μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Λωράν ντε Συττέρ "μεταφυσική της πουτάνας" (métaphysique de la putain).
Τα αποσπάσματα προέρχονται από σελίδες 9 - 10 - 11 - 141 - 142 - 143 του πρωτοτύπου.
μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη
Η μετάφραση έγινε από την έκδοση του 2014 Laurent de Sutter, métaphysique de la putain
του οίκου Éditions Léo Scheer.
Ο Λωράν ντε Συττέρ (Laurent de Sutter) είναι φιλόσοφος, βέλγος γαλλόφωνος, γεννημένος το 1977.
Διδάσκει στο πανεπιστήμιο Vrije των Βρυξελλών.
Την άνοιξη του 1978 ο Τσαρλς Μπουκόφσκι ήταν προσκαλεσμένος για μιά σειρά διαλέξεων στην Γαλλία και την Γερμανία. Μία από αυτές έγινε στο Αμβούργο. Από το ταξί που τόν πήγαινε στο ξενοδοχείο πρόσεξε τις πουτάνες της πόλης: Δεν τίς επισκέφτηκε – αλλά, κάποια στιγμή έγραψε ένα σύντομο ποίημα ως ανάμνηση αυτών που είχε δει κατά την διαδρομή. Ήταν ένα ποίημα σε πεζό, κάπως πρόχειρο, που αρχινούσε με μιά αινιγματική επίκληση στα «ψωραλέα σκυλιά του Άκρον»,
συνέχιζε με στίχους όπως
«και κάτω από την βροχή περίμεναν οι πουτάνες του Αμβούργου, ακουμπισμένες στις λαμαρίνες των αυτοκινήτων. / Γειά σας κορίτσια! Να, εδώ, ακόμη μία…»
και κατέληγε με μιά ελεγειακή νότα:
«όμως οι πουτάνες του Αμβούργου / ήταν όμορφες / εκείνη τη μέρα.»
Για τον Μπουκόφσκι οι πουτάνες ήταν πάντοτε κάτι λίγο παραπάνω από πουτάνες – ή μάλλον: επειδή ήταν πουτάνες, ήταν ανθρώπινα όντα περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους. Οι πουτάνες αντιπροσώπευαν ένα είδος απρόσιτου ιδεώδους, το οποίο τα «ψωραλέα σκυλιά του Άκρον» μόνον φαντάζονταν: οι πουτάνες κατείχαν ένα μυστικό που οι άνθρωποι είχαν χάσει και συνεχώς αναζητούσαν. Το ποίημα δεν έλεγε τίποτ’ άλλο – αλλά ενώ οι πουτάνες έσβυναν στον ορίζοντα, ίσως ο Μπουκόφσκι να ονειρεύονταν ότι αυτό το μυστικό έμοιαζε με μιά λέξη λίγο μάταιη και λίγο παλιά: την λέξη αλήθεια.
Όταν ο Μπουκόφσκι έφυγε από το Αμβούργο, η ανάμνηση από τις πουτάνες που είδε κάτω από την βροχή έσβυσε και δεν απόμεινε παρά το ποίημα το οποίο είχε αφιερώσει σ’ αυτές. Όμως η μεταφυσική εμπειρία της οποίας το κατακάθι εκείνες τού είχαν προσφέρει συνέχιζε για πολύ καιρό να τον κατατρέχει – επειδή ήταν ένας άνθρωπος της αλήθειας. Δεν μπορείς να κοροϊδέψεις την αλήθεια· μπορείς μόνον να αποπειραθείς να τήν καταστρέψεις, όπως δεν παύουν να κάνουν, με την μεγαλύτερη βιαιότητα, οι αστυνομικές δυνάμεις όλου του κόσμου. Μιά τέτοια καταστροφή όμως αποδεικνύεται αδύνατη: η αλήθεια είναι αυτό που η επιθυμία να τήν απαγορεύσεις παρουσιάζεται με τον πιο σκληρό και πιο καθαρό τρόπο. Το να κάνουν αβίωτη την ζωή στις πουτάνες, σαν να ήταν αυτές άνθρωποι, πολίτες, γυναίκες δεύτερης κατηγορίας, δεν