μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Παράσταση του Γλάρου στο θέατρο Στένα, στην Αγία Πετρούπολη, το 2012.
Παράσταση του Γλάρου στο θέατρο Χάντιγκτον, στην Βοστώνη, το 2014.
Άντων Τσέχαφ
Антон Чехов
Ο γλάρος
Чайка
αποσπάσματα
Μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη.
Η μετάφραση έγινε από το ρωσικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στον ιστότοπο
http://www.lib.ru/LITRA/CHEHOW/chajka.txt
Σύντομη περίληψη του έργου.
Ο Τριέπλιεφ, ο νεαρός γιος της διάσημης ηθοποιού Αρκάντινα, αναζητά νέους τρόπους έκφρασης στην ποίηση και στο θέατρο. Γράφει και παρουσιάζει το πρώτο του θεατρικό έργο στο εξοχικό σπίτι του θείου του Σόριν, αδελφού της μητέρας του, σε μιά επαρχιακή πόλη της Ρωσίας. Η Νίνα, η κοπέλα που αγαπά ο Τριέπλιεφ, θα είναι η ερασιτέχνις ηθοποιός που θα ερμηνεύσει το έργο του.
Η παράσταση θα τελειώσει άδοξα. Οι θεατές του έργου, που ανάμεσα τους είναι η Αρκάντινα και ο νεαρότερός της σε ηλικία εραστής της, ο γνωστός συγγραφέας Τριγκόριν, φιλοξενούμενοι για λίγες μέρες στο εξοχικό, θα είναι ειρωνικοί για το θεατρικό έργο του Τριέπλιεφ.
Ο νεαρός Τριέπλιεφ ζει έναν απελπισμένο έρωτα για τη Νίνα, η οποία θαμπωμένη από τη γοητεία του Τριγκόριν θα αποφασίσει να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός και να τον ακολουθήσει στην Μόσχα.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Τριέπλιεφ έχει καταφέρει να γίνει ένας μέτριος συγγραφέας. Εξακολουθεί να ζει στην ίδια επαρχιακή πόλη, να δημοσιεύει διηγήματά του σε διάφορα περιοδικά, και να παρακολουθεί από μακριά την θλιβερή προσωπική ζωή και την αποτυχημένη καριέρα της Νίνας.
Η επιδείνωση της υγείας του Σόριν θα φέρει πάλι στην επαρχιακή πόλη την Αρκάντινα και τον Τριγκόριν. Στο ίδιο μέρος, τσακισμένη και ανήμπορη, θα γυρίσει και η Νίνα. Πρώην ερωμένη του Τριγκόριν με τον οποίο απέκτησε και ένα παιδί που πέθανε, προδομένη από τον εραστή της τον οποίον όμως ποτέ δεν έπαψε να αγαπά, επισκέπτεται τον Τριέπλιεφ. Όταν τελειώσει την επίσκεψή της και φύγει, ένας πυροβολισμός θα ακουστεί από το δωμάτιο του νεαρού άντρα. Ο Τριέπλιεφ, θα βάλει τέρμα στη ζωή του, τη στιγμή που στο διπλανό δωμάτιο η συντροφιά των ανυποψίαστων, θα παίζει ένα επιτραπέζιο παιχνίδι για να σκοτώσει την ώρα της.
Απόσπάσμα από την πρώτη πράξη.
Треплев (обрывая у цветка лепестки). Любит — не любит, любит — не любит, любит — не любит. (Смеется.) Видишь, моя мать меня не любит. Еще бы! Ей хочется жить, любить, носить светлые кофточки, а мне уже двадцать пять лет, и я постоянно напоминаю ей, что она уже не молода. Когда меня нет, ей только тридцать два года, при мне же сорок три, и за это она меня ненавидит. Она знает также, что я не признаю театра. Она любит театр, ей кажется, что она служит человечеству, святому искусству, а по-моему, современный театр — это рутина, предрассудок. Когда поднимается занавес и при вечернем освещении, в комнате с тремя стенами, эти великие таланты, жрецы святого искусства изображают, как люди едят, пьют, любят, ходят, носят свои пиджаки; когда из пошлых картин и фраз стараются выудить мораль, — мораль маленькую, удобопонятную, полезную в домашнем обиходе; когда в тысяче вариаций мне подносят всё одно и то же, одно и то же, одно и то же, — то я бегу и бегу, как Мопассан бежал от Эйфелевой башни, которая давила ему мозг своею пошлостью.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝ ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Μαδάει τα πέταλα του λουλουδιού). Μ’ αγαπάει - Δεν μ’ αγαπάει, Μ’ αγαπάει – δεν μ’ αγαπάει, Μ’ αγαπάει - δεν μ’ αγαπάει. (Γελάει.) Βλέπεις, η μητέρα μου δεν μ’ αγαπά. Πάω στοίχημα! Θέλει να ζήσει, να αγαπήσει, να φοράει ζωηρόχρωμα ρούχα, κι εγώ που είμαι ήδη είκοσι πέντε χρονών τής υπενθυμίσω συνεχώς ότι δεν είναι πια νέα. Όταν δεν είμαι εδώ, εκείνη είναι μόνον τριάντα δύο ετών, αλλά μπροστά μου είναι σαράντα τριών, και γι’ αυτό με μισεί. Ξέρει επίσης ότι δεν με ενθουσιάζει το θέατρο. Εκείνη αγαπά το θέατρο, πιστεύει ότι υπηρετεί την ανθρωπότητα με την ιερή τέχνη, αλλά, κατά τη γνώμη μου, το σύγχρονο θέατρο - είναι ρουτίνα και προκατάληψη. Όταν η αυλαία ανεβαίνει, κάτω από τα βραδυνά φώτα, σ’ ένα δωμάτιο με τρεις τοίχους, αυτά τα μεγάλα ταλέντα, οι ιερείς της ιερής τέχνης απεικονίζουν τον τρόπο που οι άνθρωποι τρώνε, πίνουν, αγαπούν, βαδίζουν, να φορούν τα σακάκια τους· όταν με εικόνες και φράσεις κοινότυπες προσπαθούν να βγάλουν διδάγματα - μικροδιδάγματα, απλά, χρήσιμα για οικιακή κατανάλωση· όταν χίλιες παραλλαγές μού λεν όλες το ίδιο πράγμα, ακριβώς το ίδιο πράγμα, ακριβώς το ίδιο πράγμα - τρέχω μακριά όπως έτρεχε ο Μωπασάντ μακριά από τον Πύργο του Άϊφελ, ο οποίος τού πίεζε το μυαλό του με την ασχήμια του
Απόσπασμα από την πρώτη πράξη.
