μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκυ
(1893-1930)
Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκυ
Γράμμα
στην Τατυάνα Γιακόβλεβα
μετάφραση από το ρωσικό πρωτότυπο
Γιάννη Φαρμακίδη
Τατυάνα Γιακόβλεβα
( 1906-1991)
Το ποίημα γράφτηκε ως ερωτική επιστολή προς την Τατυάνα Γιακόβλεβα η οποία ήταν ρωσίδα και της οποίας η οικογένεια είχε εγκαταλείψει την Ρωσία μετά το 1917 και είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι. Η Γιακόβλεβα ήταν εξαιρετικής ομορφιάς, εργάζονταν ως μανεκέν και αποτελούσε μέρος της ανώτερης παρισινής κοινωνίας. Ο Μαγιακόφσκυ επισκέφτηκε το Παρίσι το 1928 και τήν γνώρισε τυχαία, μέσω κοινών γνωστών. Η γνωριμία μεταβλήθηκε σε αμοιβαίο κεραυνοβόλο έρωτα. Όταν μετά ένα μήνα ο Μαγιακόφσκυ ήταν να επιστρέψει στην Ρωσία, τής έκανε πρόταση γάμου την οποία εκείνη δεν δέχτηκε. Πριν αναχωρήσει από το Παρίσι ο Μαγιακόφσκυ άφησε ένα ποσό χρημάτων σε παρισινό ανθοπωλείο για να στέλνουν στην Γιακόβλεβα λουλούδια κάθε Κυριακή. Ήταν τόσο μεγάλο το ποσό, ώστε το ανθοπωλείο εξακολούθησε να στέλνει λουλούδια αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή. Ο Μαγιακόφσκυ δεν ξανάδε ποτέ την Γιακόβλεβα.
Письмо Татьяне Яковлевой
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΤΑΤΥΑΝΑ ΓΙΑΚΟΒΛΕΒΑ
В поцелуе рук ли,
губ ли,
в дрожи тела
близких мне
красный
цвет
моих республик
тоже
должен
пламенеть.
Я не люблю
парижскую любовь:
любую самочку
шелками разукрасьте,
потягиваясь, задремлю,
сказав -
тубо -
собакам
озверевшей страсти.
Ты одна мне
ростом вровень,
стань же рядом
с бровью брови,
дай
про этот
важный вечер
рассказать
по-человечьи.
Пять часов,
и с этих пор
стих
людей
дремучий бор,
вымер
город заселенный,
слышу лишь
свисточный спор
поездов до Барселоны.
В черном небе
молний поступь,
гром
ругней
в небесной драме,-
не гроза,
а это
просто
ревность двигает горами.
Глупых слов
не верь сырью,
не путайся
этой тряски,-
я взнуздаю,
я смирю
чувства
отпрысков дворянских.
Страсти корь
сойдет коростой,
но радость
неиссыхаемая,
буду долго,
буду просто
разговаривать стихами я.
Ревность,
жены,
слезы...
ну их! -
вспухнут веки,
впору Вию.
Я не сам,
а я
ревную
за Советскую Россию.
Видел
на плечах заплаты,
их
чахотка
лижет вздохом.
Что же,
мы не виноваты -
ста мильонам
было плохо.
Мы
теперь
к таким нежны -
спортом
выпрямишь не многих,-
вы и нам
в Москве нужны
не хватает
длинноногих.
Не тебе,
в снега
и в тиф
шедшей
этими ногами,
здесь
на ласки
выдать их
в ужины
с нефтяниками.
Ты не думай,
щурясь просто
из-под выпрямленных дуг.
Иди сюда,
иди на перекресток
моих больших
и неуклюжих рук.
Не хочешь?
Оставайся и зимуй,
и это
оскорбление
на общий счет нанижем.
Я все равно
тебя
когда-нибудь возьму -
одну
или вдвоем с Парижем.
Владимир Маяковский
1928 год
Ακόμη και μέσα στα φιλιά των χεριών,
ή των χειλιών,
σε σώματα που τρέμουν
λατρεμένα μου
το κόκκινο
χρώμα
της δημοκρατίας μου
επίσης
οφείλει
να καίει.
Δεν μ’ αρέσει
ο παριζιάνικος έρωτας:
κάθε γυναικάκι
στα μεταξωτά τυλιγμένο,
βαριεστημένο, νυσταγμένο
να λέει -
tu es beau -
με της σκύλας
το κτηνώδες πάθος.
Μόνον εσύ με ’μένα
είσαι στο ίδιο ύψος,
στάσου τώρα δίπλα μου
φρύδι με φρύδι,
έλα
σ’ αυτό
το σημαντικό απόγευμα
να μιλήσουμε
ανθρώπινα.
Πέντε η ώρα,
κι απ’ αυτή τη στιγμή
στίχοι
άνθρωποι
το πυκνό δάσος,
εξαφανίζονται μαζί και
η κατοικημένη πόλη,
άκου μόνον
το αντικρουόμενο σφύριγμα
των τραίνων για την Βαρκελώνη.
Στον μαύρο ουρανό
αστραφτερά βήματα,
βροντές
βλασφημούν
στο ουράνιο δράμα, -
δεν είναι καταιγίδα,
αυτό είναι
μόνον
η κάψα που μετακινεί όρη.
Ηλίθιες λέξεις,
μη τις παίρνεις στα σοβαρά,
μη σε τρομάζουν
αυτά τα τραντάγματα, -
θα χαλιναγωγήσω,
θα καταλαγιάσω,
συναισθήματα
αριστοκρατικής καταγωγής.
Το πάθος κάποτε
φτάνει στο τέλος,
αλλά η ευχαρίστηση
ασταμάτητη,
θα είμαι μακρύς,
θα είμαι απλός,
θα μιλήσω με στίχους εγώ.
Ζήλεια,
σύζυγοι,
δάκρυα...
αρκετά!
Πρησμένα βλέφαρα
ταιριάζουν στα τέρατα.
Εγώ δεν νοιάζομαι για ’μένα,
εγώ
ζηλεύω
την Σοβιετική Ρωσία.
Είδα
στους ώμους τα κουρέλια,
τη φυματίωση
να τούς γλύφει
με την ανάσα της.
Εντάξει,
δεν φταίμε εμείς -
όμως εκατό εκατομμύρια
ήταν εξαθλιωμένοι.
Εμείς
τώρα
μ’ αυτές τις αβρές ασχολίες -
με τα σπορ
δεν βοηθάμε πολλούς, -
εσένα κι εμένα
μάς χρειάζονται στη Μόσχα,
δεν υπάρχουν αρκετά
ξεκούραστα πόδια.
Δεν έχεις
στο χιόνι
και στον τύφο
περπατήσει
μ’ αυτά τα πόδια,
εδώ
σε χάδια
τα δίνεις
σε δείπνα
με εμπόρους πετρελαίου.
Δεν σκέφτεσαι,
ζαρώνεις μόνο τα μάτια
ισιώνοντας τα τόξα των φρυδιών.
Έλα ’δώ
έλα στη διασταύρωση
των μεγάλων μου
και αδέξιων χεριών.
Δε θες;
Θα μείνεις και τον χειμώνα,
κι αυτό θα είναι
προσβολή
στη γενική υπόθεση.
Δεν με νοιάζει τίποτε,
εσένα
κάποια στιγμή θα σε πάρω –
μόνη
ή μαζί με το Παρίσι.
Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκυ
1928