"το πασουμάκι της Σαπφούς" φον Ζάχερ-Μαζώχ

μανία θεάτρου

Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.

Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.

Sophie Podolski

Λεοπόλδος φον Ζάχερ-Μαζώχ

Leopold von Sacher-Masoch

Το πασουμάκι της Σαπφούς

Der Pantoffel der Sappho

(απόσπασμα)

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη

Η μετάφραση έγινε από το γερμανικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση Sacher-Masoch, Liebesgeschichten aus verschiedenen Jahrhunderten του οίκου Georg Drobeen & Cie, Βέρνη 1877.

Λεοπόλδος φον Ζάχερ-Μαζώχ

Leopold von Sacher-Masoch

Το πασουμάκι της Σαπφούς

(απόσπασμα)

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη


Ο χειμώνας του 1819 άπλωνε το λευκό του χαλί από νιφάδες πάνω στα τείχη της εύθυμης αυστριακής πρωτεύουσας και στα γύρω βουνά του Κάλενμπεργκ και Λεόπολτσμπεργκ. Ο λαμπρός κόσμος της αριστοκρατίας είχε επιστρέψει από τα λουτρά και τις επαύλεις, και διασκέδαζε στα σαλόνια και τις δεξιώσεις, ήρεμα και χαρούμενα, όπως συνέβαινε τότε στην αυτοκρατορική πόλη, διαμονή του αυτοκράτορος Φραγκίσκου.

Αλλά η κορύφωση των διασκεδάσεων και απολαύσεων, όπως και κάθε καλλιτεχνικού και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος, ήταν τότε, όπως και σήμερα, το Λαϊκό Θέατρο. Μεταξύ του κοινού και των ηθοποιών βασίλευε μια στενή οικειότητα διότι οι βιεννέζοι εκείνης της εποχής δεν περιορίζονταν να θαυμάζουν τον καλλιτέχνη μόνον πάνω στην σκηνή. Τον ακολουθούσαν στην καθημερινή του ζωή μέχρι και στο σπίτι του, όχι για σκανδαλοθηρία όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά με την απλοϊκή επιθυμία να δούνε την μελαγχολική Λουϊζα να παίρνει το τσάϊ της, ν’ ακούσουν την ονειροπόλα Καρλότα να χτυπάει τα πόδια σε ρυθμό κανκάν καθώς πίνει τον καφέ της, να εκπλαγούν βλέποντας την υπερήφανη πριγκίπισσα Έμπολι να πλέκει κάλτσες ή τον γενναίο ιππότη Γκόετς να ρίχνει χαρτιά. Το βιεννέζικο κοινό ήξερε όλα όσα συνέβαιναν στα παρασκήνια. Ήξερε τα ονόματα από καθέναν από τους θαυμαστές της Στιτς. Ήξερε πάντοτε το κοινό σε ποια παράσταση η φωνή του Κορν ήταν πιο τραχιά και που είχε πιεί την σαμπάνια που ήταν υπεύθυνη γι’ αυτό. Κι όταν έπαιζε η τραγωδός Σοφία Σρέντερ, σαν ήλιος στο καλλιτεχνικό στερέωμα, δεν συνέβαινε το παραμικρό στο καμαρίνι της χωρίς να το μαθαίνει όλη η Βιέννη, από τον πρωθυπουργό έως τον μαθητευόμενο τσαγκάρη, από τον αμαξά μέχρι τον αυτοκράτορα. Το ενδιαφέρον που έδειχνε όλη η πόλη για την Σοφία Σρέντερ ήταν αποκλειστικά καλλιτεχνικό, αν και πήγαζε από ένα συναίσθημα πολύ ανθρώπινο, διότι η Σρέντερ δεν ήταν ούτε όμορφη, ούτε καν κομψή. Όμως όταν εμφανίζονταν στην σκηνή ντυμένη αρχαία ελληνίδα, όταν η φωνή της έκανε να απλώνουν τα μελωδικά κύμματα του έμμετρου λόγου, όταν η ιδιοφυία της δημιουργούσε μορφές ανατριχιαστικά αληθινές, παρέσυρε τις καρδιές όπως κανένας άλλος καλλιτέχνης δεν είχε κάνει έως τότε. Εκείνες τις στιγμές γίνονταν όμορφη, μ’ αυτήν την αρχαία ομορφιά των αγαλμάτων. Η Σοφία δεν ήταν ψηλή, αλλά είχε ένα ύφος με το οποίο επιβάλλονταν και φαίνονταν πιο ψηλή από την πραγματικότητα. Δεν υπήρξε γυναίκα της αριστοκρατίας ή εστεμμένος που να μην ζήλεψε την έμφυτή της αριστοκρατικότητα και την επιβολή που ασκούσε πάνω στους θνητούς. Έμοιαζε να έχει γεννηθεί για να έχει έναν λαό στα πόδια της, τόσο πολύ δυνατό ήταν το βλέμμα της.

