"ο ωραίος αδιάφορος" του Ζαν Κοκτὠ

μανία θεάτρου

nobody, not even the rain, has such small hands

κανένας, ούτε ακόμη η βροχή, δεν έχει τόσο μικρά χέρια

E.E. Cummings

Ζαν Κοκτώ

Ο ωραίος αδιάφορος

Το έργο αυτό γράφτηκε ειδικά για την Εντίθ Πιάφ η οποία το ερμήνευσε το 1940.

Η μετάφραση είναι του Γιάννη Φαρμακίδη ο οποίος ανέβασε το έργο το 2006 με την Ζυστίν Μπίρκεν και τον ίδιο.

Δείτε εδώ την παράσταση αυτή:

(Ένα φτωχικό δωμάτιο που φωτίζεται από τις φωτεινές επιγραφές του δρόμου. Ένας καναπές-κρεβάτι. Πικ-απ. Τραπεζάκι με καθρέφτη. Αφίσσες. Όταν σηκωθεί η αυλαία, η ηθοποιός είναι μόνη, φορά ένα μαύρο φορεματάκι. Κυττά απ’ το παράθυρο, μετά τρέχει στην πόρτα να δει το ασανσέρ, μετά βάζει έναν δίσκο που τραγουδά η ίδια, μετά τον σταματά. Έπειτα πηγαίνει στο τηλέφωνο και παίρνει έναν αριθμό.)

Εμπρός... Εμπρός... Ζωρζέτα, εσύ είσαι; Δωσ’ μου τον κ. Τοτόρ. Ναι, ψάξε, περιμένω. Τον βρήκες; Ωραία, δωσ’ μου τον. Πω, πω τι θόρυβος είναι’ αυτός; Μα τι κάνετε εκεί; Τοτόρ; Εγώ είμαι... ναι.... εγώ είμαι. Ο Εμίλ είναι εκεί; Όχι; Τον είδες καθόλου; Τι ώρα; Ήταν μόνος; Α... μάλιστα... καλά. Και δεν υποψιάζεσαι που μπορεί να πήγε; Δεν σου ’πε τίποτα; Ήταν σκνίπα; Όχι, όχι, δεν ανησυχώ... κάτι ήθελα να του πω επείγον... και δεν μπορώ να τον πετύχω πουθενά. Πως τα πας εσύ; Μπράβο. Εγώ; Εγώ μόλις τελειώσω το τραγούδι στη μπουάτ γυρίζω... είμαι πτώμα από την κούραση. Καλύτερα... μάλλον καλύτερα. Ο γιατρός; Καλά, εσύ νομίζεις ότι έχω λεφτά για να δίνω στους γιατρούς; Όχι... κουράρω μόνη μου τον εαυτό μου... γυρίζω σπίτι και ξαπλώνω. Ο Εμίλ; Ο Εμίλ είναι άγγελος. Είναι τέλειος για μένα. Μα, ναι, θα γυρίσει. Λοιπόν, εντάξει, σε φιλώ. Πήγε δύο ξημερώματα. Πω,πω! Πως περνάει η ώρα! Λοιπόν, σ’ αφήνω, άντε γειά, Τοτόρ. Καλή τύχη.

Κατεβάζει το ακουστικό. Ακούει τον θόρυβο του ασανσέρ και πάει πίσω απ’ την πόρτα για

ν’ ακούσει. Κτυπά το τηλέφωνο, πάει να το σηκώσει.

Εμπρός... α, εσείς είστε; Ο αδερφός σας; Φυσικά, εδώ είναι ο αδερφός σας. Εδώ είναι, αλλά τώρα είναι στο μπάνιο. Θα τον φωνάξω. Εμίλ! Εμίλ! Τι; Δεν μπορείς να ’ρθεις; Καλά. Εμπρός... τσατισμένος; Όχι, όχι, μου φωνάζει ότι είναι εντελώς γυμνός και ότι δεν θα ήτανε σωστό να ’ρθει έτσι στο τηλέφωνο. Αν είμαι βέβαιη ότι είναι εδώ; Μα τρελή είσθε, Σιμόνη; Φυσικά είναι εδώ. Δεν φταίω εγώ, αν βαριέται να ’ρθει.

Φωνάζοντας

Η αδερφή σου λέει να μη βαριέσαι...

Στο τηλέφωνο

Έχει ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο. Όχι, είναι μέσα στο νερό και εννοεί να μείνει εκεί. Θα σας ξαναπάρω.

