μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Σιμόνα Βίντσι
Simona Vinci
δωμάτιο 411
stanza 411
(αποσπάσματα)
Σιμόνα Βίντσι (1970-)
μετάφραση Ι.Φ. Η μετάφραση έγινε από το ιταλικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση Stanza 411 του οίκου Einaudi, 2018.
Αυτό είναι το δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Ξενοδοχείο Νατσιονάλε, πλατεία Μόντε Tσίτοριο, Ρώμη.
Ο αριθμός του δωματίου είναι 411.
Κι αυτό είναι το σώμα μου, μέσα στον καθρέφτη. Ένας καθρέφτης διαφορετικός από αυτόν που με βλέπω κάθε πρωΐ: στο μέσα μέρος από την πόρτα ενός ντουλαπιού που κρέμεται στον τοίχο. Αυτός εδώ ο καθρέφτης είναι μεγάλος. Το φως με φωτίζει από πίσω από την πλάτη μου και βλέπω μόνον την άκρη της σιλουέτας μου. Αυτή που βλέπω είναι μιά γυναίκα. Απλά μιά γυναίκα.
Είναι όμορφη;
Ή μήπως άσχημη;
Αναζητώ ένα ουδέτερο – εάν είναι δυνατόν να βρεις ένα ουδέτερο βλέμμα για να παρατηρήσεις το ίδιο σου το σώμα – καθαρίζω το βλέμμα, αφαιρώ τις βρωμιές, τις ερωτήσεις, τις αβεβαιότητες, τα συμπλέγματα που έχω από την εφηβεία μου όπως όλοι οι άνθρωποι – κι από ακόμη πιο πριν, από την παιδική μου ηλικία.
Αυτό που βλέπω στον καθρέφτη του δωματίου του ξενοδοχείου είναι το σώμα μιάς γυναίκας. Έτσι που το παρατηρώ, με φως που δεν δείχνει τις λεπτομέρειες, παρά μόνον την σιλουέτα, μού φαίνεται ένα σώμα μικρό. Λεπτές γάμπες, τόσο λεπτές που δεν ενώνονται μεταξύ τους.
Το σώμα μου είναι φιαγμένο από κόκκαλα, μυς, νεύρα. Γαλάζιες φλέβες, ένα δίκτυο ποταμών με διαπερνά. Κι αυτές εδώ οι φλέβες που είναι ανάγλυφες, ταπετσαρία μυστική, που μπορείς να τήν δεις μόνον εάν βγάλεις τα ρούχα. Μέσα στις φλέβες το αίμα. Κι ακόμη πιο βαθιά – φαντάσου το νυστέρι του χειρουργού που κόβει με πείρα – πιο κάτω βαθιά τα όργανα. Κάτω από το αριστερό στήθος, λίγο πιο μεγάλο –και γι’ αυτό λίγο πιό μισητό – από το δεξί, βρίσκεται η καρδιά.
Μέσα στο δωμάτιο 411 υπάρχουν λίγα πράγματα. Μιά βαλίτσα. Δική μου. Ο δικός σου μαύρος σάκος. Τα ρούχα που φορούσαμε σήμερα είναι κρεμασμένα στις κρεμάστρες και στην ράχη μιάς πολιθρόνας.
Είμαστε δύο.
Εσύ είσαι ένας άντρας.
Κι εγώ είμαι μιά γυναίκα.
Τους άντρες τους διαλέγω με βάση τον πούτσο τους. Να έχει αυτό που ακριβώς θέλω. Σωστό μέγεθος, σωστό σχήμα, σωστή διάσταση. Και να ξέρουν, οι άντρες, να γαμάνε. Πρέπει να είναι δυνατοί και να μην δίνουν πολλή σημασία στα προκαταρκτικά τα οποία ποτέ δεν με ενθουσίασαν. Άχρηστα λόγια που μόνον μπερδεύουν. Σού λέω την αλήθεια. Σού λέω την γυμνή αλήθεια, την σκληρή, ενοχλητική αλήθεια. Πάντοτε με παραξένευαν οι άντρες με τους οποίους είχα μια σχέση και μετά τους είχα παρατήσει επειδή δεν είχαν αυτά που ήθελα, με παραξένευαν όταν αυτοί εύρισκαν μιά γυναίκα και αισθανότανε ευτυχισμένοι μαζί της. Τίς κυττούσα αυτές τις γυναίκες και προσπαθούσα να ανακαλύψω το μυστικό τους, να καταλάβω ποιο ήταν το σημείο, στο σώμα ή το μυαλό του άντρα που τις γοήτευε, ενώ εμένα μου φαινότανε αυτός ο άντρας λίγος.