Треплев (прислушивается). Я слышу шаги... (Обнимает дядю.) Я без нее жить не могу... Даже звук ее шагов прекрасен... Я счастлив безумно. (Быстро идет навстречу Нине Заречной, которая входит.) Волшебница, мечта моя...
Нина (взволнованно). Я не опоздала... Конечно, я не опоздала...
Треплев (целуя ее руки). Нет, нет, нет...
Нина. Весь день я беспокоилась, мне было так страшно! Я боялась, что отец не пустит меня... Но он сейчас уехал с мачехой. Красное небо, уже начинает восходить луна, и я гнала лошадь, гнала. (Смеется.) Но я рада. (Крепко жмет руку Сорина.)
Сорин (смеется). Глазки, кажется, заплаканы... Ге-ге! Нехорошо!
Нина. Это так... Видите, как мне тяжело дышать. Через полчаса я уеду, надо спешить. Нельзя, нельзя, бога ради не удерживайте. Отец не знает, что я здесь.
Треплев. В самом деле, уже пора начинать. Надо идти звать всех.
Сорин. Я схожу и всё. Сию минуту. (Идет вправо и поет.) «Во Францию два гренадера...» (Оглядывается.) Раз так же вот я запел, а один товарищ прокурора и говорит мне: «А у вас, ваше превосходительство, голос сильный»... Потом подумал и прибавил: «Но... противный». (Смеется и уходит.)
Нина. Отец и его жена не пускают меня сюда. Говорят, что здесь богема... боятся, как бы я не пошла в актрисы... А меня тянет сюда к озеру, как чайку... Мое сердце полно вами. (Оглядывается.)
Треплев. Мы одни.
Нина. Кажется, кто-то там...
Треплев. Никого.
Поцелуй.
Нина. Это какое дерево?
Треплев. Вяз.
Нина. Отчего оно такое темное?
Треплев. Уже вечер, темнеют все предметы. Не уезжайте рано, умоляю вас.
Нина. Нельзя.
Треплев. А если я поеду к вам, Нина? Я всю ночь буду стоять в саду и смотреть на ваше окно.
Нина. Нельзя, вас заметит сторож. Трезор еще не привык к вам и будет лаять.
Треплев. Я люблю вас.
Нина. Тсс...
Треплев (услышав шаги). Кто там? Вы, Яков?
Яков (за эстрадой). Точно так.
Треплев. Становитесь по местам. Пора. Луна восходит?
Яков. Точно так.
Треплев. Спирт есть? Сера есть? Когда покажутся красные глаза, нужно, чтобы пахло серой. (Нине.) Идите, там все приготовлено. Вы волнуетесь?..
Нина. Да, очень. Ваша мама — ничего, ее я не боюсь, но у вас Тригорин... Играть при нем мне страшно и стыдно... Известный писатель... Он молод?
Треплев. Да.
Нина. Какие у него чудесные рассказы!
Треплев (холодно). Не знаю, не читал.
Нина. В вашей пьесе трудно играть. В ней нет живых лиц.
Треплев. Живые лица! Надо изображать жизнь не такою, как она есть, и не такою, как должна быть, а такою, как она представляется в мечтах.
Нина. В вашей пьесе мало действия, одна только читка. И в пьесе, по-моему, непременно должна быть любовь...
Оба уходят за эстраду.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Ακούγοντας) Ακούω βήματα… (Αγκαλιάζει τον θείο.) Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν ... Ακόμη και ο ήχος των βημάτων της είναι όμορφος ... Είμαι τρελά ευτυχισμένος. (Γρήγορα πηγαίνει να συναντήσει την Νίνα Ζαριέτσναϊε, η οποία έρχεται.) Μάγισσα, όνειρό μου ...
ΝΙΝΑ (Ενθουσιασμένη) Δεν άργησα… Σίγουρα δεν άργησα…
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Φιλώντας τα χέρια της) Όχι, όχι, όχι…
ΝΙΝΑ Η όλη τη μέρα ήμουνα ανήσυχη, ήμουνα τόσο φοβισμένη! Φοβόμουν ότι ο πατέρας μου δεν θα με άφηνε ... Αλλά τώρα έφυγε με τη μητριά μου. Ο ουρανός είναι κόκκινος, το φεγγάρι έχει ήδη αρχίσει να μεγαλώνει, και εγώ έτρεχα το άλογο, το έτρεχα. (Γελάει). Αλλά είμαι χαρούμενη. (Δίνει χειραψία με τον Σορίν.)
ΣΟΡΙΝ (Γελάει) Τα μάτια σου φαίνονται να έκλαψαν. Χε χε! Δεν έπρεπε!
ΝΙΝΑ Είναι τόσο ... Βλέπετε πόσο δύσκολο για μένα να αναπνεύσω. Πρέπει σε μισή ώρα να γυρίσω, πρέπει να βιαστώ. Αδύνατον, αδύνατον, για όνομα του Θεού μη με κρατάτε. Ο πατέρας μου δεν ξέρει ότι είμαι εδώ.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Λοιπόν, είναι ώρα ν’ αρχίσουμε. Πρέπει να φωνάξουμε όλους.