Κατεβάζει το ακουστικό. Μέσα από τα δόντια...

Η σκρόφα.

Ξανά περιμένοντας. Ακούει το ασανσέρ. Τρέχει πίσω από την πόρτα. Ακούει μιά άλλη πόρτα. Ησυχία. Ακουμπά πάνω στην πόρτα, όρθια, εξαντλημένη. Πάει στο ρολόϊ και μετακινεί προς τα μπρος τους δείκτες. Μουρμουρίζοντας...

Μα είναι τόσο δύσκολο να σηκώσει το ακουστικό και να πάρει τηλέφωνο;

Κυττά το τηλέφωνο και ξαφνικά σηκώνεται και φορά το παλτό της. Θόρυβος κλειδιών. Βγάζει το παλτό. Τρέχει στον καναπέ, ξαπλώνει, παίρνει ένα βιβλίο. Η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει ο Εμίλ. Είναι ένας εξαιρετικά εντυπωσιακός, εμφανίσιμος άντρας. Μπαίνει και μετά, στη διάρκεια της σκηνής, ξεντύνεται, πηγαινοερχόμενος από το μπάνιο στο δωμάτιο, σφυρίζοντας σιγανά.

Τηλεφώνησε η αδερφή σου. Της είπα ότι ήσουνα στο μπάνιο. Δεν χρειάζονταν να ξέρει ότι δεν είχες γυρίσει ακόμη και ότι τριγυρνούσες ποιός ξέρει που. Θα πρέπει να ήταν πολύ ευχαριστημένη με όλα αυτά. Γι’ αυτό άλλωστε τηλεφώνησε, για να εξακριβώσει που ήσουνα. Συνέχεια ρωτούσε: είσαι βέβαιη ότι είναι εκεί; Η σκρόφα!

Που ήσουν; Πήρα τον Τοτόρ. Είχες πάει από κει, αλλά δεν ήξερε για που έφυγες μετά. Η ώρα περνάει πολύ γρήγορα. Διάβαζα. Μου φαινότανε ότι μόλις είχα γυρίσει απ’ την μπουάτ. Και ξαφνικά κυττάζω το ρολόϊ και βλέπω ότι είχε περάσει απίστευτα η ώρα. Που ήσουν;

Παύση

Θαυμάσια. Δεν θέλεις ν’ απαντήσεις, όπως συνήθως. Μην απαντάς, αγάπη μου. Δεν σε ανακρίνω, δεν επιμένω. Δεν είμαι από κείνες τις γυναίκες που σας κάνουν ανακρίσεις, που σας παίρνουν από πίσω μέχρι να μάθουν αυτό που θέλουν. Μη φοβάσαι τίποτα.

Σε ρωτάω που ήσουν. Δεν θέλεις ν’ απαντήσεις. Εντάξει, το θέμα έληξε. Μόνο που στο μέλλον θα ζήσω κι εγώ τη ζωούλα μου. Όταν θα τριγυρνάει ο κύριος, θα πηγαίνω κι εγώ όπου μ’ αρέσει. Και δεν θα δίνω κανέναν λογαριασμό. Είναι πολύ εύκολο. Ευχαριστώ. Ο κύριος κάνει αυτό που θέλει και η κυρία οφείλει να μένει στο σπίτι, ανάμεσα σε τέσσερες τοίχους. Έχω πιά καταλάβει. Δεν καταλάβαινα, αλλά τώρα έχω καταλάβει. Ήμουνα αρκετά ηλίθια να σκοτώνομαι στη δουλειά, να τραγουδάω στη μπουάτ, πήχτρα από καπνούς και μετά να γυρίζω σαν φρόνιμο κοριτσάκι και να περιμένω τον κύριο. Κι ο κύριος να μη γυρίζει. Ο κύριος είναι ήσυχος. Ο κύριος ξέρει ότι η κυρία είναι στο σπίτι και κοιμάται. Ο κύριος τρέχει με την μία και με την άλλη. Αλλά όλα αυτά θ’ αλλάξουν. Από αύριο θα δέχομαι τις προτάσεις απ’ αυτούς που μου στέλνουν λουλούδια και γράμματα. Θα τη βρίσκω με σαμπάνια, τζαζ κι όλα τα σχετικά και θα δει ο κύριος τι ωραίο είναι να περιμένεις. Πάντα να περιμένεις.

Ο Εμίλ έχει βάλει τη ρομπ ντε σαμπρ, ξαπλώνει στον καναπέ, ανάβει τσιγάρο, ξεδιπλώνει την εφημερίδα που του κρύβει το πρόσωπό του.

