγαρίστρα, κανένα κουζινόχαρτο. Μα φυσικά καμία σφουγγαρίστρα και κανένα κουζινόχαρτο, αφού το ποτό επίτηδες χύθηκε στο πάτωμα. Ήταν γνωστό από πριν ότι δεν θα χρησιμοποιούνταν σφουγγαρίστρα ή κουζινόχαρτο ή και τα δύο. Ναι, αλήθεια, αυτό το περιστατικό δεν σού το είπα. Ε, λοιπόν, ναι. Μού άρεσε! Ε, όχι τώρα, μην συνδέεις το ότι μού άρεσε το περιστατικό με αυτά που σκέφτεσαι περί ατυχίας σου και περί κακού!
Ομολογώ ότι το έχω επαναλάβει σπίτι μόνη μου. Το περιστατικό αυτό, βέβαια. Κύττα. Κύττα τι θα κάνω. Χύνω ποτό στον δρόμο. Πώς θα το μαζέψουμε; Ε; Καμιά ιδέα; Να την, η ιδέα! Ανοίγω το στόμα μου και εμφανίζεται η γλώσσα μου. Γονατίζω, σκύβω, μη με εμποδίζεις, σού λέω μη με εμποδίζεις, μα αφού το έχω κάνει τόσες φορές, τώρα θα πάθω κάτι; Και να! Βλέπεις πως απομακρύνεται το ποτό από την επιφάνεια του δρόμου και εγκαθίσταται στην επιφάνεια της γλώσσας και μετά πάει να αναπαυθεί στα έντερά μου;
Με κατηγορείς ότι έκανα περισσότερα από όσα με διέταξες. Είναι αλήθεια ότι πήγα και χωρίς να με διατάξεις.
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Άρα έχω δίκαιο, ομολογείς, λοιπόν.
Ο δρόμος που μού υπέδειξες, που με διέταξες να βαδίσω, ο χωρίς αρχή και τέλος κυκλικός δρόμος, ο γεμάτος χειμώνα, ακριβώς επειδή ήταν έτσι, διέθετε μεγάλη, τεράστια ποικιλία ερεθισμών. Οι φορές που με διέταξες να πάω, αν και όχι λίγες, δεν ήταν αρκετές για την πλήρη γνώση. Την πλήρη γνώση του δρόμου, εννοώ. Αλλά γιατί συγχέεις δύο άσχετα πράγματα; Η επιθυμία της γνώσεως. Η παράδοση στο συναίσθημα. Πουθενά αυτά τα δύο δεν τέμνονται. Όχι, δεν παραδόθηκα σε κανένα συναίσθημα.
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Δεν το πιστεύω.
Το ξέρω ότι δεν το πιστεύεις.
Δεν χάνεις ευκαιρία να κατηγορήσεις τα ποτά που πίνω. Έχεις σκεφτεί αν θα μπορούσα να εκτελέσω τις διαταγές σου, που υποτίθεται ήταν διαταγές της δίκης μου αγάπης, έχεις σκεφτεί, λοιπόν, σε ποιά αδυναμία υπακοής, υπακοής σε σένα, θα βρισκόμουνα, εάν δεν δεχόμουνα την ευεργεσία των ποτών; Και πώς εσύ μετά θα αγαλλίαζες από τις περιγραφές μου, πώς θα υπήρχαν καν οι περιγραφές, πώς θα είχαν δημιουργηθεί οι πράξεις για να σού τις περιγράψω, εάν δεν είχα στερεωθεί, στην ψυχή και το σώμα, με το ποτό;
Πρόσεξε αυτήν την στάση. Σού τήν έχω περιγράψει βέβαια, μετά που συνέβη, αλλά τότε ήταν μόνον λόγια. Δες. Βλέπεις τα γυμνά μου πόδια; Ανασηκώνομαι στα δάχτυλα. Βλέπεις; Τι υπήρχε στο δάπεδο κάτω από το υπόλοιπο πέλμα; Ήξερες καλά τι υπήρχε. Ήταν αδύνατον να πατούσα με ολόκληρο το πέλμα. Χωρίς τον εγκέφαλο γεμάτον οινόπνευμα δεν αντέχεται αυτό. Ε, εξακολουθείς να κατηγορείς να ποτά μου;
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Έκανες, δέχτηκες να κάνεις, και άλλα πράγματα χωρίς εγώ να σού τα ζητήσω.