Θα μπορούσε να ήταν πολύ πλούσια, αλλά δεν την ενδιέφερε, διότι ως αληθινή θεραπαινίς της τέχνης, η Σρέντερ δεν καταλάβαινε από πρακτικά ζητήματα και η λεπτότητά της την έκανε να αποφεύγει να περιτριγυρίζεται από τους θαυμαστές της, όπως συμβαίνει σήμερα με λιγότερο ταλαντούχους καλλιτέχνες.

Η Σοφία είχε μια πολύ υψηλή ιδέα για τον έρωτα, για την τέχνη και για τον εαυτό της, ιδίως για τον εαυτό της, για να καταδέχεται να πληρώνεται με διαμάντια προκειμένου να χαρίσει την εύνοιά της. Αν χαμογελούσε σ’ έναν άνδρα, αυτό το χαμόγελο έβγαινε από την καρδιά της και εάν δέχονταν να τον διασκεδάσει, διασκέδαζε και η ίδια με όλη της την ψυχή. Η υποκρισία, από την οποία υποφέρει σήμερα ο καλλιτεχνικός κόσμος, της ήταν εντελώς άγνωστη. Ήταν λοιπόν φυσικό να μαθαίνει τελευταία εάν τα βέλη του έρωτος που εξαπέλυαν τα μάτια της είχαν διαπεράσει μια καρδιά. Το νέο δημιουργούσε ψιθύρους στα θεωρεία, γελούσαν και σκουντούσαν με τον αγκώνα στην πλατεία, ενώ η ίδια δεν ήξερε τίποτα ακόμη για τον καινούριο αιχμάλωτό της.

Την χρονιά του 1859, το κοινό του Λαϊκού Θέατρου παρατήρησε έναν νεαρό άντρα, ο οποίος κάθε βράδυ που έπαιζε η Σρέντερ, καθότανε στην αριστερή ακριανή θέση της πρώτης σειράς και του οποίου το βλέμμα, μόλις εκείνη εμφανίζονταν, ακολουθούσε με πυρετώδη συγκίνηση όλες της τις κινήσεις και του οποίου επίσης ο ενθουσιασμός ήταν τόσο παρορμητικός, ώστε πολλές φορές ξεχνούσε τους κανόνες του θεάτρου και χειροκροτούσε στη μέση μιάς σκηνής. Όλη Βιέννη ήξερε εδώ και πολύ καιρό ότι επρόκειτο για έναν πολωνό πρίγκηπα, απίστευτα πλούσιο, κυριευμένον από ένα παραλήρημα πάθους για την τραγωδό, πριν ή ίδια η Σρέντερ υποψιαστεί την ύπαρξη αυτού του ευτυχούς δυστυχισμένου.

Ένα βράδυ, ενώ η Σρέντερ περίμενε δίπλα στην σκηνή την έναρξη της πρώτης πράξεως, πρόσεξε ότι κάποιες από τις άλλες ηθοποιούς παρατηρούσανε την σάλα μέσα από την τρύπα της αυλαίας και άκουσε την εξής συνομιλία:

- Νάτος πάλι.

- Ποιός;

- Ο βουβός θαυμαστής της Σρέντερ.

Η Σρέντερ πλησίασε για να ακούει καλύτερα.

- Δείξε μου, ποιός είναι. Που κάθεται τώρα;

- Εκεί, στην αριστερή άκρη, στη πρώτη σειρά.

Η Σρέντερ είχε τώρα πληροφορηθεί αρκετά και όταν άρχισε η παράσταση, εκμεταλλεύτηκε μια ατάκα της για να ψάξει με το βλέμμα της για τον άγνωστο. Δυό εβδομάδες πέρασαν πριν μάθει το όνομά του. Ήταν πραγματικά πολωνός, πάρα πολύ πλούσιος, αλλά δεν πρίγκηπας, παρά ένας απλός ευγενής, ο Φελισιανός Βασιλιέφσκι. Από ’κείνη την μέρα η Σοφία τον έβλεπε κάθε φορά που έπαιζε και έμαθε ότι δεν ερχότανε όταν εκείνη δεν έπαιζε. Μετά από λίγο καιρό μια σιωπηρή συμφωνία είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στην τραγωδό και τον θαυμαστή της. Μπαίνοντας στην σκηνή, το πρώτο της βλέμμα ήταν για ’κείνον, όπως και το τελευταίο της πριν βγει. Εάν ήταν ιδιαίτερα πετυχημένος κάποιος μονόλογός της, ο πολωνός σήκωνε ανεπαίσθητα το κεφάλι κι αυτή η ελαφρά κίνηση γίνονταν αμέσως αντιληπτή από την καλλιτέχνιδα. Όταν τελείωνε η παράσταση και εκείνη έφευγε με την άμαξα που της διέθετε το Λαϊκό Θέατρο, ο πολωνός βρίσκονταν στην έξοδο και την καταβρόχθιζε με τα μάτια παρ’ όλο που δεν διέκρινε παρά την άκρη της μύτης της, καθώς κείνη ήταν τυλιγμένη στις γούνες και τα κασκόλ.