Διάβασε την εφημερίδα σου. Διάβασε την εφημερίδα σου ή μάλλον κάνε ότι τη διαβάζεις. Τίποτα δεν θα μ’ εμποδίσει να φωνάξω...

Κτυπάνε τον τοίχο από το διπλανό διαμέρισμα. Συνεχίζει σε χαμηλότερη φωνή.

...να φωνάξω και να βγάλω όλα αυτά που με πνίγουν. Ξέρω ότι μ’ ακούς και ότι κάνεις τον κουφό. Μεγάλη εφεύρεση η εφημερίδα. Κρύβεσαι πίσω από την εφημερίδα, αλλά εγώ, πίσω απ’ αυτήν την εφημερίδα, μαντεύω ότι το απαίσιο το μούτρο σου προσέχει τι λέω. Και θα μιλήσω. Θα τ’ ακούσεις όλα απόψε. Τίποτα δεν θα μ’ εμποδίσει να σου τα πω όλα. Εσύ διάβασε την εφημερίδα σου. Διάβασε την εφημερίδα σου. Τι σε νοιάζει; Δεν ξέρεις εσύ τι θα πει να είμαι άρρωστη, να με πονάει το στήθος και να βήχω και να τραγουδάω για ένα κοινό που κάνει θόρυβο για την πλάκα του. Δεν ξέρεις εσύ τι θα πει να γυρίζω γρήγορα πίσω, να ζητάω στήριγμα απ’ αυτόν που αγαπώ και να βρίσκω το δωμάτιο άδειο και να περιμένω. Να περιμένω. Το ’χω φάει στη μάπα αυτό το δωμάτιο. Κι αυτές οι φωτεινές επιγραφές. Έχω μάθει απ’ έξω πότε ανάβουν και πότε σβύνουν. Να κάθομαι ν’ ακούω τ’ αυτοκίνητα μόλις πλησιάσουν, μήπως σταματήσουν απ’ έξω. Κι όταν σταματούν, να σταματάει κι εμένα η καρδιά μου. Ν’ ακούω το ασανσέρ να πηγαίνει πότε στον επάνω όροφο, πότε στον κάτω και πάντα οι άλλες πόρτες ν’ ανοίγουν.

Κι αυτοί οι δείχτες στο ρολόϊ... άμα δεν τους κυττώ τρέχουν κι άμα τους κυττάξω κολάνε, λες και σταμάτησε το ρολόϊ.

Να περιμένω. Να με στήνεις. Έχεις κάνει το στήσιμο ολόκληρη τέχνη. Σαν εκείνα τα κινέζικα βασανιστήρια. Έχεις μάθει όλα τα κόλπα, τους πιό απαίσιους τρόπους για να με κάνεις να πονάω. Πόσο έχω περιμένει! Κάθομαι και μετράω μέχρι το χίλια, μέχρι το δέκα χιλιάδες, μέχρι το εκατό χιλιάδες. Μετράω τα βήματα ανάμεσα στην πόρτα και το παράθυρο. Κάνω κομπίνες στο μέτρημα για να βγαίνουνε διπλά τα βήματα. Βάζω μουσική, αρχίζω να διαβάζω. Στήνω αυτί μήπως ακούσω τίποτα. Όλη την ώρα με στημένο αυτί, σαν τα ζώα. Και μερικές φορές δεν αντέχω και τηλεφωνάω σε κείνο το βρωμομπάρ που πηγαίνεις και βασανίζεις άλλες γυναίκες. Και πάντα μου λένε ότι μόλις έχεις φύγει. Και ποτέ δεν ξέρουν που αλλού θα πας. Κι αυτή που είναι στο βεστιάριο, μόλις μ’ ακούσει αρχίζει τις συμπόνιες. Α, θα την σκοτώσω. Εξ άλλου, μπορεί να σκοτώσω και σένα. Έχω ακούσει για άλλες γυναίκες που έχουν σκοτώσει τους εραστές τους για πολύ λιγότερα απ’ αυτά που κάνεις εσύ.