Την πρώτη φορά που ερωτεύτηκα ήμουνα δεκάξη ετών. Δεν ήξερα τίποτε στα δεκάξη μου. Την πρώτη φορά που μού βάλανε έναν πούτσο στο στόμα νόμιζα ότι θα πνιγόμουνα. Η ηδονή. Ο πόνος. Η γλύκα. Σ’ εκείνο υπήρχαν δύο ανάποδες κινήσεις: τρυφερότητα και απόρριψη, επιθυμία και βία: ήταν όμοιος με εμένα, ίσως γι’ αυτό δεν μπορούσα να αγαπήσω την εαυτή μου.
Έπειτα, αποφάσισα ότι όλους τους άντρες που θα έχω, θα τους διάλεγα μόνον για να είναι σκλάβοι μου. Το βασικό ήταν να είναι δυνατές μηχανές και να μπορώ να τους ελέγχω σύμφωνα με τις απαιτήσεις μου. Και να είναι άδειοι. Για να γεμίζουν με τα λόγια μου, με τις φαντασιώσεις μου. Δεν υπήρχε πλέον ο έρωτας στην ζωή μου. Τον είχα διώξει για πάντα. Δεν επέτρεπα σε κανέναν να με αγγίξει βαθιά στην ψυχή μου.
Αυτά που σκεφτόμουνα ήταν αλήθεια και την ίδια στιγμή ήτανε ψέματα. Ο έρωτας μεταμφιέζεται, σε πείθει ότι είναι κάτι άλλο.
Χρησιμοποίησέ με. Είμαι αρκετά δυνατή. Μπορώ να είμαι όλα όσα θέλεις να είμαι. Είχα σκεφτεί αυτά τα λόγια, αλλά δεν τα είπα, συνέχιζα να καπνίζω και σφίγγω το μπουρνούζι πάνω στο γυμνό μου σώμα, περιμένοντας μιά δικιά σου κίνηση, ένα δικό σου πλησίασμα, μιά δικιά σου λέξη.
Δεν θυμάμαι τι φάγαμε, πού φάγαμε, θυμάμαι μόνο ότι ήτανε μιά ταβέρνα κοντά στο ξενοδοχείο και ήπιαμε κόκκινο κρασί που το διάλεξα εγώ. Περπατούσαμε σαν μεθυσμένοι, παρ’ όλο που δεν είχαμε πιεί πολύ.
Όταν επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, γίναμε σοβαροί. Πλησιάσαμε μεταξύ μας, άντρας και γυναίκα, όχι δυό ερωτευμένοι έφηβοι. Με πήρες κι εγώ σε άφησα να με πάρεις. «Κάνε με ό,τι θες» σού είπα και γονάτισα πάνω στο κρεβάτι και βύθισα το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι, τα χέρια μου διπλωμένα πίσω στην πλάτη μου. Κάνε με ό,τι θες. Ξέχνα ποια είμαι, ξέχνα τα λόγια μου, τα γράμματα που σού έστειλα, το όνομά μου, ξέχνα τα όλα. Αυτό είναι το σώμα μιάς γυναίκας, μπορείς να το πάρεις, να το κάνεις ό,τι θες. Αυτό είναι το σεξ: ένα γυμνό δωμάτιο, απρόσωπο σε μιά πόλη άγνωστη. Μιά σελίδα λευκή. Ένας χαρακτήρας μιάς αλφαβήτου που κανένας δεν γνωρίζει.
Σ’ ένα από τα πρώτα η-μέϊλ σού είχα γράψει να βρισκόμασταν χωρίς να βλέπουμε. Όποιος έφτανε πρώτος, έσβυνε όλα τα φώτα και περίμενε στο σκοτάδι. Θα αγγιζόμασταν όπως κάνουν οι τυφλοί, θα μυρίζαμε ο ένας τον άλλον όπως κάνουν τα σκυλιά. Αλλά τελικά δεν το κάναμε. Συναντηθήκαμε όπως όλος ο κόσμος. Με περίμενες στον σταθμό. Πριν ακόμη σταματήσει το τραίνο, είχα συναντήσει από το παράθυρο το βλέμμα σου καθώς στεκόσουνα ακουμπώντας σε μια κολώνα, κατάλαβα από το βλέμμα σου ότι εσύ ήσουνα που θα συναντούσα, παρ’ όλο που δεν σε είχα ξαναδεί.
