μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Σαβίνα Μαγιέ
Sabine Mallet
Γλυκιά ξινίλα
Douce aigreur
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από το γαλλικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση Confessions Gastronomiques, τεύχος 38, Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2000 του οίκου Éditions CRATER/Théâtre en Coulisses, Παρίσι.
Σαμπίν Μαγιέ
«Δεν μπορούμε να το ανεχτούμε αυτό στην γειτονιά.»,
έτσι λένε οι γείτονες όταν μ’ ακούνε να μουγκρίζω και να ουρλιάζω μπροστά στις πόρτες τους, την ώρα που παίρνουν το ορεκτικό τους και όχι μόνο τότε.
Φαίνεται ότι τούς χαλάω τη μόστρα, ότι τούς δυσκολεύω τη χώνεψη να τούς λέω πόσο δυνατά σ’ αγάπησα, και να γυρνάω μπροστά τους κακοντυμένη σαν σουφλέ με τρία λαχανικά που ξεφούσκωσε. Με τα βυζιά και τον κώλο χάλια, χωρίς σχεδόν τίποτα για να σκεπάσω.
Δεν θα με αναγνώριζες.
Πρέπει να πω ότι από τότε που δεν είσαι πιά εδώ τα πράγματα δεν έχουν την ίδια γεύση.
Πρέπει να πω ότι αφού γνώρισα το δέρμα σου το αρμυρόγλυκο που θυμίζει θάλασσα, όλα τ’ αλλά λίγο μ’ ενδιαφέρουν.
Όταν δεν συμπεριφέρεσαι όπως όλος κόσμος, αυτός ο κόσμος σε βρίσκει περίεργη.
Όταν αγαπήσεις μέχρι τα άκρα, δεν σού το συγχωρούνε.
Οι γείτονες λένε ότι δεν κάνει να φωνάζω ανατριχιαστικά πράγματα που κανένας δεν θέλει να ακούσει. Ότι πρέπει να ντρέπομαι, αλλά αυτά που βγαίνουν απ’ το στόμα μου είναι αλήθεια κι αυτοί θέλουν αυτό το δράμα να το ξανακλείσουν στο λαρύγγι μου για πάντα. Πριν με δέσουν και με στήσουν σ’ ένα μουσείο τρελών.
Αλλά δεν είμαι τρελή.
Δηλαδή αγαπάμε και φεύγουμε; Πολύ εύκολο. Χρησιμοποιούμε και μετά το πετάμε. Καταπίνουμε και μετά το φτύνουμε, έτσι δεν είναι;
Δεν θα εκμεταλλευτώ την λησμονιά.
Πως να λησμονήσω εκείνη τη γεύση από αμύγδαλο; Από ώριμο σύκο. Με λίγο, όσο χρειάζεται, τραχιά γεύση, στην άκρη της γλώσσας. Και σπιρτόζικη, εκεί που θα την περίμενες χυμώδη.
Άνοιξα διάπλατα το στόμα και κατάπια και δεν έψαξα τίποτα.
Όταν ήμουνα μικρή, ήθελα να γίνω ή παπάς ή πουτάνα.
Και γιατί; με ρωτούσε η γιαγιά μου.
Για να τρώω αυτό που δεν τρώγεται.
Βέβαια δεν έδινα αυτήν την απάντηση γιατί θα με περνούσε για τρελή.
Συχνά τις Κυριακές, μετά την εκκλησία, μού ζητούσε να τής διαβάσω κάποια από τις συνταγές που ήταν γραμμένες σ’ ένα σπιράλ σημειωματάριο.
Τα μάτια της είχαν πεθάνει πριν πολύ καιρό.