Ένα βράδυ, που μόλις είχε ερμηνεύσει έναν από τους καλύτερους ρόλους της, εκείνη κάθονταν μέσα στην άμαξα και την στιγμή που ήταν έτοιμη να κλείσει την πόρτα μια υπέροχη ανθοδέσμη έπεσε μπροστά της. Την είχε ρίξει ο πολωνός και μετά είχε φύγει τρέχοντας. Αυτή η μυστηριώδης και φοβισμένη λατρεία, σ’ εκείνο το ερημικό μέρος, μέσα στην νύχτα, άγγιξε την ευαίσθητη και ποιητική καρδιά της τραγωδού περισσότερο από τις θορυβώδεις και ζωηρές επευφημίες μέσα στην κατάφωτη πολυτελή σάλα. Η Σρέντερ άρχισε να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν τον νεαρό άντρα και να αναρωτιέται αν θα μπορούσε να τον αγαπήσει.

Και μια άλλη φορά ήρθε το λυώσιμο του πάγου. Έβρεχε καταρρακτωδώς ένα βράδυ και τα νερά έτρεχαν σαν χείμαρροι πάνω στο πεζοδρόμιο. Η Σρέντερ δίσταζε να το διασχίζει για να φτάσει στην άμαξα. Τότε ο πολωνός άπλωσε πάνω στο πεζοδρόμιο το παλτώ του κι έτσι εκείνη μπόρεσε να φτάσει στην άμαξα χωρίς να βραχούν τα πόδια της. Αυτή η ιπποτική χειρονομία γέμισε με χαρά την καλλιτέχνιδα, αλλά όταν εκείνη γύρισε να ευχαριστήσει τον ιππότη-υπηρέτη, αυτός είχε ήδη μαζέψει το παλτώ του κι είχε εξαφανιστεί.

Λίγο καιρό μετά η Σρέντερ ερμήνευσε τον ρόλο της Σαπφούς στο ομώνυμο έργο του Φραντς Γκρίλπάρτσερ που μόλις είχε γράψει. Μέχρι τότε η Αυστρία δεν είχε λογοτεχνία άξια λόγου και τα έργα που παίζονταν στην Βιέννη ήταν κυρίως ξένα. Την βραδυά της πρεμέριας το Λαϊκό Θέατρο ήταν κατάμεστο. Ένα εκλεκτό κοινό περίμενε ανυπόμονα το σήκωμα της αυλαίας. Στην πρώτη σειρά, στην συνηθισμένη του θέση, κάθονταν ο Φελισιανός Βισιλιέφσκι, σε απίστευτη υπερδιέγερση, δαγκώνοντας το μαντήλι του. Επί τέλους το έργο άρχισε. Σε λίγο ο χορός φώναζε «Χαίρε, Σαπφώ, χαίρε!»» και η Σρέντερ έμπαινε στην σκηνή πάνω σε άρμα θριάμβου, ως ένα πλάσμα που η φύση δημιούργησε για να εξουσιάζει. Φορούσε έναν αρχαιοελληνικό λευκό χιτώνα που άφηνε να διαγράφεται καθαρά το περίγραμμα από τα στήθη της και τα μπάτσα της ήταν γυμνά.

Βλέποντας την έτσι ο Φελισιανός ένοιωσε ρίγος. Η μεγαλοπρέπεια της μορφής της τον διαπερνούσε ολόκληρον και τα λεπτά πόδια της μέσα στα χρυσά σανδάλια τον προσκαλούσαν να τα φιλήσει πιο επιτακτικά απ’ όσο το λευκό χέρι της ή τα κόκκινα χείλη της. Του φαίνονταν ότι η Σαπφώ ήταν η ίδια η Σοφία, η υπερήφανη και εξουσιαστική γυναίκα, δεσποτική στον έρωτα, όπως και στην τέχνη. Αισθάνθηκε τότε πόσο τρελά την αγαπούσε, αλλά και πόσο του έλλειπε το θάρρος να ζητήσει την εύνοιά της. Η βραδυά ήταν ένας θρίαμβος για την Σρέντερ. Το κοινό παραληρούσε και η ίδια αναγκάστηκε να βγει πολλές φορές στην σκηνή. Ενώ συνέβαιναν αυτά, ξαφνικά ο πολωνός βγήκε γρήγορα από την σάλα κι εξαφανίστηκε.

