"Ο φετιχιστής" Μισέλ Τουρνιέ

μανία θεάτρου

Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.

Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.

Sophie Podolski

Μισέλ Τουρνιέ

Ο φετιχιστής

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη

Η μετάφραση έγινε από το γαλλικό πρωτότυπο των εκδόσεων GALLIMARD του 1997.

Τίτλος πρωτοτύπου: Le Fétichiste

Το έργο ανέβηκε το 2002 σε σκηνοθεσία και ερμηνεία του Γιάννη Φαρμακίδη. Παρακολουθείστε εδώ την παράσταση:

Μισέλ Τουρνιέ

Michel Tournier

Γαλλία (1924 - 2016)

Μισέλ Τουρνιέ

Ο Φετιχιστής

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη

Βόλος 1997

( Ο ήρωας εμφανίζεται στην αρχή του κεντρικού διαδρόμου της αίθουσας και κατευθύνεται προς την σκηνή. Κυττάει ανήσυχα προς τα πίσω του, μετά καθησυχασμένος, χαμογελώντας προς τους θεατές:)

Πολύ ωραία. Μου έχουν εμπιστοσύνη. Τώρα, αυτή τη στιγμή, πίνουν ένα ποτήρι σ’ ένα μπαράκι εδώ δίπλα. Μ’ έχουν αφήσει για μια ώρα. Εγώ το εκμεταλλεύτηκα για να κάνω μερικά ψώνια. (Κυττάει τριγύρω) Πολύ ενδιαφέρων κόσμος εδώ πέρα. Και πολύ ωραία ντυμένες κυρίες. Μ’ αρέσει αυτό. Με κάνει να αισθάνομαι ήσυχος. Φινέτσα. Ευγένεια. Είναι ωραίο.

( Ανεβαίνει πάνω στην σκηνή. Κρεμάει το καπέλο του σε μια κρεμάστρα.)

Κι’ έπειτα το καλό ντύσιμο είναι υγεία! Οι άνθρωποι που είναι καλά, ντύνονται και καλά. Σου λέει ο γιατρός: « Ξεντυθείτε!». Κι αυτό ήταν! Από δω και πέρα παύεις να είσαι εκείνος που ήσουν. Έχεις χάσει το παιχνίδι. Αυτός ο παλιάνθρωπος όμως παραμένει ντυμένος. Και μάλιστα υπέρντυμενος, μέσα στην άσπρη ποδιά κουμπωμένη ως τον λαιμό. Ο άρρωστος απέναντί του γελοίος, το παντελόνι σαν ακορντεόν πάνω στα παπούτσια, το πουκάμισο να πετάει σαν σημαία. «Εντάξει, ντυθείτε!» Πάλι καλά, άμα σου πει έτσι. Διότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου δεν ξαναντύνεσαι. Ποτέ πιά! Το ψυχιατρείο είναι γεμάτο με άντρες και γυναίκες οι οποίοι δεν ξαναντύθηκαν ποτέ. Τριγυρνάνε με φόρμες, με πουκαμίσες, με νυχτικά. Αλλά όλα αυτά δεν είναι κανονικά ρούχα. Δεν τους κάθονται πάνω τους. Ένα αληθινό ρούχο είναι κάτι το στέρεο, είναι μια πανοπλία. Τους συναδέρφους μου στο άσυλο, με το τίποτα, έτσι απλά και χωρίς πολύ διαδικασία, τους βγάζουν ακόμη κι αυτά τα δήθεν τα ρούχα και μένουνε γυμνοί για τις εξετάσεις, για το ντουζ, για το κρεβάτι, για το ηλεκτροσόκ. Α, το ηλεκτροσόκ! Ο διπλανός μου έχει μασέλα. Του τη βγάζουν για το ηλεκτροσόκ. Σαν να φοβούνται μήπως τους δαγκώσει. Ε, είναι πράγματα αυτά; Θα μπορούσαν να του βάλουν ένα φίμωτρο.

(Παρατηρεί το κοινό, το χέρι σαν σκέπαστρο πάνω στα φρύδια, προσέχει μια νέα γυναίκα)

Δεν το πιστεύω! Μη μου πεις ότι είσαι εσύ, γλυκιά μου Αντουανέτα! Αυτά τα φώτα με στραβώνουν.

(Κατεβαίνει στην αίθουσα. Σταματάει μπροστά σε μια νεαρή γυναίκα. Την παρατηρεί αρκετά.)

Α, όχι. Και βέβαια όχι. Μα θα ήταν πολύ περίεργο.

(Ξανανεβαίνει στην σκηνή)

Πάνε είκοσι χρόνια τώρα, λογαριάστε. Αλλά εγώ έχω υπομονή. Την περιμένω πάντοτε. Διότι μόνον αυτή μπορεί να με βγάλει από την τρύπα μου. Κάθε φορά που έχω έξοδο, είναι σαν να ξεκινάω να την βρω. Την τελευταία φορά που ήρθε να με δει... (Μακρά σιωπή) Την προηγούμενη μέρα με φώναξε ο διευθυντής του ψυχιατρείου. Εγώ αναρωτιόμουνα τι μπορεί να με ήθελε. Μου λέει: «Μαρτέν, γνωριζόμαστε εδώ και πολύ καιρό και υπάρχει ένα σημείο στο όποιο συμφωνούμε απόλυτα, δηλαδή ότι είσαι μια χαρά. Εντάξει;» Του λέω: « Ναι, γενικά αισθάνομαι καλά, εκτός ίσως από το συνάχι που έχω.»

-- Όχι, θέλω να πω ψυχικά δεν είσαι άρρωστος;

-- Εγώ; Ψυχικά άρρωστος; Ε, όχι βέβαια! Μάλλον εσείς πρέπει να είστε, γιατρέ, που το λέτε!

-- Δηλαδή, εμείς σε καταλαβαίνουμε, είσαι ευαίσθητος, πολύ νευρωτικός, και επί πλέον έχεις κάποιες παράξενες προτιμήσεις, αλλά, σε τελευταία ανάλυση, δεν είσαι αυτό που ο κοινός κόσμος ονομάζει τρελός.

Καταπληκτικό! Διότι πίστεψα ότι θα μου έδινε εξιτήριο. Και μάλιστα τρομοκρατήθηκα λίγο. Διότι εκεί μέσα χάνει κανείς την συνήθεια του να είναι ελεύθερος, έξω, με ευθύνες, όλα αυτά. Και τότε ο διευθυντής με καθησύχασε, και μάλιστα, μου έδωσε τόσο μεγάλη χαρά, τόσο δυνατή, τόσο τεράστια που λίγο έλλειψε να κλάψω. Όχι, δηλαδή, πραγματικά έκλαψα. Μου είπε: « Έαν σου μιλώ έτσι, είναι διότι αύριο θα δεχτείς την επίσκεψη της κυρίας Μαρτέν, ναι, ναι, της συζύγου σου.» Αυτό μου έβγαλε κάθε φόβο από πάνω μου. Θα έρθει για να με πάρει, είπα. Μου δίνουν εξιτήριο, από δω και πέρα αυτή θα με φροντίζει, θα με προστατεύει. Και κείνη τη στιγμή συμπληρώνει ο διευθυντής: « Θα έρθει με τον δικηγόρο της.» Εδώ κόλλωσα. Τον δικηγόρο, τι τον θέλει; Συνεχίζει ο διευθυντής: « Είσαι λοιπόν ψυχικώς υγιής. Κατά συνέπεια μπορείς να υπογράψεις. Αυτό, τώρα, που θέλει η πρώην σύζυγός σου, δηλαδή ακόμα παραμένει σύζυγός σου, είναι ότι θέλει να ξαναπαντρευτεί. Για να γίνει αυτό, προφανώς, χρειάζεται διαζύγιο. Εάν ήσουνα άρρωστος, θέλω να πω ψυχικά άρρωστος, τρελός που λένε, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον. Ο νόμος είναι αντίθετος σ’ αυτό. Όταν ο ένας από τους δύο συζύγους είναι διανοητικά ανάπηρος, ο άλλος δεν μπορεί να πάρει διαζύγιο. Αλλά εσύ, Μαρτέν, δεν είσαι τρελός, συμφωνήσαμε σ’ αυτό, έτσι δεν είναι;» Δηλαδή δεν ήμουνα τρελός και γι’ αυτό έχανα την Αντουανέτα, αλλά από την άλλη ήμουνα αρκετά τρελός για να μείνω μέσα. Μονά, ζυγά έχανα. Την άλλη μέρα αρνήθηκα να πάω στο γραφείο του διευθυντή. Τους είπα ότι θα υπέγραφα ό,τι θέλανε, με κλειστά τα μάτια, ακόμη και την καταδίκη μου σε θάνατο, εάν αυτό ήθελαν. Αλλά δεν είχα όρεξη να δω κανέναν. Παρ’ όλα αυτά, είδα τελικά τον δικηγόρο, στην αίθουσα του επισκεπτηρίου. Υπέγραφα, υπέγραφα, υπέγραφα, υπέγραψα ό,τι είχε και δεν είχε μέσα στην τσάντα του. Κι αυτό ήταν το τέλος. Χωρίς την Αντουανέτα πλέον. Δηλαδή χωρίς την καινούρια Αντουανέτα πλέον, αυτήν που δεν με ήθελε, αυτή βεβαίως είχε εξαφανιστεί για πάντα. Η άλλη, η παλιά Αντουανέτα, εκείνη των ωραίων καιρών, εκείνη υπάρχει πάντα εδώ. (Δείχνει την καρδιά του)

Η Αντουανέτα... Όταν την γνώρισα, ήταν δεκαέξη ετών. Εγώ δεκαεννιά. Τα σπίτια μας βρίσκονταν κοντά. Βλεπόμασταν σχεδόν κάθε μέρα. Αλλά ήμουνα συνεσταλμένος. Τη φοβόμουνα λιγάκι. Παρ’ όλα αυτά κατάφερα να την πλησιάσω. Μια Κυριακή πρωί καθώς έβγαινα την βλέπω στο πεζοδρόμιο. Ήταν ντυμένη στα λευκά. Χωρίς αμφιβολία πήγαινε για την εκκλησία. Της έπεσε ένα γάντι. Έτρεξα να το σηκώσω. Ήταν ένα γάντι από λευκό, λεπτό λινό. Για κάποια στιγμή δίστασα λίγο και γιατί ντρεπόμουνα, αλλά και γιατί μου πέρασε από το μυαλό να κρατήσω για ενθύμιο αυτό το γάντι, αυτό το μικρό υφασμάτινο χέρι που μπορούσα να το λυώσω μέσα στο δικό μου χέρι, να το κρύψω στη τσέπη μου, το χέρι της Αντουανέτας... Τελικά έτρεξα πίσω της και της το επέστρεψα. Κι έτσι γνωριστήκαμε. Θα ’ταν βλακεία να έχανα τέτοια ευκαιρία! Αλλά αν ήξερα! Θα μπορούσα ήδη να είχα καταλάβει. Στη συνέχεια συναντηθήκαμε άλλη μια φορά, αλλά ούτε και τότε κατάλαβα τίποτε. Κι όμως!