Να περιμένω, να περιμένω, μιά ζωή να περιμένω. Κοντεύω να τρελλαθώ. Κι αυτοί που σκοτώνουν είναι οι τρελλοί. Μετά θα σκοτωθώ κι εγώ. Δεν θ’ αντέξω να ζήσω χωρίς εσένα. Είμαι βέβαιη γι’ αυτό. Όλα πάνε αλυσσίδα. Άμα αρχίσουν, δεν μπορείς να ξεφύγεις. Κύττα, μιλάω, μιλάω και οποιοσδήποτε άλλος θα παρατούσε την εφημερίδα, θα απαντούσε, θα ’δινε κάποια εξήγηση ή έστω θα μ’ έδερνε. Εσύ τίποτα. Εσύ διαβάζεις την εφημερίδα σου ή κάνεις ότι τη διαβάζεις. Θα ’θελα, έτσι, πάρα πολύ να έβλεπα το πρόσωπό σου πίσω από την εφημερίδα. Το διαβολικό σου πρόσωπο. Που το λατρεύω κι έτσι μου ’ρχεται να πάρω ένα περίστροφο και να πυροβολήσω πάνω του. Άκου, Εμίλ, το σκέφτηκα καλά. Απόψε, έχω αποφασίσει να σου τα πω όλα. Εσύ έχεις μάθει, εγώ να υποφέρω και να μη μιλάω. Να το βουλώνω. Αλλά τώρα, τέρμα όλα αυτά. Όταν πήγε δύο η ώρα, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι αν γύριζες, δεν θα έλεγα τίποτα, δεν θα έκανα τίποτα, θα ξάπλωνα και θα έκανα ότι κοιμάμαι και ότι τυχαία ξυπνούσα εκείνη τη στιγμή. Στις δύο και δέκα άρχισε αυτό το μαρτύριο με το ασανσέρ και τ’ αυτοκίνητα. Στις δύο και τέταρτο, η αδερφή σου είχε την καταπληχτική ιδέα να κάνει τηλεφωνική έφοδο, να δει αν είχες γυρίσει. Και στις δύο και μισή το ποτήρι ξεχείλισε. Και τότε πήρα την απόφαση να μιλήσω, να σταματήσω να το βουλώνω. Εσύ άμα θες μη μιλάς, κρύψου πίσω απ’ την εφημερίδα. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Εγώ δεν θα ξαναγίνω το κοροϊδάκι σου. Σε βλέπω, σε βλέπω κι ας έχεις μπροστά την εφημερίδα. Σου τη δίνει τ’ αποψινό, ε; Δεν το περίμενες. Εσύ έλεγες: «α, την καϋμένη, ας τη δουλέψουμε λιγάκι». Ε, λοιπόν, όχι, όχι, όχι και πάλι όχι. Δεν θα σ’ αφήσω εγώ να με δουλεύεις και να μου ψήνεις το ψάρι στα χείλια. Θα κάνω τη ζωή μου. Θα παλέψω. Θα πάρω το πάνω χέρι.

Σ’ αγαπώ. Σύμφωνοι. Σ’ αγαπώ κι εκεί στηρίζεσαι. Εσύ, εσύ κάνεις ότι μ’ αγαπάς. Δεν μ’ αγαπάς. Αν μ’ αγαπούσες, Εμίλ, δεν θα μ’ έκανες να περιμένω, δεν θα με βασάνιζες όλη την ώρα με το να τριγυρνάς από δω κι από κει κι εγώ να σε περιμένω. Εμένα με τρώει το σαράκι. Κύττα πως έχω γίνει, η σκιά μου έχω μείνει. Σαν φάντασμα έγινα. Ένα αλυσσοδεμένο φάντασμα που εσύ του έχεις περάσει τις αλυσσίδες. Ένα φάντασμα φυλακισμένο στην απομόνωση.

Ξέρω τι θα’ θελες. Το ξέρω. Θα ’θελες εσύ να μπαινοβγαίνεις, να κάνεις ό,τι σου κατεβαίνει, να πηδάς τη μιά και την άλλη, κι εμένα, εμένα που λες ότι μ’ αγαπάς, να μ’ έχεις κλειδωμένη σ’ ένα δωμάτιο και το κλειδί στην τσέπη σου. Τότε θα ήσουνα πανευτυχής. Ε, αυτό πάει πολύ. Πολύ πάει. Ο εγωϊσμός σου ξεπερνάει τα όρια.

