μανία θεάτρου
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Ανδρέας Εμπειρίκος
Παρουσιάζουμε εδώ απόσπασμα από το έργο της 'Aννας Μαρίας Σβάρτσενμπαχ
"Βλέποντας μιά γυναίκα" «Eine Frau zu sehen»
Η ελβετίδα συγγραφέας 'Aννα Μαρία Σβάρτσενμπαχ γεννήθηκε το 1908 και πέθανε το 1942. Έργάστηκε ως δημοσιαγράφος και ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου. Ταυτόχρονα ασχολήθκε επιτυχημένα με την λογοτεχνία. Από την εφηβική της ηλικία ήταν ομοφυλόφιλη και αυτό δεν το έκρυψε ποτέ. Το "Βλέποντας μιά γυναίκα" το έγραψε το 1929, σε ηλικία είκοσι ενός ετών και πιθανόν να είναι αυτοβιογραφικό. Όσο ζούσε δεν το δημοσίευσε ποτέ. Το δημοσίευσε το 2007 ο ανεψιός της Αλέξης Σβάρτσενμπαχ ο οποίος ανακάλυψε το χειρόγραφο στο αρχείο της θείας του. Το κείμενο δεν έχει γραφεί ως θεατρικό έργο. Όμως η αφήγηση σε πρώτο ενικό πρόσωπο καθιστά το κείμενο έναν θαυμάσιο θεατρικό μονόλογο. Η υπόθεση αναφέρεται στον έρωτα της 18χρονης ηρωϊδας προς μία ώριμη γυναίκα, τους δισταγμούς της κοπέλλας, την εσωτερική της πάλη μέχρι να φτάσει στην φανερή εκδήλωση του έρωτά της.
Η μετάφραση έγινε από τον Ι.Φ. από το γερμανικό πρωτότυπο όπως υπάρχει στην έκδοση με τίτλο «Eine Frau zu sehen» του οίκου Kein und Aber, Ζυρίχη, 2008.
Προς τα ξημερώματα όμως (καθόμουνα στο κρεββάτι με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα) αισθάνθηκα κυριευμένη από μια μεγάλη ηρεμία, ήταν σαν να μπορούσα να αφουγκραστώ την ερχομό της, σαν να έγερνα πάνω της με ευγνωμοσύνη, ταπεινή. Όταν ήμουν παιδί, έπειτα από πολύ κι απελπισμένο κλάμα, είχα αισθανθεί αυτήν την τρυφερή ηρεμία, και τότε ήταν η μητέρα μου που μου μάζευε τα υγρά μαλλιά από μέτωπο. Ίσως το ίδιο σήμερα να έρχονταν μια γυναίκα, ξαφνικά ήταν απίστευτα όμορφη αυτή η λέξη – Γυναίκα – η παρουσία της τόσο γεμάτη από σιωπηλή και μελαγχολική προσμονή, τόσο γεμάτη από ηδονική πίστη, ώστε το σύνορο του θαύματος να αίρεται και να αφήνει τόπο για μια παρηγοριά προς την οποία με λαχτάρα στρεφόμουνα -
Εκείνη την στιγμή απότομα κυριεύτηκα από την σκέψη της Αΐνας Μπέρνσταϊν. Για πρώτη φορά είχε ξεφύγει από την συνείδησή μου για λίγες ώρες, τώρα όμως με ξαναγέμιζε με οδυνηρή ένταση, όλη μου η θλίψη συμπυκνώνονταν σ’ εκείνο το όνομα που μέσα του φαίνονταν να ζει μια αόρατη δύναμη. Διότι τώρα με είχε πιάσει μια αβάσταχτη ανυπομονησία, η αυγή που αχνοφώτιζε, η μέρα που επί τέλους αρχινούσε δεν έτρεχαν γρήγορα, η διαδρομή με το σκι, όλα αυτά ήταν μια αλυσσίδα από ώρες που έπρεπε να τις υποστώ, ώστε το απόγευμα και η επιστροφή να έρθουν γρηγορότερα. Και καθώς μετά από ένα τελευταίο, στα γρήγορα, φλυτζάνι τσαγιού στο χωριό φτάσαμε επί τέλους στο ξενοδοχείο μας, είχα αποφασίσει να περιμένω στο σαλόνι για την Αΐνα Μπέρνσταϊν, αν και φοβόμουνα να την συναντήσω. Αλλά μήπως υπήρχε κάτι πιο φοβερό από το να περιμένω άλλη μια νύχτα, να αντέξω την αγωνία άλλη μια μέρα, το Τίποτα – μήπως δεν είχα φτάσει σ’ ένα ακρότατο σημείο και μετά υπήρχε το κενό (αχ, υπάρχουν επίσης άδεια μάτια, άδεια χέρια που παλιότερα ήταν πλούσια και άδειες ώρες…)
Χτύπησε οχτώ. Πρώτος ήρθε ο Έρβιν, είχε αλλάξει ρούχα για το δείπνο, και μετά ο Βολφ με την Λούση, εκείνη φορούσε κόκκινο φόρεμα με ντεκολτέ. Κι εγώ στεκόμουνα εδώ με τα ρούχα του σκι, ακουμπούσα τα χέρια στο καλοριφέρ και περίμενα. Ίσως όλα να γίνονταν μάταια. Δεν τολμούσα πλέον να γυρίσω και να συναντήσω τα βλέμματα των γνωστών που τώρα πηγαινοέρχονταν στο σαλόνι, που διάβαζαν την εφημερίδα τους, που έπιναν το κοκτέϊλ τους, που ανακάτευαν τις τράπουλες. Το παλιό μίσος για όλους όσους είναι χαρούμενοι τόσο πιο πολύ με κυρίευε, όσο πιο απελπισμένη και γεμάτη αγωνία γίνονταν η προσμονή μου που τώρα μου φαινότανε παιδιακίστικη, ανόητη, γελοία.