Εγώ έφυγα για τον στρατό. Πρώτο σύνταγμα ιππικού. Είχα μια φοράδα την οποία αγαπούσα πολύ. Την έλεγαν Αϊσά. Το πρωί που την σέλωνα είχα την εντύπωση ότι την έντυνα, ότι έντυνα μια γυναίκα, μάλιστα, ότι έντυνα μια γυναίκα με χαλινάρια, σέλλα, ζώνη, όλα αυτά. Μια μέρα πήγαμε άσκηση. Στολή εκστρατείας, κράνος, όπλο, ξίφος, μανδύα τυλιγμένον πίσω στη σέλλα, παγούρι, πλήρης εξάρτηση. Έκανε μια τρομερή ζέστα. Ξαφνικά, στη στροφή ενός δρόμου, τι βλέπω; Την Αντουανέτα! Έπεφτε πάνω της μια ηλιαχτίδα, ήταν λευκή και ολομόναχη, σαν οπτασία. Αργότερα μου διηγήθηκε πως είχε φοβηθεί, μονάχο του ένα κορίτσι μπροστά σ’ ένα σύνταγμα αντρών πάνω σε άλογα που βάδιζαν προς αυτήν, και οι οποίοι άντρες σίγουρα θα άρχιζαν τα χαχανητά και τα πειράγματα μόλις την έβλεπαν. Αλλά ήθελε να δείξει θάρρος. Μάζεψε όλο της το πείσμα και συνέχισε το δρόμο της συγκεντρώνοντας τα βλέμματα όλων των στρατιωτών. Κι ακριβώς τότε, κλαπ! Η μοχθηρία της τύχης. Η φάλαγγα είχε φτάσει ως αυτήν, όταν η Αντουανέτα άκουσε να σκίζεται κάτι μέσα στα ρούχα της. Στη συνέχεια αισθάνεται μια αίσθηση ασυνήθιστης ελευθερίας στο ύψος της μέσης κι αμέσως κάτι ελαφρύ να της πέφτει στα πόδια. Ήταν η κυλόττα της! Σταματάει, παγώνει σαν άγαλμα, της έρχεται ζάλη, λέει μέσα της: τώρα λιποθυμάω, τώρα λιποθυμάω, θα σωριαστώ κάτω, η φούστα μου θα ‘ναι ανεβασμένη, οι στρατιώτες τριγύρω μου, τι κακό είναι αυτό, τι κακό είναι αυτό! Και τότε διαπιστώνει μια αναταραχή μεταξύ των ιππέων. Ένας απ’ αυτούς στηρίχτηκε κατά λάθος στο λαιμό του αλόγου κι έπεσε κάτω. Οι άλλοι σταμάτησαν για να μην τον ποδοπατήσουν τα άλογα. Κι αυτός που έπεσε ήμουν εγώ! Και έτσι πεσμένος μόνον εγώ είδα το κυλοτάκι της Αντουανέτας να προσγειώνεται πάνω στα παπούτσια της, μου κόπηκε η ανάσα, ήταν σαν μαχαίρι στην καρδιά και στο τέλος λιποθύμησα. Ήταν όπως τη μέρα με το γάντι, αλλά εκατό φορές, χίλιες φορές πιο δυνατό. Η Αντουανέτα εκμεταλλεύεται την ευκαιρία να απαλλαγεί από την κυλόττα της και να την χώσει βιαστικά μέσα στην τσάντα της. Κάνει να φύγει αμέσως από κει και τότε με αναγνωρίζει. Ο γείτονάς της φαρδύς πλατύς στη μέση του δρόμου. Μερικοί στρατιώτες κατέβηκαν από τα άλογα, μου βάλανε έναν μανδύα κάτω από το κεφάλι μου και προσπαθούσαν να μου δώσουν να πιω από ένα παγούρι. Το υγρό κυλούσε πάνω στο σαγόνι μου. Τότε η Αντουανέτα με λυπήθηκε. Αντί να φύγει, πλησιάζει, γονατίζει πλάϊ μου και με σκουπίζει με το μαντήλι της... Δηλαδή μ’ αυτό που νόμιζε για μαντήλι της! Διότι όταν με μετέφεραν στο αναρρωτήριο του στρατοπέδου, τι βρήκα γύρω στο λαιμό μου! Το κυλοτάκι! Μούσκεμα! Εγώ ήμουνα σκνίπα, μάλιστα, αλλά όχι από οινόπνευμα! Το κυλοτάκι έγινε το φετίχ μου. Τρεις εβδομάδες μετά, άρχισε ο πόλεμος, στην αρχή είχε πλάκα, αλλά μετά δεν είχε. Κυρίως για το ιππικό! Αναχρονισμός τα άλογα μπροστά στα γερμανικά τεθωρακισμένα. Αλλά η γαλλική ψυχή, γαλλική ψυχή! Μια μέρα βρισκόμαστε πάνω σ’ ένα λόφο. Και τι βλέπουμε κάτω στην κοιλάδα; Μια φάλαγγα με εχθρικά άρματα. Ο ίλαρχος δεν δίστασε. Ξίφη ανασπάσατε! Επίθεση! Τιμή στο πρώτο σύνταγμα!

Επιτεθήκαμε. Οι γερμανοί μας θέρισαν με τα πολυβόλα. Η Αϊσά δέχτηκε μια σφαίρα κατάστηθα. Εγώ με τα μούτρα στο χώμα. Μισολιπόθυμος, αλλά απείραχτος. ‘Ολοι οι συνάδερφοί μου σκοτωμένοι. Μόνον εγώ σώος και αβλαβής. Γιατί; Διότι το είχα γύρω στο λαιμό μου το μικρό φετίχ μου. Και δεν με εγκατέλειψε ούτε όταν με στείλανε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Σιλεσία. Εδώ πρέπει να πω ότι η Αντουανέτα κι εγώ ξαναβρεθήκαμε κατά κάποιον τρόπο χάρις στις οικογένειές μας που ήταν γείτονες. Μου έστελνε γράμματα, σοκολάτες, ζάχαρη, κονσέρβες και εσώρουχα. Αλλά εσώρουχα για μένα, αντρικά εσώρουχα. Σε κανένα από τα γράμματά μου δεν τόλμησα να της πω τι είδους εσώρουχο θα μου έδινε πραγματική ευχαρίστηση.

Αντρικά εσώρουχα... Το πιο απαίσιο πράγμα στο στρατόπεδο της Σιλεσίας ήταν όλοι αυτοί οι άντρες με τα κουρελιασμένα ρούχα που περνούσαν τον καιρό τους προσπαθώντας να τα μπαλώσουν. Η στολή. Αυτό είναι κάτι. Ένας αξιωματικός, ένας υπαξιωματικός κι ένας στρατιώτης όταν είναι γυμνοί στα ντουζ είναι τρεις άντρες και τίποτ’ άλλο. Και πιο πολύ ίσχυε αυτό για τους γερμανούς κι εμάς, τους νικητές και τους ηττημένους. Χωρίς στολές γινόμασταν όλοι ίδιοι. Το ράσο κάνει τον παπά. Και γενικότερα, το ρούχο κάνει τον άνθρωπο! Ένας άνθρωπος γυμνός είναι ένα σκουλήκι χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς κάποιο λειτούργημα, δεν έχει θέση μέσα στην κοινωνία. Εγώ πάντοτε τρόμαζα μπροστά στην γύμνια. Το γυμνό είναι κάτι περισσότερο από άσεμνο. Το γυμνό είναι η κατάσταση του ζώου. Το ρούχο είναι η ανθρώπινη ψυχή. Και πιο πολύ από το ρούχο, το παπούτσι.

Το παπούτσι... Στην αιχμαλωσία έμαθα πολλά πράγματα σχετικά με το παπούτσι. Κάθε βράδυ, μέσα στους κοιτώνες, μας έπαιρναν τα παπούτσια. Το έκαναν για να εμποδίζουν τις αποδράσεις. Αλλά χωρίς παπούτσια γινόμασταν υπάνθρωποι, ανθρώπινα κουρέλια, σκουπίδια. Εξ άλλου από τα παπούτσια κυρίως ξεχώριζαν οι νικητές από μας. Η μπότα... Μάλιστα, η μπότα

αντιπροσώπευε την Γερμανία εκείνης της εποχής, την ναζιστική Γερμανία. Θα θυμάστε, μετά τον πόλεμο εξετέλεσαν ένα σωρό βασανιστές των Ες Ες. Λύση υπερβολική και χονδροειδής. Αρκούσε να τους έπαιρναν τις μπότες. Οριστικά! Τέρμα οι μπότες, τέρμα και οι βασανιστές! Και ο πλέον σαδιστής ναζί βασανιστής,

εάν του πάρεις τις μπότες και του βάλεις παντόφλες, γίνεται αρνάκι. Είναι σαν να ξεριζώσεις από μια τίγρη τα δόντια και τα νύχια. Με τα πόδια της δεν μπορεί πια να δώσει παρά χάδια, με το στόμα της μόνον φιλιά. Οι Ες Ες ήταν ταυτισμένοι με τις μπότες τους. Κάθε άνθρωπος ταυτίζεται με το είδος του παπουτσιού που φοράει. Παράδειγμα οι λαθρέμποροι. Λένε ότι οι Βάσκοι έχουν το λαθρεμπόριο στο αίμα τους. Εγώ λέω ότι οι Βάσκοι το λαθρεμπόριο δεν το έχουν στο αίμα τους, αλλά στα παπούτσια που φοράνε, τις εσπαντρίγιες. Στέρησε από έναν Βάσκο τις εσπαντρίγιες του, υποχρέωσέ τον να φοράει παπούτσια ορειβασίας και τέρμα το λαθρεμπόριο!