Κανένα άλλο μέρος στον κόσμο δεν σε κάνει να αισθανθείς τόση ελευθερία, όσο ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Ένας χώρος γυμνός, χωρίς προσωπικότητα. Μπαίνεις σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και ξεγυμνώνεσαι εντελώς. Μένει μόνον η ουσία σου.
Μόλις έχω κάνει ένα μπάνιο, για πολύ ώρα, κεριά αναμμένα, αφρός αρωματισμένος. Καθώς γλυστρούσα μέσα στο νερό, παρατηρούσα το σώμα μου: τα γόνατα, τα μπούτια, τους αστραγάλους. Έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω για να μπει το νερό στα αυτιά μου, στην μύτη, στο στόμα. Έπειτα μπροστά στον καθρέφτη μακιγιάρομαι ως την τελειότητα.
Μού ήταν αρκετό να κυττώ το στόμα σου, τα χέρια σου, για να ξεχνώ τα πάντα. Περίμενα τον ήχο της φωνής σου, όπως το ξερό χώμα την βροχή. Με σεβασμό, άπλωνα την γλώσσα προς εσένα για να πιώ κάθε συλλαβή σου, κάθε σταγώνα από το σπέρμα σου, κάθε σταγώνα από τον ιδρώτα σου. Αυτό το κρεβάτι είναι το νησί κι εμείς οι δύο ναυαγοί που βρήκαμε εκεί καταφύγιο.
Και σού το είπα. Σού το είπα με ευγένεια, προσπαθώντας να χαμογελάσω, σού το είπα δέκα, είκοσι, εκατό φορές, αλλά εσύ δεν ήθελες να μ’ ακούσεις. Κάθε φορά που σού έλεγα: καλύτερα να μην βρεθούμε αύριο, έχω ανάγκη να μείνω μόνη, εσύ μού απαντούσες ότι δύο που αγαπιούνται πρέπει να είναι μαζί, όσο πιό πολύ μπορούνε, μού έλεγες ότι την επομένη εγώ δεν εργαζόμουνα και εγώ σού έλεγα ότι ναι, δεν εργαζόμουνα, αλλά ήθελα να μείνω μόνη. Κι επειδή επέμενες, σού μίλησα με δυνατή φωνή, με σαρκασμό και θυμό. Εσύ χτύπησες το χέρι στο τραπέζι και ούρλιαξες να σταματήσω. Έπειτα από κάποια ώρα, πήρα το μπουκάλι με την βότκα και ήπια μιά γουλιά. Έκανε τρομερή ζέστη, εκείνο το βράδυ, καθόμουνα στο περβάζι του παράθυρου και σε τράβηξα κοντά μου. Το σάλιο από την γλώσσα σου ανακατεύονταν με τον ιδρώτα του δέρματός μου, καθόμουνα στο περβάζι, το κεφάλι μου γερμένο προς τα πίσω, τα πόδια μου γύρω από την μέση σου. Ο θυμός για μιά στιγμή είχε φύγει, είχαν φύγει όλα, εκτός από τα σώματά μας, το ένα γύρω από το άλλο, το ένα μέσα στο άλλο.
Τι είναι αυτό που συμβαίνει πάνω στο σώμα μου; Τι είναι αυτό που γίνεται όταν το σώμα μου βρίσκεται μέσα στα χέρια σου, όταν βρίσκεται κάτω από το βάρος της σάρκας σου, κάτω από το βάρος των λέξεών σου, από το βάρος του βλέμματός σου; Το σώμα μου μετασχηματίζεται, σαν πλαστελίνη που πλάθεται μέρα με την μέρα, στιγμή προς στιγμή, ανάμεσα σε εμένα και εκείνον δεν υπάρχει πλέον κανένα δέσιμο, μόνον μία μάχη ανάμεσα στα κύτταρα του εγκεφάλου και τα κύτταρα όλου του άλλου σώματος.
Χρησιμοποίησε με.
Αυτό ακριβώς.
Μπορείς να το κάνεις, χρησιμοποίησέ με.