Όταν τελικά έφτασε ένα έλκηθρο και οι υπάλληλοι βγήκαν έξω να εξυπηρετήσουν και επί τέλους φάνηκε πραγματικά η Αΐνα Μπέρνσταϊν, δεν τολμούσα πλέον να υψώσω το κεφάλι να την δω – διότι τώρα βρίσκονταν εκείνη εδώ, εκείνη θα ασχολούνταν μαζί μου, εκείνη, η οποία αυτή τη στιγμή της πικρής περιχαράκωσης ακούμπησε το χέρι της πάνω στον ώμο μου, της οποίας η φωνή ήταν τώρα πολύ κοντά μου, αυστηρή κι όμως ζεστή, και της οποίας τα φιλικά της λόγια μου ανοίκαν. Όμως στην διάρκεια αυτού του πρώτου λεπτού ήρθε ο ρεσεψιονίστας να μου πει ότι με ζητούσαν στο τηλέφωνο, κι εγώ έχασα στην στιγμή το τελευταίο μου κουράγιο που χρειαζόμουνα για να εκβιάσω το αδύνατο. Άκουσα την φωνή του πατέρα μου στο τηλέφωνο και χωρίς να περιμένω τι θα μου πει, του ανακοίνωσα απαρηγόρητη, ευτυχώς που ανάμεσά μας ήταν το καλώδιο, ότι θα έκανα όπως ήθελε, σε δυό μέρες θα επέστρεφα. Η φωνή του ακούστηκε συγκαταβατική πράγμα που μου έφερε δάκρυα στα μάτια και, καθώς κατέβασα το ακουστικό, ακούμπησα στον τοίχο της καμπίνας εξαντλημένη και γεμάτη λύπη χωρίς ελπίδα.
Έξω με περίμενε η κυρία Μπέρνσταϊν. Την κύτταξα και προσπάθησα να χαμογελάσω. Σκέφτηκα πως ίσως είχε πάρει τα γράμματά της από την ρεσεψιόν. Τώρα θα πηγαίναμε προς το ασανσέρ και θα της έδινα χειραψία πριν κατεβώ στον όροφό μου.
Αλλά συνέβη ένα ευτυχές περιστατικό που μου έδωσε μια τελευταία δυνατότητα. Το παιδί του ασανσέρ ξέχασε ότι η κυρία Μπέρνσταϊν ήθελε να κατεβεί στον δεύτερο όροφο και το ασανσέρ σταμάτησε στον τέταρτο. Τότε εκείνη είπε ότι θα κατεβεί από την σκάλα και βγήκε μαζί μου στον αχνοφωτισμένο διάδρομο.
Πάλι με κυρίευσε η ορμή να την πλησιάσω, με κυρίευσε τόσο δυνατά που έκλεισα τα μάτια και ασυναίσθητα στάθηκα ακίνητη. Στάθηκε κι εκείνη και γύρισε προς εμένα το πρόσωπό της. Ήξερα ότι τώρα θα εγκατέλειπα την τελευταία μου δυνατότητα και με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια για αυτοκυριαρχία την ρώτησα κυττώντας την, εάν εκείνο το βράδυ μπορούσα να έρθω στο δωμάτιό της. Εκείνη δίστασε μια στιγμή, ήταν καλεσμένη από την κυρία Μπόχαϊμ – όμως έπειτα είπε αποφασιστικά ότι θα έλεγε μια δικαιολογία στην φίλη της και μου χάϊδεψε τα μαλλιά.