Ήταν σκληρή η αιχμαλωσία. Έλλειπε η γυναίκα. Δηλαδή υπήρχαν ευκαιρίες όταν μας στέλνανε να δουλέψουμε σε εργασίες γερμανών. Πολλοί συγκρατούμενοί μου το εκμεταλλεύονταν. Εγώ, ποτέ. Διότι για μένα η γυναίκα δεν είναι... πως να το πω... Σημασία έχει η κατάκτηση, όχι απλώς να φας κάτι, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Η γυναίκα είναι η ατμόσφαιρα, αυτό που αναδύεται γύρω της. Το στρατόπεδο αιχμαλώτων ήταν φρικτό ακριβώς γι’ αυτό. Δεν υπήρχαν παρά άντρες, μόνον άντρες. Αργότερα κατάλαβα ότι ένας άντρας μπορεί να χρησιμεύσει σε κάτι. Αλλά τον καιρό που ήμουν αιχμάλωτος, δεν το είχα συλλάβει ακόμη. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί υπήρχαν οι άντρες. Κάποια στιγμή μας μπήκε η ιδέα για απόδραση και ήμουν από τους πρώτους που ενδιαφέρθηκαν.

Κάθε μήνα ερχόταν στο στρατόπεδο ένα φορτηγό και μάζευε τα βρώμικα εσώρουχα για αποστείρωση σ’ ένα μικρό εργοστάσιο, πέντε χιλιόμετρα μακριά. Είχαμε σκεφτεί πως δύο άντρες θα μπορούσαν να κρυφτούν μέσα στο φορτηγό και να αποδράσουν. Τρία χιλιόμετρα μακριά το φορτηγό περνούσε μέσα από ένα πυκνό δάσος κι ο δρόμος ήταν έρημος. Από κει και πέρα ήταν θέμα πεζοπορίας, να βρεις τροφή και να έχεις τύχη. Βάλαμε κλήρο και βγήκα εγώ κι ακόμη ένας. Κρυφτήκαμε μέσα στα εσώρουχα. Περάσαμε χωρίς πρόβλημα την πύλη του στρατοπέδου. Πέντε λεπτά αργότερα μπήκαμε στο δάσος. Εκεί ο συγκρατούμενός μου πηδάει, κρύβεται πίσω από τα δέντρα και με περιμένει. Εγώ δεν πηδάω. Έχω λιποθυμήσει. Δεν άντεξα την αηδιαστική μυρουδιά που έβγαινε από τα άπλυτα εσώρουχα. Αυτήν την αντρική δυσοσμία. Μια οσμή ψυχρή, ίσως αυτό να ήταν και το χειρότερο. Είναι σαν την πίπα. Όταν είναι ζεστή, ακόμη κι αν έχει πιάσει πολύ πίσσα, η μυρουδιά της είναι ανεκτή. Αλλά όταν είναι κρύα, είναι σαν πεθαμένη, βρωμάει. Εάν το σώμα έχει ανάγκη τα ρούχα για να το κρατάνε ζεστό, τα ρούχα έχουν κι αυτά ανάγκη το σώμα για να τα διατηρεί ζεστά. Ένα ρούχο όταν μείνει για καιρό αφόρετο πεθαίνει. Κι αυτά τα ρούχα που μετέφερε το φορτηγό ήταν πεθαμένα ρούχα.

Δεν μπόρεσα ν’ αντέξω. Την πρώτη φορά το κυλοτάκι της Αντουανέτας με είχε κάνει να λιποθυμήσω από χαρά, πεσμένος εκεί στο οδόστρωμα. Τώρα το φορτηγό με τ’ άπλυτα εσώρουχα των αιχμαλώτων μ’ έκανε να λιποθυμήσω από τρόμο και αηδία. Όταν αδειάσανε το φορτηγό στο εργοστάσιο, το λιπόθυμο σώμα μου κύλησε μαζί με το υπόλοιπο εμπόρευμα. Ευτυχώς που δεν κατέληξα μέσα στον κύλινδρο αποστειρώσεως. Μόλις με είδαν, σημάνανε συναγερμό. Συνέλαβαν και τον άλλο συγκρατούμενό μου. Έτσι χάθηκε για πάντα η ευκαιρία να χρησιμοποιηθεί το φορτηγό για αποδράσεις. Εξ αιτίας μου. Οι συγκρατούμενοί μου τα ’βαλαν μαζί μου. Εγώ τους ντρεπόμουνα. Αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν έφταιγα εγώ ο ίδιος, έτσι είναι ο χαρακτήρας μου. Για τίποτα δεν φταίω εγώ. Είναι η μοίρα μου, το πεπρωμένο μου που με τραβάει. Διότι εγώ που σας μιλώ έχω ένα πεπρωμένο, μάλιστα και σας πληροφορώ ότι είναι τρομερό να έχει κανείς ένα πεπρωμένο. Με την πρώτη ματιά μοιάζεις όπως όλος ο κόσμος. Δηλαδή τίποτα το ιδιαίτερο. Αλλά κατά βάθος δεν είσαι ελεύθερος. Δεν μπορείς παρά να υποτάσσεσαι στο πεπρωμένο σου. Εμένα το πεπρωμένο μου είναι... είναι... (Με φωνή που μόλις ακούγεται) οι φραμπαλάδες... οι δαντέλες... ο ποδόγυρος...

Και απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι η Αντουανέτα με περίμενε στον σταθμό όταν γύρισα από την αιχμαλωσία το 1945. Ήταν εκεί μαζί με τις δυό οικογένειές μας. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν το φόρεμά της. Το βλέπω ακόμα, ένα φόρεμα από λευκή οργαντίνα κι από πάνω μια κοντή ζακέτα με σχέδια από λουλούδια και πουλιά. Είχε ριγμένο στους ώμους της ένα σάλι από μαύρο βαμβακερό, τόσο λεπτό σαν δαντέλα. Αλλά στεναχωρέθηκα που δεν φορούσε καπέλο. Μέσα στην αθλιότητα της αιχμαλωσίας μου, ονειρευόμουνα συνέχεια γυναίκες με λίγο πολύ έξαλα καπέλα, από ύφασμα ή από ψάθα, με φτερά, λουλούδια, κορδέλες και προ πάντων, αλλά προ πάντων, με βέλο. Όμως όλα αυτά είχαν τελειώσει διότι ο πόλεμος είχε καταργήσει τα καπέλα και μαζί με τα καπέλα και το βέλο. Οι γυναίκες κυκλοφορούν στο δρόμο ασκέπαστες, γυμνό κεφάλι, γυμνό πρόσωπο. Είναι μια λύπη η γύμνια! Αλλά έμενα το πεπρωμένο μου ήταν αυτή η Αντουανέτα χωρίς καπέλο, χωρίς βέλο. Την παντρεύτηκα τρεις μήνες αργότερα.

Μερικές φορές λέω: θα μπορούσα να μην την είχα παντρευτεί. Ένας άντρας με πεπρωμένο δεν παντρεύεται, μένει ανύπαντρος, μοναχικός, ή γίνεται άγαμος κληρικός και παίρνει στο σπίτι του μια γριά υπηρέτρια. Στο κάτω κάτω η αλήθεια είναι ότι οι κληρικοί, όσον αφορά τον ποδόγυρο, έχουν τα τυχερά τους. Ποτέ δεν λένε όχι σ’ έναν κληρικό. Μια μέρα, μετά την απελευθέρωσή μου, περνούσα από την πλατεία του Αγίου Σουλπικίου, μπροστά από ένα κατάστημα το οποίο ονομάζονταν Ο κομψός κληρικός. Εκστασιάστηκα! Άμφια από μετάξι, λευκά, γκρενά, κόκκινα, μωβ, κεντημένα με χρυσό, με δαντέλα στην άκρη. Δεν

άντεξα, μπήκα κι άρχισα να δοκιμάζω όλη αυτή την υπερφυσική γκαρνταρόμπα. Αλλά κατά βάθος δεν αισθανόμουνα καλά. Διότι όλα αυτά δεν ήταν παρά ρούχα

αντρικά. Βέβαια επρόκειτο για θαυμάσια ρούχα, επισκοπικά, αρχιεπισκοπικά. Καμία σχέση με τα κουρέλια των αιχμαλώτων. Το αντίθετο μάλιστα. Αλλά όπως και να το κάνουμε ήταν ρούχα αντρικά, ρούχα τα οποία μύριζαν πατέρα, γένια. Διότι όπως ήδη είπα, ήταν πολύ αργότερα που έμαθα σε τι μπορούν να χρησιμεύσουν οι άντρες. Εν πάσει περιπτώσει, εγώ είχα πολύ μικρή κλίση για κληρικός και μάλιστα άγαμος. Κι έτσι παντρεύτηκα. Την Αντουανέτα...

Η νύχτα του γάμου. Ένα αληθινό σοκ. Διότι εγώ τις γυναίκες, όπως το ’χαν φέρει τα πράγματα, δεν τις ήξερα καλά. Πριν τον πόλεμο, ήμουν ένας εξαιρετικά συνεσταλμένος νεαρός. Βέβαια εκεί στην αιχμαλωσία υπήρχαν κάποιες ευκαιρίες όταν μας πήγαιναν να δουλέψουμε αγγαρείες και οι συγκρατούμενοί μου τις εκμεταλλεύονταν. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν άντρες στις πόλεις και τα αγροκτήματα της Γερμανίας. Υπήρχαν λοιπόν ευκαιρίες. Αλλά ποτέ για μένα. Ήταν πολύ κακοντυμένες, οι ευκαιρίες. Σαν σκιάχτρα. Μα έπρεπε κανείς να τις δει. Για μένα είναι απλό, δεν μπορώ ν’ αντέξω την κακοντυμένη γυναίκα. Λοιπόν έπρεπε να έβλεπε κανείς αυτές τις γερμανίδες χωρικές τι έδειχναν κάτω από τις φούστες τους όταν ανέβαιναν στη σκάλα να μαζέψουν μήλα.