Πάρε με σαν μιά οποιαδήποτε, σαν κάποια για την οποία δεν σε νοιάζει. Σαν πουτάνα που την βρήκες στον δρόμο. Σαν μιά τέτοια. Σαν αυτές που συναντάς τις νύχτες. Πώς το ξέρω; Δεν ξέρω. Κι όμως το ξέρω. Ξέρω ότι είσαι τέτοιος άντρας, γρήγορα το κατάλαβα. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα ήξερα ότι είσαι ο άντρας για πουτάνες, για μπουρδέλα. Ο άντρας που πληρώνει, που βγάζει το πορτοφόλι του και δεν φοβάται, ούτε ντρέπεται να ζητήσει αυτό που θέλει. Κι όλα αυτά είναι τόσο πολύ στο αίμα σου, αυτό δεν το θεωρείς απιστία. Το ήξερα από την πρώτη στιγμή και ήξερες ότι το ήξερα. Κι όμως, τριγυρίζαμε γύρω από αυτό το ζήτημα σαν δύο που τριγυρίζουν τον κρατήρα του ηφαιστείου.
Μιά φορά σού ζήτησα να μ’ αφήσεις να σε δω να κάνεις έρωτα με μιά άλλη γυναίκα. Ήταν στην αρχή που γνωριστήκαμε. Καθόμασταν σε ένα μπαρ. Με κύτταξες για κάποιες στιγμές χωρίς να λες τίποτε. Προσπαθούσες να καταλάβεις τι κρύβονταν πίσω από αυτό που σού ζήτησα με πολύ αθώο ύφος. Στο τέλος μου είπες: αν το θες, ναι. Και μετά σταματήσαμε να μιλάμε.
Αυτό που σού ζήτησα άνοιξε μιά πόρτα. Πολύ καιρό μετά, συνειδητοποίησα ότι δεν είχες καταλάβει γιατί σού το ζήτησα, εσύ νόμισες ότι εγώ ήθελα να κάνω κακό σ’ εμένα την ίδια, νόμισες ότι ήθελα να εξευτελιστώ, ότι ήθελα να πονέσω βλέποντάς σε πάνω σ’ ένα άλλο σώμα. Τι ακριβώς εσύ ήθελες εκείνη την στιγμή, δεν είμαι βέβαιη ότι το ξέρω. Θα προσπαθήσω να το πω τώρα, τώρα που είσαι μακριά και μπορώ να μιλήσω χωρίς φόβο να παρεξηγηθώ, να ακρωτηριαστώ. Ήθελα δυό πράγματα αντίθετα: να σού δείξω ότι ένας βαθύς έρωτας σαν κι αυτόν που αισθανόμουνα για ’σένα, δεν μπορούσε να διαταραχτεί από κάτι τέτοιο, από μιά άλλη παρουσία, από ένα άλλο σώμα. Το να είμαι μαζί σου σήμαινε εγώ να είμαι εσύ. Και ήθελα να με έβλεπα. Να έβλεπα εμένα την ίδια. Σαν μιά γυναίκα άγνωστη, ένα σώμα άγνωστο, ένα σώμα οποιοδήποτε που θα μπορούσε να ήταν το δικό μου. Ήθελα να με έβλεπα από μακριά για να με καταλάβαινα. Ήθελα να έμπαινα στο δέρμα μιάς άλλης, να γέμιζα το δέρμα αυτό με τις δικές μου αισθήσεις, να έκανα δικό μου το ξένο δέρμα, να έκανα δικό μου το ξένο μουνί. Ήθελα να απομακρυνόμουνα από εμένα την ίδια, ώστε τελικά να μάθω κάτι για ’μένα.
Έχω φανταστεί όλες αυτές τις γυναίκες, τις έχω δει. Ξέρω την όψη και την γεύση από το δέρμα τους, το σχήμα των χειλιών τους, τα σχήμα από τα νύχια τους, ξέρω τα πάντα γι’ αυτές, πώς σού μιλούσανε καθώς τις πηδούσες, πώς κουνιόντουσαν, ξέρω το χρώμα των ματιών τους, το χρώμα των μαλλιών τους.
Ξέρω τα πάντα.
Και τίποτε δεν ξέρω.
Εικόνες στο μυαλό μου που με τυραννούνε.