ΣΟΡΙΝ Πάω τώρα. Αυτή τη στιγμή. (Πηγαίνει προς τα δεξιά και τραγουδά.) "Στη Γαλλία, δύο γρεναδιέροι ..." (Κυττάζει γύρω.) Μιά φορά καθώς τραγουδούσα όπως άρχισα να τραγουδάω, μού λέει ένας γνωστός μου εισαγγελέας: «Α εσείς, Εξοχότατε, έχετε δυνατή φωνή." ... Μετά σκέφτηκε, και πρόσθεσε: ". Αλλά ... άσχημη" (Γελάει και φεύγει.)
ΝΙΝΑ Ο πατέρας μου και η σύζυγός του δεν μ’ αφήνουν να έρθω εδώ. Λένε ότι σ’ αυτό το μέρος τα ήθη είναι χαλαρά ... υπάρχει φόβος να γίνω ηθοποιός ... Και με τραβάει αυτή η λίμνη, σαν να είμαι γλάρος… Η καρδιά μου είναι γεμάτη από ’σάς. (Κυττάζει γύρω.)
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Είμαστε μόνοι.
ΝΙΝΑ Εκεί φαίνεται να είναι κάποιος…
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Κανένας.
(Φιλιούνται.)
ΝΙΝΑ Τι δέντρο είναι αυτό;
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Φτελιά.
ΝΙΝΑ Γιατί είναι τόσο σκοτεινό;
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Είναι ήδη απόγευμα, σκοτεινιάζουν όλα τα πράγματα. Μην φύγετε νωρίς, σάς παρακαλώ.
ΝΙΝΑ Αδύνατον.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Κι αν έρθω μαζί σας, Νίνα; Θα στέκομαι όλη τη νύχτα στον κήπο και θα κυττώ το δωμάτιό σας.
ΝΙΝΑ Μην το κάνετε, θα σάς δει ο φύλακας. Και ο Τρέζαρ, ο σκύλος μας, δεν σάς ξέρει και θα γαβγίσει.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Σάς αγαπώ.
ΝΙΝΑ Σσσσς…
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Ακούγοντας βήματα) Ποιός είναι; Εσείς, Ιακώβ;
ΙΑΚΩΒ (πάνω στην εξέδρα) Ακριβώς.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Πάτε στις θέσεις σας. Είναι ώρα. Η σελήνη ανεβαίνει;
ΙΑΚΒΩΒ Ακριβώς.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Έτοιμο το οινόπνευμα; Έτοιμο το θειάφι; Όταν φανούν τα κόκκινα μάτια, πρέπει να μυρίζει θειάφι. (Στην ΝΙΝΑ) Πηγαίνετε, όλα είναι έτοιμα. Έχετε τρακ;…
ΝΙΝΑ Ναι, πολύ. Όχι για την μητέρα σας, όσο για τον Τριγκόριν… Να παίξω μπροστά του μού φέρνει φόβο και ντροπή… Ένας διάσημος συγγραφέας… Είναι νεαρός;
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Ναι.
ΝΙΝΑ Τι θαυμάσιες ιστορίες γράφει!
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (ψυχρά) Δεν ξέρω, δεν έχω διαβάσει.
ΝΙΝΑ Το έργο σας είναι δύσκολο στο παίξιμο. Δεν υπάρχουν ζωηροί χαρακτήρες σ’ αυτό.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Ζωηροί χαρακτήρες! Η ζωή πρέπει να παρουσιάζεται όχι όπως είναι, παρά όπως θα έπρεπε να είναι, όπως φαίνεται στα όνειρα.
ΝΙΝΑ Το έργο σας έχει λίγη δράση, σχεδόν μόνον απαγγελία. Κατά την γνώμη μου στα έργα πρέπει πάντοτε να υπάρχει ο έρωτας.
Και οι δυό φεύγουν για την εξέδρα.
Απόσπασμα από την δευτέρα πράξη.
Нина (одна). Как странно видеть, что известная артистка плачет, да еще по такому пустому поводу! И не странно ли, знаменитый писатель, любимец публики, о нем пишут во всех газетах, портреты его продаются, его переводят на иностранные языки, а он целый день ловит рыбу и радуется, что поймал двух головлей. Я думала, что известные люди горды, неприступны, что они презирают толпу и своею славой, блеском своего имени как бы мстят ей за то, что она выше всего ставит знатность происхождения и богатство. Но они вот плачут, едят рыбу, играют в карты, смеются и сердятся, как все...
Треплев (входит без шляпы, с ружьем и с убитою чайкой). Вы одни здесь?
Нина. Одна.
(Треплев кладет у ее ног чайку.)
Нина.Что это значит?
Треплев. Я имел подлость убить сегодня эту чайку. Кладу у ваших ног.
Нина. Что с вами? (Поднимает чайку и глядит на нее.)
Треплев (после паузы). Скоро таким же образом я убью самого себя.
Нина. Я вас не узнаю.
Треплев. Да, после того, как я перестал узнавать вас. Вы изменились ко мне, ваш взгляд холоден, мое присутствие стесняет вас.
Нина. В последнее время вы стали раздражительны, выражаетесь все непонятно, какими-то символами. И вот эта чайка тоже, по-видимому, символ, но, простите, я не понимаю... (Кладет чайку на скамью.) Я слишком проста, чтобы понимать вас.
Треплев. Это началось с того вечера, когда так глупо провалилась моя пьеса. Женщины не прощают неуспеха. Я все сжег, все до последнего клочка. Если бы вы знали, как я несчастлив! Ваше охлаждение страшно, невероятно, точно я проснулся и вижу вот, будто это озеро вдруг высохло или утекло в землю. Вы только что сказали, что вы слишком просты, чтобы понимать меня. О, что тут понимать?! Пьеса не понравилась, вы презираете мое вдохновение, уже считаете меня заурядным, ничтожным, каких много... (Топнув ногой.) Как это я хорошо понимаю, как понимаю! У меня в мозгу точно гвоздь, будь он проклят вместе с моим самолюбием, которое сосет мою кровь, сосет, как змея... (Увидев Тригорина, который идет, читая книжку.) Вот идет истинный талант; ступает, как Гамлет, и тоже с книжкой. (Дразнит.) «Слова, слова, слова...» Это солнце еще не подошло к вам, а вы уже улыбаетесь, взгляд ваш растаял в его лучах. Не стану мешать вам. (Уходит быстро.)