Τα θυμάμαι τα μάτια της, ήτανε σαν σπόρια από καρπούζι τυλιγμένα σε κλωστές από ροζ σάρκα και με κυττούσανε χωρίς να με βλέπουν:
«Εσύ μικρή, αν θες να σ’ ακούνε, αν θες να σε θέλουνε, δεν πρέπει να βάζεις τη καρδιά σου ανάμεσα στα σκέλη σου, ούτε την ψυχή σου πάνω στο τραπέζι. Καλύτερα να καθαρίσεις τα αντίδια. Και μη βάζεις πολύ νερό. Δεν ξέχασες κρεμμύδι; Και τις άκρες απ’ τα σπαράγγια; Βάλε λίγο καρυδέλαιο»…
Και μού έπαιρνε το πρόσωπό μου μέσα στα ρυτιδιασμένα χέρια της, τρομερά απαλά παρά τα χιλιάδες ζαρζαβατικά που είχε ξεφλουδίσει στη ζωή της.
«Μετά θα κάνουμε μιά τάρτα με μαρέγκα και πορτοκάλι για τον αιδεσιμότατο που θα περάσει να μάς ’δεί τ’ απόγευμα. Θα ανοίξεις ένα μπουκάλι λικέρ φράουλα. Γεύσεις θεϊκές»…
Όχι, δεν είμαι τρελή.
Οι τρελοί βγάζουν αφρούς από το στόμα, παραπατάνε, δεν τούς αρέσουν τα τριμμένα καρότα, χέζουν παντού. Τρίβονται όλη τη μέρα πάνω στα καλοριφέρ και τρέμουν τόσο πολύ που δεν μπορούν τίποτα να κρατήσουν στα χέρια τους.
Εγώ μπορώ ακόμα.
Όπως το κάναμε μαζί τόσο συχνά.
Πάνω στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας, μέσα στις μυρουδιές και τους ατμούς, να σιγοβράζουμε μέσα στην ευτυχία, να συγκρίνουμε τις ικανότητές μας, να θαυμάζουμε την αντίθεση από τα δέρματά μας.
Κύττα, τα χέρια μου δεν τρέμουν πλέον.
Μπορώ ακόμη να ξεγυμνώνω, να κόβω, να χαράζω, να ξεφλουδίζω, να σε ζεματίζω τόσο όσο χρειάζεται για να ανακατευτούμε, να ζυμωθούμε, να γεμίσουμε.
Κύττα, σε πασπαλίζω, σε περιχύνω, σε μουλιάζω, σε σβήνω, σε τυλίγω και σε κάνω να ανεβείς, να φουσκώσεις, να πάρεις χρώμα πρώτα σε σιγανή φωτιά και μετά σε δυνατή φωτιά…
Περίμενε, περίμενε, το σερβίρουμε ζεστό…
Όταν αγαπάμε, υπάρχουν συνήθειες που δύσκολα τις χάνουμε.
Όπως το να πεινάμε διαρκώς για το άλλο πρόσωπο ή να θέλουμε να κυττάμε τον ήλιο με τα μάτια του.
Όταν πέθανε η γιαγιά μου, άρχισα να τρέφομαι με σάντουϊτς. Και δεν μπορούσα να μπω σε εκκλησία.
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου… Τούτο εστί το αίμα μου»…
Φυσικά πριν από ’σένα, δεν έκανα τη δύσκολη. Είχα γκόμενους. Ένα σωρό. Γινότανε χαμός.
Κοκκινομάληδες, λευκούς, σε χρώμα καραμέλας, μεγάλα γλυφυτζούρια που κατέληγαν σ’ ένα τίποτα ή που εξατμίζονταν μέσα σε αγκαλιές από άλλες. Καστανές με μεγάλα δόντια ή ξυνισμένες κοντές ξανθιές, όταν βέβαια δεν ήταν από ’κείνες τις γατούλες με τους πεταχτούς κώλους.
Παραείχα ζήσει σ’ αυτό το τοπίο.
Δεν μού πήγαινε.
Υπερβολικό εδώ.
Λειψό εκεί.
Τού ’λειπε αλάτι.
Άγευστο.
Ένα κενό τεράστιο.
Να τα βγάζω πέρα μόνη μου, να περιμένω να γυρίσει ο τροχός, να ζω μόνο με ορεκτικά.
Και μετά μιά μέρα. Εσύ.