Στο μεταξύ η δεσποινίς Μπαμπέτ, η καμαριέρα της Σρέντερ, είχε ήδη φύγει από το θέατρο για πάει πρώτη στο σπίτι και να ετοιμάσει το τσάϊ που η Σοφία ήθελε πάντοτε να την περιμένει ζεστό όταν επέστρεφε από τις παραστάσεις. Καθώς η δεσποινίς Μπαμπέτ πήγε να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά, ένα χέρι έπιασε το δικό της και αισθάνθηκε να υψώνεται πίσω της ένας ίσκιος. Θέλησε να φωνάξει, αλλά της είχε κοπεί η φωνή. Της φάνηκε πως ήταν κάποιο φάντασμα και μπόρεσε να ψελλίσει: «Ύπαγε οπίσω μου Σατανά.» Και τότε άκουσε να της λένε:

- Δεν είμαι ο Σατανάς, είμαι ένας άγγελος και ο θεός που λατρεύει αυτός ο άγγελος ονομάζεται Σοφία Σρέντερ.

- Μα ποιος είστε;

- Ανοίξτε πρώτα, ανάψτε το φως και θα σας εξηγήσω.

- Μα δεν μπορώ να σας αφήσω να περάσετε. Εσείς μπορεί να είστε…

- Ένας κακοποιός ή ο Σατανάς αυτοπροσώπως. Ησυχάστε, δεν είμαι ούτε εγκληματίας, ούτε ο Εωσφόρος, ούτε φάντασμα. Είμαι μονάχα ένας θαυμαστής της θεϊκής Σρέντερ και του ταλέντου της.

- Κι έρχεσθε τέτοια ώρα…

- Το ξέρω, δεσποινίς μου, αλλά πρέπει να μιλήσω προσωπικά σε σας. Ανοίξτε, σας παρακαλώ, για όνομα του Θεού, πριν επιστρέψει η Σαπφώ και τότε όλα θα χαθούν.

Η δεσποινίς Μπαμπέτ, πείστηκε τελικά, άνοιξε και άναψε ένα κερί. Στο φώς του αναγνώρισε τον πολωνό. Στέκονταν μπροστά της, τυλιγμένος σ’ ένα μακρύ παλτώ, κρατώντας μια θαυμάσια ανθοδέσμη.

- Α, εσείς είσθε. Και ασφαλώς θέλετε να δώσω την ανθοδέσμη στην δεσποινίδα Σρέντερ.

- Βεβαίως θέλω κι αυτό, αλλά δεν είναι το μόνο που θέλω να σας ζητήσω.

- Πέστε μου γρήγορα, γιατί θα έρθει σε λίγο και πρέπει να βρει το τσάϊ της έτοιμο, αλλοιώς θα θυμώσει πολύ.

- Αφήστε με να το κάνω εγώ. Εμείς οι πολωνοί έχουμε δεξιοτεχνία στο τσάϊ. Θα είμαι τόσο ευτυχισμένος αν η μεγάλη Σαπφώ πιεί απόψε το τσάϊ που θα της έχω ετοιμάσει εγώ.

- Μα δεν έχουμε καιρό…

- Κι όμως προφταίνουμε.

- Τουλάχιστον ελάτε στο δωμάτιό μου για να μπορείτε μετά να βγείτε απαρατήρητος. Από ’δω, κύριε.

Ο νεαρός άντρας την ακολούθησε και έδειξε ότι ήταν δεξιοτέχνης στην παρασκευή του τσαγιού. Καθώς ετοίμαζε το σαμοβάρι, μιλούσε με την καμαριέρα.

- Πείτε μου, δεσποινίς, θα της δώσετε την ανθοδέσμη;

- Βεβαίως.

- Και θα της μεταφέρετε τον απεριόριστο θαυμασμό μου για τον ρόλο της απόψε;

- Μάλιστα, κύριε.

- Ήταν αξεπέραστη.

- Συμφωνώ μαζί σας. Μεγαλειώδης.

- Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι η κυρία σας είναι η θεά μου;

- Θα με εξέπληττε το αντίθετο.

- Και καταλαβαίνετε ότι την αγαπώ, ότι είμαι υποχρεωμένος να την αγαπώ, να την λατρεύω;

- Αν ήμουνα άντρας, θα έκανα όπως κάνετε.

- Γι’ αυτό, αγαπητή μου δεσποινίς, φέρτε μου κάτι που να έχει φορέσει πάνω της η Σοφία Σρέντερ, ο,τιδήποτε, ακόμη κι ένα απλό μαντήλι που να έχει ακουμπήσει πάνω στο θεϊκό στήθος της κι εγώ θα το έχω ως φυλαχτό μέχρι την ώρα που πεθάνω.

- Αυτό δεν μπορώ να το κάνω, κύριε.

- Δεν μπορείτε; Και να μ’ αφήσετε να πεθάνω χωρίς μια παρηγοριά, αυτό μπορείτε να το κάνετε;

- Μα τι θέλετε να σας δώσω;

- Ό,τι θέλετε εσείς.