Έχεις ξεχάσει ότι είμαι γυναίκα, ότι δεν είμαι πράγμα, κάνω καρριέρα στο τραγούδι, έχω επιτυχία, βγάζω λεφτά και τρέχουν ένα σωρό άνθρωποι πίσω μου, έτοιμοι να με βοηθήσουν. Όλοι αυτοί που μ’ ακούνε στο ραδιόφωνο και στους δίσκους. Μιά λέξη να πω, όλοι αυτοί θα σε κάνουν λυώμα στο ξύλο,Εμίλ! Εντάξει. Συνέχισε. Διάβαζε την εφημερίδα. Διάβαζε. Για πες μου, τι λέει για τον καιρό; Ε; Κύττα να μη σου φύγει καμιά οξεία. Είσαι απαίσιος. Τέτοιος είσαι. Απαίσιος. Ο κύριος είναι ψύχραιμος. Ο κύριος θέλει να αποδείξει ότι είναι ψύχραιμος. Κι εγώ; Εγώ δεν είμαι ψύχραιμη; Εγώ είμαι η ίδια η ψυχραιμία. Δεν ξέρω πολλές γυναίκες που θα την κρατούσαν την ψυχραιμία τους όπως την κρατάω εγώ. Αν ήταν καμιά άλλη, θα σου άρπαζε την εφημερίδα και θα σε στρίμωχνε να μιλήσεις. Αλλά εγώ δεν το κάνω γιατί έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να κρατήσω την ψυχραιμία μου και θα την κρατήσω.

Εσένα σου λείπει η ψυχραιμία. Δεν είμαι χαζή. Το βλέπω το πόδι σου που τρέμει και τα χέρια σου που άσπρισαν. Βράζεις μέσα σου. Βράζεις από θυμό γιατί ξέρεις ότι έχεις τη φωλιά σου λερωμένη. Που ήσουνα; Πήρα τηλέφωνο τον Τοτόρ, μου είπε ότι μόλις είχες φύγει. Υποθέτω με καμιά γκόμενα. Και μάλλον με κείνη τη σιχαμένη που την πηδάς όταν μου λες ότι πας για δουλειές στη Μασσαλία. Έλα, έλα... και σένα ξέρω κι αυτήν. Είμαι βέβαιη ότι αυτή ήτανε. Αυτή ήτανε, που έχει τα διπλά χρόνια από σένα και που ντύνεται σαν φρικιό. Περπατάει στο δρόμο και γίνεται ρεντίκολο. Χαρά στη γκόμενα που βρήκε ο κύριος! Χαρά στη γκόμενα που βρήκε για να με κερατώσει. Να ’ταν καμιά νέα, καμιά πιτσιρίκα, καμιά νόστιμη, να ’λεγα.. Όχι ότι θα μ’ άρεζε. Αλλά θα ’λεγα: «άει στα κομμάτια». Αλλά μ’ αυτήν... Την πουρόγρια, που δεν έχει φράγκα. Και σου κάνει και σκηνές, δεν σ’ αφήνει να κυττάξεις άλλη. Τι της βρίσκεις; Σε ρωτάω. Τέλος πάντων. Οι άντρες είναι χαζοί. Χαζοί και διεστραμμένοι. Και σιχαμεροί. Σιχαμεροί. Τέτοιος είσαι. Σιχαμένος. Αυτή η λέξη σου ταιριάζει. Σίχαμα.

Η υγεία μου; Μπα, σκέφτεσαι την υγεία μου; Με δουλεύεις; Το ξέρω ότι αν ψοφούσα, εσύ θα έβρισκες τη χαρά σου. Νομίζεις ότι κάνει καλό στην υγεία μου να κάθομαι εδώ και να περιμένω, να περιμένω, να περιμένω, να περιμένω, όλη την ώρα να περιμένω; Να πηγαινοέρχομαι απ’ την πόρτα στο παράθυρο κι απ’ το παράθυρο στην πόρτα. Και δεν υπήρχε και τηλέφωνο σ’ αυτό το κολόσπιτο. Ξοδεύτηκα κι έβαλα και τηλέφωνο. Γιατί; Για να μπορεί ο κύριος να με κάνει να νοιώθω ήσυχη, να μπορεί να με παίρνει και να μου λέει: «μου ’τυχε μιά δουλειά, είμαι στο τάδε μέρος, μην ανησυχείς, σ’ αγαπώ. Γυρίζω σε λίγο.» Τζάμπα τα λεφτά. Μόνο η αδερφή του τηλεφωνάει. Το τηλέφωνο έχει γίνει ακόμη ένα βασανιστήριο. Ήταν μέχρι τώρα το ασανσέρ, το κουδούνι, το κλειδί στην πόρτα, το ρολόϊ. Τώρα και το τηλέφωνο. Αυτό το τηλέφωνο που έχω στραβωθεί να το κυττάω και να μην χτυπάει. Ποτέ του κυρίου δεν του περνάει η σκέψη, εκεί που βρίσκεται - ένας θεός ξέρει που - καλύτερα να μην το σκέφτομαι - ποτέ δεν του περνάει η σκέψη να πει: «αυτή η γυναίκα είναι ολομόναχη, εκεί πέρα την έχει φάει η μοναξιά. Δεν είναι σπουδαίο πράγμα να της κάνω ένα τηλεφώνημα». Μπα, είναι μεγάλη φασαρία ν’ απλώσει το χέρι του ο κύριος και να πάρει ένα τηλέφωνο. Γιατί είναι μαζί του η άλλη, η γκόμενα και δεν πρέπει αυτή να μάθει τίποτα. Να μη χάσει ο κύριος το «μυστήριό» του.

