"η μπαλάντα της μοναχικής αυνανίστριας" ποίημα της Άννας Σέξτον

μανία θεάτρου

nobody, not even the rain, has such small hands

κανένας, ούτε ακόμη η βροχή, δεν έχει τόσο μικρά χέρια

E.E. Cummings

Άννα Σέξτον: Η Μπαλάντα της Μοναχικής Αυνανίστριας

Κλειδί για την κατανόηση του ποιήματος και της μεταφράσεως.

Ο αγγλομαθής αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι στις δύο πρώτες στροφές του ποιήματος η Άννα Σέξτον χρησιμοποιεί την θηλυκή αντωνυμία «she». Σε τι αναφέρεται η αντωνυμία; Η αγγλική λέξη για το αιδοίο είναι ουδετέρου γένους. Στο ποίημα αυτό όμως η Σέξτον προσωποποιεί το αιδοίο της και τού δίνει θηλυκό γένος χρησιμοποιώντας την θηλυκή αντωνυμία «she».

Το ποίημα αυτό είναι αυτοβιογραφικό όπως όλα όσα έγραψε η Σέξτον. Η ποιήτρια δημιούργησε κάποια στιγμή ερωτική σχέση με τον ψυχίατρό της. Ήταν και οι δύο παντρεμένοι. Όταν όμως ο ψυχίατρος φοβήθηκε ότι η σύζυγός του είχε ανακαλύψει τη σχέση τους (και πιθανώς πραγματικά να την είχε ανακαλύψει), διέκοψε τον δεσμό του με την Σεξτον η οποία έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και λίγο μετά έπεσε από μιά σκάλα στο σπίτι της, πράγμα που τής στοίχησε μια πολύμηνη ανάρρωση και μόνιμο πρόβλημα στο περπάτημα. Ήταν τότε που έγραψε το ποίημα αυτό. Το μόνο μη πραγματικό στοιχείο στο ποίημα, εν είδει ποιητικής αδείας, είναι ότι το άλλο πρόσωπο παντρεύεται μετά την διακοπή της σχέσεως, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ήδη παντρεμένο.

Η ποιήτρια γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1928, στην πόλη Νιούτον, της πολιτείας της Μασσαχουσέττης, ΗΠΑ. Ήταν πολύ εμφανίσιμη και σε νεαρή ηλικία εργάστηκε ως μανεκέν. Το 1948 παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά. Υπέφερε από μανιοκατάθλιψη πράγμα που την οδήγησε το 1954 στο νοσοκομείο. Εκεί συμμετείχε σε ομάδα ψυχοθεραπείας μέσω της ποιήσεως. Τότε άρχισε να ασχολείται συστηματικά με την ποίηση. Σύντομα απέκτησε φήμη και κέρδισε σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία μεταξύ των οποίων το Πούλιτζερ. Η ασθένειά της όμως δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Αυτοκτόνησε στις 4 Οκτωβρίου του 1974.

Η μετάφραση είναι του Γιάννη Φαρμακίδη.

The Ballad of the Lonely Masturbator

The end of the affair is always death.

She’s my workshop. Slippery eye,

out of the tribe of myself my breath

finds you gone. I horrify

those who stand by. I am fed.

At night, alone, I marry the bed.

Finger to finger, now she’s mine.

She’s not too far. She’s my encounter.

I beat her like a bell. I recline

in the bower where you used to mount her.

You borrowed me on the flowered spread.

At night, alone, I marry the bed.

Take for instance this night, my love,

that every single couple puts together

with a joint overturning, beneath, above,

the abundant two on sponge and feather,

kneeling and pushing, head to head.

At night alone, I marry the bed.

I break out of my body this way,

an annoying miracle. Could I

put the dream market on display?

I am spread out. I crucify.

My little plum is what you said.

At night, alone, I marry the bed.

Then my black-eyed rival came.