έχει άλλο αποτέλεσμα. Κάθε φορά που η αστυνομία παίρνει ένα μέτρο που κάνει τα πράγματα ακόμη πιό περίπλοκα απ’ όσο ήδη είναι, το αίσχος αυτού του μέτρου παρουσιάζεται με όλη του την βλακώδη κακεντρέχεια. Διότι τέτοια μέτρα είναι και βλακώδη και κακεντρεχή – αφού πρόκειται για μέτρα που απευθύνονται σ’ αυτές (τις πουτάνες) , σ’ αυτήν την αβάσταχτη αλήθεια που σηματοδοτούν οι πουτάνες. Λικνιζόμασταν με ένα γλυκό όραμα και φανταζόμασταν την αλήθεια σαν το όνειρο του θριάμβου. Οι πουτάνες μάς δείχνουν, με την ύπαρξή τους και με τις πράξεις τους, και στη συνέχεια μ’ αυτή την καταδίωξη που προκαλεί η ύπαρξή τους και οι πράξεις τους, ότι τέτοιες απόψεις είναι παιδικές. Η αλήθεια δεν είναι ένα φως που φέγγει τον κόσμο με την αίγλη των αποδείξεών της· αντιθέτως η αλήθεια είναι αυτό που συσκοτίζει αυτές τις αποδείξεις, τις θολώνει, τις καταργεί. Η αλήθεια είναι αυτό που τρελαίνει τις αποδείξεις – η αλήθεια είναι η ανομολόγητη ψευδαίσθηση την οποία οι αποδείξεις πρέπει να ιδιοποιηθούν για να ολοκληρώσουν την ίδια τους την ματαιοδοξία και την ίδια τους τη βία. Το συναίσθημα που κατείχε τον Μπουκόφσκι, καθισμένον στο βάθος του ταξί που τόν πήγαινε στο ξενοδοχείο του, ήταν αυτό εδώ το συναίσθημα: η αλήθεια δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η μεταβολή των αποδείξεων σε μη-αποδείξεις. Εάν η αλήθεια δεν είναι ένας τρόπος για να καταλάβουμε ότι οι αποδείξεις δεν είναι καθόλου αποδείξεις, τότε το να θεωρούμε την αλήθεια ως αλήθεια είναι η χειρότερη πράξη. Αλλά ο Μπουκόφσκι ήταν ένας σοφός: όπως όλοι οι σοφοί, απεχθάνονταν την τάξη, την αστυνομία, τις αποδείξεις, την κανονικότητα, τον κανόνα, το μέτρο, το γούστο, το καλό, τα υλικά αγαθά – και κυρίως αυτό το αληθές στο όνομα του οποίου έχουν τόσο πληγώσει. Αυτό που έβλεπε, από το κάθισμα όπου βρισκότανε, δεν ήταν ερωτικά τέρατα ή πλανημένες γυναίκες· αυτό που έβλεπε ήταν σιλουέτες που προσπαθούσαν να σταθούν όρθιες μέσα στη βροχή, εκεί όπου όλα συνωμοτούσαν για να τίς λυγίσουν. Η μεταβολή των αποδείξεων σε μη-αποδείξεις, περισσότερο κι από ζήτημα του «αληθούς» ήταν ένα ζήτημα αξιοπρεπείας, στον βαθμό που μόνον αυτή, η αξιοπρέπεια, μπορεί να σηματοδοτήσει τον δρόμο προς την αλήθεια, δρόμο τον οποίο το «αληθές» τον φράζει. Καθώς το ταξί κυλούσε προς το ξενοδοχείο, ο Μπουκόφσκι ήξερε τι ήταν αυτό που μοιράζονταν με τις πουτάνες του Αμβούργου: η επιθυμία να διατηρήσει, με κάθε δυνατό μέσο, λίγη αξιοπρέπεια μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν είχε πλέον καθόλου αξιοπρέπεια. Μερικές φορές, τού έρχονταν αμφιβολίες – αλλά ήταν οι στιγμές κατά τις οποίες ο κόσμος και η αστυνομία θριάμβευαν. Αυτές οι στιγμές δεν διαρκούν για πάντα.