Εμίλ! Εμίλ! Πέτα την εφημερίδα μέχρι να μετρήσω ως το τρία. Ένα... δύο... τρία. Κάνεις πείσμα, ε; Καλά. Συνεχίζω. Διότι ακούς. Ξέρω ότι ακούς και ξέρω ότι σε στριμώχνω. Λοιπόν ο κύβος ερίφθη. Θα τ’ ακούσεις όλα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Θα σου τα πω όλα αυτά που κρατάω μέσα μου τόσο καιρό. Θα σου πω όλα αυτά που έχω μέσα στη καρδιά μου. Ξέρεις τι έχω μέσα στην καρδιά μου; Μιά πατάτα. Μιά πατάτα. Μιά τεράστια πατάτα που άμα δεν την βγάλω θα πνιγώ, θα σκάσω.

Και κείνα τα ψέματα... Τι ψεύτης που είσαι. Λες ψέματα με την ίδια ευκολία που αναπνέεις. Όλη την ώρα ψέματα, ψέματα, ψέματα, ψέματα, ψέματα. Λες ψέματα χωρίς να υπάρχει λόγος. Το ψέμα για το ψέμα. Άμα μου πεις ότι θα πας για τσιγάρα, δεν θα πάρεις τσιγάρα, μπύρες θα πάρεις κι άμα πεις ότι θα πας για μπύρες, θα πάρεις τσιγάρα. Το έχεις στο αίμα σου να λες ψέματα, τη βρίσκεις να λες ψέματα. Τις προάλλες είπες ότι θα πας στον οδοντίατρο. Εγώ στήθηκα έξω από το σπίτι της πουρόγριας και σε είδα να βγαίνεις. Μη μου λες εμένα όχι και σταμάτα να ορκίζεσαι στην μάνα σου. Σε είδα. Δεν ήταν ανάγκη να μου έλεγες για οδοντίατρο. Αν μου έλεγες ότι θα πήγαινες με τη γριά, θα ήξερα ότι μαζί της θα ένοιωθες σαν καθόσουνα στην καρέκλα του οδοντίατρου. Τι με νοιάζει δηλαδή; Κάνε ό,τι σου κατέβει. Αλλά αυτό που με βγάζει απ’ τα ρούχα μου είναι τα ψέματά σου. Λες τόσα ψέματα που μπερδεύεσαι εσύ ο ίδιος. Ξεχνάς τι έχεις πει πριν και φέρνεις και τους άλλους σε δύσκολη θέση. Εγώ κοκκινίζω για λογαριασμό σου όταν σ’ ακούω να μου λες τερατολογίες. Και τις λες με μιά απάθεια, μα τι απάθεια! Να ξέρεις, είμαι βέβαιη ότι λες ψέματα και στην άλλη και σ’ όλες τις άλλες. Όλη σου τη ζωή, όλο σου το είναι έχει αυτό το ανακάτωμα, όπως μέσα στους εφιάλτες.

Κάποτε, στην αρχή, ζήλευα, τον ύπνο σου. Έλεγα: «που να πηγαίνει όταν κοιμάται; Τι βλέπει;». Και συ χαμογελούσες και τανιώσουνα κι εγώ μισούσα όλους αυτούς που έβλεπες στα όνειρά σου. Συχνά σε ξυπνούσα, έτσι, για να έκανες πέρα όλους αυτούς. Και συ, που σου άρεζε ο ύπνος, τσατιζόσουνα που σε ξυπνούσα. Εκείνο το πρόσωπό σου, το ατάραχο, δεν το άντεχα.