ΝΙΝΑ (Μόνη) Πόσο παράξενο να βλέπεις μιά διάσημη ηθοποιό να κλαίει και μάλιστα για κάτι ασήμαντο! Και δεν είναι παράξενο ένας φημισμένος συγγραφέας, λατρεμένος από το κοινό, για τον οποίο γράφουν όλες οι εφημερίδες, παντού η φωτογραφία του, μεταφρασμένος σε ξένες γλώσσες, και όλη τη μέρα να ψαρεύει και να χαίρεται που έπιασε δυό κυπρίνους. Εγώ νόμιζα ότι οι διάσημοι άνθρωποι είναι υπερήφανοι, απρόσιτοι, ότι περιφρονούν το πλήθος, σαν να χρησιμοποιούν τη δόξα τους, τη λάμψη τους, το όνομά τους για να το εκδικηθούνε, επειδή το πλήθος βάζει πάνω απ’ όλα την καταγωγή και τον πλούτο. Όμως να που κι αυτοί κλαίνε, τρώνε ψάρια, παίζουν χαρτιά, γελούν και θυμώνουν, όπως όλοι…
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Έρχεται χωρίς καπέλο, με ένα όπλο και έναν σκοτωμένο γλάρο.) Είστε μόνη εδώ;
ΝΙΝΑ Μόνη.
(Ο Τριέπλιεφ αφήνει στα πόδια της τον γλάρο.)
ΝΙΝΑ Τι σημαίνει αυτό;
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Είχα την κακία να σκοτώσω σήμερα αυτόν τον γλάρο. Τον καταθέτω στα πόδια σας.
ΝΙΝΑ Τι συμβαίνει με ’σάς; (Σηκώνει τον γλάρο και τον κυττά.)
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (μετά από παύση) Σύντομα με αυτόν τον τρόπο θα σκοτώσω εμένα τον ίδιο.
ΝΙΝΑ Δεν σάς αναγνωρίζω.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Ναι, κι εγώ πλέον δεν σάς αναγνωρίζω. Αλλάξατε προς εμένα, το βλέμμα σας έγινε ψυχρό, η παρουσία μου σάς ενοχλεί.
ΝΙΝΑ Τον τελευταίο καιρό έχετε γίνει οξύθυμος, μιλάτε εντελώς ακατανόητα, συμβολικά. Κι αυτός ο γλάρος φαίνεται να είναι ένα σύμβολο, αλλά, συγνώμη, δεν καταλαβαίνω… (Αφήνει τον γλάρο στο παγκάκι.) Είμαι πολύ απλοϊκή για να σάς καταλάβω.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Όλα άρχισαν εκείνο το βράδυ που τόσο ανόητα απέτυχε το έργο μου. Οι γυναίκες δεν συγχωρούν την αποτυχία. Τα έκαψα όλα μέχρι και το τελευταίο κομμάτι. Αν μπορούσατε να ξέρατε, πόσο δυστυχισμένος είμαι! Η ψυχρότητά σας είναι τρομακτική, απίστευτη, σαν να ξύπνησα και να είδα ότι η λίμνη είχε ξεραθεί ή είχε χαθεί μέσα στο έδαφος. Κι εσείς το μόνο που λέτε είναι ότι είσαστε πολύ απλοϊκή για να με καταλάβετε. Ω, τι να καταλάβετε; Το έργο δεν σάς άρεσε, την έμπνευσή μου τήν περιφρονείτε, με θεωρείτε μέτριον, ασήμαντον, σαν ένα σωρό άλλους… (Χτυπάει το πόδι του.) Πόσο καλά τα καταλαβαίνω όλα αυτά, πόσο σάς καταλαβαίνω! Έχω ένα καρφί στον εγκέφαλο, αυτό φταίει μαζί με τον εγωϊσμό μου που μού ρουφάει το αίμα, το ρουφάει, σαν φίδι… (Βλέποντας τον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ που έρχεται διαβάζοντας ένα βιβλίο.) Να, έρχεται το πραγματικό ταλέντο· βηματίζει σαν τον Άμλετ και μάλιστα με βιβλίο. (Ειρωνεύεται.) «Λέξεις, λέξεις, λέξεις…» Αυτός ο ήλιος δεν έχει φτάσει ακόμη σε ’σάς και ήδη χαμογελάτε, το βλέμμα σας έχει λυώσει από τις ακτίνες του. Να μην σάς ενοχλώ εγώ. (Βγαίνει βιαστικά.)
Απόσπασμα από την τετάρτη πράξη
Треплев (Собирается писать; пробегает то, что уже написано). Я так много говорил о новых формах, а теперь чувствую, что сам мало-помалу сползаю к рутине. (Читает.) «Афиша на заборе гласила... Бледное лицо, обрамленное темными волосами...» Гласила, обрамленное... Это бездарно. (Зачеркивает.) Начну с того, как героя разбудил шум дождя, а остальное все вон. Описание лунного вечера длинно и изысканно. Тригорин выработал себе приемы, ему легко... У него на плотине блестит горлышко разбитой бутылки и чернеет тень от мельничного колеса — вот и лунная ночь готова, а у меня и трепещущий свет, и тихое мерцание звезд, и далекие звуки рояля, замирающие в тихом ароматном воздухе... Это мучительно.
(Пауза.)
Да, я все больше и больше прихожу к убеждению, что дело не в старых и не в новых формах, а в том, что человек пишет, не думая ни о каких формах, пишет, потому что это свободно льется из его души. (Кто-то стучит в окно, ближайшее к столу.) Что такое? (Глядит в окно.) Ничего не видно... (Отворяет стеклянную дверь и смотрит в сад.) Кто-то пробежал вниз по ступеням. (Окликает.) Кто здесь? (Уходит; слышно, как он быстро идет по террасе; через полминуты возвращается с Ниной Заречной.)