Ποιό είναι το ζήτημα; Εάν έκανα κι άλλα πράγματα χωρίς να μού τα ζητήσεις ή εάν, πράγμα που είναι και το πρόβλημά σου, παραδόθηκα σε συναισθήματα;
Αλλά και να συνέβαινε αυτό, η έλευση του μεγαλοπρεπούς συναισθήματος, εσύ τι μού έδινες ως προστασία από συναισθήματα; Πότε με έπεισες ότι εγώ ήμουν ο τελικός σκοπός της ζωής σου; Τι έπαιρνα εις αντάλλαγμα της υπακοής μου;
Η συμπεριφορά σου μού έδειξε για πρώτη φορά στην ζωή, και μάλλον τελευταία, την ματαιότητα. Πόσο μάταιο να περιμένεις συναίσθημα, ανταπόδοση, αναγνώριση. Ε, σκάσε, επί τέλους, να μουρμουρίζεις συνέχεια ότι δέχτηκα όλες τις διαταγές σου. Και τι σημαίνει αυτό; Ότι είχα πειστεί για τα δικά σου συναισθήματα, εάν υπήρχαν; Ή μήπως σήμαινε ότι εγώ έλυωνα για σένα;
Όταν μπροστά στον πνιγμό μάς ρίχνουν σωσίβιο, δεν κυττάμε το σχήμα του. Απλά το αρπάζουμε. Με καταλαβαίνεις, σωσίβιό μου;
Όχι, δεν προσπάθησες να με γιατρέψεις από κανένα ποτό. Ήξερες πολύ καλά ότι χωρίς ποτό, δεν θα δεχόμουνα τίποτε από όσα ήθελες να κάνω. Α, ναι; Ώστε αυτήν θα ήταν η γιατρειά; Να πίνω ποτά με λιγότερο οινόπνευμα;
Επέστρεφα κάθε φορά από την πορεία, από την πορεία στο φως ή το σκοτάδι;, μάλλον στο φως, θα σού εξηγήσω στην συνέχεια γιατί ήταν φως, επέστρεφα έχοντας αποκτήσει σκοπό στην ζωή, λόγον υπάρξεως. Για να σού διηγιόμουνα αυτά που εσύ με διέταζες να κάνω εκεί, σε εκείνον το δρόμο, σε εκείνο το μέρος.
Εκείνες οι πορείες μου ήταν επισκέψεις στο φως. Έλαμπα με κάθε τι που μού συνέβαινε εκεί, έλαμπα από χαρά επειδή θα ερχόμουνα να σού διηγηθώ όσα δοκίμασα για χάρη σου, επειδή εσύ το ήθελες και επειδή καθώς σού περιέγραφα τα γενόμενα, την ίδια στιγμή το σώμα σου γέμιζε ηδονή. Κι ας μην τα άξιζες όλα αυτά.
Εσύ αρνιόσουνα πάντοτε να μού προσφέρεις το παραμικρό συναίσθημα, εντάξει στα λόγια έλεγες ένα σωρό πράγματα, αλλά ήξερα ότι ήταν μόνον λόγια.
Και εκεί; Εκεί που με έστελνες για να σού μεταφέρω πάνω στο σώμα μου την ατμόσφαιρα από εκεί; Εκεί τι συνέβαινε; Εκεί όχι μόνον δεν υπήρχαν συναισθήματα, ούτε καν λόγια δεν υπήρχαν.
Έρωτες; Σιγά! Τον εμετό μου ήθελα να γλύψω. Εσύ μπορείς να το κάνεις; Όχι, ε; Ούτε εγώ. Ούτε εγώ μπορούσα να το κάνω. Αλλά θέλησα να το κάνω. Γι’ αυτό δέχτηκα να κάνω ό,τι με διέταζες να κάνω. Ή για να χρησιμοποιήσω την καταπληκτικής εμπνεύσεως φράση σου, ότι δηλαδή η αγάπη μου για σένα σε διέταζε να με διατάξεις. Και τον έγλυψα. Τον εμετό μου. /Τον έγλυψα/ είναι λάθος. Τον έφαγα. Τον καταβρόχθισα. Τον εμετό μου.