The lady of water, rising on the beach,

a piano at her fingertips, shame

on her lips and a flute’s speech.

And I was the knock-kneed broom instead.

At night, alone, I marry the bed.

She took you the way a woman takes

a bargain dress off the rack

and I broke the way a stone breaks.

I give back your books and fishing tack.

Today’s paper says that you are wed.

At night, alone, I marry the bed.

The boys and girls are one tonight.

They unbutton blouses. They unzip flies.

They take off shoes. They turn off the light.

The glimmering creatures are full of lies.

They are eating each other. They are overfed.

At night, alone, I marry the bed.

Η Μπαλάντα της Μοναχικής Αυνανίστριας

Το τέλος της σχέσης είναι πάντοτε θάνατος.

Το αιδοίο μου, το εργαστήριο μου. Γλιστερό μάτι,

βγαίνει απ’ το σώμα η ανάσα μου

βρίσκει νά ’χεις φύγει. Τρομάζω

εκείνους που με βλέπουν. Τρέφομαι.

Το βράδυ, μόνη, παντρεύομαι το κρεβάτι.

Δάχτυλο με δάχτυλο, το αιδοίο τώρα είναι δικό μου.

Είναι κοντά μου. Είναι το ραντεβού μου.

Το χτυπάω σαν καμπάνα. Ξαπλώνω

στην κρεβατοκάμαρα, εκεί που συνήθιζες να το καβαλάς.

Με δανείστηκες πάνω σε χαλί λουλουδιών.

Το βράδυ, μόνη, παντρεύομαι το κρεβάτι.

Πάρε, για παράδειγμα, αυτή τη νύχτα, αγάπη μου,

που σμίγει κάθε ένα ζευγάρι

με τινάγματα σφιχταγκαλιασμένα, ανάσκελα, μπρούμυτα,

τα βάρος των δυό τους σε ανάλαφρα σεντόνια,

γονατίζουν, σπρώχνουν, κεφάλι με κεφάλι.

Το βράδυ, μόνη, παντρεύομαι το κρεβάτι.

Δραπετεύω από το σώμα μου μ’ αυτόν τον τρόπο,

ένα θαύμα ενοχλητικό. Θα μπορούσα

να διαφημίσω το κατάστημα ονείρων;

Είμαι κάτω απλωμένη. Με εσταυρώνω.

Δαμασκηνάκι μου, έτσι είχες πει.

Το βράδυ, μόνη, παντρεύομαι το κρεβάτι.

Και τότε έφτασε η αντίζηλή μου με τα σκοτεινά μάτια.

Η κυρά του νερού ανασηκώνεται στην ακτή,

ένα πιάνο στις άκρες των δακτύλων της, η ντροπή

στα χείλη της, και λόγια ενός φλάουτου.

Κι εγώ αντίθετα ήμουνα ένα στραβό σκουπόξυλο.

Το βράδυ, μόνη, παντρεύομαι το κρεβάτι.

Αυτή σε πήρε όπως μιά γυναίκα παίρνει

να δοκιμάσει ένα ρούχο στις εκπτώσεις,

κι εγώ έγινα θρύψαλα, σαν πέτρα που σπάζει.

Σού επιστρέφω τα βιβλία και τα σύνεργα της ψαρικής.

Σήμερα η εφημερίδα γράφει ότι παντρευτήκατε.

Το βράδυ, μόνη, παντρεύομαι το κρεβάτι.

Απόψε αγόρια και κορίτσια γίνονται ένα.

Ξεκουμπώνουν μπλούζες. Ξεκουμπώνουν παντελόνια.

Βγάζουν τα παπούτσια. Σβήνουν το φως.

Τα πλάσματα που λαμπυρίζουνε είναι γεμάτα ψέμματα.

Τρώνε ο ένας τον άλλον. Σκάνε στο φαγητό.

Το βράδυ, μόνη, παντρεύομαι το κρεβάτι.