Να ’μαστε λοιπόν παντρεμένοι, η Αντουανέτα κι εγώ. Την ίδια μέρα ξεκινήσαμε για γαμήλιο ταξίδι με το αυτοκίνητο του πεθερού. Πηγαίναμε προς τα νότια. Οδηγούσα εγώ. Όταν θα αισθανόμουνα κουρασμένος θα διανυκτερεύαμε σε κάποιο ξενοδοχείο στο δρόμο μας. Σταματήσαμε σ’ ένα όμορφο χωριό, πάνω στο βουνό. Ξενοδοχείον Ο Κόσμος. Φτωχικό, αλλά καθαρό, σε χωριάτικο ρυθμό. Ένα μεγάλο δωμάτιο με πανύψηλο ταβάνι, ένα τεράστιο κρεβάτι με κάγκελα στις δύο άκρες. Με το που αγγίζαμε και μόνο το κρεβάτι, έτριζε σαν καμπανάκι, θύμιζε τα καμπανάκια που έχουν οι τρόϊκες. Σε μια γωνιά του δωματίου υπήρχε μια μεταλλική βέργα κι από κει κρέμονταν μια κουρτίνα και πίσω της βρίσκονταν ένας νιπτήρας κι ένας μπιντές από λαμαρίνα. Βέβαια για νύχτα γάμου, ονειρεύεται κανείς κάτι καλύτερο. Αλλά εδώ που τα λέμε, εμείς δεν είχαμε ψάξει για κάτι το ιδιαίτερο. Καθίσαμε λοιπόν με πολύ θόρυβο πάνω στην τρόϊκα. Κάναμε πλάκα, μετά κοιταχτήκαμε. Τότε μου λέει η Αντουανέτα: εσύ πήγαινε να κάνεις μια βόλτα, εγώ θα ετοιμαστώ. Βγήκα έξω. Άναψα ένα τσιγάρο και περιπλανήθηκα στους δρόμους του χωριού. Δεν ένοιωθα πολύ άνετα. Αισθανόμουνα ότι θα συνέβαινε κάτι δυσάρεστο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουνα σε αναβολή. Τώρα όμως όλα τελείωσαν, βρισκόμουνα μπροστά στο απόσπασμα, ή μάλλον μπροστά στο κρεβάτι, δεν υπήρχε πισωγύρισμα. Κατά βάθος αυτό που με ανησυχούσε ήταν τι είχε στο μυαλό της η Αντουανέτα. Η Αντουανέτα ήταν ένα κορίτσι μυαλωμένο, με ευσέβεια, καλοαναθρεμμένο, ντροπαλό. Μαζί της μπορούσε κανείς να περάσει ήσυχα, ούτε φωνές, ούτε νεύρα, ούτε ματιές τριγύρω. Μόνο που τώρα ήταν παντρεμένη. Και ο σύζυγος ήμουνα

εγώ. Θα ’πρεπε να αποφασίσει, να πει στον εαυτό της: τέρμα οι ντροπές, τώρα αρχίζει μια καινούρια ζωή, είμαι παντρεμένη.

Γύρισα στο ξενοδοχείο, χτύπησα διστακτικά την πόρτα, άνοιξα. Η Αντουανέτα ξαπλωμένη πάνω στην τρόϊκα. Ολόγυμνη. Με κοιτούσε χαμογελώντας, αν και είχε κοκκινίσει ελαφρώς. Εγώ να μην μπορώ να την αναγνωρίσω. Ναι μεν είχε το πρόσωπο που ήξερα, είχε το χαμόγελο που αγαπούσα, αλλά αυτό εδώ το τεράστιο, άσπρο κορμί, απλωμένο μπροστά μου σαν... σαν... σαν κρέας στον χασάπη. Και τότε μ’ έπιασε μια ντροπή για αυτήν, και για μένα, και για τους δυό μας. Κοκκίνισα ως τ’ αυτιά. Και κείνη, πάντα χαμογελώντας, μου έκανε νόημα με το χέρι να πλησιάσω. Γύρισα τα μάτια αλλού, τόσο άσχημα αισθανόμουνα και τότε είδα την καρέκλα. Μάλιστα την καρέκλα. Τι

ανακούφιση εκείνη η καρέκλα! Τώρα θα με ρωτήσετε ποιά καρέκλα. Αυτήν που είχε ακουμπήσει τα ρούχα της. Ήταν σαν στέρεο έδαφος μέσα στον βάλτο. Πηγαίνω προς την καρέκλα, με βήμα αργό, σταθερό, κάτι σαν υπνοβάτης ή ρομπότ, ένα βήμα που ήξερε που κατευθύνεται, χωρίς κανέναν δισταγμό. Σταμάτησα μπροστά στην καρέκλα, γονάτισα και βύθισα το κεφάλι μου στον σωρό με τα ρούχα. Ένας σωρός ζεστός και γλυκός, που μύριζε ωραία, σαν το φρεσκοκομμένο χόρτο το καλοκαίρι. Έμεινα έτσι ώρα, γονατιστός με το πρόσωπο εξαφανισμένο εκεί μέσα. Η Αντουανέτα αναρωτιότανε μήπως έκανα την προσευχή μου ή με είχε πάρει ο ύπνος. Κάποια στιγμή μαζεύω όλα τα ρούχα ένα κουβάρι, το ακουμπάω στο πρόσωπό μου για να μην βλέπω τίποτα και σηκώνομαι. Πάω προς το κρεβάτι, ρίχνω ανάκατα τα ρούχα πάνω στο κορμί της Αντουανέτας και της λέω: ξαναντύσου! Και βγαίνω έξω σαν τρελός.

Είχα πυρετό, ένοιωθα πολύ άσχημα. Θα πρέπει να έκανα τρεις φορές το γύρο του χωριού τρέχοντας. Μετά κατέληξα σε μια ταβέρνα. Και ’γω που δεν πίνω, ήπια. Κόκκινο κρασί, το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Εκεί με βρήκε η Αντουανέτα. Σκνίπα. Πλήρωσε τον λογαριασμό, με σήκωσε και με πήγε σέρνοντας ως το ξενοδοχείο Ο Κόσμος, ως το δωμάτιό μας, ως το νυφικό μας δωμάτιο, ως την τρόϊκα. Εκεί με φίλησε. Τότε την ανεβάζω στην τρόϊκα και μέσα σε εκκωφαντικά κουδουνίσματα έγινε γυναίκα μου. Ντυμένη, εντελώς ντυμένη αυτή τη φορά!

Μετά... μετά... Εντάξει, μετά έπρεπε ν’ αρχίσουμε να συνηθίζουμε ο ένας τον άλλον. Διστακτικά, ψάχνοντας, προσπαθούσαμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον. Εκείνη για να μάθει τι έπρεπε να περιμένει από τον σύζυγό της. Εγώ να μάθω τι έπρεπε να περιμένω από κείνη. Γιατί ούτε κι εγώ την ήξερα καλά. Το μόνο που ήξερα καλά ήταν ότι όλα αυτά που έκανα δεν ήταν από συστολή. Απλά για μένα ένα σώμα χωρίς ρούχα είναι... σαν γυμνό δέντρο, χωρίς φύλλα, άνθη, καρπούς. Τι είναι ένα δέντρο τον χειμώνα; Ένα κούτσουρο! Τώρα θα με ρωτήσετε: και τα ρούχα χωρίς σώμα τι είναι; Αυτό είναι μια διαφορετική περίπτωση! ‘Ένα καινούριο ρούχο στο κατάστημα, στην βιτρίνα, είναι ένα ρούχο που δεν ζει ακόμη, αλλά υπόσχεται! Αλήθεια, τι θα μπορούσε να προτιμήσει κανείς εάν είχε να

διαλέξει ανάμεσα σ’ ένα σώμα χωρίς ρούχα και σε ρούχα χωρίς σώμα; Εγώ, από ευγένεια, συνήθως είμαι διστακτικός, αλλά εδώ δεν έχω τον παραμικρό δισταγμό!

Για μένα ένα σώμα δεν είναι παρά μία κούκλα για να αναδειχτεί το ρούχο. Το γυναικείο ρούχο.

Και η Αντουανέτα, τι έλεγε για όλα αυτά, θα με ρωτήσετε. Σας πληροφορώ ότι δεν ήταν καθόλου δυστυχισμένη η σύζυγός μου! Μερικές φορές είναι πολύ χρήσιμο να έχει μια γυναίκα έναν σύζυγο σαν εμένα. Διότι η Αντουανέτα είχε τα περισσότερα ρούχα από οποιαδήποτε άλλη στη πόλη μας. Είχαμε κάνει ένα συμβόλαιο ανάμεσά μας, βρήκαμε ένα λίγο πολύ ασυνήθιστο σημείο ισορροπίας. Συμφωνήσαμε ότι μπροστά μου δεν θα εμφανίζονταν ποτέ γυμνή. Ποτέ! Η γύμνια αφορούσε το μπάνιο, να μπει, να πλυθεί. Δεν αφορούσε εμένα. Δεν μου έπεφτε λόγος. Η γύμνια είναι κάτι το πολύ προσωπικό, είναι το ανομολόγητο μυστικό κάθε γυναίκας. Δεν χωράει άλλος εκεί. Η Αντουανέτα ήταν

πολύ ευγενική μαζί μου και διάλεγε πάντοτε εσώρουχα που είχανε το κάτι τις τους, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Μόνο που επειδή σχολείο είχε πάει στις καλόγριες, αυτές οι απόπειρές της είχαν και τα όριά τους. Κι έπειτα μέναμε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, όλοι οι καταστηματάρχες σε ξέρουν, καταλαβαίνετε.