- Η κυρία δεν έχει κάτι που να μην το χρειάζεται.

Στο μεταξύ ο πολωνός είχε ετοιμάσει το τσάϊ, πήρε το σαμοβάρι και κατευθύνθηκε μέσα από τον διάδρομο προς την κρεβατοκάμαρα της τραγωδού. Εκεί σταμάτησε τρέμοντας και κύτταξε γύρω ταραγμένος. Πίσω του έφτασε η δεσποινίς Μπαμπέτ.

- Μα τι κάνετε, κύριε; Δεν ξέρετε ότι εδώ είναι το ιερό και κανένα πόδι θνητού δεν μπορεί να πατήσει;

- Αφήστε να νοιώσω αυτή την θεϊκή στιγμή. Πίσω απ’ αυτές τις κουρτίνες αναπαύεται τις νύχτες το θείο σώμα εκείνης κι αυτόν τον τάπητα πατούν τα πόδια της.

Ο νεαρός άντρας γονάτισε και φίλησε το πάτωμα. Όταν σηκώθηκε κρατούσε με ύφος θριάμβου στο χέρι του ένα πασουμάκι.

- Με ρωτήσατε τι θα ήθελα να μου δώσετε, αγαπητή μου δεσποινίς. Δώστε μου λοιπόν αυτό το πασουμάκι της θεάς και θα με κάνετε τον πιο ευτυχισμένο θνητό.

- Αυτό κι αν δεν μπορώ να σας δώσω. Είναι το πρώτο που θα ψάξει η κυρία μόλις επιστρέψει.

- Κι όμως ποτέ δεν θα το ξαναφορέσει.

Ο ερωτευμένος άντρας βγήκε από την κρεβατοκάμαρα, μάταια η δεσποινίς Μπαμπέτ προσπαθούσε να του πάρει το πασουμάκι από τα χέρια του, πήγε στην κουζίνα φόρεσε το παλτώ του και το καπέλο του, αλλά η δεσποινίς Μπαμπέτ τον άρπαξε απ’ τον γιακά.

- Για όνομα του Θεού, τι κακό είναι αυτό που πάτε να μου κάνετε! Δεν θα σας αφήσω να φύγετε, κύριε, αν δεν μου δώσετε πίσω το πασουμάκι.

- Αν το θέλετε, θα περάσετε πάνω από το πτώμα μου.

- Μα επί τέλους, είστε εντελώς τρελός;

- Θα σας δώσω όσα λεφτά θέλετε. Ορίστε, πάρ’τε αυτά, είναι μια χούφτα χρυσά δουκάτα.

- Όχι, όχι, δεν θέλω τα λεφτά σας, δεν τα παίρνω, θέλω το πασουμάκι.

- Έλεος, δεσποινίς μου, αφήστε με να πάρω το πασουμάκι.

- Μα γιατί θέλετε οπωσδήποτε αυτό το πασουμάκι;

- Είναι το πασουμάκι της Σαπφούς. Θέλω ν’ ακουμπώ κάθε μέρα τα χείλη μου πάνω του, εκεί όπου το άγγιξαν τα γλυκά της πόδια.

- Για όνομα του Θεού, εσάς μπορεί να σας αρέσει αυτό, αλλά αν λείπει το πασουμάκι, εγώ είμαι χαμένη. Δώστε το μου πίσω.

- Καλή μου δεσποινίς Μπαμπέτ, ουράνια Μπαμπέτ, μπορείτε να είστε τόσο σκληρή ώστε να μου αρπάξετε το αντικείμενο της λατρείας μου;

- Ναι, μπορώ να είμαι τόσο σκληρή…

- Ακόμη κι αν σας ικετεύσω γονατιστός;

- Μα, για όνομα του Θεού, τι κάνετε εκεί γονατιστός;

Την ίδια στιγμή, άνοιξε η πόρτα, ακούστηκε θρόϊσμα φορέματος, η Μπαμπέτ έβγαλε μια κραυγή και ο πολωνός ανασηκώθηκε απότομα κι έμεινε πετρωμένος. Η Σρέντερ εμφανίστηκε στο κατώφλι. Φορούσε ακόμη την χρυσή κορδέλα γύρω από το κεφάλι της και τον λευκό χιτώνα της Σαπφούς. Από πάνω το γούνινο παλτώ της. Στέκονταν εκεί αγέρωχη. Έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός, κύτταξε τον πολωνό όπως θα κύτταζε ο κύριος τον σκλάβο του και μετά είπε στην Μπαμπέτ.

ΣΡΕΝΤΕΡ Τι συμβαίνει εδώ; Πως βρίσκεται αυτός ο κύριος στο σπίτι μου; Ποιος τον επέτρεψε να μπει;

ΜΠΑΜΠΕΤ Εγώ… ξέρετε… αυτός….