Τώρα, όποτε κοιμάσαι, λέω: «είμαι ήσυχη, είναι εδώ. Μπορώ να τον σκεπάσω, να τον αγγίξω, να τον κυττάξω». Εγώ δυσκολευόμουνα να κοιμηθώ. Σχεδόν καθόλου δεν κοιμάμαι. Λέω μέσα μου: «κοιμάται, δεν τρέχει από δω κι από κει. Είναι δικός μου, τον φυλάω».

Εμίλ! Μα την αλήθεια, θα μ’ αναγκάσεις να κάνω έγκλημα. Σου μιλάω σοβαρά. ’Η μάλλον, θα μ’ αναγκάσεις να τα σπάσω όλα και το έγκλημα θα το κάνεις εσύ μετά, εσύ θα πυροβολήσεις και θα βρεθείς στα σίδερα. Φαντάζεσαι τον εαυτό σου στα σίδερα; Άκουσε με καλά. Μπορεί να είμαι ψύχραιμη, μπορεί να κάνω υπομονή, αλλά η υπομονή έχει φτάσει τα όριά της. Λοιπόν, θα μετρήσω ως το τριάντα. Όταν θα φτάσω στο τριάντα και δεν έχεις πετάξει την εφημερίδα, σε προειδοποιώ ότι θα κάνω κακό.

Μετρά

Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε κ.λ.π.

Μετρά μέχρι το εικοσιπέντε. Στο εικοσιπέντε κτυπά το τηλέφωνο. Το σηκώνει.

Τυχερός είσαι. Εμπρός, εμπρός! Ποιός είναι; Όχι, εγώ δεν είμαι ο κύριος Εμίλ. Ο κύριος Εμίλ διαβάζει την εφημερίδα του. Α, α, α, εσείς είστε! Μάλιστα. Θαυμάσια. Περιμένετε.

Σκεπάζει το μικρόφωνο. Στον Εμίλ:

Θα ευαρεστηθείς ν’ απαντήσεις; Είναι η πουρόγριά σου.

Παύση

Σε ζητάει.

Παύση

Όχι, μαντάμ, του... του... του.. το είπα ότι είστε εσείς. Βαριέται να σηκωθεί. Σας ξαναλέω, διαβάζει την εφημερίδα του.

Δυνατά

Εμίλ, θα ’ρθεις, ναι ή όχι;

Στο τηλέφωνο

Όχι. Δεν έρχεται. Μα τι να κάνω, μαντάμ, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Σοβαρά; Μα σοβαρά; Είστε θαυμάσια! Μα αφού δεν θέλει να σας μιλήσει, τι να κάνω εγώ; Ωωωω...

Το κλείνει

Κουφάλα!

Πλησιάζει τον Εμίλ

Σ’ ευχαριστώ, Εμίλ. Ήσουνα πολύ εντάξει. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα ήσουνα τόσο εντάξει. Αν μιλούσες σ’ αυτή τη παλιόγρια, θα μ’ έπιαναν τα νεύρα. Εμίλ! Σου τη δίνω, ε; Έλα, μωρέ, συγχώρεσέ με.. Φίλα με...

Του παίρνει την εφημερίδα, ο Εμίλ έχει αποκοιμηθεί, το τσιγάρο του έχει πέσει.

Α, τον παλιάνθρωπο, κοιμήθηκε. Κι εγώ του έκανα γλύκες και νόμιζα...

Τον σκουντά

Εμίλ! Εμίλ! Εμίλ! Κοιμάσαι; Ξύπνα.

Ο Εμίλ γυρνά απ’ το άλλο πλευρό. Αυτή κάνει το γύρω του καναπέ και πάει από το άλλο πλευρό.

Εγώ σου μιλούσα και συ κοιμόσουνα. Τηλεφώνησε η πουρόγρια. Η πουρόγρια. Τηλεφώνησε. Σκέφτηκα ότι βαριόσουνα να σηκωθείς να της μιλήσεις. Εμίλ.

Ο Εμίλ την σπρώχνει με μιά απότομη κίνηση. Σηκώνεται, ανάβει τσιγάρο, πάει προς το τραπεζάκι με τον καθρέφτη. Αυτή τον ακολουθεί καθώς αυτός ντύνεται.

Εμίλ. Θέλεις να βγεις; Λοιπόν, εντάξει. Θα πέσω απ’ το παράθυρο. Θα σκοτωθώ.

Αυτή ανοίγει το παράθυρο και πετά το προηγούμενο αποτσίγαρο. Ο Εμίλ πάει στο μπάνιο χωρίς αυτή να τον δει. Αυτή φεύγει από το παράθυρο, βλέπει το δωμάτιο άδειο, την πιάνει τρέλα.