Μια μέρα κάνω ένα δώρο στην Αντουανέτα. Της δίνω ένα πακετάκι, το ανοίγει και βγάζει ένα σουτιέν. Μαύρο σατέν. Δυστυχώς της το είχα πάρει πολύ μεγάλο. Ξέρετε, η φαντασία τα ωραιοποιεί όλα. Η Αντουανέτα είχε μικρά βυζάκια, κι αυτά πηγαίνανε πέρα δώθε εκεί μέσα σαν πουλάκια μέσα στο κλουβί. Αναγκάστηκα να το αλλάξω. Αλλά η ιστορία αυτή είχε και τα καλά της αποτελέσματα. Διότι σημείωσα όλα τα μεγέθη που φορούσε η Αντουανέτα, όλα τα μέτρα πάνω της, στήθος, μέση, περιφέρεια, ύψος, τα έγραψα σ’ ένα χαρτάκι που το είχα πάντα μαζί μου μέχρι που τα έμαθα απ’ έξω. Και θα μπορούσα και τώρα να τα πω, είκοσι χρόνια μετά. Μια αριθμημένη γυναίκα, η Αντουανέτα, μετρημένη, καταγραμμένη, ταξινομημένη. Και κάθε δύο μήνες αναπροσαρμογή. Διότι αναγκαστικά αυτά τα πράγματα αλλάζουν στις γυναίκες. Από τότε λοιπόν δεν ξανάκανα λάθος. Και χρειαζόταν πάρα πολύ να ξέρω τα μεγέθη της, διότι εγώ σπάνια γυρνούσα σπίτι με τα χέρια άδεια. Όχι μόνον δεν σταματούσα, αλλά όλο και πιο σικ ήταν αυτά που της έπαιρνα, πιο εξεζητημένα. Μου είχε γίνει πραγματικό πάθος. Έκανα ταξίδια στο Παρίσι, αληθινές μικρές γιορτές, εγώ μόνος με τις ιδέες μου. Κι όχι μόνο εκεί, αλλά είχα μάθει τα σχετικά καταστήματα και σε άλλες πόλεις. Διότι καταλαβαίνετε, ένα ρούχο στο ράφι, στην βιτρίνα, στην κρεμάστρα, είναι κάτι που υπόσχεται τη ζωή, καλεί τη ζωή. Είναι μια μικρή ψυχή που αναζητά ένα σώμα για να υπάρξει αληθινά. Έχω την εντύπωση, όταν τριγυρνάω μέσα σ’ ένα κατάστημα, πως αυτές οι μικρές ψυχές με καλούν. Μου φωνάζουν: θέλω κι εγώ να ζήσω, θέλω κι εγώ να ζήσω, πάρε με κοντά σου! Τότε τα κοιτάζω όλα με τρυφερότητα, τα χαϊδεύω με αγάπη, αισθάνομαι αναστατωμένος κι ακόμη πιο πολύ αισθάνομαι έτσι όταν τα φαντάζομαι πάνω στο κορμί της Αντουανέτας, ζεσταμένα και ζωντανεμένα από το κορμί της Αντουανέτας και τότε είμαι ευτυχισμένος. Διάλεγα τα πιο λεπτεπίλεπτα, τα πιο παθιάρικα, τα

πιο συναρπαστικά κι έτρεχα σπίτι να τα προσφέρω στην Αντουανέτα, στο κορμί της Αντουανέτας που θα τους έδινε ζωή. Ήταν όνειρο να βλέπει κανείς αυτά τα

απαλά, αιθέρια, αλλά ακόμη ξερά, διπλωμένα αντικείμενα να φουσκώνουν, να ανθίζουν σαν λουλούδια, να μεγαλώνουν σαν καρποί...

Βέβαια όλα αυτά δημιουργούσαν και προβλήματα. Οικονομικής φύσεως, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Την εποχή εκείνη εργαζόμουν ταμίας σε μια τράπεζα. Δεν ήμουν καθόλου ευχαριστημένος με τη δουλειά μου, διότι συνεχώς αναρωτιόμουνα τι σχέση είχε το γκισέ όπου εργαζόμουνα με το μόνο πράγμα στον κόσμο που με ενδιέφερε. Κάθε μέρα περνούσαν από τα χέρια μου τεράστια ποσά. Αλλά αδύνατο να βάλω στην τσέπη μου ούτε ένα κέρμα. Οι ταμίες μιάς τράπεζας είναι όλοι τους απολύτου εντιμότητος. Δηλαδή δεν μπορούν να κάνουν και διαφορετικά. Πρόκειται για ένα από τα σπάνια επαγγέλματα το οποίο αποκλείει απολύτως την κλοπή. Εντελώς αδύνατο. Διότι τα πάντα μετριούνται, επαληθεύονται και επιβλέπονται. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να είσαι εκ των

προτέρων τίμιος. Εκεί μέσα και ο μεγαλύτερος απατεώνας γίνεται Παναγία. Δεν υπάρχει τρόπος να κάνεις διαφορετικά. Κι έπειτα ήταν κι ένα άλλο πράγμα. Δεν με συγκινούσαν τα χαρτονομίσματα. Με άφηναν εντελώς ψυχρό. Μου τα φέρνανε σε σφραγισμένες δεσμίδες. Έκοβα την ταινία και τα μετρούσα. Σκληρά, παγωμένα, μύριζαν μελάνι τυπογραφείου. Δεν ήταν για μένα. Τι τα θέλετε, εγώ δεν μπορώ να λειτουργήσω χωρίς την ανθρώπινη ζεστασιά! Εν τούτοις άλλαξα γνώμη τη μέρα που για πρώτη φορά παρακολούθησα την καύση των παλιών χαρτονομισμάτων. Ο προϊστάμενος του ταμείου ήταν διακοπές. Έπρεπε να πάει στην καύση ο αναπληρωτής του. Αλλά ήταν άρρωστος. Κι έτσι ήμουν εγώ που πήγα στην καύση. Τα παλιά χαρτονομίσματα ήταν κατατσαλακωμένα, λερωμένα, σκισμένα, αλλά προ πάντων μαλακά. Μαλακά σαν μεταξόχαρτο, σαν το ίδιο το μετάξι. Αυτά τα απαλά χαρτονομίσματα που κανένας δεν τα θέλει, κάθε μήνα τα καίνε. Παρουσία δικαστικού επιμελητή ο οποίος σημειώνει τους αριθμούς. Τα περιβρέχουν με βενζίνη. Πετάνε ένα σπίρτο. Κι αυτό ήταν! Είδα περιουσίες ολόκληρες να γίνονται καπνός! ‘Όλα αυτά μου φαίνονταν πολύ παράξενα. Μου ‘ρχονταν δάκρυα στα μάτια, μα την αλήθεια. Και τόσο πολύ μου άρεσαν που ζήτησα να πηγαίνω εγώ στις καύσεις. Γιατί όχι; Έτσι κι αλλιώς κανένας δεν διασκέδαζε μ’ όλα αυτά εκτός από μένα. Έπειτα όσον αφορά την ασφάλεια, υπήρχε πάντα ο δικαστικός επιμελητής που έκανε την καταγραφή. Κι έτσι έγινα ο μόνιμος εμπρηστής των χαρτονομισμάτων. Αλλά όταν έφευγε ο δικαστικός επιμελητής , εγώ έμενα μόνος. Ψηλαφούσα τότε τα σπλάχνα του κουτιού που γίνονταν οι καύσεις. Ήταν ακόμα ζεστά, σχεδόν καίγανε. Ανακάτευα τις στάχτες μ’ ένα φτυαράκι. Ξεπετάγονταν σπίθες. Μετά από λίγη ώρα μπορούσα να βυθίσω το χέρι μου εκεί μέσα. Τι απαλότητα ήταν εκείνη! Όμορφη, γκριζόασπρη, στάχτη, ζεστή σαν στήθος. Την μάζευα με το φτυαράκι, την έριχνα σ’ ένα σακουλάκι και το ‘παιρνα σπίτι. Είχε γεμίσει το υπόγειο με σακουλάκια γεμάτα στάχτη και σε καθένα απ’ αυτά είχα γράψει την ημερομηνία της καύσης και το ποσό. Σύντομα έγινα εκατομμυριούχος. Τριγυρνούσα στην πόλη με ύφος αδιάφορο και μ’ ένα σακουλάκι εκατό εκατομμυρίων στο χέρι. Κοιτούσα τις βιτρίνες, τα κοσμήματα, τα αυτοκίνητα πολυτελείας και προ πάντων τις υπέροχες τουαλέτες. Οι τιμές μου φαινότανε αστείες, που μ’ έπιαναν τα γέλια. Αλλά δεν τολμούσα να μπω μέσα στα καταστήματα. Διότι άμα τους έδινα τη στάχτη, θα με περνούσαν για τρελό. Εγώ τρελός; Δεν είμαστε καλά!

Μια μέρα έτυχε να σταθώ μπροστά σ’ ένα παλαιοπωλείο. Ωραία έπιπλα εποχής με φθαρμένες ταπετσαρίες, ξεπλυμένες, ξεθωριασμένες, ακριβώς όπως τα δικά μου παλιά χαρτονομίσματα. Κοιτούσα για πολύ ώρα κι ο ιδιοκτήτης του καταστήματος που κάθονταν εκεί μπροστά σ’ έναν καναπέ άρχισε να με προσέχει. Ήταν ένας γέρος με γένια, φορούσε έναν περίεργο σκούφο κι είχε μικρά πονηρά μάτια. Μου μίλησε πρώτος αυτός. Δεν θυμάμαι τώρα τι ακριβώς μου είπε. Εγώ του απάντησα, πιάσαμε συζήτηση και τελικά βρέθηκα να κάθομαι πλάϊ του στον καναπέ. Ξαφνικά με ρώτησε τι είχα στο σακουλάκι. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Του το ανοίγω, του το δείχνω και του εξηγώ τι σήμαιναν αυτά που είχα γράψει απ’ έξω. Ο γέρος με κοιτάει με τα μικρά, ζαρωμένα μάτια του και βάζει τα γέλια. Μετά

σταμάτησε να γελάει, αλλά είχα αρχίσει εγώ να τσατίζομαι. Μου τη δίνουν οι άνθρωποι που γελάνε με το παραμικρό.

- Υπάρχει κάτι το ανάποδο, γυρνάει και μου λέει.

- Τι ανάποδο;

- Κάτι το ανάποδο ανάμεσα στην περιουσία σας και σε σας.

- Δεν σας καταλαβαίνω.

- Μα κατέχετε μια περιουσία νεκρή, ενώ εσείς είστε ζωντανός. Αυτό είναι ανάποδο.

- Και τι να κάνω;

- Τίποτα, απλώς να περιμένετε.

- Να περιμένω τι;

- Να περιμένετε μέχρι να ξανανταμωθείτε με την περιουσία σας.

- Πως;

- Πεθαίνοντας. Τόσα εκατομμύρια σε στάχτη θέλουν και τον εκατομμυριούχο στάχτη.

Αστεία, αστεία, αλλά έλεγε την αλήθεια. Έπρεπε να αποτέφρωναν κι εμένα για να αντάμωνα εκείνη την περιουσία. Κι έτσι μετέτρεψα το υπόγειο σε τεφροφυλάκειο. Στα ράφια υπήρχαν τα σακουλάκια της στάχτης με την ημερομηνία καύσεως και το ποσό. Και στο μέσο είχα αφήσει ένα μέρος όπου έβαλα μια τεφροδόχο με τα’ όνομά μου απ΄ έξω... χωρίς ημερομηνία ακόμη. Κι άρχισα να περιμένω. Περίμενα μέχρι την μέρα που ανακάλυψα ένα άλλο είδος χαρτονομίσματος, το κλωσσημένο χαρτονόμισμα.