Нина! Нина!
(Нина кладет ему голову на грудь и сдержанно рыдает.)
Треплев (Растроганный.) Нина! Нина! Это вы... вы... Я точно предчувствовал, весь день душа моя томилась ужасно. (Снимает с нее шляпу и тальму.) О, моя добрая, моя ненаглядная, она пришла! Не будем плакать, не будем.
Нина. Здесь есть кто-то.
Треплев. Никого.
Нина. Заприте двери, а то войдут.
Треплев. Никто не войдет.
Нина. Я знаю, Ирина Николаевна здесь. Заприте двери...
Треплев (запирает правую дверь на ключ, подходит к левой). Тут нет замка. Я заставлю креслом. (Ставит у двери кресло.) Не бойтесь, никто не войдет.
Нина (пристально глядит ему в лицо). Дайте я посмотрю на вас. (Оглядываясь.) Тепло, хорошо... Здесь тогда была гостиная. Я сильно изменилась?
Треплев. Да... Вы похудели, и у вас глаза стали больше. Нина, как-то странно, что я вижу вас. Отчего вы не пускали меня к себе? Отчего вы до сих пор не приходили? Я знаю, вы здесь живете уже почти неделю... Я каждый день ходил к вам по нескольку раз, стоял у вас под окном, как нищий.
Нина. Я боялась, что вы меня ненавидите. Мне каждую ночь все снится, что вы смотрите на меня и не узнаете. Если бы вы знали! С самого приезда я все ходила тут... около озера. Около вашего дома была много раз и не решалась войти. Давайте сядем.
(Садятся.)
Сядем и будем говорить, говорить. Хорошо здесь, тепло, уютно... Слышите — ветер? У Тургенева есть место: «Хорошо тому, кто в такие ночи сидит под кровом дома, у кого есть теплый угол». Я — чайка... Нет, не то. (Трет себе лоб.) О чем я? Да... Тургенев... «И да поможет господь всем бесприютным скитальцам»... Ничего. (Рыдает.)
Треплев. Нина, вы опять... Нина!
Нина. Ничего, мне легче от этого... Я уже два года не плакала. Вчера поздно вечером я пошла посмотреть в саду, цел ли наш театр. А он до сих пор стоит. Я заплакала в первый раз после двух лет, и у меня отлегло, стало яснее на душе. Видите, я уже не плачу. (Берет его за руку.) Итак, вы стали уже писателем... Вы писатель, я — актриса... Попали и мы с вами в круговорот... Жила я радостно, по-детски — проснешься утром и запоешь; любила вас, мечтала о славе, а теперь? Завтра рано утром ехать в Елец в третьем классе... с мужиками, а в Ельце образованные купцы будут приставать с любезностями. Груба жизнь!
Треплев. Зачем в Елец?
Нина. Взяла ангажемент на всю зиму. Пора ехать.
Треплев. Нина, я проклинал вас, ненавидел, рвал ваши письма и фотографии, но каждую минуту я сознавал, что душа моя привязана к вам навеки. Разлюбить вас я не в силах, Нина. С тех пор, как я потерял вас и как начал печататься, жизнь для меня невыносима, — я страдаю... Молодость мою вдруг как оторвало, и мне кажется, что я уже прожил на свете девяносто лет. Я зову вас, целу́ю землю, по которой вы ходили; куда бы я ни смотрел, всюду мне представляется ваше лицо, эта ласковая улыбка, которая светила мне в лучшие годы моей жизни...
Нина (растерянно). Зачем он так говорит, зачем он так говорит?
Треплев. Я одинок, не согрет ничьей привязанностью, мне холодно, как в подземелье, и, что бы я ни писал, все это сухо, черство, мрачно. Останьтесь здесь, Нина, умоляю вас, или позвольте мне уехать с вами!
(Нина быстро надевает шляпу и тальму.)
Треплев. Нина, зачем? Бога ради, Нина... (Смотрит, как она одевается.)
Пауза.
Нина. Лошади мои стоят у калитки. Не провожайте, я сама дойду... (Сквозь слезы.) Дайте воды...
Треплев (дает ей напиться). Вы куда теперь?
Нина. В город. (Пауза.) Ирина Николаевна здесь?
Треплев. Да... В четверг дяде было нехорошо, мы ей телеграфировали, чтобы она приехала.
Нина. Зачем вы говорите, что целовали землю, по которой я ходила? Меня надо убить. (Склоняется к столу.) Я так утомилась! Отдохнуть бы... отдохнуть! (Поднимает голову.) Я — чайка... Не то. Я — актриса. Ну, да! (Услышав смех Аркадиной и Тригорина, прислушивается, потом бежит к левой двери и смотрит в замочную скважину.) И он здесь... (Возвращаясь к Треплеву.) Ну, да... Ничего... Да... Он не верил в театр, все смеялся над моими мечтами, и мало-помалу я тоже перестала верить и пала духом... А тут заботы любви, ревность, постоянный страх за маленького... Я стала мелочною, ничтожною, играла бессмысленно... Я не знала, что делать с руками, не умела стоять на сцене, не владела голосом. Вы не понимаете этого состояния, когда чувствуешь, что играешь ужасно. Я — чайка. Нет, не то... Помните, вы подстрелили чайку? Случайно пришел человек, увидел и от нечего делать погубил... Сюжет для небольшого рассказа... Это не то... (Трет себе лоб.) О чем я?.. Я говорю о сцене. Теперь уж я не так... Я уже настоящая актриса, я играю с наслаждением, с восторгом, пьянею на сцене и чувствую себя прекрасной. А теперь, пока живу здесь, я все хожу пешком, все хожу и думаю, думаю и чувствую, как с каждым днем растут мои душевные силы... Я теперь знаю, понимаю, Костя, что в нашем деле — все равно, играем мы на сцене или пишем — главное не слава, не блеск, не то, о чем я мечтала, а уменье терпеть. Умей нести свой крест и веруй. Я верую и мне не так больно, и когда я думаю о своем призвании, то не боюсь жизни.