Δεν σού πέρασε ποτέ από το μυαλό να έβρισκες μιά λέξη που να χαρακτήριζε, να περιέγραφε αυτά που με διέταζες να δεχτώ να κάνω; Ε; Όχι, δεν νομίζω να τήν σκέφτηκες. Αυτή ήτανε. Η λέξη. Σού την είπα πριν. Εμετός.
Ποτέ δεν θυμόμαστε την τελετή που παραδινόμαστε. Όχι, όχι δεν γίνεται σιγά σιγά αυτό. Υπάρχει πάντοτε μία συγκεκριμένη στιγμή, ένα συγκεκριμένο ποτήρι, στην ατέλειωτη σειρά των ποτηριών, που λες ότι από εδώ και πέρα αρχίζει ο παράδεισος. Οι άλλοι το λένε κόλαση, αλλά εμείς που πίνουμε το λέμε ευτυχία παραδεισένια. Όμως ποτέ δεν θυμόμαστε το συγκριμένο ποτήρι, την συγκεκριμένη στιγμή. Ένα απόγευμα ξυπνάμε και μπροστά στον τρόμο της νυκτός ξέρουμε ότι είμαστε αιχμάλωτοι/αιχμάλωτες του ποτού και τότε χαμογελούμε.
Ομολογώ ότι ο άνθρωπος που με περίμενε στον δρόμο, εκείνον τον ατέλειωτον δρόμο, ατέλειωτον επειδή ήταν κυκλικός και αυτός με συναντούσε όχι σε προκαθορισμένο σημείο, παρά παραμονεύοντας σε τυχαία σημεία και αρπάζοντάς με, λέω ότι ομολογώ ότι εύρισκα εκείνον τον άνθρωπο εντυπωσιακής εμφανίσεως. Και η πρώτη σκέψη στην πρώτη θέα του ήταν: ποιό ήταν το κριτήριό σου που εσύ τόν διάλεξες. Ε; Είχες υποκύψει στην γοητεία του;
ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Τον ερωτεύτηκες.
Έλα, μωρό μου, μη λες ανοησίες. Δεν ερωτευόμαστε κάθε εμφανίσιμο άτομο που συναντάμε, ακόμη και εάν έχουμε ικανοποιήσει τους βαθύτερους, τους βαθύτατους, τους μύχιους πόθους αυτού του ατόμου. Εγώ δεν γοητεύτηκα. Αλλά εσύ;
Μη μου λες ότι ήταν τυχαία η επιλογή σου. Αφού φοβόσουνα μήπως τον ερωτευτώ, γιατί διάλεξες τον Ερμή του Πραξιτέλη; Ε; Σού άρεσε, λοιπόν, το άγαλμα.
Εμένα; Αν μού άρεσε; Είχα ελάχιστες στιγμές στην διάθεσή μου για να το βλέπω. Το άγαλμα. Τον Ερμή σου. Εντάξει, και Ερμή μου. Μία στιγμή στην αρχή, στην συνάντηση, αυτήν την τυχαία, αυτήν την στιγμή της αρπαγής και μιά δεύτερη στιγμή όταν ξεκινούσα να επιστρέψω σε σένα. Στον ενδιάμεσο χρόνο, τον αρκετόν χρόνο, ένα πολύ ευχάριστο στην αφή βελούδο κάλυπτε το πρόσωπό μου. Ανασηκώνονταν, το βελούδο, μόνον μέχρι το ύψος του στόματος. Στα νοσοκομεία, ό,τι και να μάς έχει βρει, μάς βάζουν εκείνο το μπουκάλι με τον φυσιολογικό ορό και μετά η πλαστική σωλήνα ως την φλέβα. Ανασηκώνονταν το βελούδινο κάλυμμα του προσώπου μου μέχρι το ύψος του στόματος για να μου έβαζε εκείνος ο εμφανίσιμος άντρας το ποτό μέσα μου. Τον ορό μου.