Το κλωσσημένο χαρτονόμισμα, μάλιστα! Μια συναρπαστική ανακάλυψη. Το κλωσσημένο χαρτονόμισμα άλλαξε τη ζωή μου. Θυμάμαι, ήταν ένα όμορφο πρωινό του Απριλίου. Ένας πελάτης ήρθε στην τράπεζα να πάρει λεφτά. Πολλά λεφτά. Τόσα που δεν χωρούσανε στο πορτοφόλι του. Προσπάθησε να τα στριμώξει, αλλά δεν τα κατάφερε. Αναγκάστηκε να βάλει το μάτσο με τα χαρτονομίσματα κατ’ ευθείαν στην τσέπη του αντί για το πορτοφόλι. Κι έφυγε. Και τότε ήταν που είδα το πορτοφόλι. Ξεχασμένο στο γκισέ. Ετοιμάστηκα να το πάρω

με σκοπό να του το παραδώσω. Αλλά μόλις το άγγιξα, κάτι σκίρτησε μέσα μου. Δοκίμασα την αίσθηση του φθαρμένου δέρματος, μαλακού σαν κοιλιά. Το άνοιξα. Και ξεχύθηκαν από μέσα του ανθρώπινα αντικείμενα: φωτογραφίες, γράμματα, ταυτότητα, ακόμη και μια μπούκλα από μαλλιά. Κι όλα αυτά ήταν ζεστά. Το αισθανόμουνα ότι είχαν μείνει για ώρες πάνω σε καρδιά που χτυπούσε, ενός πλάσματος με σάρκα και οστά. Η ζέστα του στήθους, αυτό ήταν! Και φυσικά υπήρχαν επίσης χρήματα. Χαρτονομίσματα φθαρμένα, τσαλακωμένα, ζεστά. Ζωντανά χαρτονομίσματα! Όχι ακόμη προορισμένα για καύση, αλλά περίπου. Χαρτονομίσματα κλωσσημένα. Αγγίζοντάς τα, αισθανόμουνα μια ταραχή, όπως όταν άγγιζα ένα κομπιναιζόν ή μία νυχτικιά, αλλά αυτή τη φορά διαφορετική ταραχή. Διότι μόλις είχα ανακαλύψει τον λόγο υπάρξεως των ανδρών. Για χρόνια ένοιωθα μια απέχθεια για τους άνδρες. Διότι, πραγματικά, σε τι χρησιμεύουν οι άνδρες; Αλλά τώρα το είχα καταλάβει. Γυναίκα σημαίνει αραχνοΰφαντα εσώρουχα, μεταξωτά ρούχα, όλα αυτά αρωματισμένα. Άνδρας σημαίνει χοντρό πορτοφόλι γεμάτο μυστικά και χαρτονομίσματα μαλακωμένα από τη χρήση, που

μυρίζουν. Διότι και βέβαια το χρήμα έχει οσμή, αρκεί να είναι ζωντανό και ζεστό! Μυρίζει πολύ όμορφα, κυρίες και κύριοι! Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν είχα καταλάβει τους συγκρατούμενούς μου στην αιχμαλωσία. Οι αιχμάλωτοι δεν έχουν χρήματα. Είναι φτωχοί, στερημένοι, βρώμικοι και γι αυτό δεν έχουν λόγο υπάρξεως. Όταν κρύφτηκα μέσα στα βρώμικα εσώρουχα των συγκρατουμένων, προσπάθησα να απολαύσω τον άνδρα σαν γυναίκα δια μέσου των εσωρούχων του. Καθαρή ομοφυλοφιλία, δηλαδή! Αλλά ήταν λάθος, παραλογισμός, νεανική τρέλλα! Τον άνδρα τον απολαμβάνει κανείς μέσω του πορτοφολιού του. Αυτό το πρώτο πορτοφόλι που βρέθηκε, εντάξει, που κλάπηκε, που βρέθηκε και κλάπηκε, ήταν σαν μιά προσωπική σχέση ανάμεσα σ’ έναν άγνωστο και σε μένα. Δηλαδή, τι άγνωστος; Ήξερα τ’ όνομά του, την ημερομηνία γεννήσεώς του, την διεύθυνσή του, το επάγγελμά του. Είχα την φωτογραφία του, όπως και κείνη της γυναίκας του και των δυό παιδιών του, το ένα, ο Ρεμόντ, πέντε ετών και το άλλο, ο Μπερνάρ, τριάμιση. Υπήρχε ακόμη ένα πολύ τρυφερό γράμμα που δεν ήταν η γυναίκα του αυτή που το υπέγραφε... Κι έτσι λοιπόν από τη μιά μεριά τα ρούχα των γυναικών κι από την άλλη τα κλωσσημένα χαρτονομίσματα των ανδρών. Τώρα αυτά τα δύο τι σχέση έχουν, θα μου πείτε. Είναι πολύ απλό: με τα κλωσσημένα χαρτονομίσματα αγοράζεις ρούχα. Όπως βλέπετε, κατάλαβα γρήγορα ότι υπάρχει αυτή η ... πως να το πούμε... αυτή η συγγένεια, αυτή η συνενοχή. Ακριβώς, συνενοχή. Η φυσιολογική λειτουργία του άντρα είναι να παρέχει κλωσσημένα χαρτονομίσματα για να μετατραπούν σε γυναικεία ρούχα και εσώρουχα.

Φυσικά, δεν έμεινα σε κείνο το πρώτο πορτοφόλι. Συνέχισα το κυνήγι του κλωσσημένου χαρτονομίσματος. Ένα παράξενο κυνήγι, συναρπαστικό, επικίνδυνο, ηδονικό. Το κλωσσημένο χαρτονόμισμα δεν είναι σαν την μπεκάτσα ή το ορτύκι. Δεν αρκεί απλά να σηκωθείς νωρίς για να πας να κυνηγήσεις. Μάλιστα, έγινα πορτοφολάς. Έτσι όπως τ’ ακούτε. Βουτούσα πορτοφόλια από τις τσέπες των σακκακιών και των παντελονιών. Αλλά όχι, ας πούμε, κι από τσέπη ενός

σακκακιού ακουμπισμένου πάνω σε μιά καρέκλα. Το ρούχο έπρεπε να είναι πάνω στο θύμα. Διότι μόνον έτσι το θήραμα ήταν ζεστό. Κυνηγούσα τα

πορτοφόλια ζεστά. Είναι σαν το κυνήγι του λαγού. Για να το ευχαριστηθεί ο κυνηγός πρέπει, όταν το μαζεύει, να σπαρταράει ακόμη το ζώο. Ένα πτώμα κρύο και άκαμπτο δεν προκαλεί καμιά ευχαρίστηση στον κυνηγό. Έτσι κι εγώ ήθελα τα σακκάκια να είναι πάνω στο θύμα. Και τα παντελόνια επίσης. Υπάρχουν άνδρες που βάζουν το πορτοφόλι τους στην κωλότσεπα. Είναι βέβαια πιό εύκολο να βουτήξεις από κει το πορτοφόλι, παρά από τη μέσα τσέπη του σακκακιού. Όμως το χρήμα από την κωλότσεπα δεν είναι της ίδιας ποιότητας, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Το χρήμα της εσωτερικής τσέπης του σακκακιού είναι το χρήμα της καρδιάς, αυτή είναι η καλύτερη ποιότητα. Είναι χαρτονομίσματα κλωσσημένα μέσα στη ζεστή υγρασία της μασχάλης, όπως τ’ αυγά μεσ’ τη φωλιά, την άνοιξη. Ενώ το χρήμα από την κωλότσεπα, δεν είναι επιπέδου, είναι αυτό που λέει κι η λέξη, του κώλου. Αλλά βεβαία, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία και πρόκειται για ένα χοντρό πορτοφόλι στην κωλότσεπα, τι να κάνεις, το βουτάς...

Στην αρχή η Αντουανέτα ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένη μ’ όλα αυτά τα καταπληκτικά ρούχα που συσσωρεύονταν στα συρτάρια της, δεν ήξερε τι να πρωτοφορέσει. Αλλά μετά, σιγά σιγά, άρχισε να ανησυχεί. Μάταια προσπάθησα να την πείσω ότι πήρα αύξηση. Δεν ήταν χαζή, ήξερε να λογαριάζει. Όμως για μένα αυτό είχε γίνει βίτσιο, ήμουνα σαν ναρκομανής, δεν μπορούσα να σταματήσω. Και τότε έγινε εκείνη η ιστορία με το σουτιέν της Φρανσίν και χάλασαν όλα.

Η Φρανσίν ήταν ταμίας, δηλαδή συνάδερφος κι αυτή, μόνο που δούλευε στον κινηματογράφο Μαζεστίκ. Ο κινηματογράφος ήταν υπόγειος και το ταμείο βρίσκονταν στη μέση της σκάλας. Έμπαινες από τη πόρτα, άρχιζες να κατεβαίνεις τα σκαλιά, σε κάποιο σκαλί στεκόσουν κι ακριβώς από κάτω ήταν το ταμείο. Πλήρωνες και συνέχιζες να κατεβαίνεις για να δεις την ταινία. Εγώ δεν χρειάζονταν να συνεχίσω να κατεβαίνω. Ήδη την είχα δει την ταινία. Διότι η Φρανσίν φορούσε πάντοτε κάτι ντεκολτέ ιλιγγιώδη. Κι όταν κατέβαινα προς το ταμείο, θέλοντας και μη βυθιζόμουνα στα ντεκολτέ της. Και τι έβλεπα εκεί μέσα; Ένα σουτιέν, ένα θεϊκό σουτιέν, μωβ σατέν με δαντέλα γύρω γύρω. Μετά απ’ αυτό δεν μ’ ένοιαζε καθόλου τι ταινία έπαιζαν, γουέστερν, αστυνομικό, κατασκοπευτικό, για μένα υπήρχε μόνο ένα πράγμα στην οθόνη: ένα σουτιέν μωβ σατέν. Το κακό ήταν ότι στην Αντουανέτα άρεζε πολύ ο κινηματόγράφος και με έσερνε δυό φορές τη βδομάδα εκεί πέρα. Για μένα ήταν το μαρτύριο του Ταντάλου. Είχα ερωτευτεί τρελά! Έπρεπε κάτι να γίνει.