Εμίλ. Που είσαι; Εμίλ! Εμίλ!

Αυτός βγαίνει από το μπάνιο.

Τρόμαξα. Δεν σε είδα. Νόμισα ότι έφυγες.

Αυτός κτενίζεται.

Μα τι κάνεις, Εμίλ; Τι θα κάνεις; Θα ντυθείς;

Αυτός βάζει το σακκάκι του.

Θα βγεις; Δεν μπορείς να μείνεις; Κι όλα αυτά που σου είπα; Εμίλ, απάντησέ μου... πες κάτι... φέρεσαι πολύ σκληρά... απάνθρωπα. Μου χρωστάς μιά εξήγηση. Περίμενα τόσες ώρες. Έλυωσα να περιμένω. Και κάποια στιγμή επί τέλους φτάνεις. Κι έχω τόσα να σου πω. Σου μιλάω και συ το ρίχνεις στο διάβασμα και μετά κοιμάσαι. Λοιπόν, τι θα γίνει; Δεν άκουσες τίποτα από όσα σου είπα. Αυτό παρά είναι. Τι σου ’κανα και με βασανίζεις έτσι;

Πάει να τον αγκαλιάσει. Την σπρώχνει και κουμπώνει το σακκάκι του.

Άκου, Εμίλ, παραδέχομαι ότι σου έχω κάνει φασαρίες και ότι εσένα δεν σ’ αρέσει να σου λέω την αλήθεια... τουλάχιστον ορισμένα πράγματα που σε τσατίζουν. Εμίλ... Εμίλ... Εμίλ... Πες μου κάτι. Μίλησέ μου. Άνοιξε το στόμα σου. Μη στέκεσαι έτσι σαν άγαλμα.

Βάζει το παλτό του.

Τι; Βάζεις το παλτό σου; Α, όχι, δεν θα βγεις. Αρκετά έχω υποφέρει. Δεν θα σ’ αφήσω να βγεις. Σκέψου και μένα, σε παρακαλώ. Εμίλ, δείξε κατανόηση. Αφού μ’ αγαπάς. Αν δεν μ’ αγαπούσες, δεν θα ’χες γυρίσει. Κι όμως εσύ γύρισες. Μπορεί να άργησες, αλλά γύρισες. Κάτι σε τραβάει σε μένα. Δεν τέλειωσαν όλα. Μιλά. Πες μου ότι δεν τέλειωσαν όλα.

Ο Εμίλ πάει στο τηλέφωνο, παίρνει έναν αριθμό. Αυτή τον αγκαλιάζει.

Εμίλ. Δεν έχεις αυτό το δικαίωμα. Σκέψου όλα όσα έχω κάνει για σένα. Εντάξει, ξέχασε αυτά που σου είπα. Θυμήσου όλες τις ευτυχισμένες στιγμές που περάσαμε οι δυό μας. Το ξέρω ότι δεν έχω κάνει πολλά πράγματα για σένα. Κι αυτά τα λίγα που έχω κάνει ήμουνα υποχρεωμένη να τα κάνω.

Συγνώμη. Θα ’μαι καλή από δω και πέρα. Δεν θα παραπονιέμαι για τίποτα. Δεν θα μιλάω καθόλου. Να... να... κύττα... δεν θα ξαναμιλήσω. Εγώ θα σε βάζω να ξαπλώνεις κι εγώ θα σε σκεπάζω. Εσύ θα κοιμάσαι κι εγώ θα σε κυττάζω που θα κοιμάσαι. Θα ονειρεύεσαι ό,τι θες... και μέσα στα όνειρα απάτησέ με όποια θες. Αλλά, μείνε... μείνε... μείνε... θα πεθάνω αν πρέπει πάλι να σε περιμένω.

Ο Εμίλ ανοίγει την πόρτα. Αυτή κρεμιέται από πάνω του.

Είναι πολύ σκληρό, Εμίλ, είναι απάνθρωπο. Σε ικετεύω, μείνε. Κύτταξε με... Τα δέχομαι όλα. Δέχομαι να μου λες ψέματα. Δέχομαι να με κάνεις να περιμένω. Εγώ θα περιμένω. Θα περιμένω όσο θες.

Ο Εμίλ την σπρώχνει και φεύγει κτυπώντας την πόρτα. Αυτή τρέχει προς το παράθυρο καθώς πέφτει η αυλαία.