Από την πρώτη νύχτα προέρχονται οι επόμενες σημειώσεις που κατέγραψα και που τις φυλώ προσεκτικά και που πιάνομαι από πάνω τους, επειδή καμιά ανάμνηση δεν μπορεί να είναι δυνατότερη από αυτά τα χειρόγραφα που τα κρατώ χωρίς άλλο σκοπό, παρά μόνον για να ψάχνομαι μέσα στο μεγάλο μου αδιέξοδο.
Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτήν την αγωνία που πάλι με είχε πιάσει –είναι σαν ένας πόνος που δεν μπορείς να τον πάρεις στα σοβαρά, που τον υποδέχεσαι γελώντας, όμως ξαφνικά δυναμώνει και γίνεται αβάσταχτος και εσύ εξακολουθείς να γελάς, όμως αυτή η αγωνία παραμορφώνει –ω Θεέ μου –κανείς δεν θέλει να με πιστέψει ότι ήμουνα ειλικρινής και ότι χθες ακόμη ήμουνα βέβαιη για τα ίδια μου τα λόγια - με ποιο τρόπο να εξηγήσω ότι αυτή η αγωνία έπεσε πάνω μου σαν αρρώστια;
Αυτή είναι μια ανυπόφορη αβεβαιότητα: δεν ξέρω πως άντεξα ένα Χθες κι ένα Προχθές και τις τόσες προηγούμενες μέρες. Ήμουνα ευτυχισμένη που δεν αισθανόμουνα πόσο μοναχικές είναι οι νύχτες. Μέσα από το σκοτάδι κάτι τρομακτικό έρχεται κατά πάνω μου κι εγώ θέλω να του ξεφύγω. Όμως ταυτόχρονα ξέρω ότι γι’ αυτό χρειάζεται ένα μεγάλο θάρρος και ποιος θα μου δώσει θάρρος; Το αφουγκράζομαι προσεχτικά και νοιώθω ότι τα μάτια μου μένουν διάπλατα ανοικτά, γεμάτα προαίσθημα και αϋπνία.
Και μετά γίνεται η κούραση τόσο μεγάλη που δεν μπορώ πιά να μείνω ξάγρυπνη και αργά-αργά στρέφονται τα βλέμματά μου εντός μου: Εκεί χορεύει ένας κόσμος χρωμάτων και φώτων κι όταν θαμπώνουν τα φώτα μεταμορφώνονται σε φωτοστέφανα αγίων –και γύρω είναι η περιοχή ενός μαγεμένου ήλιου, σαν να είχα μέσα μου μαζεμένο όλο το πύρωμα του ουρανού κι όλη την λάμψη των χιονισμένων λιβαδιών και ήμουνα πλημμυρισμένη από ζέστη.
Όμως αυτό ήταν μόνο όνειρο. Τα φώτα και τα χρώματα είναι σαν τις ακτίνες ενός προβολέα. Τον σβήνουν κι αυτές εξαφανίζονται.
Όμως δεν κλαίω, δεν είναι φρόνιμο να κλαίω. Πόσο ξέρεις όμως ότι ο κόσμος που αγαπάς δεν είναι παρά αχτίνες ενός προβολέα; Εξαρτιέσαι από φώτα και σκιές, όπως ένας ευνοούμενος από την διάθεση του κυρίου του. Κάποια φορά (θυμήσου, είναι λίγες εβδομάδες πριν) σου είπε κάποιος ότι είναι θλιβερό πράγμα ο ευνοούμενος. Ή ο ζητιάνος. Υπάρχει κάπου ένα μεγάλο φως, ακτινοβολεί στα μάτια ευγενικών ανθρώπων, σαν να προέρχεται από ένα καθαρό και πλήρες έργο τέχνης. Δεν μπορεί να σβήσει επειδή είναι μέσα σου, όπως σ’ όλους τους ανθρώπους. Και δεν πρέπει να το αποβάλλεις εξ αιτίας των φόβων σου και της βιασύνης σου να καταφύγεις σε παιδιαρίσματα και με την δειλία σου να αποφύγεις τα σκοτεινά σημεία.
Το φως είναι πάντοτε πολύ μεγαλύτερο και πολύ καθαρότερο: Στρέψου σ’ αυτό.
Είναι πολύ αργά, νομίζω έχει φέξει. Όμως εγώ είμαι πολύ κουρασμένη για να ανοίξω τα μάτια.