ΣΡΕΝΤΕΡ Απαιτώ μια εξήγηση. Ποιος επέτρεψε τον κύριο να μπει;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Δεν φταίει η δεσποινίς, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ο ενθουσιασμός μου για σας, Κυρία, νίκησε τις αντιστάσεις της. Εγώ είμαι ο μόνος ένοχος, μόνον εγώ.

ΣΡΕΝΤΕΡ Ομολογείτε, λοιπόν;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Δεν αρνούμαι τίποτα. Ζητώ το έλεος σας.

ΣΡΕΝΤΕΡ Αναγνωρίζετε το λάθος σας;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Έλεος!

ΣΡΕΝΤΕΡ Πρώτα η ανάκριση και η επιβολή της ποινής. Η επιείκεια θα έρθει μετά.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Ναι, τιμωρήστε με, σας ικετεύω. Τιμωρήστε με σκληρά, ακόμη η τιμωρία που θα μου επιβάλετε θα είναι για μένα χαρά και παρηγοριά.

ΣΡΕΝΤΕΡ Πρώτ’ απ’ όλα, θα επιθυμούσα να μάθω τι ήταν αυτό που ζητούσατε από την πιστή μου Μπαμπέτ και γιατί της προσφέρατε χρήματα.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Την παρακάλεσα να μου δώσει το πασουμάκι της Σαπφούς κι επειδή αρνιότανε και προσπαθούσε να μου το αρπάξει, της προσέφερα….

ΣΡΕΝΤΕΡ Μια χούφτα χρυσά νομίσματα για ένα μεταχειρισμένο πασουμάκι; Μα γιατί είναι τόσο πολύτιμο αυτό το αντικείμενο; Ξέρετε, είμαι κουρασμένη αυτή τη στιγμή και έχω ανάγκη να αναπαυθώ…

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Να τολμήσω να σας ζητήσω να μου αφήσετε ως ευλογία αυτό που η δεσποινίς Μπαμπέτ τόσο σκληρά μου αρνήθηκε;

ΣΡΕΝΤΕΡ Μα τι αξία έχει αυτό το πασουμάκι;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Δεν μπορώ να σας το πω εδώ…

ΣΡΕΝΤΕΡ Λοιπόν, ακολουθήστε με, τότε, στο σαλόνι. Εκεί θα μου δώσετε την εξήγηση της περίεργης επιθυμίας σας.

Η Σρέντερ πέρασε πρώτη στο σαλόνι και αυτός την ακολούθησε υπάκουα, σαν παιδάκι ή τρελά ερωτευμένος. Εκείνη κάθισε στον καναπέ κι έδειξε στον επισκέπτη της μια καρέκλα.

ΣΡΕΝΤΕΡ Και πως ονομάζετε;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Φελισιανός Βασιλιέφσκι.

ΣΡΕΝΤΕΡ Λοιπόν, κύριε Βα… πως το είπατε αυτό;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Βασιλιέφσκι.

ΣΡΕΝΤΕΡ Δύσκολο όνομα. Βασιλιέφσκι, σωστά;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Μάλιστα.

ΣΡΕΝΤΕΡ Κι αυτός είναι ο μόνος λόγος, δηλαδή να πάρετε το πασουμάκι, που μπήκατε τέτοια ακατάλληλη ώρα στο σπίτι μου;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Σας έχω δει σε όλους τους ρόλους σας. Σε κάθε καινούριο έργο μεγάλωνε ο θαυμασμός μου για την μεγάλη τραγωδό, την απόλυτη κυρίαρχο των χορδών του ανθρωπίνου κλειδοκύμβαλου, και η λατρεία μου για την όμορφη καλλιτέχνιδα…

ΣΡΕΝΤΕΡ Δεν είμαι όμορφη, κύριε.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Για μένα είστε όμορφη, αλλά κι αν ακόμη δεν ήσασταν, το συναίσθημα που έχετε εμπνεύσει μέσα στην καρδιά μου είναι εκατό φορές πιο ιδεώδες και ιερό, διότι σας κάνει όμορφη, πιο όμορφη από όλες της γυναίκες της γης. Σας αγαπώ.

ΣΡΕΝΤΕΡ Κύριε!

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Συγχωρέστε με, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Δεν πρόκειται για μια μέθη των αισθήσεων, για μια τύφλωση του μυαλού μου. Πρέπει να σας αγαπώ, όπως πρέπει να αναπνέω… για να ζω.