Η αναπαράσταση. Το πρόσωπό μου ήταν καλυμμένο έτσι. Το κεφάλι μου σε αυτήν την στάση. Γερμένο προς πίσω. Ναι, εγώ ήμουνα καθισμένη έτσι, σε καρέκλα. Αυτός ανασήκωνε το βελούδο, μέχρι το ύψος του στόματος, να, έτσι, αφού προηγουμένως είχε γεμίσει την χούφτα του με ποτό. Και μού το έριχνε μέσα μου. Το ξέρω ότι θυμάσαι πολύ καλά την περιγραφή που σού έκανα.
Δεν θες να δοκιμάσεις την πράξη και να μην παραμείνεις μόνον στην ηδονή που σού προσέφερε τότε η περιγραφή; Ε; Όχι, ε; Πολύ καλά. Παίρνω μόνη μου το μπουκάλι, χύνω ποτό στην χούφτα μου και… Είδες πώς γίνεται; Ναι, ναι, ναι. Από τότε απέκτησα την συνήθεια της αναμίξεως του δέρματος με ποτό.
Δεν ενδιαφέρθηκες ποτέ πραγματικά για μένα, αλλά ούτε κι εγώ ενδιαφέρθηκα ποτέ πραγματικά για σένα. Γιατί εκπλήττεσαι; Είμαι βέβαιη ότι το διαισθανόσουνα. Εσύ με χρησιμοποίησες για να παίξεις. Με έστελνες σε αποστολές χαράς και λύπης μαζί, ώστε μετά να επιστρέφω, να σού διηγούμαι, και να ηδονίζεσαι με τις περιγραφές. Κι εγώ σε χρησιμοποίησα. Όταν μού πρότεινες αυτές τις πορείες του χαμού μου, είχα πολλούς λόγους να σε απέρριπτα. Όμως είχα, συνειδητοποίησα ότι είχα, την θεϊκή ευκαιρία να έσβυνα κάθε δική μου επιθυμία. Υποταγή στην επιθυμία του άλλου, των άλλων. Ο μόνος τρόπος για την δική μου ισορροπία. Η δύναμη του ποτού ποτέ δεν νικιέται. Μόνον εξισορροπείται.
Ο μηχανισμός μου. Κάθε σταγώνα ποτού ζυγίζονταν, καταγράφονταν, και έμπαινε στο αίμα μου. Αλλά για κάθε σταγώνα ποτού που απολάμβανα, ήξερα, είχα δεχτεί, είχα αποφασίσει, είχα παραδώσει την εαυτή μου στις ορέξεις τις δικές σου, οι οποίες ορέξεις δικές σου με έστελναν στις ορέξεις του εμφανίσιμου άντρα, ναι, ναι, του αγάλματος, και επειδή οι ορέξεις, οι δικές σου και του άλλου δεν ήταν καθόλου φτηνές, τις πλήρωνα ακριβά με το σώμα μου, πραγματοποιούσα την ισορροπία μου. Και περιόριζα τις υπερβολές του ποτού. Για να πιώ τόσο, θα πονέσω τόσο. Όσο αντέχω να πονέσω, τόσο θα πιώ.
Όχι, δεν τον ερωτεύτηκα. Τι μ’ ένοιαζαν εμένα οι έρωτες; Έναν μηχανισμό ελέγχου. Αυτό ζητούσα. Κάθε φορά που η επιθυμία του ποτού γίνονταν πλημμυρίδα, φουσκοθαλασσιά, τόν επισκεπτόμουνα, ικανοποιούσα τις ορέξεις του, και σε αντάλλαγμα είχα στην διάθεσή μου μιά ελεγχόμενη ποσότητα ποτού.
Μπορείς να φύγεις με ήσυχη την συνείδηση, ακόμη και με υπερηφάνεια. Που βοήθησες να χαλιναγωγήσω το πάθος μου, παραδιδόμενη εγώ στα αχαλιναγώγητα πάθη του και πάθη σου.