Χρησιμοποίησε με, σού είπα την πρώτη νύχτα, καθώς έμπαινες μέσα μου δυνατά, το μάγουλό μου κολλημένο στο μαξιλάρι και τα δάχτυλά μου σφιγμένα πάνω στο σεντόνι. Χρησιμοποίησέ με. Αλλά εσύ δεν είχες καταλάβει. Για το σεξ, σού μιλούσα. Εδώ. Ο πούτσος σου που φουσκώνει και πρέπει να αδειάσει. Γι’ αυτό το συγκεκριμένο σού μιλούσα κι εσύ κατάλαβες ότι σού μιλούσα για την ζωή. Σού είπα να πάρεις ό,τι σού φαίνονταν χρήσιμο, αλλά όχι αυτό, αυτό δεν σού το προσέφερα. Αυτό δεν μπορώ να το προσφέρω σε κανέναν, αλλά και όταν το προσφέρουμε, κι όλοι το κάνουμε αυτό, το κάνουμε για πλάκα, μόνον για πλάκα.
Ίσως η σεξουαλική έλξη που νοιώθω για σένα να προέρχεται από το γεγονός ότι είσαι ο άντρας που είχε πολλές γυναίκες. Τις νοιώθω πάνω στα χέρια σου αυτές τις άλλες, πάνω στις άκρες των δαχτύλων σου, πάνω στην γλώσσα σου, πάνω στο πουτσοκέφαλό σου. Είσαι ένας άντρας συνηθισμένος να πηδάει πουτάνες και να πληρώνει γι’ αυτό. Το σεξ για σένα ένα εμπόρευμα. Κάτι που αγοράζεται. Σε διεγείρει να ξεφτιλίζεις. Κι εμένα μ’ αρέσει αυτό το παιχνίδι.
Μ’ αρέσει να παρατηρώ την γαλάζια φλέβα στο μηνίγγι σου καθώς είσαι πάνω μου. Το σώμα μου είναι ένα αδιάφορο σάρκινο στρώμα, δεν έχει σημασία εάν είμαι εγώ ή κάποια άλλη. Το βλέμμα σου είναι συγκεντρωμένο στο σημείο εκείνο όπου ο πούτσος σου και το μουνί μου ενώνονται. Δεν με κυττάζεις στα μάτια κι αυτό μ’ αρέσει. Αλλά κι εσύ δεν είσαι τίποτε για ’μένα. Κι εγώ σε χρησιμοποιώ, όπως κι εσύ με χρησιμοποιείς. Η διαφορά είναι ότι εσύ δεν το ξέρεις.
Σε κυττάζω καθώς είσαι επάνω μου και σκέφτομαι ότι φαίνεσαι γελοίος. Όλοι οι άντρες είναι γελοίοι. Παίρνετε πολύ στα σοβαρά τους εαυτούς σας. Αυτή η συσσώρευση αίματος σ’ αυτό το πολύ μικρό σημείο του σώματός σας, ’σάς γεμίζει με υπερηφάνεια και αυτοπαρατήρηση, είστε τόσο συγκεντρωμένοι σ’ αυτό, που δεν καταλαβαίνετε την αυτοειρωνεία. Για να πηδήξετε πρέπει να αυτοσυγκεντρωθείτε και τούτη η αυτοσυγκέντρωση ακυρώνει προσωρινά το μυαλό σας. Και είναι σε αυτές τις στιγμές που εμείς οι γυναίκες σπάμε πλάκα με εσάς. Ακριβώς την στιγμή που νομίζετε ότι είστε οι πιό δυνατοί, ακριβώς εκείνη την στιγμή είστε οι πιό αδύνατοι.
Αναρωτιέμαι, αυτή ήταν η στιγμή ακριβώς που άρχισα να σε μισώ; Η στιγμή ακριβώς, που δίπλα στον έρωτα, εμφανίστηκε η κρυφή πλευρά σου; Δεν καταφέρνω να θυμηθώ. Δεν είναι μιά συγκεκριμένη στιγμή, είναι μια ολόκληρη σειρά από στιγμές που έσταζαν η μία μετά την άλλη. Ένα παγωμένο βλέμμα που άλλαξε μονομιάς την έκφρασή σου. Λοιπόν, ναι, θυμάμαι. Θυμάμαι μιά από τις πρώτες στιγμές. Είμασταν στο κρεβάτι κι εγώ ήμουνα πάνω σου, τα μαλλιά μου έπεφταν στο πρόσωπό σου, στην πλάτη σου, τα παραμέρισες με μιά χειρονομία που έδειχνε ενόχληση, προσπάθησες να τα μαζέψεις πίσω από τον λαιμό μου, να τα δέσεις εκεί. Εγώ συνέχισα να κινούμαι πάνω σου. Εσύ μ’ έπιασες από τα πλευρά μου κι άρχισες να κινείσαι πιο γρήγορα, εγώ γέλασα, έφυγα από πάνω σου, συγνώμη, σού είπα, θέλω να κάνω πιπί. Ήταν εκείνη την στιγμή που άλλαξε το βλέμμα σου. Ανασηκώθηκες, ο θυμός έκανε την φωνή σου να τρέμει. Έτσι, χωρίς καμιά αιτία. Τουλάχιστον εγώ δεν έβλεπα αιτία, δεν καταλάβαινα τίποτε, μόνον ένοιωθα μιά τεράστια απόσταση που άνοιγε ανάμεσά μας, μια παράλογη άβυσσος, σαν σχίσμα από σεισμό, όπου μέσα του δεν φαίνονταν τίποτε άλλο, παρά σκοτάδι.