Треплев (печально). Вы нашли свою дорогу, вы знаете, куда идете, а я все еще ношусь в хаосе грез и образов, не зная, для чего и кому это нужно. Я не верую и не знаю, в чем мое призвание.
Нина (прислушиваясь). Тсс... Я пойду. Прощайте. Когда я стану большою актрисой, приезжайте взглянуть на меня. Обещаете? А теперь... (Жмет ему руку.) Уже поздно. Я еле на ногах стою... я истощена, мне хочется есть...
Треплев. Останьтесь, я дам вам поужинать...
Нина. Нет, нет... Не провожайте, я сама дойду... Лошади мои близко... Значит, она привезла его с собою? Что ж, все равно. Когда увидите Тригорина, то не говорите ему ничего... Я люблю его. Я люблю его даже сильнее, чем прежде... Сюжет для небольшого рассказа... Люблю, люблю страстно, до отчаяния люблю. Хорошо было прежде, Костя! Помните? Какая ясная, теплая, радостная, чистая жизнь, какие чувства, — чувства, похожие на нежные, изящные цветы... Помните? (Читает.) «Люди, львы, орлы и куропатки, рогатые олени, гуси, пауки, молчаливые рыбы, обитавшие в воде, морские звезды и те, которых нельзя было видеть глазом, — словом, все жизни, все жизни, все жизни, свершив печальный круг, угасли. Уже тысячи веков, как земля не носит на себе ни одного живого существа, и эта бедная луна напрасно зажигает свой фонарь. На лугу уже не просыпаются с криком журавли, и майских жуков не бывает слышно в липовых рощах...» (Обнимает порывисто Треплева и убегает в стеклянную дверь.)
Треплев (после паузы). Нехорошо, если кто-нибудь встретит ее в саду и потом скажет маме. Это может огорчить маму...
В продолжение двух минут молча рвет все свои рукописи и бросает под стол, потом отпирает правую дверь и уходит.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Ετοιμάζεται να γράψει. Κυττάζει αυτά που έχει ήδη γράψει.) Έχω μιλήσει πολύ για νέες μορφές, αλλά τώρα αισθάνομαι ότι σιγά-σιγά σέρνομαι στην ρουτίνα. (Διαβάζει.) Η αφίσσα στον τοίχο έγραφε… Χλωμό πρόσωπο, σε πλαίσιο με μαύρα μαλλιά…» Έγραφε, πλαίσιο… Χαζομάρες. (Διαγράφει.) Θα αρχίσω από εκεί που ο ήρωας ξυπνάει από τον θόρυβο της βροχής, κι όλα τ’ άλλα θ’ ακολουθήσουν. Η περιγραφή της σεληνόφωτης νύχτας είναι μακρά και κομψή. Ο Τριγκόριν έχει επεξεργαστεί τεχνικές, τού είναι εύκολο… Το δικό του κείμενο θα ήταν «μέσα στη στέρνα λάμπει ο λαιμός από σπασμένο μπουκάλι και σκοτεινιάζει από τον τροχό του νερόμυλου.» Νά ’το έτοιμο το φεγγαρόφως, ενώ εγώ γράφω για φως που τρεμοπαίζει, για ήσυχα αστέρια που τρεμοσβύνουν, και οι μακρινοί ήχοι του πιάνου, που σβύνουν στον ήσυχο αρωματισμένο αέρα… Αποτέλεσμα απαίσιο.
(Παύση)
Ναι, ολοένα και περισσότερο έρχομαι στο συμπέρασμα ότι δεν είναι θέμα νέων ή παλιών μορφών, παρά να γράφει ο συγγραφέας, χωρίς να σκέφτεται για την μορφή, να γράφει, κι αυτό να ρέει ελεύθερα από την ψυχή του.
(Κάποιος χτυπά το παράθυρο που βρίσκεται κοντά στο τραπέζι.) Τι είναι αυτό; (Κυττά από το παράθυρο.) Δεν βλέπω τίποτα. (Ανοίγει την τζαμένια πόρτα και κυττά στον κήπο.) Κάποιος έτρεξε κάτω από τη σκάλα. (Φωνάζει.) Ποιός είναι;
(Βγαίνει έξω, ακούγεται να πηγαίνει γρήγορα προς την βεράντα· μισό λεπτό αργότερα επιστρέφει με τη Νίνα Ζαριέτσναϊε.)
Νίνα! Νίνα!
(Η Νίνα ακουμπά το κεφάλι της στο στήθος του και κλαίει συγκρατημένα.)
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Συγκινημένος) Νίνα! Νίνα! Εσείς… Εσείς… Το προαισθανόμουνα, όλη τη μέρα η ψυχή μου ήταν βαριά. (Εκείνη βγάζει το καπέλο και το παλτό της.) Ω, η καλή μου, η αγαπημένη μου, ήρθε! Δεν πρέπει να κλαίτε, δεν πρέπει.
ΝΙΝΑ Είναι εδώ κάποιος άλλος.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Κανένας.
ΝΙΝΑ Κλειδώστε την πόρτα, μπορεί κάποιος να έρθει.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Κανένας δεν θα έρθει.
ΝΙΝΑ Ξέρω ότι η μητέρα σας είναι εδώ. Κλειδώστε την πόρτα…
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Κλειδώνει την δεξιά πόρτα με το κλειδί, πηγαίνει στην αριστερή πόρτα.) Εδώ δεν έχει κλειδαριά. Θα βάλω μιά καρέκλα. (Βάζει μιά καρέκλα στην πόρτα.) Μη φοβάστε, κανένας δεν θα έρθει.