Έκανα πρώτα μιά μικρή έρευνα. Έμαθα ότι η Φρανσίν ήταν φιλενάδα του διευθυντή του κινηματογράφου ο οποίος την είχε εγκαταστήσει σε μιά γκαρσονιέρα πάνω από την αίθουσα. Η γκαρσονιέρα συνδέονταν με την αίθουσα

με μια μικρή στριφογυριστή σκάλα. Όλα αυτά βοηθούσαν τα σχέδιά μου. Ένα βράδυ βγήκα έξω, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, λέγοντας την Αντουανέτα πως δεν μ’ έπιανε ο ύπνος και θα έκανα μιά βόλτα για να χαλαρώσω. Πήγα κατ’ ευθείαν στον

κινηματογράφο. Ήξερα ότι ένα τέταρτο πριν το τέλος, μπορούσε κανείς να μπει ελεύθερα. Δεν υπήρχε κανένας ούτε στο ταμείο, ούτε στην είσοδο διότι κανένας δεν ενδιαφέρονταν να πάει στο τέλος της ταινίας. Κρύφτηκα πίσω από την στριφογυριστή σκάλα και περίμενα. Κάποια στιγμή τέλειωσε η ταινία, άναψαν τα φώτα, έφυγαν οι θεατές. Ο μηχανικός κλείδωσε τις έξω πόρτες. Έμεινα στο σκοτάδι αρκετά λεπτά. Μετά ανέβηκα τη σκάλα με μεγάλη προσοχή. Αφουγκράστηκα ώρα στην πόρτα. Τίποτα. Κανένας ήχος. Άραγε ήταν μέσα η Φρανσίν; Προσπάθησα να ανοίξω. Ήταν κλειδωμένη. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ξαφνικά φάνηκε φως στην χαραμάδα κάτω από την πόρτα κι άκουσα μιά φωνή που έλεγε: εσύ είσαι Μπικέ; Ακούστηκε κάποιος θόρυβος μέσα στην γκαρσονιέρα. Εγώ στριμώχτηκα σε μιά γωνιά. Η πόρτα άνοιξε. Φάνηκε η Φρανσίν με ρόμπα. Δεν με είδε. Κατέβηκε τη σκάλα. Εγώ όρμηξα μέσα στο δωμάτιο. Επικρατούσε ένα γενικό ανακάτεμα εκεί πέρα, αλλά εγώ είδα μόνον ένα πράγμα: το μωβ σουτιέν που με περίμενε πάνω σ’ ένα τραπεζάκι. Τ’ αρπάζω και τρέχω να

ξανακρυφτώ στην γωνιά. Από κάτω ακούγεται το καζανάκι και μετά αρχίζει να ανεβαίνει τη σκάλα η Φρανσίν. Μπαίνει και κλειδώνει. Κατέβηκα τη σκάλα όσο αθόρυβα γίνονταν. Ήξερα ότι οι έξοδοι κινδύνου δεν κλειδώνουν ποτέ από μέσα. Απλά υπάρχει ένας μηχανισμός που δεν μπορούν να ανοίξουν από έξω. Γλύστρισα έξω μαζί με τον έρωτά μου. Τον έσφιγγα πάνω στην καρδιά μου. Ήμουνα τόσο ευτυχισμένος που με δυσκολία περπατούσα. Η Αντουανέτα σίγουρα υποψιάστηκε κάτι, αλλά δεν είπε τίποτα. Όμως αυτό το σουτιέν μου δημιουργούσε προβλήματα. Να το φορέσει η ίδια, ούτε συζήτηση. Πρώτα πρώτα φαίνονταν ότι δεν ήταν καινούριο. Είχε μια μυρουδιά. Βέβαια εμένα αυτό με τρέλαινε, όμως η Αντουανέτα δεν θα ενθουσιάζονταν καθόλου. Αλλά κυρίως εγώ ήμουν που δεν ήθελα να της το δώσω. Είμαι αντίθετος σ’ αυτά τα ανακατέματα. Μου προκαλούν φρίκη οι διγαμίες, οι παρτούζες κι όλα τα σχετικά. Αυτό που είχα ήταν το σουτιέν της Φρανσίν, το απόσταγμά της, το κλειδί της υπάρξεώς της, αν με καταλαβαίνετε. Καμιά άλλη γυναίκα δεν μπορούσε να το φορέσει. Το έκρυψα πίσω από τα βιβλία στην βιβλιοθήκη, αλλά μάταια, γιατί το βρήκε. Μιά μέρα που είχαμε τσακωθεί μου το πέταξε κατάμουτρα. «Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, με απατάς από πάνω» ούρλιαξε. Βέβαια θα σκεφτείτε ότι τρόπος του λέγειν την απατούσα. Ωστόσο υπήρχε μια λογική σ’ αυτό. Ναι, την απατούσα με την Φρανσίν δια μέσου του σουτιέν της Φρανσίν. Κι αυτό χειροτέρευε μια ήδη άσχημη κατάσταση. Διότι η Αντουανέτα είχε ήδη σοβαρές υποψίες ότι έκλεβα. Βέβαια, σε τελευταία ανάλυση, για κείνη έκλεβα. Επικίνδυνο και ανέντιμο που έκλεβα, αλλά για κείνη το έκανα. Ενώ τώρα αυτό εδώ... Από τότε τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, μέχρι που έγινε και κείνη η ιστορία στο μετρό. Πραγματικά αναρωτιέμαι τι με είχε πιάσει! Διότι τότε ήταν που γκρεμίστηκαν όλα. Η παραφροσύνη μου είχε ξεπεράσει κάθε όριο!

Εκείνη τη μέρα πήγαμε μαζί στο Παρίσι να της ψωνίσω δώρα για τα Χριστούγεννα. Αρχίσαμε να τριγυρίζουμε στα καταστήματα. Αλλά εμένα, φυσικά,

δεν μ’ ενδιέφεραν παρά μόνον τα εσώρουχα. Αυτό που δεν είχα προβλέψει ήταν πως θα ένοιωθα βλέποντας την Αντουανέτα μέσα σ’ ένα κατάστημα εσωρούχων. Αμέτρητα, λεπτεπίλεπτα εσώρουχα και στη μέση τους η Αντουανέτα. Μιά αποθήκη

γεμάτη άχυρο και στη μέση ένα ξύλο να καίγεται και να πετάει σπίθες. Μαντεύετε το αποτέλεσμα! Η Αντουανέτα στη μέση εκείνου του καταστήματος πολλαπλασίαζε επί δέκα, επί εκατό την αναστάτωση που μου προκαλούσαν τα εσώρουχα. Άναβα, καιγόμουνα από ευχαρίστηση, από χαρά, μεθούσα. Η Αντουανέτα άρχισε να ανησυχεί όταν είδε να έχουν ξοδευτεί για ρούχα και εσώρουχα όλα τα χρήματα που είχε και για άλλα ψώνια. Αλλά πιό πολύ ήταν η δική μου διέγερση που την πανικόβαλε. Σε τελευταία ανάλυση ήταν λιγάκι και δικό της λάθος. Έτσι που στέκονταν εκεί ολοζώντανη φεγγοβολούσε το κατάστημα. Τα κομπιναιζόν, τα κολλάν, οι κάλτσες, τα κυλοτάκια, τα σουτιέν, όλα αυτά τα μικρά ορφανά αντικείμενα την φώναζαν. Εγώ τα άκουγα. Έπρεπε να υπακούσω. Και υπάκουα. Αγόραζα, αγόραζα, μέσα σε δύο ώρες τα είχαμε ξοδέψει όλα, μείναμε ταπί. Αλλά ήμασταν σκεπασμένοι με πακέτα, πυραμίδες τα πακέτα. Όμως η Αντουανέτα μου δεν ήταν ευχαριστημένη, μουρμούριζε. Αντίθετα εγώ έπλεα σε πελάγη ευτυχίας. Και σ’ αυτή τη κατάσταση, εκείνη να γκρινιάζει κι εγώ να πλέω,

πήραμε το δρόμο για το σταθμό του μετρό. Κατεβαίνουμε τις σκάλες και βρισκόμαστε μισοστριμωγμένοι με τα πακέτα μας μπροστά στις πόρτες που ανοιγοκλείνουν με το έλασμα. Κάνουμε μπρος, κάνουμε πίσω για να περάσουμε, όπως κάνουν μανούβρες τα τραίνα. Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπαίνει ανάμεσά μας μιά νεαρά λέγοντας «Συγνώμη! Ευχαριστώ!» και φρρρστ περνάει. Μόνο που στο σημείο εκείνο υπήρχε ένα δυνατό ρεύμα αέρα. Η κοντή φουστίτσα της μικρής ανασηκώθηκε για μια στιγμή παρ’ όλο που η ίδια προσπαθούσε να την κρατήσει κολλημένη πάνω στα μπούτια της. Κι όσο βαστάει μια αστραπή είδα ζαρτιέρες, ζαρτιέρες που μ’ έκαψαν, με διαπέρασαν, σχεδόν με σκότωσαν. Από μαύρο νάϋλον ζαρωμένο, έσφιγγαν το λευκό δέρμα στα μπούτια και κατέβαιναν, κατέβαιναν, να αρπάξουν τις κάλτσες με τις μικρές αγκράφες. Σκέφτηκα το τραπέζι που έχουν στους αγώνες με τα έπαθλα που περιμένουν τους νικητές. Χρειάζονταν να τελειώσω εκείνη την αξέχαστη μέρα μ’ ένα έπαθλο. Δίνω να βαστήξει όλα τα πακέτα η Αντουανέτα και της λέω: περίμενέ με, επιστρέφω αμέσως. Την αφήνω εκεί χωρίς να μπορεί να αντιδράσει από την έκπληξή της. Και τρέχω. Ψάχνω για την μικρή. Την προφταίνω σε μιά γωνία. Ευτυχώς ήμασταν μόνοι. Δεν μπορούσα να μιλήσω, τραύλιζα. «Τις ζαρτιέρες, τις ζαρτιέρες, γρήγορα, γρήγορα!» Στην αρχή αυτή δεν κατάλαβε. Αποφασίζω να σκληρύνω, της ανεβάζω τη φούστα. Αυτή έβγαλε μια φωνή. Της ξαναλέω: «Δώσ’ μου γρήγορα τις ζαρτιέρες και φεύγω!» Τελικά αναγκάστηκε να υπακούσει. Τις βγάζει κι αρπάζω το τρόπαιό μου. Της λέω ευχαριστώ και τρέχω να ξαναβρώ την Αντουανέτα που προσπαθούσε να κρατήσει σε ισορροπία όλα τα πακέτα που της είχα φορτώσει. Ήμουνα τρισευτυχισμένος. Κρατούσα υπερήφανα τις ζαρτιέρες όπως κρατάει ένας ερυθρόδερμος το κρανίο του χλωμού προσώπου. Της λέω: «Πιάσ’ τες, είναι ακόμη ζεστές.» Κι επειδή δεν είχε ελεύθερα τα χέρια της, ακουμπάω τις ζαρτιέρες στο μάγουλό της. Αλλά έπρεπε να το σκάσουμε από κει, γιατί αν μας ανακάλυπτε το θύμα ήμασταν χαμένοι. Βγήκαμε έξω γρήγορα και χωθήκαμε σ’ ένα ταξί. Πάμε στον σταθμό, παίρνουμε το τραίνο, πίσω στην Αλανσόν. Σ’ όλη τη

διάρκεια της επιστροφής, η Αντουανέτα με σφιγμένα τα δόντια. Την άλλη μέρα έφυγε απ’ το σπίτι. Οριστικά. Πήγε στους γονείς της. Καταστροφή. Την άξιζα, βεβαίως την άξιζα. Αλλά δεν παύει να ’ναι μιά καταστροφή.

Όλα τέλειωσαν για μένα. Δεν ξαναγύρισα στην τράπεζα. Διάβαζα τις παριζιάνικες εφημερίδες. Έγραφαν για τον σαδιστή του μετρό. Η αστυνομία είχε εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό για μανιακούς. Το θύμα μου έκανε μήνυση κατ’ αγνώστου και μετά μήνυση κατά της διευθύνσεως του μετρό. Διότι η διεύθυνση έχει υποχρέωση να φροντίζει για την ασφάλεια των επιβατών. Το έγραφαν οι εφημερίδες. Πόσα πράγματα μαθαίνει κανείς από τις εφημερίδες! Αργότερα έγινε και η δίκη. Η ενάγουσα, δηλαδή το θύμα μου, την έχασε. Ο δικηγόρος του μετρό απέδειξε ότι τη στιγμή της επίθεσης το θύμα δεν είχε ακόμη ακυρώσει το εισιτήριο και κατά συνέπεια δεν είχε αρχίσει να ισχύει η σύμβαση μεταφοράς κι έτσι η διεύθυνση του μετρό δεν είχε καμία υποχρέωση!

Ήμουνα ένας ζωντανός νεκρός. Όλα είχανε καταρρεύσει με την φυγή της Αντουανέτας. Ήδη από πριν η ζωή μου ήταν εύθραυστη. Την ευτυχία μου είχα αναγκαστεί να την επινοήσω, να την κτίσω εγώ ο ίδιος. Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους. Οι άλλοι τα βρίσκουν όλα έτοιμα στη ζωή τους από τη στιγμή που θα γεννηθούνε. Εγώ δεν βρήκα τίποτα. Έπρεπε όλα να τα κατασκευάσω, μόνος μου, ψάχνοντας, λαθεύοντας, ξαναρχινώντας. Τα κλωσσημένα χαρτονομίσματα δεν μ’ ενδιέφεραν πιά. Ούτε εξ άλλου τα ρούχα και τα εσώρουχα. Το μεγάλο φως της ζωής μου είχε σβύσει. Από συνήθεια ξαναπήγα σ’ ένα πολυκατάστημα, στο τμήμα των εσωρούχων. Έκλεψα, αλλά αυτό που αναζητούσα δεν ήταν να ξαναρχίσω τις κλοπές. Αυτό που αναζητούσα το βρήκα μια μέρα που με συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω να αρπάζω μιά νυχτικιά. Είχα βαρεθεί. Ήθελα να τελειώνω.

Προφυλακίστηκα. Μετά μ’ αφήσανε μέχρι να γίνει η δίκη. Κανονικά για τέτοιο αδίκημα η ποινή είναι έξη μήνες φυλακή με αναστολή. Με αναστολή διότι όταν καταδικάζεσαι για πρώτη φορά, αυτομάτως η ποινή αναστέλλεται. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν θα σε ξαναπιάσουν. Εγώ ξανάκλεψα στο ίδιο κατάστημα και με ξανάπιασαν επ’ αυτοφώρω. Δυστυχώς όμως ο δικαστής πριν από τη δίκη μ’ έστειλε για ψυχιατρική εξέταση. Με βάση τη γνωμάτευση του ψυχιάτρου με χαρακτήρισαν ότι είχα το ακαταλόγιστο. Απαλλάχτηκα λόγω του ακαταλόγιστου, μ’ άφησαν ελεύθερο και μ’ έκλεισαν μετά μέσα. Σε ψυχιατρικό άσυλο. Είκοσι χρόνια, τώρα! Εδώ στο άσυλο τα πράγματα δεν είναι πάντοτε ρόδινα. Παγωμένα ντουζ, κρεβάτι με τα λουριά, ζουρλομανδύας, ηλεκτροσόκ. Όχι πάντοτε ρόδινα, όχι. Αλλά υπάρχουν κάποιες μικρές αποζημιώσεις. Όταν δεν δημιουργείς προβλήματα, σε πηγαίνουν περίπατο, να, όπως τώρα. Με τους δυό νοσοκόμους που συμπαθώ περισσότερο. Κάνουμε βόλτα, χαζεύουμε στις βιτρίνες. Μερικές φορές, όταν έχουν κέφια, πάνε να πιούνε και μένα μ’ αφήνουν να κάνω τα ψώνια μου. Σήμερα πέτυχα διάνα. Σ’ ένα πολυκατάστημα είχαν προσφορές. Πάγκοι ολόκληροι με εσώρουχα.

( Καθώς μιλάει, βγάζει από την τσέπη του ένα σκοινί και το κρεμάει από την μία άκρη της σκηνής ως την άλλη. Μετά βγάζει από τις άλλες τσέπες του μιά απίστευτη ποσότητα γυναικείων εσωρούχων που τα κρεμάει στο σκοινί με μανταλάκια.)

Δεν είχες παρά να απλώσεις το χέρι σου για να πάρεις. Το κολάν και το ριχτό. (Κρατάει ένα κολάν και μιά νυχτικιά.) Πάντοτε αναρωτιόμουνα ποιό έχει περισσότερη χάρη. Υπάρχουν δύο σχολές. Το κολάν βεβαίως αγκαλιάζει τη μορφή και ταυτόχρονα την υπηρετεί, την επιβεβαιώνει. Αλλά υστερεί σε φαντασία. Δεν μιλάει, είναι ξερό, λακωνικό, ψυχρό. Ενώ το ριχτό, προκαλεί όνειρα! Είναι ομιλητικό, φλύαρο ίσως, είναι ένας διαρκής αυτοσχεδιασμός, σε προσκαλεί να γλιστρήσεις εκεί μέσα το χέρι.

(Το σκοινί έχει γεμίσει ρούχα. Οπισθοχωρεί και κυττάζει το έργο του. Στο μεταξύ οι δύο νοσοκόμοι - άσπρες μπλούζες πάνω από τα παλτά τους - έχουν μπει στην αίθουσα και προχωρούν από τον κεντρικό διάδρομο.)

Κι όταν λικνίζεται στον άνεμο, τι υπέροχο που είναι!

(Ένας ανεμιστήρας από τα παρασκήνια φουσκώνει τα κρεμασμένα εσώρουχα.)

Και τώρα, ήρθε η στιγμή να σταθώ προσοχή. Ακίνητος, κόκκαλο. Σεβασμός.

(Στέκεται προσοχή.)

Καθένας έχει τη σημαία του. Εγώ έχω τη δική μου.

(Διακρίνει τους νοσοκόμους.)

Α, μάλιστα, ήρθανε επισκέπτες. Έπρεπε να το περιμένω.

(Τρέχει και ξεκρεμάει τα εσώρουχα χώνοντάς τα στις τσέπες του. Στο μεταξύ οι νοσοκόμοι ανεβαίνουν στην σκηνή. Προχωρούν προς το μέρος του αργά, απειλητικά.)

Περιμένετε! Περιμένετε! Δεν θέλετε να χάσω τους μικρούς θησαυρούς μου!

(Τον πιάνουν και τον παίρνουν μαζί τους. Αυτός αντιστέκεται αδύναμα.)

Μα περιμένετε, μη βιάζεστε. Κυττάξτε, αυτό το ροζ κομπιναιζόν!

(Τους ξεφεύγει και πάει να μαζέψει το κομπιναιζόν. Εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να μαζέψει κι ένα φανελάκι. Οι νοσοκόμοι ξανάρχονται και τον παίρνουν.)

Μα σας είπα, μη βιάζεστε! Να, να, να πάρω κι αυτό το μικρούτσικο σουτιέν. Ένα τόσο δα σουτιενάκι!

(Ξεφεύγει και πάει να πάρει το σουτιέν. Παίρνει ακόμη δυό τρία άλλα εσώρουχα. Όταν έρχονται ξανά οι νοσοκόμοι δεν έχει απομείνει στο σκοινί παρά ένα κυλοτάκι μαύρο.)

Καλά, εντάξει, αφού πρέπει να φύγουμε, πάμε. Αλλά απόψε όχι ηλεκτροσόκ, ε; Υπόσχεση; Όχι ηλεκτροσόκ.

(Γυρίζει το κεφάλι και κυττάει μ’ ένα δακρύβρεχτο βλέμμα το κυλοτάκι. Με μιά απότομη κίνηση ξεφεύγει από τους νοσοκόμους, ξανανεβαίνει στην σκηνή και επιστρέφει κρατώντας θριαμβευτικά το κυλοτάκι.)

Ορίστε, έρχομαι. Μαζί με το λάβαρό μου. Η μαύρη σημαία των πειρατών. Ζήτω ο θάνατος!

(Οι νοσοκόμοι τον παίρνουν. Ακούγεται μιά τελευταία φορά:)

Αλλά απόψε όχι ηλεκτροσόκ, ε; Μου το υποσχεθήκατε. Άμα θέλετε αύριο, εντάξει, αλλά απόψε όχι, έτσι;

Α Υ Λ Α Ι Α