Και, λοιπόν, επέστρεψα εδώ. Αυτό είναι το μέρος. Ήταν πάντοτε έτσι: ένα μπαρ κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, μέσα σε μιά στοά, με τα τραπέζια αρκετά μακριά το ένα από το άλλο για να μπορούν οι πελάτες να μιλάνε χωρίς να ακούγονται. Εδώ υπάρχει ένας καθρέφτης που ακόμη διατηρεί την αντανάκλασή μου, ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, τα μαλλιά ανακατεμένα από τον άνεμο και τα μάτια κόκκινα. Μέσα σ’ αυτήν την στοά με τις τετράγωνες, γκρίζες κολώνες, κάτω από στρογγυλά φώτα σαν πανσέληνους, μεταλλικά τραπεζάκια γεμάτα δαχτυλιές και κίτρινες πλαστικές καρέκλες. Τώρα, γεμάτα από τουρίστες, οικογένειες βόρειες με πιτσιρίκια όλα όμοια μεταξύ τους που τρώνε πίτσα και παγωτό, άντρες μεσήλικοι που πίνουν καπουτσίνο. Κανένας τους δεν ξέρει για εμάς. Για εμένα. Για εσένα. Κανείς, εκτός του καθρέφτη, δεν ξέρει για τα δάκρυά μου ένα απόγευμα, αργά, αρχές Δεκεμβρίου, όταν ξαναβρεθήκαμε μετά από μήνες σιωπής κι εσύ τα σκούπισες με το δάχτυλο, ενώ εγώ σού ομολογούσα ότι είχα επιστρέψει στον άντρα που είχα πριν από εσένα. Δεν υπάρχει κάτι για να συγχωρήσω, είπες. Κι εσύ, μάλλον, είχες επιστρέψει σε εκείνη που ήταν πριν από εμένα. Τώρα δεν έχει καμία σημασία, είπες επίσης. Τα πουλιά πετούν σαν σύννεφα μαύρα πάνω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Το τραίνο μου θα φύγει σε λίγο και θα μείνεις μόνος. Αυτή είναι η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε στην Ρώμη. Σε παρακάλεσα να μην με συνοδεύσεις μέχρι τις γραμμές κι εσύ με φίλησες χωρίς να πεις τίποτε, έπειτα απομακρύνθηκες χωρίς να γυρίσεις να κυττάξεις.
Εάν δεν είχα αυτόν τον έρωτα, δεν είχα ποτέ γνωρίσει τον έρωτα, λέω μέσα μου. Αλλά εάν δεν είχα αυτόν τον έρωτα, δεν θα είχα καμία τύψη, δεν θα υπήρχε καμιά ανάμνηση που θα μπορούσε να με πλήγωνε τόσο βαθιά. Εάν δεν είχα γνωρίσει αυτόν τον έρωτα, και άρα εάν δεν είχα γνωρίσει εσένα, θα ήμουν πιο ελεύθερη ή λιγότερο ελεύθερη; Ίσως πολύ απλά θα συνέχιζα να μην ξέρω τίποτε για τον έρωτα. Όμως τώρα ξέρω κάτι. Ξέρω ότι τελειώνει. Ότι απογοητεύει. Ότι εξαπατά. Φθείρει. Εξατμίζεται. Είναι μιά λακούβα με νερό, καθαρό στην αρχή, μετά βρωμίζει. Είναι ένα υγρό φιαγμένο από υγρά του σώματος. Είναι ένα κακό. Μιά γλύκα. Νομίζεις ότι τέλειωσε και μετά επιστρέφει. Είναι άφθαρτος. Παρ’ όλο που ξεφτίζει όλη την ώρα. Ξέρω ότι δεν μπορείς να τόν πιάσεις. Ούτε να μιλήσεις γι’ αυτόν.