μανία θεάτρου
Les cheveux du soleil sont nos mains aussi.
Και τα μαλλιά του ήλιου είναι χέρια μας επίσης.
Sophie Podolski
Τι μάς διδάσκει
ο Σαίξπηρ ως σκηνοθέτης;
OBERON But who comes here? I am invisible;
ΟΜΠΕΡΟΝ Αλλά ποιός έρχεται εδώ; Είμαι αόρατος·
«Όνειρο θερινής νυκτός» Πράξη 2, Σκηνή 1
Πώς να δείξεις έναν αόρατον πάνω στην θεατρική σκηνή; Πολύ απλά, το δηλώνεις! Για σκεφτείτε! Στο σημείο αυτό του έργου ο Σαίξπηρ, ως σκηνοθέτης, έχει να αντιμετωπίσει ένα πολύ δύσκολο ζήτημα. Ο ήρωάς του πρέπει να είναι αόρατος για τον Δημήτριο και την Ελένη που έρχονται, αλλά ορατός από τους θεατές. Ίσως προταθεί η αντίρρηση ότι την εποχή του Σαίξπηρ δεν υπήρχε ανεπτυγμένη τεχνολογία και γι’ αυτό ο συγγραφέας και σκηνοθέτης καταφεύγει σ’ αυτήν την λύση. Ακριβώς έτσι είναι.
Όμως αυτή η απάντηση δημιουργεί ένα άλλο ερώτημα. Πώς στεκόμαστε απέναντι στις δυνατότητες της τεχνολογίας, όταν σκηνοθετούμε;
Λέγοντας τεχνολογία εννοούμε κάθε ηλεκτρικό, ηλεκτρονικό και μηχανικό μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παράσταση.
Δεν θα δώσουμε εδώ μιά απάντηση, παρά θα παραθέσουμε κάποια ερωτήματα.
Μήπως οι τεχνολογικές δυνατότητες στην θεατρική σκηνοθεσία μάς οδηγούν σε λύσεις όπου το κοινό θαυμάζει την τεχνολογία και όχι το Θέατρο;
Μήπως οι τεχνολογικές δυνατότητες δίνουν εντυπωσιακά αποτελέσματα, αλλά χάνεται το Θέατρο;
Μήπως οι τεχνολογικές δυνατότητες οξύνουν μεν την φαντασία των τεχνικών, των εφευρετών, αλλά αμβλύνουν την φαντασία των σκηνοθετών οι οποίοι επαφίενται στην τεχνολογία για να εντυπωσιάσουν;
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ο σουηδός σκηνοθέτης του Θέατρου και όχι μόνον του κινηματογράφου, διαλογίζεται έτσι γύρω από τα ανωτέρω ερωτήματα.
ΒΟΓΚΛΕΡ Η σαιξπηρική σκηνή είναι η καλύτερη που υπήρξε ποτέ. Παίζανε στο φως της ημέρας κι όταν θέλανε να παραστήσουν την νύχτα, τοποθετούσανε αναμμένους πυρσούς και με αυλούς παίζανε λίγο μια μελωδία. Η νύχτα: δυό τρεις αυλοί και πυρσοί! Και τώρα φορτώνουμε τις σκηνές μ’ ένα σωρό πράγματα. Για το θέατρο, για μια παράσταση χρειάζονται μόνον τρία πράγματα: το κείμενο, ο ηθοποιός κι ο θεατής. Δεν χρειαζόμαστε τίποτ’ άλλο για να γίνει το θαύμα.
Στο θεατρικό έργο «Μετά την πρόβα».
Μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη.