"Φτελιά" ένα ποίημα της Σύλβιας Πλαθ

μανία θεάτρου

κανένας, ούτε ακόμη η βροχή, δεν έχει τόσο μικρά χέρια

nobody, not even the rain, has such small hands

E E Cummings

Σύλβια Πλαθ Sylvia Plath

Φτελιά

Elm

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη

Το ποίημα μιλά για την απώλεια του έρωτα. Η φτελιά είναι μιά γυναίκα.

Σύλβια Πλαθ

(ΗΠΑ 1932 – 1963)

Elm

I know the bottom, she says. I know it with my great tap root;

It is what you fear.

I do not fear it: I have been there.

Is it the sea you hear in me,

Its dissatisfactions?

Or the voice of nothing, that was you madness?

Love is a shadow.

How you lie and cry after it.

Listen: these are its hooves: it has gone off, like a horse.

All night I shall gallup thus, impetuously,

Till your head is a stone, your pillow a little turf,

Echoing, echoing.

Or shall I bring you the sound of poisons?

This is rain now, the big hush.

And this is the fruit of it: tin white, like arsenic.

I have suffered the atrocity of sunsets.

Scorched to the root

My red filaments burn and stand, a hand of wires.

Now I break up in pieces that fly about like clubs.

A wind of such violence

Will tolerate no bystanding: I must shriek.

The moon, also, is merciless: she would drag me

Cruelly, being barren.

Her radience scathes me. Or perhaps I have caught her.

I let her go. I let her go

Diminshed and flat, as after radical surgery.

How your bad dreams possess and endow me.

I am inhabited by a cry.

Nightly it flaps out

Looking, with its hooks, for something to love.

I am terrified by this dark thing

That sleeps in me;

All day I feel its soft, feathery turnings, its malignity.

Clouds pass and disperse.

Are those the faces of love, those pale irretrevables?

Is it for such I agitate my heart?

I am incapable of more knowledge.

What is this, this face

So murderous in its strangle of branches?

Its snaky acids kiss.

It petrifies the will. These are the isolate, slow faults

That kill, that kill, that kill.

Φτελιά

Ξέρω τον πυθμένα, λέει εκείνη. Τον ξέρω από την μεγάλη χοντρή μου ρίζα.

Αυτόν φοβάσαι.

Εγώ δεν τον φοβάμαι: εγώ ήμουνα εκεί.

Είναι η θάλασσα που ακούς μέσα μου,

οι απογοητεύσεις της;

Ή η φωνή του τίποτα που ήσουνα εσύ, η τρέλα;

Ο Έρωτας είναι σκιά.

Ο τρόπος που ξαπλώνεις και κλαις γι’ αυτόν.

Άκου: αυτές είναι οι οπλές του, έφυγε σαν άλογο.

Όλη νύχτα θα καλπάσω έτσι, ορμητικά,

μέχρι που το κεφάλι σου γίνει μιά πέτρα, το μαξιλάρι σου λίγο χορταριασμένο χώμα,

που αντηχεί, αντηχεί.

Ή να σού φέρω τον ήχο των δηλητηρίων;

Αυτό τώρα είναι βροχή, η μεγάλη σιωπή.

Κι αυτό είναι ο καρπός της: λευκό του τσίγκου, σαν το αρσενικό το δηλητήριο.

Έχω υποφέρει τη φρίκη των δειλινών.

Κατακαμένη μέχρι τη ρίζα

Τα κόκκινα νήματά μου καίγονται κι αντέχουν, ένα συρμάτινο χέρι.

Διαλύομαι τώρα σε κομμάτια που πετάνε σαν ραβδιά.

Άνεμος με τέτοια βία

δεν θ’ ανεχτεί τίποτα να στέκεται: πρέπει να ουρλιάξω.

Η σελήνη, επίσης, είναι ανελέητη: θα με σύρει

σκληρά, επειδή είναι στείρα.

Η ακτινοβολία της με πληγώνει. Ή μάλλον εγώ την έχω πιάσει.

Την αφήνω να φύγει. Την αφήνω να φύγει

πετσοκομένη κι επίπεδη, σαν μετά από εκτεταμένη εγχείρηση.

Πόσο τα άσχημα όνειρά σου με κατέχουν και με σχηματίζουν.

Μέσα μου κατοικεί μιά κραυγή.

Τις νύχτες φτερουγίζει

ψάχνοντας, με τ’ αγκίστρια της, για κάτι ν’ αγαπήσει.

Τρομάζω μ’ αυτό το σκοτεινό πράγμα

που κοιμάται μέσα μου.

Όλη μέρα αισθάνομαι τα απαλά, φτερωτά στριφογυρίσματά του, τον δόλο του.

Σύννεφα περνούν και διαλύονται.

Είναι αυτά οι όψεις της αγάπης, αυτά τα ωχρά ανεπανόρθωτα;

Γι’ αυτά είναι που ταράζω την καρδιά μου;

Είμαι ανίκανη για περισσότερη γνώση.

Τι είναι αυτό, αυτό το πρόσωπο

τόσο δολοφονικό με τα στραγγαλιστικά κλαδιά του;

Το φιδίσιο του όξινο φιλί.

Πετρώνει την θέληση. Αυτά είναι τα ξεχωριστά, αργά λάθη

που σκοτώνουν, σκοτώνουν, σκοτώνουν.