ΝΙΝΑ (Κυττάζει επίμονα το πρόσωπό του.) Για να σάς δω. (Κυττάζει τριγύρω.) Όμορφα και ζεστά εδώ… Εδώ κάποτε ήταν το καθιστικό. Έχω αλλάξει πολύ;
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Ναι… Αδυνατίσατε και τα μάτια σάς έγιναν πιο μεγάλα. Νίνα, είναι τόσο παράξενο να σάς βλέπω. Γιατί δεν επιδιώξατε να με συναντήσετε; Γιατί τόσον καιρό δεν με επισκεφτήκατε; Ξέρω ότι έχετε έρθει εδώ και μιά εβδομάδα… Κάθε μέρα, αρκετές φορές τη μέρα, πήγαινα έξω από εκεί που μένετε, στεκόμουνα κάτω από το παράθυρό σας σαν ζητιάνος.
ΝΙΝΑ Φοβόμουνα ότι θα με μισούσατε. Κάθε βράδυ ονειρεύομαι ότι με κυττάτε και δεν με αναγνωρίζετε. Αν ξέρατε! Από τότε που ήρθα πηγαίνω συνέχεια εκεί… κοντά στην λίμνη. Πολλές φορές βρέθηκα κοντά στο σπίτι σας και δεν τόλμησα να μπω. Ας καθίσουμε.
(Κάθονται.)
Ας καθίσουμε και ας μιλήσουμε, ας μιλήσουμε. Όμορφα εδώ, ζεστά, άνετα… Ακούτε τον άνεμο; Κάπου λέει ο Τουργκένιεφ: «Ευτυχισμένος όποιος τέτοια νύχτα κάθεται κάτω από την σκεπή του σπιτιού κι έχει μιά ζεστή γωνιά.» Είμαι γλάρος… Όχι, δεν είναι αυτό. (Τρίβει το μέτωπό της.) Τι έλεγα; Ναι… Ο Τουργκένιεφ… λέει: «Και ο Κύριος να βοηθήσει όλους αυτούς που τριγυρνάνε άστεγοι»… Δεν είναι τίποτα. (Έχει λυγμούς.)
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Νίνα, πάλι… Νίνα!
ΝΙΝΑ Δεν είναι τίποτα, νοιώθω πιο ανάλαφρη μ’ αυτό… Έχω δυό χρόνια να κλάψω. Χθες βράδυ αργά πήγα να δω εάν υπάρχει το θέατρό μας στον κήπο. Υπάρχει ακόμη. Έκλαψα για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, ξαλάφρωσα, ήρθε περισσότερο φως στην ψυχή μου. Βλέπετε, δεν κλαίω πλέον. (Πιάνει τα χέρια του.) Λοιπόν, γίνατε πιά συγγραφέας… Εσείς συγγραφέας, εγώ ηθοποιός… Είμαστε πιασμένοι εσείς κι εγώ μέσα σε δίνη… Ζούσα ευτυχισμένη, ως παιδί. Ξυπνούσα το πρωΐ κι αρχινούσα να τραγουδώ· σάς αγαπούσα, ονειρευόμουνα τη δόξα. Και τώρα; Αύριο νωρίς το πρωΐ φεύγω για το Γιέλετς, βαγόνι τρίτη θέση… γεμάτο χωριάτες, κι εκεί στο Γιέλετς θα δέχομαι κομπλιμέντα από εμπόρους αποφοίτους της εμπορικής σχολής. Δύσκολη η ζωή!
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Γιατί πηγαίνετε στο Γιέλετς;
ΝΙΝΑ Υπέγραψα συμβόλαιο για όλον τον χειμώνα. Πρέπει να φεύγω.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Νίνα, σάς βλαστήμησα, σάς μίσησα, έσκισα τα γράμματά σας και τις φωτογραφίες σας, κι όμως κάθε στιγμή ήξερα ότι η ψυχή μου ήταν δεμένη σε σάς για πάντα. Δεν έχω τη δύναμη να σταματήσω να σάς αγαπώ, Νίνα. Από τότε που σάς έχασα και άρχισα να γράφω, η ζωή για ’μένα είναι αβάσταχτη, - υποφέρω… Η νιότη μου ξαφνικά σκορπίστηκε, και μού φαίνεται πως έχω ζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο ενενήντα χρόνια. Σάς φώναζα, φιλούσα το χώμα όπου είχατε πατήσει· όπου και να έστρεφα το βλέμμα, παντού μού παρουσιάζονταν το πρόσωπό σας, αυτό το γλυκό χαμόγελο, που με φώτισε στα καλύτερα χρόνια της ζωής μου…
ΝΙΝΑ (μπερδεμένη) Γιατί αυτός μιλά, έτσι, γιατί αυτός μιλά έτσι;
ΤΡΙΕΠΛΙΕΒ Είμαι ολομόναχος, χωρίς την ζέστα μιάς σχέσης, σαν να ζω σε παγωμένο υπόγειο, κι ό,τι κι αν γράψω, όλα είναι ξερά, άγρια, σκοτεινά. Μείνετε εδώ, Νίνα, σάς ικετεύω, ή επιτρέψτε μου να φύγω μαζί σας!
(Η ΝΙΝΑ βιαστικά φοράει το καπέλο και το παλτό.)
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Νίνα, γιατί; Για όνομα του Θεού, Νίνα…
(Τήν κυττά καθώς εκείνη ντύνεται.)
Παύση.
ΝΙΝΑ Η άμαξά μου περιμένει στην είσοδο. Μη με ξεπροβοδίσετε, θα φύγω μόνη μου… (Τής έρχονται δάκρυα.) Δώστε μου λίγο νερό.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Τής δίνει να πιεί.) Πού θα πάτε τώρα;
ΝΙΝΑ Στην πόλη. (Παύση.) Η μητέρα σας είναι εδώ;
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Ναι… Από την περασμένη Πέμπτη ο θείος δεν είναι καλά, και τής τηλεγραφήσαμε να έρθει.