ΣΡΕΝΤΕΡ Κύριε, θα είμαι ειλικρινής. Το ενδιαφέρον που δείχνετε προς εμένα έχει πάψει εδώ και καιρό να μου είναι ένα μυστήριο. Μου έχετε δείξει το ενδιαφέρον σας τόσο συχνά, μ’ έναν τρόπο τόσο ιπποτικό όσο και λεπτό, αλλά όλα αυτά είναι απλώς ένα δείγμα εκτίμησης για την ηθοποιό…

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι όλα αυτά που η καρδιά ενός άντρα μπορεί να νοιώσει για μια γυναίκα…

ΣΡΕΝΤΕΡ Νομίζω η συζήτησή μας ήταν για το πασουμάκι μου.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Ναι… βέβαια… πραγματικά. Ακούστε με λοιπόν. ΄Ημουν γεμάτος θαυμασμό για σας, σας λάτρευα, εσάς μόνον. Και έρχεται το αποψινό βράδυ. Σας βλέπω στον νέο σας ρόλο και με καταλαμβάνει ένας ενθουσιασμός, ένα θείο παραλήρημα που με έκανε να παραβώ όλους του κανόνες της καλής συμπεριφοράς για να αποθέσω στα πόδια σας μια ανθοδέσμη και να σας στερήσω, ως αντάλλαγμα, από ένα οποιοδήποτε αντικείμενο σας που χρησιμοποιείτε. Είδα τότε το πασουμάκι σας…

ΣΡΕΝΤΕΡ Ώστε μπήκατε μέσα στην κρεβατοκάμαρά μου;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Συγχωρέστε με, σας ικετεύω.

ΣΡΕΝΤΕΡ Σας συγχωρώ.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Και… μου επιτρέπετε να σας πω… ότι σας αγαπώ…

ΣΡΕΝΤΕΡ Αυτό όχι.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Με καταδικάζετε στην σιωπή;

ΣΡΕΝΤΕΡ Σας καταδικάζω.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Είστε σκληρή.

ΣΡΕΝΤΕΡ Είναι η πρώτη φορά που μου λένε κάτι τέτοιο. Σκληρή είναι η γυναίκα που με χαμόγελα ελκύει στα δίχτυα της έναν άντρα και μετά τον κοροϊδεύει και γελάει με το πάθημά του. Δεν είμαι ματαιόδοξη, κύριε, και ποτέ κανένας δεν παραπονέθηκε παρά μόνον για την ειλικρίνειά μου και την ευθύτητά μου. Το να μην αφήνω στον άλλον να τρέφει μια μάταιη ελπίδα, αυτό δεν είναι σκληρότητα, αλλά εντιμότητα.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Γνωρίζω, κυρία, ότι έχετε αυτήν την ευθύτητα στον χαρακτήρα σας, τόσο σπάνια στον χώρο του θεάτρου, και γνωρίζω επίσης ότι είστε προικισμένη με αρετή.

ΣΡΕΝΤΕΡ Και ναι και όχι. Για μένα η αρετή δεν βρίσκεται σε κανόνες συμπεριφοράς, αλλά αποκλειστικά στον έρωτα. Μια γυναίκα, η οποία από πάθος για τα πλούτη, δίνει το χέρι της σ’ έναν άνδρα που δεν τον αγαπάει, δεν είναι λιγότερο διεφθαρμένη από την Φρύνη που πουλά την εύνοια της. Η υστεροβουλία είναι αηδιαστική και ξεδιάντροπη. Αντίθετα, μια νεαρή γυναίκα η οποία αγαπά πραγματικά, είναι πάντοτε προικισμένη με αρετή, προσφέρει τα κόκκινα χείλη της στα φιλιά μέσα στο γαμήλιο δωμάτιο με την λαμπρή διακόσμηση ή κάτω από τις φτελιές και πάνω στα ρείκια, όπως τραγουδά ο ποιητής του έρωτος, ο Βάλτερ φον Φόγκελβάϊντε.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Σας καταλαβαίνω.

ΣΡΕΝΤΕΡ Με καταλαβαίνετε πλήρως;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Πιστεύω πως ναι.

ΣΡΕΝΤΕΡ Ας ξαναμιλήσουμε για το πασουμάκι.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Όχι, ας μιλήσουμε καλύτερα για το συναίσθημα που με κατέχει και που με γεμίζει, που με κάνει να σκιρτώ στον ήχο της φωνής σας, στο παραμικρό θρόϊσμα του φορέματός σας. Μην νομίσετε ότι είμαι αρκετά θρασύς ώστε να τολμήσω να ελπίσω ότι θα λάβω ανταμοιβή. Θα ήμουνα ο ευτυχέστερος των ανθρώπων, αν μπορούσα κάθε μέρα να σας φοράω και να σας βγάζω τα παπούτσια σας, και να σας προσφέρω τον αγκώνα μου για να ανεβείτε στην άμαξά σας…