Εσύ το πουλάκι μου, το γαριδάκι μου, το κοχυλάκι μου, η αχιβάδα μου, το σουβλάκι μου.
Θεέ μου, πόσο νόστιμο. Πολύ καλό. Σαν να ξαναβρίσκω μιά χαμένη γεύση.
Και ’σύ το ίδιο. Και ’σύ έλεγες ότι ήταν υπέροχο.
Να είσαι εκεί, να σιγοβράζεις στον πάτο, μέσα στη κάψα, μέσα μου ήταν ακριβώς όπως το ήθελες.
Με έλεγες η πικρή σου νεράϊδα, η φλόγα της ζωής σου.
Και πίστευες πραγματικά ότι θα σε άφηνα και ’σένα να φύγεις, χωρίς τίποτα να κρατήσω; Ούτε ένα μικρό αναμνηστικό;
Α, όχι, δεν είμαι τόσο τρελή.
Δεν είχες το δικαίωμα τα σβύσεις τόσο άγρια τη φωτιά, να μ’ εγκαταλείψεις στη μέση του βρασμού…
Ήσουνα σάρκα από τη σάρκα μου, και πολύ περισσότερο που δεν μού έκανες ένα παιδί.
Γιατί ποτέ δεν μού είπες ότι είχες καρδιά εύθραυστη;
Ότι διακινδύνευες για να μού το κάνεις αυτό;
Μπορείς να φανταστείς τι είναι, να κρατάς έτσι τον έρωτά σου νεκρόν στην αγκαλιά; Ξέρεις πόσο βαρύ είναι αυτό, ένας ήλιος παγωμένος;
Ήταν πιο εύκολο απ’ όσο νόμιζα.
Ξαναβρήκα τις χειρονομίες που είχα μάθει απ’ την γιαγιά μου για να ετοιμάσω το ψιλοκομμένο κοτόπουλο μαριναρισμένο σε γάλα καρύδας.
Και μετά άνοιξα διάπλατα το στόμα μου. Και το κατάπια όλο.
Για να κρατήσω τη γεύση, ώστε να μην χρειαστεί να το ξαναδοκιμάσω.
Ήταν σαν πυροτέχνημα, ένα σωρό πράγματα ανακατωμένα. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Αλλά διάπλατα ανοιχτό το στόμα, κι όλα να τα έχω καταπιεί.
Πάλι. Και πάλι.
Και η μυρουδιά επίσης. Πάνω στα δάχτυλα.
Μιά μυρουδιά από χέλι ή από πορτοκάλι παραγινωμένο, μιά μυρουδιά ανακατεμένη με φρέσκα κρεμμύδια που είχα ψάξει επίτηδες να βρω. Για’ σένα αγάπη μου.
Κι αυτό με γέμιζε καλύτερα από κάθε άλλο. Με προστάτευε από το κενό, την σιωπή, το μαύρο, από το τίποτα.
Τότε ήταν που οι νεράϊδες ξέφυγαν από τον πολτό κι άρχισαν να συγκεντρώνονται, να μαζεύουν τα μαλλιά τους μέσα μου.
Αυτό γλιστρούσε πέρα-δώθε, πάνω-κάτω, σ’ όλες τις διευθύνσεις, ξανανέβαινε, τρυπούσε τα μάτια, κατάπινα, ήταν ακόμη εκεί.
Με γέμιζε. Με ολοκλήρωσε.
Για πάντα. Αιωνίως.
Δεν θα ξαναπεινάσω πιά.
Κι όταν θα με κλείσουν, δεν θέλω να μού φέρουν πορτοκάλια.
Δεν θα ξαναπεινάσω πιά.
Πάντως άμα ροδίσει και ψηθεί, ο πούτσος δεν πέφτει βαρύς.
Από το κορμί σου αγάπη μου, μιά μπουκιά έφαγα μόνον, κι έφαγα και λίγο από το γαρνίρισμα, μπιζέλια με κρέμα.
Ναι, ξέρω. Τα σιχαίνεσαι, τα μπιζέλια…