ΝΙΝΑ Γιατί λέτε ότι φιλούσατε το χώμα όπου εγώ πατούσα; Να με σκοτώσουν πρέπει. (Γέρνει πάνω στο τραπέζι.) Είμαι τόσο κουρασμένη! Να χαλάρωνα ... να χαλάρωνα! (Σηκώνει το κεφάλι.) Είμαι γλάρος ... Δεν είναι αυτό. Είμαι ηθοποιός. Λοιπόν, ναι! (Ακούει το γέλιο της μητέρας του Τριέπλιεφ και του Τριγκόριν, αφουγκράζεται, έπειτα τρέχει στην αριστερή πόρτα και κυττάζει από την κλειδαρότρυπα.) Κι αυτός εδώ ... (Επιστρέφοντας στον Τριέπλιεφ.) Λοιπόν, ναι ... Τίποτα ... Ναι ... Αυτός δεν πίστευε στο θέατρο, κορόϊδευε όλα τα όνειρά μου, και σιγά-σιγά κι εγώ σταμάτησα να πιστεύω και μού ’φυγε η διάθεση… Και μετά τα βάσανα στη σχέση μας, η ζήλεια, διαρκώς ο φόβος για το παιδί… Έγινα ασήμαντη, ένα τίποτα, έπαιζα ανόητα… Δεν ήξερα τι να κάνω τα χέρια, δεν ήξερα να σταθώ στην σκηνή, δεν έλεγχα τη φωνή. Εσείς δεν καταλαβαίνετε τι νοιώθει εκείνος που παίζει άσχημα. Είμαι γλάρος. Όχι, δεν είναι αυτό… Θυμάστε, είχατε πυροβολήσει έναν γλάρο; Τυχαία ήρθε ένας άνθρωπος, τον είδε, δεν είχε τι άλλο να κάνει και τον κατέστρεψε. Θέμα για ένα μικρό διήγημα. Μάλλον όχι… (Τρίβει το μέτωπό της.) Εγώ τώρα;… Α, ναι, μιλάω για την σκηνή. Τώρα δεν είμαι πιά έτσι. Τώρα πιά είμαι πραγματική ηθοποιός, τώρα παίζω με ευχαρίστηση, με ενθουσιασμό, μεθάω στη σκηνή και αισθάνομαι όμορφη. Και τώρα, αφ’ ότου είμαι εδώ, περπατάω πολύ, όλο περπατάω και σκέφτομαι, σκέφτομαι και αισθάνομαι την ψυχή μου να δυναμώνει κάθε μέρα. Τώρα ξέρω, καταλαβαίνω, Κώστια, ότι στο επάγγελμά μας, είτε παίζουμε στη σκηνή είτε γράφουμε, το σπουδαιότερο δεν είναι η δόξα, ούτε η λάμψη, ούτε αυτά που ονειρευόμουνα, παρά να μπορούμε να κάνουμε υπομονή. Να μπορούμε να κουβαλάμε τον σταυρό μας και να πιστεύουμε. Εγώ πιστεύω και δεν πονάω τόσο, και όταν σκέφτομαι την αποστολή μου, τότε δεν φοβάμαι την ζωή.
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Πικρά) Εσείς τον δρόμο σας τόν ξέρετε, προς τα πού πάτε, εγώ ουρλιάζω μέσα στο χάος από εφιάλτες και εικόνες, μη ξέροντας, για ποιόν και γιατί τα κάνω όλα αυτά. Δεν πιστεύω και δεν ξέρω τι να κάνω.
ΝΙΝΑ (Προσέχοντας θορύβους απ’ έξω.) Σσσσς… Πηγαίνω. Αντίο. Όταν γίνω μεγάλη ηθοποιός, ελάτε να με δείτε. Υπόσχεστε; Και τώρα… (Τού σφίγγει το χέρι.) Είναι ήδη αργά. Μόλις που στέκομαι στα πόδια μου… είμαι εξαντλημένη… θα ήθελα κάτι να φάω…
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ Μείνετε και θα ετοιμάσω να φάμε…
ΝΙΝΑ Όχι, όχι… Μη με ξεπροβοδίσετε, θα φύγω μόνη μου… Η άμαξα είναι κοντά. Ώστε η μητέρα σας τόν έφερε μαζί της, ε; Δεν έχει σημασία. Όταν δείτε τον Τριγκόριν, μη τού πείτε τίποτα… Τον αγαπώ. Τόν αγαπώ ακόμη πιο δυνατά από πριν… Ένα θέμα για διήγημα…. Αγαπώ, αγαπώ παθιασμένα, αγαπώ απελπισμένα. Όμορφα ήταν παλιά, Κώστια! Θυμάστε; Τι φωτεινή, ζεστή, χαρούμενη, αγνή ζωή, τι συναισθήματα -συναισθήματα σαν ευγενικά, χαριτωμένα λουλούδια… Θυμάστε; (Απαγγέλει.) «Άνθρωποι, λιοντάρια, αετοί και πέρδικες, ελάφια με κέρατα, χήνες, αράχνες, άφωνα ψάρια στο νερό, αστερίες στην θάλασσα και δημιουργήματα που δεν είδε ποτέ μάτι, - με μιά λέξη όλη η πλάση, όλη η πλάση όλη η πλάση, ολοκληρώνοντας τον πικρό κύκλο, πεθαίνει. Ήδη εδώ και χιλιάδες αιώνες η γη δεν γεννά ούτε ένα ζωντανό πλάσμα, κι αυτή η δύστυχη σελήνη μάταια ανάβει το φανάρι της. Στα λιβάδια δεν ακούγονται οι κραυγές των γερανών, και τα μαγιάτικα σκαθάρια δεν ακούγονται στα δάση με τις φτελιές…» (Αγκαλιάζει ξαφνικά τον Τριέπλιεφ και βγαίνει τρέχοντας από την τζαμένια πόρτα.)
ΤΡΙΕΠΛΙΕΦ (Μετά από παύση.) Δεν θα ήταν καλό να την έβλεπε κάποιος στον κήπο και μετά να το έλεγε στην μητέρα. Θα αναστάτωνε την μητέρα…
Στα επόμενα δυό λεπτά σκίζει σιωπηλός τα χειρόγραφά του και τα πετάει κάτω από το τραπέζι, έπειτα ξεκλειδώνει την δεξιά πόρτα και βγαίνει.