ΣΡΕΝΤΕΡ Τέτοιες σχέσεις είναι αδιανόητες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά εμένα. Μια ματαιόδοξη θα το εύρισκε ευχάριστο να δέχονταν τέτοιες περιποιήσεις και θα τις θεωρούσε ένα παιγνίδι. Όμως εγώ αισθάνομαι ανίκανη να προκαλώ βάσανα που δεν θα μπορούσα να θεραπεύσω, αν τα προκαλούσα, θα ήταν ανάρμοστο σε μένα. Είμαι ειλικρινής, κύριε Βασιλιέφσκι. Με ενδιαφέρετε, αλλά δεν μπορώ να είμαι δική σας. Γι’ αυτό πρέπει να σταματήσουμε εδώ. Θέλετε να είστε ο σκλάβος μου; Είμαι απολύτως ικανή να μετατρέψω έναν άνδρα σε σκλάβο μου, αλλά έναν άντρα που θα τον αγαπούσα και που θα μπορούσα να τον κάνω ευτυχισμένο.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Έχετε δίκαιο. Πρέπει να φύγω από κοντά σας. Σας αγαπώ με όλη την τρελή φλόγα μιάς άδολης καρδιάς, όμως η συμπόνια σας θα μου ήταν αφόρητη. Μόνον μια άσπλαχνη γυναίκα θα μπορούσε να απαρνηθεί τον έρωτα, κι εσείς, εσείς είστε πολύ καλή. Θα βρω την δύναμη για να μην σας ξαναδώ. Θα επιστρέψω στην πατρίδα μου και θα προσπαθήσω να σας ξεχάσω, όμως, Θεϊκή Σαπφώ, θα ήθελα να μου δώσετε ως φυλαχτό το πασουμάκι σας.

ΣΡΕΝΤΕΡ Και γιατί ειδικά το πασουμάκι μου;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Είναι συνήθεια στην χώρα μου, όταν αγαπάει ένας άντρας και θέλει να προσφέρει σε μια γυναίκα την υπέρτατη λατρεία, να της παίρνει το παπούτσι της και να πίνει μ’ αυτό στην υγεία της. Εγώ θα φιλάω κάθε μέρα το μέρος όπου το άγγιξε το πόδι σας.

ΣΡΕΝΤΕΡ Πολύ καλά, κύριε, θα σας δωρίσω το πασουμάκι μου.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Πώς να σας ευχαριστήσω;

ΣΡΕΝΤΕΡ Ακούστε. Προσφέρατε πριν λίγο στην Μπαμπέτ μια χούφτα χρυσά δουκάτα γι’ αυτό το πράγμα;

ΒΑΛΙΕΦΣΚΙ Πράγματι.

ΣΡΕΝΤΕΡ Εάν ήσασταν έτοιμος να κάνετε μια τέτοια σπατάλη για ένα φθαρμένο πασουμάκι, τι θα δίνατε για το ίδιο το πόδι της Σαπφούς;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Το πόδι της! Δηλαδή;

ΣΡΕΝΤΕΡ Ακούστε με προσεκτικά. Έχω μια γνωστή ηλικιωμένη παλιά ηθοποιό, την Μύλλερ, που δεν έχει πιά τίποτα στην ζωή και επί πλέον είναι άρρωστη.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Υποψιάζομαι ποια λέτε, εκείνη την ζητιάνα που έρχεται στο καμαρίνι σας.

ΣΡΕΝΤΕΡ Ακριβώς. Θα την κάνατε ευτυχισμένη, αν της δίνατε τα μέσα να ανοίξει ένα μαγαζάκι για να ζει, και γι’ αυτό σας ρωτώ, εσείς που προσφέρατε χρυσάφι για να φιλήσετε το πασουμάκι της Σαπφούς, πόσα θα δίνατε να φιλήσετε το ίδιο το πόδι της;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Προσφέρω ολόκληρη την περιουσία μου γι’ αυτό το προνόμιο.

ΣΡΕΝΤΕΡ Είστε βέβαιος γι’ αυτό;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Μην πάρετε πίσω την πρότασή σας, σας ικετεύω.

ΣΡΕΝΤΕΡ Ωραία λοιπόν, μπορείτε να φιλήσετε το πόδι μου, αλλά…

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Θα σας υπογράψω ό,τι θέλετε…

ΣΡΕΝΤΕΡ Όχι, όχι, δεν θέλω παρά μόνον ένα ποσό για να βοηθήσω την φτωχή Μύλλερ.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Διατάξτε ό,τι θέλετε.

ΣΡΕΝΤΕΡ Ίσως εκατό δουκάτα;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Θα σας δώσω αμέσως επιταγή για πεντακόσια δουκάτα.

ΣΡΕΝΤΕΡ Πολύ καλά. Ελάτε. Φιλήστε το πόδι μου εδώ. Λοιπόν; Δεν θέλετε να το φιλήσετε; Έτσι μπράβο. Είστε ικανοποιημένος τώρα που το φιλήσατε;

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Αφήστε με να είμαι για πάντα σκλάβος σας.

ΣΡΕΝΤΕΡ Σηκωθείτε. Δεν μπορείτε να είσθε σκλάβος μου.

ΒΑΣΙΛΙΕΦΣΚΙ Όχι, όχι, δεν το αξίζω.

..........................................................................................................................................................................................................................